«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και
Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον
αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε
προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά
τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα
του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της
ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που
τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες
των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του
στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην
ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή
του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».
Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι
το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο
υμνογράφος[1] το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που
φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την
άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός
της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο
στάχυ»[2]∙ «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε,
τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού
μαρτυρίου»[3]. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο
όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της
σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον,
συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.
Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με
άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που
έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο
της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο
βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού[4]. Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του
υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο,
ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική.
Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό
ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία
ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό.
«Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον
λόγο και του αποστόλου Παύλου[5].
Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να τονίζει - εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο
Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής
σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε,
γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο
της σοφίας»[6] (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει
μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’
ένα μικρό κείμενο[7], λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο
χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της
Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού.
Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει
όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως,
αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή
τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο
ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν
ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως
προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως»[8] (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί,
έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά
ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του
Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε,
σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες
σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά»[9] (ωδή ε΄).
Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός
στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική
ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη
δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες»[10]) (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρώτιστα
στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς
παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων
σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη
φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά»[11] (ωδή ζ΄).
[1] Ο άγιος
Θεοφάνης ο Γραπτός (778-845) υπήρξε ίσως ο πολυγραφότερος, μαζί με τον Ιωσήφ
τον υμνογράφο, ποιητής κανόνων της ορθόδοξης Εκκλησίας.
[2] «Ότε
της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε
πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε».
[3] «Ότε
επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον
κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου».
[4] «Νόμου
καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά
Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον».
[5] Α΄Κορ.
12,3.
[6] «Ρείθρον
εδέξω ζωής, ως εκ χειμάρρου της τρυφής, όσιε, τω μαθητή τω ηγαπημένω
μεμαθητευμένος, τω αρυσαμένω σοφίας την άβυσσον».
[7] «Μαρτύριον
του αγίου Πολυκάρπου» (κείμενο και μετάφραση), στο: Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί
Πατέρες, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1953, σελ. 232-249. Για τη θεολογική
αποτίμηση του κειμένου, βλ.: Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α΄, Αθήνα
1977, σελ. 223-227. Όπως σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής «σπάνια τόσο μικρό
κείμενο απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της Εκκλησίας. Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου,
που ίσως να μην είναι το αρχαιότερο, έγινε κυριολεκτικά το θεμέλιο της
μαρτυριολογίας και ίσχυσε πράγματι σαν πρόγραμμα στη ζωή της Εκκλησίας, όσον
αφορά τους μάρτυρες και την τιμή τους».
[8] «Ολόκληρον
σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον προαθλήσας,
παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως».
[9] «Αίγλη
του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν, όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω,
σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν».
[10] «Νεανικήν
εν πολιά βαθυτάτη την ανδρείαν επεδείξω, του Σταυρού τη δυνάμει, διαναστήσας
σαυτού προς
θείας αγώνας το φρόνημα».
[11] «Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες».