«Ο όσιος Αυξέντιος έζησε
επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού (5ος αι.) και υπήρξε
άνθρωπος των γραμμάτων. Ακολούθησε δε τον μοναχικό βίο, ασκούμενος μάλιστα και
σ’ ένα όρος με μεγάλη καρτερία. Έλεγξε επί πολύ την πλάνη της κακοδοξίας των
αιρετικών της εποχής του, γενόμενος αξιοσέβαστος ακόμα και στους βασιλείς, με
λαμπρό πρόσωπο από τη θεία χάρη, ενώ ανέβρυζε κάθε φορά πηγές θαυμάτων και
ιάσεων σ’ αυτούς που προσέρχονταν κοντά του. Αναπαύτηκε εν ειρήνη και το τίμιο
σώμα του κατατέθηκε στον Ναό που ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο».
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό της σύγκρισης
μεταξύ αυτού που προβάλλει η κοσμική νοοτροπία τη σημερινή ημέρα: έναν αμφιβόλου υπάρξεως και ποιότητας «άγιο», τον Βαλεντίνο, ως
«άγιο» του έρωτα (διότι ο άγιος Βαλεντίνος μπορεί να υπάρχει ως μάρτυς, αλλά
δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνήθως προβάλλεται στο πρόσωπό του), και
αυτού που προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία: τον όσιο Αυξέντιο τον εν τω Βουνώ.
Διότι και οι δύο γίνονται αφορμή να προβληθεί ο έρωτας, αλλά στην πρώτη
περίπτωση με την ανθρώπινη κοσμική διάστασή του, δηλαδή ως «παιδί της φτώχειας»
κατά τον Πλάτωνα: ο ερωτευμένος εκλιπαρεί και ζητιανεύει την ανταπόκριση του
άλλου, συνεπώς τις ανάγκες του εαυτού του ζητά να καλύψει – η αγάπη του είναι
έκφραση ενός εγωισμού∙ ενώ στη δεύτερη με τη μεγαλειώδη διάσταση του θεϊκού
έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να γίνει μεθεκτός του Θεού και να διαχέει έπειτα
τις ακτίνες της αγάπης του Θεού και σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιος
είναι ο άλλος που τις δέχεται και σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Στην περίπτωση
αυτή έχουμε την αληθινή αρχοντιά της αγάπης, που προσφέρεται «ερήμην» του
άλλου, δηλαδή χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόκριση.
Ένας ύμνος μάλιστα από την ακολουθία του αγίου μάς
καθοδηγεί ώστε να δούμε τις παγκόσμιες διαστάσεις της επί της γης παρουσίας
του, λόγω ακριβώς του αγώνα του για την αγάπη του Θεού.
«Ανέλαβες εκούσια,
πάτερ Αυξέντιε, τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και έκανες καινούργια τη γη,
καθιστώντας την εξαιρετικά εύφορη, ένδοξε, με τα δάκρυα του αγώνα σου για τις
αρετές» (ωδή α΄).
Τι επισημαίνει ο ύμνος; Σ’ έναν κόσμο που έχει καταστεί
και διαρκώς καθίσταται «γέρικος», καθώς βουλιάζει αδιάκοπα σ’ αυτό που φθείρει
και αποσυνθέτει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά: την αμαρτία ως σαρκολατρεία
και αλαζονεία – διότι το μόνο που «κερδίζει» ο άνθρωπος από το αποκομμένο από
τον Θεό σαρκικό του φρόνημα είναι ο θάνατος, όπως το εκφράζει μεγαλειωδώς ο
απόστολος Παύλος: «τα οψώνια της
αμαρτίας θάνατος» - η επισήμανση του παραπάνω ύμνου ηχεί παράδοξα και
ανέλπιστα ευχάριστα! Υπάρχει η δυνατότητα η γη που πατάμε και που ζούμε να
γίνει και πάλι καινούργια. Πώς; Όταν βρεθούν οι άνθρωποι, σαν τον άγιο
Αυξέντιο, που με αποφασιστικό τρόπο, ελεύθερα και επιμελώς, στρέψουν την καρδιά
τους προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Διότι Εκείνος ως η
πηγή της ζωής και εν γένει τού είναι με την ενέργειά Του χορηγεί αενάως τη
νεότητα και τη ριζική ανακαίνιση των πάντων. «Ιδού, καινά ποιώ πάντα» ακούμε αίφνης από το Πνεύμα Του στην
Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όλα τα κάνω καινούργια! Διότι ακριβώς σ’ Αυτόν δεν
υπάρχει υποψία φθοράς και σκότους! Είναι «ο Ων»! Και ο απόστολος Παύλος εκφράζοντας την εμπειρία της
αλήθειας αυτής εν Εκκλησία το διαλαλεί: «Ει
τις εν Χριστώ καινή κτίσις», όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι
καινούργια δημιουργία. Ο χριστιανός: το μυστήριο που περιπατεί στον κόσμο
τούτο, προεκτείνοντας τη μοναδική και απόλυτη παρουσία Εκείνου, ένας άλλος Θεός
που περιπολεί στη γη. Οπότε, κάθε πατημασιά ενός αγίου, κάθε κίνηση και ανάσα
του συνιστούν «ενέσεις» ζωής και ανακαίνισης του κόσμου μας – το βλέπουμε στα
άγια πρόσωπά τους: λάμπουν ακόμη και μέσα στα γηρατειά τους! Δεν χρειάζεται να
κάνουν μπότοξ ή άλλες χειρουργικές επεμβάσεις αισθητικής για να φανούν «νέοι»!
Γιατί ζει μέσα τους Εκείνος που είναι η διαρκής νεότητα ως σφρίγος αληθινής
ζωής.
Κι ο ύμνος για τον άγιο προσθέτει: στρέφεται κανείς προς
τον Χριστό κι Αυτός προσφέρει τη δύναμη του ανακαινισμού Του, όταν αρχίζει ο
πιστός να ζει με μετάνοια αληθινή, όταν δηλαδή τα δάκρυα από τον πνευματικό
αγώνα για την άσκηση των αρετών πλημμυρίζουν την ύπαρξή του. Κάθε δάκρυ του,
μας λέει ο άγιος υμνογράφος, που πέφτει στη γη τη λιπαίνει, την καθιστά εύφορη,
την κάνει καινούργια – ό,τι πρώτα συνέβη στη δική του ψυχοσωματική ύπαρξη! Όσο
υπάρχουν λοιπόν άγιοι, όσο υπάρχουν αληθινοί πιστοί, τόσο και ο κόσμος μας θα
γίνεται και πάλι καινούργιος. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να νιώθουμε που υπάρχουν!
Πόση παρηγοριά μας προσφέρει η σκέψη πως η κάθε δική τους ματιά είναι και μία
νέα απαλή θέαση του κόσμου, που χύνει βάλσαμο στο πληγωμένο σώμα της γης και
των κατοικούντων σ’ αυτήν και δημιουργεί συνθήκες ανάνηψης και ανάστασής τους.