27 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ

«Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτωρία. Το κοσμικό όνομα του Γέροντα ήταν  Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρη του Θεού έκλεισε στον Ευάγγελο όλες τις θύρες της κοσμικής αποκατάστασής του.

Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του, τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο, ενώ η ζωή του ήταν καλογερική και πριν γίνει καλόγερος – και στον κόσμο αγωνιζόταν πνευματικά ασκούμενος στην ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, τη νηστεία και κυρίως στην υπακοή. Η ευλαβέστατη μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και ότι ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή. Πράγματι, 14 Σεπτεμβρίου του 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο και ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στη συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά τη δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντά του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον μεγάλο άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντά του Νικηφόρου. Από τον όσιο Ιωσήφ διδάχτηκε την απλανή πνευματική ζωή και μυήθηκε στα «μυστικά» της νοεράς προσευχής. Έτσι από νωρίς κατάλαβε ότι καμία προκοπή δεν υφίσταται, χωρίς το θεμέλιο όλων, τη υπακοή. Τη γνήσια όμως υπακοή που κίνητρό της έχει την αγάπη και τον ζήλο του Θεού.

Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον νεαρό τότε Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε να φυλάσσει τις αισθήσεις του και να καθαρίσει όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν την καρδιά του με το φως του Θεού. Το 1973 εκοιμήθη ο Γέροντάς του ιερομόναχος Νικηφόρος, χάριν του οποίου έκανε ο γνήσιος υποτακτικός δεκαεννιά σαρανταλείτουργα!

Υπακούοντας στον όσιο Ιωσήφ, συγκρότησε από το 1980 δική του συνοδεία, δίνοντας πια την ευκαιρία και σε άλλους αναζητητές της ησυχαστικής ζωής να βρουν τον δρόμο των αγίων στους οποίους αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.  Κύριο στοιχείο στον δρόμο αυτόν είναι η αδιάκοπη τέλεση της θείας λειτουργίας, η οποία για τον μεγάλο Γέροντα Εφραίμ συνιστούσε συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία που τέλεσε, έβλεπε αισθητά όχι μόνο συλλειτουργούντες αγίους αγγέλους αλλά και  τη Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο  της προσφοράς σε σώμα και αίμα Χριστού, γι’ αυτό και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυά του, σε σημείο που να μουσκεύει το αντιμήνσιο της αγίας Τράπεζας. Τα δάκρυα όμως ήταν για τον κατανυκτικό Γέροντα  χαρακτηριστικό όλης της αγίας βιοτής του, γιατί ζούσε βαθύτατα το πένθος που εκφράζει την αληθινή μετάνοια.

Η οσία ασκητική ζωή του μεγάλου Εφραίμ που θεμελιωνόταν στην υπακοή ως φρόνημα του ίδιου του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των αγίων, διήνοιξε τον νου και την καρδιά του και τον έκανε μέτοχο των θείων ενεργειών της διοράσεως και της προοράσεως, όπως και της τελέσεως ακόμη και θαυματουργικών επεμβάσεων. Είναι γνωστό μάλιστα, λόγω επαναλαμβανομένων παρόμοιων καταστάσεων, ότι ο Κύριος του έδινε τη χάρη να «οσμίζεται» την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν, ακόμη δε και να καθιστά αισθητή και σε άλλους τη «βρομιά» που εξέπεμπαν άνθρωποι είτε αιρετικοί είτε και με άλλους τρόπους πλανεμένοι.

Με το πνεύμα Χριστού που ζούσε επιθυμούσε βαθύτατα την ενότητα όλων και προσευχόταν με πόνο υπέρ αυτής. Αλλά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση: ως ενότητα και αγάπη εν τη αληθεία. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά κάτι που ιδίως για τη σύγχρονη εποχή ηχεί απολύτως προφητικά: «το σχίσμα γίνεται εύκολα, η ένωση όμως είναι δύσκολη». Την ενότητα του Χριστού δεν την έβλεπε ο όσιος Γέρων μόνον στο επίπεδο της πίστεως και των Εκκλησιών, αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως των εγγάμων. Βοήθησε πολλούς οικογενειάρχες να διατηρήσουν τον γάμο τους και να κατανοήσουν ότι ο γάμος είναι δρόμος αγιασμού τους, όπως νουθέτησε, εν πνεύματι ελευθερίας, και πολλούς νέους να αφήσουν την «άσωτη» ζωή και να κάνουν ευλογημένη οικογένεια.

Το 1996 ο Όσιος έπαθε εγκεφαλικό και έπεσε σε ακινησία. Όχι μόνο δεν γόγγυσε αλλά το θεώρησε ως ευκαιρία μεγαλύτερης δοξολογίας του Θεού. 27 Φεβρουαρίου 1998 ο μέγας Γέρων του Αγίου Όρους παρέδωσε την οσία ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του που εκ νεότητος υπηρέτησε.

Στις 20 Οκτωβρίου 2019, και ευρισκόμενος στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανήγγειλε ότι επίκειται η επίσημη αγιοκατάταξη του Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτου, κάτι που έγινε πράξη στις 9 Μαρτίου 2020, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απηχώντας την ορθόδοξη συνείδηση του λαού που τον γνώρισε, τον ενέγραψε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Στοιχεία του συναξαριού από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής). 

Απαρχής της ακολουθίας του οσίου Εφραίμ, ο συντάκτης της σεμνός και έμπειρος της πνευματικής ζωής ιερομόναχος Ιγνάτιος τονίζει αυτό που είναι γνωστό σε όλους όσοι έστω και λίγο γνώρισαν τον γίγαντα Γέροντα Εφραίμ: ότι ήταν το γνήσιο τέκνο της υπακοής. Ο «χαρισματούχος υποτακτικός» είναι ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός που του αποδίδεται. Κι αυτό γιατί ήδη και από την κοσμική του ζωή, πολύ περισσότερο όταν έγινε μοναχός, είχε κατανοήσει το ύψος και το βάθος της χαρισματικής αυτής καταστάσεως: αφήνεις κατά μέρος το δικό σου θέλημα για να κάνεις το θέλημα του έμπειρου στα πνευματικά Γέροντά σου, που θα πει να μάθεις να υπακούς τελικά στον Θεό! Η υπακοή δεν συνιστά άλλωστε, όπως είναι γνωστό, το φρόνημα του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, καθώς το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος, γι’ αυτό και προτρέπει το ίδιο αυτό φρόνημα να αποκτήσει και κάθε πιστός που θέλει να ακολουθεί την οδό Εκείνου; «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε στον Ιησού Χριστό. Αυτός μολονότι Θεός «κένωσε» τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από την ταπείνωσή Του κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι σημείου να θανατωθεί και μάλιστα πάνω σε Σταυρό».

Γι’ αυτό και η υπακοή - η γνήσια και όχι η αναγκαστική και «καταπιεσμένη», δηλαδή αυτή που κινείται από την ορμή αγάπης προς τον Χριστό - θεωρείται ο ανώτερος βαθμός φανέρωσης της ταπείνωσης, η οποία επισύρει πλούσια στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Και γι’ αυτόν τον λόγο ταυτοχρόνως οδηγεί και στην αγάπη, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Υπακοή, ταπείνωση, αγάπη συνυπάρχουν στον εργάτη της πίστεως, χαρισματικές καταστάσεις που ψηλαφώνται στο έπακρο στον μεγάλο όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Και πάνω σ’ αυτά κινείται διαρκώς ο σεμνός υμνογράφος του οσίου. «Αγάπησες την υπακοή, μακάριε», σημειώνει από τα πρώτα ήδη στιχηρά του εσπερινού, «και διακήρυττες ότι αυτή είναι η ανώτερη από όλες τις αρετές». Για να συμπληρώσει ό,τι έλεγε εξίσου ο άγιος: «Από την υπακοή αυτή πηγάζει η αδιάλειπτη προσευχή κατά τρόπο άρρητο».

Κι εδώ πράγματι μας αποκαλύπτεται ο άγιος Εφραίμ σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τέκνο υπακοής, για να μπορεί να ζει την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, και να «χάνεται» μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή εν αγάπη προς Αυτόν, που σημαίνει ότι η υπακοή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μοναδικός δρόμος για να «βλέπει» κανείς τον Χριστό ήδη από τον κόσμο τούτο, να Τον κοινωνεί και να Τον γεύεται πάντοτε, προσδοκώντας το πότε θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του παρουσία για να αυξήσει σε υπερθετικό βαθμό τη σχέση του μαζί Του. «Τον ένδοξο Εφραίμ, τον εργάτη της υπακοής και τον εραστή της προσευχής και τον ζηλωτή και μύστη της πιο μεγάλης άσκησης ας τιμήσουμε με τους ύμνους μας» θα πει έκθαμβος και πάλι ο καλός υμνογράφος (στιχ. εσπ.). Κι ακριβώς επειδή γνωρίζει καλά και ο ίδιος ότι τέτοια πνευματικά αναστήματα πατάνε στην πράξη των αρετών κι ανεβαίνουν στα ύψη της θεωρίας ως θέας του Θεού, τον παρομοιάζει δικαίως ως «υψιπέτη αετό που έζησε στο Άγιον Όρος». Ποιος δεν θαυμάζει και δεν στέκεται με δέος και θάμβος μπροστά στον βασιλέα των πτηνών, τον αετό; Είναι πραγματικά ένας άρχοντας, που δεν διανοείται κανείς να τον προσεγγίσει εική και ως έτυχε. Θυμόμαστε τον άγιο μεγάλο Πορφύριο που μιλούσε για την «εξημέρωση» ενός τέτοιου βασιλιά: πόσο τον πλησίαζε με δέος, πόσο διαρκώς έκανε μικρά βήματα προσέγγισης, μέχρις ότου φτάσει μετά από αρκετό καιρό στο σημείο απλώς να τον «χαϊδέψει»! Τέτοιος άρχοντας, τέτοιος πνευματικός βασιλιάς που εντρυφούσε αδιάκοπα στον Κύριο ήταν και ο άγιος Εφραίμ. «Σαν υψιπέτης αετός στο όρος Άθω ανέβηκες στο ύψος της μυστικής θεωρίας, θεοφόρε Εφραίμ, μετέχοντας πολλές φορές πλούσια στη θεία Χάρη» (στιχ. εσπ.).

Εφραίμ λοιπόν σημαίνει άνθρωπος της προσευχής, άνθρωπος δηλαδή που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, γιατί κατάλαβε κι ένιωσε ότι η σχέση μαζί Του γίνεται με την καρδιά και όχι με την ψυχρή και υπολογιστική λογική. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, το ίδιο έλεγε και ζούσε ο άγιος Εφραίμ: δίνεις την καρδιά σου σ’ Εκείνον που στα έδωσε όλα! Όπως σημειώνει και ο σεμνός ιερομόναχος υμνογράφος στο κοντάκιο του οσίου: «Σε μαγνήτισε η ωραιότητα του Χριστού, γι’ αυτό και ακολούθησες απολύτως τα ίχνη Του, με την προσευχή, την υπακοή, την άσκηση και την ταπείνωση». Γι’ αυτό και τα βιώματά του και από την άσκηση της μονολόγιστης ευχής, του Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και από την τέλεση του κέντρου όλης της εκκλησιαστικής ζωής, της Θείας Λειτουργίας ήταν μοναδικά και συγκλονιστικά.

Μαζεμένοι νοερώς με δέος μπρος στα πόδια του τον ακούμε να λέει: «Λες την ευχούλα. Αργά, γλυκά, σταθερά, παρακαλεστικά, κλαψιάρικα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η ευχή ζωογονεί, τρόπον τινά, την ψυχή. Να βράζει η ψυχή με την προσευχή. Έτσι μαλακώνει, έτσι ησυχάζει, έτσι αναπαύεται… Μαλακώνει και σφραγίζεται από τη Χάρη. Να νιώθεις τις λέξεις. Κρατήσου από την κάθε λέξη. Σωσίβιο είναι το κομποσκοινάκι». Και παρακάτω: «Με την ευχή η ψυχή ντύνεται και στολίζεται. Είναι το ένδυμα που έχασε ο Αδάμ, γιατί δεν είπε στον Θεό “ελέησον”, γιατί δεν είπε στον Δημιουργό “ευλόγησον”. Πριν ντυθεί, όμως, η ψυχούλα λιώνει από τη θερμότητα της πίστεως και του θείου, να πούμε, έρωτος. Νομίζεις πως θα σου φύγει η ψυχή μέσα από τα δάκρυα, παιδί μου».

Κι εξίσου νοερώς τον βλέπουμε να ιερουργεί σχεδόν καθημερινά, «βλέποντας» κι «ακούοντας» αυτός πράγματα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει. Ο υμνογράφος μάς βοηθάει: «Ιερότατε πατέρα, ιερουργώντας καθημερινά έβλεπες  μέσα στο πλήθος των δακρύων σου καθαρά τη χάρη του Πνεύματος που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα όπως και την πραγματική μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού» (δόξα Λιτής). Μικρή ιδέα παίρνουμε και απ’ αυτό που έπαθε, όπως έλεγε, ο ίδιος: «Να σας πω τι έπαθα με τον γέροντα Νικηφόρο που εκοιμήθη το 1973. Είδα ότι δεν είχε, τρόπον τινά, άνεση. “Θα αφήσω έτσι τον γέροντά μου;», είπα. “Όχι, όχι. Θα αγωνιστώ, θα αγρυπνήσω, θα κοπιάσω, θα προσευχηθώ”. Κυνηγούσα τον Θεό: “Στην ευσπλαχνία Σου! Στο έλεός Σου! Στην Αγάπη Σου, Χριστέ μου!”. Έκανα δεκαεννέα σαρανταλείτουργα. Ένιωθα τον Θεό να μου λέει: “Λέγε, λέγε”.  Η Χάρη με ενθάρρυνε, να πούμε, να προχωρήσω. Σαν να μου έλεγε: “πες μου, πες μου”. Σε άλλη όμως περίπτωση, για άλλη ψυχή, ένιωσα να μου λέει: “Δεν σε ακούω. Σταμάτα. Ό,τι και να λες, ό,τι και να κάνεις, δεν ακούω”».  

Το μόνο που μπορούμε πια να κάνουμε απέναντι σ’ αυτόν τον Γίγαντα όπως είπαμε της πνευματικής ζωής, που «και με μόνη τη θεϊκή όψη του εκπλήττονταν οι πάντες» (ωδή ε΄) – είναι γνωστό το περιστατικό του συγκλονισμού που ένιωσε νεαρό παλληκάρι όταν είδε την εικόνα του μετά την κοίμησή του: «δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια να διεισδύουν στην ψυχή μου» είπε και άλλαξε ζωή – είναι να τον παρακαλούμε να συνεχίζει να δέεται και για εμάς ενώπιον του ουράνιου θυσιαστηρίου με τη μεγάλη παρρησία που έχει στον Κύριο. Με τα λόγια του υμνογράφου Ιγνατίου που δέεται στον όσιο για τον εαυτό του, αλλά ασφαλώς και για εμάς: «Θυμήσου, θεομακάριστε Εφραίμ, κι εμάς που επιτελούμε την πανσεβάσμια μνήμη σου, καθώς παρίστασαι τώρα στο επουράνιο θυσιαστήριο, και δώρησε από τον ουρανό που βρίσκεσαι σ’ αυτόν που ύφανε με ευλάβεια και πόθο ύμνους για χάρη σου ζέση πίστεως» (ωδή θ΄). 

(Ακολουθία του οσίου και λόγια του από: π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, "Έλα φως...", Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2021). 

26 Φεβρουαρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΖΗΣ

«῾Ο ὅσιος Πορφύριος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί πλουσίων γονέων. ᾽Αφοῦ ἔφυγε ἀπό τήν πόλη του ἦλθε στήν Αἴγυπτο, ὅπου εἰσῆλθε σέ σκήτη καί ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο. Μετά ἀπό πέντε χρόνια πῆγε  στά ῾Ιεροσόλυμα κι ἐκεῖ φώτισε πλούσια πολλούς ἀνθρώπους μέ τόν λόγο του. Γι᾽ αὐτό καί χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν Πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων Πραΰλιο. ῎Επειτα χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Γάζης ἀπό τόν ᾽Ιωάννη πού ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης. Στή Γάζα ἔκανε πολλά θαύματα, στήριξε τούς πιστούς καί ἐπέστρεψε στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ πολλούς ἀπό τούς ἀπίστους. ᾽Αναχωρεῖ ὅμως πρός τήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἔβλεπε τούς πιστούς νά ἀδικοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας στή χώρα αὐτή (πού ἦταν εἰδωλολάτρες καί αἱρετικοί). Καί καθώς συνάντησε τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί τοῦ διηγήθηκε τά σχετικά μέ τόν ἴδιο, γιά ποιό λόγο δηλαδή βρέθηκε ἐκεῖ, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν ἅγιο στόν ᾽Αμάντιο τόν κουβικουλάριο.

᾽Από τόν ᾽Αμάντιο λοιπόν ἔμαθε τά περί αὐτοῦ ἡ βασίλισσα (Εὐδοξία), γι᾽ αὐτό τόν δέχτηκε μέ εὐμένεια, ἐνῶ ἀνέφερε στόν βασιλιά τόν ἐρχομό του καί τήν  προφητεία του γιά τό ἄρρεν παιδί πού ἐπρόκειτο νά γεννήσει. ῾Ο βασιλιάς τότε, ἐπειδή χάρηκε γιά τήν εἴδηση, εὐχαρίστησε ὅπως ἔπρεπε τόν Θεό. ῎Επειτα ἡ βασίλισσα γέννησε τόν νέο Θεοδόσιο. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τόν ὅσιο, εὐλογήθηκε ἀπό αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλα ὅσα ζήτησε ὁ ὅσιος, καθώς παρεκάλεσε τόν βασιλιά. ῾Ο βασιλιάς ὅμως, ὅταν πῆρε καί διάβασε τά αἰτήματα, ἦλθε σέ δύσκολη θέση, λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά διωχθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες λόγω τῆς μεγάλης χρησιμότητάς τους. ῾Η βασίλισσα τότε εἶπε πρός τόν βασιλιά: πράγματι εἶναι βαρειά ἡ αἴτηση, εἶναι βαρύτερη ὅμως ἡ παραίτηση ἀπό αὐτήν. Γιά τόν λόγο αὐτό καί συμφώνησε ὁ βασιλιάς νά ἐκπληρωθοῦν τά ζητούμενα, ὁπότε καί στέλονται γραπτές διαταγές κατά τῶν αἱρετικῶν πού πρόσταζαν νά ἐκδιωχθοῦν αὐτοί ἀπό τήν Γάζα.

῾Ο δέ μακάριος Πορφύριος παίρνει ἀπό τήν Αὐγούστα δύο κεντηνάρια χρυσοῦ γιά νά κτίσει ἐκκλησία καί διακόσια νομίσματα γιά δαπάνες. Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψε στήν ἐκκλησία του, κατέστρεψε ὅλους τούς ἄλλους ναούς τῶν εἰδώλων, ἐνῶ ἔδιωξε τούς αἱρετικούς. Καί τόν ναό τοῦ Δία, τόν ναό τοῦ Μαρνά κατά τή γλώσσα τῶν Γαζαίων, ἀφοῦ τόν κατεύκασε μέ φωτιά, ἀνήγειρε στή θέση του ἐκκλησία κατά τό σχῆμα πού εἶχε διατάξει ἡ βασίλισσα Εὐδοξία. Λοιπόν, ἀφοῦ διέπρεψε στήν ἐκκλησία του μέ τήν ὁσία ζωή του καί ἔκανε πάρα πολλά θαύματα, σέ εἰκοσιτέσσερα ἔτη καί ἕντεκα μῆνες καί ὀκτώ ἡμέρες, ἐκδήμησε πρός τόν Κύριο».

᾽Εκεῖ πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ συμπυκνώνει τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, εἶναι στό κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας. ῾Ο ὅσιος ἦταν στολισμένος μέ ἱερότατους τρόπους, ζοῦσε δηλαδή ἁγία ζωή· ἦταν δοξασμένος ὡς ἱερέας· διακρινόταν γιά τό πλούσιο χάρισμα τῆς θαυματουργίας του· ἀδιάκοπα πρεσβεύει γιά χάρη μας στόν Κύριο καί Θεό μας. «᾽Επειδή ἤσουν κοσμημένος μέ τούς ἱερότατους τρόπους σου, δοξάστηκες πολύ ἀπό τίς στολές τῆς ἱερωσύνης, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε. Γι᾽ αὐτό καί διαπρέπεις στά ὑψώματα τῶν ἰαμάτων, πρεσβεύοντας ἀδιάκοπα ὐπέρ ὅλων ἡμῶν».

Πράγματι, ἅγιος ὑμνογράφος ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του σ᾽ αὐτό πού συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τῆς ἱερωσύνης καί τῆς θαυματουργίας  ἑνός ἁγίου καί τῆς ὅλης ἁγιότητας τῆς ζωῆς του: τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. ὅσιος, κατά τόν ὑμνογράφο Ἰωσήφ, «ἔσβησε τή φλόγα τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας, γιατί καθάρισε τόν ρύπο τῆς ψυχῆς του μέ τούς ποταμούς τῶν δακρύων του». Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά ἕναν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο γιά ἕναν ἅγιο, ἄν δέν δοῦμε τόν ἐσωτερικό ἀγώνα του γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Στήν καρδιά, στόν ἐσωτερικό κόσμο ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας, γιατί ἐκεῖ κερδίζει ἤ χάνει κανείς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος. Καί: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Καί χρειάζεται νά ἐπιμένουμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀλήθεια, γιατί πολλοί μπορεῖ νά ἔχουμε εἰσέλθει στήν ἱερωσύνη, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι καί πράγματι θεωρούμαστε ἱερεῖς τοῦ Κυρίου. ῎Ηδη ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα του ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ τό ἐπισημαίνει: «Προθανάτωσες ὅλα τά πάθη μέ τήν ἄσκησή σου, Πορφύριε, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκες ἱερέας αὐτοῦ πού δεσπόζει τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου».

῾Ο λόγος εἶναι φοβερός. Ὁ ἀληθινός ἱερέας εἶναι αὐτός πού ἔχει κεκαθαρμένη καρδία καί συνεπῶς ἀντιφεγγίζει τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ζωή του ἔτσι, ὁ λόγος του, ἡ ὕπαρξή του ὅλη συνιστοῦν μία φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἀλήθεια πού τονίζουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὅταν μιλοῦν γιά τήν ἱερωσύνη, ὅπως ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά παράδειγμα, ὁ ὁποῖος μιλώντας κι αὐτός γιά τόν ἱερέα σημειώνει ὅτι πρέπει νά εἶναι καθαρός περισσότερο καί ἀπό τήν ἀκτίνα τοῦ ἥλιου. Δέν πρέπει ὅμως νά διαλάθει τῆς προσοχῆς μας καί κάτι πολύ σημαντικό πού τονίζει μέσα στή συνάφεια αὐτή γιά τήν ἱερωσύνη καί τίς προϋποθέσεις της ὁ ἅγιος ὑμνογράφος. ῾Ο ὅσιος Πορφύριος ὡς ἀληθινός ἱερέας μέ τόν τρόπο πού τονίστηκε, ἀφενός εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στόν λαό πού τοῦ ἐνεπιστεύθη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ᾽Εκκλησία - πού σημαίνει βεβαίως ὅτι τότε ἐπιδροῦμε οἱ ἱερεῖς στό ποίμνιό μας, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι ἀπαύγασμα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - καί ἀφετέρου, ἡ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου ἀπό τούς ἱερεῖς δέν πρέπει νά τούς ὁδηγεῖ στή λήθη τῆς βασικωτάτης ἀλήθειας ὅτι καί αὐτοί συνιστοῦν ῾ἄρνες᾽ γιά τόν Κύριο. Καί ὁ πιστός λαός δηλαδή καί οἱ κληρικοί τελικῶς ἀποτελοῦμε ποίμνιο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινός ποιμήν καί ὁ ἀληθινός ἀρχιερέας, στήν ἱερωσύνη τοῦ ῾Οποίου μετέχουμε ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί. Εἶναι λοιπόν ἀνθρώπινη ἡ διάκριση σέ ποιμένες καί ποιμαινόμενους, ἐνῶ ἀπό πλευρᾶς τοῦ Κυρίου ὅλοι εἴμαστε ἕνα μπροστά Του. Πρόκειται γιά ἀλήθεια πού τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, σάν τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο γιά παράδειγμα, τήν τονίζει δέ καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ στήν ὠδή ς´ τοῦ κανόνα του: «Ποίμανες τά ἀρνιά στή χλόη τῆς ἀλήθειας, γι᾽ αὐτό καί σύ ὁδηγήθηκες σάν ἀρνί στόν Ποιμένα Χριστό, Πορφύριε».

24 Φεβρουαρίου 2024

ΑΡΧΗ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

«Βάλλει μετανοίας τρεις…»

«Από σήμερα, στον εσπερινό της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου, αρχίζουν να συμψάλλονται οι ύμνοι που περιέχονται στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου. Σε μερικούς ναούς πριν την έναρξη του εσπερινού τίθεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο σε ευτρεπισμένο σκαμνί το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, όπου προσέρχεται ο πρωτοψάλτης (ο οποίος εκπροσωπεί όλους όσοι υπηρετούν στο αναλόγιο), βάζει μπροστά στην εικόνα τρεις μετάνοιες, ασπάζεται την εικόνα, παίρνει στα χέρια του το Τριώδιο και το ασπάζεται, κάνει πάλι τρεις μικρές μετάνοιες και απέρχεται μαζί με το Τριώδιο στην οικεία του θέση» (Σημείωση Τυπικού ημέρας).

Μία βαθιά συμβολική κίνηση σημειώνεται στο Τυπικό της Εκκλησίας με το ξεκίνημα της περιόδου του Τριωδίου, για να προβληθούν δύο κυρίως πράγματα: πρώτον, η μεγάλη σημασία του λειτουργικού βιβλίου που φέρει την ονομασία «Τριώδιον» - παραλαβή του από τον πρωτοψάλτη μπροστά στην εικόνα του Κυρίου σαν να προσφέρει Εκείνος στον εκπρόσωπο του λαού στις λειτουργικές συνάξεις τα λόγια που απηχούν το Πνεύμα Του και ευαρεστείται ο Ίδιος να ακούει∙ και δεύτερον, η προσκύνηση του εκπροσώπου του λαού (ο ψάλτης είναι εκείνος που για λόγους ευταξίας λέει όσα ο λαός πάντοτε έλεγε),  που φανερώνει ότι ενώπιον του Κυρίου η μόνη ορθή στάση και κίνηση είναι η υπακοή, αυτό που συνιστά φρόνημα και του ίδιου του αρχηγού της πίστεως, καθώς το εξαγγέλλει με ποιητική ένταση ο απόστολος Παύλος: «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος˙ και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ. 2, 5-8). Κι η υπακοή αυτή μαρτυρείται με τον πιο δυνατό τρόπο όταν ο άνθρωπος πορεύεται κατά τα κελεύσματα των ύμνων του Τριωδίου, δηλαδή προσπαθεί να ζει με μετάνοια ως επίγνωση της αμαρτωλότητάς του και διαρκή επιστροφή προς τον Θεό ελπίζοντας στο άπειρο έλεός Του. Διότι το Τριώδιο ως βιβλίο της Εκκλησίας αλλά και ως περίοδος που χρωματίζεται από το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού τη μετάνοια πρώτιστα προβάλλει και διακηρύσσει.

Από τον εσπερινό της ημέρας λοιπόν ουσιαστικά εισερχόμαστε στην πιο ιερή και κατανυκτική περίοδο όλου του χρόνου, η οποία διαρθρώνεται σε τρία μέρη: το εισαγωγικό μέρος (Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής, ήτοι τρεις εβδομάδες), το καθαυτό μέρος, τη Μεγάλη Σαρακοστή (αρχής γενομένης από την Καθαρά Δευτέρα έως το Σάββατο του Λαζάρου) και το τρίτο και τελευταίο που συνιστά και το όλο σκοπό και την αποκορύφωση, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι από την άποψη αυτή η θεώρηση πολλών, δυστυχώς και χριστιανών, περί του Τριωδίου ως της περιόδου του ξεφαντώματος και του «ξεσαλώματος» κοινώς των ανθρώπων δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της εκκλησιαστικής περιόδου και ζωής.

Στην κοσμική θεώρηση ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του και νεκρώνεται πνευματικά. Διότι στρέφεται ολοσχερώς προς τον θάνατο που φέρνει το αμαρτωλό φρόνημα – «ψωνίζεις θάνατο με την αμαρτία» λέει ο απόστολος Παύλος. Στην εκκλησιαστική θεώρηση ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και το μεγαλείο της δημιουργίας του. Διότι εγκύπτει μέσα στην καρδιά του, «τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον», προκειμένου να την καθαρίσει με τη χάρη του Θεού από κάθε τι εμπαθές που αλλοιώνει την αληθινή φύση του. Κι η κάθαρση αυτή έτσι αποτελεί συνέργεια και του Θεού, διότι «μόνο το Πνεύμα του Θεού μπορεί να καθαρίσει τον νου του ανθρώπου» κατά τους αγίους μας, αλλά και του ανθρώπου, διότι χρειάζεται να θελήσει κι αυτός τον Θεό στη ζωή του.

Οπότε, το Τριώδιο αποτελεί την πιο ευλογημένη πρόκληση για τον χριστιανό ώστε να αναδυθεί ο αληθινός εαυτός του, ο κατ’ εικόνα Χριστού δημιουργημένος, μετά μάλιστα το βάπτισμά του στην αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας, και περαιτέρω αυξανόμενος εν Αυτώ «μέχρις ότου φτάσει στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος Εκείνου». Ότι από την άποψη αυτή η περίοδος του Τριωδίου συντελεί με μοναδικό τρόπο στη φανέρωση του χριστιανού ως του ανθρώπου που πολιτεύεται με ταπείνωση και γνήσια αγάπη είναι περιττό και να πούμε. Το Τριώδιο με άλλα λόγια ως ο πυρήνας όλης της εκκλησιαστικής χρονιάς υπάρχει για να «φτιάχνει» αγίους˙ γι’ αυτό και θεωρείται ως το μέτρο που καθημερινά πρέπει να μετράμε τον εαυτό μας. Δεν ευχόταν τυχαία ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης «να ήταν όλη η ζωή του μία Σαρακοστή!» 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

«῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» (Λουκ. 18, 9)

Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;

 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή  είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».

2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφή και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει».

3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;

(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του - ό,τι συνέβη και με τον εωσφόρο, τον ξεπεσμένο αρχάγγελο. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.

(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.

4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».  

Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».

5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης  της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.

 Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού  είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ ̓ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ’ ὅλα τα εἰσοδήματά μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Τιμ. 3, 10-15)

Τέκνον Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ίκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσύ συμπορεύτηκες μαζί μου στή διδασκαλία, στόν τρόπο ζωῆς, στούς σκοπούς, στήν πίστη, στή μακροθυμία, στήν ἀγάπη,στήν ὑπομονή, στούς διωγμούς, στά παθήματα σάν αὐτά πού ὑπέμεινα στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα. Τί διωγμούς ὑπέφερα! Κι ἀπ’ ὅλα μέ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ ἀπατεῶνες θά προκόβουν στό χειρότερο· θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι θά τούς ἐξαπατοῦν. Ἐσύ ὅμως νά μένεις σ’ αὐτά πού ἔμαθες καί πού γιά τήν ἀξιοπιστία τούς ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπό ποιόν τά ἔμαθες· καί μή λησμονεῖς ὅτι ἀπό τή βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τή Γραφή, πού μπορεῖ νά σέ κάνει σοφό ὀδηγώντας σε στή σωτηρία διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό.