16 Μαρτίου 2024

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 

«Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀδελφοί, ἀπό παντός μολυσμοῦ, σαρκός καί πνεύματος· τάς λαμπάδας τῶν ψυχῶν ἡμῶν φαιδρύνωμεν, διά φιλοπτωχείας, μή κατεσθίοντες ἀλλήλους τῇ συκοφαντίᾳ· ἔφθασε γάρ ὁ καιρός, ὅταν ὁ Νυμφίος ἐλεύσεται, πᾶσιν ἀποδοῦναι κατά τά ἔργα αὐτῶν. Συνεισέλθωμεν Χριστῷ μετά τῶν φρονίμων Παρθένων, τήν φωνήν ἐκείνην τοῦ Λῃστοῦ, πρός αὐτόν ἀνακράζοντες· Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» (Ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ Σαββάτου Τυρινῆς, ἦχος β΄).

(Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπό κάθε μολυσμό τῆς σάρκας καί τοῦ πνεύματός μας. Ἄς κάνουμε λαμπρές καί φωτεινές τίς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας, μέ τήν ἀγάπη πρός τή φτώχεια, χωρίς νά κατατρώγουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τή συκοφαντία. Κι αὐτό γιατί ἔφτασε ὁ καιρός, πού ὁ Νυμφίος θά ἔλθει, προκειμένου νά ἀποδώσει σέ ὅλους σύμφωνα μέ τά ἔργα τους. Μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες ἄς εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία Του, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν ἐκείνη τή φωνή τοῦ Ληστῆ πάνω στόν σταυρό: Θυμήσου μας, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου).

Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρυόμενος ἀπό τά λόγια τῶν Εὐαγγελίων ἀλλά καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια ἀληθινή, ἐνόψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνεστῶσα κατάσταση μέ τήν ἔναρξη τῆς Σαρακοστῆς. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι πράγματι τό κλίμα τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς - ἀλλά καί ὅλης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τελικά - εἶναι αὐτό πού διαμορφώνεται ἀπό τήν ἐπικείμενη ἔλευση τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἕνα κλίμα πνευματικῆς ἐγρήγορσης καί νήψης, πού ὁδηγεῖ τόν πιστό νά θέτει τόν ἑαυτό του χωρίς τερτίπια καί τεχνάσματα ὑπό τήν ἄμεση κρίση τοῦ Χριστοῦ - ἄς δοῦμε ἤδη αὐτό πού κυριαρχεῖ ἰδίως τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τήν ὁποία ἀδιάκοπα ἔχει πρό ὀφθαλμῶν ἡ Ἐκκλησία μας: «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Λοιπόν, σέ τί μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία; Νά φτάσουμε στό σημεῖο, ξύπνιοι πνευματικά, πού θά πεῖ μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά κραυγάζουμε ἐν μετανοίᾳ τό «μνήσθητι ἡμῶν Κύριε» τοῦ ληστοῦ, συνεπῶς νά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ληστή καί μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες τῆς γνωστῆς παραβολῆς στήν οὐράνια παστάδα τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Βασιλεία Του.  

Ποιό εἶναι τό μοναδικό ἐμπόδιο πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτήν τή Βασιλεία καί τήν ἀληθινή μετάνοια; Ἡ βρόμικη ψυχή, ὁ μολυσμός αὐτῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μολύνει καί τό σῶμα, κάνοντάς το νά πορεύεται ἀνεξέλεγκτα ἀπό τίς ἄτακτες καί φιλήδονες ὀρέξεις του. Λοιπόν, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο, ἐκεῖνο πού καθαρίζει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα - καθώς ὁ Κύριος ξανάρχεται ἀνά πᾶσα στιγμή - εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τή φιλοπτωχεία, δηλαδή ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐγκράτεια πού θέτει περιορισμούς σέ κάθε πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ἡ ὁποία ἀπομακρύνει ἀπό τή δαιμονική κατάκριση καί τή συκοφαντία.  Ὁπότε, καθαρός ὁ πιστός ἀπό τήν ἁμαρτία, λόγω τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο πού τόν κάνει νά κρατάει τό φῶς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, ζεῖ ἐν μετανοίᾳ προσβλέποντας πάντοτε στόν «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» Κύριο, πού σημαίνει τήν ἀνοικτή διέλευσή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 Γι’ αὐτό καί ἡ λιτή καί συμπυκνωμένη νοηματικά πορεία αὐτή τοῦ χριστιανοῦ πού γέμει κατανύξεως καί εὐλαβείας προσφέρεται ἀπό τόν ὑμνογράφο ὄχι τυχαῖα σέ ἦχο δεύτερο, πού θά πεῖ σέ ἦχο μέ ἰδιαίτερη γλυκύτητα, ἡ ὁποία κάμπτει τίς ὅποιες ἁμαρτωλές καί σκληρές ἀντιστάσεις τῆς φιλήδονης ψυχῆς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

 

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ.

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου».  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΕΣ ΟΣΙΟΙ (ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ)

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν» (Την ίδια ημέρα, μνημονεύουμε όλους αυτούς που έλαμψαν στην άσκηση, άγιους άνδρες και γυναίκες).

«Ήρεμα και σιγά-σιγά με τις προηγούμενες εορτές, οι θεοφόροι Πατέρες αφού μας παιδαγώγησαν και μας προπαρασκεύασαν να είμαστε έτοιμοι για το πνευματικό στάδιο, κι αφού μας απομάκρυναν από την τρυφή και τον κόρο και μας έβαλαν στον δρόμο του φόβου της μελλούσης κρίσεως, όπως και με την εβδομάδα της Τυροφάγου μάς προκάθαραν καθώς πρέπει, μάς έβαλαν συνετά ανάμεσά τους και τις δύο νηστείες, ώστε λίγο λίγο να μας προτρέψουν σ’ αυτήν. Και να τώρα προσθέτουν στο μέσον κι όλους εκείνους που έζησαν όσια με πολλούς κόπους και καμάτους, άνδρες και γυναίκες, προκειμένου με τη μνήμη τους και τα παλαίσματά τους να μας κάνουν δυνατώτερους για το στάδιο της Σαρακοστής, έχοντας τους βίους εκείνων ως κάποιο υπογραμμό και οδηγό.  Οπότε με τη συμμαχία και την αρρωγή των οσίων αυτών να αποδυθούμε προς τους πνευματικούς αγώνες, αναλογιζόμενοι ότι και αυτοί είχαν την ίδια με εμάς ανθρώπινη φύση.

 Όπως ακριβώς δηλαδή  οι στρατηγοί, αφού έχουν παραταχθεί τα στρατεύματα και ήδη στέκονται κατά μέτωπο, προτρέπουν τον στρατό τους με λόγια και παραδείγματα και μνημόνευση ανδρών της ιστορίας που στάθηκαν άριστα στον πόλεμο και παρουσίασαν ανδρείο φρόνημα, το ίδιο και ο δικός τους στρατός να κινηθεί στον αγώνα ολόψυχα,  ενδυναμούμενος με την ελπίδα της νίκης∙ έτσι και τώρα, οι θεοφόροι Πατέρες κινούνται με την ίδια σοφία: εγκαρδιώνουν για τους πνευματικούς αγώνες τους άνδρες και τις γυναίκες, με τα παραδείγματα όσων βίωσαν όσια, και τους καθοδηγούν παρόμοια κι αυτοί να μπουν στο στάδιο της νηστείας. Ώστε κι εμείς, θεωρώντας τους ως αρχέτυπο και βλέποντας τον βίο εκείνων όχι κακό αλλά καλό, να εργαζόμαστε τις αρετές, όσο μπορεί ο καθένας: πρώτη από όλες την αγάπη και τη σώφρονα αποχή των άσεμνων έργων και πράξεων, και την ίδια τη νηστεία, όχι βεβαίως μόνον από τα φαγητά, αλλά και τη νηστεία της γλώσσας και του θυμού και των οφθαλμών, και μ’ έναν λόγο την αργία και την αποξένωση από κάθε κακό.

Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν οι άγιοι Πατέρες κατέταξαν σήμερα την παρούσα μνήμη όλων των αγίων, προβάλλοντας αυτούς που ευαρέστησαν τον Θεό με τη νηστεία και τα άλλα καλά και χρηστά έργα. Μας παρωθούν δηλαδή με την εικόνα αυτών προς το στάδιο των αρετών, ώστε να οπλιζόμαστε γενναία κατά των παθών και των δαιμόνων, και κατά κάποιο τρόπο μας λένε ότι αν κι εμείς δείξουμε τον ίδιο μ’ αυτούς ζήλο, τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να κάνουμε όσα έκαναν κι εκείνοι και να αξιωθούμε τα ίδια βραβεία μ’ εκείνους. Διότι κι αυτοί είχαν την ίδια μ’ εμάς ανθρώπινη φύση.

Και για την εβδομάδα της Τυροφάγου, ισχυρίζονται κάποιοι ότι ο βασιλιάς Ηράκλειος την επέβαλε, ενώ ήταν προηγουμένως εβδομάδα κρεοφαγίας. Όταν δηλαδή είχε εκστρατεύσει κατά του βασιλιά Χοσρόη και των Περσών για έξι έτη, προσευχήθηκε στον Θεό ότι αν τους νικήσει, θα την καθιερώσει και θα την βάλει στο διάστημα μεταξύ της νηστείας και της καταλύσιμης περιόδου, πράγμα που έκανε. Όμως εγώ νομίζω, έστω κι αν συνέβη τούτο, ότι οι άγιοι Πατέρες επινόησαν την καθιέρωση αυτή, ως ένα είδος προκαθάρσιμης περιόδου, ώστε να μην δυσχεραινόμαστε με την απότομη αλλαγή από την κρεοφαγία και την κατάλυση σε όλα στην άκρα ασιτία, κι έτσι να βλαπτόμαστε και σωματικά. Αλλά σταδιακά και σιγά-σιγά αφού απομακρυνθούμε από τα λιπαρά και τα ευχάριστα στη γεύση, να υποδεχτούμε το χαλινάρι της νηστείας με τον περιορισμό του φαγητού, όπως συμβαίνει και στα άγρια άλογα. Με άλλα λόγια ό,τι έκαναν οι Πατέρες και για τα θέματα της ψυχής χρησιμοποιώντας τις παραβολές, το ίδιο σκέφτηκαν να κάνουν και για το σώμα: τα εμπόδια που υπάρχουν στη νηστεία τα έκοψαν λίγο λίγο».

Η Εκκλησία μας με τη σημερινή εορτή που θυμάται όλους τους αγίους ασκητές, άνδρες και γυναίκες, αλλά τελικώς και όλους τους αγίους, θέλει να τονίσει αυτό που συνιστά βαθειά πεποίθησή της, ότι δηλαδή όλοι οι άγιοι στο βάθος και κατ’ ουσίαν είναι μάρτυρες. Αν όχι του αίματος, όπως συμβαίνει με πάμπολλους εξ αυτών, αλλά της συνειδήσεως. Τι έκαναν όλοι οι άγιοι παρά αγωνίστηκαν να ζήσουν ενάντια στην πεσμένη στην αμαρτία ανθρώπινη φύση τους, επιλέγοντας το αγκυροβόλημα της καρδιάς και της ψυχής τους στο θέλημα του Χριστού και Θεού; Κι αυτή η επιλογή αποτελεί διαχρονικά πράγματι ένα μαρτύριο. Διότι άλλα επιθυμεί ο άνθρωπος της αμαρτίας και άλλα ο άνθρωπος του Θεού. «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός». «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Συνεπώς, άγιος είναι ο πιστός που ενώ φέρεται από τον νόμο της αμαρτίας κατά του Θεού, εκείνος διά της βίας και χάριτι βεβαίως Θεού στρέφεται προς Εκείνον, ζώντας στη συνείδησή του ένα μαρτύριο. «Βία φύσεως διηνεκής», λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ζωγραφίζοντας τον όσιο και τον κάθε άγιο. Πρόκειται για ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε, ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» - ο πιστός, ο άγιος βρίσκεται αδιάκοπα σ’ έναν αδυσώπητο πνευματικό πόλεμο, σε μία ένταση εσωτερική, για να βρίσκεται εκεί που είναι ο Κύριός Του, δηλαδή οι άγιες εντολές Του.

Η παραπάνω αλήθεια, η «χαρτογράφηση» της εσωτερικής πορείας του οσίου, του κάθε αγίου, άνδρα και γυναίκας, αποτελεί το καίριο σημείο στο οποίο επικεντρώνει την προσοχή μας συχνά ο άγιος υμνογράφος. Μιλάει για τους οσίους, αλλά δεν μένει σε μία επιφανειακή και εξωτερική περιγραφή των αγώνων τους. Τον ενδιαφέρει το «βάθος» τους, γιατί αυτό θέλει να προβάλει, ώστε να λειτουργήσει και ως αρχέτυπο και πρότυπο για όλους τους πιστούς. Το δοξαστικό μάλιστα του εσπερινού με σαφήνεια δείχνει την κατά Χριστόν πολιτεία των οσίων και αγίων. «Αφού τηρήσατε υγιές και αλώβητο από την αμαρτία το κατ’ εικόνα κι αφού καταστήσατε τον νου σας ηγεμόνα απέναντι στα ολέθρια πάθη με τους ασκητικούς σας αγώνες, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο ανεβήκατε στο καθ’ ομοίωσιν. Διότι με ανδρεία ψυχής ασκήσατε βία στην (αμαρτωλή) φύση (που ρέπει επί τα πονηρά) και σπεύσατε να υποτάξετε το χειρότερο στο καλύτερο και να υποδουλώσετε το σαρκικό φρόνημα στο Πνεύμα».

Η πορεία αυτή δεν συνιστά την «ὁδόν Κυρίου», όπως την απεκάλυψε ο Κύριος; Με τα αποτελέσματα που επίσης ο Ίδιος υποσχέθηκε: την ενχρίστωση του ανθρώπου, την ταύτισή του με Εκείνον, την ένταξή του στον Νυμφώνα Του που θα πει την ένταξη του πιστού στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή. Ένα απόστιχο του εσπερινού επίσης με ενάργεια φοβερή μάς προσφέρει την υπέρ φύσιν χριστιανική ζωή. «Ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Ας κάνουμε να λάμψουν οι λαμπάδες των ψυχών μας, με τη φιλοπτωχεία μας, χωρίς να καταβροχθίζουμε ο ένας τον άλλον με τη συκοφαντία. Κι αυτό γιατί έφτασε ο καιρός, όταν ο Νυμφίος θα έλθει, για να αποδώσει σε όλους σύμφωνα με τα έργα τους. Ας μπούμε λοιπόν μαζί με τον Χριστό και με τις φρόνιμες παρθένες στον Νυμφώνα Του, φωνάζοντας δυνατά εκείνη τη φωνή του Ληστή προς Αυτόν: Θυμήσου μας, Κύριε, όταν έλθεις στη Βασιλεία Σου».

Είναι ευνόητο έτσι ότι οι όσιοι, αυτοί που με πόθο ακολουθούν τον Χριστό συσταυρωμένοι μαζί Του, είναι αυτοί που αφενός ζουν πια όλα όσα ο Κύριος είπε ότι θα αποτελούν κληρονομιά των πιστών Του – αυτά που περιέγραψε ο απόστολος Παύλος με τα λόγια «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» - αφετέρου όμως έχουν και την παρρησία να πρεσβεύουν υπέρ ημών για όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε αλλά και για την ενίσχυσή μας στον καθημερινό πνευματικό αγώνα μας και εν όψει της Νηστείας της Σαρακοστής. Όπως το καταγράφει μάλιστα ο υμνογράφος μεταξύ άλλων: οι άγιοι Ιεράρχες και Ασκητές και Ιερομάρτυρες και όσιες Γυναίκες «καταφρόνησαν τα φθαρτά και τα πρόσκαιρα πράγματι, και ως αράχνη και ως σκουπίδια τα θεώρησαν, προκειμένου να κερδίσουν τον Χριστό και τα Βασίλεια αυτού, όπως και τα θεία εκείνα που οφθαλμός ανθρώπου δεν είδε κι αυτί δεν άκουσε ποτέ» (αίνοι). Και:  «Άγιοι και ένδοξοι Πατέρες που σας μνημονεύσαμε, αλλά και οι άγνωστοι σε μας, σώστε μας από τους κινδύνους, εμάς που επιτελούμε το μνημόσυνό σας με πόθο» (ωδή στ΄).

15 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

« τῆς νηστείας θεῖος καιρός, πάθη ἐκκαθαίρων ψυχικά, καί ψυχικούς πλύνων μώλωπας, ἦλθε, νῦν ἐπέστη˙ πιστοί, συνδράμωμεν, καί τοῦτον φιλοφρόνως ὑποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ Τριωδίου).

(Ο θείος καιρός της νηστείας, που καθαρίζει τα ψυχικά πάθη και πλένει τους ψυχικούς μώλωπες, ήλθε, τώρα φάνηκε. Πιστοί, ας τρέξουμε μαζί και ας τον υποδεχτούμε με φιλοφροσύνη και καλή διάθεση).

Μια ανάσα από την έναρξη της Σαρακοστής και η Εκκλησία μας διά του αγίου υμνογράφου της Ιωσήφ μάς καλεί να την υποδεχτούμε με τον σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος δεν είναι η κατήφεια και η μελαγχολική διάθεση -  δείγμα της κυριαρχίας των παθών μέσα μας: «χάνουμε» τα ηδονικά στοιχεία του λαιμού και της γαστέρας μας, ταλαιπωρείται δηλαδή η λαιμαργία και η γαστριμαργία μας, άρα η φιληδονία μας – αλλά η καλή και ευχάριστη διάθεση, η φιλοφροσύνη. Μας καλεί η Εκκλησία μας «τρέχοντας» να σπεύσουμε να ενταχτούμε στην αγκαλιά της σεμνής αυτής περιόδου. Θυμάται κανείς τον άγιο αββά του Γεροντικού, ο οποίος έλεγε τον παράδοξο θεωρούμενο λόγο: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος, και στον κόπο βρίσκω ανάπαυση». Που θα πει: ο όσιος αυτός ασκητής είχε καταλάβει πολύ καλά ότι η ζωή στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανική, πρέπει να είναι με τον Χριστό, συνεπώς πρέπει ο πιστός να ασκεί πάντοτε «βία» στον εαυτό του, ακολουθώντας με συνέπεια Εκείνον. Κι η ακολουθία του Χριστού είναι συσταύρωση μαζί Του: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Οπότε η χριστιανική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Έχει ασκητικό χαρακτήρα, είτε είναι κανείς καλόγερος είτε όπως λέμε κοσμικός. Γιατί ακριβώς παλεύεις να στρέφεις αδιάκοπα τα νώτα του στο γενικό κλίμα του σαρκικού αμαρτωλού φρονήματος και να προσανατολίζεσαι έστω και με το «ζόρι» εκεί που είναι ο Χριστός.

Αλλά ο προσανατολισμός αυτός καθιστά από την άλλη και τον αγώνα ευχάριστο και εξαιρετικά ποθητό. Γιατί δεν είναι αγώνας «τυφλός». Τον Χριστό θέλουμε να ακολουθούμε, το πιο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να υπάρξει για τους πιστούς, έστω κι αν υπάρχουν τα εμπόδια των ακανθών από τα πάθη μας. Τι μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να ζούμε τον Παράδεισο ήδη από τώρα στη ζωή αυτή μαζί Του; Μόνον ο αμαρτωλός εαυτός μας, που ρέπει στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία. Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγώνας στοχεύει στην εξάλειψη των παθών αυτών, με την έννοια της μεταστροφής τους σε εγκράτεια, σε προσφορά και ελεημοσύνη, σε ταπείνωση. Το αποτέλεσμα; Στον βαθμό που εξαλείφονται τα αγκάθια αυτά εξομαλύνεται το έδαφος της καρδιάς μας και φύεται το σπέρμα του Πνεύματος που ελάβαμε διά του αγίου βαπτίσματός μας, εμφανίζεται δηλαδή στην ύπαρξή μας ο ίδιος ο Χριστός, γινόμαστε κι εμείς Χριστός, γινόμαστε φιλόθεοι και φιλάνθρωποι.

Η πιο πρόσφορη περίοδος της Εκκλησίας για την ένταση του πνευματικού αγώνα, ώστε να κάνουμε τον εαυτό μας «περιβόλι του Ουρανού», είναι η Σαρακοστή. Είναι ο θείος καιρός της νηστείας, μας υπενθυμίζει ο άγιος υμνογράφος,  γιατί με τη ορθή άσκησή της καθαρίζονται τα ψυχικά πάθη και ξεπλένονται  και θεραπεύονται οι μαυρίλες και τα κτυπήματα της ψυχής. Σε άλλο σημείο (ωδή ε΄) ο υμνογράφος θα μας πει: «η νηστεία έκανε τον Μωυσή θεόπτη, είδε τον Θεό! Οπότε κι εσύ, ψυχή μου, μιμήσου τον κι ανάλαβε τη νηστεία, ανεβαίνοντας διαρκώς εσωτερικά προς τον Θεό, για να δεις τη λαμπρότητα του Θεού». Η εκκλησιαστική νηστεία, ψυχική και σωματική, είναι αυτονόητο ότι έχει θετικό χαρακτήρα: μας φέρνει ενώπιον του Θεού και μας γεμίζει με το φως Του. Πόσο μακριά δηλαδή από ό,τι συνήθως οι πολλοί αντιμετωπίζουμε τη «σκυθρωπότητά» της!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

 

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού. Και ο μεν Αγάπιος καταγόταν από την πόλη της Γάζας, ο δε Τιμόλαος από τον Πόντο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος ήταν υποδιάκονος της Εκκλησίας στη Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι ήταν από την Αίγυπτο. Όλοι αυτοί αφού πρώτα συνέδεσαν τις ψυχές τους με τον πόθο προς τον Χριστό, έπειτα έβαλαν τα χέρια τους σε δεσμά και προσήλθαν στον Ουρβανό τον ηγεμόνα της Καισάρειας, ομολογώντας ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός τότε αφού δεν μπόρεσε να τους λυγίσει ούτε με τις απειλές ούτε με τις κολακείες κι ούτε βεβαίως να τους απομακρύνει από την πίστη του Χριστού, πρόσταξε να αποκοπούν τα κεφάλια τους με ξίφος».

     Είναι λογικό: ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος έχει ως βάση της θείας του έμπνευσης για τους επτά μάρτυρες - πρώτος των οποίων ο άγιος Αγάπιος - το όνομα ακριβώς του Αγαπίου. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας που συνέθεσε γι’ αυτούς, τονίζει ότι κίνητρο του μαρτυρίου και της εν γένει αθλήσεώς τους ήταν η σφοδρή αγάπη τους προς τον Κύριο. Ενδεικτικά: «Πληγώθηκες από την αγάπη του Δεσπότη των όλων Χριστού, μάρτυς αξιοθαύμαστε Αγάπιε, και επιθύμησες σφοδρά να πεθάνεις γι’ Αυτόν» (ωδή α΄). «Πόθησες πάρα πολύ τον Χριστό, Αγάπιε, και μιμήθηκες τα πάθη Του με γενναιότητα" (ωδή δ΄). Η αγάπη του αγίου Αγαπίου και των συν αυτώ για τον Κύριο, που τους οδήγησε στη μίμηση και του μαρτυρίου Του, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι και αυτών το μαρτύριο ήταν εκούσιο, όπως του Χριστού. Κι αυτό το εκούσιο το παρουσιάζει με έντονο τρόπο και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυρες αξιοθαύμαστοι, προσφέρατε τους εαυτούς σας σε θεληματική σφαγή» (στιχηρό εσπερινού). «Μεγαλομάρτυς αξιοθαύμαστε, σφαγιάστηκες σαν αρνί με τη θέλησή σου»  (ωδή δ΄).

     Το εθελούσιο μαρτύριο των αγίων, καρπός της σφοδρής αγάπης τους προς τον Χριστό, που τους έκανε να μοιάσουν κατά πάντα προς Αυτόν, οδηγεί τη σκέψη του αγίου Ιωσήφ και σε μία άλλη επισήμανση: τέτοιοι άνθρωποι που φανερώνουν τον Χριστό στον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αγιάζουν τη γη με το αίμα τους, αλλά και να φωτίζουν και τον αέρα ακόμη από εκεί που διαβαίνουν. «Και τη γη αγιάσατε με τα αίματά σας και τον αέρα καταφωτίσατε με το πέρασμά σας» (στιχηρό εσπερινού). Και είναι ευνόητο: οι άγιοι ζώντας πλούσια τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή τους, αυτήν προσφέρουν και στον κόσμο που βρίσκονται. Όπου πατά ένας άγιος αγιάζει τον τόπο και εκδιώκει τα δαιμόνια. Κι όχι μόνον εν ζωή, αλλά και μετά θάνατο με τα αγιασμένα λείψανά του.Το ψέλνει αδιάκοπα η Εκκλησία μας με το γνωστό τροπάριο: "Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον αγιάζετε, και πάσαν νόσον θεαπεύετε".

Από την άποψη αυτή οι άγιοί μας συνιστούν τη μεγαλύτερη ευεργεσία για τον κόσμο. Σ' έναν κόσμο που κείται εν τω Πονηρώ και επηρεάζεται από τις ενέργειες εκείνου, συνεπώς διαστρέφεται και αλλοιώνεται, όσο βεβαίως επιτρέπει ο προνοών τα πάντα Κύριος, οι άγιοι λειτουργούν ως θεραπευτικά φάρμακα. Κι αν ο κόσμος μας εξακολουθεί και υφίσταται ακόμη, όπως έχουν επισημάνει πολλοί άγιοι, είναι γιατί ο Κύριος παρατείνει τη χρηστότητά του λόγω της παρουσίας αυτών των αγίων και των προσευχών τους. Συνεπώς αν υπήρχε στοιχειώδης εξυπνάδα και ένα ελάχιστο ποσοστό ανοικτών πνευματικών αισθήσεων, θα έπρεπε όλοι, ιδίως οι έχοντες την εξουσία, να στέκουν με προσοχή απέναντι στους αγίους κι ακόμη: απέναντι στη μήτρα που τους ανέδειξε, την αγία μας Εκκλησία. Αλλά η απιστία συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία: ο πονηρός είναι πονηρός αλλά όχι έξυπνος, γι' αυτό και μόνος του συνήθως βγάζει τα μάτια του. Ο άγιος υμνογράφος την παραπάνω αλήθεια επιβεβαιώνει και με το εξής: «Φανήκατε σαν ξίφος, που κόψατε σε κομμάτια μυριάδες από τους δαίμονες, μακάριοι, με τη χάρη του Θεού» (ωδή γ΄).

14 Μαρτίου 2024

ΣΒΗΣΙΜΟ ΑΜΑΡΤΙΩΝ

«Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας» (όσιος Μάρκος ο ασκητής, Περί πνευματικού νόμου, κεφ. 67).

Ο σπουδαίος ασκητικός δάσκαλος της Εκκλησίας όσιος Μάρκος ο ασκητής, που τα κείμενά του κοσμούν τη Φιλοκαλική συλλογή των αγίων Μακαρίου του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου, δεν αναφέρεται στο υπ’ όψιν μικρό κεφάλαιό του γενικά στις θλίψεις της παρούσης ζωής. Αυτές συνιστούν δεδομένη κατάσταση για οποιονδήποτε άνθρωπο που ο Θεός θέλησε να έρθει στον κόσμο - είναι το τίμημα της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό με την παρακοή των πρωτοπλάστων. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» θα πει ο απόστολος Παύλος και χαρακτηριστικό του θανάτου αυτού, πνευματικού αλλά και σωματικού είναι η θλίψη˙ η θλίψη ως πιεστική κατάσταση του περιβάλλοντος του ανθρώπου, αλλά και ως εσωτερικό βίωμα που ονοματίζεται καλύτερα ως στενοχώρια. Θλιβόμαστε όταν έρχεται μία αρρώστια για παράδειγμα, θλιβόμαστε όταν ξεφεύγουμε και από το θέλημα του Θεού. Στη δεύτερη περίπτωση είναι κλασική η αποτίμηση του αποστόλου Παύλου και πάλι: «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το πονηρόν» - όταν αμαρτάνεις θα γευτείς τα επίχειρα της αμαρτίας σου: θα στενοχωρηθείς, δεν θα νιώσεις καλά, θα διαπιστώσεις ότι έφυγες από τον χώρο της ζωής και της χαράς και σε κυρίεψε το σκοτάδι της κόλασης! Το παράδειγμα του Κάιν μετά τη φονική ενέργεια κατά του αδελφού του Άβελ είναι κλασικό: στιγματισμένος δεν μπορεί να ησυχάσει ούτε στιγμή! 

Η θλίψη της πρώτης περιπτώσεως όμως, της πιεστικής καταστάσεως  από κάποιο άσχημο θεωρούμενο συναπάντημα της ζωής, αρρώστιας για παράδειγμα όπως είπαμε ή επιθετικής ενέργειας άλλων έναντι ημών, συνεπώς η θλίψη που δεν δημιουργείται άμεσα από εμάς τους ίδιους, η «αθέλητη θλίψη»,  θεωρείται με θετικό πρόσημο κατά την πίστη μας. Διότι ανάγεται στην Πρόνοια του Θεού μας, ο Οποίος μέσα στην απειρία της αγάπης Του επιτρέπει την όποια θλίψη που κρίνει απαραίτητη για την πνευματική μας προκοπή. «Με πολλές θλίψεις πρέπει να εισέλθετε στη Βασιλεία του Θεού». Οι θλίψεις δηλαδή κατά τον Κύριο, μέσα στον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο, κατανοούνται ως μονόδρομος για την ουσιαστική σχέση μαζί Του. Και πώς αλλιώς, αφού Εκείνος γενόμενος άνθρωπος διήλθε τη ζωή Του μέσα στις θλίψεις και στους πειρασμούς; Θλίψεις και δοκιμασίες η ζωή του Θεανθρώπου Κυρίου, θλίψεις και δοκιμασίες και η ζωή κάθε πιστού Του που θέλει να Τον ακολουθεί. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». «Βγάλε τους πειρασμούς από τη ζωή και κανείς δεν πρόκειται να σωθεί» αποφαίνονται γι’ αυτό και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και ο ίδιος ο άγιος Μάρκος σε άλλο σημείο του ίδιου έργου του «Περί πνευματικού νόμου» ακριβώς θα σημειώσει: «Μη νομίζεις ότι κάθε θλίψη έρχεται στους ανθρώπους εξαιτίας των αμαρτιών. Υπάρχουν άνθρωποι που ευαρεστούν τον Θεό και όμως έχουν θλίψεις» (κεφ. 174). Για τον λόγο που σημειώσαμε.

Πέραν των παραπάνω όμως. Ο άγιος Μάρκος μας υπενθυμίζει και μία περαιτέρω διάσταση των (αθελήτων) θλίψεων. Βεβαίως οι θλίψεις για έναν αγωνιζόμενο μετανοούντα πιστό στην κατά Χριστόν ζωή συνιστούν σκαλοπάτια πνευματικής ανόδου, όμως κάποιες από αυτές μας ανεβάζουν γιατί λειτουργούν και ως «γομολάστιχα» για αμαρτίες του παρελθόντος. Με τη γλώσσα του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: «οι θλίψεις και οι δοκιμασίες είτε σβήνουν αμαρτίες είτε τοκίζουν για τον Παράδεισο» - η λειτουργία του πνευματικού νόμου. Οπότε, σε κάθε θλίψη μπορούμε να «διαβάζουμε» την ευκαιρία που δίνει ο φιλεύσπλαχνος Θεός για πλήρωση της καρδιάς μας με τη χάρη Του. Γιατί και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δηλαδή στο σβήσιμο της αμαρτίας και στον τοκισμό, Εκείνος λόγω της υπομονής και της ταπείνωσης που μπορούμε να αναπτύξουμε με τις θλίψεις  βρίσκει χώρο προς εγκατοίκηση στην ύπαρξή μας. «Σου αρκεί η χάρη μου», είπε ο Ίδιος ο Κύριος στον μέγα απόστολό Του Παύλο, όταν εκείνος διερχόταν μεγάλη κρίση θλίψεως και δεν εύρισκε λύση σ’ αυτήν. «Διότι η δύναμή μου φτάνει στην τελείωσή της μέσα από τις ασθένειες». Λοιπόν, «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι». Ή με άλλα λόγια: η θλίψη αποτελεί την επίσκεψη της αγάπης του Θεού στα προσωπικά μου όρια. «Εν θλίψει επλάτυνάς με».   

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ" ΜΗΝΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2024

 

Κυκλοφόρησε το τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» για τον μήνα Μάρτιο 2024.

Το κεντρικό αφιέρωμα έχει θέμα: Εκκλησία και Αγώνας

Στο αφιέρωμα θα βρείτε κείμενα των: 

Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού

Μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτου

Γιώργου Ανανιάδη

Αθανάσιου Ε. Καραθανάση

Σοφίας Καρύμπαλη-Κυριαζή

Νικολάου Κασομούλη

Κωνσταντίνου Δ. Μαλαφάντη

Κωνσταντίνου Χολέβα

Επίσης στο τεύχος θα βρείτε και κείμενα ποικίλης θεματολογίας των: Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, Μακαριστού Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κυρού Διονυσίου, Προηγουμένου Βασιλείου Ιβηρίτου, Γιώργου Μπάρλα, Λάμπρου Σκόντζου.

Το Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» μπορείτε να το βρείτε σε όλους τους Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, καθώς και σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.