03 Απριλίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἐν τιμῇ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ‘λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).    

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ

«Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ,

Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος» (στίχοι συναξαρίου).

(Πάτερ, εσύ υπήρξες θείος υμνητής του Ζωντανού Θεού, κι εγώ νέος υμνητής δικός σου, τώρα που έφυγες από τη ζωή αυτή).

«Αυτός ο θείος πατέρας καταγόταν από τη Σικελία και ήταν υιός του Πλωτίνου και της Αγάθης. Κατόρθωσε να διαφύγει από την πατρίδα του για να μην αιχμαλωτιστεί από τους βαρβάρους και από εκεί, μεταβαίνοντας από τόπο σε τόπο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπέμεινε θλίψεις και διώξεις για τον ευσεβή ζήλο του υπέρ των αγίων εικόνων. Τελείωσε οσιακά τον δρόμο της ζωής του, αφού χρημάτισε άριστος ασματογράφος, και κοιμήθηκε εν Κυρίω μετά το 866. Ο Ιωσήφ έγραψε ύμνους που κάλυψαν σχεδόν ολόκληρη την Παρακλητική, όπως και πάμπολλους ασματικούς κανόνες των Μηναίων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν υμνογράφος της Εκκλησίας».

Αν η πορεία των εν επιγνώσει χριστιανών είναι «συν πάσι τοις αγίοις», διότι εν Χριστώ όλοι είμαστε ένα: και οι της στρατευόμενης όπως λέμε Εκκλησίας και οι της θριαμβεύουσας, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο: είναι ο μόνιμος συνοδοιπόρος μας,  ο καθημερινός σύντροφός μας, ο μεγάλος φίλος και αδελφός μας, διότι με τους δικούς του ύμνους και κανόνες ανοίγονται τα μάτια μας επ’ εκκλησίαις για να τιμούμε και να δοξολογούμε όπως πρέπει τους περισσοτέρους αγίους μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο σοφός υμνογράφος του «πρύτανιν» όλων των άλλων υμνογράφων τον ονομάζει (κάθ. όρθρου).

Πώς είχε τη δυνατότητα να γράφει τόσους ύμνους και με τόση μεγάλη ευκολία ο άγιος; Και μάλιστα ύμνους που το περιεχόμενό τους αποκαλύπτει όχι μόνο την ιστορική πορεία του κάθε αγίου, αλλά κυρίως την κατά Χριστόν πολιτεία του και τους μυστικούς κραδασμούς της χαριτωμένης καρδιάς του; Πρόκειται για εκ Θεού χάρισμα, σημειώνει ο δικός του υμνογράφος. Ο Χριστός του το έδωσε, ανταποκρινόμενος στο αίτημα της καρδιάς του, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως όργανο τον άγιο απόστολο Βαρθολομαίο. «Ο Σωτήρας Κύριος που γνωρίζει να δοξάζει αυτούς που Τον δοξάζουν, σου δώρισε το χάρισμα της ποιήσεως διά του θείου και σεπτού αποστόλου Βαρθολομαίου» (δοξ. εσπ.). Κι ακριβώς εδώ έχουμε τη βαθύτερη εξήγηση: ο Ιωσήφ τον Χριστό είχε μόνιμη αναφορά του, Εκείνον ποθούσε να δοξάζει διαρκώς στη ζωή του, γι’ αυτό και θεωρούσε ανάγκη της ψυχής του να ασχολείται και με Εκείνον αλλά και με τους αγίους Του που συνιστούν άλλον τρόπο δοξολογικής προσευχής Του. «Δοξολογούσες τις θείες φάλαγγες όλων των αγίων και κήρυττες με δύναμη τα κατορθώματά τους. Διότι άντλησες από τις πηγές του σωτηρίου τα λόγια σου» (στιχ. εσπ.).

Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος Ιωσήφ αγάπησε και υμνολόγησε τόσο τους αγίους, γιατί υπήρξε κοινωνός της δικής τους ζωής, κοινωνός δηλαδή της ίδιας της ζωής του Κυρίου. Μόνον ένας που έχει αναλογία ζωής προς τους αγίους, αγωνιζόμενος κατά των παθών του με έμπονη στροφή της καρδιάς του προς το θέλημα του Θεού και υπομένοντας όλους τους πειρασμούς που συνοδεύουν τη στροφή αυτή, μπορεί και να τους κατανοήσει και να τους περιγράψει με τον ορθό τρόπο (στιχ. εσπ., λιτή). Οπότε ο άγιος ενεργοποιούσε το χάρισμά του, γιατί κινείτο από την πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος. Εκείνο είχε τελικώς ως διδάσκαλο και καθοδηγητή!  «Μεγάλο θαύμα! Πες μας Ιωσήφ, πώς λαλούσες και κατέγραφες τους ύμνους σου εύκολα; Σαν να διδασκόσουν από κάποιον άλλον. Ασφαλώς το Πνεύμα το Άγιον μιλούσε μέσα από εσένα» (λιτή). Το αποτέλεσμα είναι σαφές: ό,τι κινούσε τον άγιο στις γραφές του αυτό και μετέδιδε – την ανόρθωση των καρδιών. Η εκκλησιαστική υμνογραφία του αγίου Ιωσήφ δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεως. «Αφού ανήλθες στο ύψος των αρετών και έλαβες από τον Θεό την άνω σοφία, διασάφησες τα θεία δόγματα των Γραφών. Γι’  αυτό και κάθε άνθρωπο τον υψώνεις με τους ύμνους σου προς τον ένθεο έρωτα, υποδεικνύοντας τους άριστους δρόμους της κατανύξεως» (Κάθισμα όρθρου).

02 Απριλίου 2024

ΤΡΙΤΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Ἥμαρτον ὁμολογῶ σοι Κύριε, ὁ ἄσωτος ἐγώ˙ οὐ τολμῶ ἀτενίσαι εις Οὐρανόν τό ὄμμα˙ ἐκεῖθεν γάρ ἐκπεσών, ἐγενόμην ἄθλιος. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ἐμαυτόν ἀποκηρύττω, οὐ χρήζω κατηγόρων, οὐδέ πάλιν μαρτύρων˙ ἔχω θριαμβεύουσάν μου τήν ἀσωτίαν˙ ἔχω στηλιτεύουσαν τήν φαύλην πολιτείαν˙ ἔχω καταισχύνουσαν τήν παροῦσάν μου γύμνωσιν, πρός ἐντροπήν δέ τά ράκη, ἅ περιβέβλημαι. Εὔσπλαγχνε Πάτερ, Υἱέ μονογενές, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μετανοοῦντά με δέξαι, καί ἐλέησόν με» (απόστιχα Αίνων, ήχος βαρύς).

(Αμάρτησα, Σου το ομολογώ, Κύριε, εγώ ο άσωτος. Δεν τολμώ να ατενίσω το βλέμμα στον Ουρανό. Γιατί από κει ξέπεσα κι έγινα άθλιος. Αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ υιό Σου. Αποκηρύσσω τον εαυτό μου, δεν χρειάζομαι κατηγόρους κι ούτε πάλι μάρτυρες. Έχω την αμαρτία μου να το διακηρύσσει. Έχω τον πονηρό τρόπο ζωής μου να με στηλιτεύει. Έχω την τωρινή μου γύμνωση να με ντροπιάζει, κι είναι πράγματι για ντροπή μου τα ράκη που είμαι ντυμένος. Εύσπλαχνε Πατέρα, Υιέ μονογενή Χριστέ, Πνεύμα άγιον, δέξου με μετανοημένο και ελέησέ με).

Συγκλονιστικό το τροπάριο του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, ο οποίος συνέδεσε προκειμένου να περιγράψει τον μετανοημένο άνθρωπο τις παραβολές και του ασώτου υιού και του τελώνου και φαρισαίου. Ο τελώνης δεν ήταν εκείνος που έχοντας συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του στον Ουρανό; – έβλεπε ένδακρυς μόνο τη γη, γιατί χώμα είχε κάνει με τις αμαρτίες του τη ζωή του. Και το μόνο που κατόρθωνε να ψελλίζει ήταν «Θεέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Το ίδιο συνέβη και με τον άσωτο της άλλης πιο γνωστής και μεγάλης παραβολής του Κυρίου: κι εκείνος φτάνει η ώρα που νιώθει την κατάντια του. Και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για να συρθεί ενώπιον του Πατέρα του. Κι εδώ αρχίζει το έργο του αγίου υμνογράφου: με μετοχή καρδιάς προβαίνει στην περιγραφή της όλης εσωτερικής διεργασίας που διαδραματίζεται στην καρδιά και των δύο, δηλαδή στην καρδιά του κάθε πιστού που έχει επίγνωση όντως και της δικής του τραγικότητας. Γιατί στο πρόσωπο ασφαλώς και του τελώνη και του ασώτου καλεί η Εκκλησία μας διά του αγίου ποιητή να δει ο καθένας τον εαυτό του. Η περιγραφή είναι ανθρώπου που «ζωγραφίζει». Η κάθε λέξη του Ιωσήφ είναι πινελιά στον πίνακα της ψυχής του και της δικής μας.

 Παρακολουθούμε βήμα-βήμα τα στάδια της αληθινής μετανοίας: την ομολογία ενώπιον του Θεού της αμαρτίας που συνιστά την ασωτία˙ την ταπείνωση που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον ξεπεσμό και την αθλιότητά του˙ την επίγνωση ότι δεν μπορεί πια να χαρακτηρίζεται υιός Θεού -  τον κατηγορεί η ίδια η συνείδησή του, που δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο πιο «βίαιο» κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στο Μεγάλο Κανόνα του˙ την πονηρή διαγωγή  που συνιστά κυριολεκτικά μαστίγωμα της συνείδησης - η κουρελιασμένη ψυχή βοά για την κατάντια! Αλλά υπάρχει η μετάνοια, σημειώνει ο υμνογράφος ακολουθώντας το Ευαγγέλιο. Η μετάνοια που ναι μεν διαπιστώνει την ασωτία και την αμαρτία, αλλά προχωράει με πόδια τρεμάμενα εκεί που υπάρχει η λύτρωση και ο καθαρμός: το έλεος του Θεού, η αγάπη του Θεού Πατέρα και όλης της αγίας Τριάδος. Κι αυτή η αγάπη του Θεού είναι αυτή που υπέρκειται της κάθε αμαρτίας. «Όλη την αμαρτία του κόσμου αν μαζέψουμε από τη μια, όλου του κόσμου κι όλων των εποχών, είναι σαν ένας κόκκος άμμου ή σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τι μπορεί να κάνει ένας κόκκος άμμου ή μία σπίθα; Τίποτε απολύτως. Αυτό κι ακόμη περισσότερο συμβαίνει με την αμαρτία όταν παραβληθεί με την αγάπη του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

Η ποιητική ζωγραφική δύναμη του αγίου υμνογράφου είναι πολύ μεγάλη. Η προβολή της μετανοίας ως της μόνης σώζουσας δύναμης του ανθρώπου είναι φοβερή. Το τροπάριο θα έπρεπε να το αντιγράψουμε και να το κορνιζώσουμε, για να το βλέπουμε καθημερινά. Θα λειτουργεί καθημερινά ως καθρέπτης της χριστιανικής ή μη πορείας μας.    

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Αυτός ο μακάριος και άγιος Πατέρας μας Τίτος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό, πήγε σε Κοινόβιο και απομακρύνθηκε από τον κόσμο και τους συγγενείς του. Εκεί τόσο πολύ επιδόθηκε στην ταπείνωση και την υπακοή, ώστε να ξεπεράσει όχι μόνο την αδελφότητα, αλλά και κάθε άνθρωπο. Έγινε δε και ποιμένας των λογικών προβάτων του Χριστού κι είχε τόση πραότητα και αγάπη και συμπάθεια, όσο κανείς άλλος μεταξύ των ανθρώπων. Διαφυλάχτηκε καθαρός στην ψυχή και στο σώμα από νεαρή ηλικία σαν άγγελος Θεού. Γι᾽ αυτό και ο Κύριος τον χαρίτωσε με εξαιρετική χάρη θαυματουργιών, οπότε και εκδήμησε προς Αυτόν, αφήνοντας στους μαθητές και τους συνασκητές του τους ασκητικούς του αγώνες σαν στήλη έμψυχη και εικόνα απαράγραπτη».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Τίτου του θαυματουργού, θέλοντας να χαρακτηρίσει τη μεγάλη αγιότητα του οσίου, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα αυτό που συμβαίνει με το άγιο μύρο: συντίθεται από δεκάδες αρωματικές ύλες και ουσίες, προκειμένου να φτάσει στο ύψος του εξαισίου αρώματός του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο όσιος Τίτος: «υπήρξε μύρο αγιάσματος, που συντέθηκε εντελώς από τα αρώματα της ασκητικής του διαγωγής, για να είναι οσμή του Θεού μας» (ωδή γ´). Ευωδία Χριστού με άλλα λόγια ο όσιος Τίτος, ο οποίος θεωρείται από τον άγιο Θεοφάνη ως μαθητής κι αυτός του αποστόλου Παύλου από πλευράς πνευματικής, σαν τον παλαιό εκείνο μαθητή και συνεργάτη του Παύλου, τον απόστολο Τίτο. «Νέον ως του Παύλου σε φοιτητήν Τίτον ευφημούμεν» (ωδή α´). Κι ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος. Έγινε ευωδία Χριστού ο όσιος, διότι «συνέλεξε στην ψυχή του τον θείο πλούτο της χάρης, δηλαδή την καθαρή προσευχή, την αγνότητα, τη σεμνότητα, την προσεκτική αγρυπνία, με τα οποία γνωρίστηκε σαν πραγματικός οίκος του Θεού ημών» (ωδή ς´).

Από όλα τα αρώματα της ασκητικής  ζωής του οσίου ο Θεοφάνης επικεντρώνει κατεξοχήν στην εγκράτειά του. «Ποταμός εγκρατείας, πάτερ, δείχτηκες σε εμάς» (ωδή ζ´). Τα πλείστα των ύμνων που αφιερώνει σ᾽ αυτόν είναι ακριβώς για την αρετή του αυτή, την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως το ομορφότερο άνθος του ευωδέστατου κήπου του, με την οποία τρέφει και εμάς που τον τιμούμε. «Σαν ευωδέστατος κήπος και ζωντανός παράδεισος των αρετών άνθισες την εγκράτεια, με την οποία τρέφεις όλους αυτούς που σε τιμούν» (ωδή δ´). Η εγκράτεια μόνη όμως δεν κάνει και πολλά πράγματα, λέει ο άγιος Θεοφάνης, αν δεν είναι συνδεδεμένη με την προσευχή. Υπάρχουν άνθρωποι εγκρατείς, και σε άλλες θρησκείες μάλιστα, χωρίς να σημαίνει τούτο και την παρουσία της χάρης του Θεού. Η εγκράτεια γίνεται όπλο ακαταγώνιστο, που θραύει όλα τα οχυρώματα του εχθρού διαβόλου, όταν ενισχύει το ξίφος της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή πράγματι καταισχύνουν όλη τη σκοτεινιά του διαβόλου (ωδή γ´). Κι όταν μιλά για την προσευχή του οσίου Τίτου ο υμνογράφος εννοεί εκείνη που απευθύνεται στον Ιησού Χριστό, ως ολοκληρωτική στροφή της διάνοιας προς Εκείνον. «Όλη την επιθυμία και τη διάνοια, όσιε, τη στερέωσες στον πόθο του Χριστού και έτσι καταφρόνησες τα γήινα» (ωδή γ´).

Η ολοκληρωτική στροφή του οσίου προς την αγάπη του Χριστού τον κάνει να γίνεται και τύπος της αληθινής πίστης. Στο πρόσωπό του ο άγιος υμνογράφος βλέπει πράγματι το όριο της ορθόδοξης πίστης και το παράδειγμα της εγκρατείας (ωδή θ´). Και μάλιστα της ορθόδοξης πίστης που σχετίζεται με την αίρεση την εποχή εκείνη της εικονομαχίας. Ο όσιος, παρ᾽ όλον τον πόλεμο κατά των εικόνων, έμενε προσηλωμένος στην ομολογία της ορθόδοξης πίστης. Και συνέχιζε, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να εικονίζει τον Χριστό ως άνθρωπο και να τον περιγράφει. «Εν τη ομολογία τη της πίστεως, Πάτερ, έμεινας άτρεπτος· Χριστόν γαρ εικονίζων σαρκί και περιγράφων, προσεκύνεις» (ωδή ζ´). Η αλήθεια της ορθόδοξης πίστης που απέκτησε ήδη από τα μητρικά  σπάργανα, φανερωνόταν και από εκείνο που αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριό της: τη στάση έναντι της Παναγίας. Διότι η στάση μας έναντι αυτής κρίνει και την ποιότητα της πίστης μας έναντι και του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Καθώς σε διάλεξε το άγιο Πνεύμα, οδηγήθηκες στον Θεό από τα μητρικά σου σπάργανα, κι έγινες μύστης και λάτρης της απείρανδρης Θεοτόκου» (ωδή α´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο άγιος Θεοφάνης θεωρεί ότι η μνήμη του οσίου Τίτου είναι ημέρα εόρτια για την Εκκλησία. Γιατί ο ίδιος ως εστιάτορας στρώνει κοινό τραπέζι για τους πιστούς και μάλιστα τους μοναχούς, προκειμένου να μετάσχουν στη βρώση της αιώνιας ζωής (ωδή θ´).

01 Απριλίου 2024

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ"

Στό ἀνηλεές σφυροκόπημα πού δέχεται ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας στούς καιρούς μας, ἡ πιό ἀποτελεσματική ἀντίδραση εἶναι ἡ προβολή τῶν ὑγιῶν στοιχείων της, ἐκείνων μάλιστα πού ἀπό πλευρᾶς χριστιανικῆς παραπέμπουν σ’ αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία». Κι αὐτό γιατί ἡ ἀλήθεια της - ἀλήθεια πού ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός σέ τέτοια παραδοσιακή οἰκογένεια μεγάλωσε καί ἀνδρώθηκε - ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη δύναμη πού ἀπό μόνη της ὑπερβαίνει κάθε ἄλλη παρεκκλίνουσα κατανόησή της. Όπως δηλαδή ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ὡς φῶς αἰώνιο σβήνει κάθε σκοτάδι πλάνης καί αἵρεσης, ἔτσι καί ὁ θεοΐδρυτος θεσμός τῆς οἰκογένειας, παρ’ ὅλες τίς ὑπάρχουσες ἐποχιακές διαταράξεις της, ἐξίσου σβήνει καί θά σβήσει κάθε ἄλλη μή εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό μορφή της. Στήν προβολή τοῦ ἁγίου θεσμοῦ τοῦ γάμου, τῆς συζυγίας, τῆς οἰκογένειας στοχεύουν καί τά κείμενα τοῦ μετά χεῖρας βιβλίου, πού βελτιώνουν καί ἐπαυξάνουν τήν πολλαπλῶς ἀνατυπωθεῖσα πρώτη ἔκδοσή του (2008, σελ. 130) (Οπισθόφυλλο βιβλίου).

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ (β΄έκδοσης)

Προβαίνουμε σέ δεύτερη ἔκδοση τοῦ βιβλίου μας «Σχέση καί Σχέσεις», μολονότι ἡ πρώτη ἔκδοση εὐλογήθηκε μέ ἀρκετές ἀνατυπώσεις – δείγμα τῆς ἀνταπόκρισης τῶν καλῶν ἀναγνωστῶν στούς προβληματισμούς τῶν κειμένων. Ἡ ἀνάγκη γιά τή δεύτερη αὐτή ἔκδοση (ἀπό τίς νέες ἐκδόσεις «ἀκολουθεῖν» αὐτήν τή φορά) ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου (μετά ἀπό 16 πιά χρόνια ἀπό τήν πρώτη κυκλοφορία τό 2008) γράψαμε καί ἄλλα κείμενα σέ σχέση πάντοτε μέ τή συζυγία καί τήν οἰκογένεια, ὁπότε σκεφτήκαμε ὅτι μπορεῖ καί αὐτά νά ἀποτελέσουν ἔναυσμα γιά περαιτέρω προβληματισμούς, βοηθητικούς  στίς ἀποφάσεις πού καλεῖται νά παίρνει ἕνα ζευγάρι καί μία οἰκογένεια στή δύσκολη πορεία τῆς καθημερινῆς του ζωῆς.

Ἁπλῶς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ξαναποῦμε αὐτό πού γράφαμε στό τέλος τῆς πρώτης ἔκδοσης: κάποιες ἐπαναλήψεις δικαιολογοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι τά κείμενα γράφτηκαν σέ διαφορετικό χρόνο καί μέ αὐτοτελές περιεχόμενο, γιά συγκεκριμένες περιπτώσεις. 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΙΑ

1. Μποροῦν νά ἁγιάσουν καί οἱ ἔγγαμοι;

2. Προετοιμασία γιά τον γάμο

3. Ἡ σχέση τῶν δύο φύλων

4. Ἡ σχέση τῶν συζύγων

5. Ἡ διατήρηση τῆς συζυγικῆς ἑνότητας

6. Τό «μυστικό» τῆς διάρκειας στόν γάμο

7. Ὑπομονή καί ἑτοιμότητα ἀλλαγῆς (Μία πρόταση γιά διαρκή ἀνθοφορία τῆς συζυγικῆς σχέσης)

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

1. Γιά ποιά οἰκογένεια μιλᾶμε;

2. Ἡ ἐπικοινωνία στήν οἰκογένεια

3. Οἱ γονεῖς ἔναντι τῶν ἐφήβων παιδιῶν τους

4. Οἰκογένεια μέ ἐνήλικα τέκνα

5. Οἰκογένεια καί διακοπές

6. Ἡ ἁγία οἰκογένεια τοῦ Μ. Βασιλείου ὡς πρότυπο οἰκογένειας καί στή σύγχρονη ἐποχή

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

1. Γιατί αὐξάνονται τά διαζύγια;

2. Οἰκογένεια: ὥρα μηδέν!

3. Ἡ κρυφή αἰτία τοῦ δημογραφικοῦ μας προβλήματος

4. Οἱ ἐκτρώσεις

ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

1. «Θέλω νά πάρω διαζύγιο!»

2. «Ἀββᾶ, νά καλογερέψω ἤ νά παντρευτῶ

 

(Διαστάσεις: 21Χ14, σελ. 266).

Σε όλα τα κεντρικά και εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία.

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

Από την πλούσια πνευματική τράπεζα που μας παραθέτει η Εκκλησία μας και τη σημερινή ημέρα, πρώτη της τρίτης εβδομάδας των Νηστειών, επιλέγουμε ορισμένα εδέσματα.

- «Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

- «Ἐν φαιδροτάτῃ νηστείᾳ, φωταυγείᾳ τῶν προσευχῶν λαμπρυθέντες  χρηματίσωμεν, ὅπως τῆς ἁμαρτίας τό σκότος ἐκφύγωμεν» (ωδή η΄).

(Μέσα στο πλαίσιο της φαιδρότατης νηστείας, ας γίνουμε λαμπροί από το ισχυρό φως των προσευχών, προκειμένου να ξεφύγουμε από το σκοτάδι της αμαρτίας).

Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που συνιστά το κατεξοχήν παγιωμένο σχήμα στην πνευματική ζωή: η αμαρτία δεν είναι παιχνίδι ή κατάσταση που πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει με ελαφριά καρδιά. Αυτό που έφερε και φέρνει απαρχής και εφεξής είναι το σκοτάδι του θανάτου. Πνευματικού πρωτίστως ως απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής, τον Θεό, συνεπώς της έλλειψης και κάθε νοήματος για τον άνθρωπο, αλλά και σωματικού στη συνέχεια με όλα τα παρεπόμενα της οποιασδήποτε φθοράς, της αρρώστιας και του πόνου. Ενόψει λοιπόν μίας τέτοιας τραγικής και δύστυχης καταστάσεως που σφραγίζει τον κάθε άνθρωπο, υπάρχει το αντίδοτο που έφερε ο Λυτρωτής και Σωτήρας Χριστός και που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Η σχέση αυτή καθορίζεται πια από τη διαρκή αναφορά του πιστού προς τον Θεό Πατέρα, την αέναη και καθαρή δηλαδή προσευχή του. Προσευχή που δεν βάζει τον άνθρωπο να στέκει κάπου και να ψάχνει τον Θεό, αλλά να είναι μέσα σ’ Αυτόν, ενσωματωμένος στον Χριστό, οπότε να προσεύχεται έχοντας Εκείνον εν Πνεύματι  να «λέει» τις προσευχές – ο πιστός εν Χριστώ γίνεται ο ίδιος προσευχή. Αποτέλεσμα που το βλέπουμε σε όλους τους αληθινούς πιστούς, τους αγίους μας: να ζουν μέσα στο πλούσιο φως του Θεού, ντυμένοι Εκείνον που είναι το Φως! Κατεξοχήν όργανο βοηθητικό στην πνευματική αυτή πορεία είναι η νηστεία της Εκκλησίας μας, που έτσι αποκτάει χαρακτήρα χαρμόσυνο.

- «Νήστευσον ψυχή μου, κακίας και πονηρίας, κράτησον ὀργῆς, καί θυμοῦ καί πάσης ἁμαρτίας. Ἰησοῦς γάρ τοιαύτην θέλει νηστείαν, ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἡμῶν» (ωδή θ΄).

(Νήστεψε, ψυχή μου, από την κακία και την πονηρία, κυριάρχησε στην οργή και στον θυμό και σε κάθε άλλη αμαρτία. Διότι ο Ιησούς που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας, τέτοια νηστεία θέλει).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει καθημερινά να υπενθυμίζει ό,τι σημείωνε απαρχής της νηστείας: νηστεία αληθινή δεν είναι κυρίως η αποχή από το φαγητό ή ο περιορισμός απλώς των τροφών. Πρώτιστα είναι η αποχή και η πλήρης απομάκρυνση από κάθε αμαρτία, από κάθε κακία και πονηρία, είτε αυτή λέγεται οργή είτε θυμός είτε οτιδήποτε άλλο – μη ξεχνάμε ότι ο Πονηρός διάβολος ουδέποτε σιτίζεται, αλλά είναι διάβολος! Μία τέτοια νηστεία χαρακτηρίζεται αληθινή και αυτήν αποδέχεται ο Ιησούς Χριστός που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας. Γιατί; Διότι αυτή καθαρίζει το «έδαφος» της καρδιάς μας και μας καθιστά ικανούς να δεξιωθούμε μέσα της τον Ίδιο τον Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Η έγνοια του αγίου υμνογράφου να μη χάσουμε τον στόχο μας την περίοδο αυτή είναι συγκινητική. Κι αυτό γιατί είναι πολύ εύκολο να μείνουμε δυστυχώς στην επιφάνεια της σωματικής νηστείας, της εύκολης νηστείας, και να ξεχάσουμε το βάθος της. Το πρόβλημα πάντοτε είναι η «ποιότητα» της καρδιάς μας.

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

«Η Μαρία καταγόταν από την Αίγυπτο κι έζησε πριν από τη μεταστροφή της στην πίστη του Χριστού μέσα στην ακολασία – πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν σε όλεθρο μέσω αυτής. Αφού λοιπόν παρέμεινε δεκαεπτά έτη ζώντας με ασέλγεια, (επειδή από μικρή είχε εξολισθήσει στην πονηρία), ύστερα αποδύθηκε στους αγώνες της εγκράτειας και της αρετής. Και τόσο πολύ υψώθηκε πνευματικά υπερβαίνοντας τα πάθη της ώστε να μπορεί να περπατάει σαν σε ξηρά πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού και να σηκώνεται στον αέρα ενόσω προσευχόταν κατά γης.

Πώς άλλαξε τρόπο ζωής; Κατά τον καιρό της προσκυνήσεως του τιμίου Σταυρού, τότε που πολλοί από όλα τα μέρη της γης συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα, πήγε και αυτή μαζί με κάποιους ακόλαστους νέους. Όταν έφτασε στους Αγίους Τόπους και πήγε στον Ναό να προσκυνήσει, διαπίστωσε ότι μία αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να διέλθει από την είσοδο. Συγκλονίστηκε και παρεκάλεσε τη Θεομήτορα αγνή Παρθένο να μπει εγγυήτρια γι’ αυτήν στον Θεό ότι αν μπορέσει να εισέλθει στον Ναό θα σταματήσει τον πονηρό βίο, θα ακολουθήσει την οδό της σωφροσύνης και δεν θα συνεχίσει να είναι δούλη των σαρκικών ηδονών και επιθυμιών. Πράγματι, η προσευχή της εισακούστηκε, οπότε αφού προσκύνησε τον τίμιο Σταυρό, έφυγε και περνώντας τον Ιορδάνη ποταμό έφτασε στην έρημο, αγωνιζόμενη εκεί επί σαρανταεπτά χρόνια. Στα χρόνια αυτά κανέναν άνθρωπο δεν είδε κι ο μόνος που την έβλεπε ήταν ο Θεός. Με την άσκησή της ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης φύσεως κι έγινε ένας επίγειος άγγελος». 

Η υμνογραφία της Εκκλησίας διά γραφίδος αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου αναλίσκεται επί τη μνήμη της οσίας Μαρίας στην περιγραφή της συγκλονιστικής αλλαγής της: από την ασωτία στα ύψη της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καταγραφή των βιωμάτων της από τις αντίστοιχες περιόδους της «προ Χριστού και μετά Χριστόν» ζωής της. Ένας ύμνος μάλιστα από την ωδή γ΄ παρουσιάζει την οσία στην πρότερη αμαρτωλή ζωή της ως την Εύα που παρήκουσε το θέλημα του Θεού και αμάρτησε, αλλά και στην ύστερη αγιασμένη ζωή της ως το διψασμένο ελάφι που τρέχει επί τας πηγάς των υδάτων. Και ποιο το σημείο που πρόκειται κοινό και στις δύο εποχές; Το ξύλο. Το πρώτο ξύλο, το δέντρο, που λόγω της αμαρτίας οδήγησε στη μύηση του θανάτου: ό,τι συνέβη με τους πρωτοπλάστους, το δεύτερο, το ξύλο του Σταυρού του Κυρίου, που οδήγησε στη βαθειά πίστη του Χριστού και την εύρεση της αληθινής ζωής. «Αφού προσήλθες στο ξύλο της αμαρτίας – λέει συγκεκριμένα ο άγιος υμνογράφος – και μυήθηκες στη θανατηφόρα γνώση, έτρεξες στο ξύλο που δίνει τη ζωή, στον Σταυρό του Κυρίου, κραυγάζοντας προς Αυτόν: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει δίκαιος εκτός από Σένα, Κύριε».

Πού έγκειτο το πρόβλημα κατά την πρώτη εποχή της Μαρίας; Στη στροφή του νου της μόνο στα πονηρά, που σημαίνει την καλλιέργεια εκείνων των άτοπων εμπαθών λογισμών που ως αποτέλεσμα φέρνουν πάντοτε την ακαθαρσία της ψυχής και την υποδούλωσή της στα πάθη και τον διάβολο (ωδή α΄). Η Μαρία επηρεαζόμενη από τον αρχαίο όφι είχε πάρει κυριολεκτικά την κατηφόρα και την κατολίσθησή της στο βάραθρο της απώλειας (ωδή α΄). Δεν λάμβανε υπ’ όψιν της καθόλου τον Δημιουργό της, γι’ αυτό και γινόταν δυστυχώς μέσον απωλείας και πολλών άλλων, ιδίως νέων ανθρώπων (ωδή α΄). Η κατάστασή της ήταν τέτοια που την εκφράζει ο Κύριος με τον πιο δραματικό και απόλυτο τρόπο: «Ουαί, δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται», αλλοίμονο σ’ εκείνον που γίνεται μέσο που σκοντάφτει πνευματικά ο άλλος, και: «Συμφέρει σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να πάει να δέσει μία μυλόπετρα στον λαιμό του και να φύγει από τη ζωή αυτή!»

Κι όμως σε έναν τέτοιο άνθρωπο, χαμένο και νεκρό, προφανώς υπήρχε στο βάθος της ψυχής μία καλή διάθεση. Και πώς έρχεται σε φως το καλό αυτό; Μ’ έναν τρόπο απρόσμενο και εντελώς διακριτικό από τον Ουράνιο Πατέρα: χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτε, η ενέργειά Του κλείνει τη δίοδο για τη Μαρία στον Ναό Του! Ένας πειρασμός δηλαδή, μία «άρνηση» και «τιμωρία» του Θεού γίνεται στην άσωτη κοπέλα η αφορμή της πλήρους αλλοιώσεως της ψυχής της, της μεγάλης μετανοίας της – πόσες φορές μία θεωρούμενη δυσκολία συνιστά την πιο μεγάλη ευεργεσία του Θεού για εμάς! Οπότε «η γεμάτη από κάθε είδους πορνείας γυναίκα φάνηκε με τη μετάνοιά της νύμφη Χριστού, ποθώντας την πολιτεία των αγγέλων» (κοντάκιο). Κι ήταν καθοριστική η επέμβαση της Θεοτόκου! Όπως συνεχώς μας καλεί η Εκκλησία με τους ύμνους και τις προσευχές της να απευθυνόμαστε στη Μεγάλη Μάνα προκειμένου να μεσιτεύει για να μας παρέχει ο Υιός και Θεός της μετάνοια – «και τον σον υιόν και ημών δεσπότην και Κύριον τη μητρική σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα… επιστρέψη με προς μετάνοιαν…» (ευχή Αποδείπνου) – έτσι και για τη Μαρία: και μόνο το ικετευτικό βλέμμα της συντριμμένης καρδιάς της προς την Ουράνια Μάνα γίνεται η αφορμή για να εκφραστεί όλη η αγάπη Εκείνης προς το παραστρατημένο παιδί Της. Μπορούμε να το φανταστούμε: με δάκρυα στα μάτια, με επαινετή αναίδεια, ατένιζε επίμονα την Πανάχραντο, επικαλούμενη τις πρεσβείες της (ωδή δ΄ και ς΄). Και το θαύμα γίνεται: «Παίρνοντας δύναμη από τη σωτήρια χάρη και ανοίγοντας τα μάτια και την καρδιά στη θεϊκή και φωτοφόρα λάμψη μπόρεσε να πλησιάσει τον πάνσεπτο Σταυρό και να σωθεί» (ωδή δ΄).

Έκτοτε στην έρημο που βρέθηκε ο αγώνας της ήταν πώς να απαλείψει τις εικόνες των παθών από την ψυχή της και να βάλει στις θέσεις τους τις ιδέες των αρετών (στιχ. εσπ.), κάτι που σημαίνει ότι «με όλες τις δυνάμεις της θέλχτηκε από τον έρωτα της παρουσίας του Χριστού και γι’ αυτό μπόρεσε να ξεπεράσει τις εφόδους των παθών» (ωδής΄). Αποτέλεσμα; Να υπερκεράσει πάμπολλους άλλους στην αγιότητα, τόσο που να τη θαυμάσει και ο σπουδαίος και μεγάλος Ζωσιμάς. Ο θεόφρων Ζωσιμάς που αξιώθηκε εν πνεύματι να δει την ψυχική ομορφιά της, να της φέρει τα άχραντα μυστήρια προς θεία κοινωνία και να γεμίσει ο ίδιος από ανεκλάλητη χαρά που υπάρχουν τέτοια πλάσματα του Θεού! (ωδή η΄ και θ΄). Μαζί τώρα με τον μεγάλο αυτόν όσιο εποπτεύει τον θρόνο του παντοκράτορος Κυρίου, ικετεύοντας και για εμάς ο Κύριος να εξιλεώσει τις δικές μας αμαρτίες (ωδή θ΄).