13 Απριλίου 2024

ΣΑΒΒΑΤΟΝ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).

(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).

Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό  δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).

Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.

Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη.  Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μαρκ. 9, 17-31)

 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἔφερα σ’ ἐσένα τό γιό μου, γιατί ἔχει μέσα του δαιμονικό πνεῦμα πού τόν κάνει ἄλαλο. Κάθε φορά πού τόν πιάνει, τόν ρίχνει κάτω καί τότε βγάζει ἀφρούς, τρίζει τά δόντια καί μένει ξερός. Εἶπα στούς μαθητές σου νά διώξουν αὐτό τό πνεῦμα, ἀλλά δέν μπόρεσαν». «Ἄπιστη γενιά!» ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς. «Ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ἀκόμη θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε μου ἐδῶ το παιδί». Ἐκεῖνοι τοῦ τό ἔφεραν. Μόλις τό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε τό παιδί, κι ἐκεῖνο ἔπεσε καταγῆς καί κυλιόταν βγάζοντας ἀφρούς. «Πόσος καιρός εἶναι πού τοῦ συμβαίνει αὐτό;» ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπό μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα καί στή φωτιά τόν ἔριξε καί στά νερά γιά νά τόν ἐξολοθρέψει. Ἀλλά ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας καί βοήθησέ μας». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο: «Ἐάν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά γι’ αὐτόν πού πιστεύει». Ἀμέσως τότε φώναξε δυνατά ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καί εἶπε μέ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Ἀλλά βοήθησέ με, γιατί ἡ πίστη μου δέν εἶναι δυνατή». Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε τό δαιμονικό πνεῦμα μ’ αὐτά τά λόγια: «Ἄλαλο καί κουφό πνεῦμα, ἐγώ σέ διατάζω: βγές ἀπ’ αὐτόν καί μήν ξαναμπεῖς πιά μέσα του». Βγῆκε τότε τό πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί. Ἐκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι πού πολλοί ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ἔπιασε ἀπό τό χέρι του, τό σήκωσε, κι αὐτό στάθηκε ὄρθιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι, τόν ρώτησαν οἱ μαθητές του ἰδιαιτέρως: «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμονικό πνεῦμα;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Αὐτό τό δαιμονικό γένος δέν μπορεῖ κανείς νά τό βγάλει μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία». Ἔφυγαν ἀπό ’κεῖ καί προχωροῦσαν διασχίζοντας τή Γαλιλαία. Δέν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς νά μάθει κανείς ὅτι περνοῦσε ἀπό ’κεῖ, γιατί δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς ἔλεγε: «Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ σέ χέρια ἀνθρώπων, πού θά τόν θανατώσουν· τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα μετά τό θάνατό του θ’ ἀναστηθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 6, 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεὸς, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Θεός ἔδωσε τήν ὑπόσχεσή του στόν Ἀβραάμ, ἐπειδή δέν ὑπῆρχε ἀνώτερος γιά νά ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό του, λέγοντας: Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά σ’ εὐλογήσω καί θά σοῦ δώσω πολλούς ἀπογόνους. Έτσι πῆρε ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπόσχεση, καί μέ τήν ὑπομονή του πέτυχε τήν ἐκπλήρωσή της. Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σέ κάποιον ἀνώτερό τους, κι ὁ ὅρκος δίνει γι’ αὐτούς τέλος σέ κάθε ἀμφισβήτηση καί ὑποδηλώνει ἐπιβεβαίωση. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἐπειδή ἤθελε νά δείξει πιό καθαρά σ’ αὐτούς πού θά κληρονομοῦσαν τά ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τήν ἐγγυήθηκε μέ ὅρκο. Γιά δύο λοιπόν ἀμετακίνητα πράγματα, γιά τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νά διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ’ αὐτόν ὀφείλουμε νά μείνουμε σταθεροί σ’ αὐτά πού ἐλπίζουμε. Αὐτή μας ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καί μᾶς βεβαιώνει σάν ἄγκυρα, καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας ὁ Ἰησοῦς, ἀρχιερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΓΕΝΝΙΟΜΑΣΤΕ!

 

«Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. Την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. Με τις άλλες δύο γεννήσεις όμως ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές η μία, που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας και τους κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα»  (οσία Συγκλητική, από τον Μικρό Ευεργετινό, έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου).

Με σαφή και συνοπτικό τρόπο η μεγάλη αγία της Εκκλησίας μας Συγκλητική (3ος αι.) μας υπενθυμίζει ότι ναι μεν ερχόμαστε στον κόσμο τούτο από τους κόλπους της μητέρας μας, όμως η προοπτική μας είναι ο κόσμος ο πέραν της γης, ο ουρανός, δηλαδή η Βασιλεία του Θεού. Η αγία λέει με απλότητα ό,τι βλέπει ένας άνθρωπος του Θεού, ένας πιστός στον Χριστό. Και τι βλέπει; Όχι μόνο αυτό που επισημαίνουν οι σωματικές αισθήσεις, αλλά και αυτό που επισημαίνει ο νοερός οφθαλμός που φωτίζεται από το φως της αποκαλύψεως του Κυρίου Ιησού Χριστού: ο άνθρωπος γεννιέται στον κόσμο τούτο με φυσικό τρόπο, αλλά γεννιέται και πνευματικά «δι’ ύδατος και Πνεύματος» με το άγιο βάπτισμα της Εκκλησίας, καθιστάμενος μέλος Χριστού και μέλος έτσι της Βασιλείας του Θεού – ο χριστιανός «ντύνεται» κυριολεκτικά τον ίδιο τον Χριστό και λειτουργεί στον κόσμο ως μία δική Του προέκταση, όπως το κλαδί ενός δένδρου. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (απ. Παύλος). Ποιο μεγαλύτερο δώρο μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο από τη χάρη αυτή της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, συνεπώς από τη χάρη να μπορεί να ζει μέσα στον Θεό του και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν, να στέκεται ενώπιος ενωπίω Θεώ, λατρεύοντάς Τον «εν Πνεύματι και αληθεία» και  προσδοκώντας την τελείωση της ζωντανής αυτής σχέσεως όταν φύγει από τον κόσμο τούτο και μάλιστα όταν έλθει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου; Τότε η έτσι κι αλλιώς πράγματι εδώ όραση του Θεού εν πίστει, από «θολή και αινιγματική» που είναι λόγω της παχύτητας του σώματος θα γίνει εντελώς καθαρή, «πρόσωπον προς πρόσωπον» που λέει ο απόστολος Παύλος. «Άρτι βλέπομεν δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον».

Το μεγαλείο όμως του χριστιανού, το οποίο μπορεί να «δει» μόνον αυτός όπως είπαμε που έχει ανοικτές πνευματικές αισθήσεις και εξετάζει και τα μη βλεπόμενα των σωματικών οφθαλμών, βρίσκεται αδιάκοπα στον κόσμο τούτο υπό την απειλή ενός μεγάλου κινδύνου: του κινδύνου της εκπτώσεως στην αμαρτία. Ενώ δηλαδή διά της αναγεννήσεώς του με το βάπτισμα, όπου εν χάριτι έγινε ένας άλλος Χριστός, πήρε τη δύναμη να μην αμαρτάνει όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, η καθημερινότητα και η αμεσότητα της ζωής αποκαλύπτει το αντίθετο: όχι μία αλλά πολλές φορές αμαρτάνει, ξεσκίζοντας το ένδυμα που ντύθηκε, δηλαδή κάνοντας πέρα τον ίδιο τον Κύριο και διαγράφοντας επί προσωπικού επιπέδου το απολυτρωτικό Του έργο. Ο χριστιανός που αμαρτάνει, και μάλιστα αμαρτάνει εν επιγνώσει και συνειδήσει, αποκαλύπτεται ως ο μεγαλύτερος άφρων και παράφρων, αφού επιλέγει αντί του θρόνου της θεότητος που τον θέτει ο Πατέρας και Δημιουργός του, τα σκουπίδια και τον βόρβορο των παθών του, αναμειγμένα με το δηλητήριο του ανθρωποκτόνου Πονηρού. Λογικά το πράγμα είναι ακατανόητο˙ είναι όμως πραγματικό! Και στο πραγματικό δυστυχώς αυτό μετέχουμε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, και οι εκτός εννοείται της πίστεως, αλλά πολύ περισσότερο οι εντός, οι χριστιανοί.

Ποια η θεωρούμενη αιτία της «αλογίας» και της παραφροσύνης αυτής; Η αμέλειά μας. Η αμέλεια που συνυπάρχει πάντοτε με την «τυραννίδα» των παθών, τη λήθη. Απορροφώμαστε δυστυχώς τόσο πολύ από τους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας και τα γρανάζια των ποικίλων εργασιών μας, ώστε ξεχνάμε το σημαντικότερο που έχει αιώνιο χαρακτήρα: το θέλημα του Θεού και τη διαρκή προκοπή μας προς το πρόσωπο του Θεού μας. Ως χριστιανοί τον Θεό και το θέλημά Του θα έπρεπε να είχαμε προτεραιότητα, όπως μας δίνει την εντολή ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού» και όλα τα υπόλοιπα της ζωής σας θα ακολουθήσουν. Δεν το κάνουμε όμως, διότι προφανώς η πίστη μας λόγω της αμέλειάς μας είναι λειψή, γεγονός που οδηγεί τον χριστιανό στην παράδοξη το λιγότερο θεωρούμενη θέση, να μετέχει του Τριαδικού Θεού με ταυτόχρονη αποστροφή του από Εκείνον! Μία ιδιότυπη πράγματι «σχιζοφρένεια»! Αλλά με τον Θεό δεν μπορεί κανείς να… παίζει! «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». Αρχίζουν τα προβλήματα για τον επιμελώς αμαρτάνοντα χριστιανό, οι παραχωρήσεις δηλαδή εκ Θεού εκείνων των δοκιμασιών που καθιστούν τη ζωή του δύσκολη, δοκιμασιών που φτάνουν στο σημείο να παραδίδεται αυτός στα χέρια του μεγαλύτερου εχθρού του, του ίδιου του διαβόλου και των σκληρών οργάνων του.

Η ευλογία θα είναι η επίγνωση της τραγικότητάς του: της απώλειας του Θεού από τη ζωή του˙ και γι’ αυτό η μετάνοιά του. Μόλις ο πιστός συνειδητοποιήσει την πτώση του και με «επαινετή αναίδεια» ελπίσει προς τον Θεό του, τότε και πάλι θα δει αισθητά στην ύπαρξή του το έλεος του Θεού. Θα δει κι αυτός όπως ο άσωτος της παραβολής τον ίδιο τον Κύριο να προστρέχει σ’ εκείνον, να τον αγκαλιάζει και να τον καταφιλεί. Κι ακόμη περισσότερο: να του διαγράφει τις όποιες αμαρτίες του και να τις θεωρεί ως μη…γενόμενες! Οπότε το ένδυμα του Χριστού που στην ασωτία του ο πιστός το χάλασε και ίσως το πέταξε, το ενδύεται και πάλι – δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τον Κύριο να έχει στην αγκαλιά Του το παιδί Του, και μάλιστα το πλανεμένο και χαμένο παιδί Του. Μας το δήλωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει το ένα το χαμένο»! Και η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το ύψος της μετανοίας. Της μετανοίας που είναι η μόνη που μπορεί να προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον Ουρανό: τον Κύριο, τους αγγέλους, τους αγίους. «Χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».  

Με μία βεβαίως παρατήρηση, την οποία κάνει η αγία Συγκλητική: η μετάνοιά μας να είναι αληθινή. Και αληθινή είναι όταν συνοδεύεται από τους «κόπους των αρετών». Στη μικρή αυτή φράση της οσίας δίνεται η απάντηση της κρίσεως που παρουσιάζουμε διαχρονικά οι χριστιανοί. Γιατί συχνά «μετανοούμε» αλλά η μετάνοιά μας είναι στα λόγια μας ή ίσως σε μία απλή διάθεσή μας. Αλλά αν η μετάνοια δεν σημάνει την αποφασιστική έως θανάτου αλλαγή της ζωής μας – ας δούμε το πρότυπο της μετανοίας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία – δυστυχώς τίποτε δεν κάνουμε. Και μάλλον προσθέτουμε αμαρτία στις ήδη υπάρχουσες αμαρτίες μας. Η αληθινή όμως μετάνοια συνιστά την τρίτη γέννησή μας, από την οποία εξαρτάται και η αιώνια σωτηρία μας. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης στον εξαίσιο Μεγάλο Κανόνα του υπομνηματίζει την κατάληξη του λόγου της μεγάλης Συγκλητικής: «Δεύρο τάλαινα ψυχή, συν τη σαρκί σου, τω πάντων Κτίστη εξομολογού και απόσχου λοιπόν της πριν αλογίας», εμπρός ταλαίπωρη και άθλια ψυχή μου, μαζί με το σώμα σου, εξομολογήσου στον πάντων Δημιουργό και απομακρύνσου από την προηγούμενη άλογη κατάσταση της αμαρτίας. Η εξομολόγησή μας στον πνευματικό της Εκκλησίας με άλλα λόγια έχει νόημα όταν έχει προηγηθεί η γνήσια μετάνοια και εξομολόγησή μας ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή η εξομολόγηση που κάνει η ίδια η ζωή μας, μακριά από τις αμαρτίες μας.    

12 Απριλίου 2024

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, χρωτός τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία»

(Χαίρε Παναγία, που είσαι η θεραπεία του σώματός μου και η σωτηρία της ψυχής μου).

Σε κάθε πρόβλημα αρρώστιας και πόνου, το πρώτο όνομα που έρχεται στα χείλη των πιστών, κι ίσως και πιο μπροστά και από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, είναι της Παναγίας. «Παναγία μου, βοήθα με», κραυγάζουν όλοι, μυστικά, νοερά, φωναχτά – ακόμη κι οι θεωρούμενοι «άθεοι» -  νιώθοντας ότι Αυτή είναι η πρώτη καταφυγή τους, Εκείνη που θα σκύψει να αφουγκραστεί το πρόβλημά τους και θα δώσει απάντηση στον όποιο πόνο και την όποια δοκιμασία τους. Και μην πει κανείς ότι αυτό δεν είναι σωστό γιατί προηγείται ο Κύριος,  διότι ο Κύριος αφενός χαίρεται όταν αναφέρονται οι άνθρωποι στην Παναγία Μητέρα Του – η Παναγία αποτελεί  τη μεγαλύτερη χαρά Του ως συνισταμένη όλων των χαρίτων και όλης της ομορφιάς του κόσμου! – αφετέρου η όποια, παρακλητική ή δοξολογική, αναφορά σ’ Εκείνην στην πραγματικότητα είναι αναφορά στον Ίδιο: η Παναγία μας παίρνει τις προσευχές και τις επικλήσεις μας για να τις καταθέσει ενώπιον του Υιού και Θεού Της.

Και πράγματι: όλη η ιστορία της χριστιανικής πίστεως έχει καταγράψει άπειρο αριθμό θαυμάτων από τις φιλεύσπλαχνες επεμβάσεις της για τη θεραπεία όλων των σωματικών ασθενειών που έχουν αναφανεί στο ανθρώπινο γένος, κάθε φορά βεβαίως που υπάρχει η απαραίτητη προς τούτο προϋπόθεση: η πίστη προς τον Κύριο και την Ίδια. Ο λαός μας το γνωρίζει πολύ καλά: «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Κι ίσως για τους περισσοτέρους ισχύει αυτό που συνέβαινε και με τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος συνήθιζε να λέγει ότι στο κάθε πρόβλημά του στρεφόταν πρώτα στην Παναγία, γιατί «ντρεπόταν» να στραφεί σ’ Εκείνον που είναι ο άπειρος και παντοδύναμος Θεός. «Την Παναγία την κρατάω από το φουστάνι διαρκώς» ήταν ένας συγκινητικός και χαριτωμένος λόγος του.

Όμως η Εκκλησία μας επισημαίνει το αυτονόητο: μαζί με τις δεήσεις στην Παναγία για τη θεραπεία των σωματικών μας ασθενειών πρέπει να καταφεύγουμε σ’ Εκείνην και για την ίαση των ψυχικών πνευματικών μας ασθενειών, την ίαση δηλαδή από τα πάθη μας. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα. Είναι και ψυχή, η οποία όταν πάσχει  λόγω των παθών της οδηγεί σε ό,τι χειρότερο υπάρχει: τον χωρισμό από τον αιώνιο Θεό. Οπότε μια θεραπεία σωματική χωρίς την ψυχική ίαση τι νόημα θα είχε; Να είναι ίσως κάποιος υγιής για να μπορεί να συνεχίζει μάλλον τις αμαρτίες του!

Την Παναγία πρέπει να Την επικαλούμαστε πάντοτε: πρώτα όμως για τη σωτηρία της ψυχής μας – ό,τι μας διδάσκει η Εκκλησία μας με το «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» - κι έπειτα, αν είναι προς το συμφέρον μας, και για τη θεραπεία του σώματός μας. Μη ξεχνάμε: ο Χριστός και η Παναγία μάς θέλουν ολόκληρους κοντά Τους, δηλαδή και με την ψυχή και με το σώμα μας. Για να μη συμβαίνει αυτό που και ο όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης είχε παρατηρήσει σε κάποια κυρία, που προσευχόταν μόνο για τη θεραπεία οφθαλμικής της πάθησης: «Δεν μου δόθηκες πνευματικά ολόκληρη. Προσευχόσουν μόνο για τη σωματική σου θεραπεία, κι όχι και της ψυχής σου»!  

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος μολονότι πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!  

11 Απριλίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής νοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ

«῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Δομετιανοῦ κι ἦταν σύγχρονος τῶν ἁγίων  ᾽Αποστόλων. ᾽Από αὐτούς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς κατά Πέργαμον ᾽Εκκλησίας, τόν καιρό πού ὁ θεολόγος καί εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στήν Πάτμο, καθώς ὁ ἴδιος γράφει στήν ᾽Αποκάλυψή του, ἀποκαλώντας τόν ᾽Αντίπα ἱερέα πιστό καί Μάρτυρα.

Εὑρισκόμενος στήν Πέργαμο ὡς ἀρχιερέας ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας, σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία, ποίμαινε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε εὐσεβή τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἐπειδή καί οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες πού λατρεύονταν ἀπό αὐτούς φανέρωσαν ὅτι δέν μποροῦν νά κατοικοῦν στόν συγκεκριμένο τόπο οὔτε καί νά δέχονται τίς προσαγόμενες ἀπό αὐτούς θυσίες, ἀλλά ὅτι ἐκδιώκονταν ἀπό τόν ᾽Αντίπα.

῞Οταν λοιπόν ὁδηγήθηκε ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, ὁ ἡγεμόνας προσπαθοῦσε νά τόν πείσει ὅτι τά παλαιότερα ἦταν τιμιώτερα, ἐνῶ τά καινούργια καί νεώτερα ἦταν ἀτιμότερα, θέλοντας νά πεῖ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ῾Ελλήνων ἦταν παλαιά καί συναυξήθηκε σέ πολλά χρόνια, ἐνῶ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν ἄρχισε πολύ ἀργά καί ἔγινε παραδεκτή ἀπό λίγους. Σ᾽ αὐτά ὁ ἅγιος ἀντέταξε τήν ἱστορία τοῦ Κάιν (πού σκότωσε τόν ἀδελφό του ῎Αβελ) καί τήν ἀσέβεια ἔτσι πού φάνηκε ἀπό τήν ἀρχή -  ἀσέβεια πού ἦταν ἀπαράδεκτη γιά τούς εὐσεβεῖς, μολονότι προηγεῖτο χρονικά ὅλων τῶν ἄλλων.

῾Ο ἡγεμόνας ὀργίστηκε πολύ ἀπό τά λόγια τοῦ ἁγίου, γι᾽ αὐτό καί διέταξε νά τόν βάλουν σέ ἕνα κατασκεύασμα χάλκινο πού εἶχε φτιαχθῆ σέ σχῆμα βοδιοῦ. ῾Ο ἅγιος ἱκέτευσε πολύ τόν Θεό μέσα σ᾽ αὐτό κι ἀφοῦ ἐξύμνησε τήν μεγάλη Του δύναμη καί Τόν εὐχαρίστησε γιά ὅσα ἀξιώθηκε νά πάθει γιά τό ὄνομά Του, κι ἀφοῦ Τοῦ ζήτησε νά διαφυλάσσονται ὅσοι τόν θυμοῦνται ἀπαθεῖς καί ἀπό ἄλλα νοσήματα, κυρίως ὅμως ἀπό τήν ἀφόρητη ὀδύνη τῶν ὀδόντων, κι ἀφοῦ τέλος προσευχήθηκε ἀκόμη γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καί νά βροῦν ἔλεος κατά τήν μέλλουσα κρίση, ἀφοῦ λοιπόν προσευχήθηκε, ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο καί τοποθετήθηκε στήν ᾽Εκκλησία τῆς Περγάμου, πηγάζοντας ἀέναα μύρα καί ἰάσεις.

Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό πάνσεπτο ᾽Αποστολεῖο τοῦ ἁγίου καί πανευφήμου ᾽Αποστόλου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ᾽Εκκλησίας». 

῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἀνήκει στούς σπουδαίους ἀποστολικούς Πατέρες, σ᾽ ἐκείνους δηλαδή πού σχετίστηκαν ἄμεσα μέ τούς ἁγίους ᾽Αποστόλους τοῦ Κυρίου καί συνέχισαν ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ τό θεάρεστο ἔργο τους. ᾽Ιδιαιτέρως σχετίστηκε μέ τόν ἀγαπημένο μαθητή τοῦ Κυρίου ᾽Ιωάννη τόν εὐαγγελιστή, (ὁ ὁποῖος τόν μνημονεύει καί στήν ᾽Αποκάλυψή του),  ἀπό τόν ὁποῖο μάλιστα, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο του ᾽Ιωσήφ, ἔλαβε καί τήν χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κατ᾽ ἐπέκταση καί αὐτός ἀγαπημένος ᾽Εκείνου. ῾Η διδασκαλία τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔχει τήν σφραγίδα τῆς καρδιακῆς καί βαθειᾶς θεολογίας τοῦ Εὐαγγελιστῆ ἀποστόλου, πηγάζει δηλαδή ἀπό τό ἴδιο τό στῆθος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἔλαβε τήν γνώση ᾽Εκείνου ὁ ἀγαπημένος Του μαθητής. «᾽Αφοῦ ἄντλησες πλούσια τή χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἱεράρχα, ἀπό ἀκένωτη πηγή, τοῦ ἐπιστήθιου δηλαδή καί θείου κήρυκά της ᾽Ιωάννη, τήν μετέδωσες σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἄφθονα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί ἡ διδασκαλία του ἔχει τό ἄρωμα τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅ,τι ἔλεγε δηλαδή ἦταν θεῖα λόγια. «Γέμισες ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό θεολόγο στόμα τοῦ ἐπιστηθίου μαθητῆ. Γι᾽ αὐτό καί ἀνέβλυσες τά θεῖα διδάγματα σέ ὅλους τούς πιστούς, πάτερ ὅσιε» (ὠδή δ´).

Τί δίδασκε συγκεκριμένα ὁ ἅγιος; Μά ἀσφαλῶς ὅ,τι καί οἱ ἀπόστολοι, ἰδίως ὅπως εἴπαμε ὁ ἀγαπημένος του δάσκαλος Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης: τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τή σάρκωση Αὐτοῦ καί τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του. Τά δύο τελευταῖα μάλιστα δέν συνιστοῦν τόν ἄξονα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί σέ αὐτά δέν ἐπικέντρωναν πρώτιστα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ; «Μέ νόμιμο τρόπο, δηλαδή ὀρθά ἐκκλησιαστικό, ποίμανες πράγματι τό ἱερό σου ποίμνιο, πάτερ, καί τό ἐξέθρεψες μέ τήν χλόη τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστοῦ»  (ὠδή α´). «Κηρύττεις τό μέγα μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἱερομάρτυς»  (ὠδή ε´). «Στεκόσουν ἐνώπιον δικαστικῶν βημάτων, ἀθλοφόρε, κηρύττοντας τήν σάρκωση ᾽Εκείνου πού κένωσε τόν ῾Εαυτό Του γιά σένα καί παραστάθηκε στό βῆμα τοῦ Πιλάτου καί θανάτωσε τόν ἐχθρό μέ τόν Σταυρό Του» (ὠδή ς´).

᾽Αξίζει νά σταθεῖ κανείς ἰδιαιτέρως σέ κάτι πού ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν πρώτη ἤδη ὠδή τοῦ κανόνα του: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σου, ὁ Χριστός, πάνσοφε, σέ ἀνέδειξε ὁ ῎Ιδιος γνήσιο μάρτυρα τῶν δικῶν Του Παθῶν». ῎Οχι ἄλλος, ὄχι κάποιος δάσκαλος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σέ ἀνέδειξε μάρτυρα τοῦ Πάθους Του. Δέν εἶναι ἀντίθετο αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ μέ τά προηγούμενα λεχθέντα του, ὅτι δάσκαλος κυρίως τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἦταν ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης. ᾽Επισημαίνει μέ ἄλλον τρόπο τήν ἔστω καί μέσω τῶν ἀποστόλων εὐθεῖα κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές Του κάθε ἐποχῆς. Μπορεῖ δηλαδή οἱ ἀπόστολοι νά κηρύσσουν καί νά διδάσκουν, ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ὅμως τελικῶς εἶναι Αὐτός πού καλεῖ τούς ἀνθρώπους, πολύ περισσότερο Αὐτός πού καλεῖ τούς κήρυκες τῆς παρουσίας Του στόν κόσμο. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν προσωπική παρουσία τοῦ Κυρίου σέ κάθε ἐποχή μέσα ἀπό τούς πιστούς κήρυκές Του, ὅταν ὅμως αὐτοί βρίσκονται στήν ἴδια γραμμή μέ τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ ῎Ιδιου, κρατοῦν δηλαδή τήν ἀποστολική παράδοση.

Μία τέτοια ζωντανή μαρτυρία τοῦ Κυρίου στόν κόσμο, μία τέτοια θεολογία συνιστᾶ πράγματι τήν ἀναμμένη φλόγα τῆς πίστεως, γιά τήν ὁποία μίλησε καί  Κύριος πῦρ ἦλθον βαλεῖν»),  ὁποία μπορεῖ νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν βαθύ ὕπνο τῆς ἀθεΐας πού βρίσκονται καί νά τούς ὁδηγήσει συνεπῶς στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. «᾽Αγρυπνώντας ἐσύ, πανεύφημε, ξύπνησες μέ τίς διδασκαλίες τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος αὐτούς πού κυριαρχοῦνταν ἀπό τήν νύστα τῆς ἀθεΐας, γιά νά γνωρίσουν τήν ἀληθινή  ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ» (ὠδή δ´). Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπου ὑπάρχουν ἀληθινοί ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ νήψη πνευματική, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Αὐτό δέν εἶναι τό ἔργο μας στήν ᾽Εκκλησία; Νά εἴμαστε οἱ ἄγρυπνοι φρουροί. ᾽Αρκεῖ βεβαίως ἡ φλόγα τῆς πίστεως νά ἔχει πυρακτώσει καί τή δική μας καρδιά. Διότι «οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος» κατά τή γνωστή φράση. ῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας μποροῦσε νά εἶναι φύλακας τῆς πίστεως, γιατί τό πῦρ τῆς θείας ἀγάπης ἦταν ἀναμμένο μέσα του. «Καθώς ἤσουν ἀναμμένος ἀπό τούς θείους ἄνθρακες τῆς θείας ἀγάπης, μάρτυς ᾽Αντίπα, κατέσβεσες τήν φλόγα τῆς ἀθεΐας» (κάθισμα γ´ ὠδῆς).

Μακρηγοροῦμε, ἀλλά δέν θέλουμε νά παραλείψουμε τούς ὡραιότατους συσχετισμούς πού κάνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ γιά τόν ἑορταζόμενο ἅγιό μας: τόν συσχετίζει μέ τόν Πατριάρχη ᾽Αβραάμ, μέ τόν πατριάρχη Μωϋσῆ, μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο. Γιατί; Διότι πέρασε μία ζωή ἔνδοξη γεμάτη ἀπό ἀρετές. Καί πλήρης ἀπό ἀγαθά σάν τόν ᾽Αβραάμ ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο (στιχηρό ἑσπερινοῦ)· διότι ἀνέβηκε στό ὄρος τῶν ἀρετῶν καί εἰσῆλθε μέσα στό ἀπόλυτο φωτεινό σκοτάδι τῆς γνώσεως καί μίλησε μέ τόν Θεό, σάν τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ (ὠδή ε´)· διότι σάν τούς τρεῖς παῖδες στό καμίνι ἔτσι καί αὐτός ρίχτηκε σέ καμίνι χάλκινου βοδιοῦ, δοξολογώντας παρομοίως μέ τά παιδιά τόν Κύριο (ὠδή ζ´).

῾Ο ὑμνογράφος μας στέκεται προφανῶς ῾ἐνεός᾽ μπροστά στήν τεράστια καί ἅγια προσωπικότητα τοῦ «ἰσαποστόλου» (στιχ. ἑσπερινοῦ) ᾽Αντίπα. Εἴπαμε, τόν θεωρεῖ συνέχεια τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ θεολόγου, προβάλλοντας μάλιστα καί τό ἰαματικό του χάρισμα, ἰδίως ὡς πρός τά δόντια. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας εἶναι ὁ προστάτης ἅγιος τῶν ὀδοντιάτρων κι εἶναι πράγματι ἐξόχως συγκινητικό τό γεγονός ὅτι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν τόν εὐλαβοῦνται, ἔχουν ἀναρτημένη στά ἰατρεῖα τους τήν εἰκόνα του, διενεργοῦν συνέδρια πρός τιμή του. «Ἄς δοξολογήσουμε ὅπως ἔχουμε χρέος τόν Ἀντίπα, διότι θεραπεύει τά δόντια πού πάσχουν» (κοντάκιο).