«Αὐτοθελῶς πρός τούς ἀγῶνας ἐχώρησας, ἀπτοήτῳ, ἔνδοξε,
φρονήματι∙ τόν γάρ Χριστόν εἶχες συνεργόν, θείᾳ δυναστείᾳ τό ἀσθενές σου
ρωννύοντα, καί μάρτυρα δεικνύντα τῶν αὐτῶν παθημάτων, καί τῆς ἄνω λαμπρότητος
μέτοχον» (ὠδή δ΄).
(Προχώρησες, ένδοξε, με τη θέλησή σου προς τους (μαρτυρικούς) αγώνες, με άφοβο φρόνημα. Διότι είχες συνεργό τον Χριστό, ο Οποίος ενίσχυε την ασθένεια (της ανθρώπινης φύσης σου) και σε φανέρωνε μάρτυρα των δικών Του παθημάτων και μέτοχο της ουράνιας λαμπρότητας).
Ο άγιος υμνογράφος προβαίνει σε μία γενική θα λέγαμε
εκτίμηση του μαρτυρίου του αγίου Μάμα. Δεκαπεντάχρονο παιδί αυτός, γιος αγίων
μαρτύρων του Χριστού, βρίσκεται πάνω στην οδό των γονέων του, με το ίδιο μ’
αυτούς μαρτυρικό φρόνημα - φρόνημα στην
πραγματικότητα του Ίδιου του Κυρίου Ιησού, διότι Αυτός υπήρξε ο πρώτος Μάρτυς,
στο μαρτύριο του Οποίου μετέχει έκτοτε κάθε ένας που με πίστη αληθινή Τον έχει
αποδεχθεί στη ζωή του. Αυτό σημειώνει λοιπόν ως κεντρική θεολογική θέση και ο
άγιος υμνογράφος Θεοφάνης για το μαρτύριο του αγίου Μάμα: ο ίδιος ο Κύριος τον
φανέρωσε μάρτυρα του δικού Του Πάθους, που θα πει ότι ο άγιος, όπως και κάθε
άγιος μάρτυρας, δεν αγωνιζόταν μόνος του. Και πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι
τέτοιο, όταν ο Χριστός έχει αποκαλύψει ότι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν»;
Μόνον με τη δική Του δύναμη μπορεί κανείς να Τον ακολουθήσει στη ζωή του, πολύ
περισσότερο στο μαρτύριο του αίματος. Κι έρχεται ο άγιος Θεοφάνης όμως για να
συμπληρώσει ότι αφενός η συμμετοχή αυτή στο Πάθος του Χριστού συνιστά μετοχή
στη λαμπρότητα της Βασιλείας του Θεού – το μαρτύριο οδηγεί αμέσως στη δόξα του
Ουρανού – αφετέρου απαιτείται η θέληση του ανθρώπου. Και δεν μιλάμε για μία
θέληση που «σέρνεται» φοβικά και πάει «αλλοιθωρίζοντας» προς τον κόσμο, αλλά
για μία θέληση που διακρίνεται για την αποφασιστικότητα της «κόλλησης» της
ψυχής και της καρδιάς προς την εικόνα και τη μορφή του Χριστού λόγω αγάπης προς
Αυτόν. «Προχώρησες προς τους αγώνες με απτόητο και άφοβο φρόνημα». Η αγάπη του
Μάμα προς τον Χριστό, καρπός της χάρης στην καλοπροαίρετη καρδιά του, τον έκανε
να ξεπερνά το στοιχείο του φόβου. «Η τέλεια αγάπη, μας θυμίζει ο άγιος Ιωάννης
ο Θεολόγος, εξορίζει τον φόβο από την καρδιά».
Αλλά ο Θεοφάνης ο υμνογράφος γίνεται πολύ ανθρώπινος,
γιατί είναι κι αυτός άγιος με εμπειρία του πνευματικού αγώνα και με απόλυτη
γνώση του τι είναι ο άνθρωπος στον κόσμο τούτο, έστω κι αν είναι χριστιανός. Τι
μας λέει και μας «προσγειώνει»; Ναι, ο μάρτυρας έτρεχε εκούσια προς το μαρτύριό
του∙ ναι, αγαπούσε πολύ τον Χριστό∙ αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος που μόνος
του, όπως είπαμε, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Κι ήταν ο Χριστός που βλέποντας
τη δική του διάθεση τον ενίσχυε στην ασθένειά του – «ρωννύων τό ἀσθενές (τοῦ
Μάμαντος) θείᾳ δυναστείᾳ». Μπροστά στο φάσμα του θανάτου, και μάλιστα με
βάσανα, μπορεί το δεκαπεντάχρονο παιδί να δείλιασε – τίποτε πιο ανθρώπινο και
«φυσικό»! Κι ο Χριστός τον ενισχύει και του δυναμώνει τη θέληση. Κι αυτός,
ενισχυμένος πια, τρέχει προς το μαρτύριο και δίνει τη ζωή του για χάρη του
Χριστού. Πόσες ανάλογες καταγραφές δεν έχουμε από τα μαρτύρια των χριστιανών!
Δεν θυμόμαστε την αγία Μαρίνα για παράδειγμα που μπροστά σ’ έναν τεράστιο
δράκοντα πανικοβλήθηκε! Και παρακάλεσε τον Κύριο, γιατί σ’ Εκείνον στράφηκε η φοβισμένη θέλησή της, κι ο Κύριος
τον δράκοντα τον μεταποίησε στα μάτια της σ’ ένα μικρό και θεωρούμενο ανίσχυρο
μαύρο σκυλί, το οποίο και το εξολόθρευσε εύκολα.
Ο Κύριος ενισχύει την αδύνατη θέλησή μας σε ό,τι
ανθρωπίνως μας υπερβαίνει, η οποία όμως πρέπει να πιστέψει στην παντοδυναμία
Εκείνου. Το δικό μας συνήθως πρόβλημα όμως είναι ότι τη δική μας αδυναμία την
κάνουμε και αδυναμία του παντοδύναμου Θεού! Κι αυτόν τον παραλογισμό τον
θεωρούμε πολύ συχνά ως τετράγωνη λογική και έκφραση της «εξυπνάδας» μας!