«Ζώη μου, πέρασε
μέσα» είπε ο ιερέας καθώς αντίκρισε τον νέο άντρα να στέκει στη θύρα του
γραφείου του ναού. «Τι κάνεις; Τι κάνει η οικογένεια; Το μικρούλι σου;»
Ο Ζώης με σεβασμό φίλησε το χέρι του ιερέα και κάθισε
στην καρέκλα που του υπέδειξε ο ιερέας. «Καλά είμαστε όλοι μας, δόξα τω Θεώ,
πάτερ. Δηλαδή, σχεδόν καλά σε σχέση με την… υπόλοιπη οικογένεια!» - άφησε να
αιωρηθεί κάποιο σκοτεινό σύννεφο.
«Δηλαδή; Μήπως να πάμε στο εξομολογητάρι;»
«Δεν νομίζω, πάτερ, αν και εσείς θα κρίνετε από αυτά που
πολύ σύντομα θα σας πω. Έχετε μερικά λεπτά;»
«Βεβαίως, Ζώη μου. Για σένα, όπως ξέρεις, η θύρα και ο χρόνος
είναι πάντοτε… ανοικτά!» χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα ο ιερέας.
Πράγματι, για τον ιερέα ο νεαρός άντρας, περίπου τριάντα
ετών, ήταν υπόδειγμα νέου που αγωνίζεται στην πνευματική ζωή και υπόδειγμα, από
ό,τι αποδείχτηκε, και οικογενειάρχη. Ο ίδιος τέλεσε το μυστήριο του γάμου του
με τη σεμνή κοπέλα που του γνώρισε και… πέταξε από τη χαρά του που θα μπορούσε
να ιερουργήσει το μυστήριο με ανθρώπους που έχουν πλήρη επίγνωση και συναίσθηση
του τι κάνουν! Γιατί κατά τα άλλα, δυστυχώς στην πλειοψηφία, τα πράγματα κινούνταν
περισσότερο σ’ ένα απλό κοινωνικό επίπεδο, που φανέρωνε ότι οι προσερχόμενοι σε
γάμου κοινωνία ακύρωναν με τη στάση τους, με τα χαμόγελα μονίμως στην κάμερα
που τους έπαιρνε, με το ενδιαφέρον στραμμένο πρώτιστα στον κοσμικό περίγυρο,
την ιερότητα των διαδραματιζομένων. Παρόντες μεν σωματικά, μα εντελώς απόντες
ψυχικά και πνευματικά! Ο Θεός να μας συγχωρήσει γι’ αυτό όλους μας, κληρικούς
και λαϊκούς.
«Λοιπόν, πατέρα μου» είπε ο Ζώης – και φαινόταν να
πιέζεται για να περιγράψει τη… σκοτεινιά του – «όπως σας είπα με τη γυναίκα μου
πηγαίνουμε θα έλεγα θαυμάσια. Μας κουράζει λίγο η μικρούλα μας, αλλά αυτό είναι
αναμενόμενο κι αρχίζουμε και να το χαιρόμαστε. Μετέχουμε μαζί της στο θαύμα της
ζωής και κάθε μέρα μαζί της μας αποκαλύπτει και μία νέα πτυχή ενός εν εξελίξει
ανθρώπου, που για εμάς που το πιστεύουμε έχει αιώνια προοπτική».
«Με τη δουλειά σου, Ζώη, έχεις πρόβλημα; Στην εταιρεία
που εργάζεσαι;» είπε με μεγάλο ενδιαφέρον ο παπάς.
«Όχι, πάτερ. Κι εκεί με υπομονή προσπαθούμε να
αντιμετωπίσουμε τον όποιο πειρασμό».
«Τότε;»
«Με την ευρύτερη οικογένεια, πάτερ. Μάλλον, με ένα μέλος
της ευρύτερης οικογένειας, που ενώ το αγαπούμε πολύ εκείνο, και μάλλον εν
αγνοία του, δημιουργεί τα προσκόμματα».
«Να γίνεις λίγο περισσότερο σαφής;»
«Βεβαίως. Όπως το ξέρετε, πήραμε, με δυσκολία είναι
αλήθεια, ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που μας διευκολύνει ως οικογένεια
αφάνταστα. Ειδικά στη δουλειά μου, εκεί που χρειαζόταν να πάρω τρεις
συγκοινωνίες: δύο λεωφορεία και μετρό, βρίσκομαι σε είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά.
Μεγάλη ευλογία, μεγάλη ευλογία! Το πρόβλημα άρχισε τον τελευταίο καιρό που ένας
συγγενής που ζει πολύ κοντά στο σπίτι μας μου το ζήτησε σε πρώτη φάση για να
πάει σε μία επείγουσα εργασία του, όπως μου δήλωσε. Τον εξυπηρέτησα, μιας και
δεν το χρειαζόμουν για το μικρό διάστημα που θα το είχε. Όταν γύρισε όμως, είδα
πως σε δύο σημεία το είχε τρακάρει, σε κάποια σημεία δε ήταν γρατσουνισμένο.
Στην ερώτησή μου τι έγινε, με δισταγμό είναι αλήθεια απάντησε πως κι εκείνος
δεν γνωρίζει, γιατί το πάρκαρε κάπου και όταν γύρισε το βρήκε στη συγκεκριμένη
κατάσταση».
«Ασφαλώς, θα είπε πως θα καλύψει τη ζημιά» συμπλήρωσε ο
ιερέας.
«Όχι, πάτερ, γιατί είναι νέο παιδί, δεν εργάζεται,
κάποιες μικροδουλειές κάνει, οπότε ούτε καν έθεσε το θέμα».
«Κι εσύ; Δεν του είπες τίποτε;»
«Τον λυπήθηκα και είπα να το ξεπεράσω. Γιατί
πράγματι μου είναι πολύ αγαπητός».
«Και λοιπόν; Αυτό είναι το πρόβλημα;»
«Όχι, πάτερ. Δυστυχώς μιας που έγινε η αρχή, ο εν λόγω
είπε να συνεχίσει, αλλά με… διαφορετικό τρόπο αυτήν τη φορά!»
«Δηλαδή;» κοίταξε απορημένος ο ιερέας.
«Ξεκινώντας μία από τις τελευταίες ημέρες για την
εργασία μου λίγο αργότερα από τη συνηθισμένη πρωινή ώρα – γιατί έχουμε κάποιες
φορές μετακινούμενο ωράριο στην εταιρεία – πήγα να πάρω το αυτοκίνητο και δεν
το βρήκα στη θέση του».
«Τι εννοείς δεν το βρήκες στη θέση του;» μισόκλεισε τα
μάτια ο ιερέας. «Στο έκλεψαν; Το είχες βάλεις σε θέση που δεν επιτρεπόταν και
στο πήρε ο γερανός;»
«Όχι, όχι, πάτερ. Τίποτε από αυτά. Ο ίδιος ο
συγκεκριμένος συγγενής, εκμεταλλευόμενος προφανώς την απουσία μας για κάποια
ψώνια που πήγαμε να κάνουμε με τη γυναίκα μου, άνοιξε το σπίτι μας – πίεσε την
πεθερά μου που έχει δεύτερα κλειδιά να του ανοίξει – και ψάχνοντας όλο το σπίτι
και όλα τα συρτάρια βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα πήρε και πήγε σε
κάποια δική του εργασία!»
Ο παπάς έμεινε εμβρόντητος. Ζώντας το πρόβλημα άρχισε
όπως λέμε να… «φορτώνει». Κοκκίνισε λίγο και ξεροκατάπιε για να μπορέσει να
μιλήσει. «Και τελικά τι έγινε;»
«Τι να γίνει, πατέρα μου; Πήρα τη συγκοινωνία, όπως
παλιά, καθυστέρησα μάλιστα, προσπάθησα όσο γινόταν να δικαιολογηθώ. Τέλος
πάντων, το θέμα δεν είναι η δουλειά μου! Ήρθα να με συμβουλέψετε πώς πια να
συμπεριφερθώ από δω και πέρα. Γιατί είναι αλήθεια με τη γυναίκα μου έχουμε πολύ
θυμώσει και στενοχωρηθεί. Απαρχής βεβαίως έχουμε βάλει κάποια όρια στο σπιτικό
μας για όλους όσοι είναι οι λεγόμενοι… τρίτοι, μα σκεφτόμαστε να γίνουμε πιο
αυστηροί πάνω σ’ αυτό. Και μάλιστα στον συγκεκριμένο νεαρό συγγενή, ο οποίος
από τη μια μας είναι ιδιαιτέρως συμπαθής, από την άλλη όμως δημιουργεί τα
προβλήματα. Και να ξαναπώ, πάτερ, ότι αυτό που κάνει το κάνει χωρίς συναίσθηση.
Γι’ αυτό θυμώνουμε αφενός, τον δικαιολογούμε αφετέρου».
«Καθυστερημένος είναι, Ζώη μου;» θέλησε να διασκεδάσει
λίγο την ταραχή μου ο ιερέας. «Γιατί μόνο ένας καθυστερημένος δεν θα είχε
επίγνωση των ενεργειών του αυτών».
«Καθυστερημένος δεν είναι, πατέρα μου, το αντίθετο
μάλιστα, αλλά μάλλον θεωρεί πως ό,τι είναι της ευρύτερης οικογένειας του ανήκει
και αυτουνού… «δικαιωματικά»!»
«Ζώη μου, τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά» είπε ο
παπάς, αφού άφησε κάποιες στιγμές να περάσουν με σιωπή. «Τη λύση την έχετε
βρει, άλλωστε ήμουνα βέβαιος γι’ αυτό, και δεν είναι άλλη ακριβώς από ό,τι
σκεφτήκατε με την καλή γυναίκα σου. Βάλτε όρια. Πιο αυστηρά. Δείξτε ότι κανείς
δεν μπορεί να υπεισέρχεται, όσο κοντινός κι αν είναι, στα ενδότερα της δικής
σας οικογένειας. Εσείς είστε οι υπεύθυνοι. Ο συγκεκριμένος που δρα
«ανεπίγνωστα» όπως είπες, θέλει λίγο απομόνωση. Αν δεν μπορείς να του μιλήσεις,
γιατί τις περισσότερες φορές οι συνεξηγήσεις, καθώς έλεγε ο άγιος Παΐσιος,
βοηθούν στην υπέρβαση των παρεξηγήσεων, δείξε με τη στάση σου ότι είσαι
ενοχλημένος. Κρύψτε τα κλειδιά, μάλλον μην τα δίνετε σε κανέναν, έστω για
κάποιο διάστημα. Θα είναι ένα μήνυμα προς όλους. Και εφόσον τα πράγματα τα
βλέπετε, κι εσύ και η γυναίκα σου, πνευματικά, κάντε προσευχή ο Χριστός να σας
δίνει υπομονή, αγάπη και ταπείνωση. Είναι από τους ανθρώπινους πειρασμούς, που
σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Και ο νεαρός αυτός μεγαλώνοντας θα καταλάβει τις…
υπερβάσεις του. Μην αφήνετε όμως να διαιωνίζεται η κατάσταση, σαν να μη
συμβαίνει τίποτε. Γιατί «πάλιν και πολλάκις» που λέμε και εκκλησιαστικά θα
επαναληφθεί. Ο λαός μας το λέει με τον τρόπο του: «Δώσε θάρρος στον χωριάτη…»
«Ευχαριστώ, πάτερ» είπε ο Ζώης και σηκώθηκε. «Την ευχή
σας και μη μας ξεχνάτε στις προσευχές σας. Τα σεβάσματα και από τη γυναίκα
μου».
Ο ιερέας τον αγκάλιασε, τον ευλόγησε, τον αποχαιρέτισε.
Κάθισε συλλογισμένος και προβληματισμένος έπειτα στο γραφείο του. «Πόσο
προσεκτικοί πρέπει να είμαστε με τους άλλους» σιγοψιθύρισε. «Και πιο πολύ ίσως
με τους δικούς μας. Μια στραβοτιμωνιά και έρχονται τα πάνω κάτω».
Δεν πρόλαβε να συνεχίσει τις σκέψεις του. Η πόρτα κτύπησε και δειλά εμφανίστηκε μία κοπέλα που από το πρόσωπό της φαινόταν ταραγμένη. «Πάτερ, μήπως είστε εύκαιρος για εξομολόγηση;» «Έρχομαι αμέσως» είπε ο ιερέας και σηκώθηκε. «Χριστέ μου, φώτισέ με» ψιθύρισε.