11 Μαΐου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἰωάν. 20, 19-31)

Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ” αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ” ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ” αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τήν ἴδια ἐκείνη μέρα, δηλαδή τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, ὅταν βράδιασε κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν συγκεντρωμένοι κάπου μέ κλειστές τίς πόρτες, ἐπειδή φοβοῦνταν τίς ἰουδαϊκές ἀρχές, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς, στάθηκε στή μέση καί τούς λέει: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς». Κι ὅταν τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια καί τήν πλευρά του. Οἱ μαθητές χάρηκαν πού εἶδαν τόν Κύριο. Ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πάλι: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς! Ὅπως ὁ Πατέρας ἔστειλε ἐμένα, ἔτσι στέλνω κι ἐγώ ἐσᾶς». Ἔπειτα ἀπό τά λόγια αὐτά, φύσηξε στά πρόσωπά τους καί τούς λέει: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Σέ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες· σέ ὅποιους τίς κρατήσετε ἀσυγχώρητες, θά κρατηθοῦν ἔτσι». Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές, πού λεγόταν Δίδυμος, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦρθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ ἔλεγαν λοιπόν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τόν Κύριο μέ τά μάτια μας». Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Ἐγώ ἄν δέν δῶ στά χέρια τοῦ τά σημάδια ἀπό τά καρφιά, κι ἄν δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια ἀπό τά καρφιά, καί δέ βάλω τό χέρι μου στή λογχισμένη πλευρά του, δέ θά πιστέψω». Ὀχτώ μέρες ἀργότερα οἱ μαθητές ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι, μαζί τους κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στή μέση καί εἶπε: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς». Ἔπειτα λέει στό Θωμᾶ: «Φέρε ἐσύ τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί δές τά χέρια μου, φέρε καί τό χέρι σου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου. Μήν ἀμφιβάλλεις καί πίστεψε». Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: «Πείστηκες ἐπειδή μέ εἶδες μέ τά μάτια σου· μακάριοι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μ’ ἔχουν δεῖ!» Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε βέβαια καί πολλά ἄλλα θαύματα μπροστά στούς μαθητές του, πού δέν εἶναι γραμμένα σ’ αὐτό ἐδῶ τό βιβλίο. Αὐτά ὅμως γράφτηκαν γιά νά πιστέψετε πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί πιστεύοντας νά ἔχετε δι’ αὐτοῦ τή ζωή.


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Ἀπ. 5, 12-20)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ Στοᾷ Σολομῶντος. Τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’  ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν· ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἰερουσαλήμ, φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες, μέ τά χέρια τῶν ἀποστόλων γίνονταν πολλά ἐκπληκτικά θαύματα στό λαό. Οἱ πιστοί συνήθιζαν νά συγκεντρώνονται ὅλοι μαζί στή Στοά τοῦ Σολομώντα. Ἀπό τούς ἄλλους πού ἦταν στό ναό κανείς δέν τολμοῦσε νά προσκολληθεῖ σ’ αὐτούς, ὅμως ὁ λαός τούς εἶχε σέ μεγάλη ὑπόληψη. Ὅλο καί περισσότερα πλήθη ἀπό ἄντρες καί γυναῖκες πίστευαν στόν Κύριο καί γίνονταν μέλη τῆς ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί στίς πλατεῖες ἔφερναν τούς ἀσθενεῖς καί τούς ξάπλωναν σέ κρεβάτια καί σέ φορεῖα, γιά νά πέσει πάνω σε κάποιον ἀπ’ αὐτούς ἔστω καί ἡ σκιά τοῦ Πέτρου ὅταν αὐτός ἐρχόταν. Κι ἀπό τίς πόλεις πού ἦταν γύρω στήν Ἱερουσαλήμ συνέρρεε τό πλῆθος, φέρνοντας ἀρρώστους κι ἄλλους πού τούς βασάνιζαν πνεύματα πονηρά· κι ὅλοι αὐτοί γιατρεύονταν.Τότε ὁ ἀρχιερέας καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, δηλαδή αὐτοί πού ἀνῆκαν στό κόμμα τῶν Σαδδουκαίων, γεμάτοι φθόνο ἐπίασαν τούς ἀποστόλους καί τούς ἔβαλαν στή φυλακή. Ἀλλά, τή νύχτα, ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς φυλακῆς, τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς εἶπε. «Πηγαίνετε στό ναό καί κηρύξτε στό λαό τό μήνυμα γι’ αὐτή τήν καινούρια ζωή».

ΜΑΝΑ, ΜΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΑΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

Μπορεί εκκλησιαστικά η εορτή της μητέρας να παραπέμπει στην Υπαπαντή του Κυρίου, όμως και η πρόκληση της δεύτερης Κυριακής του Μαῒου από πλευράς κοσμικής δεν πρέπει να παραθεωρηθεί – δίνει το έναυσμα για να μιλήσει κανείς και πάλι για ένα από τα ιερότερα πρόσωπα που υπάρχουν στον κόσμο. Άλλωστε πρόκειται για μία συνήθη τακτική της Εκκλησίας, κατά την οποία ένα κοσμικό γεγονός προσλαμβάνει από τη θεολογία αυτής ένα βάθος που διαφορετικά ποτέ δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς. Λοιπόν, η συγκεκριμένη ημέρα προβάλλει τη ΜΑΝΑ, το πρόσωπο στο οποίο οι πάντες, ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, μόρφωση, κοινωνική θέση, ηλικία, υποκλίνονται – «Μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος, α! τι όνομα γλυκό!» όπως λέει και ο ποιητής. Και πράγματι: χιλιάδες ποιήματα, τραγούδια, λογοτεχνικά έργα, πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, σε όλον τον κόσμο, έχουν ως θέμα τους το μοναδικό αυτό πρόσωπο, μπροστά στο οποίο στέκεται κανείς με δέος και απέραντο σεβασμό. Γιατί; Διότι προφανώς κανένας δεν βρίσκεται πιο κοντά από τη Μάνα σ’ αυτό που αναδεικνύει το μυστήριο της ζωής!

Αλλ’ ακριβώς εδώ έχει λόγο η θεολογική ματιά της Εκκλησίας. Γιατί εκεί που ιερουργείται η ίδια η ζωή, στη μήτρα δηλαδή της γυναίκας, όπου συλλαμβάνεται μία νέα ύπαρξη για να αναπτυχθεί και να φτάσει στο σημείο να έλθει στον κόσμο ως καινούργιος άνθρωπος, εκεί υπάρχει η παρουσία της ενέργειας του Θεού μας. Πώς μπορεί να πιστέψει κανείς, αν θέλει να είναι έστω και επ’ ελάχιστον χριστιανός, ότι υφίσταται η ζωή ανεξάρτητα από Αυτόν που είναι η πηγής της; Ο Θεός είναι «ο Ων», το ίδιο το Είναι ως Εγώ πρόσωπο, γι’  αυτό και ο χορηγός του κάθε είναι. Η Γραφή με έναν λιτό αλλά και πολύ σαφή τρόπο το αποκαλύπτει: «Ο Θεός είναι Εκείνος που ανοίγει τη μήτρα της γυναίκας», που σημαίνει ότι βεβαίως κατά το θέλημα του Θεού έχουμε τη συνεύρεση του άντρα και της γυναίκας, μα χωρίς τη θεϊκή θέληση και ενέργεια, τα πράγματα θα παρέμεναν στέρφα. (Μόνο στην περίπτωση του ενανθρωπήσαντος Θεού μας έχουμε κάτι διαφορετικό: τη σύλληψή Του «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», αλλά εκεί μιλάμε για μία απόλυτη εξαίρεση που συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που παρουσιάστηκε στη γη∙ ο Θεός να φανερωθεί στον κόσμο ως άνθρωπος). Κάθε παιδί, από την άποψη αυτή, είναι το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής, είναι η επιβεβαίωσή Του ότι θέλει ο Ίδιος να «επαναλαμβάνεται», αφού κάθε άνθρωπος συνιστά μία εικόνα του Χριστού που έχει προοπτική να ομοιωθεί με Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τον ερχομό κάθε ανθρώπου στον κόσμο ως κατεξοχήν χαρμόσυνο γεγονός -  «διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εν τω κόσμω» είπε. Και δικαίως: ως εικόνα Χριστού αποτελεί στην προοπτική του ένα μέλος της Βασιλείας Του, ένα μέλος δηλαδή του ίδιου του Σώματός Του, μία αύξηση και επέκταση της δικής Του χαράς. Όλα αυτά όμως δεν προβάλλουν και το μεγαλείο εκείνης μέσω της οποίας ιερουργείται όπως είπαμε η ζωή, της Μάνας!

Αλλά δεν μπορεί κανείς μιλώντας για τη Μάνα στη φυσική της διάσταση να μην κάνει λόγο και για τη Μεγάλη Μάνα, την ίδια την Παναγιά μας – Αυτή θεωρείται ο κατεξοχήν τύπος της Μητέρας. Κι όχι μόνο γιατί υπήρξε η Μάνα του Θεού ως ανθρώπου, πράγματι εντελώς Μοναδική σε όλους τους αιώνες, αλλά γιατί είναι η Μάνα και όλων των ανθρώπων: ενεργεία των χριστιανών γιατί αποτελούν μέλη του Υιού και Θεού της, του Ιησού Χριστού, δυνάμει και όλων των υπολοίπων, γιατί και αυτοί μπορούν να αποδεχτούν την κλήση Εκείνου και να μετάσχουν του μυστικού σώματός Του. Δεν είναι μία ευσεβής υπόθεση τούτο, αλλά ακριβής ομολογία του αποκαλυπτικού λόγου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. «Ιδού ο υιός σου» λέγει στη μητέρα Του δείχνοντας τον Ιωάννη∙ «ιδού η μήτηρ σου» λέγει στον μαθητή του Ιωάννη δείχνοντας τη Μάνα Του! Έκτοτε, πράγματι η Παναγία έγινε η Μάνα όλων μας, κυριολεκτικά «η πανύμνητη Μητέρα» μας, όπως το εξαγγέλλουμε με τον πανηγυρικότερο τρόπο στην ακολουθία των Χαιρετισμών της: «Ω, πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον»!

Και μαζί βεβαίως με την Παναγία ως Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα  είναι ευνόητο ότι η εορτή της Μητέρας μάς θέτει ενώπιον και της ίδιας της Εκκλησίας. Γιατί και η Εκκλησία τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί παρά ως η Μάνα που γεννά τα παιδιά της στην αιώνια ζωή; Αυτό δεν είπε ο Κύριος; «Εάν κανείς δεν γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού». Και μιλάμε για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου, όταν εξέρχεται στη νέα του ζωή ως μέλος Χριστού από την «κοιλιά» της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα. Κι ακόμη περισσότερο: όταν εν Πνεύματι εκείνη δίνει τη δυνατότητα για διαρκή αναγέννησή του μέσα από την ανανέωση του βαπτίσματος με το μυστήριο της μετανοίας. Μία διαρκής κολυμβήθρα του Σιλωάμ είναι η Εκκλησία που αδιάκοπα μάς αρπάζει από την κατάντια και τη νέκρα της αμαρτίας και τον πονηρό διάβολο για να μας θέτει εσαεί νέους και ζωντανούς μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό και είναι τόσο αληθινός και παρηγορητικός ο πατερικός λόγος που εξαγγέλλει: «Δεν μπορείς να έχεις τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχεις την Εκκλησία Μητέρα». Και δικαίως: χωρίς την αναγεννητική αύρα του Πνεύματος του Θεού που είναι η ψυχή της Εκκλησίας, πώς μπορεί κανείς να διανοίξει τα μάτια του και να δει τον Θεό ως Πατέρα και να κραυγάσει με την καρδιά του «αββά, ο Πατήρ»;  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΦΩΤΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΣΛΑΥΩΝ

Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔζησαν τόν ἔνατο αἰ., σέ ἐποχή καθοριστική γιά τό Βυζάντιο, λόγω τοῦ πρώτου λεγομένου σχίσματος τῆς Δυτικῆς ᾽Εκκλησίας ἐπί πατριάρχου Φωτίου. ῏Ησαν ῞Ελληνες ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καταγόμενοι ἀπό πλούσια καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια, πού τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά σπουδάσουν σέ πλάτος καί βάθος. Ὁ Κύριλλος μάλιστα – Κωνσταντίνος πρίν γίνει μοναχός καί ἀλλάξει τό ὄνομά του – πού ἦταν καί μικρότερος ἀπό τόν Μεθόδιο, σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία, ἀστρονομία καί μουσική, κι ἔγινε καί καθηγητής φιλοσοφίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, πιθανόν διάδοχος τοῦ ἁγίου Φωτίου. Ὁ Μεθόδιος, μέ πλατιά καί αὐτός μόρφωση, διακρίθηκε κυρίως γιά τίς διοικητικές του ἱκανότητες καί τό ὀργανωτικό καί πρακτικό του πνεῦμα, κάτι πού φανερώθηκε ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀνέλαβε διοικητής σέ περιοχές κοντά στούς Σλαύους.

Ἡ πίστη τους στόν Χριστό ἦταν πολύ θερμή καί βαθιά, γι᾽ αὐτό καί οἱ δύο ἀπεφάσισαν νά ἀποσυρθοῦν ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά γίνουν μοναχοί. ῎Ηδη ὅμως εἶχαν δείξει καί τήν ἱεραποστολική τους διάθεση, ἀφοῦ εἶχαν ἀναλάβει διάφορες ἀποστολές μέσα στό πλαίσιο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Σ᾽αὐτούς λοιπόν τούς χαρισματούχους ἀπό κάθε πλευρά ἄνδρες ἀνατέθηκε ὁ ἐκχριστιανισμός ἑνός τμήματος τῶν Σλαύων, σέ ἐποχή πού αὐτοί ἤδη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά ὅρια τοῦ Βυζαντίου, ἀναζητώντας ταυτότητα καί πατρίδα. ῏Ηταν γνωστή ἄλλωστε ἡ τακτική τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ἐπρόκειτο γιά βαρβαρικούς λαούς. Προκειμένου ν᾽ ἀποτελοῦν ἀπειλή τῆς αὐτοκρατορίας, τούς ἔκανε συμμάχους ἐκχριστιανίζοντάς τους. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς Σλαύους. ᾽Ανέλαβαν λοιπόν τήν ἀποστολή οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί, γνωστοί καί ἀπό ἄλλες, καθώς εἴπαμε, ἐπιτυχημένες ἀποστολές.

Πρίν φύγουν, κατέστρωσαν τά σχέδιά τους. Θέλοντας νά κάνουν ἔργο εἰς βάθος, ἔφτιαξαν ἀλφάβητο γιά τόν λαό στόν ὁποῖο θά ἀπευθύνονταν, δεδομένου ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶχαν γραφή. Καί τό ἀλφάβητο αὐτό τό δημιούργησαν μέ βάση τό ἑλληνικό, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα φθογγολογικά σημεῖα ἀπό τή γλώσσα τῶν Σλαύων. Τή σλαυική γλώσσα πρέπει νά τήν γνώριζαν καί ἀπό τό ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χρηματίσει διοικητής σέ σλαυικές ἐπαρχίες, ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι κατά πᾶσα πιθανότητα στήν οἰκογένειά τους πρέπει νά εἶχαν σλαύους ὡς ὑπηρέτες. Δημιούργησαν λοιπόν ἀλφάβητο, τό γλαγολιτικό καί μετέπειτα Κυρίλλειο λεγόμενο, μετέφρασαν κείμενα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας καί μέ συνεργάτες ξεκίνησαν γιά τό μεγάλο τους ἔργο. ᾽Από τίς πρῶτες φροντίδες τους ἦταν νά πλαισιωθοῦν ἀπό ντόπιους, Σλαύους συνεργάτες. Καί στόχος τους ἦταν νά κηρύξουν τή χριστιανική πίστη, δίνοντας μόνο τήν πρώτη ὤθηση γιά τόν ἐκχριστιανισμό τους. Μέ ἄλλα λόγια σταθερή βούλησή τους ἦταν νά ἐνεργοποιήσουν τόν λαό αὐτό, ὥστε στή συνέχεια οἱ ἴδιοι νά ὀργανώσουν μέ τόν τρόπο πού ἐκεῖνοι ἤθελαν τήν ζωή τους. Τά προβλήματα βεβαίως πού συνάντησαν δέν ἦταν λίγα. Καί τά περισσότερα προέρχονταν ὄχι ἀπό τούς ἐκχριστιανιζομένους, ὅσο ἀπό ἐκπροσώπους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Ρώμης. Τελικά ὅμως ἡ ὅλη τους προσπάθεια πέτυχε: ὁ Χριστιανισμός ρίζωσε στά μέρη ἐκεῖνα, οἱ ἴδιοι ὅμως ἄφησαν στό ἔργο αὐτό τήν τελευταία τους πνοή. Ὁ μέν Κύριλλος πέθανε στή Ρώμη τό 869, ὅταν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά διευθετήσει μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης θέματα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων, ὁ δέ Μεθόδιος τό 885, στά χώματα τῆς ἱεραποστολῆς του, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σλαύων. ᾽Από τά ἐλάχιστα προαναφερθέντα στοιχεῖα γιά τούς μεγάλους αὐτούς ἀγίους ἰσαποστόλους θά μπορούσαμε, ἐπιγραμματικά, νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:

1) Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ὑπῆρξαν γνησιότατοι ῞Ελληνες ἐκ Θεσσαλονίκης, μέ τήν πραγματική καί ὁλοκληρωμένη ὅμως σημασία τοῦ ὅρου ῾῞Ελληνας᾽. Δηλαδή ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἰκουμενικοί, πού ἔκλειναν μέσα στήν καρδιά τους τόν κόσμο ὅλο. Διότι αὐτό εἶναι ὁ ῞Ελληνας: ὄχι ὁ στενόκαρδος τοπικιστής, ἀλλ᾽ ὁ μεγαλόψυχος καί παγκόσμιος ἄνθρωπος. Καί τέτοιος εἶναι ὁ ῞Ελληνας κυρίως μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πίστεώς του στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Ἡ οἰκουμενικότητα ἀφενός τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἡ οἰκουμενικότητα ἀφετέρου τοῦ χριστιανισμοῦ ἔχουν πλατύνει τήν καρδιά του καί τόν ἔχουν κάνει, ἐνῶ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ἕτοιμος νά θυσιαστεῖ γι᾽ αὐτήν – μή ξεχνᾶμε τή φιλοπατρία τῶν ῾Ελλήνων ὡς βασική τους ἀρετή – νά βλέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο ὡς ἀδέλφια καί δυνάμει μετόχους τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς. Τέτοιοι λοιπόν παγκόσμιοι ἄνθρωποι ἦταν καί οἱ ἅγιοί μας.

2) Ποτέ δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν οἱ ἅγιοι ὡς ὄργανα τοῦ Βυζαντίου γιά κατακτητικούς σκοπούς. ᾽Εκτός ἀπό τό ὅτι δέν εἶχε τέτοια πολιτική τό Βυζάντιο, οἱ ἁγιασμένοι αὐτοί ἀδελφοί κινοῦνταν στίς ἐνέργειές τους ἀπό τήν ἀγάπη τους στόν  Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Οἱ ἴδιοι οἱ παλαιοσλαβονικοί βίοι τους ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια, τονίζοντας ὅτι ἔβλεπαν τούς Σλαύους ὡς πλανεμένα λόγω εἰδωλολατρίας ἀδέλφια τους.

3) ᾽Ακριβῶς γιά τόν παραπάνω λόγο, στάθηκαν ἔναντι τῶν Σλαύων μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Δέν θέλησαν νά τούς ὑποτάξουν, δέν τούς φέρθηκαν σάν νά ἦσαν κατώτερα ὄντα. Τούς εἶδαν ὡς ἰσότιμους, πού ἁπλῶς ἔπρεπε στήν ἀρχή νά βοηθηθοῦν. ᾽Απόδειξη: τούς μίλησαν στή γλώσσα τους καί πῆραν ὡς συνεργάτες τους Σλαύους. Μέ τή δημιουργία μάλιστα τοῦ ἀλφαβήτου ὄχι μόνο τούς ἔδωσαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν πληρέστερα τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἔθεσαν ταυτοχρόνως καί τίς βάσεις γιά τήν πολιτιστική τους ἀνάπτυξη. Ὅλος ὁ πολιτισμός τῶν Σλαύων ῾πατάει᾽ στό ἔργο τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί πού κυρίως ἑορτάζουν καί πανηγυρίζουν στή μνήμη τους εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Σλαῦοι, μέ ὅλη τήν ποικιλία τους.

4) Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι χαρισματικοί, ἐργάστηκαν πολύ σκληρά καί συστηματικά. Δέν στηρίχτηκαν δηλαδή μόνο στό ταλέντο καί τήν ἔμπνευσή τους γιά τήν τεράστια ἀποστολή πού ἀνέλαβαν, ἀλλά προγραμμάτισαν τήν ὅλη προσπάθειά τους. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀλφαβήτου - ἔργο κατεξοχήν ἐπίπονο - ἡ εὕρεση συνεργατῶν κλπ. ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Κι εἶναι μεγάλο παράδειγμα ὁ τρόπος αὐτός δράσεώς τους γιά μᾶς τούς νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συνηθίσει, στηριγμένοι μόνο στό ταλέντο καί τή φαντασία μας, χωρίς ὅμως πολύ κόπο καί δουλειά, νά θέλουμε νά ἐπιτυγχάνουμε σ᾽ αὐτό πού κάνουμε. Μέ ἄλλα λόγια γιά τήν ἐπιτυχία ἑνός ἔργου, καί μάλιστα μεγάλου, ἡ ἔμπνευση μόνη δέν ἀρκεῖ.

5) Τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τους ἦταν τό ὅτι ἀνέλαβαν τήν ἀποστολή τους ἀποφασισμένοι νά πεθάνουν γι᾽ αὐτήν. Κάτι πού ἔγινε. Καί μᾶς διδάσκουν ὅτι τότε πετυχαίνει ἕνας ἱερός σκοπός, ὅταν δέν τόν ἀντιμετωπίζει κανείς ὡς ἀγγαρεία, ἀλλ᾽ ὡς κάτι πού περιέχει τό στοιχεῖο τῆς αὐτοθυσίας. ῎Αν, κοντολογίς, σέ κάτι πού πιστεύω ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ δέν ἀποφασίσω καί τόν θάνατό μου γι᾽ αὐτό, τότε δέν πρόκειται νά ἐπιτύχω τίποτε. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τό ἔργο τῶν ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου ἦταν συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.

10 Μαΐου 2024

ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 




ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ (ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ)

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ, ΤΗΣ ΖΩΗΦΟΡΟΥ ΠΗΓΗΣ. ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΜΝΕΙΑΝ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ

«Ο ναός αυτός καταρχάς συστήθηκε από τον βασιλιά Λέοντα τον μεγάλο, ο οποίος έχει ονομαστεί και Μακέλλης. Ήταν καλός και επιεικέστατος άνθρωπος, λόγω της συγκαταβατικότητάς του, και πριν γίνει βασιλιάς, όταν ακόμη ήταν ιδιώτης, ευρισκόμενος κάπου εκεί που είναι ο ναός, βρήκε έναν  τυφλό άνδρα που παρέπαιε και τον καθοδηγούσε. Όταν λοιπόν πλησίασαν στον τόπο, καταλαμβάνεται ο τυφλός από πολύ μεγάλη δίψα και παρακαλούσε τον Λέοντα να του δώσει νερό. Αυτός  πράγματι μπήκε σε μία πυκνή συστάδα δένδρων και αναζητούσε νερό. Ο τόπος τότε ήταν κατάφυτος από διάφορα δένδρα. Επειδή λοιπόν δεν εύρισκε το νερό εκεί, επέστρεφε σκυθρωπός. Καθώς όμως γύριζε άκουσε από ψηλά φωνή να του λέει: «Λέων, δεν χρειάζεται να αγωνιάς. Το νερό είναι κοντά». Γύρισε λοιπόν πάλι πίσω ο Λέων και αναζητούσε. Κι αφού έψαξε πολύ, πάλι άκουσε την ίδια φωνή: «Λέων βασιλιά, μπές βαθύτερα στο σκεπαστό μέρος των δένδρων κι αφού πάρεις το θολό νερό  με τα χέρια σου, θεράπευσε τη δίψα του τυφλού. Χρίσε και τα τυφλά μάτια του και θα γνωρίσεις αμέσως ποια είμαι εγώ, που κατοικώ στον χώρο αυτό από παλιά». Έκανε λοιπόν όπως του είπε η φωνή και αμέσως ο τυφλός απέκτησε το φως του. Κατά την πρόρρηση μάλιστα της Θεομήτορος, όταν έγινε ο Λέων βασιλιάς, έκτισε τον ναό της Πηγής, όπως φαίνεται σήμερα.

Άρχισαν δε να γίνονται πάμπολλα θαύματα στον Ναό αυτό, οπότε μετά από αρκετά χρόνια ο Ιουστινιανός, ο μέγιστος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο οποίος ταλαιπωρείτο από δυσουρία, βρήκε την ιατρεία του κι αυτός από εδώ, γι᾽αυτό εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στη Μητέρα του Λόγου ανήγειρε μέγιστο ναό.  Ο ναός αυτός, επειδή έπαθε ρωγμές από διαφόρους σεισμούς, επιδιορθώθηκε από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα και τον υιό του Λέοντα τον σοφό, επί της βασιλείας των οποίων η Πηγή ενήργησε πλείστα θαύματα. Θεραπεύτηκαν αποστήματα και δυσουρίες, μύρια πάθη καρκίνων, αιμόρροιες διάφορες βασιλισσών και άλλων γυναικών, διάφοροι πυρετοί και άλλες πληγές. Και στειρώσεις η Πηγή διέλυσε: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος για παράδειγμα, που γεννήθηκε από τη βασίλισσα Ζωή, υπήρξε δώρημα της Πηγής αυτής. Και νεκρό ανέστησε η Πηγή: Ο άνθρωπος  ήταν από τη Θεσσαλία. Όταν κατέβαινε με πλοίο στην Πηγή, πέθανε καθ᾽οδόν. Πεθαίνοντας δε και πνέων τα λοίσθια παρήγγειλε στους ναύτες να τον οδηγήσουν προς τον Ναό της Πηγής, να χύσουν επάνω του τρεις κάδους από τον νερό που πήγαζε εκεί, και να τον θάψουν. Έγινε τούτο, οπότε ο νεκρός, όταν επιχύθηκε το νερό, σηκώθηκε πάνω υγιής.

Μετά από αρκετούς χρόνους, φάνηκε η Θεοτόκος και κράτησε τον μεγάλο αυτόν ναό που επρόκειτο να πέσει, έως ότου το πλήθος που είχε μαζευτεί να φύγει έξω. Το αγιασμένο αυτό νερό, όταν το ήπιανε, έδιωξε διαφόρους δαίμονες, ενώ απέλυσε και φυλακισμένους από τη φυλακή. Θεράπευσε και τη λιθίαση του βασιλιά Λέοντα του σοφού. Και τον πολύ μεγάλο πυρετό της γυναίκας του Θεοφανώς  τον έσβησε, τον δε αδελφόν του, τον πατριάρχη Στέφανο, τον απελευθέρωσε από διάθεση πυρετού που τον ταλαιπωρούσε. Έκανε καλά και την ακοή που μειωνόταν του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη. Θεραπεύει σφοδρότατο πυρετό και του πατρικίου Ταρασίου και της μητέρας του Μαγιστρίσσης. Και πρόσφερε την ίαση του υιού του Στυλιανού από δυσουρίαση. Λύτρωσε και κάποια γυναίκα Σχίζαινα από δυσεντερία. Ο δε βασιλιάς Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και τη λύση και τη δέση της γαστέρας του θεραπεύει με το νερό, το ίδιο και η γυναίκα του. Στη Χαλδία, τον μοναχό Πέπερη και τον μαθητή του τους θεραπεύει η Θεομήτωρ με την επίκλησή της. Το ίδιο και τον μοναχό Ματθαίο και τον Μελέτιο, που διαβλήθηκαν προς τον βασιλιά. Πατρικίους δε και Πρωτοσπαθαρίους, και άλλους μύριους που θεραπεύτηκαν  ποιος θα διηγηθεί; Έτυχε θεραπείας και στο ισχύο ο επί του θυμιάματος Στέφανος.

Και ποια γλώσσα μπορεί να διηγηθεί όσα το αγιασμένο αυτό νερό ενέργησε και ακόμη ενεργεί; Τα θαύματα, που και εμείς στους χρόνους μας τα είδαμε, υπερβαίνουν τις σταγόνες της βροχής και το πλήθος των άστρων και των φύλλων. Φαγέδαινα και γάγγραινα και διατρήσεις και θανάσιμες πληγές άλλες και άνθρακες και λέπρα και ακρωτηριασμούς κατά τρόπο υπερφυή θεράπευσε. Κι ακόμη, έκανε καλά και όγκους γυναικών και, το σπουδαιότερο, θεράπευσε τα πάθη της ψυχής. Και πληγές των οφθαλμών και λευκώματα θεράπευσε επίσης, όπως και το νόσημα της  υδρωπικίασης του Βαράγγου Ιωάννη και τις μεγάλες πληγές του άλλου Βαράγγου έκανε καλά. Έδωσε την ίαση επίσης σε δερματολογικό πρόβλημα του ιερομονάχου Μάρκου, όπως και στη μεγάλη δύσπνοια επί δεκαπέντε έτη και στη λιθίαση του μοναχού Μακαρίου. Και άλλα πλείστα θαύματα, που ο λόγος πια είναι αδύνατο και να αριθμήσει, έγιναν, γίνονται και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν».

Υμνογράφος της ακολουθίας για τη Ζωοδόχο Πηγή της Θεοτόκου, για τον Ναό της Παναγίας με το σπουδαίο αγίασμά της στο Μπαλουκλί στην Κωνσταντινοπούπολη,  είναι ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος. Ο άγιος δεν βρίσκει λόγια προκειμένου να οριοθετήσει έστω και λίγο αυτό που γίνεται στο αγίασμα τούτο επί εκατονταετίες, την πλημμύρα των ιάσεων, τις ευεργεσίες, τα άπειρα θαύματα. Επιστρατεύει λοιπόν εικόνες από τον φυσικό κόσμο και από την Αγία Γραφή για να δώσει τις σωστές αναλογίες:  ο Ναός εκεί της Θεοτόκου είναι ένας νοητός ωκεανός, κάτι που υπερβαίνει τον ίδιο τον Νείλο ποταμό από πλευράς προσφοράς χάρης Θεού, είναι μία δεύτερη κολυμβήθρα Σιλωάμ, είναι μία δεύτερη πέτρα που πηγάζει το ιαματικό ύδωρ, μία συνέχεια του Ιορδάνη ποταμού, ένα άλλο μάννα που καλύπτει τις ανάγκες αυτού που ζητάει τη σωτηρία. Πρόκειται για θεϊκό ύδωρ, για αμβροσία και νέκταρ (απόστιχα εσπερινού).

Και δεν πρόκειται βεβαίως μόνο για θαύματα που σχετίζονται με την ίαση των σωματικών ασθενειών των ανθρώπων. Το ιαματικό νερό της Θεοτόκου θεραπεύει και τα ψυχικά αρρωστήματα, τα πάθη των ανθρώπων, ώστε δι᾽αυτού ο άνθρωπος να βρίσκει τον Θεό και να γίνεται υγιής κατ᾽ άμφω, ψυχικά και σωματικά. Άλλωστε η προσφορά της χάρης του Θεού μέσω του ύδατος εκεί αποσκοπεί: στην αληθινή αποκατάσταση των ανθρώπων, δηλαδή στην ψυχική υγεία τους. Διότι τι νόημα έχει η σωματική υγεία μόνο, αν δεν συνοδεύεται και με την ψυχική της διάσταση; Μόνη της η σωματική υγεία πολλές φορές αποβαίνει καταστρεπτική για τον άνθρωπο, διότι τον σπρώχνει στην αύξηση των αμαρτιών του. Η Ζωοδόχος Πηγή λοιπόν θεράπευε διττώς τον άνθρωπο  «ρέοντας με τρόπο άφθονο σε όλους που έχουν ανάγκη την υγεία των ψυχών και την υγεία του σώματος, με το νερό της χάρης» (στιχηρό εσπερινού).  «Πόσο μεγάλα είναι τα μεγαλεία σου, Πηγή, που προσφέρεις σε όλους! Διότι όχι μόνο έδιωξες μακριά τις δύσκολες αρρώστιες από αυτούς που προσέρχονται σε Εσένα με πόθο, αλλά και ξεπλένεις τα πάθη των ψυχών» (Δοξαστικό εσπερινού). Γι᾽αυτό και επειδή «κάνει καλά τις ψυχές το νερό της Παρθένου, ας τρέξουμε στην Κόρη εμείς που ταλαιπωρούμαστε από τους ρύπους των παθών και ας τους ξεπλύνουμε» (αίνοι).

Αιτία βεβαίως για την πλημμύρα αυτής της χάρης του Θεού από το αγίασμα τούτο είναι, σε πρώτη φάση, κατά τον υμνογράφο, η ίδια η Παναγία μας. Αυτή λειτουργεί ως μάννα ουράνιο και Πηγή ένθεη του Παραδείσου, της οποίας η ροή  και η χάρη καλύπτει ολόκληρη τη γη. «Με πολύ προσφυή τρόπο σε ονομάζω, Δέσποινα, ουράνιο μάννα και ένθεη Πηγή του Παραδείσου. Διότι η ροή και η χάρη της Πηγής σου διέτρεξε και τα τέσσερα μέρη της γης, καλύπτοντάς τα κάθε φορά με τεράστια θαύματα» (στιχηρό εσπερινού). Και με μία εξαίσια εικόνα ο άγιος υμνογράφος δίνει το στίγμα της θεραπευτικής δύναμης της Πηγής: «Εσείς που ζητάτε την υγεία, τρέξτε προς την Πηγή. Διότι η Παρθένος Κόρη βρίσκεται μέσα στο Νερό» (ωδή θ´).

Θα αδικούσε όμως ο άγιος υμνογράφος και το αγίασμα, κυρίως όμως την ίδια την Παναγία μας, αν θεωρούσε ότι η βασική αιτία της προσφοράς της χάρης ήταν η Παναγία. Μάλλον θα αλλοίωνε τη θεολογία της Εκκλησίας μας και θα διέστρεφε τη σχετική διδασκαλία της περί των τρόπων προσφοράς της σωτηρίας στους ανθρώπους. Για τον υμνογράφο μας λοιπόν η Παναγία μας γίνεται το όργανο του Κυρίου, προκειμένου Αυτός με την αγάπη Του να προσφέρει την ψυχική και σωματική ίαση στους ανθρώπους. Ο Χριστός δηλαδή είναι Εκείνος που ιάται τους ανθρώπους – χωρίς καμμία μάλιστα διάκριση, αφού «σε όλους τους πιστούς προσφέρει την ίαση, είτε είναι βασιλείς είτε απλοί πολίτες και φτωχοί, άρχοντες, πτωχοί, πλούσιοι» (ωδή γ´) -  η δε Παναγία Μητέρα Του γίνεται το αγιασμένο όργανό Του, μέσα από τη συγκεκριμένη Πηγή. «Παράξενα και παράδοξα ο Δεσπότης των Ουρανών τέλεσε πάνω σου καταρχάς, Πανάμωμε. Διότι Εκείνος με φανερό τρόπο έσταξε, σαν βροχή, στη μήτρα σου, Θεόνυμφε, αναδεικνύοντάς σε Πηγή, που παρέχει κάθε αγαθό» (στιχηρό εσπερινού). «Με εξαίσιους ύμνους, πιστοί, ας υμνήσουμε την επουράνια νεφέλη, η οποία έβρεξε την ουράνια σταγόνα στη γη αρρεύστως, δηλαδή τον ζωοδότη Χριστό» (απόστιχο εσπερινού). «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Διότι ο δημιουργός των όλων κατέβηκε σαφώς σαν σταγόνα πάνω σου, και σε ανέδειξε, Θεόνυμφε, αθάνατη Πηγή» (ωδή α´).

09 Μαΐου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

«Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὑπό τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου∙ οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης, οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι∙ οὐκ ἤσθοντο πότε ἀνέστης, οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται∙ ἀμφότερα γάρ ἐσφράγισται τοῖς ἐρευνῶσι∙ πεφανέρωται δέ τά θαύματα, τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον∙ ὅ ἀνυμνοῦσιν, ἀπόδος ἡμῖν ἀγαλλίασιν, καί τό μέγα ἔλεος» (Στιχηρόν ἀναστασίμων αἴνων, ἦχος πλ. α΄).

(Κύριε, ἐνῶ ἦταν σφραγισμένος ὁ τάφος ἀπό τούς παράνομους, βγῆκες ἔξω ἀπό τό μνῆμα, ὅπως γεννήθηκες ἀπό τή Θεοτόκο. Δεν γνώρισαν πῶς σαρκώθηκες οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι. Δέν πῆραν εἴδηση πότε ἀναστήθηκες οἱ στρατιῶτες πού σέ φύλαγαν. Διότι καί τά δύο αὐτά εἶναι σφραγισμένα γι’ αὐτούς πού τά ἐρευνοῦν (μέ τή λογική τους). Ἔχουν ὅμως φανερωθεῖ τά θαύματα σ’ αὐτούς πού προσκυνοῦν μέ πίστη τό μυστήριο. Δῶσε (καί) σ’ ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε τό μυστήριο αὐτό ἀγαλλίαση καί τό μέγα ἔλεος). 

Θέτει σέ εὐθεῖα γραμμή ὁ γιος ὑμνογράφος τό μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τό μυστήριο τῆς ἐξόδου Του ἀπό τό μνῆμα στό ὁποῖο εἶχε ταφεῖ. Κανείς ἄνθρωπος, ἀλλ΄ οὔτε καί ἄγγελοι δέν ἦσαν γνῶστες τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ στά προκείμενα γεγονότα∙ καί ἡ ὑπερφυής Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ἡ Ἀνάστασή Του παρέμεναν κλεισμένα γιά ὅλη τήν Κτίση, γιατί ἐκεῖ εἴχαμε ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - βρισκόμαστε μπρός στό μυστήριο τῆς παντοδύναμης παρουσίας Του. Κι αὐτό ὄχι μόνον βεβαίως τότε πού ἦλθε ὁ Κύριος∙ καί μετέπειτα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος καί δημιουργία μέ τή μορφή πού ξέρουμε, τά σωτηριώδη αὐτά γεγονότα θά παραμένουν ἑρμητικά κλειστά γιά κάθε λογικό ὄν πού νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ἐρευνήσει μέ τίς δικές του δυνάμεις τή δράση τοῦ Θεοῦ - ἀκόμη καί γιά τούς ἀγγέλους! Ποτέ μέ ἄλλα λόγια κτιστή λογική φύση, ὅσο προικισμένη κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στά ἄδυτα τῆς σκέψης τοῦ Θεοῦ. Αὐτά συνιστοῦν προσόν μόνον τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός κρατάει «μυστικά» ἀκόμη καί ἀπό τούς ἁγίους Του ἀγγέλους.  Τό ὁμολογεῖ μέ ἀπόλυτο δέος ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ κάποιο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του, ἐπαναλαμβάνοντας στήν οὐσία τόν προφητικό λόγο: «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» 

Ἀλλ’ ἄν ὄντως οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν μόνον σ’ Αὐτόν καί τό μυστήριο τῆς ἐνέργειάς Του εἶναι κλεισμένο γιά ὅλα τά λογικά ὄντα στίς ἐρευνητικές τους προσπάθειες, ὑπάρχει «κάτι» πού ἀνοίγει καί ἀποκαλύπτει τό μυστήριο∙ γιατί εἶναι αὐτό πού «συγκινεῖ» τόν Κύριο καί Τόν συντονίζει μέ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτό τό κάτι εἶναι ἡ πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον.  Ἡ πίστη ὄχι ὡς ἁπλή παραδοχή τῆς ὕπαρξής Του – αὐτό τό ἔχουν καί οἱ δαίμονες! - ἀλλά ἡ πίστη ὡς κίνηση ἐμπιστοσύνης πρός Αὐτόν καί τίς ἐνέργειές Του, ἔστω κι ἄν φαίνονται ὅτι καταλύουν αὐτές τή λογική καί τίς αἰσθήσεις στήν «κανονική» λειτουργία τους∙ ἡ πίστη στήν ὁποία μᾶς καλεῖ πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». «Πεφανέρωται δέ τά θαύματα τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον». Γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ ἐξαιρετικά μεγάλο νοητικό πηλίκο, μέ τρομερές γνώσεις καί δυνατότητες, κι ὅμως νά μήν κατανοοῦν τίποτε ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ - τά πάντα τά ὑποτάσσουν στίς δικές τους ἱκανότητες. Κι ὑπάρχουν ἄλλοι, ἁπλοί ἐντελῶς ἄνθρωποι, ἄντρες καί γυναῖκες καί παιδιά, πού ἡ καρδιά τους λειτουργεῖ μέ τήν ἁπλότητα πού ζητάει ὁ Θεός, ἔχουν δηλαδή τήν ἐμπιστοσύνη ἑνός παιδιοῦ πρός τήν αὐθεντία τοῦ πατέρα του, ὁπότε σ’ αὐτούς Ἐκεῖνος ἀποκαλύπτεται καί φανερώνει τά μυστήριά Του. «Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπό σοφῶν καί συνετῶν, καί ἀπεκάλυψας αὐτά νηπίοις». Καί λίγο παρακάτω: «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν υἱόν εἰ μή ὁ πατήρ, οὐδέ τόν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ υἱός ἀποκαλύψαι». Αὐτήν τήν πίστη, λέει ὁ ὑμνογράφος, ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ πιστοί πού ἀνυμνοῦμε τό μυστήριο, γι’ αὐτό καί παρακαλεῖ καί περιμένει νά δώσει ὁ Κύριος ὅ,τι ἐπακολουθεῖ στήν πίστη αὐτή: τή χαρά καί τήν ἀγαλλίαση καί τό μέγα ἔλεος Ἐκείνου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

 

«Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατηχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251.Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου» (Ιστολόγιο«ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ»).                           

Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι η μελέτη των βίων των αγίων είναι από τα σημαντικότερα αναγνώσματα για την πνευματική προκοπή των χριστιανών. Κι αυτό γιατί η ζωή τους αποτελεί την ενσάρκωση του Ευαγγελίου, την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτού που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού. Ό,τι βλέπουμε στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον Οποίο ο λόγος ήταν η έκφραση της ζωής Του και η ζωή Του ήταν ο υπομνηματισμός του λόγου Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σ᾽ έναν βαθμό, βλέπουμε και στους αγίους μας. Κι ιδιαιτέρως σ᾽ εκείνες τις στιγμές τους που καταθέτουν και την ίδια τη ζωή τους θυσία για την αγάπη του Θεού. Από την άποψη αυτή τα ανδραγαθήματα των αγίων, τα μαρτύρια που πέρασαν και ο τρόπος που τα αντιμετώπιζαν αποτελούν για τους πιστούς τη δίοδο για να εισπράττουν τη χάρη του Θεού. Αυτός δηλαδή που ενίσχυε τους αγίους στα μαρτύριά τους, η χάρη που τους έδιδε ώστε να αντέχουν και να υπερβαίνουν τα βάσανα, ο Ίδιος Αυτός διοχετεύεται και στους πιστούς όταν εν πίστει και αγάπη έρχονται σε επαφή με ό,τι υπέστησαν οι μάρτυρες για χάρη του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει ότι χριστιανός που δεν μελετά τους βίους των αγίων μας στερεί τον εαυτό του από μία ιδιαίτερη χάρη που προσφέρει ο Κύριος στον κόσμο. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού ο άγιος υμνογράφος: «Εμπρός ας τιμήσουμε τους άθλους του Χριστοφόρου, μέσω των οποίων πηγάζει σ᾽ εμάς η αέναη χάρη του Χριστού που δίνει τη ζωή». Γι᾽ αυτό και δεν είναι υπερβολή ο λόγος του ότι «το μνημόσυνο του μάρτυρα μας προσφέρει ως εωδία με έντονο μάλιστα τρόπο τα πολύαθλα πάθη των αγωνισμάτων του, σαν να μυρίζει κανείς την έντονη και μεθυστική μυρωδιά των ανοιξιάτικων τριαντάφυλλων»  (στιχηρό εσπερινού).

Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου Χριστοφόρου, τονίζει με έμφαση την παραπάνω αλήθεια, σημειώνοντας όμως ότι η μέθεξη της χάρης του Θεού μέσω του μαρτυρίου ενός αγίου συμβαίνει μόνον  στους πιστούς, μόνο δηλαδή  σε εκείνους που επίσης είναι  χριστοφόροι σαν τον άγιο Χριστοφόρο, που εκτός από τη χάρη είχε και το όνομα. Με άλλα λόγια, ένας άσχετος προς τη χριστιανική πίστη, ένας αβάπτιστος ας πούμε ή και ένας βαπτισμένος μεν αλλά που δεν έχει ενεργοποιήσει το βάπτισμά του και ζει ως άθεος εν τω κόσμω, όχι μόνο δεν μπορεί να οσφρανθεί τη χάρη του μαρτυρίου, αλλά μπορεί και να διακωμωδήσει το μαρτύριο και να βλασφημήσει τον άγιο, περιπίπτοντας στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, ως αδυναμία οράσεως της παρουσίας του Θεού στη ζωή ενός αγίου. Πώς φανερώνει την αλήθεια αυτή ο άγιος Θεοφάνης; Όχι μία φορά καλεί προς δοξολογία του μάρτυρα τους χριστοφόρους ανθρώπους. «Εμπρός σήμερα όλοι οι χριστοφόροι και θεόφρονες ας ανυμνήσουμε με ευσέβεια τη μνήμη του Χριστοφόρου, του μάρτυρα της αλήθειας» (ωδή α´). Και στους στίχους του συναξαρίου του αγίου σημειώνει: «Εγώ ως χριστοφόρος γνωρίζω εσένα τον Χριστοφόρο, που θυσιάστηκες προς  χάρη του Χριστού του Θεού με ξίφος».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής στον κανόνα του δεν κάνει καθόλου λόγο ούτε για τη δυσμορφία του προσώπου του αγίου Χριστοφόρου ούτε και για το περιστατικό της μεταφοράς στους ώμους του του παιδίου Χριστού. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ωραιότητα της ψυχής του αγίου, η οποία πλημμύριζε από την αγάπη προς τον Χριστό και την αδιάκοπη μελέτη για την απόλαυση της βασιλείας Του, μελέτη μάλιστα  που αποτελούσε και την τροφή του αγίου Χριστοφόρου. «Η θεοφιλής σου ψυχή τρεφόταν με την αγάπη, καθώς μελετούσε, Χριστοφόρε, την απόλαυση της βασιλείας του Χριστού» (ωδή γ´). Η επικέντρωση στην ομορφιά της ψυχής του αγίου αποτελεί προφανώς και την απάντηση για τις παραπάνω δύο ῾ελλείψεις᾽ - η δυσμορφία του προσώπου του αγίου εξαφανίζεται από την εσωτερική ωραιότητα, κατά το λόγιο της Γραφής «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», το πρόσωπο του ανθρώπου ζωντανεύει και ομορφαίνει, όταν η καρδιά ευφραίνεται· η μεταφορά του παιδίου Χριστού στους ώμους του αγίου ερμηνεύεται είτε ως μή αποδοχή από τον υμνογράφο της πραγματικότητας του περιστατικού είτε ως συμβολική αποδοχή, με την έννοια ότι ο άγιος Χριστοφόρος, όπως δηλώνει και το όνομά του, έφερε στην καρδιά του πάντοτε τον Χριστό, ως πράγματι λοιπόν και ονόματι Χριστοφόρος.

Η στερέωση της διάνοιας του αγίου πάντοτε στον Χριστό, φανέρωση της αγάπης του προς Εκείνον,  ήταν αυτή που του έδινε και τη δύναμη να αντέχει και τους πόνους βεβαίως του μαρτυρίου, αλλά και τους πειρασμούς άλλου μεγάλου μαρτυρίου: της σάρκας. Ο άγιος υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστα και τα δύο. «Αγάπησες με τον τρόπο που έπρεπε την πιο ψηλή κορφή των επιθυμητών στον κόσμο, τον ίδιο τον Χριστό, αθλοφόρε, γι᾽ αυτό και δεν αισθανόσουν τους κόπους καθώς σε καταξέσχιζαν, έχοντας στερεωμένη τη διάνοιά σου πάντοτε στον Δεσπότη σου» (ωδή ς´). «Το φίδι, ο διάβολος δηλαδή, όπως κάποτε στον προπάτορα Αδάμ, σου πρόσφερε, μάρτυς, την πείρα των γυναικών. Ηττήθηκε όμως και ντροπιάστηκε, αποδεικνύοντας τους πειρασμούς παγίδες για τον ίδιο»  (ωδή δ´).