11 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΜΑΓΕΙΡΟΣ

«Ο όσιος γεννήθηκε από αγροίκους και χωρικούς γονείς, οπότε και ανατράφηκε χωρίς ιδιαίτερη παιδεία. Ύστερα εισήλθε σε μοναστήρι κι αφού ντύθηκε το μοναχικό σχήμα έγινε υπηρέτης των μοναχών. Επειδή καταγινόταν πάντοτε στο μαγειρείο ως αγροίκος, οι άλλοι μοναχοί τον καταφρονούσαν και τον περιέπαιζαν, όμως ο μακάριος υπέφερε όλες τις καταφρονήσεις με γενναιότητα καρδιάς και σύνεση και ησυχία του λογισμού, χωρίς να ταράσσεται καθόλου. Κι αυτό γιατί μολονότι αγράμματος, ήταν έμπειρος κατά την πνευματική γνώση. Στο μοναστήρι λοιπόν εκείνο που βρισκόταν, ήταν και ένας φιλόθεος ιερέας, ο οποίος παρακαλούσε διαρκώς τον Θεό να του φανερώσει τα αγαθά που πρόκειται να απολαύσουν όσοι τον αγαπούν. Μία νύκτα λοιπόν, την ώρα που κοιμόταν ο ιερέας, φάνηκε στον ύπνο του ότι βρέθηκε μέσα σε περιβόλι και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκσταση. Εκεί όμως είδε και τον μάγειρα του μοναστηριού Ευφρόσυνο, ο οποίος στεκόταν στο μέσον του περιβολιού και απολάμβανε τα διάφορα εκείνα αγαθά. Τον πλησίασε τότε κι άρχισε να τον ρωτά ποιο είναι αυτό το περιβόλι και πώς εκείνος βρέθηκε σ’ αυτό! Ο Ευφρόσυνος του αποκρίθηκε: Εγώ έχοντας εξουσία για όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρομαι και ευφραίνομαι με τη θεωρία τους και τη νοερή απόλαυση. Ο ιερέας του είπε: Μπορείς να μου δώσεις κάποιο από τα αγαθά αυτά;  Κι ο Ευφρόσυνος αποκρίθηκε: Ναι, θα πάρεις από όλα αυτά με τη χάρη του Θεού μου. Τότε ο ιερέας του έδειξε κάποια μήλα και του ζήτησε να του δώσει από αυτά. Ο Ευφρόσυνος πήρε μερικά και τα έβαλε στο πανωφόρι του ιερέα λέγοντάς του: να, απόλαυσε τα μήλα που ζήτησες.

Κάποια στιγμή κτύπησε το σήμαντρο για να εγερθούν οι Πατέρες για τον όρθρο, οπότε ξύπνησε και ο ιερέας. Κι ενώ νόμιζε ότι η οπτασία που έβλεπε ήταν όνειρο, καθώς άπλωσε το χέρι του για το πανωφόρι του, βρήκε πραγματικά τα μήλα. Θαύμασε για την παράδοξη ευωδία τους κι έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα. Κίνησε έπειτα για την Εκκλησία και βλέποντας εκεί να στέκεται ο Ευφρόσυνος τον τράβηξε παράμερα και τον όρκισε να του πει πού ήταν εκείνη τη νύκτα. Ο Ευφρόσυνος του είπε: Συγχώρησέ με, πάτερ, σε κανένα μέρος δεν πήγα κατά τη νύκτα αυτήν, παρά τώρα ήλθα στην ακολουθία. Κι ο ιερέας είπε: Γι’  αυτό εγώ πρώτα σε έδεσα με όρκους, για να φανούν σε όλους τα μεγαλεία του Θεού. Και συ δεν πείθεσαι να φανερώσεις την αλήθεια; Τότε ο ταπεινόφρων Ευφρόσυνος αποκρίθηκε: Εκεί, πάτερ, ήμουνα, όπου είναι τα αγαθά που πρόκειται να κληρονομήσουν όσοι αγαπούν τον Θεό και που συ προ πολλών ετών ζητούσες να δεις. Εκεί είδες και εμένα να απολαμβάνω τα αγαθά του περιβολιού. Κι αυτό γιατί θέλοντας ο Κύριος να δώσει πληροφορία στην αγιοσύνη σου για τα ζητούμενα αγαθά των δικαίων, ενήργησε τέτοιο μεγάλο θαύμα μέσω από εμένα τον ευτελή. Κι ο ιερέας είπε: Και τι, πάτερ Ευφρόσυνε, τι μου έδωσες από τα αγαθά του περιβολιού; Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, αποκρίθηκε ο Ευφρόσυνος, τα οποία τώρα τα έβαλες στην κλίνη σου. Όμως, πάτερ συγχώρησέ με, γιατί εγώ είμαι σκουλήκι και δεν είμαι άνθρωπος.

Τότε ο ιερέας διηγήθηκε σε όλους τους αδελφούς την οπτασία που είδε, η οποία προξένησε σε όλους θαυμασμό και έκπληξη και ζήλο του καλού και της αρετής. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων, αναχώρησε κρυφά από το μοναστήρι. Κι απομακρύνθηκε τόσο πολύ, ώστε να μείνει παντελώς άγνωστος σε όλους. Πολλοί δε ασθενείς, τρώγοντας από τα μήλα εκείνα που είχε δώσει στον ιερέα, γιατρεύτηκαν από τις ασθένειές τους» (συναξάρι ακολουθίας οσίου).

Ο όσιος Ευφρόσυνος αποτελεί ένα επιπλέον θαυμαστό σημείο μέσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας που επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ευκολότερος και ανετότερος δρόμος για την είσοδο του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή, από την ταπείνωση. Κι αυτό διότι το καθοριστικότερο στοιχείο της ζωής του, απαρχής μέχρι τέλους, ήταν η υψοποιός αυτή αρετή. Οι αναφορές επ’  αυτού του εκκλησιαστικού ποιητή είναι πάμπολλες. Ήδη το απολυτίκιό του, εκεί που συμπυκνώνεται η ουσία της αγιότητας ενός αγίου, αυτό επισημαίνει εξαρχής: «ὁσίως ἐβίωσας ἐν ταπεινώσει πολλῇ». Και στο δοξαστικό επίσης του εσπερινού: «Οὗτος γάρ ταπεινώσει ἑαυτόν κοσμήσας», αυτό ήταν το κόσμημα της ζωής του, η ταπείνωση. Κι είναι αυτονόητο για τη χριστιανική πίστη ότι όπου υπάρχει η ταπείνωση, εκεί υπάρχει η παρουσία του Θεού, εκεί υπάρχουν και όλα τα χαρίσματα που δίνει ο Κύριος. Γιατί ακριβώς ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός μας αυτά τα δύο μάς απεκάλυψε ως κατεξοχήν στοιχεία της ζωής Του: την αγάπη και την ταπείνωση. «Ο Θεός αγάπη εστί» και «μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι πάνω στη βάση αυτή κτίζεται η πίστη στον Χριστό και η αγάπη για Εκείνον και τον συνάνθρωπο, όπως επίσης ότι η ταπείνωση συνυπάρχει με το κατεξοχήν αποδεικτικό στοιχείο της, την υπακοή. Ταπείνωση, πίστη, αγάπη, υπακοή – τα ακριβά κοσμήματα κάθε αγίου, ιδίως του σήμερα εορταζομένου οσίου Ευφροσύνου. Οπότε στο πρόσωπό του ψαύουμε την ενέργεια και τη χάρη του Τριαδικού Θεού ή αλλιώς μπροστά στον όσιο Ευφρόσυνο βλέπουμε μία άλλη «εν ετέρα μορφή» παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ασφαλώς για να υπάρχουν οι αρετές αυτές συνυπάρχουν και όλες οι παράμετροί τους, η υπομονή, η εγκράτεια, το πένθος, τα δάκρυα – διαβάζοντας τη ζωή του οσίου νιώθουμε ότι περιδιαβαίνουμε σ’ όλον τον Παράδεισο – με τελική αναφορά τη χαρά και την ευφροσύνη που φέρνει η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο του Θεού.

«Όσιε πάτερ Ευφρόσυνε, άσκησες την αρετή με επιμέλεια στο μαγειρείο της Μονής κι αγάπησες την ταπείνωση παραπάνω από το χρυσάφι της γης. Γι’ αυτό και υψώθηκες σε άρρητο ύψος τελειώσεως» (λιτή). «Χαίρε, όσιε Ευφρόσυνε, που είσαι ο εραστής των αρετών, το λαμπρό κατοικητήριο της θείας χάρης, το βάθρο της αγάπης προς τον πλησίον, το λιβάδι της ακτησίας, η στήλη της ταπεινοφροσύνης, το κόσμημα των μοναχών, το φως του άμεμπτου βίου και ο πολύτιμος θησαυρός της θεάρεστης ασκήσεως» (στιχ. εσπ.).

Ο τονισμός μάλιστα της ταπεινώσεως ως της κατεξοχήν αρετής του οσίου Ευφροσύνου συνιστά, κατά τον σοφό και χαρισματούχο υμνογράφο Χ. Μπούσια, ό,τι σημαντικότερο για την εποχή μας. Γιατί; Διότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται θα λέγαμε και για την ανισορροπία αυτή: μέσα σε όλα τα δεινά και φοβερά που αντιμετωπίζει να προβάλλει ως «πρότυπο» τον οιηματία άνθρωπο, τον φαντασμένο που νομίζει ότι τα ξέρει και τα κάνει όλα! Μπορεί δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος να στέκει «ενεός» κι ανήμπορος μπρος και σ’ έναν αόρατο ιό, ο ίδιος όμως εξακολουθεί να υπερηφανεύεται και να αλαζονεύεται! Να, πώς το εκφράζει ο ποιητής: «Σήμερα έλαμψε ως λαμπρός ήλιος η πανευφρόσυνη μνήμη του πνευματοφόρου Ευφροσύνου, η οποία διώχνει την ομίχλη της οιήσεως και της υπερηφάνειάς μας» (δόξα εσπ.). Βλέπουμε τον άγιο Ευφρόσυνο, παραδειγματιζόμαστε και... προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα της ζωής μας.

Κι ακόμη ο βίος του θυμίζει δύο πράγματα από τη ζωή του μεγάλου συγχρόνου οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου. Πρώτον, αυτό που έλεγε ο άγιος ευρισκόμενος στη Μονή του αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους: σημασία στη ζωή μας δεν έχουν οι τίτλοι και τα αξιώματα, τα μεγάλα διακονήματα και οι θέσεις. Σημασία έχει το πώς κανείς διακονεί και στο μικρότερο διακόνημα: να έχει αίσθηση της παρουσίας του Χριστού ώστε να ζει αναμάρτητα. Η αναμαρτησία δεν είναι το κυρίως ζητούμενο στην κάθε ώρα και στιγμή της ζωής μας; «Αξίωσέ μας, Κύριε, την ημέρα μας να τη διαβούμε αναμάρτητα» - ό,τι ζούσε καθημερινά ο όσιος Ευφρόσυνος στο θεωρούμενο ταπεινό διακόνημά του στο μαγειρείο της Μονής. Και δεύτερον, αυτό που είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Σιλουανός, όταν υπηρετούσε στην τράπεζα της Μονής τους άλλους μοναχούς. «Ο Κύριος έδωσε να νιώσω τη μεγάλη χάρη Του, γιατί με τον λογισμό μου έλεγα ότι υπηρετώ τους αδελφούς του Κυρίου και τον ίδιο τον Κύριο». Κι είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι μεγάλη χάρη έλαβε ο άγιος Σιλουανός και όταν είδε τον Κύριο εν πνεύματι μέσα από την εικόνα Του στο μοναστήρι κατά την ώρα του εσπερινού, αλλά και όταν εκτελούσε το απλούστατο και ταπεινό διακόνημά του στο κοινό τραπέζι. Και γιατί θυμόμαστε τον άγιο Σιλουανό εν προκειμένω; Γιατί και ο όσιος Ευφρόσυνος ζούσε τον Παράδεισο με «αισθητό» τρόπο μάλιστα – το απεκάλυψε ο Κύριος στον φιλόθεο ιερέα της Μονής του - επειδή διακονούσε τους αδελφούς του με ταπείνωση, χωρίς να οργίζεται για τους εμπαιγμούς που δεχόταν, με διαρκή προσευχή γι’ αυτούς που τον «πείραζαν».

Όσιος Ευφρόσυνος: μία ταπεινή και μικρή εξωτερικά μορφή∙ ένας γίγαντας του Πνεύματος κι ένα κατοικητήριο του Θεού με πανίερες θεοπτικές εμπειρίες εσωτερικά.

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

«Όπως η βασιλεία των Ουρανών ομοιώθηκε με δέκα παρθένες, όπως λέγει το στόμα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη, έτσι και δέκα γυναίκες ομοιώθηκαν με σχήμα ανδρικό και σύντριψαν τα κέντρα του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Μία δε από αυτές τις δέκα ήταν και η σήμερα εορταζομένη Θεοδώρα, που το όνομά της σημαίνει δώρο Θεού. Αυτή λοιπόν καταγόταν από την πόλη της Αλεξανδρείας κατά τους χρόνους Ζήνωνος του βασιλιά, κατά το έτος 472. Είχε συζευχθεί νόμιμα με άνδρα και ζούσε ζωή πολύ καλή και ακατηγόρητη. Επειδή όμως από φθόνο του μισόκαλου διαβόλου έπεσε κρυφά σε μοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει και να βρει τη σωτηρία της. Γι’ αυτό όταν άκουσε τα ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος ότι δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που να μη γίνει φανερό αργότερα («οὐκ ἔστιν κρυπτόν, ὅ οὐ φανερόν γενήσεται»: Λουκ. 8, 17), χάριν τούτου, καθώς στοχάστηκε το βάρος της αμαρτίας που έκανε, βδελύχθηκε αυτήν την αμαρτία σαν ένα σίχαμα και μία ακαθαρσία, οπότε απορρίπτει τη γυναικεία ενδυμασία και ντύνεται το αγγελικό σχήμα των (ανδρών) μοναχών και μετονομάζεται από Θεοδώρα σε Θεόδωρο. Πήγε λοιπόν σε ανδρικό μοναστήρι, μετανοώντας και κλαίοντας την αμαρτία της.

Αφού πέρασε η μακάρια δύο ολόκληρα χρόνια, κοπιάζοντας με βαριές δουλειές και με αγώνα να σηκώνει τα πράγματα που χρειάζονταν για το μοναστήρι, από φθόνο του ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε από κάποιους κακότροπους ανθρώπους ότι πόρνεψε με μία γυναίκα. Γι’ αυτό οι συκοφάντες έφεραν ένα βρέφος και το έριξαν έξω στη θύρα του μοναστηριού, κατηγορώντας την ψεύτικα ότι ήταν δικό της. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος η αοίδιμη Θεοδώρα δέχθηκε τη συκοφαντία σαν αληθινή και πήρε το βρέφος, ανατρέφοντάς το κανονικά σαν να ήταν δικό της. Διότι προσπαθούσε η τρισμακάρια να κρύψει τον εαυτό της, ότι ήταν δηλαδή γυναίκα κατά τη φύση. Αφού έκανε υπομονή έξω από το μοναστήρι για την αγάπη του Θεού και για κανόνα της αμαρτίας της επτά ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με την ψύχρα του χειμώνα, με το καύμα του καλοκαιριού και με χαμαικοιτίες, μόλις και μετά βίας μετέπειτα μπήκε μέσα στο μοναστήρι.

Από τότε λοιπόν αφού καταξήρανε το σώμα της με συχνές προσευχές, με κόπους, με ολονύκτιες στάσεις και αγρυπνίες, κι αφού απέκτησε επίγνωση βαθιά το τι σημαίνει να κληρονομήσει κανείς τη βασιλεία των ουρανών, έφθασε σ’ εκείνον τον σκοπό και το τέλος που αγαπούσε. Διότι πραγματικά ακολούθησε φοβερό θαύμα στην αγία αυτή, το οποίο ποιος να μη θαυμάσει; Κι αυτό γιατί ενώ ήταν γυναίκα, έζησε μαζί με άνδρες χωρίς να το καταλάβει κανείς. Κι ακόμη γιατί ενώ βρισκόταν στο μέσο του σταδίου της ασκήσεως, αγωνιζόταν ως ένας από τους άνδρες, λάμποντας ασκητικά ως μέγας ήλιος. Οπότε φορτωμένη από τους άξιους μισθούς των κόπων της, ανέβηκε με χαρά στον ποθητό της νυμφίο Χριστό, ενώ οι μοναχοί βλέποντας αυτό το παράδοξο θαύμα, βρέθηκαν σε έκσταση και δόξασαν τον Θεό».

(Για την οσία αυτή Θεοδώρα γράφεται στο βιβλίο «Παράδεισος των Πατέρων» ότι είπε το αξιόλογο αυτό απόφθεγμα. Δηλαδή ότι δεν σώζει τον άνθρωπο ούτε η άσκηση ούτε η αγρυπνία ούτε κανείς άλλος ασκητικός κόπος, παρά μόνον η γνήσια ταπεινοφροσύνη. Διότι ήταν ένας αναχωρητής και εξεδίωκε τα δαιμόνια. Τα ρωτούσε δε αυτός με ποια αρετή βγαίνουν από τον άνθρωπο:

 - Με τη νηστεία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν τα δαιμόνια: Εμείς ποτέ δεν τρώμε ούτε πίνουμε.

- Τότε με την αγρυπνία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν: Εμείς ποτέ δεν κοιμόμαστε.

– Με την αναχώρηση και την καταφυγή σε έρημους τόπους βγαίνετε; Κι εκείνα αποκρίνονταν: Εμείς στην αναχώρηση και στην ερημιά βρισκόμαστε.

- Με ποια λοιπόν, τους είπε, αρετή βγαίνετε; Κι αποκρίθηκαν: Εμάς καμία αρετή δεν μας νικά, παρά μόνον η ταπεινοφροσύνη. Γιατί αυτή είναι ο νικητής των δαιμόνων.

Είπε πάλι η οσία, ότι ήταν ένας μοναχός που καθόταν στην έρημο στο κελλί του. Από το πλήθος δε των πειρασμών που του προξενούσε ο διάβολος, απέκαμε και είπε: ας φύγω από δω για να γλιτώσω. Την ώρα που ετοίμαζε τα υποδήματά του για να φύγει, βλέπει έναν άλλον άνθρωπο που έβαζε κι εκείνος τα υποδήματά του (κι ήταν ο άλλος, ο διάβολος) και λέγει στον μοναχό: εσύ φεύγεις από δω εξαιτίας μου, αλλά να κι εγώ ότι σε προλαβαίνω κι ετοιμάζομαι να πάω πιο μπροστά από εσένα εκεί που θα πας).

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Θαυμαστός ο βίος της οσίας Θεοδώρας της εν Αλεξανδρείᾳ. Διότι ενώ δεν είναι η μόνη στην εκκλησιαστική ιστορία που ασκήθηκε μεταμφιεσμένη σε άνδρα σε μοναστήρι ανδρών, είναι η μόνη που ακολουθεί αυτήν την παράδοξη άσκηση με δύο ξεχωριστά δεδομένα: πρώτον, επιλέγει το σκληρό μαρτύριο της πλήρους ξενιτείας για να «εξιλεωθεί» από το αμάρτημα της μοιχείας που το γνωρίζει όμως μόνο αυτή∙ δεύτερον, αποδέχεται τη συκοφαντία της σαρκικής σχέσεως με γυναίκα(!), από την οποία προήλθε και ένα βρέφος(!), πάλι ερμηνεύοντας μόνον αυτή το γεγονός ως «ξεπλήρωμα» της μοιχείας που επιτέλεσε έναντι του νόμιμου συζύγου της. Πρόκειται για πραγματικότητα που αναδεικνύει την αγιότητα της Θεοδώρας, γιατί φανερώνει ότι η πορεία της, κι όχι μόνον η ασκητική όταν ντύθηκε το μοναχικό σχήμα αλλά και πρωτύτερα, ήταν αδιάκοπα ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου. Πράγματι, συνέβη η μεγάλη σαρκική πτώση της, «φθόνῳ διαβόλου» κατά τον συναξαριστή, όμως έκτοτε δεν μπορούσε να αντέξει το τραγικό γι’ αυτήν γεγονός, (ενώ θα μπορούσε να το «ξεπεράσει», ακολουθώντας και τον κανόνα της μετανοίας διά του μυστηρίου της εξομολογήσεως).

 Όμως είναι τόσο λεπτή η συνείδησή της που δεν της αρκεί αυτό. Αισθάνεται ότι η εξολοκλήρου αφιέρωσή της στον Θεό, και μάλιστα με τον απόλυτο τρόπο της ξενιτείας που είπαμε, μπορεί να επιφέρει τη συγχώρεση και την ανάπαυση της καρδιάς της. Την αίσθηση αυτή σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος της. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού αναφέρει πως «ο ήλιος μέχρι τη δύση του (όχι μετέπειτα συνεπώς) δεν σε είδε να αμαρτάνεις, σε είδε όμως και σε γνώρισε ο καρδιογνώστης Κύριος που δεν δύει ποτέ. Γιατί είναι Αυτός που βλέπει όλα τα κρυφά γενόμενα, οπότε σου φώτισε έντονα με το φως της μετάνοιας και τα μάτια της καρδιάς σου, με αποτέλεσμα να σπεύσεις να τον λατρεύσεις με την επίμονη εγκράτεια και την τελειότητα των αρετών». 

Ο δρόμος της ξενιτείας της οσίας, όπως και η αναδοχή ευχαρίστως της συκοφαντίας φανερώνουν από την άλλη τη σπουδαιότερη εξ όλων των αρετών που χαρακτήριζε τη Θεοδώρα, την αγία ταπείνωση. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μαρτυρούν ότι αν θέλουμε αληθινά να γνωρίζουμε το πνευματικό ύψος ενός χριστιανού, πρέπει να δούμε τα σημάδια της αληθινής ταπεινοφροσύνης του. Κι αυτό γιατί ο αποκαλυφθείς Θεός μας είναι τα δύο αυτά: αγάπη και ταπείνωση. Η οσία Θεοδώρα λοιπόν αποκαλύπτει το υπέρμετρο ύψος της, γιατί διαπνεόταν από την ταπείνωση αυτή, και βεβαίως από την αγάπη της προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό της. «Φρονήματι τεταπεινωμένῳ» μάς λέει ο υμνογράφος ότι υπηρετούσε στο μοναστήρι η αγία (ωδή γ΄), «τρωθεῖσα θείῳ ἕρωτι» (εξαποστειλάριον),  ενώ μ’ αυτό το φρόνημα εξέχεε τη φλογισμένη αγάπη της προς τον Κύριο με τις προσευχές της: «Δες την ταπείνωση και τον κλαυθμό μου. Δες τη θλίψη μου και ανακούφισέ την... έκραζε η Θεοδώρα πρός τόν μόνον  δυνάμενον σώζειν» (ωδή δ΄). Κι ήταν η ταπείνωσή της αυτή πια που σαν ξίφος στα χέρια της οσίας έκοβε τις κεφαλές των δαιμόνων: «Τῷ ξίφει τοῦτον (τόν ἐχθρόν) τῆς ταπεινώσεως ἔτρωσας, συντρίψασα αὐτοῦ κάραν πολυμήχανον» (ωδή ε΄).

Η οσία χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Κύριο λόγω της μεγάλης της ταπείνωσης και της βαθιάς μετάνοιάς της, γι’ αυτό αφενός πάμπολλα ήταν και είναι τα θαύματά της («χάριν ἰαμάτων δεδωκώς σοι, Θεός»: ωδή ε΄), αφετέρου αποτελεί μέγα παράδειγμα μετανοίας για κάθε άνθρωπο που περιπίπτει στις αμαρτίες, όσες μεγάλες και βαριές κι αν είναι  υπογραμμός ἀναδέδεικται πεπτωκόσιν ὁ βίος σου καί βουλομένοις προσέρχεσθαι διά μετανοίας τῷ εἰδότι τά πταίσματα συγχωρεῖν καθώς γέγραπται» (οίκος συναξαρίου) (αναδείχτηκε παράδειγμα η ζωή σου γι’ αυτούς που έπεσαν στην αμαρτία και θέλουν να προσέρχονται με μετάνοια σ’ Αυτόν που γνωρίζει να συγχωρεί τις αμαρτίες, όπως έχει γραφεί).  

10 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΩΣ ΞΕΠΛΕΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ

«Παιδί μου, συμβούλευε ο Ρώσος ασκητής Τύχων, να πλένεις με δάκρυα τα πόδια του Χριστού και ο Χριστός θα ξεπλύνει τις αμαρτίες σου» (Αρχ. Ιωαννικίου, Αθωνικόν Γεροντικόν).

Τον μεγάλο Ρώσο ασκητή του Αγίου Όρους Γέροντα Τύχωνα τον γνωρίσαμε οι πολλοί από τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Υπήρξε πνευματικός του μεγάλου Παϊσίου ο π. Τύχων και συχνά ο όσιος τον μνημόνευε και τον ανέφερε στις συζητήσεις και τις διδασκαλίες του. Για τον άγιο Παΐσιο ο Γέρων Τύχων ήταν ένας σπουδαίος σύγχρονος άγιος, έστω κι αν δεν έτυχε της επίσημης εντάξεώς του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, κι αυτό γιατί ο Κύριος φανερώνει στον κόσμο, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, όσους επιλέγει να είναι ενώπιόν Του οι κατεξοχήν πρεσβευτές υπέρ του κόσμου. Η θαυμαστή «αποκάλυψή» τους θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, οπότε και η λάμψη του προσώπου τους θα υπερκεράσει τη λάμψη και αυτού του ήλιου. Γνωστό λόγιο του Γέροντα Τύχωνα που έδειχνε και το βάθος της πνευματικής του ζωής  ήταν: «Ο Θεός κάθε ημέρα ευλογεί τον κόσμο, αλλά όταν δει ταπεινό άνθρωπο τον ευλογεί και με τα δύο Του χέρια». Ή και το καταγεγραμμένο: «Ένα “Κύριε ελέησον” εκατό δραχμές, ένα “δόξα Σοι ο Θεός” χίλιες δραχμές».

Λοιπόν στο μνημονευόμενο σπουδαίο Γεροντικό του Όρους υπάρχει και η αναφορά του π. Τύχωνα για τα δάκρυα στην πνευματική ζωή, τα οποία έχουν τέτοια δύναμη που μπορούν να ξεπλύνουν τις όποιες αμαρτίες του ανθρώπου. Εννοείται βεβαίως ότι ο Γέρων Τύχων με τη βαθύτατη καρδία και τη σοφία του γνώριζε εμπειρικά τη διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων της Εκκλησίας περί των δακρύων, ότι δηλαδή υπάρχουν δάκρυα που επαινούνται από τον Κύριο και δάκρυα που δεν τα δέχεται, γιατί εκφράζουν ένα εγωιστικό και υπερήφανο φρόνημα ή συνιστούν απλώς ένα χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας ενός ανθρώπου. Εδώ όμως μιλάει για τα αληθινά δάκρυα που πηγάζουν από καρδιά που ζει γνήσια τη μετάνοια ως επίγνωση της αμαρτωλότητάς της και αδιάκοπη επιστροφή της προς τον Θεό – ό,τι ο Κύριος είπε στην παραβολή του ασώτου.

Η μετάνοια αυτή με τα δάκρυα ως γνώρισμα πένθους για την αμαρτία ξεπλένει τις αμαρτίες, γιατί αποτελούν κατάθεση της ψυχής του ανθρώπου στον Χριστό και τον Τίμιο Σταυρό Του, πάνω στον Οποίο ήρε την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου όλων των εποχών και την έσβησε διά παντός. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος ζώντας εν μετανοία, όπως κάλεσε ο Κύριος τον άνθρωπο αφ’ ης στιγμής ήλθε στον κόσμο και μετέπειτα: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών», μετέχει στο χαρισματικό σώμα Του, την Εκκλησία, ως μέλος Εκείνου, συνεπώς γίνεται δέκτης των δωρεών που έφερε κατεξοχήν με τη Σταυρική Του θυσία, απαλλασσόμενος από τις όποιες δικές του αμαρτίες. Ο αληθινά πιστός, ο μετανοημένος άνθρωπος δηλαδή, ζει από τώρα, από τη ζωή αυτή, τη χαρά του Παραδείσου, γιατί βιώνει ενεργά και αισθητά στην ύπαρξή του την απαλλαγή από κάθε ενοχή και την πληρότητα της χάρης του ίδιου του Θεού του. Το βίωμα της χαρμολύπης στην πιο αυθεντική μορφή του.

Είναι συγκλονιστικά τα λόγια και η πρακτική του αγίου Τύχωνα εν προκειμένω: «Τα μάτια του π. Τύχωνος του Ρώσου ερημίτου ήσαν αδιακόπως γεμάτα δάκρυα. Τα εσκούπιζε με ένα μανδήλιον συνεχώς βρεγμένον, που εκρατούσε πάντα εις το χέρι του. Το επιτραχήλιόν του ήτο σχεδόν πάντα νοτισμένον από αυτά τα δάκρυα και ο ξύλινος σταυρός, με τον οποίον ευλογούσε, εφαίνετο φαγωμένος. Έλεγεν ότι πρέπει όλας τας ημέρας της ζωής μας να πλένωμε τα πόδια του Χριστού με τα δάκρυά μας και να τα σκουπίζωμε με τα μαλλιά μας, ποιούντες μετανοίας. Ο ίδιος έχυνε χούφτες τα δάκρυα εμπρός εις τον Σταυρόν του κελλίου του. Είχε «μουλιάσει» το ξύλον του Σταυρού».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας έρχεται συχνά να μας υπενθυμίσει αυτό το βίωμα των αγίων μας με το δικό της μοναδικό τρόπο, καλώντας μας να μετάσχουμε κι εμείς στη χαρισματική αυτήν πραγματικότητα. «Δάκρυα μοι δος ο Θεός, ως ποτε τη γυναικί τη αμαρτωλώ, και αξίωσόν με βρέχειν τους πόδας σου, τους εμέ εκ της οδούς της πλάνης ελευθερώσαντας, και μύρον ευωδίας σοι προσφέρειν, βίον καθαρόν εν μετανοία μοι κτισθέντα˙ ίνα ακούσω καγώ της ευκταίας σου φωνής˙ Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Δώσε μου δάκρυα, Θεέ μου, όπως έδωσες κάποτε στην αμαρτωλή γυναίκα, και αξίωσέ με να βρέχω τα πόδια Σου που με ελευθέρωσαν από την οδό της πλάνης, και να Σου προσφέρω μύρο ευωδίας, δηλαδή τον καθαρό βίο μου που κτίσθηκε για μένα πάνω στη μετάνοια. Έτσι θα ακούσω κι εγώ τη φωνή Σου που εύχομαι να ακούσω: Η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου ειρηνικά.

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΗΝΟΔΩΡΑ, ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ, ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ

«Οι άγιες αυτές ήταν αδελφές και κατάγονταν από τη Βιθυνία. Από μικρές αγάπησαν τον Κύριο Ιησού, τον Οποίο είχαν διαρκές εντρύφημα των ψυχών τους. Έτσι μόνη φροντίδα τους ήταν πώς θα στολίσουν τον εαυτό τους με τις αρετές. Για μεγαλύτερη άσκηση και αφιέρωση στον Θεό, έφυγαν από την πατρίδα τους και αποσύρθηκαν σ’ ένα λόφο, κοντά στα Πύθια θερμά λουτρά. Με τη διαρκή προσευχή τους και την εν Χριστώ άσκησή τους έφτασαν σε μεγάλα ύψη αρετής, τόσο που θεράπευαν διάφορες ασθένειες των ανθρώπων που προσέτρεχαν σ’  αυτές. Ο έπαρχος Φρόντων όμως, που έμαθε γι’ αυτές, έστειλε και  τις συνέλαβε, κι επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη στον Χριστό, άρχισε να τις υποβάλλει σε σκληρά βασανιστήρια: τη στρέβλωση των μελών, το ρίξιμο στη φωτιά, το γδάρσιμο με σιδερένια νύχια, το κρέμασμα σε ξύλο, τέλος δε τον δια ξίφους θάνατο. Σε όλα αυτά οι άγιες υπέμεναν καρτερικά, έχοντας τον νου τους στην αγάπη του Χριστού και ενισχυόμενες από τη χάρη Εκείνου. Με την παράδοση των πνευμάτων τους στον Θεό, ο έπαρχος θέλησε να κάψει τα άγια σώματά τους, αλλά οι φλόγες στράφηκαν εναντίον του, ενώ καταρρακτώδης βροχή έσβησε αμέσως τη φωτιά. Οι χριστιανοί περισυνέλεξαν τα λείψανά τους, τα οποία και τα ενταφίασαν με μεγάλο σεβασμό».

Δύο πράγματα είναι αξιοθαύμαστα στις τρεις αυτές αδελφές που εορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα. Πρώτον, ότι απαρχής μέχρι τέλους της ζωής τους υπήρξαν αγαπημένες, τόσο που ήταν σαν μία ψυχή σε τρία σώματα. Και στο πατρικό τους στη Βιθυνία και στην αναχώρησή τους στον τόπο της άσκησής τους, αλλά και στο μαρτύριό τους δρούσαν σαν ένας άνθρωπος. Είναι πολύ όμορφη η εικόνα που χρησιμοποιεί ο εκκλησιαστικός ποιητής για να δηλώσει την ενότητά τους αυτή. Τις ονομάζει «τρίφωτον λαμπάδα, τριώροφον οίκημα, σκήνωμα της αγίας Τριάδος». Κι είναι αξιοθαύμαστο τούτο, διότι δυστυχώς όχι σπάνια τα αδέλφια μεταξύ τους δεν διαπνέονται από τη φυσική αγάπη που θα έπρεπε να διακρίνει τις σχέσεις τους. Πολλές φορές μάλιστα όχι μόνο δεν υπάρχει αγάπη, αλλά αναπτύσσεται και μίσος, το οποίο φτάνει, όταν προκύπτουν ιδίως θέματα κληρονομιάς, και σε ακραίες καταστάσεις. Στα θήλεα αδέλφια δε, το ιδιάζον που αναπτύσσεται και συχνά δηλητηριάζει τις σχέσεις τους είναι η ζήλεια. Είναι μία τραγική πραγματικότητα, μέτοχοι της οποίας συχνά γίνονται οι πνευματικοί εξομολόγοι. Η αγάπη λοιπόν μεταξύ των τριών αυτών αγίων αδελφών αποτελεί παράδειγμα και έλεγχο. Αυτή είναι η κανονική και φυσιολογική κατάσταση, την οποία βεβαίως και μόνον ευλογεί ο Θεός.

Το δεύτερο αξιοθαύμαστο είναι η ανδρεία την οποία επέδειξαν και στη σκληρή άσκηση που ανέλαβαν στο λόφο που αποσύρθηκαν, αλλά κυρίως στην ώρα των μαρτυρίων τους. Η γυναικεία φύση πάντοτε θεωρήθηκε ως πιο απαλή και συνεπώς ευάλωτη στις σκληρές καταστάσεις, κάτι που οι σημερινές άγιες, όπως και όλες οι άγιες της Εκκλησίας μας το απέδειξαν ανίσχυρο. Ο έπαρχος Φρόντων καταρχάς προσέκρουσε σε «νταμάρι», όταν επεχείρησε να τις μεταπείσει, ώστε να φύγουν από την πίστη του Χριστού. Κι εκεί που αποδείχτηκε γρανιτένια η θέλησή τους ήταν ακριβώς την ώρα των μαρτυρίων τους. Ο υμνογράφος, έκθαμβος μπροστά στο ένθεο φρόνημά τους, σημειώνει: «Ατελεί εν τω σώματι, και τελείω φρονήματι, παλαμναίον δράκοντα, τον αρχέκακον, κατεπαλαίσατε ένδοξοι, δυνάμει του Πνεύματος, και ανίσχυρον αυτού την ισχύν απεδείξατε». Δηλαδή: Καταπαλαίψατε, ένδοξοι μάρτυρες, τον αρχέκακον δολοφόνο δράκοντα, τον αρχέκακο διάβολο (και τα όργανά του), με το ατελές και αδύναμο σώμα σας, αλλά με το τέλειο φρόνημά σας, και με τη Δύναμη του αγίου Πνεύματος αποδείξατε ανίσχυρη τη δύναμή του.

Είναι περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι και στα δύο αξιοθαύμαστα στοιχεία των αγίων αυτών μαρτύρων υπάρχει ως προϋπόθεση και βάση η ένθερμη πίστη στον Χριστό και η τελεία αγάπη Του. Η πίστη και η αγάπη σ’  Εκείνον δίνει αφενός την ενότητα στους ανθρώπους, πολύ περισσότερο δε την υπομονή στα μαρτύρια. Κι είναι η απάντηση της Εκκλησίας σε κάθε παρόμοια κατάσταση∙ όπου υπάρχει διχόνοια, ζήλεια, μίσος και έχθρα, όπου υπάρχουν δυσκολίες και αντιξοότητες στη ζωή, η  λύση είναι μία: ο άνθρωπος να στραφεί προς τον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υμνογράφος ερμηνεύει και τα δύο αξιοθαύμαστα ακριβώς με τον τρόπο τούτο: την αδελφική αγάπη τους τη χαρακτηρίζει πνευματική. «Αδελφικώς τω πνεύματι συνδούμεναι» (έχοντας αδελφικό σύνδεσμο κατά το πνεύμα), ενώ το μαρτύριό τους το ερμηνεύει ως αποτέλεσμα ενίσχυσής τους από την αγάπη του Χριστού: «τον δεδοξασμένον Λόγον ολικώς αγαπήσασαι, ου τετρωμέναι τω πόθω υπεμείνατε, παθημάτων τας επαγωγάς καρτερώτατα» (Επειδή αγαπήσατε τον δοξασμένο Λόγο του Θεού ολοκληρωτικά, πληγωμένες από τον πόθο Του, υπομείνατε καρτερικότατα όλα τα βασανιστήρια).

09 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΠΑΤΟΡΩΝ ΙΩΑΚΕΙΜ ΚΑΙ ΑΝΝΗΣ

«Τη σύναξη αυτών εορτάζουμε, λόγω της γεννήσεως της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Και έγιναν αυτοί πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας, μέσω της  πάναγνης αγίας αυτών θυγατέρας, της Θεοτόκου. Την τελείωσή τους όμως από τον κόσμο αυτό γνωρίζει η εικοστή Πέμπτη του μηνός Ιουλίου».

Στον απόηχο των Γενεθλίων της Θεοτόκου η σημερινή εορτή της σύναξης των δικαίων Ιωακείμ και Άννης, κατά την προσφιλή συνήθεια της Εκκλησίας να τιμά μετά από ένα μεγάλο γεγονός τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό - ο Ιωακείμ και η Άννα τιμώνται ως οι γονείς της Θεοτόκου, ως εκείνοι δηλαδή που συνήργησαν, προκειμένου να έλθει στον κόσμο, βουλήματι Θεού, η προορισθείσα να γίνει Μητέρα Αυτού, κόρη τους Μαρία. Και βεβαίως, είναι φυσικό τέτοιος ευκλεής καρπός σαν την Παναγία να έχει γονείς όχι τυχαίους, οι οποίοι πράγματι χαρακτηρίζονταν  από έντονη θεοσέβεια και απόλυτη υπακοή στον νόμο του Θεού, γι’  αυτό και υπερέβαλαν όλους ως προς τη γονεϊκή τους ιδιότητα. «Ω, μακάρια δυάδα. Εσείς ξεπεράσατε όλους τους γονείς, γιατί βλαστήσατε αυτήν που υπερέχει από όλη τη δημιουργία», κατά πώς ψάλλει και η Εκκλησία μας.

Η Γέννηση της Θεοτόκου όμως  δεν ήλθε ανώδυνα. Οι γονείς της έζησαν πολλά χρόνια με το «στίγμα» της ατεκνίας, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη κάθε Ιουδαϊκό ζεύγος που αδυνατούσε να κάνει παιδιά, θεωρείτο ότι είχε κατά κάποιο τρόπο την «κατάρα» του Θεού, αφού σίγουρα δεν θα προερχόταν από αυτό ο Μεσσίας που αναμενόταν. Με άλλα λόγια, κάθε ζεύγος Ιουδαίων δυνάμει ήταν και το Μεσσιανικό ζεύγος, συνεπώς το άτεκνο ζεύγος εξαιρείτο από  την ευλογία αυτή. Κι όμως, ο Θεός ανατρέπει τη λογική αυτή∙ μέσα από τη στείρωση της Άννας δημιουργεί τις συνθήκες της σπουδαιότερης ευτεκνίας στον κόσμο, για όλες τις εποχές, γεγονός που σηματοδοτεί την εκ θαύματος προέλευση της Παναγίας, σαν ένα είδος νέας δημιουργίας: όπως με τη βούληση του Θεού εκ του μηδενός δημιουργείται ο κόσμος, κατά παρόμοιο τρόπο, με τη βούληση του Θεού εκ της στειρώσεως δημιουργείται η Παναγία. Κι αυτό δίνει ώθηση στον υμνογράφο να «δει» και με άλλον τρόπο τη Γέννησή της: ως απαρχή αφενός στειρώσεως του ανθρώπου έναντι της αμαρτίας – ο άνθρωπος μπορεί να μην αμαρτάνει πια – και αφετέρου  διάλυσης της στειρώσεως της ανθρωπίνης  φύσεως – ο άνθρωπος μπορεί πια να καρποφορεί τις αρετές με τη χάρη του Θεού. Έτσι με τα Γενέθλια της Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε γεγονότα που υπερβαίνουν τη φυσική τάξη και μας μυούν στο μυστήριο της θείας οικονομίας, του σχεδίου δηλαδή του Θεού προς σωτηρία του κόσμου. Η Εκκλησία μάς καθοδηγεί να «ψαύσουμε» εν ταπεινώσει, εν φόβω και τρόμω, τον «βηματισμό» του Θεού, καθώς έρχεται η ώρα εισόδου Του στη γη.

Τη συγκλονιστική αυτή αναγωγή που αγκαλιάζει όλη την πνευματική ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάνει ο υμνογράφος με πολλές εικόνες και σχήματα, αλλά και με σαφή λόγο, όπως στο κοντάκιο της εορτής: «Ο Ιωακείμ και η ´Αννα, με την αγία γέννησή σου, άχραντε Θεοτόκε, ελευθερώθηκαν από την ντροπή της ατεκνίας, όπως και ο Αδάμ και η Εύα ελευθερώθηκαν από τη φθορά του θανάτου. Τη γέννησή Σου αυτήν εορτάζει και ο λαός σου, καθώς λυτρώθηκε από την ενοχή των πταισμάτων του με το να κραυγάζει σε σένα: η στείρα ´Αννα γεννάει τη Θεοτόκο και τροφό της ζωής μας». Η Γέννηση της Θεοτόκου δεν κινείται δηλαδή μόνο σ’  ένα συγκεκριμένο ιστορικό επίπεδο∙ της εποχής του Ιωακείμ και της Άννας, όπου το ζεύγος ελευθερώνεται από την ντροπή της ατεκνίας, αλλά ανάγεται και στην αρχή της ανθρωπότητας με ό,τι συνέβη με την πτώση του Αδάμ και της Εύας στην αμαρτία: ο θάνατος ως τίμημα της αμαρτίας υπερβαίνεται, γιατί γεννήθηκε εκείνη, που θα γεννούσε τον Λυτρωτή του ανθρώπου, ακριβώς από την αμαρτία και τον θάνατο. Κι ακόμη∙ η Γέννησή της δρα πια διαχρονικά σε όλους τους αιώνες. Με Αυτόν που γέννησε η Παναγία ο άνθρωπος σώθηκε από οποιαδήποτε ενοχή, αφού ο Υιός και Θεός της, διά της σταυρικής Του θυσίας, σήκωσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου, όλων των εποχών.

Παρακολουθούμε τα γεγονότα, μαζεμένοι, σιωπηλοί, «ψαύοντας», όπως είπαμε, εν φόβω και τρόμω τα μυστήρια. Και πώς αλλιώς; Ένα ζευγάρι Ιουδαίων, χωρίς να κατανοεί το τι διαδραματίζεται στο βάθος, γίνεται το όργανο του Θεού για το μεγαλύτερο μυστήριο που μπορούσε ποτέ να υπάρξει: της φανέρωσης Εκείνου στον κόσμο ως ανθρώπου!

07 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η σύνδεση της Γεννήσεως της Παναγίας με τον Ιησού Χριστό είναι εκείνο που κατεξοχήν εξαγγέλλει η εορτή.  Δεν προβάλλεται η Παναγία μας καθεαυτήν ως άνθρωπος. Ποτέ κανείς άνθρωπος από μόνος του, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τους ανθρώπους - όλοι ενεργούν και υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της φθοράς και του θανάτου. Η Παναγία έρχεται στον κόσμο μέσα στο θείο σχέδιο σωτηρίας του κόσμου από την αμαρτία και τον θάνατο: είναι η προορισθείσα εκ πασών των γενεών να γίνει Μητέρα του Θεού, παραμένοντας Παρθένος κόρη, όπως διαλαλούν οι ύμνοι της εορτής της. Είναι εκείνη που ο ερχομός της, ως προαναγγελία του Σωτήρα του κόσμου Χριστού, είχε προφητευθεί με φωτισμό Θεού από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης∙ είτε ως κλίμαξ του Ιακώβ είτε ως στάμνος και μάννα είτε ως ράβδος του Ααρών είτε πολύ περισσότερο ως «η κεκλεισμένη πύλη, η κατά ανατολάς βλέπουσα», την οποία έδειξε στον προφήτη Ιεζεκιήλ ο Θεός, αποκαλύπτοντάς του ότι δεν θα την διέλθει άλλος παρά μόνον ο Ίδιος, και γι’  αυτό θα την κρατήσει έπειτα και πάλι κεκλεισμένη.

Η Γέννηση της Παναγίας λοιπόν τονίζεται και υμνολογείται τόσο εξαίσια, διότι ακριβώς παραπέμπει στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει την αξία στη Μητέρα Του, χωρίς την οποία όμως δεν θα ήταν Αυτός που είναι: εκτός από τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Γι’  αυτό και η μοναδικότητα του Ιησού Χριστού αποκαλύπτει και τη μοναδικότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει παρόμοιος με την Παναγία. Το ύψος της αγιότητάς της είναι υπέρμετρο και πάντοτε θα παραμένει, κατά την πατερική ποιητική έκφραση, «Θεός μετά Θεόν». Κατά συνέπεια κατανοείται και το γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη χαρά στη σύμπασα οικουμένη. Διότι με τη Γέννηση της Παναγίας ξεκινά η διαδικασία Γεννήσεως και της Χαράς του κόσμου, του Χριστού. Στον κόσμο πια θα υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης της αμαρτίας, κατάργησης του διαβόλου, καταπάτησης του θανάτου. Στον κόσμο θα υπάρχει η αληθινή Ζωή. Είναι δυνατόν να μη χαίρει ο κόσμος γι’  αυτό; «Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια∙ σήμερον έπνευσαν αύραι, σωτηρίας προάγγελοι».

 Και βεβαίως η Εκκλησία μας δεν παύει, προβάλλοντας με ποιητικότατο και θεολογικότατο τρόπο την εορτή, να καλεί και εμάς τους πιστούς όλων των αιώνων στην πρακτική διάσταση αυτής∙ δηλαδή αφενός να κινηθούμε σε δοξολογία του Θεού μας για την ευεργεσία Του να αναδείξει την Παναγία κατοικητήριό Του, αφετέρου να κατανοήσουμε ότι «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου» ο Κύριος θα μας σώζει, και τρίτον, να διδαχθούμε από την Παναγία στον τρόπο της ζωής της, ακολουθώντας  αυτό που την ανέδειξε σε τόσο μεγάλη αγιότητα: το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά Σου». Η Εκκλησία αδιάκοπα μας υπενθυμίζει ότι είμαστε κλημένοι για τη θέωση, δηλαδή να γινόμαστε κι εμείς Παναγίες, σαρκώνοντας τον Χριστό μέσα μας. Κι ο λόγος για την προοπτική αυτή που ξεπερνά οποιαδήποτε φαντασία είναι η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού διά του αγίου βαπτίσματός μας. Είμαστε μέλη Χριστού, είμαστε ενδεδυμένοι Εκείνον, συνεπώς μπορούμε να ζούμε σαν την Παναγία. Αρκεί βεβαίως να το θέλουμε και να το επιτηζούμε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

“᾽Εμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, δι᾽οὗ ὁ κόσμος ἐμοί ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ

 Τό ἀποστολικό, (ὅπως καί τό εὐαγγελικό ἄλλωστε), ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς βρίσκεται μέσα στήν προοπτική τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Παρμένο ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀναφέρεται στό τί ἀποτελεῖ καύχημα τοῦ ἀποστόλου. Καί τό καύχημα αὐτό εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου. ᾽Αφοῦ ὁ ἀπόστολος ἐπιστήσει τήν προσοχή τῶν Γαλατῶν ἀπέναντι σ᾽ ἐκείνους πού θέλουν νά τούς χρησιμοποιοῦν ἀπό πλευρᾶς θρησκευτικῆς – τούς ἰουδαιοχριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τά ἔχουν καλά μέ ὅλους, ἀρκεῖ νά μή ὑφίσταντο κάποιο διωγμό γιά τήν πίστη τους – τονίζει ἀκριβῶς τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ὡς καύχηση τῆς ζωῆς του καί ὡς προσωπικό γεγονός σωτηρίας του. ῾῞Οσο γιά μένα, δέν θέλω ἄλλη ἀφορμή γιά καύχηση ἐκτός από τόν σταυρό τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τόν σταυρό πού πάνω του ὁ κόσμος πέθανε γιά μένα κι ἐγώ γιά τόν κόσμο᾽.

 1. Ὁ ἀπόστολος δέν καυχᾶται γιά ἐπίγεια πράγματα, δηλαδή γιά χρήματα, γιά δόξα, γιά δύναμη - ὅ,τι ἐκφράζει τόν κοσμικό λεγόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς -, διότι μία τέτοια καύχηση γιά τά γήϊνα μόνο ἀγαθά εἶναι εὐνόητο ὅτι ἀποκαλύπτει τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει διαγράψει τόν Θεό καί τήν παρουσία Του ἀπό τή ζωή του καί ἔχει κάνει κέντρο αὐτῆς μόνον τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό του. ῞Ενα ἐγωπαθές ἄτομο πού βιώνει ἔτσι τήν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, ἔχει ὡς μόνη ὅραση ζωῆς ὅ,τι ἱκανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις του καί τά πάθη του, κατά τό ῾φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽. Πρόκειται γιά τήν καύχηση τοῦ τύπου τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου, πού τό μόνο τελικῶς πού εἰσπράττει εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αἰώνιας σωτηρίας του. ῾῞Α δέ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; Τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ᾽.

Ὁ ἀπόστολος καυχᾶται γιά ὅ,τι θεωρεῖτο σκάνδαλο γιά τούς ἰουδαίους καί ἀνοησία γιά τούς εἰδωλολάτρες : τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Γιατί; Διότι ὡς γνωστόν πάνω στόν Σταυρό ἀποκορυφώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο - ῾οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν᾽ - ἀφοῦ διά τοῦ Σταυροῦ ἤρθη ἐν Χριστῷ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου καί σώθηκε ἔτσι αὐτός ἀπό τό κεντρί της, τόν θάνατο, καί τόν παντοτινό ὑποκινητή της, τόν πονηρό διάβολο. Μέ τόν Σταυρό ὁ ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στήν ἐλευθερία καί τή χαρά τῆς ἀληθινῆς ζωῆς: τή μετοχή του στό ἀποτέλεσμα τοῦ Σταυροῦ, τήν  ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι καύχηση γιά τόν Σταυρό σημαίνει καύχηση γιά τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού νίκησε τόν θάνατο καί τόν ἐγωϊσμό, δείχνοντας τήν αἰώνια ζωή ὡς προοπτική τοῦ ἀνθρώπου.

2. Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος στή συνέχεια: «μέ τόν Σταυρό ὁ κόσμος γιά μένα ἔχει σταυρωθεῖ καί ἐγώ γιά τόν κόσμο». Ὁ Σταυρός ἔχει ἀνθρωπολογικές καί παγκόσμιες διαστάσεις. ῞Ο,τι ὑπέστη ὁ Κύριος ἀντανακλᾶ πιά στόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο προσέλαβε καί ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὑπερνικήσει τίς ὅποιες ἐπιρροές τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, προερχόμενες εἴτε ἔξω ἀπό αὐτόν εἴτε ἀπό τά ἴδια τά πάθη του. ᾽Αρκεῖ βεβαίως νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά Τόν ἀποδεχθεῖ στή ζωή του, πού σημαίνει νά βαπτισθεῖ στό ἅγιο ὄνομά Του καί νά γίνει μέλος τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του, τήν ᾽Εκκλησία. ᾽Ενσωματωμένος στόν Χριστό εἰσπράττει τή δύναμή Του καί ἀπελευθερώνεται ἀπό τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ κόσμος, κατά τή διατύπωση τοῦ ἀποστόλου, νεκρώνεται γι᾽ αὐτόν καί ὁ ἴδιος νεκρώνεται γιά τόν κόσμο. Καί βεβαίως ἐννοεῖται ὅτι μιλώντας γιά τή νέκρωση τοῦ κόσμου ὁ ἀπόστολος δέν ἐννοεῖ τόν κόσμο ὡς δημιουργία τοῦ Θεοῦ. ᾽Εννοεῖ αὐτό πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δίνει ὡς περιεχόμενο: τό ἁμαρτωλό φρόνημα τοῦ κόσμου, τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Τό λέει πολύ καθαρά μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης ὁ Εὐαγγελιστής: ῾Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ. ῞Οτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὔκ ἐστιν᾽.

Μέ ἄλλα λόγια, καυχᾶται ὁ ἀπόστολος, ναί, γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. ᾽Αλλά δέν βλέπει τόν Σταυρό σάν κάτι μετέωρο: ἀποκομμένο ἀπό τόν ἴδιο, σάν γεγονός δηλαδή πού σχετίζεται μέ κάποιον ἄλλον ἔστω καί τόν Θεό. Μία τέτοια θεώρηση θά συνιστοῦσε διαστροφή τῆς πίστεως. Θά σήμαινε ἀλλοίωσή της κι ἔκπτωσή της σέ μία ἰδεολογία. Τόν Σταυρό Τόν βλέπει χάριτι Θεοῦ ὡς προσωπικό ὑπαρξιακό γεγονός, ὡς βίωμα δικό του, πού τόν κάνει νά μετέχει σ᾽ Αὐτόν. Τό εἶχε πεῖ ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι᾽. ῎Ετσι ὁ χριστιανός, ἄν εἶναι ἀληθινός χριστιανός, δέν μπορεῖ νά ἀφήσει χῶρο μέσα στήν καρδιά καί τόν νοῦ του γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ὅποιας ἁμαρτίας. Κάθε κίνημα ἐμπαθές, εἴτε φιληδονίας είτε φιλαργυρίας εἴτε φιλοδοξίας, νεκρώνεται ἐν τῇ γενέσει του, ὅπως ἀντιστοίχως ὅπου ἐνεργεῖται ἡ ἁμαρτία τοῦ κόσμου ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά βρεῖ παρόντα τόν χριστιανό. Γιά τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία κόσμο ὁ χριστιανός εἶναι ἀπών, δέν ὑπάρχει. Ἡ γνωστή εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου μοναχοῦ, ὅπου στή θέση τοῦ μοναχοῦ βρίσκεται καί κάθε χριστιανός, εἶναι κατεξοχήν ἀποκαλυπτική τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.

3. ᾽Εσταυρωμένος ἔτσι ὁ χριστιανός, μέ ἀνενέργητη τήν ἁμαρτία μέσα του, ἤ καθιστώντας την ἀνενέργητη μέ τό διαρκές βίωμα τῆς μετανοίας του κάθε φορά πού ἐπισημαίνει τή δαιμονική ἐπιρροή της στήν ὕπαρξή του, βλέπει νά μετατίθεται ἐσωτερικά σέ μία ἄλλου εἴδους κατάσταση: γίνεται ῾καινή κτίσις᾽, καινούργια δημιουργία. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ σέ αὐτόν, κάνοντάς τον νά βιώνει ἤδη ἀπό τή ζωή αὐτή τήν πνευματική ἀνάστασή του, πού ἐκδηλώνεται μέ τούς καρπούς τοῦ ἁγίου Πνεύματος: τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη, τή μακροθυμία, τήν ἐγκράτεια. Τό ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος: ῾ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτούς καί ἔλεος καί ἐπί τόν ᾽Ισραήλ τοῦ Θεοῦ᾽. Ὅσοι ἀκολουθοῦν αὐτήν τήν ἀρχή, θά ἔχουν τήν εἰρήνη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μαζί τους, αὐτοί καί ὅλος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐν Χριστῷ δηλαδή ἄνθρωπος πού μετέχει στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ὡς μέλος Αὐτοῦ καί ὡς τηρητής τῶν ἐντολῶν Του, μακριά συνεπῶς ἀπό τήν ἁμαρτία, ζεῖ ἐνεργά μέσα στή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός μέσα σ᾽ αὐτόν. Βρίσκεται ὅσο εἶναι δυνατόν  σέ μία κατάσταση ἀδιάκοπης θείας κοινωνίας.

 Κανείς δέν εἶπε ὅτι ὁ δρόμος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι εὔκολος. ῾Οὐδείς ἀνῆλθεν εἰς τόν οὐρανόν μετά ἀνέσεως᾽, μᾶς λένε οἱ ἅγιοί μας, στοιχώντας στή ζωή καί τόν λόγο τοῦ Κυρίου. Χρειάζεται νά σταυρώνουμε καθημερινῶς τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας, διότι λάβαμε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος τή δύναμη γι᾽ αυτό, προκειμένου νά διατηρεῖται ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματος μέσα μας, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τό ἔκαναν. ᾽Απομένει νά τό ἀποδεικνύουμε καί ἐμεῖς.