17 Φεβρουαρίου 2025

ΑΟΜΜΑΤΟΣ!

«Αυτός που έχει ορθή πίστη και όμως διαπράττει αμαρτίες, μοιάζει με πρόσωπο που δεν έχει οφθαλμούς» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 42).

Σκληρός ο λόγος του οσίου! Δεν λέει  ότι αυτός που έχει ορθή πίστη, διαπράττοντας όμως αμαρτίες, έχει οφθαλμούς με ελαττωματική όραση, που σημαίνει ότι μπορεί μ’ έναν τρόπο να διορθωθεί αυτή. Ούτε ακόμη χειρότερα είναι τυφλός, μια  θλιβερή πραγματικότητα που όλοι απευχόμαστε. Λέει ότι πρόκειται για μια «τερατική» κατάσταση! Να ’χεις πρόσωπο και να μην έχεις καθόλου μάτια! Πώς μπορείς να αντικρίσεις μια τέτοια κατάσταση; Το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να κλείσεις και τα δικά σου μάτια για να μη…  βλέπεις!

Κι όμως, ο όσιος το λέει ακριβώς για να τονίσει – να κραυγάσει καλύτερα – ότι όσο προκαλεί σοκ ένα πρόσωπο χωρίς οφθαλμούς, άλλο τόσο συνιστά «τερατική» κατάσταση από πλευράς πνευματικής η ύπαρξη ανθρώπου με ορθή πίστη, με αποδοχή δηλαδή της αποκάλυψης του Χριστού όπως τη ζει το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία, που κάνει όμως αμαρτίες! Και ποιος δεν κάνει όμως αμαρτίες; Υπάρχει άνθρωπος, έστω και ο μεγαλύτερος άγιος, που να μην περιπίπτει σ’ αυτές; Όταν ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος επισημαίνει ότι «αν πούμε ότι δεν αμαρτάνουμε, είμαστε ψεύτες», ή όταν εξίσου διαπιστώνει ο απόστολος Παύλος την τραγικότητα του ανθρώπου με το «πάντες ήμαρτον και πάντες υστερούνται της δόξης του Θεού», τότε ποιος μπορεί να ξεφύγει από τον «κανόνα» της αμαρτίας; Οπότε; Είμαστε όλοι «τέρατα»; Στο συμπέρασμα αυτό δεν καταλήγει κανείς ακούγοντας τον άγιο Ιωάννη;

Ας έχουμε θάρρος! Ο άγιος δεν έχει μάλλον υπ’ όψιν του λέγοντας «διάπραξη αμαρτιών» την αμαρτητική ροπή του ανθρώπου και τις πτώσεις του με τους αμαρτωλούς λογισμούς – εκεί από όπου ξεκινά κάθε αμαρτία. Αλλ’ ούτε και τις αμαρτίες που καθημερινά διαπράττουμε, μετά μάλιστα από δραματικό πόλεμο στην καρδιά μας, και για τις οποίες  μετανοούμε. Τέτοιες πτώσεις και τέτοιες αμαρτίες ίσα ίσα μπορεί να γίνονται οι αφορμές για μεγαλύτερη ταπείνωσή μας και συνεπώς για μεγαλύτερη τελικώς προκοπή μας! Προφανώς μιλάει για τις αμαρτίες που ελαφρά τη καρδία επιτελούμε, γιατί η βούλησή μας έχει αποφασίσει οριστικά να προσκλίνει προς τα επίγεια, χωρίς αίσθηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας. Συνεπώς αναφέρεται σ’ έναν ιδεολογοποιημένο χριστιανισμό, σύμφωνα με τον οποίο άλλο είναι η πίστη μας, ορθή κατά τα άλλα, και άλλο η ζωή μας. Αλλά αυτό δεν συνιστά και τον φαρισαϊκό τρόπο ζωής; Και μη ξεχνάμε: μία ορθή πίστη χωρίς την εμψύχωσή της από τη ζωή μας, συνιστά μνήμη ασθενική – πολύ γρήγορα θα χαθεί.

Ίσως πρέπει να τρομάξουμε λίγο από τον λόγο του αγίου! Αν δεν έχει μάτια το εσωτερικό μας πρόσωπο, δεν έχουμε καθόλου ομορφιά!

«ΘΕΙΩΝ ΔΩΡΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑ!»

«Ο άγιος μάρτυς Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων  Μαξιμιανού και Μαξίμου και καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, από ένα χωριό που λεγόταν Χουμιαλοί. Μόλις συγκαταλέχτηκε στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, υπό την εξουσία του αξιωματικού Βρύγκα, εξετάστηκε από αυτόν, οπότε ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός, ενώ καταχλεύασε τα σεβάσματα των ειδωλολατρών σαν άψυχα ξόανα και έργα χειρών ανθρώπων. Κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν έμεινε άπρακτος, αλλά σκέφτηκε και προέβη στο μέγιστο από τα έργα: κατέκαψε το είδωλο της μητέρας των θεών, όπως οι ειδωλολάτρες παραφρονώντας λένε. Γι’ αυτόν τον λόγο και συνελήφθη, κι αφού ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός του εμπρησμού, πρώτα μεν τον χαράκωσαν κρεμασμένο με σιδερένια νύχια, έπειτα τον έριξαν μέσα σε καμίνι φωτιάς και εκεί τελειώθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου, κατά το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών, όταν έγινε και το θαύμα από αυτόν των κολύβων και έσωσε έτσι τον ορθόδοξο λαό από τη μιασμένη βρώση των ειδωλοθύτων».

Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας». Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και  τον προσέφερε έπειτα σε όλους.

Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το «κρατάει» για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία δική μας. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν: την ίδια την Παναγία μας,  είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή δωρίστηκε σε Αυτόν κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς  ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.

Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρώτιστα τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε - σημειώνει για παράδειγμα - απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» (ωδή γ΄).

Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών». Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.

15 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει» (Α´ Κορ. 6, 12)

Τήν ἀληθινή ἐλευθερία πού διασφαλίζει τή σχέση μας μέ τόν Θεό, τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή δεύτερη Κυριακή προετοιμασίας μας γιά τήν εἴσοδο στή Μ. Σαρακοστή, Κυριακή τοῦ Ἀσώτου. «Πάντα μοι ἔξεστι», ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἔλεγαν στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου, «ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει», ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα, πρόσθετε ὁ ἀπόστολος. Μία διαλεκτική πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς.

1. ῾Η ἐλευθερία βεβαίως προβάλλεται πρώτιστα ἀπό τούς ἁγίους μας ὡς τό κατεξοχήν στοιχεῖο τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν. ῎Αν δηλαδή μιλᾶμε γιά τόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο, μιλᾶμε κυρίως γιά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἔδωσε ὁ Δημιουργός, ὥστε χωρίς αὐτό νά μή θεωρεῖται κἄν ἄνθρωπος. «Ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς ἔδωσε ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν χάραξε μέσα σ᾽ αὐτόν» (ὅσιος Πορφύριος). ῎Οχι λοιπόν ἡ λογική ἤ ὁ συναισθηματικός του κόσμος ἀποτελοῦν τήν προτεραιότητά του, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη βούλησή του, ἐφόσον ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἤ μή πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του.

2. Καθοριστική λοιπόν ἡ ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέ τί περιεχόμενο! Διότι ἡ πτώση του στήν ἁμαρτία ζόφωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν καί ἡ ἐλευθερία ἔχασε τήν καθαρότητά της βιούμενη ἔκτοτε διαστρεβλωμένα. Τό «πάντα μοι ἔξεστι» μάλιστα συνιστᾶ τήν πλήρη διαστρέβλωσή της, γιατί κατανοεῖται  ὡς πλήρης ασυδοσία, πού προϋποθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ τελική ἀναφορά στόν κόσμο τοῦτο. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ οὔτε ἄρα καί ἡ ἱεραρχημένη λειτουργία τῆς ἐλευθερίας, ὡς δώρου δηλαδή πού ὁδηγεῖ πρός Αὐτόν. ῾Η ἀνατροπή εἶναι δεδομένη: ὁ ἄνθρωπος μή ἀναφερόμενος στόν Δημιουργό ὑποδουλώνεται στά πάθη του καί στόν ὑποκινητή τους διάβολο. «ᾯ τις ἥττηται τοῦτο καί δεδούλωται». ῾Ο ἄνθρωπος καθίσταται ἔτσι τό πιό ἐπικίνδυνο ὄν μέσα στή δημιουργία: καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί ὅ,τι στέκεται ἐμπόδιο στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται», είπε ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκι. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου περιγράφει ἀνάγλυφα τήν ἀσύδοτη αὐτή χωρίς Θεό ἐλευθερία: ἀσωτία, νέκρωση, ἀπώλεια ἑαυτοῦ.

3. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος βάζει τά πράγματα στή θέση τους. Μιλάει γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία, κριτήριο τῆς ὁποίας εἶναι τό πνευματικό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι δηλαδή συντελεῖ στή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό. Δέν αὐτονομεῖται ἡ ἐλευθερία, διότι δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνεται ἀναβαθμός στήν ἔνθεη προκοπή τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος προκειμένου νά ἐπιλέγει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ὄχι νά ἐναντιώνεται πρός αὐτό. ᾽Ακριβῶς ἡ ἐναντίωσή του αὐτή, ἡ κατανόηση τῆς ἐλευθερίας του ὡς δύναμης διαγραφῆς τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσε καί τήν πτώση του μέ ὅλα τά τραγικά ἀποτελέσματα πού ἔφερε, κυρίως τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας. «᾽Αλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Ὁπότε τήν ὥρα πού ἐλεύθερα ἐπιλέγω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν ὥρα διασφαλίζω τήν ἐλευθερία μου καί τήν περαιτέρω αὔξησή της. Διότι «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία».

4. Τό παράδοξο εἶναι προφανές: πρέπει νά «δουλωθεῖ» κανείς στόν Θεό, ὑπακούοντας τό θέλημά Του, γιά νά γίνει ἐλεύθερος. Κι ἐλεύθερος σημαίνει υἱός τοῦ Θεοῦ, φίλος καί ἀδελφός Του. «῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν». «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι».  Ἀντιθέτως: ὁ «ἀπελεύθερος» τοῦ Θεοῦ ὑποδουλώνεται τελικῶς  στά πάθη του καί τόν Πονηρό. Διότι ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀγάπης καί ἐμπλοκή στήν ἴδια τήν κόλαση.

Λοιπόν ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού κάνει ὅ,τι θέλει ἤ ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι συμφέρει καί ἁρμόζει στήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, ὅ,τι ἔχει αἰώνια ἀξία καί τόν διακρατεῖ στήν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τά παραδείγματα τοῦ ἀποστόλου: φαγητό καί πορνεία, κατανοοῦνται κάτω ἀκριβῶς ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική: ὄχι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα, λειτουργοῦν σωστά καί ὁμαλά, ὅταν λειτουργοῦν δοξολογικά πρός τόν Χριστό καί ὄχι πρός ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας τοῦ ἀνθρώπου: «τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι». Ἡ ἐγκράτεια ἔτσι ὡς γενική ἀρετή θεωρεῖται δεδομένη γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τονίζει ἡ Ἐκκλησία ίδως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.

 ῾Ο ἀγώνας τῆς ἐλευθερίας ὡς ἔνθεης ζωῆς δέν εἶναι ἀγώνας κάποιων στιγμῶν τῆς ζωῆς μας οὔτε σχετίζεται μέ τά δικά μας (ἁμαρτωλά κυρίως) θέλω καί τό ἔτσι μ᾽ ἀρέσει.  ῾Η ἐλευθερία κερδίζεται ἤ χάνεται κάθε στιγμή στόν βαθμό πού πορευόμαστε μέ κριτήριο τό πνευματικό μας συμφέρον: τήν ὑπακοή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» ἀποτελεῖ τόν ἀέρα πού ἀναπνέουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ ὁδηγώντας τα στή μεγαλύτερη ἔκπληξη: νά γίνεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός «ὑπήκοος» ἐκείνων.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 15, 11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας.  Καὶ διεῖλεν  αὐτοῖς  τὸν  βίον.  Καὶ μετ’  οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν  τὴν  οὐσίαν  αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.  Δαπανήσαντος  δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός  μου  περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε  πρὸς  τὸν  πατέρα ἑαυτοῦ. Ἔτι  δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε  τὴν  στολὴν  τὴν  πρώτην  καὶ ἐνδύσατε  αὐτόν,  καὶ δότε δακτύλιον  εἰς  τὴν  χεῖρα  αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα  εἰς  τοὺς  πόδας,  καὶ ἐνέγκαντες  τὸν  μόσχον  τὸν  σιτευτόν  θύσατε,  καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι  οὗτος ὁυἱός  μου  νεκρὸς ἦν  καὶ ἀνέζησεν,  καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε  συμφωνίας  καὶ χορῶν,  καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα  τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ·τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή: «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος ἀπ’  αὐτούς  εἶπε  στόν πατέρα του:  “πατέρα,  δῶσε  μου  τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀναλογεί”· κι ἐκεῖνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε  σέ  χώρα  μακρινή. Ἐκεῖ σκόρπισε  τήν  περιουσία  του  κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὅταν τά ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, καί ἄρχισε κι αὐτός νά στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σέ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. Ἔφτασε στό σημεῖο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱχοῖροι, ἀλλά κανένας δέν τοῦ ἔδινε. Τελικά συνῆλθε καί εἶπε: “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θά σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: πατέρα, ἁμάρτησα στό Θεό καί σ’ ἐσένα· δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου· κάνε με σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε: “πατέρα, ἁμάρτησα στό Θεό καί σ’ ἐσένα καί δέν ἀξίζω νά λέγομαι παιδί σου”. Ὁ πατέρας ὅμως γύρισε στούς δούλους του καί τούς διέταξε: “βγάλτε  γρήγορα  τήν  καλύτερη  στολή  καί  ντύστε  τον·  φορέστε  του δαχτυλίδι στό χέρι καί δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε το νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”. Ἔτσι ἄρχισαν νά εὐφραίνονται. Ὁ μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στό χωράφι· καί καθώς ἐρχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “γύρισε ὁ ἀδερφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτός τότε θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα. Ὁ πατέραςτου βγῆκε καί τόν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: “ἐγώ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καί ποτέ δέν παράκουσα καμιά ἐντολή σου· κι ὅμως σ’ ἐμένα δέν ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε: “παιδί μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Ἔπρεπε ὅμως νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε, γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 6, 12-20)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος  τῷ Κυρίῳ ἓν  πνεῦμά ἐστι.  φεύγετε  τὴν  πορνείαν.  Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν  ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς  τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, μερικοί μεταξύ σας λένε: «Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται». Σωστά· ὅλα ὅμως δέν εἶναι πρός τό συμφέρον. Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἐγώ ὅμως δέ θά ἀφήσω τίποτε νά μέ κυριέψει. Λένε ἐπίσης: «Οἱ τροφές προορίζονται γιά τήν κοιλιά καί ἡ κοιλιά εἶναι καμωμένη γιά τίς τροφές»· ὁ Θεός ὅμως θά τά ἀχρηστέψει  καί  τό ἕνα  καί  τό ἄλλο.  Τό  σῶμα  δέν ἔγινε  γιά  νά πορνεύουμε, ἀλλά γιά νά δοξάζουμε τόν Κύριο, καί ὁ Κύριος θά δοξάσει τό σῶμα. Καί ὁ Θεός πού ἀνέστησε τόν Κύριο, μέ τή δύναμή του θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς. Δέν ξέρετε ὅτι τά σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Μπορῶ, λοιπόν, νά πάρω κάτι πού εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά τό κάνω μέλος τοῦ σώματος μιᾶς πόρνης; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι αὐτός πού ἑνώνεται μέ μιά πόρνη γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της; Γιατί, καθώς λέει ἡ Γραφή, οἱ δύο θά γίνουν ἕνα σῶμα. Ὅποιος ὅμως ἑνώνεται μέ τόν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του. Μακριά λοιπόν ἀπό τήν πορνεία! Κάθε ἄλλο ἁμάρτημα πού μπορεῖ νά διαπράξει κανείς βρίσκεται ἔξω ἀπό τό σῶμα του· αὐτός ὅμως πού πορνεύει βεβηλώνει τό ἴδιο του τό σῶμα. Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι τό σῶμα σας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού σᾶς τό χάρισε ὁ Θεός καί βρίσκεται μέσα σας; Δέν ἀνήκετε στόν ἑαυτό σας· σᾶς ἀγόρασε ὁ Θεός πληρώνοντας τό τίμημα. Τό Θεό λοιπόν νά δοξάζετε μέ τό σῶμα σας καί μέ τό πνεῦμα σας, πού ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον.

ΑΡΕΤΕΣ ΠΟΥ ΠΕΤΑΣ ΣΕ ΠΑΛΙΟΚΑΛΑΘΟ!

 

«Το καλόν ουκ έστι καλόν, εάν μη καλώς γένηται. Αν πηγαίνης εις την εργασίαν από φόβον ή αν κάμνης υπομονήν από εντροπήν ή αν σιωπάς από θυμόν και υπερηφάνειαν, αν πηγαίνης εις την υπηρεσίαν με γογγυσμόν και όχι με ευχαρίστησιν, αν πηγαίνης εις την ακολουθίαν με αμέλειαν και ανορεξία, αυτές τις αρετές που γίνονται χωρίς ευχαρίστησι και καλή διάθεσι τις πετάς μέσα σ’ ένα παλιοκάλαθο» (όσιος Άνθιμος ο εν Χίω*).

Οι χριστιανοί πολύ συχνά γινόμαστε «περίεργοι» άνθρωποι. Περίεργοι με την έννοια ότι μας διαφεύγει το πιο κύριο στοιχείο της χριστιανικής πίστεως: το βάθος και η καρδιά του ανθρώπου. Ο Κύριος ήδη απαρχής της Δημιουργίας του ανθρώπου, πολύ περισσότερο μετέπειτα με τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, κατεξοχήν δε με τον ερχομό Του ως άνθρωπος στον κόσμο τούτο, μας έδειξε ότι το ζητούμενο από Αυτόν για τον άνθρωπο δεν είναι απλώς τα έργα του και η επιφάνεια εν γένει των ενεργειών του, αλλά το κίνητρο που υπάρχει πίσω από αυτά, η «καρδιά» που ωθεί το κάθε τι στην πορεία της ζωής του. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»!

Ποιος δεν θυμάται για παράδειγμα το αρχικό περιστατικό της ανθρώπινης ιστορίας με τα παιδιά του Αδάμ και της Εύας, τον Κάιν και τον Άβελ; Και οι δύο προσφέρουν θυσία προς τον Θεό, αλλά μόνον η προσφορά του Άβελ ευλογείται από Εκείνον. Γιατί; Διότι κίνητρό της ήταν η άδολη αγάπη του Άβελ που πρόσφερε στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε - η θυσία του Κάιν ήταν αναμειγμένη με εγωισμό και με συμφέρον, εξ ου και απορρίπτεται. Και από τους Προφήτες της Π. Διαθήκης ακούγεται ο λόγος του Κυρίου: «Έλεος θέλω και ου θυσίαν», την αγάπη σου θέλω, άνθρωπε, την καρδιά σου και όχι αυτό που υλικά μου προσφέρεις. Κι ακόμη: «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις θυσίες σας, γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας»! Είναι περιττό βεβαίως να μνημονεύσουμε τον ίδιο τον Κύριο, γιατί ο κάθε λόγος Του και η κάθε ενέργειά Του ήταν ακριβώς ένα «μαστίγωμα» της φαρισαϊκής ηθικής που εξαντλείτο μόνο στο «φαίνεσθαι» και όχι στην καθαρότητα της καρδιάς. «Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί…!» Αρκεί ίσως η υπενθύμιση της χήρας γυναίκας, η οποία επαινέθηκε από τον Ίδιο, γιατί ενώ έδωσε ό,τι πιο πενιχρό υπήρχε προς ελεημοσύνη, ένα «δίλεπτον», εν αντιθέσει προς τους Φαρισαίους που έδιναν πολλά, το έδωσε με την καρδιά της – έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε.

Γινόμαστε λοιπόν «περίεργοι» οι χριστιανοί, γιατί θαμπωνόμαστε μ’ αυτό που βλέπουμε ως αρετή: την εργατικότητα κάποιου, την υπομονή που επιδεικνύει, τη σιωπή του, την προσφορά των υπηρεσιών του, το φιλακόλουθο ακόμη με τον ερχομό του στην Εκκλησία! Κι έρχεται ο άγιος Άνθιμος με το συγκεκριμένο λόγιό του να μας υπενθυμίσει την αλήθεια που ισχύει στην πίστη μας: όχι το τι κάνουμε, το τι ίσως λέμε, αλλά το γιατί κάνουμε ή λέμε κάτι έχει σημασία, όπως το αναπτύξαμε δι’ ολίγων και παραπάνω. Η καρδιά μας και το περιεχόμενό της είναι ό,τι βλέπει ο Κύριος, αφού αυτή αποτελεί το κέντρο και την «ουσία» μας, εκεί εδράζεται ο νους μας, το κατεξοχήν στοιχείο που εικονίζει τον Χριστό στην ύπαρξή μας. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό» είπε ο ενανθρωπήσας Θεός μας, τονίζοντας και με τον τρόπο αυτόν ότι εκεί βρίσκει τόπον «καταπαύσεως», το περιεχόμενο της καρδιάς είναι ό,τι Τον ελκύει, βλέποντας τη συγγένεια που υπάρχει μεταξύ του Ίδιου και ημών.

Οπότε, τα έργα μας είναι άξια ενώπιον του Θεού όταν βρίσκονται σ’ αυτήν την ευθεία: να ετοιμάσουν χώρο για την εγκατοίκησή Του μέσα μας, να συντονιστούμε με την αγάπη Του, η οποία μας αγαπά σε άπειρο βαθμό. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Κι αυτό θα πει: κάθε αρετή που εξασκούμε δεν μας καταξιώνει από μόνη της, αλλ’ όταν συντελεί στο άνοιγμα της ύπαρξής μας, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Όπως το υπενθυμίζει από τον απόστολο Παύλο ο όσιός μας: «Το καλό δεν είναι καλό, εάν δεν γίνεται και με καλό τρόπο». Εργάζομαι; Ναι, όχι όμως από φόβο, αλλά από συναίσθηση ότι η εργασία με προάγει κατά Θεόν. Υπομένω; Ναι, αλλά από αγάπη προς τον συνάνθρωπο και με επίγνωση ότι έτσι οδηγούμαι στην τελειότητα. Σιωπώ; Ναι, όχι από θυμό και υπερηφάνεια, αλλά γιατί έτσι δίνω χώρο στον συνάνθρωπο να συνέλθει, την ώρα που και εγώ αυξάνω τη μακροθυμία μου. Το ίδιο και στην υπακοή στον άλλον, στην προσευχή μου, στον εκκλησιασμό μου. Ο απόστολος Παύλος το υπενθυμίζει και με άλλον τρόπο: «Είτε τρώτε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε προς δόξαν Θεού». Και: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε». Όλη η ζωή μας δηλαδή να βρίσκεται στην ετοιμότητα της ζωντανής σχέσης μας με τον Κύριο. Διαφορετικά, και ενάρετοι να είμαστε οι αρετές μας βρίσκονται πεταμένες «σ’ ένα παλιοκάλαθο»! 

*Ο όσιος Άνθιμος (1869-1960) γεννήθηκε στην περιοχή Αγίου Λουκά Λιβαδίων Χίου, από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τον Κωνσταντίνο και την Αργυρώ, οι οποίοι ανέθρεψαν το τέκνο τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Γι’ αυτό και από νεαρή ηλικία ο Αργύρης, όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα, ενώ δεν προχώρησε στα γράμματα παρ’ όλη τη φυσική ευφυΐα του – το Δημοτικό Σχολείο μόνο τελείωσε – έδειξε ότι κύρια και μοναδική αγάπη του είναι ο Θεός και η αγία Εκκλησία Του. Αφιέρωνε πολύ χρόνο στην προσευχή, ενώ διακαώς επιθυμούσε να βρίσκεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας, φανερώνοντας μάλιστα τη χάρη που είχε λόγω της μεγάλης αγάπης του προς την Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η αγάπη του αυτή προς την Παναγία έγινε και η αφορμή να γνωριστεί με τους Πατέρες της Σκήτης των Αγίων Πατέρων της Χίου, - οπότε αργότερα και να γίνει μικρόσχημος μοναχός εκεί υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Παχωμίου παίρνοντας το όνομα Άνθιμος -, γιατί έφερε στους Πατέρες του Μοναστηριού μία οικογενειακή εικόνα Της που αγαπούσε υπερβαλλόντως, η οποία όμως χρειαζόταν επισκευή. 
Η εικόνα της Παναγίας «ταυτίστηκε» θα λέγαμε με ολόκληρη τη ζωή του. Αποδύθηκε εν υπακοή σε μεγάλους πνευματικούς αγώνες, αλλά κάποια στιγμή τον επισκέφθηκαν οι ασθένειες, γι’ αυτό πήρε την εντολή να επιστρέψει στην οικία του προς ανάρρωση. Κι εκεί όμως συνέχισε να αγωνίζεται, αποσυρόμενος σε μικρό απομονωμένο κελί στα πατρικά του κτήματα, στα Λιβάδια της Χίου,  ασκώντας μάλιστα και την τέχνη του υποδηματοποιού για να βοηθάει και τους γονείς του αλλά και τους πάσχοντες πτωχούς αδελφούς του. 
Σε ηλικία 40 ετών έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον διάδοχο του Παχωμίου ιερομόναχο Ανδρόνικο. Ένας τέτοιος φωτισμένος όμως άνθρωπος δεν μπορούσε να μένει επί πολύ «υπό τον μόδιον». Τέθηκε «επί την λυχνίαν», να γίνει δηλαδή ιερέας, καθώς κλήθηκε για τον σκοπό αυτόν από τον ανάδοχό του Στέφανο (Διοματάρη) το 1910, που βρισκόταν στο Αδραμύτιο της Μ. Ασίας. Με τις απαρχές της ιερατικής του διακονίας αρχίζουν και τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να γίνονται διά των χειρών αυτού, όπως η θεραπεία ενός δαιμονισμένου ταλαίπωρου ανθρώπου. Ο πιστός λαός δοξολογεί τον Κύριο για το σκεύος εκλογής Του, κάποιοι όμως «συνάδελφοι» ιερείς προκαλούνται σε φθόνο. 
Ο άγιος συγκαταβαίνει και φεύγει, πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος όπου και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό. Ο Κύριος όμως τον ήθελε στη Χίο, γι’ αυτό και σύντομα επιστρέφει τοποθετούμενος ως εφημέριο στο Λεπροκομείο της νήσου. Νέο πεδίο δράσεως ανοίγεται για τον άνθρωπο του Θεού, ο οποίος παίρνει την πληροφορία ότι η Υπεραγία Θεοτόκος που ήταν η προστάτις Του θα ήταν η κατεξοχήν προστάτις και όλου του πιστού λαού που θα προσέφευγαν σ’ Αυτήν. Καταγράφονται αναρίθμητα θαύματα της Μεγάλης Μάνας που θεράπευσε επώνυμους και ανώνυμους ασθενείς. 
Η διακονία του στο Λεπροκομείο υπήρξε πράγματι θαυμαστή. Διότι δεν «προφυλασσόταν» από τους εκεί ασθενείς. Καθημερινά συμβίωνε μαζί τους, συνομιλώντας και συντρώγοντας μαζί τους, κοινωνώντας τους με τη Θεία Κοινωνία – η ζωή τους ήταν και η δική του ζωή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό που ζούσε οραματίζεται την ίδρυση Μονής, για πρόσφυγες καλόγριες που έρχονταν από τη Μ. Ασία. 
Η Παναγία η Βοήθεια ήταν το ορατό αποτέλεσμα του οραματισμού του αυτού. Το μοναστήρι της Παναγίας γίνεται ο νέος τόπος του περαιτέρω αγιασμού του. Ο Κύριος και η Θεοτόκος χαίρονται για τον άπλετο τόπο «καταπαύσεώς» Τους στον δούλο Τους Άνθιμο. 
Σε ηλικία 90 ετών ο όσιος καλείται να μετατεθεί «επί τα αλυπότερα και θυμηδέστερα», εκεί που αδιάκοπα και βαθιά επιθυμούσε, στην αγκαλιά του Κυρίου και των Αγίων Του. 27 Ιανουαρίου 1960 τέλεσε την τελευταία του θεία Λειτουργία και λίγες ημέρες αργότερα κοιμήθηκε εν ειρήνη.     

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ

 

«Ο όσιος Άνθιμος, κατά κόσμον Αργύριος Βαγιάνος, γεννήθηκε στη νήσο Χίο την 1η Ιουλίου 1869, από γονείς ευλαβείς, τον Κωνσταντίνο και την Αγγεριώ. Έζησε τη ζωή του ασκητικά, πρώτα στη Σκήτη των αγίων Πατέρων, κοντά στον Γέροντα Παχώμιο, και ύστερα σε ερημικό κελί παρά την τοποθεσία Λιβάσια, όπου σήμερα υψώνεται ο πρώτος επ’ ονόματί του ναός. Το μέγα αξίωμα της ιερωσύνης το έλαβε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας το 1910. Στη συνέχεια τού ανατέθηκε η πνευματική διεύθυνση του Λεπροκομείου Χίου, όπου και διέλαμψαν εκεί οι θαυματουργικές του ενέργειες και η πατρική στοργή και αγάπη προς τους πολυπληθείς και βασανιζόμενους λεπρούς. Ίδρυσε εκ θεμελίων εντός δύο ετών, κατόπιν πολλών πειρασμών, κόπων και φροντίδων, με τη χάρη της εικόνας της Παναγίας Βοηθείας, τον επ’ ονόματι Αυτής τιμώμενο Ναό και Παρθενώνα, που αριθμούσε κατά την οσία του κοίμηση 85 μοναχές. Άφησε πολύτιμες συμβουλές, τέλεσε πάρα πολλά θαύματα και κοιμήθηκε οσιακά την 15η Φεβρουαρίου 1960. Από τότε η πλούσια και αδιάλειπτη θαυματουργική του χάρη εκδηλώνεται μέχρι σήμερα». 

Η μακαριστή, σπουδαία και σοφή ηγουμένη Βρυαίνη της Ι. Μονής Παναγίας Βοηθείας της Χίου, της Μονής που ίδρυσε ο άγιος Άνθιμος, είναι η ποιήτρια της εμπνευσμένης ακολουθίας που έγραψε για τον πνευματικό της Γέροντα Άνθιμο. Ποια η γενική εικόνα που προβάλλεται μέσα από την ακολουθία της για τον άγιο; Ένας ωραίος ύμνος από την ογδόη ωδή μάς αποκαλύπτει: «Φάνηκες στη γη ως ένας νέος ουρανός, αγιώτατε Πατέρα, γιατί είχες στην καρδιά σου ως παμμέγιστο ήλιο τον Κύριο, ως πάμφωτη ασημίζουσα σελήνη την άχραντη Παρθένο και ως λαμπρά αστέρια τις θείες διδαχές σου».

Εν σμικρώ μέγα δηλαδή το πορτραίτο του αγίου από τη μακαριστή Βρυαίνη, η οποία θεωρεί τον άγιο ως ένα νέο ουρανό, συνεπώς ένα δεύτερο κόσμο, που φωτίζει τον ίδιο τον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του, κάτι που αποτύπωσε και στις ένθεες διδαχές του. Να λοιπόν τι ήταν, για την υμνογράφο αλλά και για όλους τους πιστούς που τον γνώρισαν, ο όσιος αυτός Γέροντας: ένας άλλος Χριστός, ένας «τοῦ Δεσπότου (Χριστού) μιμητής» (κοντάκιο). Κι αυτό γιατί υπήρξε «θεῖον οἰκητήριον τῆς Τριάδος», γεγονός που φανερωνόταν από το πλήθος των αρετών και των χαρισμάτων του. «Φάνηκες σεμνός και ήσυχος, απλός, αγνός και άκακος, όσιος και πράος και ανδρείος, μέτριος, σώφρων και γεμάτος συμπάθεια, γιατί έγινες θείο κατοικητήριο της Τριάδος και όργανο του αγίου Πνεύματος» (ωδή ε΄).

Είναι ευνόητο λοιπόν που εξηγεί η σπουδαία Βρυαίνη γιατί ο άγιος, έμπλεος των χαρισμάτων του Πνεύματος, ιδίως αφότου χειροτονήθηκε ιερέας, έγινε «στύλος Ὀρθοδοξίας», λειτουργώντας με τα σπάνια χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης και της θαυματουργίας προς χάρη των αναγκεμένων πιστών. Κι εκεί που όντως «αναλώνεται» η ιερή υμνογράφος είναι η προβολή των πολλών θαυμάτων του αγίου, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή του. Ένα πλήθος τροπαρίων περιγράφει τις διάφορες επεμβάσεις του, για σωματικά και ψυχικά αρρωστήματα των ανθρώπων, στη γη και στη θάλασσα και παντού, ιδίως όπως είπαμε αναργύρως, τόσο που θα μπορούσε και αυτόν να εντάξει κανείς στους Αναργύρους αγίους της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν «ξαφνιάζει» η επισήμανση ότι ο άγιος ως ιερέας έλαμπε πολύ συχνά την ώρα των ακολουθιών, ενώ μαζί του έψελναν, όπως συνέβαινε και με άλλους αγίους σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, άγγελοι Κυρίου. «Όταν λειτουργούσες στη γη ως ιερέας του Υψίστου, Άνθιμε πάντιμε, έλαμπε ως άγγελος η ιερή σου μορφή από τη χάρη που κατοικούσε στην καρδιά σου» (στιχ. εσπ.).

Η σοφή υμνογράφος βεβαίως επιχειρεί να μας δώσει όσο είναι δυνατόν τη σφαιρική εικόνα της όλης κατά Χριστόν πολιτείας του και να μας εξηγήσει τη θαυμαστή στον κόσμο παρουσία του. Έτσι ο άγιος Άνθιμος καταρχάς δεν ακολούθησε την οδό Κυρίου ξαφνικά σε κάποιο σημείο της ζωής του. Η ποιήτρια μάς θυμίζει ότι από μικρός επέλεξε τον δρόμο της αρετής, γιατί τού δόθηκε από τον Θεό η χάρη να συνειδητοποιήσει γρήγορα το άστατο του βίου αυτού, συνεπώς και τη ματαιότητα που τον χαρακτηρίζει. «Γνώρισες το άστατο της ζωής, μίσησες τις ηδονές της σάρκας, γι’ αυτό και ως άνθρωπος με γνώση διάλεξες τον μοναχικό καλογερικό βίο, όσιε» (ωδή γ΄). Και η επιλογή του «μονήρους βίου» δεν ήταν επιλογή χαλαρότητας γι’ αυτόν, όπως ίσως κάποιοι μπορούν να υπονοήσουν, αλλά επιλογή εξαρχής σκληροτάτων ασκητικών αγωνισμάτων – η είσοδος σε μοναστήρι δεν σημαίνει το «τέλος»(!), αλλά ακριβώς την απαρχή. Οπότε αναδείχτηκε σε τύπο του πιστού και αγαθού δούλου που προβάλλει ο Ίδιος ο Κύριος, όπως και στο όριο  του αληθινού δασκάλου, που πρώτα έγινε «ποιητής» και έπειτα εκφραστής λόγου. «Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ, εύγε εργάτη του αμπελώνα Χριστού, εσύ και το βάρος της ημέρας βάστασες και το τάλαντο που σου δόθηκε επαύξησες και δεν φθόνησες εκείνους που ήλθαν μετά από σένα» (δόξα λιτής).

Η μακαριστή ηγουμένη προχωρεί βαθύτερα. Βεβαίως προβάλλει τον άγιο ως «πιστόν ἐκτελεστήν τῶν θείων ἐντολῶν», κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο (κάθισμα όρθρου), βεβαίως χαίρεται να περιγράφει τις αρετές και τα ένθεα χαρίσματά του που τον ανέδειξαν και τον αναδεικνύουν σε πρότυπο και προστασία των πιστών, μα θέλει να εξηγήσει, δείχνοντας και το ποιμαντικό χάρισμά της, και την προϋπόθεση όλων αυτών των θαυμαστών. Τι ήταν εκείνο που κατέστησε τον άγιο ικανό να μπορεί να ζει τη ζωή του Θεού και να είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο; Τι επομένως καθιστά κάθε άνθρωπο ικανό να είναι μαζί με τον Χριστό; Επιλέγει με πολλούς ύμνους η μακαρία Βρυαίνη δύο σημεία: τη μέχρι θανάτου επιλογή του αγίου, αφότου εισήλθε στο μοναστήρι, να κάνει υπακοή στον άγιο Γέροντά του Παχώμιο∙ και την απόλυτη αγάπη του – καρπό βεβαίως της αγάπης του προς τον Κύριο – προς την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου.

Κι εδώ ακριβώς, στο πρώτο σημείο, βρίσκεται το «μυστικό» θα λέγαμε της όλης εν Χριστώ διαγωγής του αγίου: η κατανόηση (αλλά και ο αγώνας προς επίτευξη) ότι σπουδαιότερη αρετή από την ταπείνωση, η οποία αποκτάται με την ευλογημένη υπακοή, δεν υπάρχει. Όπου δηλαδή ο πιστός άνθρωπος αφήνει κατά μέρος το δικό του θέλημα, για να μπει στο (μη αμαρτωλό εννοείται) θέλημα του άλλου, πολύ περισσότερο όταν αυτό είναι του πνευματικού πατέρα και της Εκκλησίας, εκεί βλέπει κυριολεκτικά θαύματα: την ίδια την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του. Κι αυτό γιατί η υπακοή και η ταπείνωση αυτή εκφράζουν το φρόνημα του ίδιου του Θεού μας, όπως το διατυπώνει με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος: «Αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως και ο Ιησούς Χριστός: έγινε υπάκουος μέχρι θανάτου στον Θεό Πατέρα, μέχρι θανάτου σταυρικού». Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος, μέσα στις διδαχές του προς τις μοναχές του, τόνιζε συχνά πυκνά αυτήν την πνευματική αλήθεια που κείται ως βάση στο οικοδόμημα του χριστιανισμού: «Το θέλημά σας ποτέ να μην το κάμνετε, αδελφές, διότι δεν θα προοδεύσετε ποτέ σας». Και δεύτερο: την αγάπη, κατά κυριολεξία τον έρωτα, προς την Παναγία μας, και μάλιστα παιδιόθεν. «Από παιδί είχες ηδονή της γλώσσας σου την Παρθένο και Αυτήν ως τη μελέτη της καρδιάς σου» (στιχ. εσπ.).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

 

«Ο άγιος Ονήσιμος ήταν δούλος του Φιλήμονος, Ρωμαίου άνδρα, προς τον οποίον γράφει ο άγιος απόστολος Παύλος (την ομώνυμη επιστολή της Καινής Διαθήκης, την Προς Φιλήμονα). Έγινε μαθητής ο Ονήσιμος του Παύλου, (όταν είχε δραπετεύσει από τον κύριό του τον Φιλήμονα και κατέφυγε στη Ρώμη, όπου και γνώρισε τον απόστολο Παύλο που ήταν υπό περιορισμό μέχρι να δικαστεί από τον Καίσαρα), και τον διακόνησε. Μετά την τελείωση του αποστόλου, συνελήφθη και ο ίδιος και οδηγήθηκε στον Τέρτυλο, τον έπαρχο της χώρας, και από αυτόν εστάλη στα Ποτίολα. Όταν πήγε και ο Τέρτυλος εκεί, βρήκε τον Ονήσιμο να επιμένει στην πίστη του Χριστού, οπότε διέταξε πρώτον να τον κτυπήσουν σφοδρά με ράβδους κι έπειτα να του σπάσουν τα σκέλη. Με τον τρόπο αυτό μεταστάθηκε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή».

Ο απόστολος Ονήσιμος είναι μία ακόμη περίπτωση ανθρώπου που δέχτηκε στη ζωή του την παντοδύναμη ενέργεια της θείας χάρης και μεταστράφηκε: από σκληρός και δύστροπος δούλος έγινε απόστολος του Χριστού. Από άνθρωπος δηλαδή που λόγω της καταπίεσης που αισθανόταν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα για τον κόσμο, έγινε άνθρωπος που τέθηκε στην υπηρεσία εν αγάπη των συνανθρώπων του, δίνοντας και τη ζωή του στο τέλος προς χάρη του Χριστού. Κι αυτό σημαίνει βεβαίως ότι για να βρεθεί στο σημείο να δεχτεί τον λόγο του ευαγγελίου, διατηρούσε μέσα του καλά στοιχεία, υπήρχε δηλαδή στην ψυχή του κάποια αναζήτηση της αλήθειας. Και μοιάζει κατά τούτο με τον πνευματικό του πατέρα, τον άγιο απόστολο Παύλο, ο οποίος και αυτός από διώκτης της χριστιανικής πίστεως έγινε ο σπουδαιότερος κήρυκας και θεολόγος αυτής. Τα σχετικά με τον άγιο Ονήσιμο βλέπουμε και μέσα στην Καινή Διαθήκη, στη γνωστή επιστολή «Προς Φιλήμονα» του αποστόλου Παύλου. Μία πολύ μικρή επιστολή πράγματι, αλλά με σπουδαιότατες αλήθειες, ειδικά στο πώς πρέπει να βλέπει κανείς τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αναγεννημένο εν τη πίστει, σαν τον Ονήσιμο. Να θυμίσουμε ότι ο απόστολος, αφού είχε δεχτεί τον δραπέτη δούλο Ονήσιμο και με τη χάρη του Θεού τον μετέστρεψε στην πίστη, τον έστειλε και πάλι πίσω στον κύριό του Φιλήμονα, αλλά με την παρατήρηση: «στον στέλνω πίσω, όχι πια ως δούλο, αλλά ως αδελφό. Να τον δεχτείς λοιπόν και παραπάνω από αδελφό. Να τον δεχτείς σαν εμένα, σαν τον ίδιο τον Κύριο. Είναι τα σπλάχνα μου».

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης τονίζει πολύ την ιδιαίτερη σχέση του Ονησίμου με τον απόστολο Παύλο. Προβάλλει επανειλημμένως στους ύμνους του κανόνα του ότι ο Ονήσιμος φωτίστηκε από τον πνευματικό ήλιο Παύλο και έτσι ξέφυγε από το σκοτάδι της άγνοιας που βρισκόταν, όπως βεβαίως ότι το φως αυτό του ευαγγελίου του Παύλου τον απελευθέρωσε πραγματικά από τα δεσμά της δουλείας. «Καταφωτίστηκες από τις ακτινοβόλες λαμπηδόνες του Παύλου, ένδοξε, κι έτσι διέφυγες από το σκοτάδι της άγνοιας εύκολα» (ωδή α΄)∙ «Ο δέσμιος Παύλος σε έλυσε από τη δουλεία της πλάνης, κι αφού τιμήθηκες από την ελευθερία της χάρης κι έγινες Υιός του Θεού, αναδείχτηκες κληρονόμος του Θεού» (ωδή γ΄).

Ο υμνογράφος βεβαίως, ναι μεν τονίζει την πνευματική σχέση του Ονησίμου με τον απόστολο Παύλο, αλλά δεν ξεχνά να μας πει ότι η σχέση αυτή στην πραγματικότητα είναι σχέση του Ονησίμου με τον Χριστό. Ο άγιος  Παύλος δηλαδή λειτουργούσε ως όργανο του Χριστού και προς τον Χριστό κατηύθυνε τους πάντες: ό,τι άλλωστε ήταν το διαρκές κήρυγμά του.  «Ο Κύριος που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι  – θα πει ο Θεοφάνης στην δ΄ ωδή του κανόνα – σε έκανε από δούλο ιερουργό Του, μακάριε και θεοφάντορα Ονήσιμε, ώστε να ιερουργείς το σεπτό Ευαγγέλιο». Η ανάδειξη αυτή του Ονησίμου σε ιερέα και ιερουργό του Ευαγγελίου σημαίνει στην πραγματικότητα, κατά τον υμνογράφο, ανάδειξή του σε ναό του Θεού, θεμελιωμένο στο άγιον Πνεύμα. Με άλλα λόγια, αυτός που θα γνωρίσει τον Χριστό, θα οδηγηθεί στο ανώτερο δυνατό σημείο που μπορεί να φτάσει ποτέ άνθρωπος: να γίνει και αυτός υιός Θεού, κατοικητήριο Εκείνου, έχοντας μέσα του το ίδιο το φως της θείας χάρης. «Δείχτηκες πανευπρεπής ναός, που είχες μέσα σου σα λυχνάρι το φως της θείας χάρης και που ήσουν θεμελιωμένος στο οικοδόμημα του Θείου Πνεύματος, μακάριε Ονήσιμε» (ωδή ε΄).

Είναι περιττό και να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής του Ονησίμου επισημαίνουν τη βασικότατη αλήθεια ότι τότε γίνεται κανείς αληθινά ελεύθερος, όταν όχι απλώς δραπετεύσει από κάποια επίγεια δεσμά, αλλά όταν μπορέσει να απελευθερωθεί από τα πραγματικά δεσμά των παθών της κακίας του και του αρχεκάκου διαβόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί κανείς να είναι εξωτερικά ελεύθερος και να είναι όντως μέσα του δούλος, όπως και να είναι κανείς δούλος εξωτερικά, και να είναι αληθινά μέσα του ελεύθερος. Κι αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η αληθινή ελευθερία βρίσκεται εκεί που υπάρχει η πηγή της, το Πνεύμα του Θεού. Όπως το σημειώνει και ο απόστολος: «Ου το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία». Συνεπώς, για να γίνει κανείς ελεύθερος πρέπει να γίνει δούλος του Θεού. Μόνον όποιος υποτάσσεται και «δουλώνεται» στον Κύριο, απελευθερώνεται ουσιαστικά. Κι επειδή ο Κύριος δεν θέλει δούλους, αυτούς που δουλώνονται σ’ Αυτόν, Τον υπακούουν δηλαδή, τους εξυψώνει σε υιούς Του. Ο άγιος Θεοφάνης είναι σαφής. Πέραν των παραπάνω μνημονευθέντων ύμνων του και ο επόμενος κινείται στην ίδια βάση: «Απαλλάχτηκες από τη δουλεία της πλάνης και φάνηκες απελεύθερος του Θεού, γινόμενος με τη χάρη Του γνήσιος δούλος Αυτού» (κάθισμα όρθρου).