24 Ιουλίου 2022

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)

  

Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ (Ρωμ. 12, 12)

 Στό μικρό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἀναφέρεται στά εἰδικά ἀλλά καί στά γενικά χαρίσματα πού ὁ Θεός χαρίζει στούς πιστούς. ῾Ο καθένας, σημειώνει, ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα του καί τήν θέση του στήν ᾽Εκκλησία πρέπει νά καλλιεργεῖ ἐκεῖνο τό χάρισμα πού βλέπει ὅτι τόν ἐκφράζει καί πού τοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ: τό προφητικό γιά παράδειγμα, τό διδασκαλικό, ἡ προϊσταμενία, ἡ διακονία τῶν ἄλλων. ᾽Αλλά ἀνεξάρτητα ἀπό τό τί ὁ καθένας εἶναι ὡς προσωπικότητα, πέρα ἀπό τήν θέση πού πιθανόν κατέχει στήν ᾽Εκκλησία, εἶναι ὑποχρεωμένος ὡς χριστιανός νά καλλιεργεῖ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης, νά εἶναι ταπεινός, νά ὑπακούει μέ ὅλην τήν καρδιά του τόν Κύριο, νά ὑπομένει στίς θλίψεις, νά μετέχει στήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων, νά ἐπιδιώκει τήν φιλοξενία. Καί μέσα σ᾽ αὐτά τά γενικά χαρίσματα πού θεωρεῖ ὁ ἀπόστολος ὡς δεδομένα γιά νά εἶναι κανείς χριστιανός εἶναι ἡ προσευχή, καί μάλιστα ἡ ἐπιμονή σ᾽ αὐτήν, κάτι πού θά μᾶς ἀπασχολήσει περισσότερο στήν συνέχεια.  Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ λέει.

 1. Θά πρέπει καταρχάς νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι γιά τήν πίστη μας ἡ προσευχή δέν θεωρεῖται μία ἐπιμέρους ἀρετή ἤ ἕνα χάρισμα πού ἔχει δοθεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σέ ὁρισμένους πιστούς ξεχωριστῆς ἰδιοσυγκρασίας. Πρόκειται γιά χάρη πού σφραγίζει τόν κάθε πιστό ἀπό τήν στιγμή πού θά εἰσέλθει στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί θά τόν συνοδεύει σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του, τήν ἐδῶ ἀλλά καί τήν μετέπειτα. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ προσευχή συνιστᾶ τό κέντρο καί τόν πυρήνα τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως σέ σημεῖο τέτοιο, ὥστε θά μποροῦσε ὁ χριστιανός νά ὁριστεῖ ἀκριβῶς ἔτσι: ὡς ὁ ἐν προσευχῇ ζῶν καί ὑπάρχων. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή εἶναι αὐτονόητο ὅτι μιλᾶμε γιά μία κατάσταση πού ὑπερβαίνει τήν ἀντίληψη τῆς προσευχῆς ὡς ἔκφρασης  λόγων καί λέξεων μόνο, κι ἀκόμη τήν κατανόησή της μέ τό βάθος τῆς νοερᾶς καί καρδιακῆς ἀναφορᾶς πρός τόν Κύριο. ῾Ο βαπτισμένος καί χρισμένος πιστός γίνεται ὁ ἴδιος μία ἀέναη καί ἀδιάκοπη προσευχή, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή του λειτουργεῖ προσευχητικά, πού θά πεῖ ὅτι ὁ χριστιανός προσεύχεται εἴτε λέγοντας προσευχές εἴτε σιωπώντας εἴτε σκεπτόμενος εἴτε κινούμενος καί εὑρισκόμενος σέ ὁποιαδήποτε ἐργασία στόν κόσμο τοῦτο.

2. ῾Υπερβολή μήπως; Εἶναι πραγματικότητα τά παραπάνω; Καί ναί καί ὄχι. Ναί, γιατί ὑπάρχει ἕνα δεδομένο.  ῎Οχι, γιατί ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις.

Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἀσφαλῶς ἡ ὕπαρξη τοῦ χριστιανοῦ λειτουργεῖ προσευχητικά, μέ τό δεδομένο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ᾽Αφ᾽ ἧς στιγμῆς ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καί χρίεται, ἐνσωματώνεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου λαμβάνοντας τά χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Συνεπῶς ἡ ὕπαρξή του χριστοποιεῖται καί φανερώνει στόν κόσμο τόν Χριστό ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽. ῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος δέν ὑποσχέθηκε μέ τό ἀψευδές στόμα Του ὅτι ᾽Εκεῖνος εἶναι ἡ ἄμπελος καί οἱ πιστοί τά κλήματα; ῾Ο πιστός λοιπόν γίνεται προέκταση ᾽Εκείνου, συνεπῶς ἡ σχέση του μέ τόν Χριστό εἶναι σχέση χαρισματικά ὀργανική, ὁπότε ἀναπνέει ἀδιάκοπα Χριστό. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός δέν τοποθετεῖται ἀπέναντι στόν Χριστό ἤ στό πλάι Του σάν νά εἶναι Αὐτός κάτι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο. ῾Ο πιστός ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ Χριστοῦ, Χριστός ὅπως εἴπαμε καί αὐτός, γιατί αὐτήν τήν χάρη ἔδωσε ὡς δωρεά ὁ Κύριος στούς ἀνθρώπους. ῾Η προσευχή λοιπόν θεωρεῖται ἔκφραση τῆς σχέσεως αὐτῆς τοῦ πιστοῦ μέ τόν Κύριο, ἡ ἀναπνοή τοῦ Κυρίου μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλην τήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ. ῾Αὐτός διδούς εὐχήν τῷ εὐχομένῳ᾽ κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά νά δείξει τήν μυστική αὐτήν πραγματικότητα πού εἶναι κρυμμένη βεβαίως ἀπό τίς αἰσθήσεις τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν ἀμυήτων τῆς πίστεως, σημειώνει ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται γιά ἐμᾶς μέσα στήν καρδιά μέ ἀλάλητους στεναγμούς. ῾Τό γάρ τί προσευξώμεθα καθ᾽ ὅ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾽ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις᾽ (᾽Εμεῖς δέν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νά προσευχηθοῦμε. Τό Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τό ῎Ιδιο στόν Θεό γιά μᾶς μέ στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ λέξεις). Καί παραλείποντας πολλούς ἄλλους νά θυμηθοῦμε τόν ὅσιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος σέ λόγο του περί προσευχῆς: ῾Προσευχή εἶναι συνουσία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό᾽.

 ᾽Αλλά ὑπάρχει καί τό ὄχι τῶν προϋποθέσεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού μᾶς δίδεται ὡς δεδομένο: νά εἴμαστε μέλη Χριστοῦ καί ἡ προσευχή νά λειτουργεῖ κατά τρόπο ἐντελῶς φυσικό, σταματᾶ νά εἶναι ἔτσι, γιατί ἀπαιτεῖται καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ στήν δωρεά αὐτή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν συνεργήσει, ἄν δέν ἐνεργοποιήσει τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος, πού σημαίνει νά μένει στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου συνεπῶς νά ζεῖ τήν ζωή ᾽Εκείνου ὡς δική του ζωή, ἡ προσευχή δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ἐξηγεῖ καί τήν ἀδυναμία ἤ τήν φοβερή δυσκολία πολλές φορές τῶν ἀνθρώπων νά προσευχηθοῦν, γιατί πέρα ἀπό τόν διάβολο πού πολεμάει τήν διάθεση προσευχῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι καί ἡ χαλαρή καί ἀμελής ἀντιμετώπιση τῆς δωρεᾶς νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ. Μήν λησμονοῦμε ὅτι σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τῆς διαρκοῦς ἐπιβεβαίωσης τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει καί μᾶς δίνει ἀπαιτεῖται νά τό ἀποδεχόμαστε καί νά τό ἐνεργοποιοῦμε μέ τήν θέλησή μας. Καί μάλιστα ὅταν γνωρίζουμε ὅτι συχνά ὁ Κύριος, προκειμένου νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἀδύνατη αὐτή θέλησή μας, αἴρει τήν χάρη Του ἤ τήν κρύβει καλύτερα, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ δική μας ἐπιθυμία νά εἴμαστε μαζί Του.

Ναί λοιπόν. ῾Η προσευχή εἶναι φυσική κατάσταση γιά τόν πιστό καί ὅ,τι πιό εὔκολο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, σάν τήν ἀναπνοή τοῦ ἀνθρώπου προκειμένου νά ζήσει κι ἀκόμη περισσότερο. ῾Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον᾽ πού λέει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προεκτείνοντας τό ῾ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε᾽ τοῦ ἄλλου λόγου καί πάλι τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

  ῎Οχι ἀπό τήν ἄλλη, γιατί στόν κόσμο τοῦτο τίποτε δέν θεωρεῖται δεδομένο κατά τρόπο μαγικό. Τό συμπέρασμα; ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται ἀδιάκοπα νά γίνεται αὐτό πού τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ. Νά ἀγωνίζεται δηλαδή στήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη δοσμένη σ᾽ αὐτόν δωρεά, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί τό ῾προσκαρτεροῦντες᾽ τοῦ ἀποστόλου: νά ἐπιμένετε στήν προσευχή, τό ὁποῖο καί αὐτό ἀποτελεῖ διαφορετική διατύπωση τοῦ λόγου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾περί τοῦ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι καί μή ἐκκακεῖν᾽.

3. Σπεύδουμε νά κάνουμε δύο διευκρινίσεις. Πρῶτον. ᾽Ασφαλῶς καί ὑφίσταται προσευχή καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Κανείς δέν ἀρνεῖται ὅτι ἡ προσευχή ὡς ἀναφορά τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἤ πρός κάτι ἀνώτερο ἀπό αὐτόν ὑπάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. ᾽Αλλά ὑπάρχει μία τεράστια διαφορά: στίς ἄλλες θρησκεῖες οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται ἀπευθυνόμενοι σέ κάτι πού ἀγνοοῦν ἤ ἀπλῶς ὑποψιάζονται. Ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς πού εἰσῆλθε στό ἀνθρώπινο γένος ἀλλοίωσε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἔκανε νά χάσει τήν ἐπαφή του μέ τόν ἀληθινό Θεό. ῾Οπότε ἐνῶ ὁ Θεός ὑπάρχει οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν γνωρίζουν. Στίς κραυγές καί τίς ἐναγώνιες φωνές τους ἡ ἀπάντηση συνήθως εἶναι ὅ,τι σημειώνει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἐπί προφήτη ᾽Ηλία: ῾καί οὐκ ἦν φωνή οὐδέ ἀκρόασις᾽. Μόνο στίς περιπτώσεις πού ὑπάρχει καλή διάθεση καί γνήσια ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ὁ Θεός ἀποδέχεται τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί τούς καθοδηγεῖ ἔτσι, ὥστε νά Τόν εὕρουν μέσα στήν ᾽Εκκλησία. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀγίου Κορνηλίου πού οἱ προσευχές του καί οἱ ἐλεημοσύνες του ἀνέβαιναν ὡς θυμίαμα ἐνώπιον Αὐτοῦ, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, γι᾽ αὐτό καί ἔστειλε τόν ἀπόστολο νά κηρύξει σ᾽ αὐτόν καί νά τόν βαπτίσει, ὥστε εἰσερχόμενος στήν ᾽Εκκλησία νά Τόν λατρεύσει ἀληθινά.

Δεύτερον. Μέ τά παραπάνω ἀναφερθέντα γίνεται σαφές ὅτι προσευχή ἀληθινή ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι μέλος Χριστοῦ καί  ἀγωνίζεται πνευματικά στήν ἀσκητική ὁδό τῆς πίστεως διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά τό ξανατονίσουμε: μόνον ὡς μέλος Χριστοῦ μπορεῖ νά προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει ὁ χριστιανός. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀτομική προσευχή ξέχωρα ἀπό τούς ἄλλους δέν ὑπάρχει. ῎Οχι ὅτι δέν προσεύχεται μόνος του ὁ χριστιανός, ἀλλά καί αὐτή ἡ κατ᾽ ἰδίαν προσευχή θεωρεῖται ὡς προέκταση καί συνέχεια τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς, τῆς μετά τῶν ἁγίων γινομένης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ χριστιανός προσεύχεται λειτουργούμενος στήν ᾽Εκκλησία καί συνεχίζει τήν λειτουργία αὐτῆς στήν καθημερινή του βιοτή. Γι᾽ αὐτό κάθε λόγος, κάθε πράξη καί κάθε σκέψη ἑνός τέτοιου χριστιανοῦ ἔχει σφραγίδα ἐκκλησιαστική κι ὅλη ἡ ζωή του ἔτσι εἶναι ἕνα λιβανωτό πρός τόν Κύριο. ῾Ο χριστιανός δηλαδή δέν κάνει προσευχές. ῎Εχει γίνει καί εἶναι ὁ ἴδιος προσευχή.

 Συχνά στά διάφορα Γεροντικά διαβάζουμε ὅτι πολλοί ὅσιοι ἀββάδες ἐξέφραζαν τό παράπονό τους ὅτι οἱ χριστιανοί, ἀκόμη κι οἱ καλόγεροι, ἀφήσανε τό κύριο ἔργο τους, τήν προσευχή, καί ἀσχολοῦνται μέ τά πάρεργα, τά διάφορα διακονήματα καί τίς ἄλλες κατασκευές γιά τό μοναστήρι τους. Κι ἀκόμη διαβάζουμε  στά ἴδια κείμενα γιά ἀσκητές πού ὅταν τούς καλοῦσαν μετά ἀπό κάποια συζήτηση  ἤ μετά ἀπό τό φαγητό νά κάνουν προσευχή, ἐκεῖνοι μέ ἀπορία ἔλεγαν: ῾Μά τόση ὥρα τί κάναμε; ῾Η συζήτησή μας ἤ καί τό φαγητό μας δέν ἦταν παράλληλα καί προσευχή;᾽ Πίσω ἀπό τό παράπονό τους ἤ τήν ἀπορία τους βρίσκεται ἡ παραπάνω βαθειά θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τήν προσευχή ὡς ἔκφραση τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Μακάρι τό ἦθος αὐτῶν τῶν ἁγίων ἀσκητῶν νά γίνεται τό μέτρο καί τό δικό μας. Γιατί ἤ θά σπεύδουμε ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον νά τό ἀντιγράφουμε ἤ θά ὁδηγούμαστε σέ δάκρυα μετανοίας καί πένθους γιά τήν ἀμέλειά μας. Εἴτε τό ἕνα εἴτε τό ἄλλο πάντως εἶναι ὁδός σωτηρίας.

23 Ιουλίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 9, 1-8)

Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον.  Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς  τὴν  πίστιν  αὐτῶν  εἶπεν  τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. Καὶ  εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς  τὰς ἐνθυμήσεις  αὐτῶν  εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας –τότε λέγει τῷπαραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τὸν  καιρό, ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε  στὸ πλοῖο,  διέσχισε  τή λίμνη καί ἦρθε στήν πόλη του. Τότε τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο ξαπλωμένο σ’ ἕνα κρεβάτι. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους, εἶπε στόν παράλυτο: «Θάρρος, παιδί μου, σοῦ συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες σου». Τότε μερικοί ἀπό τούς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: «Μά αὐτός προσβάλλει τόν Θεό». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, πού κατάλαβε τίς σκέψεις τους, εἶπε: «Γιατί κάνετε πονηρές σκέψεις; Τί εἶναι εὐκολότερο νά πῶ: “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἤ νά πῶ: “σήκω καί περπάτα”; Γιά νά μάθετε  λοιπόν  πώς ὁ Υἱός  τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει  τήν ἐξουσία  νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στή γῆ» –λέει στόν παράλυτο: «Σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου». Ἐκεῖνος σηκώθηκε καί πῆγε στό σπίτι του. Ὅταν ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό ἔμειναν κατάπληκτοι καί  δοξολόγησαν  τό  Θεό,  πού ἔδωσε  τέτοια ἐξουσία  στούς ἀνθρώπους.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 12, 6-14)

Ἀδελφοί, ἔχοντες  χαρίσματα  κατὰ τὴν  χάριν  τὴν  δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν  τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδοὺς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν  σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. Ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ, τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους  φιλόστοργοι,  τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες, τῇ ἐλπίδι  χαίροντες,  τῇ θλίψει ὑπομένοντες,  τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. Eὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἡ χάρη  τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε  διάφορα  πνευματικά χαρίσματα: Ἄλλος εἶναι προφήτης, γιά νά κηρύττει ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς πίστεώς του· ἄλλος ἔχει τό χάρισμα τῆς διακονίας, γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του. Τό ἴδιο νά κάνει κι ὁδάσκαλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τή διδασκαλία· κι ὅποιος ἔχει τό χάρισμα νά στηρίζει τούς ἀδερφούς, νά τούς στηρίζει. Ἀλλά κι ὅποιος μοιράζει τά ἀγαθά του μέ τούς ἄλλους, νά τό κάνει μέ ἁπλότητα· ὁ προϊστάμενος νά δείχνει ζῆλο γιά τό ἔργο του· ὅποιος μοιράζει τίς ἐλεημοσύνες νά τό κάνει  μέ  καλοσύνη. Ἡ ἀγάπη  σας  νά  εἶναι  εἰλικρινής.  Νά ἀποστρέφεστε τό κακό καί νά ἀκολουθεῖτε τό καλό. Νά δείχνετε μέ στοργή τήν ἀγάπη σας γιά τούς ἄλλους πιστούς. Νά συναγωνίζεστε ποιός θά δείξει περισσότερη ἐκτίμηση στόν ἄλλο. Μήν εἶστε ὀκνηροί σ’ ὅ,τι πρέπει νά δείχνετε ζῆλο, νά ἔχετε πνευματικό ἐνθουσιασμό, νά ὑπηρετεῖτε τόν Κύριο. Ἡ ἐλπίδα νά σᾶς δίνει χαρά. Νά ἔχετε ὑπομονή στίς δοκιμασίες. Νά ἐπιμένετε στήν προσευχή. Νά βοηθᾶτε τούς ἄλλους  χριστιανούς, ὅταν  βρίσκονται  σέ ἀνάγκη,  καί  νά ἐπιδιώκετε νά φιλοξενεῖτε τούς ἀδερφούς. Νά προσεύχεστε γιά τό καλό τῶν διωκτῶν σας, νά ζητᾶτε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς κι ὄχι νά τούς καταριέστε.

Η ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ Η ΕΝ ΤΗΝῼ

 


«Ἀμέμπτως ἐβίωσας ἐν ἐγκρατείᾳ πολλῇ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμῇ, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσάν σοι Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε» (απολυτίκιο ήχος δ΄).

(Έζησες άμεμπτα με πολλή εγκράτεια και ασκητικούς κόπους και με θερμή αγάπη, Πελαγία θεόληπτε. Γι’  αυτό είδες απανωτά τη Θεοτόκο, η οποία σου έστελνε μήνυμα για την ανεύρεση της εικόνας Της. Πρέσβευε σ’ Αυτήν, αγία Μητέρα, υπέρ αυτών που σε τιμούν).

 

Η αγία Πελαγία, κόρη του ιερέως Νικηφόρου, καταγόταν από την Τήνο (1752-1834) κι έζησε οσιακά από την παιδική της ηλικία. Το κοσμικό της όνομα ήταν Λουκία, ενώ όταν εισήλθε στο μοναχικό στάδιο σε ηλικία 15 ετών στο Κεχροβούνι της Τήνου, πήρε το όνομα της μοναχής θείας της Πελαγίας. Ως μοναχή αύξησε την εγκράτεια και τους ασκητικούς κόπους της, ενώ διακρινόταν για τον αγώνα της να βρίσκεται πάντοτε πάνω στις εντολές του Κυρίου, κυρίως την αγάπη. Γι’ αυτό και έγινε «δοχεῖον τοῦ Πνεύματος», με αποτέλεσμα να της εμφανιστεί όχι μία φορά η Κυρία Θεοτόκος, η οποία την καθοδήγησε για την εύρεση της αγίας εικόνας Της (30 Ιανουαρίου 1823) που ήταν θαμμένη σ’έναν αγρό στην πόλη της Τήνου. Το γεγονός κατέστησε την Τήνο ιερό νησί, ενώ η οσία χαριτώθηκε από τον Θεό να επιτελεί πλήθη θαυμάτων, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή της. Η αγιοκατάταξή της έγινε με συνοδική πατριαρχική πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970, ενώ η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, τότε που της εμφανίστηκε η Παναγία με όραμα.

Αξίζει να τονίσουμε από το απολυτίκιο της οσίας αυτό που τονίζει ο ιερός υμνογράφος της: η Πελαγία αξιώθηκε του οράματος της Παναγίας (σε ηλικία 73 ετών μάλιστα), όταν όλη η βιοτή της, ψυχή τε και σώματι, ήταν αφιερωμένη στον Κύριο, που θα πει στην εργασία των αγίων εντολών Του. Ποτέ δηλαδή δεν έχουμε γνήσια οράματα που προέρχονται από τον Θεό και τους αγίους Του, παρά μόνον αν συντρέχει προς τούτο η ζωή του πιστού χριστιανού. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οράματα και άλλες «αποκαλυπτικές» καταστάσεις έχουμε και από τον Πονηρό διάβολο, ο οποίος εκμεταλλεύεται ψυχές ταραγμένες και υπερήφανες, στις οποίες εμφανίζεται κατά τον απόστολο «ὡς ἄγγελος φωτός» με σκοπό να τις οδηγήσει στην απώλεια. Και δυστυχώς αυτές οι ψυχές τον πιστεύουν και χάνονται. Η οσία Πελαγία ήταν λοιπόν αφιερωμένη στον Κύριο, η χάρη του Θεού λειτουργούσε μέσα της λόγω της ταπείνωσής της, γι’ αυτό και την πρώτη και τη δεύτερη φορά που της εμφανίστηκε η Παναγία δεν «ενέδωσε» στο όραμα, θεωρώντας το αυτονόητο για έναν άγιο: «δεν είμαι άξιος να δω την Παναγία». Έτσι σκέφτεται και ενεργεί σε πρώτη φάση ο πραγματικός άγιος – νιώθει τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά του. Όταν όμως πεισθεί από τη συνεχή πρόκληση του Θεού και των αγίων κι όταν μάλιστα τεθεί η πρόκληση, εν προκειμένω το όραμα, υπό την κρίση των πνευματικών της Εκκλησίας, τότε ναι, κάνει υπακοή και κινείται κατά την υπόδειξη της θεϊκής οπτασίας.

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός διά των Αγίων Του εμφανίζεται σ’ εκείνους που είναι συντονισμένοι με τη δική Του ζωή, που «συγγενεύουν με τον Χριστό», για να θυμηθούμε τον μεγάλο σύγχρονο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη. Και συντονίζεται κανείς με τον Θεό μόνον όταν βρίσκεται στην πορεία υπακοής των αγίων Του εντολών, κατά τον λόγο της Γραφής: «ὁ τηρῶν τάς εντολάς τοῦ Θεοῦ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ».  Άνθρωπος που το δικό του θέλημα είναι η προτεραιότητά του και ο κανόνας της ζωής του, δεν υπάρχει περίπτωση να «δει» τον Θεό ούτε και κανέναν άγιο – δεν του το επιτρέπει η δική του «θεληματάρικη», δηλαδή εγωιστική, καθώς λένε ζωή. Να θυμηθούμε και πάλι στο σημείο αυτό την απάντηση του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου όχι σε κοσμικό άνθρωπο, αλλά σε καλόγερο, ο οποίος όμως ζούσε σύμφωνα προς τις επιθυμίες του και όχι προς το θέλημα του Θεού. Στην «αποκάλυψη» του καλόγερου στον όσιο ότι του εμφανίστηκε η Παναγία, εκείνος αμέσως αμφισβήτησε τη θεόθεν προέλευση του οράματος, ακριβώς με το σκεπτικό αυτό: «Η Παναγία εμφανίζεται μόνο σ’ αυτούς που είναι υπάκουοι σαν Εκείνην. Εσύ όμως ζεις κατά το δικό σου θέλημα». 

Στο πρόσωπο της αγίας Πελαγίας της Τηνίας ψαύουμε κυριολεκτικά την παρουσία του Θεού και την ευλογία της Παναγίας. Ας την παρακαλούμε να πρεσβεύει και για μας, ώστε το φρόνημά της, φρόνημα Χριστού, να γίνει και δικό μας.

18 Ιουλίου 2022

ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ

 


«Και τώρα ακόμα υπάρχουν όχι λίγοι ασκητές, που τους απέκρυψε ο Κύριος, και γι’ αυτό δεν κάνουν φανερά θαύματα, αλλά στις ψυχές τους συμβαίνουν καθημερινά θαυμάσια μεγάλα, που μένουν απαρατήρητα για τους πολλούς. Να ένα θαύμα: Όταν η ψυχή ρέπει προς την υπερηφάνεια, τότε πέφτει στο σκοτάδι και στην ακηδία∙ όταν όμως ταπεινωθεί, τότε έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1988). 

 

Οι περισσότεροι χριστιανοί, όταν ακούνε ή διαβάζουν για κάποιον  εν ζωή άγιο που κάνει θαύματα, κυρίως ιάσεως ασθενειών, ψυχικών και σωματικών, αποδύονται σε κάθε κόπο προκειμένου να τον επισκεφτούν ει δυνατόν, να πάρουν την ευχή του, να του πουν το πρόβλημά τους, να θεραπευτούν για να αποκατασταθεί η υγεία τους. Κι είναι βαθιά ανθρώπινο τούτο, γιατί κανείς δεν θέλει να οδυνάται και να ταλαιπωρείται σ’ έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς αυτό που κυρίως «προσφέρει» είναι ο πόνος και η δυσκολία, λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία. Κι αυτή η σπουδή προς αναζήτηση του αγίου γίνεται και όταν βεβαίως ο άγιος έχει απέλθει από τον κόσμο τούτο, αλλά υπάρχει το σκήνωμά του, υπάρχει η θαυματουργή ίσως εικόνα του, υπάρχει ο τάφος του, υπάρχουν διάφορα αντικείμενά του που κι αυτά έχουν αγιαστεί από το άγγιγμά του. Απλώς χρειάζεται να βρίσκεται σε επιφυλακή ο κάθε πονεμένος άνθρωπος, ώστε η καταφυγή του στον άγιο να βρίσκει όντως τα χαρακτηριστικά της αγιότητας, όπως η Εκκλησία μας τα περιγράφει απαρχής της ιδρύσεώς της από τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα. Διότι δεν παύει να εργάζεται στον κόσμο και ο Πονηρός διάβολος, ο οποίος συχνά «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» κατά τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να πλανά τους ανθρώπους. Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι οι πολλοί αναζητούν τον θαυματουργό άγιο, γιατί καταλαβαίνουν, και σωστά, ότι εκεί υπάρχει μία ξεχωριστή παρουσία της χάρης του Θεού – ο Θεός είναι εκείνος που αναδεικνύει τους αγίους Του και τους δίνει τα χαρίσματά Του για να τα αντιπροσφέρουν στους συνανθρώπους τους: «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος δρα στον κόσμο μέσω συνήθως των ανθρώπων Του, όπως άλλωστε το έδειξε και με την ενανθρώπησή Του: έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.

Ο άγιος Σιλουανός επισημαίνει όμως και μία άλλη διάσταση του θαύματος που ενώ υφίσταται και μάλιστα καθημερινά, μένει απαρατήρητη, καθώς γράφει, στους πολλούς. Είναι όχι τα εξώφθαλμα των γνωστών αγίων θαύματα, αλλά εκείνα «τα καθημερινά θαυμάσια που συμβαίνουν στις ψυχές αφανών αγίων», τα οποία από ό,τι αφήνει να κατανοήσουμε ο όσιος δεν είναι μικρότερα και αποτελεσματικότερα από ό,τι τα θεωρούμενα μεγάλα. Κι είναι η συμβολή του μεγάλου Σιλουανού εν προκειμένω, γιατί με τη χάρη που του έδωσε ο Θεός μάς καθοδηγεί ώστε να ανοίξουν και τα δικά μας μάτια στην κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία συνιστά την αληθινή και βαθιά πραγματικότητα του κόσμου μας. Αυτό δεν λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν μας προτρέπει να μην επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ό,τι φαίνεται με τις σωματικές αισθήσεις, στα «βλεπόμενα», αλλά στα «μη βλεπόμενα», στο βάθος του κόσμου μας που είναι η ενέργεια της χάρης του Θεού που διακρατεί τα σύμπαντα και είναι αιώνια. «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Κι αυτό βεβαίως γιατί μας δίνει ο Θεός τη χάρη να «περιπατούμε διά πίστεως» και όχι μόνο με τις αισθήσεις. Η πίστη είναι εκείνη που αποτελεί το όμμα της ψυχής για να συλλαμβάνουμε τις υπεραισθητές πραγματικότητες, που είναι πολλαπλασίως πιο πραγματικές από τις αισθητές. Στον άπιστο διαφεύγει το βάθος αυτό, γιατί λειτουργεί ως τυφλός. Και είναι τυφλός, γιατί τα μάτια του ή είναι κατεστραμμένα από την πονηρία του ή είναι καλυμμένα από την αχλύ ακόμα των παθών του.

Ποια είναι αυτά τα θαυμάσια, τα καθημερινά και μεγάλα που ζουν οι αφανείς άγιοι, γιατί ο Θεός δεν θέλει να τους αποκαλύψει; Ο όσιος Σιλουανός γίνεται ο παρήγορος καθοδηγητής μας: είναι όλα εκείνα που έχουν τον χαρακτήρα πράγματι του θαύματος και που τα ζει κάθε γνήσιος πιστός του Κυρίου που αγωνίζεται να θέσει τον εαυτό του πάνω στις άγιες εντολές Του. Ρέπει κάποιος στην υπερηφάνεια; σημειώνει∙ μόλις καταλάβει την εκτροπή από την οδό Κυρίου από τα αρνητικά συμπτώματα που τον καταλαμβάνουν: «σκοτάδι, ακηδία», και αρχίζει την προσπάθεια για ταπείνωση, εκεί «έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως», εκεί δηλαδή έρχονται τα σημάδια της παρουσίας του Θεού. Και τι άλλο θεωρείται θαύμα για την πίστη μας, παρά μία αισθητή στον άνθρωπο φανέρωση της χάρης Του; Οπότε, κατά τον όσιό μας, όχι μόνο οι διάφοροι ασκητές, οι αφανείς άγιοι, αλλά και κάθε χριστιανός μέσα στον κόσμο, εφόσον έχει ενώπιόν του τις εντολές του Θεού και ζητεί από τον Κύριο δύναμη για να τις επιτελεί, κι εκείνος βρίσκεται μέσα στην παρουσία του θαύματος. Δεν αναζητεί σε άλλους τα θαύματα∙ ο ίδιος τα ζει στη δική του περιοχή, τη δική του ύπαρξη, το σώμα και την ψυχή του. Από την άποψη αυτή γίνεται κι αυτός ένας άμεσος θεατής, με την έννοια της προσωπικής εμπειρίας, του ίδιου του Θεού του, ο Οποίος δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το «μοιράζει» τον Εαυτό Του και να βρίσκει κατοικητήριά Του εκείνους που Τον θέλουν στη ζωή τους.

Δεν είναι μόνο ο όσιος Σιλουανός τελικώς που τονίζει την αλήθεια αυτή. Όλοι οι άγιοι Πατέρες μας μιλούν για τη δύναμη της πίστεως στον άνθρωπο, όταν αυτή τίθεται σε ενέργεια από την καλοπροαίρετη βούλησή του. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, θεωρεί ότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται, ακόμη και την πιο σκοτεινή, εφόσον «ξυπνήσει» και θελήσει να προσαρμόσει τη ζωή του σ’ αυτά που ο Κύριος επιτάσσει, θα δει στον εαυτό του το θαύμα της αναστάσεως που το χαρακτηρίζει «ανάσταση εκ νεκρών». Κι ασφαλώς πρόκειται στην ουσία για ό,τι ο Κύριος στην παραβολή του ασώτου αποκάλυψε: «ο υιός μου αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξανάζησε». Γιατί ακριβώς βρήκε τον δρόμο της επιστροφής προς τον Θεό, δηλαδή μετανόησε. Η μετάνοια έτσι είναι το μεγαλύτερο θαύμα που μπορεί να βιωθεί στον κόσμο από τον κάθε άνθρωπο.   

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

 


«Ο άγιος Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορόστολο της Μυσίας, κι ήταν δούλος κάποιου Έλληνα, κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτη (361-363) και Καπεταλίου βικαρίου. Ήταν ευσεβής χριστιανός και γι’ αυτό βδελυσσόταν τα είδωλα. Κάποια στιγμή που θεώρησε ότι ήταν ήσυχη και κατάλληλη, μπήκε στο ναό των ειδώλων, κρατώντας ένα μεγάλο σφυρί, σύντριψε όλα τα είδωλα και διασκόρπισε τις θυσίες. Επειδή κατηγόρησαν άλλους για τις ενέργειες αυτές, τους οποίους άρχισαν να βασανίζουν, πήγε και παρουσιάστηκε στις αρχές, ομολογώντας την πράξη του, για την οποία κτυπήθηκε με μαστίγιο και ρίχτηκε σε κάμινο φωτιάς. Παρέμεινε όμως άφλεκτος και παρέδωσε έτσι στον Θεό το πνεύμα του». 

 

       Το ενδιαφέρον ενός συγχρόνου εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που θα διάβαζε το συναξάρι του αγίου, θα επικεντρωνόταν ασφαλώς όχι στον θείο ζήλο του Αιμιλιανού ούτε και στην αγιότητα και τη χάρη του Θεού που τον διακατείχε – μόνο με τη χάρη του Θεού μπορεί κανείς ν’ αντέξει τα μαρτύρια, όπως μας επισημαίνει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν» - αλλά στην ενέργειά του να καταστρέψει τα είδωλα και να διασκορπίσει τις ειδωλικές θυσίες. Με μεγάλη ευκολία μάλιστα, κι ίσως με οργή, θα χαρακτήριζε την ενέργεια αυτή ως πράξη βαρβαρότητας, που στρέφεται κατά του πολιτισμού της ανθρωπότητας – ένα άγαλμα είναι πράγματι ένα πολιτιστικό γεγονός. Με την ίδια ευκολία, στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως, θα στρεφόταν και ευρύτερα κατά της χριστιανικής πίστης και μάλιστα κατά της Εκκλησίας, διότι εκτρέφει τέτοια φαινόμενα, που προσβάλλουν τα επιτεύγματα του ανθρώπου.

       Βεβαίως, δεν θα προβληματιζόταν καθόλου για το τι αντιπροσωπεύουν τα είδωλα – το κατώτερο επίπεδο θρησκευτικής πίστης, όπως ήδη το είχαν επισημάνει και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι - θα αγνοούσε προκλητικά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, χριστιανός πρώτα και αρνητής στη συνέχεια, κυνήγησε βάναυσα τους χριστιανούς, υποβάλλοντάς τους σε σκληρότατα μαρτύρια, δηλαδή ξαναφέρνοντας πίσω τις εποχές των μεγάλων διωγμών των πρώτων χριστιανικών χρόνων, κι ούτε συζήτηση ότι θα ήταν από τους πρώτους, που θα θαύμαζε κι άλλα πολιτιστικά επιτεύγματα, όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου, για την κατασκευή ασφαλώς των οποίων χύθηκαν ποταμοί αιμάτων από «κατώτερα» όντα, τους δούλους. Θέλουμε να πούμε ότι τα κριτήριά μας, εμάς των νεωτέρων, που μας κάνουν να προβαίνουμε σε χαρακτηρισμούς περί του τι είναι πολιτιστικό γεγονός ή όχι, είναι πολύ επιφανειακά, ενώ τις περισσότερες φορές περιπίπτουμε στο λογικό σφάλμα να κρίνουμε γεγονότα, επιτεύγματα, ανθρώπους, όχι με τα κριτήρια της εποχής τους, αλλά της δικής μας εποχής, δηλαδή, να χρησιμοποιούμε το δικό μας αξιακό σύστημα, ως σύστημα αναφοράς άλλων, παλαιοτέρων εποχών.

       Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν, για να επανέλθουμε, βεβαίως έκανε κάτι, που για την εποχή μας ίσως, είναι πράξη βαρβαρότητας. Όμως για την εποχή του, εποχή διωγμού της χριστιανικής πίστης, ήταν κάτι το γενναίο και ίσως επιβεβλημένο, με συμβολική μάλιστα σημασία: δεν κατέστρεφε τα είδωλα-αγάλματα ως πολιτιστικά επιτεύγματα, αλλ’ ως φορείς αντιλήψεων, που ήταν υποταγμένες στα δαιμόνια και συνεπώς λειτουργούσαν προς καταβαράθρωση και καταστροφή του ανθρωπίνου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ενέργεια του αγίου, στην ουσία της κρινόμενη, ήταν υπέρ της εξυψώσεως του πνευματικού επιπέδου των ανθρώπων και από την άποψη αυτή βαθύτατα εκπολιτιστική. Ότι βεβαίως υπήρχαν χριστιανοί, οι περισσότεροι, οι οποίοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους προς τα είδωλα με διαφορετικό τρόπο, είναι εντελώς περιττό και ν’ αναφέρουμε, άρα η ενέργεια του σήμερον εορταζομένου αγίου δεν ήταν μία επιβαλλόμενη από την Εκκλησία διαδικασία, αλλά «έμπνευση», θα λέγαμε, της στιγμής του αγίου. Υπενθυμίζουμε πάντως ότι το ύψιστο κριτήριο για τη χριστιανική πίστη είναι να βλέπουμε τα πράγματα «sub speciae aeternitatis», υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, δηλαδή από την άποψη του αιωνίου θελήματος του Τριαδικού Θεού.

16 Ιουλίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΗΝΟΓΕΝΗΣ

 


«Αυτός ο άγιος ήταν από τη Σεβάστεια, επί Διοκλητιανού βασιλέως. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα Φιλόμαχο, μαζί με τους δέκα μαθητές του, κι αφού υπέμεινε μ’  αυτούς πολλά βασανιστήρια, «δέχεται την διά ξίφους τελευτήν». Λέγεται γι’ αυτόν, ότι πριν από τη σύλληψή του, πήγε στο Μοναστήρι του και δεν βρήκε τους μαθητές του, διότι είχαν συλληφθεί πιο μπροστά. Στο Μοναστήρι συνάντησε την ελαφίνα, πού την είχε αναθρέψει εκεί, την ευλόγησε και προσευχήθηκε να μην την  πιάσουν ποτέ οι κυνηγοί, ούτε αυτήν ούτε και τα ελαφάκια της, αλλά κάθε χρόνο από αυτά που θα γεννά, ένα μικρό της να το φέρνει στο Μοναστήρι, πράγμα που έγινε. Διότι φαινόταν, μετά την ανάγνωση των αγίων Ευαγγελίων, να εισέρχεται στην Εκκλησία η ελαφίνα, να αναθέτει στον άγιο το ελαφάκι και πάλι να εξέρχεται. Οι συγκεντρωμένοι χριστιανοί έτρωγαν με χαρά από την προσφορά αυτή της ελαφίνας, εις δόξαν και τιμήν του αγίου, κι ήταν τούτο ένα θαύμα μεγάλο γι’  αυτούς που το’  βλεπαν και το άκουγαν, είτε πιστούς είτε απίστους».

 

Δεν είναι πολύ γνωστός ο άγιος ιερομάρτυς Αθηνογένης στο ευρύ χριστιανικό κοινό, όμως τον μνημονεύουμε "έμμεσα" καθημερινά στον εσπερινό, διότι κατά μία παλαιά παράδοση είναι ο συνθέτης του επιλύχνιου λεγόμενου ύμνου (το "Φως ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός" δηλαδή που αναφέρεται στον Κύριο Ιησού Χριστό), την ώρα που ο άγιος οδηγείτο στο μαρτύριο.

Η ζωή του αγίου παρουσιάζει μία συγκινητική ιδιαιτερότητα. Πέραν του συνδέσμου που φαίνεται ότι ο άγιος είχε με τους μαθητές του, προκαλεί συγκίνηση και ο σύνδεσμός του με την ελαφίνα, η οποία συμπεριφέρεται, θα λέγαμε, ως γνήσιος υποτακτικός. Πρέπει να υπονοήσουμε ότι αυτό συμβαίνει, διότι ο άγιος διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη και προς τους μαθητές του και προς τα ζώα. Μόνον ένας που ζει μία τέτοια αγάπη, μπορεί και θέτει το ενδιαφέρον του για τους άλλους υπεράνω και της ζωής του. Διότι τον κυνηγούσαν τον άγιο για την πίστη του κι εκείνος, αντί να φύγει και να κρυφτεί, νιώθει την ανάγκη να φροντίσει τους μαθητές του κι ακόμη και το ζώο που ανέθρεψε, την ελαφίνα.

Η στάση αυτή του αγίου,  στάση αγάπης που πηγάζει από την πίστη στον Χριστό – μόνον η πίστη αυτή δίνει δύναμη υπέρβασης και του ενστίκτου αυτοσυντήρησης – μάς οδηγεί σε δύο ασφαλή συμπεράσματα για τον άγιο και την ορθόδοξη πίστη:

(1) ερχόμενος ο άγιος στο Μοναστήρι του να φροντίσει για τους μαθητές του, παρ’  όλους τους κινδύνους που τελικώς δεν απέφυγε, διαπιστώνει ότι ήδη εκείνοι είχαν συλληφθεί για την πίστη  τους στον Χριστό, την οποία επιβεβαίωσαν και με το ιερό μαρτύριό τους. Έτσι μέσα από αυτό το στοιχείο - λεπτομέρεια ίσως από το συναξάρι του -  φανερώνεται όχι μόνον η αγιότητά του, αλλά και το πόσο καλός ηγούμενος υπήρξε όλα τα προηγούμενα χρόνια, πόσο δηλαδή καλά καθοδήγησε τα πνευματικά του τέκνα, ώστε και χωρίς την παρουσία του, εκείνα να είναι έτοιμα για το μαρτύριο. Ο άγιος καταλαβαίνουμε ότι λειτούργησε ως καλός «αλείπτης» για τους μαθητές του, ως δηλαδή καλός προπονητής στην πνευματική τους ζωή, κάτι που εντείνει ακόμη περισσότερο τη φωτεινότητα της προσωπικότητάς του.

(2) τα τελευταία χρόνια τονίστηκε ευρύτερα, ιδίως μετά από τόσες καταστροφές απέναντι στη φύση, η ανάγκη σεβασμού αυτής και το γεγονός ότι πρέπει να τη φροντίζουμε και να τη διαφυλάσσουμε. Κι αυτό που ίσως βγήκε ως ανάγκη (και για ορισμένους έγινε μία ιδεολογία), για την Εκκλησία μας συνιστά ένα διαχρονικό χειροπιαστό γεγονός. Διότι η ορθόδοξη πίστη μας πάντοτε τόνιζε και τονίζει ότι «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή», που σημαίνει ότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και τα φυτά ανήκουν στον Θεό και γι’  αυτό αφενός η ίδια η φύση έχει μία ιδιαίτερη ιερότητα - ψαύει κανείς τις πολυποίκιλες ενέργειες σ' αυτήν του Θεού - αφετέρου κανείς δεν μπορεί να την καταστρέφει ασύστολα και παράλογα, χωρίς να γίνεται θεομάχος. Ο χριστιανός καλείται ν’ αγαπά πρωτίστως τους ανθρώπους, τους κατ’  εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργημένους, αλλά και όλη την υπόλοιπη Δημιουργία. Ο άγιος Αθηνογένης με την τρυφερότητά του προς την ελαφίνα αποτελεί ένα από τα πολλά δείγματα των αγίων, που ήσαν εντελώς συμφιλιωμένοι με τη φύση, μαζί με τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη (με το λιοντάρι), τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ (με την αρκούδα), τον όσιο Παΐσιο ακόμη τον αγιορείτη (με τα φίδια, τις αλεπούδες και πολλά ακόμη ζώα).

15 Ιουλίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ

 


«῾Η ἁγία ᾽Ιουλίττα ἔζησε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ καί καταγόταν ἀπό τό ᾽Ικόνιο. Λόγω τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν χριστιανῶν πού εἶχε ξεσπάσει ἐκεῖ, πῆγε στήν Σελεύκεια μαζί μέ τόν τριετή υἱό της ἀοίδιμο Κήρυκο. ᾽Επειδή ὅμως τά ἴδια ἐπικρατοῦσαν κι ἐκεῖ, ἦλθε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, στήν ὁποία ὁ ἡγεμόνας ᾽Αλέξανδρος, ὠμός καί θηριώδης στούς τρόπους, τιμωροῦσε καί βασάνιζε ὅσους ἐπικαλοῦνταν τόν Χριστό. Συνελήφθη καί ἡ ᾽Ιουλίττα καί ἄρχισαν τά βασανιστήριά της. ᾽Απέσπασαν βίαια ἀπό τήν ἀγκαλιά της τό παιδί κι ὁ ἡγεμόνας προσπάθησε μέ γλυκόλογα νά τό τραβήξει κοντά του. Δέν μπόρεσε ὅμως, γιατί τό παιδί εἶχε στηλώσει τά μάτια πρός μόνη τήν μητέρα του, ἐνῶ ἐπικαλεῖτο μέ ψιθυριστή φωνή τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Στό τέλος, ὅπως ἦταν ἔδωσε μία κλωτσιά στήν κοιλιά τοῦ ἡγεμόνα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὀργισθεῖ αὐτός καί νά τό ρίξει κάτω ἀπό τά σκαλάκια τοῦ βήματος πού καθόταν. ᾽Από τήν πρόσκρουση στά σκαλάκια συντρίφτηκε τό κρανίο του κι ἄφησε ἐκεῖ τήν μακάρια ψυχή του. ῾Η δέ ἁγία ᾽Ιουλίττα, ἀφοῦ ὑπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς νά πειστεῖ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ἀποτμήθηκε τήν κεφαλή της κι ἔλαβε τό στεφάνι τῆς ἀθλήσεως». 

 

Εἶναι λογικό ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος νά ἐπικεντρώνει τήν προσοχή του σέ δύο κυρίως σημεῖα ἀπό τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Κηρύκου καί ᾽Ιουλίττης: πρῶτον στήν νηπιακή ἡλικία τοῦ Κηρύκου, δεύτερον στό ψυχικό μαρτύριο πού ὑπέστη ἡ ᾽Ιουλίττα, πέρα ἀπό τό σωματικό ἔπειτα, βλέποντας μπροστά στά μάτια της τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ της. Πλεῖστα ὅσα τροπάρια πράγματι ἀναφέρονται στόν μικρό  Κήρυκο, τόν ὁποῖο ὅμως προβάλλει ὁ ὑμνογράφος νήπιο μέν στήν ἡλικία, πολιό ὅμως καί μέ τέλειο φρόνημα κατά τήν ψυχή. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά παραδοξότητα, κυριολεκτικά γιά θαῦμα, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ ᾽Ιωσήφ. «᾽Εμπρός, δεῖτε ὅλοι παράξενο καί παράδοξο θέαμα: Ποιός ἔχει δεῖ τριετές νήπιο νά ντροπιάζει τύραννο; Πρόκειται γιά θαῦμα (Δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ). «Μέ σῶμα νηπίου ἀλλά μέ τελειότατο φρόνημα, μάρτυς, νίκησες τόν ἀρχέκακο διάβολο» (ὠδή δ´). «῾Υπῆρξες, κατά πολύ θαυμαστό τρόπο, ἀθλοφόρε Κήρυκε, ἀτελής κατά τό σῶμα, τέλειος ὅμως στήν φρόνηση» (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

Κι αἰτία γιά τήν παραδοξότητα αὐτή δέν ἦταν μία ἰδιοτροπία τῆς φύσεως, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κήρυκος ἀπό τά σπάργανα ἀκόμη ἦταν γεμάτος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή ἡ χάρη τόν ἔκανε νά ἔχει φρόνημα μεγάλου καί σεβασμίου ἀνθρώπου. «Σύ πού ἤσουν γεμάτος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τά σπάργανά σου, καί εἶχες φρόνημα μεγάλου καί σεβαστοῦ ἀνθρώπου» (αἶνοι). Θυμίζει ἔτσι ἡ περίπτωση τοῦ Κηρύκου τήν πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία κατεξοχήν αὐτή ἤδη ἐκ κοιλίας μητρός ἦταν γεμάτη ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ, ἐνῶ τριετίζουσα, καθώς εἰσῆλθε στά ῞Αγια τῶν ῾Αγίων τοῦ Ναοῦ, ὑπῆρξε «νηπιάζουσα σαρκί καί τελείᾳ τῇ ψυχῇ». «Ἡ τριετίζουσα τῷ σώματι καί πολυετής ἐν τῷ πνεύματι» κατά τήν ἀντίστοιχη φράση τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι «ὅπου βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις». Αὐτό δηλαδή πού ἡ λογική μας ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ, γίνεται ἀποδεκτό καί ῾λογικό᾽, ὅταν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν ἅγιο Κήρυκο λοιπόν βρισκόμαστε ἐξαρχῆς σέ ὑπέρ φύσιν καί χαρισματικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἐξέβαλαν καί στό ὑπέρ φύσιν μαρτύριό του ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κι εἶναι πολύ θεολογική ἡ ἀποτίμηση τήν ὁποία κάνει ἐν προκειμένω ὁ ἅγιος ποιητής: τό νήπιο Κήρυκος λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶχε φρόνημα τελείου καί πολιοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ὥριμος κατά τήν ἡλικία τύραννος, ὁ ἔξυπνος καί δυνατός κατά κόσμον, ἀποδείχτηκε ἐντελῶς «νηπιόφρων», λόγω ἀκριβῶς τῆς ὑποταγῆς του στόν Πονηρό. ῾Η νίκη λοιπόν ἦταν δεδομένη: νίκησε τό νήπιο καί ντροπιάστηκε ὁ ὥριμος καί μεγάλος καί δυνατός. «Τόν σάν νήπιο τύραννο ντρόπιασες μέ ἀνδρεία ψυχῆς, καθώς ἤσουν μέ τέλειο φρόνημα ἀλλά μέ ἀτελές σῶμα, μάρτυς Κήρυκε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται διαρκῶς καί διαχρονικῶς: ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἔστω μικροί στήν ἡλικία, ἔστω ἀδύνατοι ἐξωτερικά, ἀλλά μέ φρόνημα γενναῖο λόγω τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ βλέπουμε κυριολεκτικῶς θαύματα: νά ἀντιμετωπίζουν μεγάλους καί τρανούς, νά ἀντιμετωπίζουν καταστάσεις πού φαντάζουν θεόρατες, κι ὅμως νά νικοῦν. ῾Η ψυχή τελικῶς φαίνεται νά εἶναι αὐτή πού παίζει τόν πρῶτο ρόλο στόν κόσμο τοῦτο τόν ἀπατεώνα. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅσοι θέλουν νά ὑποτάξουν τούς ἀνθρώπους, ὁ διάβολος πρῶτα καί τά ὄργανά του, τήν ψυχή μας πρῶτα θέλουν νά κάμψουν. Τόν φόβο νά ἐνσπείρουν. Νά ῾μικρύνουν᾽ τό φρόνημα μας. Γιατί ἔτσι ἡ πλήρης ὑποταγή ἔπειτα εἶναι εὔκολη.

᾽Αλλ᾽ ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ, εἴπαμε, προχωρεῖ καί στή ρίζα τοῦ εὐκλεοῦς φυτοῦ, «τό ἀμπέλι πού ἀνεβλάστησε ἀπό τά σπλάχνα της τόν  βότρυ Κήρυκο» (στιχηρό ἑσπερινοῦ, ὠδή δ´). Τήν μητέρα ἀγία ᾽Ιουλίττα. Καί θαυμάζει καί ἀπορεῖ βεβαίως γιά τό ἀνδρικό φρόνημα πού βρέθηκε σέ γυναικεία φύση, ἀλλά πολλαπλασίως θαυμάζει γιά τό πῶς ἄντεξε ἡ μάνα τό διπλό τελικά μαρτύριο: νά βλέπει πρῶτα τό σπλάχνο της νά ὑφίσταται τό μαρτύριο, νά ἀκολουθεῖ στή συνέχεια ἡ ἴδια μέ δύναμη καί γενναιότητα. ῾Επόμενο λοιπόν νά ῾βλέπει᾽ καί τό διπλό στεφάνι πού τῆς δίνει καί ὁ Κύριος. «᾽Αντιμετώπισες τά κτυπήματα καί ὑπέμεινες τά ποικίλα βασανιστήρια μέ ἀνδρικό τρόπο, ἀξιοθαύμαστη. Βλέποντας δέ τήν τελείωση τοῦ υἱοῦ σου πέρασες διπλό τό μαρτύριο, ᾽Ιουλίττα. Γι᾽ αὐτό σοῦ δίνει καί διπλούς τούς στεφάνους ὁ ἀθλοθέτης Κύριος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Εὐλόγως λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ἐπιλέγει: «Μέ τίς παρακλήσεις αὐτῶν, Κύριε, σῶσε κι ἐμᾶς πού σεβόμαστε τήν ἱερά τους μνήμη» (ὠδή θ´).