«Ο άγιος Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορόστολο της Μυσίας, κι ήταν δούλος κάποιου Έλληνα, κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτη (361-363) και Καπεταλίου βικαρίου. Ήταν ευσεβής χριστιανός και γι’ αυτό βδελυσσόταν τα είδωλα. Κάποια στιγμή που θεώρησε ότι ήταν ήσυχη και κατάλληλη, μπήκε στο ναό των ειδώλων, κρατώντας ένα μεγάλο σφυρί, σύντριψε όλα τα είδωλα και διασκόρπισε τις θυσίες. Επειδή κατηγόρησαν άλλους για τις ενέργειες αυτές, τους οποίους άρχισαν να βασανίζουν, πήγε και παρουσιάστηκε στις αρχές, ομολογώντας την πράξη του, για την οποία κτυπήθηκε με μαστίγιο και ρίχτηκε σε κάμινο φωτιάς. Παρέμεινε όμως άφλεκτος και παρέδωσε έτσι στον Θεό το πνεύμα του».
Το ενδιαφέρον ενός συγχρόνου εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που θα διάβαζε το συναξάρι του αγίου, θα επικεντρωνόταν ασφαλώς όχι στον θείο ζήλο του Αιμιλιανού ούτε και στην αγιότητα και τη χάρη του Θεού που τον διακατείχε – μόνο με τη χάρη του Θεού μπορεί κανείς ν’ αντέξει τα μαρτύρια, όπως μας επισημαίνει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν» - αλλά στην ενέργειά του να καταστρέψει τα είδωλα και να διασκορπίσει τις ειδωλικές θυσίες. Με μεγάλη ευκολία μάλιστα, κι ίσως με οργή, θα χαρακτήριζε την ενέργεια αυτή ως πράξη βαρβαρότητας, που στρέφεται κατά του πολιτισμού της ανθρωπότητας – ένα άγαλμα είναι πράγματι ένα πολιτιστικό γεγονός. Με την ίδια ευκολία, στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως, θα στρεφόταν και ευρύτερα κατά της χριστιανικής πίστης και μάλιστα κατά της Εκκλησίας, διότι εκτρέφει τέτοια φαινόμενα, που προσβάλλουν τα επιτεύγματα του ανθρώπου.
Βεβαίως, δεν θα προβληματιζόταν καθόλου για το τι αντιπροσωπεύουν τα είδωλα – το κατώτερο επίπεδο θρησκευτικής πίστης, όπως ήδη το είχαν επισημάνει και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι - θα αγνοούσε προκλητικά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, χριστιανός πρώτα και αρνητής στη συνέχεια, κυνήγησε βάναυσα τους χριστιανούς, υποβάλλοντάς τους σε σκληρότατα μαρτύρια, δηλαδή ξαναφέρνοντας πίσω τις εποχές των μεγάλων διωγμών των πρώτων χριστιανικών χρόνων, κι ούτε συζήτηση ότι θα ήταν από τους πρώτους, που θα θαύμαζε κι άλλα πολιτιστικά επιτεύγματα, όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου, για την κατασκευή ασφαλώς των οποίων χύθηκαν ποταμοί αιμάτων από «κατώτερα» όντα, τους δούλους. Θέλουμε να πούμε ότι τα κριτήριά μας, εμάς των νεωτέρων, που μας κάνουν να προβαίνουμε σε χαρακτηρισμούς περί του τι είναι πολιτιστικό γεγονός ή όχι, είναι πολύ επιφανειακά, ενώ τις περισσότερες φορές περιπίπτουμε στο λογικό σφάλμα να κρίνουμε γεγονότα, επιτεύγματα, ανθρώπους, όχι με τα κριτήρια της εποχής τους, αλλά της δικής μας εποχής, δηλαδή, να χρησιμοποιούμε το δικό μας αξιακό σύστημα, ως σύστημα αναφοράς άλλων, παλαιοτέρων εποχών.
Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν, για να επανέλθουμε, βεβαίως έκανε κάτι, που για την εποχή μας ίσως, είναι πράξη βαρβαρότητας. Όμως για την εποχή του, εποχή διωγμού της χριστιανικής πίστης, ήταν κάτι το γενναίο και ίσως επιβεβλημένο, με συμβολική μάλιστα σημασία: δεν κατέστρεφε τα είδωλα-αγάλματα ως πολιτιστικά επιτεύγματα, αλλ’ ως φορείς αντιλήψεων, που ήταν υποταγμένες στα δαιμόνια και συνεπώς λειτουργούσαν προς καταβαράθρωση και καταστροφή του ανθρωπίνου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ενέργεια του αγίου, στην ουσία της κρινόμενη, ήταν υπέρ της εξυψώσεως του πνευματικού επιπέδου των ανθρώπων και από την άποψη αυτή βαθύτατα εκπολιτιστική. Ότι βεβαίως υπήρχαν χριστιανοί, οι περισσότεροι, οι οποίοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους προς τα είδωλα με διαφορετικό τρόπο, είναι εντελώς περιττό και ν’ αναφέρουμε, άρα η ενέργεια του σήμερον εορταζομένου αγίου δεν ήταν μία επιβαλλόμενη από την Εκκλησία διαδικασία, αλλά «έμπνευση», θα λέγαμε, της στιγμής του αγίου. Υπενθυμίζουμε πάντως ότι το ύψιστο κριτήριο για τη χριστιανική πίστη είναι να βλέπουμε τα πράγματα «sub speciae aeternitatis», υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, δηλαδή από την άποψη του αιωνίου θελήματος του Τριαδικού Θεού.