06 Ιουλίου 2022

ΑΔΙΚΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΩ!

 


Γιά τόν ὅσιο Σισώη τόν μεγάλο, πού ἡ ζωή του ἀποπνέει τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ μεγάλου ὁσίου Ἀντωνίου, ἔχουν διασωθεῖ ἀρκετά λόγια καί περιστατικά στά Ἀποφθέγματα τῶν Γερόντων, ἕνα τῶν ὁποίων καταγράφουμε στή συνέχεια μέ σύντομο σχολιασμό του.

«Ἀδελφός πού ἀδικήθηκε ἀπό ἄλλον ἀδελφό ἦλθε πρός τόν ἀββά Σισώη καί τοῦ λέγει:

- Ἀδικήθηκα ἀπό ἕναν ἀδελφό καί θέλω νά τόν ἐκδικηθῶ.

Ὁ δέ Γέρων τόν παρακαλοῦσε:

- Μή τέκνον. Ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στόν Θεό τό ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.

Αὐτός ὅμως ἔλεγε:

- Δέν θά παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιά τόν ἑαυτό μου.

Εἶπε δέ ὁ Γέρων:

- Ἄς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καί ὁ Γέροντας, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:

- Θεέ, δέν σέ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νά φροντίζεις γιά μᾶς. Διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιά λογαριασμό μας.

Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά τά λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στά πόδια του Γέροντος λέγοντας:

- Δέν θά εἶμαι πλέον σέ ἀντιδικία μέ τόν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββά». 

 

Ἐκ πρώτης ὄψεως θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ ἀδελφός μοναχός πού ἀδικήθηκε καί ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ ἦταν ἕνας κακός μοναχός – ποιός χριστιανός, πολύ περισσότερο ἕνας μοναχός, δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ἐκδίκηση εἶναι κάτι πού δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τή χριστιανική πίστη; Θέλει νά ἐκδικηθεῖ συνήθως ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἕρμαιο τῶν παθῶν του καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, ἐκεῖνος δηλαδή πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό του, δέν ἀγγίζει καθόλου τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἄν ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς σώσει, ἦταν ἀκριβῶς γι’ αὐτό: νά μᾶς ἐπαναφέρει στό σημεῖο τῆς ἀρχικῆς θεοείδειάς μας, νά ζοῦμε ὡς κατ’ εἰκόνα Του μέ τό κατεξοχήν γνώρισμά Του, τήν ἀνιδιοτελή καί ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. «Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ», όπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ συγκεκριμένος λοιπόν ἀδελφός μέ τό πάθος τῆς ἐκδίκησης νά καίει στά στήθια του δείχνει τήν ἔλλειψη τῆς χριστιανικότητάς του.

Ὅμως ἐνῶ ἡ πραγματικότητα μέ τά λόγια του εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, τά ἔργα του φανερώνουν κάτι διαφορετικό. Τί ἐννοοῦμε; Πρίν προβεῖ σέ ὁποιαδήποτε ἐνέργεια ἐκδίκησης σπεύδει νά ἐρωτήσει τόν ὅσιο Γέροντα - ἔχει μάθει προφανῶς νά μήν κάνει τίποτε χωρίς εὐλογία. Κι αὐτό εἶναι σημάδι ἀνθρώπου πού ἀγωνίζεται ἐσωτερικά τόν ἀγώνα τῆς ὑπακοῆς. Καί ὄντως ἡ ἀλήθεια αὐτή ἐπιβεβαιώνεται. Διότι μόλις ὁ ὅσιος Σισώης μέ ἄμεσο καί εὐφυή τρόπο τοῦ δείχνει τό ἀντιχριστιανικό τῆς σκέψεως καί τῆς διαθέσεώς του, ἀμέσως πείθεται ἐκζητώντας τή συγγνώμη του. Τό συμπέρασμα εἶναι προφανές: ὁ συγκεκριμένος ἀδελφός ἦταν μᾶλλον ἕνας ἁπλοϊκός στήν πίστη μοναχός, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μάθει νά κανονίζει ἀκόμη τούς λογισμούς του, ἕνας ἀρχάριος πού τά πάθη του, ὅπως εἴπαμε, συχνά τόν κυρίευαν. Διότι δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ προκοπή ἑνός χριστιανοῦ φανερώνεται ἀπό τή «μύησή» του στόν ἔλεγχο τῶν λογισμῶν πού ἐξάπτουν τόν ἐγωϊσμό του. «Οἱ λογισμοί καθορίζουν τή ζωή μας», ὅπως τό ἔλεγε ἕνας ὅσιος σύγχρονος ἀσκητής, γι’ αὐτό καί χωρίς τήν ἐκμάθηση τοῦ ἐλέγχου τῶν λογισμῶν δέν μπορεῖ στήν οὐσία νά ὑπάρχει χριστιανική ζωή.

Ἀπό τήν ἄλλη, θαυμάζουμε τήν ἀμεσότητα ἀντίδρασης τοῦ ὁσίου Σισώη. Ὄχι μόνον προσανατολίζει τόν ἁπλοϊκό καί ἀρχάριο μοναχό σ’ αὐτό πού εἶναι τό θέλημα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ - τήν ἀγάπη καί πρός τόν ἐχθρό, κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου πού εἶπε «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τούς μισοῦντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς» - ὁπότε τόν καθοδηγεῖ στό σημεῖο πού θά κρατήσει μέσα του ζωντανή τή σχέση του μ’ Ἐκεῖνον, ἀλλά τό κάνει μέ τρόπο πολύ παραστατικό καί ἀπολύτως καίριο γιά τά δεδομένα ἑνός μοναχοῦ: μέσα ἀπό τήν προσευχή, στήν ὁποία ὅμως δίνει τέτοιο περιεχόμενο πού δέν ἀφήνει περιθώριο ἀμφισβήτησης στόν μοναχό ὅτι ἡ διάθεσή του γιά ἐκδίκηση ἐκφράζει ἀπιστία πρός τόν Θεό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἀπολύτως σαφής: «Μή ἐκδικεῖτε ἑαυτούς, ἀδελφοί. Ἐμή γάρ ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». 

Κι ἀξίζει στήν ἀντίδρση τοῦ ὁσίου νά παρατηρήσει κανείς δύο πράγματα: Πρῶτον, ὅτι ἡ ἐκδίκηση, ὅπως καί κάθε ἀπόκλιση ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τελικῶς συνιστᾶ ὄντως ἀπιστία πρός τήν παρουσία καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὁ Ὤν», ἡ πηγή τοῦ Εἶναι καί τοῦ κάθε εἶναι, χωρίς Αὐτόν δηλαδή δέν ὑφίσταται ζωή, ἀφοῦ «Αὐτός ἐστίν ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς μας ἔξω ἀπό τήν «Ὁδόν» Ἐκείνου εἶναι πράγματι ἀπιστία - ἡ ἴδια ἡ ζωή μας καί οἱ πράξεις μας ἀποδεικνύουν ἄν σχετιζόμαστε μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Καί δεύτερον, ἡ προσευχή μας, ὅπως ἔδειξε ὁ ὅσιος Σισώης, στίς κρίσιμες ὧρες τοῦ ὅποιου πειρασμοῦ μας καλό θά εἶναι νά ἐκφράζει αὐτό πού ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς στόν πειρασμό μας. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ὁ πνευματικός καί ἀνάδοχος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, εἶχε καταρτίσει τό ψαλτήριο τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τέτοιο τρόπο πού νά ἀνταποκρίνεται στίς συγκεκριμένες ἑκάστοτε ἀνάγκες τῶν πιστῶν ἐνοριτῶν του. Νά προσευχόμαστε μέ ἄλλα λόγια στόν Κύριο γι’ αὐτό πού εἶναι τό πρόβλημά μας, αὐτό πού «καίει» τήν καρδιά μας, καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς καθοδηγεῖ ὥστε οἱ ἀντιδράσεις μας νά μή μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του – νά βλέπουμε τό ἀποτέλεσμα τῆς ὅποιας ἐνέργειάς μας. Ἀρκεῖ βεβαίως νά ἔχουμε κι ἐμεῖς τήν καλή διάθεση τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀδελφοῦ πού πῆγε στόν ὅσιο Σισώη. Διαφορετικά, ἄν ἡ προσευχή μας εἶναι ἡ παράκλησή μας νά γίνει ὁπωσδήποτε τό δικό μας θέλημα, συχνά ἁμαρτωλό, τότε ὄχι μόνο δέν θά ἔχουμε τόν Θεό βοηθό μας, ἀλλά θά Τόν ἔχουμε ἐνάντιό μας.