«Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6, 22, 24)
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Γ´ Ματθαίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς γνωστῆς ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, μίας ἐκτεταμένης ὁμιλίας πού καταγράφεται στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καί μάλιστα στά 5, 6 καί 7 κεφάλαιά του. Τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ἔχει ἐκπληκτική ἐπικαιρότητα, δεδομένου ὅτι ἀφενός ἀποκαλύπτει βαθιές ἀνθρωπολογικές ἀλήθειες καί μᾶς ὑπενθυμίζει τό πόσο ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς φροντίζει μέ τήν πρόνοιά Του, ἀφετέρου μᾶς προσανατολίζει στήν ὀρθή κατεύθυνση τῆς ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔνταξή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾽Ιδιαιτέρως θά σταθοῦμε στόν λόγο τοῦ Κυρίου «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», πού θέτει ἕνα σημαντικό προβληματισμό.
1. Ἡ πρώτη ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, πού συνιστᾶ καί ἀποκάλυψη γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε κάπου ῾δουλεύει᾽, πάντοτε δηλαδή σέ κάτι ὑπακούει καί αὐτό οὐσιαστικά ὑπηρετεῖ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἐλεύθερος ἄνθρωπος, μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ ὅρου, δέν ὑπάρχει. Εἴτε ὑπακοῦμε στόν Θεό εἴτε ὑπακοῦμε σέ ἀντίθεες δυνάμεις εἴτε ἀκόμη καί στίς δικές μας μόνο ἐπιλογές, ἄν ὑφίσταται ἀπολύτως κάτι τέτοιο, πάντοτε θά βρισκόμαστε κάτω ἀπό ἕνα ῾ἀφεντικό᾽. Τό ἐρώτημα εἶναι τί εἴδους ῾ἀφεντικό᾽ εἶναι αὐτό; Δηλαδή: σέ τί δουλεύω πού θά μέ κάνει νά νιώσω πραγματικά ἄνθρωπος, μέσα στά πλαίσια τῆς φυσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου;
2. Ὁ Κύριος προεκτείνει τήν ἐπισήμανση: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». ῎Οχι μόνο πάντοτε κάπου δουλεύουμε, ἀλλά καί ἡ ῾δουλεία᾽ αὐτή εἶναι μονομερής: δέν μπορεῖ κανείς νά ὑπηρετεῖ δύο ἀφεντικά ταυτόχρονα, οἱ δυνάμεις του θά εἶναι κατατεθειμένες στήν ὑπηρεσία πάντοτε ἑνός. Ὁ ἄνθρωπος, μέ ἄλλα λόγια, μᾶς λέει ὁ Κύριος, εἶναι δημιουργημένος ἔτσι, ὥστε νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ μέ ἑνιαῖο τρόπο, πού σημαίνει ὅτι οἱ δυνάμεις του προσαρμόζονται πάντοτε σέ μία μόνο κατεύθυνση, κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ῾ὅλος κάπου᾽. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ Κύριος ἀποκλείει γιά τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου τό φαινόμενο τοῦ ῾πνευματικοῦ ἀλλοιθωρισμοῦ᾽: δέν μπορεῖ νά κοιτᾶ τήν ἴδια στιγμή σέ δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Συνεπῶς, ἄν κάποιος προσπαθήσει νά τά συνδυάσει ὅλα, θά βρεθεῖ σέ ἕνα εἶδος πνευματικῆς σχιζοφρένειας, θά ὑποστεῖ μία ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξής του ὡς ἀνθρώπου.
Στήν περίπτωση αὐτή ἔχουμε ἴσως τήν κατάσταση πού ἐλέγχει δριμύτατα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη, τήν κατάσταση τῆς χλιαρότητας. ῾῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ θερμός ἤ ψυχρός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός, θά σέ ξεράσω ἀπό τό στόμα μου᾽. Εἶναι εὐνόητο ὅτι γνώρισμα μίας τέτοιας ἀλλοιωμένης πνευματικῆς κατάστασης, τῆς διψυχίας, πού λέει ἀλλοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀκαταστασία καί ἡ ταραχή. «᾽Ανήρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» (ἅγιος ᾽Ιάκωβος). Ὁπότε, ὁ μόνος ὁ ὁποῖος χαίρεται στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὁ διάβολος, διότι φανερώνει τή δική του μόνιμη πνευματική κατάσταση. Ὁ διάβολος, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, εἶναι τό πιό δυστυχισμένο καί τραγικό ὄν, μέ μόνιμη τήν ἀκαταστασία καί τήν ταραχή στήν ὕπαρξή του, κάτι πού θέλει νά δημιουργήσει καί στόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο.
3. Ἡ ἀνθρωπολογική αὐτή ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, ὅτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάθε φορά κάπου, ὅτι δέν μπορεῖ νά δουλεύει ταυτόχρονα σέ δύο κυρίους, συμπληρώνεται στή συνέχεια μέ τήν προτροπή νά ἐπιλέγουμε τόν σωστό κύριο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μας. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». ῎Ετσι ὁ Κύριος μᾶς θέτει στήν ὀρθή τροχιά τῆς δημιουργίας μας: εἴμαστε πλασμένοι ἀπό τόν Θεό γιά νά πορευόμαστε καί νά ἐπεκτεινόμαστε πρός ᾽Εκεῖνον, ἄν θέλουμε νά βρισκόμαστε στή φυσική μας κατάσταση. Καί τί γίνεται τότε; Ὑποτασσόμενοι στόν Θεό, ῾δουλεύοντας᾽ σ᾽᾽Εκεῖνον ἐξυψωνόμαστε σέ υἱούς Του, γινόμαστε φίλοι Του, μᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ Ἐκεῖνον. «Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». «Ὑμεῖς φίλοί μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὐμῖν» (ὁ Κύριος). Κατά συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτός φτάνει νά ζεῖ τήν πραγματική ἐλευθερία, τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν βλέπουμε στά πρόσωπα τῶν κατεξοχήν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων. «Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ καί ἐλευθερία». «Τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή ζυγῷ δουλείας πάλιν ἐνέχεσθε».
῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει λάθος κύριο, ἄν ἡ ἐπιλογή του δέν εἶναι ὁ Θεός πού φανερώθηκε ἐν Χριστῷ καί βιώνεται στήν ᾽Εκκλησία Του, τότε θά βρίσκεται σέ κατάσταση θεομαχίας – «ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος – καί κύριός του θά εἶναι ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὡς χαρά του ἔχει, ὅπως ἐπισημάνθηκε, νά ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο καί τή δική του δυστυχία νά τήν κάνει δυστυχία καί τοῦ ἀνθρώπου, μέ τελικό σκοπό τήν πλήρη ἐξόντωσή του. Μή λησμονοῦμε ὅτι ὁ διάβολος «ἀνθρωποκτόνος» χαρακτηρίζεται στό εὐαγγέλιο. Κι εἶναι τραγικό νά σκέπτεται κανείς ὅτι δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαστρεβλώσει τόσο τά πράγματα, ὥστε νά πιστεύουν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ὁ «σωτήρας» τους, αὐτόν νά ἀκολουθοῦν καί αὐτόν νά κηρύσσουν στόν κόσμο. Ἡ ψυχοσωματική αὐτομαστίγωση τοῦ ἀνθρώπου προφανῶς δέν ἔχει ὅρια. Ἡ ἀνισορροπία σέ πολλούς ἔχει γίνει καθεστώς.
᾽Ανεξάρτητα ὅμως ἀπό ἐκείνους τούς δυστυχεῖς συνανθρώπους μας πού ἐνσυνείδητα ἔχουν ἐπιλέξει ἕναν τέτοιο δρόμο, ἡ παραπάνω ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου προκαλεῖ ῾φόβο᾽ καί γιά τούς χριστιανούς. Τό γεγονός ὅτι κάθε φορά εἴμαστε ὁλόκληροι στή δουλεία ἑνός κυρίου, εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τοῦ διαβόλου, σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ῾παίζουμε᾽ μέ τή ζωή μας καί τίς ἐπιλογές μας. Ἡ ἐπιπολαιότητα στήν πνευματική μας ζωή δέν εἶναι χωρίς συνέπειες. Αὐτό πού κάνω κάθε φορά μέ ἐντάσσει στή μία ἤ στήν ἄλλη κατάσταση, δηλαδή μέ προσδιορίζει συνολικά ὡς ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί τρομάζει λίγο αὐτό πού ἀκούγεται συχνά ἀπό συνανθρώπους μας, καί μάλιστα νέους, ὅτι σκοπό ἔχουν νά μαζεύουν στή ζωή τους ἐμπειρίες. Ἡ κάθε ἐμπειρία καταλαβαίνουμε μέ τά παραπάνω λόγια τοῦ Κυρίου ὅτι δέν εἶναι ἀνώδυνη. ῎Αν δέν βρίσκεται στήν κατεύθυνση τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, λειτουργεῖ ἀρνητικά, ἄρα δαιμονίζει τόν ἄνθρωπο. Προφανῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ἄθροισμα ἐμπειριῶν, ἕνα σύνολο τεμαχίων δηλαδή, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἑνιαία ψυχοσωματική κατάσταση, ἡ ὁποία προσδιορίζεται κάθε φορά ὁλόκληρη, θετικά ἤ ἀρνητικά, ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐμπειρίας.
4. Ὑποδηλώθηκε μέ τά παραπάνω, ἀλλά τό τονίζουμε καί ξεχωριστά: ἡ κάθε ὥρα καί ἡ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι ἐκείνη πού ἀποκαλύπτει τόν κύριό μας, τό ποῦ δουλεύουμε. Δέν εἶναι τά λόγια μας καί οἱ διακηρύξεις μας, ἀλλά αὐτό πού ἐπιλέγουμε καί κάνουμε ὅ,τι ἀποδεικνύει τή χριστιανοσύνη μας. Ἡ κάθε στιγμή μας, ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, φανερώνει ἄν μισοῦμε ἤ ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἄν στηριζόμαστε σ᾽ Αὐτόν ἤ Τόν περιφρονοῦμε. Ὁπότε τήν κάθε στιγμή μας γινόμαστε μάρτυρες ἤ ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι «ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται». Γιά νά δῶ τόν Θεό μου, ποιόν ὑπηρετῶ, πρέπει νά στραφῶ στήν καρδιά μου καί νά δῶ τί κυριαρχεῖ ἐκεῖ. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι καί ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρός μου.
Ὁπότε τό ἐρώτημα γιά τόν καθένα μας εἶναι: ποιόν Θεό πιστεύουμε; Ποιόν κύριο πράγματι ὑπηρετοῦμε;