29 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ

«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».

Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».

Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.

Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν - προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»). 

Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,... κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».

26 Νοεμβρίου 2025

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ!

Όταν η Εκκλησία μας έρχεται διά της υμνολογίας μας να μας πει ότι ο άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών ισοσταθμίζεται με τεράστια πνευματικά αναστήματα αγαπημένα του Θεού: τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη Ηλία, τον Μωυσή, τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τότε βρισκόμαστε ενώπιον ενός αγίου ανθρώπου που δεν είναι των κοινών μέτρων. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι άγιοι, «κοινοί», που αγαπούν τον Χριστό αλλά χωρίς να καταθέτουν «ολοκληρωτικά» τον εαυτό τους σ’ Αυτόν, ή καλύτερα που αγωνίζονται να στραφούν προς Εκείνον, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντοτε, καθώς η αδύναμη θέλησή τους προσκλίνει επικίνδυνα και συχνά στα του κόσμου και στα πάθη τους – ό,τι ζούμε δυστυχώς οι πολλοί που κι εμείς λόγω του αγίου βαπτίσματός μας χαρακτηριζόμαστε «άγιοι».

Με τον άγιο Στυλιανό όμως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που το μόνο που διαπιστώνουμε είναι η διαρκής ανοδική πορεία, η αδιάκοπη πνευματική ανάβαση. Τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε, αλλά αρκετά για να καταλάβουμε τι γίνεται, το επιβεβαιώνουν: από μικρός, στραμμένος προς τον Θεό∙ νεαρός, αφιερωμένος ως μοναχός μαζί με άλλους ασκητές∙ πιο ώριμος, αναζητητής με ευλογία του μοναστηριού του της πιο ησυχαστικής ζωής, ζώντας σε σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο σαν τον προφήτη Ηλία∙ δέκτης αργότερα χαρισμάτων από τον Θεό για χάρη του λαού: θαυματουργός και ιεραπόστολος διά των προσευχών του∙ κι έπειτα διαχρονικά και αιώνια: ισχυρός πρεσβευτής των πιστών που χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο, ιδίως μάλιστα των παιδιών. Πόσο ευαίσθητη άραγε καρδιά είχε ο άγιος αυτός, ώστε ο Θεός να τον χαριτώσει με την ευλογία της θεραπείας των παιδιών; - και μόνο η επίκληση του ονόματός του, και όσο ζούσε και μετέπειτα, και μόνο η θέα του διά του αγίου εικονίσματός του έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: την ίαση και τη θεραπεία των παιδιών και τη δυνατότητα εκ νέου για τεκνοποίηση σε ατεκνούσες γυναίκες! Στο πρόσωπο του αγίου Στυλιανού βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο να προτρέπει: «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με∙ των γαρ τοιούτων εστί η βασιλεία των Ουρανών».

Μία είναι η εξήγηση της θαυμαστής αυτής ζωής, αδιάκοπα ανοδικής όπως είπαμε: η χάριτι Θεού επιλογή του να ακολουθεί τον Χριστό με ολοκληρωτικά στραμμένο προ Εκείνον το φρόνημά του! Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με πολλούς τρόπους: ο Στυλιανός «ηκολούθησε τω Χριστώ τελείω φρονήματι εκ νεότητος»! Ακολούθησε τον Χριστό, αλλά με ολόκληρο τον εαυτό του, και ψυχικά και σωματικά. Ό,τι ζητά ο Κύριος, «να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη την ψυχή μας, την καρδιά μας, τη διάνοιά μας, τη δύναμή μας», αυτό έκανε ο Στυλιανός παιδιόθεν. Η διψυχία που παρουσιάζουμε συχνά οι απλοί χριστιανοί, πότε με τον Θεό πότε με τον κόσμο, ήταν κάτι ξένο και απαράδεκτο γι’ αυτόν. Γρανιτένια θέληση και παγιωμένη στον βράχο που είναι ο Χριστός – αυτό αποφάσισε για τη ζωή του. Που θα πει: έβαλε τον θάνατο ως βασικό στοιχείο της πίστεώς του. Να μείνει πιστός στον Χριστό και το άγιο θέλημά Του δηλαδή κι ας πεθάνει – «γίνου πιστός άχρι θανάτου» που λέει το Πνεύμα του Θεού. Και γι’ αυτό γεύτηκε το αποτέλεσμα: να μαγνητίσει τον Θεό, να γίνει η καρδιά και όλη η ύπαρξή του «καταγώγιον του Πνεύματος», να γίνει μία άλλη «Παναγία» στον κόσμο μας. Υποκλινόμαστε στον Χριστό-Στυλιανό. Και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για εμάς, για τα παιδιά μας, για τα παιδιά όλου του κόσμου.  

25 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ Η ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΟΦΟΣ

«Η αγία Αικατερίνα ήταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας, κόρη κάποιου άρχοντα, ονόματι Κώνστα, πάρα πολύ ωραία, αξεπέραστης μάλιστα ομορφιάς, ψηλή και λεπτή κατά το σώμα, ετών δεκαοκτώ. Αυτή λοιπόν αφού σπούδασε, στο ανώτερο δυνατό σημείο, όλη την ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία, δηλαδή τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, τον μέγιστο ποιητή των Ρωμαίων, τον Ασκληπιό και τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό από τους ιατρούς, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Φιλιστίωνα και τον Ευσέβιο από τους φιλοσόφους, τον Ιαννή και τον Ιαμβρή από τους μεγάλους μάγους, τον Διόνυσο και τη Σύβιλλα, όπως και κάθε ρητορική τέχνη που είχε εφευρεθεί στον κόσμο, ακόμη όμως αφού έμαθε  και κάθε λέξη από τις διάφορες γλώσσες, εξέπληξε όχι μόνο αυτούς που την έβλεπαν, αλλά και αυτούς που άκουγαν για τη φήμη, τη σοφία και την παιδεία της. Λόγω της ομολογίας της για τον Χριστό, βασανίστηκε πολύ από τον βασιλιά Μαξέντιο, ενώ στο τέλος της έκοψαν και το κεφάλι, δεχόμενη έτσι και το στεφάνι του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Χριστό, τον αληθινό Θεό μας».

«Αικατερίνα, και σοφή και παρθένος∙ εκ δε ξίφους, και μάρτυς∙ ώ καλά τρία!» Οι στίχοι αυτοί του συναξαρίου φανερώνουν τα χαρίσματα με τα οποία η Αικατερίνα κέρδισε τον Παράδεισο και απέκτησε τόσο μεγάλη θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται περί των φυσικών λεγομένων χαρισμάτων, τα οποία λίγο ή πολύ έχουν όλοι οι επί γης άνθρωποι. Μολονότι η αγία, όπως σημειώνει το συναξάρι της, ήταν όντως προικισμένη και με αυτά – διότι και σπάνια σωματική ομορφιά είχε και ιδιοφυής ήταν και σεμνή στο ήθος εκ χαρακτήρος – όμως με τη χάρη του Θεού και την ελεύθερη βούλησή της απέκτησε τα πνευματικά χαρίσματα, με τα οποία και μόνον αγιάζεται κανείς εν Θεώ και εισέρχεται στη Βασιλεία των Ουρανών. Και πνευματικά χαρίσματα είναι αυτά που έρχονται σε φως, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει επίγνωση της δωρεάς του Θεού που του έδωσε στο άγιο βάπτισμα, όταν δηλαδή νιώσει ότι έγινε μέλος Χριστού και προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τη νέα εν Χριστώ ζωή του τηρώντας τις εντολές του Χριστού.

 Έτσι λοιπόν και με την αγία Αικατερίνα: κατά τον στίχο που αναφέραμε, υπήρξε σοφή, με την έννοια ότι πέραν της ανθρώπινης σοφίας, φωτίστηκε πρώτιστα από τον Θεό και έλαβε Εκείνου τη σοφία. Ο φωτισμός αυτός μάλιστα, κατά τον υμνογράφο της αγίας, τον άγιο Θεοφάνη, δόθηκε με τη μεσολάβηση του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Διά στόματος εκείνου έλαβε την όντως σοφία, την εξ ουρανού η αγία. «Την σοφίαν την όντως εξ Ουρανού, διά στόματος, μάρτυς, του Μιχαήλ, λαβούσα, πανεύφημε». Ο υμνογράφος όμως επιμένει στο θέμα αυτό, ιδίως μέ  ένα στίχο που φαίνεται να την παραλληλίζει  και με τον ίδιο τον Σολομώντα. Χωρίς να  κατονομάζει τον θεωρούμενο πράγματι σοφό βασιλιά του Ισραήλ, και μάλιστα από την παιδική του ηλικία, ίσως τον εννοεί, διότι και η Αικατερίνα «την εκ Θεού σοφίαν έλαβε παιδόθεν», κάτι που το απέδειξε, όταν με αυτήν κυρίως τη σοφία, έχοντας ως όργανο βεβαίως και την έξω, δηλαδή την κοσμική σοφία που είχε αποκτήσει, μπόρεσε να μυήσει στην πίστη του Χριστού εκατόν πενήντα διαπρεπείς ρήτορες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως όπλο τους μόνον την κοσμική έννοιά της. Κι όχι μόνον τους μετέστρεψε, αλλά και τους έκανε, με τη χάρη του Θεού, να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες Κυρίου. Είναι γνωστό ότι μαζί της εορτάζουν κατά το συναξάρι της ημέρας και «οι άγιοι εκατόν πεντήκοντα ρήτορες, οι διά της Αγίας Αικατερίνης πιστεύσαντες τω Χριστώ, οίτινες ετελειώθησαν πυρί». «Αικατερίνα, που είσαι το καύχημα των μαρτύρων, έγινες μύστης της ευσέβειας, διότι οδήγησες στον λαμπρό σου Νυμφίο Χριστό (ολόκληρο) δήμο μαρτύρων».

Και μας δίνει την ευκαιρία η πάνσοφος αυτή νύμφη του Κυρίου, εν σχέσει και με τη σοφία των ρητόρων που αντιμετώπισε, να σημειώσουμε αυτό που επισημαίνει και ο υμνογράφος και που έχει αξία διαχρονική: η κοσμική σοφία των ρητόρων, επειδή ακριβώς δεν διαπνεόταν από τη χάρη του Θεού και στηριζόταν μόνον στις πλοκές των ανθρωπίνων ματαίων συλλογισμών, τελικώς ήταν «ανάπλεως απαιδευσίας», εντελώς γεμάτη από απαιδευσία. «Χαίρε, Αικατερίνα, συ που έλεγξες το θρασύ στόμα των ρητόρων σαν κάτι που ήταν γεμάτο από έλλειψη παιδείας». Αληθινά: μία παιδεία χωρίς Χριστό, δηλαδή χωρίς χάρη Θεού, τι μπορεί να είναι; Κατά τη ρήση του οσίου Παϊσίου: ένας έξυπνος δαιμονισμός. Πόσο πρέπει να προβληματιστούμε όλοι πάνω σ’  αυτήν την παρατήρηση του αγίου υμνογράφου! Ιδίως στην εποχή μας, που χωρίς αιδώ και σκέψη πολλοί κατά καιρούς υπεύθυνοι με θέση και εξουσία αποδύονται σε αγώνα εξοβελισμού ή περιορισμού από την ελληνική εκπαίδευση κάθε χρώματος χριστιανικού.

Η αγία Αικατερίνα όμως υπήρξε και παρθένος και μάρτυς. Είχε δηλαδή εκείνα τα χαρίσματα που θεωρούνται τα πιο ισχυρά προκειμένου κανείς να «κατακτήσει» τον ουρανό. Το αίμα μάλιστα του μαρτυρίου της ήταν η προσφορά της στον Κύριο, κάτι παρόμοιο με την προσφορά της γυναικός του Ευαγγελίου,  που αγόρασε μύρο και το πρόσφερε σ’  Εκείνον, αλείφοντάς το στα πόδια Του, ως έκφραση της αγάπης της. «Ως αλάβαστρον μύρου το αίμα σου προσενήνοχας τω σω Νυμφίω Χριστώ, Αικατερίνα αθληφόρε αήττητε». Κι ήταν σαν μύρο το αίμα της, γιατί υπήρξε καρπός της βαθειάς αγάπης της σε Εκείνον, του πόθου της που την έκαιγε σαν φωτιά. «Πόθω πυρπολουμένη, Μάρτυς παναοίδιμε, τω του Δεσπότου σου». Και βεβαίως η παρθενία της, όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, δεν εννοείται ως χάρισμα από πλευράς κυρίως σωματικής – υπάρχουν πολλές με το χάρισμα αυτό μακριά από τον Θεό: ας θυμηθούμε την παραβολή των δέκα παρθένων – αλλά από πλευράς ψυχικής και πνευματικής: ως καθαρότητα ψυχική λόγω αγιασμένης ζωής. «Καθάρασα σεαυτήν προθύμως διά πολιτείας». Η δύναμη της διπλής χάρης της αγίας Αικατερίνης ενώπιον του Θεού, της παρθενίας δηλαδή και του μαρτυρίου, διαπιστώνεται από τον υμνογράφο με εντυπωσιακό τρόπο. Βλέπει την αγία να βρίσκεται σε φωτεινούς θαλάμους στον Παράδεισο, κοσμούμενη με νυφικά στολίδια, κρατώντας με το δεξί χέρι της τη λαμπάδα της παρθενίας και με το αριστερό την κομμένη της κεφαλή. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος παρίσταται στην εικόνα του με το αποκομμένο κεφάλι του, έτσι και η αγία Αικατερίνα. «Μετέστης προς θαλάμους φωτοειδείς, νυμφικοίς κοσμουμένη στολίσμασι, παρθενικήν έχουσα λαμπάδα τη δεξιά, τη δε ετέρα φέρουσα την αποτμηθείσαν σου κεφαλήν».

Ο άγιος υμνογράφος μάς καθοδηγεί και σε άλλες διαστάσεις της πολυτάλαντης προσωπικότητάς της. Κι η διάσταση που δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστη είναι ο τονισμός από αυτόν των αποτελεσμάτων της αγιασμένης ζωής και του μαρτυρίου της αγίας. Σημειώνει μεταξύ άλλων στο εξαποστειλάριο της ακολουθίας: «Ενεύρωσας το φρόνημα γυναικών, ω παρθένε, Αικατερίνα πάντιμε, αθλοφόρων η δόξα». (Ισχυροποίησες το φρόνημα των γυναικών, παρθένε και πάντιμε Αικατερίνα, συ που είσαι η δοξα των αθλοφόρων μαρτύρων). Η αίσθηση του υμνογράφου, αίσθηση της όλης Εκκλησίας, ότι η αγία Αικατερίνα με ό,τι έζησε και έκανε έδωσε νεύρο στο φρόνημα των γυναικών, τις έκανε πιο ισχυρές, είναι κάτι σημαντικό. Σε εποχή που τονίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, που ο λεγόμενος φεμινισμός, ως κίνημα για να αποκτήσουν οι γυναίκες εκείνα που δικαιούνται μέσα σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία,  έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, η διαπίστωση ότι οι γυναίκες μάρτυρες, σαν την αγία Αικατερίνα, είναι αυτές που ουσιαστικά και δραστικά δυναμώνουν το φρόνημά τους, πρέπει να εξαγγέλλεται. Νομίζουμε ότι εδώ βρισκόμαστε σε ό,τι ανώτερο έχει δοθεί ως ώθηση  για τον φεμινισμό. Διότι αυτός δεν βρίσκεται στα λόγια, αλλά στο παράδειγμα. Και δυναμικότερο παράδειγμα από μία γυναίκα που έδωσε και τη ζωή της για την πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο δεν υπάρχει.

23 Νοεμβρίου 2025

«ΠΑΤΕΡ, ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ!»

Τον είδε να βγαίνει «φουριόζος» από το Άγιο Βήμα, προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος του κόσμου που είχε κατακλύσει τον καθεδρικό Ναό της μεγάλης πόλεως του Πειραιά.  

Μεγάλη Παρασκευή πρωί! Είχαν τελειώσει οι μακρές ακολουθίες της ημέρας – των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού της Αποκαθηλώσεως – και ο κόσμος σπρωχνόταν κυριολεκτικά να περάσει να προσκυνήσει τον Επιτάφιο. Ημέρα πραγματικά Μεγάλη, φορτισμένη στο έπακρο από τη Χάρη του «νεκρωθέντος» για χάρη μας Θεού αλλά και από τα ανάμεικτα συναισθήματα των διαφόρων πιστών: ο καθένας και μία ιστορία, «κουβαλώντας» την παράδοση της οικογένειάς του, του ιδιαίτερου τόπου του, τον πόνο από τα προβλήματά του. Κανείς μάλλον πέραν από τον Κύριο και Θεό δεν μπορούσε να γνωρίζει αν  «κέντρο βάρους» για τους περισσοτέρους ήταν το Πάθος του Χριστού ή τα δικά τους πάθη και βάσανα!

«Παρακαλώ, λίγο χώρο να περάσω», έλεγε με σεμνό αλλά και αγωνιώδη  τρόπο ο ιερέας, αγκομαχώντας να φτάσει προς την είσοδο του Ναού, για να βοηθήσει την καλύτερη οργάνωση της παρουσίας τόσου κόσμου.

Άπλωσε το χέρι του ο νεαρός Νίκος – ήταν δεν ήταν είκοσι ετών – κι έπιασε κι αυτός λίγο το χέρι του ιερέα. «Πάτερ, μήπως θα μπορούσατε να με εξομολογήσετε;» ψιθύρισε. Ο ιερέας, ξαφνιασμένος, στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Πάτερ, θα ήθελα να εξομολογηθώ! Γίνεται;» ξαναείπε το νεαρό παλληκάρι.

«Παιδί μου, δεν βλέπεις τι γίνεται; Σήμερα είναι πολύ δύσκολο αυτό που ζητάς. Ίσως αν έρθεις το απόγευμα πριν ξεκινήσουμε τη βραδινή ακολουθία. Με συγχωρείς τώρα!» Προχώρησε ο ιερέας.

Τραβήχτηκε ο Νίκος και κάθισε σε μία άδεια καρέκλα σε μία γωνιά του ναού. Τα αισθήματά του ένιωσε να τον κατακλύζουν. Λίγο θόλωσε. Έσκυψε το κεφάλι στο δάπεδο. Είχε τελειώσει το Λύκειο, αλλά δεν θέλησε να σπουδάσει κάτι συγκεκριμένο – δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τι ήθελε να ακολουθήσει. «Θα δουλέψω με σένα» είπε στον πατέρα του κάποια μέρα, ο οποίος διατηρούσε μία μικρή βιοτεχνία με δερμάτινες τσάντες. «Δεν είναι αυτό που θα κάνω στη ζωή μου, αλλά για τώρα είναι ο μόνος δρόμος που βλέπω μπροστά μου».

Ο πατέρας του τον κοίταξε ερευνητικά, αλλά δεν θέλησε να του πει άλλο διαφορετικό. Ήταν κάτι, άλλωστε, που το ήθελε και ο ίδιος – ένα χέρι της οικογένειας επί πλέον σε μία οικογενειακή επιχείρηση! Αλλά ήξερε τον γιο του. Καταλάβαινε ότι μέσα στην καρδιά του πρέπει να υπήρχε ένταση, να γινόταν μάχη για το τι τελικά θα επικρατήσει. Και το ήξερε αυτό, γιατί συχνά έβλεπε τον Νίκο του να απομονώνεται, να διαβάζει κάποια «θεωτικά» βιβλία της πεθεράς του που ήταν άνθρωπος πολύ της Εκκλησίας και όλο σύχναζε στις Εκκλησιές, να αρνείται να δώσει εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο! Όσες φορές επιχείρησε να τον κουβεντιάσει, αυτός και η γυναίκα του, δεν κατάφεραν να ξεκαθαρίσουν τι ακριβώς ήθελε ο γιος τους. Κι ήταν ο μεγάλος τους. Με τα μικρότερα δεν υπήρχε θέμα. Όμως ο μεγάλος είχε κάτι στα μάτια του που φαινόταν να τους ανησυχεί! Δεν είχαν την πολυτέλεια να προβληματιστούν περισσότερο – το «αγώι» της βιοτεχνίας τους τραβούσε σχεδόν ολοκληρωτικά!

Το παλληκάρι σκέφτηκε να φύγει. Να προσκυνήσει και να φύγει. Μα τα λόγια που είχε ακούσει από τον Δεσπότη στο κήρυγμα λίγο πριν την Αποκαθήλωση χαράχτηκαν μέσα του – σαν να του έδιναν απάντηση στο θολό τοπίο που ζούσε.

«Ο Θεός μας στο πρόσωπο του Χριστού μας ήλθε σε εμάς. Έγινε άνθρωπος κινούμενος από την άπειρη αγάπη Του προς το δημιούργημά Του. Κι όχι απλώς έγινε άνθρωπος, αλλά σήκωσε πάνω Του όλες τις αμαρτίες μας. Είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Κανείς πια, μετά τον ερχομό και το Πάθος του Χριστού, δεν μπορεί να πει ότι είναι ξένος του Θεού ή ότι οι πολλές και βαριές αμαρτίες του μπορούν να τον κρατήσουν μακριά από Εκείνον. Ο Χριστός είναι η απάντηση για όλα τα προβλήματά μας, για όλες τις ανάγκες μας. Είναι η λύση της ταραγμένης ύπαρξής μας. Χωρίς Χριστό η ζωή δεν αντέχεται. Δεν έχει νόημα».

Αυτά και άλλα που είπε ο Δεσπότης ένιωσε να του τρυπούν την καρδιά και να γαληνεύουν τη συνείδησή του. Δάκρυα του ήλθαν στα μάτια, που δεν έκανε τον κόπο να τα κρύψει. Η παρηγοριά που ένιωσε από όλη την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας και από τα εμπνευσμένα λόγια του Δεσπότη τον έκαναν να δει τον εαυτό του μ’ ένα τρόπο που ποτέ άλλοτε δεν είχε δει.

«Θέλω να εξομολογηθώ» αποφάσισε. «Τώρα. Δεν αντέχω άλλο!»

Η απάντηση του πιεσμένου από τον χρόνο ιερέα τον… προσγείωσε! Αλλά η καρδιά του είχε άλλες απαιτήσεις. Έστρεψε το βλέμμα του πάνω στον Παντοκράτορα. Ο Κύριος έβλεπε τον κόσμο όλο κρατώντας τον μέσα στην αγκαλιά Του. Σαν να φωτίστηκε. Σηκώθηκε αποφασιστικά και προχώρησε προς τη μικρή θύρα που είδε προηγουμένως να βγαίνει ο ιερέας. Στο Άγιο Βήμα. Δεν του ήταν άγνωστος χώρος, γιατί η γιαγιά του στα μικράτα του τον έπαιρνε μαζί της και τον προωθούσε στο Ιερό της ενορίας τους. Είχε γίνει αρκετές φορές παλιότερα «παπαδάκι». Αλλά με τα χρόνια κι αυτό ξεχάστηκε. Τώρα όμως το ένιωσε μ’ έναν παράξενο τρόπο δικό του.

Το μεγαλοπρεπές Ιερό του Καθεδρικού Ναού τον εντυπωσίασε. Εντελώς προσωρινά όμως, γιατί όλα: ιερείς, διάκονοι, παπαδάκια «σβήστηκαν» μπρος στον κτύπο της καρδιάς του να βρει διέξοδο σε ό,τι τον είχε κατακλύσει. Το βλέμμα του προσανατολίστηκε σ’ αυτό που έψαχνε: τον Δεσπότη που καθόταν σε μία πολυθρόνα εξαντλημένος από την πολύωρη ακολουθία κι ακούγοντας κάποιον κύριο με κουστούμι να του διηγείται κάτι. Πλησίασε κι αυτός. Πρέπει το βλέμμα του να αποτύπωνε όλη την ένταση της ψυχής του, ώστε «μαγνήτισε» τον Επίσκοπο. Ίσως η χάρη της Αρχιερωσύνης του να τον έκανε να καταλάβει ότι κάτι ξεχωριστό συμβαίνει με το παλληκάρι που στεκόταν μπροστά του ολόρθο εκζητώντας την ευλογία του.

Ο κύριος με το κουστούμι φίλησε το χέρι του Δεσπότη και έφυγε. Ο νεαρός έμεινε μόνος. Γονάτισε μπροστά στον σεβάσμιο Αρχιερέα, του οποίου η φήμη για τη δύναμη των κηρυγμάτων του, προφορικών και γραπτών, αλλά και για την τρυφερότητα της καρδιάς του είχε απλωθεί πολύ πέραν της δικής του Μητροπόλεως, του φίλησε με σεβασμό το χέρι και με σπασμένη φωνή προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει όσα συνέβαιναν μέσα του.

«Ο λόγος σας με συγκλόνισε, Σεβασμιώτατε» ψέλλισε. «Ένιωσα πως ό,τι λέγατε τα λέγατε για μένα. Σαν να βρέθηκα μόνος μπροστά στον Χριστό που με την αγάπη Του με έκλεινε στην αγκαλιά Του. Δεν σας κρύβω ότι με κάνατε να δακρύσω».

Ο Δεσπότης άκουγε σιωπηλά. Έβλεπε τη χάρη του Θεού να έχει διεισδύσει στην ψυχή του νεαρού αυτού παλληκαριού και να τον αλλοιώνει. «Τα θαύματα του Θεού» συλλογίστηκε. «Το πρόβατό Του που είναι χαμένο και το βρίσκει. Δόξα Σοι, Κύριε». Ευλόγησε το κεφάλι του νεαρού και τον έβαλε να καθίσει δίπλα του.

«Τι θέλεις; Τι ζητάς;» του είπε χαμηλόφωνα.

«Θα ήθελα να εξομολογηθώ. Το νιώθω ανάγκη. Φοβάμαι όταν φύγω από εδώ».

Ο σοφός αρχιερέας έδρασε αστραπιαία. «Πάτερ!» στράφηκε σ’ έναν από τους ιερείς που έστεκε λίγο μακρύτερά του. Πλησίασε εκείνος. «Ορίστε, Σεβασμιώτατε!» «Σε παρακαλώ, πάρε αμέσως το νεαρό αυτό παλληκάρι και πηγαίνετε στο γραφείο για εξομολόγηση. Βρισκόμαστε μπροστά σε ανοικτούς ουρανούς».

Ο Νίκος εξομολογήθηκε την ίδια εκείνη ημέρα. Μεγάλη Παρασκευή. Με αφορμή το κήρυγμα του αρχιερέα που μίλησε στα τρίσβαθα της καρδιάς του. Η μετέπειτα πορεία του υπήρξε θαυμαστή. Επέστρεψε προς ώρας στην εργασία του με τον πατέρα του έχοντας όμως αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του. Ετοιμάστηκε να δώσει εξετάσεις για τη Θεολογική Σχολή. Πέρασε και την τελείωσε. Πήγε αργότερα στον στρατό. Με το απολυτήριο στο χέρι ανακοίνωσε μετά από προσευχή και μετά από συνεννόηση πια με τον πνευματικό του, στον οποίο πήγαινε τακτικά, την οριστική απόφασή του: θα γινόταν καλόγερος σε ένα μοναστήρι που του υπέδειξε ο Γέροντάς του.

Αρκετά χρόνια αργότερα, μετά και την ιερωσύνη που καταξιώθηκε, έγινε ηγούμενος στη Μονή του με παράλληλη δράση κηρυκτική και ιεραποστολική στην επαρχία που βρέθηκε. Η όλη αγία βιοτή του και η θεολογική του κατάρτιση άρχισαν να προσελκύουν και άλλους νέους ανθρώπους, ώστε το Μοναστήρι του τελικώς να γίνει κέντρο που οι άνθρωποι ξεδιψούσαν και συνεχίζουν να ξεδιψούν από τη δίψα για αληθινή ζωή. Κι αυτό γιατί ο Γέροντας Π., ο ηγούμενος, με αφορμή ένα κήρυγμα, είχε γίνει ο ίδιος, κατά τον λόγο του Κυρίου, «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» - πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή.

18 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ

«Ο άγιος Πλάτων ήταν από τη χώρα των Γαλατών, από την πόλη της Αγκύρας, αδελφός του αγίου μάρτυρα Αντιόχου. Επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, νεαρός ακόμη, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγριππίνο. Και κτυπιέται από δώδεκα στρατιώτες και απλώνεται πάνω σε χάλκινο πυρωμένο κρεβάτι, ενώ από πάνω τον ράβδιζαν. Και καίγεται στις μασχάλες και στα πλευρά από πυρωμένες σφαίρες, ενώ από την πλάτη του έβγαλαν μία λουρίδα δέρματος, ενώ στη συνέχεια του έξυσαν τις σάρκες και τις πλευρές τόσο πολύ, ώστε αλλοιώθηκε η όψη του. Και τότε δέχεται το τέλος με το ξίφος».  

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην επισημάνει για τον άγιο Πλάτωνα ό,τι αποτελεί θησαυρό του κάθε μάρτυρα: τη ζωντανή πίστη του στον Χριστό, την ανάκρασή του με την αγάπη Εκείνου, τη διαρκή ενατένιση και όραση της ομορφιάς και τους κάλλους Του με τα μάτια της ψυχής. Ο ποιητής μάλιστα παρουσιάζει τον άγιο ως ιερέα που προσέφερε θυσία στον Χριστό τον ίδιο του τον εαυτό, και τρόπον τινά ως θεατή που παρατηρεί  το μαρτύριό του σαν να έπασχε κάποιος άλλος. «Αγωνίστηκες, πανεύφημε, σαν να έπασχες σε άλλο σώμα˙ αθλήθηκες σαν να ’γινες θεατής άλλων αγωνιστών».

Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του αγίου έχει ιδιαίτερη σημασία για τα σημερινά δεδομένα.  Σημειώνει ο υμνογράφος: «Το καρτερικότατο σώμα σου, που απλώθηκε πάνω στο ξύλο, υφίστατο φοβερές και βαθιές  χαρακιές και ξεσμούς από τα κτυπήματα. Αλλά άντεχε η δύναμη της ψυχής σου, η οποία δυναμωνόταν από την αγάπη του Κυρίου και τον έρωτα της βασιλείας του Θεού». Τι επισημαίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπορεί ο άγιος Πλάτων να υφίστατο φοβερά βασανιστήρια στο σώμα του, αλλά έμενε όρθια η ψυχή του, που ενισχυόταν από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Στον άγιο δηλαδή βλέπουμε να εφαρμόζεται η προτροπή του Κυρίου, που λέει «να μη φοβόμαστε εκείνον που μπορεί να σκοτώνει το σώμα μας, αλλά δεν έχει ισχύ πάνω στην ψυχή μας». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ηττάται, όσο η ψυχή του παραμένει δυνατή. Ηττάται, όταν η ψυχή καμφθεί και σταματήσει επομένως να προσβλέπει στον Θεό που την ενισχύει.

Έχουμε την εντύπωση ότι ο λόγος αυτός του υμνογράφου για τον άγιο Πλάτωνα πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχτεί, όπως είπαμε, στην εποχή μας. Διότι και εμείς, σ’  ένα μεγάλο βαθμό, υφιστάμεθα πολλά δεινά με τις παντοειδείς κρίσεις που περνάμε προσωπικά και ως κοινωνία – κρίσεις που αποτελούν χαρακιές και ξεσμούς πάνω στην ίδια τη σάρκα της ψυχής μας. Αλλά δεν πρέπει να καμφθεί το φρόνημά μας. Δεν πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι μας. Η ψυχή μας πρέπει να κρατηθεί όρθια. Ό,τι συνέβη και στον άγιο Πλάτωνα˙ παρ’  όλα όσα υπέστη, τελικώς νίκησε. Διότι είχε μαζί του την παντοδυναμία του Θεού. Και γι’  αυτόν ισχύει ο λόγος: «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει: η ψυχή του Πλάτωνα κρατήθηκε όρθια, γιατί πίστευε στον Χριστό. Γιατί η πίστη του και η αγάπη του στον Θεό ήταν ζωντανή. Και γι’  αυτό είδε να ενεργοποιείται και σ’  αυτόν η παντοδυναμία του Θεού. Όσο το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον Χριστό μας, τόσο και θα έχουμε τελικώς το «πάνω χέρι». Η ψυχή, το ξαναλέμε, είναι αυτή που ή νικά ή νικιέται.

17 Νοεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

 

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού, γεννημένος από Έλληνες γονείς. Επειδή ζητούσε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό του, γνώρισε την αληθινή κατά Χριστό πίστη. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο αύξανε σ’ αυτόν η ευσέβεια. Από το μέγεθος και το πλήθος των θαυμάτων που έκανε, πήρε την επωνυμία του: θαυματουργός. Όταν λοιπόν φοιτούσε ακόμη στη σχολή της Αλεξάνδρειας και σπούδαζε θεολογία, κάποια πόρνη, παρακινημένη από συμφοιτητές του,  με σκοπό να τον συκοφαντήσουν, τον πλησίασε. Καταλήφθηκε όμως από δαιμόνιο, λόγω της συκοφαντίας, και έπεσε στη γη σπαράσσοντας. Ο άγιος τότε προσευχήθηκε και την έκανε καλά. Αυτός κάποτε είδε στον ύπνο του την Υπεραγία Θεοτόκο με τον Ιωάννη τον Θεολόγο να τον μυούν στο μυστήριο της αγίας Τριάδος. Και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο από τον Φαίδιμο, τον Μητροπολίτη Αμασίας, και με το που πήγε στην Εκκλησία που του έλαχε, και μετά την κοίμησή του, λέγεται ότι έκανε θαύματα τέτοια, που και δεν είναι εύκολο  να τα ακούσει κανείς και είναι μεγαλύτερα και από το να τα πιστέψει.

Για παράδειγμα: Μετακίνησε σε άλλο μέρος μία τεράστια πέτρα, ίση σχεδόν με βουνό, μόνο με την προσευχή του. Και κάποτε περνώντας από ένα ναό ειδώλων, εισήλθε μέσα και έβγαλε από εκεί τα δαιμόνια. Όταν έφυγε δε, δεν μπορούσαν τα δαιμόνια να ξαναμπούν στον ναό. Το έμαθε αυτό ο νεωκόρος και οργίσθηκε κατά του αγίου. Τότε ο άγιος έγραψε σ’ ένα χαρτί: «ο Γρηγόριος προς τον σατανά: Να μπεις μέσα». Ο νεωκόρος έβαλε μέσα στον ναό το χαρτί, οπότε μπόρεσαν να μπουν και τα δαιμόνια. Μόλις είδε ο νεωκόρος το θαύμα αυτό, έμεινε έκπληκτος, και αντί να λατρεύει πια τους δαίμονες, αναδείχθηκε αμέσως μαθητής του Χριστού, προσερχόμενος στον μεγάλο Γρηγόριο. Άλλοτε, έμεινε ξάγρυπνος μία νύκτα στην προσευχή, για να κάνει ήσυχη και χέρσα μία λίμνη, η οποία είχε κύματα σαν της θάλασσας και την οποία διεκδικούσαν δύο αδέλφια. Ο άγιος λοιπόν «αποξήρανε», μαζί με τη λίμνη,  και τη μεταξύ τους έχθρα. Ακόμη: σταμάτησε την προς τα εμπρός φορά ενός ποταμού, επειδή τον παρεκάλεσαν οι κάτοικοι της περιοχής, βάζοντας τη ράβδο του στη λασπωμένη και ανακατωμένη γη. Και πρόσθεσε θαύμα πάνω στο θαύμα. Γιατί τότε το ρείθρο του ποταμού φάνηκε να αναχαιτίζεται, σαν να φοβόταν να αγγίξει τη ράβδο, ενώ η ράβδος που ήταν ξερή και χωρίς φυσική υγρασία, έγινε ευθαλές δέντρο. Κι ούτε ο χρόνος μπόρεσε να σβήσει το θαύμα, γιατί και τώρα, όπως λένε, κηρύσσεται η δύναμη του Χριστού διά του μεγάλου Γρηγορίου, αφού ο ποταμός δεν προχωρεί προς τα εμπρός και το δέντρο εξακολουθεί να είναι στη θέση του. Κι εκτός από τα παραπάνω, ένας Εβραίος που υποκρίθηκε τον νεκρό, σε σχήμα ύπτιο και απλωμένο, πράγματι έπαθε αυτό που υποκρινόταν, με την προσευχή του. Κάποτε, οι διώκτες του τον νόμισαν ότι ήταν δέντρο, όταν αυτός στεκόταν στο όρος και προσευχόταν. Άλλοτε, έφερε πείνα στους απίστους, τους οποίους έσωσε από τον θάνατο, μόλις πίστεψαν στον Χριστό. Όταν δε ήλθε η ώρα να φύγει από τον κόσμο αυτό και να εκδημήσει  προς τον Κύριο, έκανε ευχαριστήριες προσευχές, διότι την πόλη του που ήταν πολυάνθρωπη και γεμάτη από μεγάλη ασέβεια και απιστία, την άφησε ακριβώς αντίθετα. Όσους πιστούς δηλαδή βρήκε εκεί, όταν πήγε ως επίσκοπος, τόσους άπιστους και άφησε, που επέμεναν στην απιστία».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας υπήρξε σπάνιος άνθρωπος. Και μόνο το γεγονός ότι πηγαίνοντας στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους πιστούς (17 χριστιανοί αναφέρονται), ενώ εκδημώντας άφησε ελάχιστους απίστους (επίσης 17 τον αριθμό), φανερώνει τον ζήλο της πίστεώς του, τη δύναμη του λόγου του, τη δύναμη των θαυμάτων που ο Θεός τού χάρισε. Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην εφαρμόσει γι’  αυτόν το προφητικό λόγιο: «ο ζήλος ο του Θεού κατέφαγέ σε, Γρηγόριε». Ψάχνοντας ο εκκλησιαστικός ποιητής, ο άγιος Θεοφάνης, να βρει ανάλογα με τον Γρηγόριο αναστήματα, καταφεύγει στους Πατριάρχες και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος μοιάζει με τον Μωυσή, λέει, που έλαβε σαν κι εκείνον τις πλάκες της πίστεως πάνω στο όρος της μυστικής θεοφανείας, νομοθετώντας στους λαούς την ευσέβεια: «Νέος γέγονας Μωυσής τοις έργοις, πλάκας πίστεως επί του όρους της μυστικής θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοίς την ευσέβειαν». Μοιάζει με τον προφήτη Σαμουήλ, που ανέβηκε στο όρος της θεωρίας: «αναβάς εις ύψος, ως Σαμουήλ, ταις θεωρίαις». Μοιάζει με τον προφήτη Δανιήλ, που όπως σε εκείνον δόθηκε το χάρισμα ερμηνείας ονείρων, σ’  αυτόν με ενύπνιο αποκαλύφθηκε το μυστήριο της πίστεως: «ώσπερ γαρ εκείνω (τω Δανιήλ) το ενύπνιον, ούτω το της πίστεως μυστήριον απεκαλύφθη σοι».

Δεν είναι τυχαίο ότι τον βίο του τον έγραψε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος καταγράφει γι’ αυτόν συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του, όπως και διδασκαλίες του, τα οποία άκουσε, όταν ήταν ακόμη μικρό παιδάκι, από τη γιαγιά του αγία Μακρίνα, μαθήτρια και πνευματικοπαίδι του ίδιου του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Το ίδιο κάνει σε λόγους του και ο άγιος Βασίλειος. Και αυτός μνημονεύει με μεγάλο θαυμασμό τον σήμερα εορταζόμενο, καθώς και ο ίδιος υπήρξε αυτήκοος παρομοίων περιστατικών από τη γιαγιά του. Και ας επιτραπεί, εν παρενθέσει, να τονίσουμε την αξία των γιαγιάδων και των παππούδων, διαχρονικά, οι οποίοι μυούν στα νάματα της αγιασμένης μας χριστιανικής παραδόσεως τα εγγόνια τους. Ας φανταστούμε το σκηνικό: η γιαγιά Μακρίνα, αναπνέοντας την παράδοση του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, δηλαδή την παράδοση του Χριστού και της Εκκλησίας μας, να έχει στην αγκαλιά της τα θαυμαστά, όπως θα αποδειχτεί αργότερα, εγγόνια της, και να  μεταγγίζει σ’  αυτά τη ζωντανή αυτή παράδοση. Πόσο συνήργησε η αγιασμένη αυτή γιαγιά στο να αναδειχτούν τέτοια αναστήματα για την Εκκλησία τα εγγόνια της, μόνον ο Θεός μπορεί να το ξέρει. Σίγουρα πάντως δεν ήταν άμοιρη σ’ αυτό και εκείνη. (Δεν θυμίζει σ’ ένα βαθμό και την περίπτωση που απεκάλυψε για τη ζωή του ο γνωστός και σοφός Ιεράρχης της Κύπρου Πανιερώτατος Λεμεσού Αθανάσιος; Οι γονείς του, είπε, δεν ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας. Κι εκείνη που τον μύησε μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο στα της Εκκλησίας και στα της χριστιανικής πίστεως ήταν η αγιασμένη αγράμματη γιαγιά του!)

Ο υμνογράφος μας βεβαίως επιμένει ιδιαιτέρως – κι είναι λογικό τούτο – στη χάρη θαυματουργίας του αγίου Γρηγορίου. Την θεωρεί δε ως άβυσσο, λόγω του πλήθους των θαυμάτων του, η οποία όμως προήλθε από τη μύησή του στο μυστήριο της αγίας Τριάδος και τη σταθερή πνευματική προσήλωσή του στον Ιησού Χριστό. «Εις βάθος θεωρίας υπελθών πανσόφως, Ιεράρχα Χριστού, την θείαν εμυήθης της Τριάδος φανέρωσιν∙ και πνεύματι προσβλέπων ακλινώς, Χριστόν τον Θεόν ημών, των θαυμάτων άβυσσον πηγάζεις ημίν». Το θεωρητικό όμως αυτό του αγίου Γρηγορίου, η χάρη της μετοχής του στον Θεό, δεν ήλθε ακόπως και απροϋπόθετα. Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει και πάλι ότι η θεωρία του Θεού είναι αποτέλεσμα της πρακτικής επιστήμης, δηλαδή της εξασκήσεως των αρετών, με τις οποίες τα πάθη υποτάσσονται στον νου. Καθαρός λοιπόν ο νους με τον τρόπο αυτό οδηγείται στη θέα του Θεού. «Τι σε νυν καλέσω Γρηγόριε; Πρακτικόν, ότι τα πάθη καθυπέταξας τω νω∙ θεωρόν, ότι εδρέψω της σοφίας τον καρπόν».

Ο υμνογράφος επιμένει και εδώ στην πρακτική επιστήμη της εξασκήσεως των αρετών από τον άγιο Γρηγόριο. Έχοντας μάλιστα υπόψη του πέραν της όλης ασκητικής βιοτής του και το περιστατικό της προκλήσεώς του από την κοινή γυναίκα,   τον προβάλλει ως πρότυπο μεταξύ άλλων σωφροσύνης, διά της οποίας, ως κυριολεκτικά αδελφής του, ντρόπιασε τους δαιμονοκίνητους συμφοιτητές του. «Ο φοβερός όφις, ο διάβολος, Γρηγόριε, βλέποντάς σε να έχεις αποκτήσει τη σωφροσύνη ως αδελφή σου και συνεργό των καλών της ζωής σου, εξήγειρε εναντίον σου τους δαιμονοκίνητους. Αυτούς τους ντρόπιασες, πάτερ, γιατρεύοντας με τη μακροθυμία σου, το γύναιο, που καταλήφθηκε από το πάθος».  Είθε οι ευχές του αγίου Γρηγορίου να συνοδεύουν και εμάς πάντοτε, ώστε να σωζόμαστε από τις διάφορες αμαρτίες μας. Θα είναι τούτο μία επιβεβαίωση της θαυματουργίας του και σε εμάς τους ίδιους. «Των σων θαυμάτων εν εμοί, Γρηγόριε, θείαν ενέργειαν, περιφανώς, Πάτερ, και τανύν ανάδειξον, εκ του βυθού ρυόμενος των πταισμάτων με».