19 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ

«Ο άγιος Βονιφάτιος ήταν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού, δούλος κάποιας γυναίκας συγκλητικής, ονόματι Αγλαΐδος, κόρης του ανθυπάτου της Ρώμης Ακακίου, και είχε παράνομες σχέσεις με την κυρία του. Ήταν μάλιστα μέθυσος, αλλά παράλληλα και ελεήμων και φιλόξενος, με μαλακή καρδιά  στις συμφορές των ανθρώπων και στις ικεσίες τους. Το ίδιο και η κυρία του ήταν ελεήμων και φιλομάρτυς. Κάποια ημέρα λοιπόν η Αγλαΐς είπε στον Βονιφάτιο: Πήγαινε στην Ανατολή, εκεί που μαρτυρούν οι άγιοι, και φέρε λείψανα μαρτύρων, ώστε να τα έχουμε για  βοήθεια και ψυχική σωτηρία. Ο Βονιφάτιος είπε γελώντας: Εάν φέρω το δικό μου λείψανο, θα το δεχτείς; Γέλασε κι αυτή κι αφού τον χαρακτήρισε μέθυσο, έπειτα τον νουθέτησε, του ευχήθηκε και τον έστειλε δίνοντάς του χρήματα. Ο Βονιφάτιος λοιπόν έφυγε μαζί με δώδεκα δούλους και πολύ χρυσάφι για την Κιλικία, εκεί που βασανίζονταν οι άγιοι, βρήκε αγίους άνδρες να αθλούνται στα μαρτύρια της πίστεως και καταφιλούσε τα δεσμά και τις πληγές τους. Παρακινήθηκε κι αυτός και πήγε ενώπιον του ηγεμόνα, ομολογώντας ότι και ο ίδιος είναι χριστιανός. Συνελήφθη αμέσως, οπότε τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω, και του έγδερναν τις σάρκες με σκληρότητα, του έμπηξαν έπειτα μυτερά καλάμια στα νύχια του, του έριξαν λιωμένο μολύβι στο στόμα του και τον έβαλαν με το κεφάλι μέσα σε καζάνι πίσσας που έβραζε. Σε όλα αυτά διέμεινε αβλαβής, ενώ πέθαναν πενήντα άνδρες από τους δημίους. Στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος, αλλά αντί για αίμα έρευσε γάλα, θαύμα που έκανε πενήντα άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν. Εν τω μεταξύ οι δούλοι που είχαν έλθει μαζί του από τη Ρώμη και που δεν είχαν μάθει τι είχε συμβεί, γιατί θεώρησαν ότι κατά τη συνήθειά του άργησε από την καταφυγή του στα καπηλειά και τα μεθύσια, μόλις έμαθαν από τους στρατιώτες τα επί μέρους βασανιστήρια που υπέμεινε μέχρι την τελείωσή του, βρήκαν το λείψανό του. Πρόσπεσαν τότε στον άγιο και ζήτησαν συγνώμη για όσα άσχημα σκέφτηκαν και είπαν γι’ αυτόν, οπότε στη συνέχεια αφού έδωσαν πεντακόσια νομίσματα αγόρασαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Ρώμη. Η δε κυρία του Αγλαΐς, αφού της αποκαλύφθηκαν  όλα  από άγγελο Κυρίου, έτρεξε να τον  προϋπαντήσει και να τον υποδεχτεί. Τον τίμησε με λαμπρό τρόπο και τον κήδεψε μεγαλοπρεπώς, πεντακόσια στάδια έξω από την πόλη. Ύστερα  του ανήγειρε ναό στο όνομά του, στο μέσο της πόλεως, στο σπίτι της, και τον μετέφερε εκεί, όπου καθημερινά προχέει πηγές ιαμάτων. Και εκείνη έκτοτε έζησε όσια και θεάρεστα, και με την καλή αυτή πολιτεία της παρέδωσε το πνεύμα εν ειρήνη στον Θεό».

Παράδοξα αυτά που τελεσιουργούνται στη ζωή του αγίου Βονιφατίου.  Μέθυσος αυτός,  λάγνος και πόρνος μεταστρέφεται αιφνιδίως στην πίστη του Χριστού. Κι όχι μόνον αυτό: η μεταστροφή του συνοδεύεται με θαρραλέα ομολογία του Χριστού, τέτοια που τον οδηγεί στο να υποστεί  πάμπολλα μαρτύρια που είναι αδύνατο να υπομείνει ένας άνθρωπος, που μέχρι εκείνη την ώρα κυλιόταν στο βούρκο της φιληδονίας. Κι ακόμη περισσότερο: το μαρτύριό του φανερώνεται ότι γίνεται αμέσως αποδεκτό από τον Κύριο κ α ι  με το γάλα που έρευσε αντί αίματος την ώρα της αποτομής της κεφαλής του κ α ι  με το τίμιο λείψανό του, που έκτοτε πρόχεε «πηγάς ιαμάτων» κατά το συναξάρι του. Πού είναι η συνήθης πορεία των μαρτύρων του Χριστού, που μέχρι να φτάσουν στο μαρτύριο είχαν κατηχηθεί στην πίστη και είχαν ενισχυθεί από εκείνους που θεωρούνταν οι «αλείπτες» τους; Πού είναι η επιφύλαξη όλων εκείνων που δεν επέτρεπαν το μαρτύριο υπέρ Χριστού, αν οι υποψήφιοι μάρτυρες δεν είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτό, με πνευματικά αγωνίσματα, με εξομολόγηση, με συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, κι αυτό με τον δικαιολογημένο φόβο μήπως καμφθούν μπροστά στα βάσανα; Στο μαρτύριο του αγίου Βονιφατίου έχουμε την ακύρωση όλων των «κανονικών» αυτών  προϋποθέσεων. Έχουμε μία άνωθεν επέμβαση, του ίδιου του Χριστού, που προκαλεί την αλλοίωση της καρδιάς του, ώστε διά μιας να φτάσει στο χαρισματικό σημείο του μαρτυρίου. «Φάνηκες ανώτερος από τα σαρκικά αμαρτωλά φρονήματα, με αλλοίωση που σου προκάλεσε ο Θεός, μάρτυς Βονιφάτιε, και υπέμεινες με χαρά κατά τρόπο μαζεμένο την προσβολή των βασάνων».

Κι όμως! Υπάρχει κάτι στην πρότερη αμαρτωλή ζωή του Βονιφατίου, που προφανώς αυτό υπήρξε η πρόκληση για την πλούσια ενέργεια της χάρης του Θεού: το φιλεύσπλαχνο του χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε ακριβώς τα λόγια του συναξαρίου: «Ην δε και μέθυσος, αλλά και ελεήμων, και φιλόξενος και συμφοραίς ανθρώπων και ικεσίαις επικαμπτόμενος». Να το «μυστικό». Να αυτό που «έκαμψε» τον παντοδύναμο Κύριο: η θεοείδειά του λόγω της ελεήμονος καρδίας του. Το συμπέρασμα είναι προφανές: άνθρωπος ελεήμων, ακόμη και βουτηγμένος σε όλα τα σαρκικά πάθη κι αν είναι, δεν πρόκειται να χαθεί. Η χάρη του Θεού θα τον καλέσει, την ώρα που εκείνη θα κρίνει. Μέσα σε τέτοιον άνθρωπο λειτουργεί ο Θεός, έστω κι αν όλα εξωτερικά φαντάζουν ανάποδα και αμαρτωλά. Και το ξέρουμε και από άλλα ανάλογα περιστατικά της ζωή των αγίων μας. Η Ταϊσία η πόρνη για παράδειγμα. Βουτηγμένη και αυτή στα πάθη της ατιμίας. Κι όμως ελεήμων και φιλεύσπλαγχνος. Γι’ αυτό  κυνηγημένη από τη χάρη του Θεού. Γι’   αυτό αργότερα μετανοημένη και αγία και θαυματουργός. Ποιος μπορεί έτσι να βγάλει κρίσεις για τους συνανθρώπους του; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να καυχηθεί για τη δική του ηθική ζωή; Και βεβαίως καταλαβαίνουμε έτσι ότι αν η ελεήμων καρδία, έστω και με το περίβλημα της σαρκολατρείας, φέρνει τόση χάρη από τον Θεό σε δεδομένη στιγμή, πόσο περισσότερη θα φέρει όταν είναι συνδυασμένη και με καλή και ενάρετη ζωή;

Δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε και το αυτονόητο: ο άγιος Βονιφάτιος βεβαίως οδηγήθηκε στο ύψος του μαρτυρίου και της αγιότητος λόγω της καλής καρδιάς του, όμως η αγάπη προς τον Θεό πυροδοτήθηκε, όταν είδε μπροστά του τα μαρτύρια των άλλων αγίων. Εκεί, στην έμπρακτη πίστη, τη μέχρι θυσίας, είδε την αλήθεια του Θεού και της χριστιανικής πίστεως. Και ζήλεψε τους μάρτυρες. Κι αυτό μεταξύ άλλων επισημαίνει και ο υμνογράφος: «Ζήλεψες με πρόθυμο λογισμό τους αγώνες των γενναίων αθλητών, ιερέ Βονιφάτιε, και άθλησες με σταθερότητα και νέκρωσες το φίδι με τους ζωηφόρους αγώνες σου».

Ο υμνογράφος του αγίου δεν μπορεί να μη θυμηθεί ότι ο Βονιφάτιος εορτάζεται λίγες ημέρες πριν από τα άγια Χριστούγεννα. Και ψάχνει και βρίσκει αφορμή να συνδέσει την εορτή του με το υπερφυές γεγονός της Γέννησης του Κυρίου. Και τη βρίσκει: από τη Δύση ορμήθηκε να πάει στην Ανατολή για να βρει λείψανα μαρτύρων. Σαν να ήταν η Ανατολή ένα αστέρι, που τον καθοδήγησε προς τον γεννηθέντα Χριστό. Όπως λοιπόν και οι εκ Περσίδος μάγοι καθοδηγήθηκαν από το αστέρι για να φτάσουν στον Χριστό, έτσι κι αυτός. Βρίσκει μάλιστα και την αντιστοιχία των δώρων. Χρυσό και λιβάνι και σμύρνα προσέφεραν οι μάγοι∙ πίστη, ελπίδα και αγάπη προσφέρει εκείνος, κι ακόμη περισσότερο: τον ίδιο του τον εαυτό -  το πιο καθαρό και άμωμο δώρο. «Όπως ο αστέρας της Ανατολής οδήγησε τους εκ Περσίας μάγους να προσκυνήσουν τον Χριστό που ευδόκησε να γεννηθεί σε σπήλαιο, και να Του προσφέρουν δώρα, λιβάνι και σμύρνα και χρυσάφι, έτσι και σένα, θείο κάλεσμα σε έφερε από Δυσμάς να προσκυνήσεις τον Χριστό και να Του προσφέρεις την Πίστη, την Αγάπη και την Ελπίδα. Γι’ αυτό πρόσφερες στον Χριστό σαν άμωμο και καθαρό δώρο ολόκληρο τον εαυτό σου». Πράγματι, σημαντικότερο δώρο στον Χριστό για την ευλογία του ερχομού Του στον κόσμο από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού, και μάλιστα την εν μετανοία κατάθεση των αμαρτιών μας, δεν υπάρχει.

18 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Σεβαστιανός, που καταγόταν από την πόλη των Μεδιολάνων, ήταν ένας από τη βουλή της συγκλήτου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού και οδηγούσε πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος που ήταν αδέλφια, αφού υπέμειναν πολυχρόνια φυλάκιση και υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια, δόθηκε εντολή να αποκοπούν τα κεφάλια τους. Ο πατέρας τους Τραγκυλίνος, που ήταν ειδωλολάτρης, και η Μαρκία η μητέρα τους, λίγο έλειψε να τους εμποδίσουν από το να πάθουν υπέρ Χριστού με τους θρήνους και τους οδυρμούς τους. Κι ίσως να είχε συμβεί αυτό, αν δεν επενέβαινε ο αοίδιμος Σεβαστιανός, ο οποίος με θάρρος όχι μόνο τους στερέωσε στην πίστη, αλλά και τον πατέρα τους Τραγκυλίνο τον τράβηξε στην πίστη του Χριστού. Και με τη σειρά του ο Τραγκυλίνος κατήχησε τον έπαρχο που πίστεψε.

Αμέσως λοιπόν ο έπαρχος κάλεσε τον ενδοξότατο και μακάριο Σεβαστιανό, όπως και τον πρεσβύτερο Πολύκαρπο, και αξίωσε να τύχει σωτηρίας και να απαλλαγεί από την αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Πράγματι, απαλλάχτηκε από αυτήν, όταν πίστεψε στον Χριστό ολόψυχα, συνέτριψε τα είδωλα που είχε στο σπίτι του και βαπτίστηκε. Ο δε μακάριος Γάιος που ήταν επίσκοπος, τον μεν Μαρκελλίνο και τον Μάρκο, τα αδέλφια, τους συγκατέλεξε στο τάγμα των Διακόνων, τον δε πατέρα τους, στο τάγμα των πρεσβυτέρων, ενώ τον μακάριο Σεβαστιανό τον κατέστησε νομικό σύμβουλο της Εκκλησίας. Όταν  ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών, ο Νικόστρατος, ο Κλαύδιος, ο Κάστωρ, ο Τιβούρτιος, ο Κάστουλος και η Ζωή, συνελήφθησαν μαζί με αυτούς, κι αφού βασανίστηκαν με διαφόρους τρόπους, δέχτηκαν το τέλος της ζωής. Ο δε άγιος Σεβαστιανός, που κλήθηκε από τον Διοκλητιανό και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό μετά από τις ερωτήσεις εκείνου, καταπληγώθηκε, όπως ήταν φυσικό,  από πυκνά βέλη που του έριξαν, συντρίφτηκε το σώμα του με ρόπαλα, και αφού τον έκοψαν σε κομμάτια, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ μάρτυρες ανήκουν σε εκείνη τη χορεία των αγίων μαρτύρων, που έγραψε τις χρυσές σελίδες των μαρτυρικών χρόνων της πρώτης Εκκλησίας. Η προσοχή μας εστιάζεται  πρώτιστα όμως στον άγιο Σεβαστιανό, γιατί, κατά τον υμνογράφο του ιερό Ιωσήφ, αποτελεί «τον πιο λαμπρό ήλιο  ανάμεσα στα άλλα αστέρια», τους μάρτυρες δηλαδή που συνήθλησαν μαζί του. Τι προβάλλει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος για τον άγιο; Το «αταπείνωτον» αφενός του χαρακτήρα του και την «αναμόχλευσιν» αφετέρου που προκαλούσε στους εχθρούς της πίστεως∙ που σημαίνει: την αγιότητα της λαμπρής ζωής του ως αταπείνωτος (άκαμπτος, ανυποχώρητος) απέναντι στα βάσανα που υπέστη λόγω της σταθερότητας της πίστης του («Με τη σταθερότητα του νου σου, σεβασμιώτατε, έμεινες άκαμπτος και όρθιος, όταν σε κτυπούσαν σκληρά με τα ραβδιά και όταν σε κατακεντούσαν με τα πολλά βέλη»)∙ και έπειτα  την ταραχή που προκαλούσε στους εκπροσώπους της πλάνης, που δεν άντεχαν τα πάνσοφα λόγια του, τα γεμάτα θείο φωτισμό («Με τις στέρεες αναταράξεις των λόγων σου, που γίνονταν κατά πάνσοφο τρόπο, ανατάραξες την πλάνη»).

Μορφωμένος ο άγιος Σεβαστιανός και κάτοχος υψηλής θέσεως ως συγκλητικός, αξιοποίησε κατά τρόπο θεάρεστο τη θέση και τη μόρφωσή του: μάζεψε γύρω του ανθρώπους, «στρατόν σεπτόν», κατά τον ύμνο της ακολουθίας του, που τους κατηχούσε και τους καθοδηγούσε στην ευσέβεια της πίστεως. «Δημιούργησες κοντά σου ιερό στρατό, μάρτυς αήττητε, που ήταν οχυρωμένος με τα όπλα της θείας πίστεως».   Θυμίζει τον ίδιας περίπου εποχής άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, ο οποίος και εκείνος εκμεταλλευόμενος τη σπουδαία θέση του στο στράτευμα, γινόταν πόλος έλξης για να φέρει σε επαφή τους καλοπροαίρετους ανθρώπους με τον Σωτήρα Χριστό. Και γίνεται και ο Σεβαστιανός διαχρονικό παράδειγμα διδάσκοντας και εμάς ως προς το συγκεκριμένο σημείο: εκεί που βρισκόμαστε, στο όποιο πόστο που μας έχει τάξει ο Κύριος, ιδίως όμως μέσα στην οικογένειά μας και στον άμεσο κοινωνικό μας περίγυρο, να γινόμαστε δείκτες πορείας των συνανθρώπων μας φανερώνοντας τον Ιησού Χριστό. Πώς; Με τα λόγια μας όταν όμως αυτά αποτελούν απαύγασμα του αγιασμένου βίου μας. «Έχοντας τον λόγο σου να αστράφτει μαζί με τον άγιο βίο σου, τράβηξες κατά τρόπο ιερό πλήθος πιστών προς την αληθινή πίστη». Τα λόγια μας δηλαδή όταν συνδυάζονται με την αγία ζωή μας γίνονται ο μεγαλύτερος μαγνήτης που τραβάει τους ανθρώπους στον Χριστό. Κι αυτό συνιστά ταυτοχρόνως και τον έλεγχό μας: αν τόσοι άνθρωποι σήμερα έχουν απομακρυνθεί από την πίστη του Χριστού, στο μεγαλύτερο ποσοστό η ευθύνη υπάρχει σε εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς. Αν ήμασταν πιο συνεπείς στην πίστη μας, η ίδια η ζωή μας θα τους έπειθε και θα τους έκανε να βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο για τον Θεό μας.

Ο άγιος Σεβαστιανός βρήκε το «μυστικό» της συνέπειας λόγων και έργων και κατ’ επέκταση της δράσεώς του ως ιεραποστόλου: να στηρίξει τις βάσεις της καρδιάς του στη νοητή πέτρα που είναι ο Χριστός. Να αγαπήσει πάνω από όλα δηλαδή Εκείνον, δείχνοντας ότι ο Χριστός είναι η προτεραιότητα της ζωής του κατά τον δικό Του λόγο: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού». Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «Στήριξες σε νοητή πέτρα, τον Χριστό δηλαδή, τις βάσεις της καρδιάς σου, με φρόνημα ευσεβές, μάρτυς πολύαθλε, γι’ αυτό και δεν παρεξέκλινες  από ό,τι μηχανεύτηκε εναντίον σου ο δόλιος δράκων ο διάβολος. Αντίθετα, έγινες με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού στήριγμα της αληθινής πίστεως για όλους».

17 Δεκεμβρίου 2025

ΚΑΡΔΙΑ ΕΛΕΗΜΩΝ

«Τί ἐστι καρδία ἐλεήμων;

«Καρδία ἐλεήμων ἐστὶ καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης καὶ συνεχούσης τὴν καρδίαν καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ καὶ οὐ δύναται βαστάσαι ἢ ἀκοῦσαι ἢ ἰδεῖν βλάβην τινὰ ἢ λύπην μικρὰν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Διὰ τούτο ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτῶν ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτούς. Ὁμοίως καὶ ὑπὲρ φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως κατὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ» (Οσίου Ισαάκ του Σύρου, λόγος ξβ΄).

 (Και τι εστί καρδία ελεήμων; Και είπε: να καίγεται η καρδιά σου για όλη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και τα ζώα και τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και στη θύμησή τους και στη θέα τους να ρέουν δάκρυα απ’ την πολλή και σφοδρή αίσθηση ελέους που συνέχει την καρδιά. Και από την πολλή επιείκεια μικραίνει τόσο η αντοχή της καρδιάς που δεν μπορεί να βαστάξει στο άκουσμα ή στο θέαμα και της παραμικρής βλάβης ή λύπης που γίνεται στην κτίση. Και γι’  αυτό και υπέρ των αλόγων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ αυτών που τον βλάπτουν προσφέρει συνεχή προσευχή και δάκρυα, για να τους προστατεύει ο Θεός και να τους ελεήσει και από το τόσο ισχυρό αίσθημα ελέους που κινείται στην καρδιά σου να φτάνεις να δέεσαι χωρίς δισταγμό υπέρ της τάξης των ερπετών προσεγγίζοντας το άμετρο έλεος του Θεού) (Μετάφραση Γιώργος Πινακούλας, Δημήτρης Κουτσούγερας).

Συχνά οι άγιοί μας σημειώνουν, εκφράζοντας την εμπειρία τους, ότι η ζωντανή πίστη στον Χριστό, εκείνη που δεν μένει σε μία θεωρία ή στα λόγια, αλλά κινητοποιεί όλη την ύπαρξη, ψυχή και σώμα, ώστε να βαδίζει κατά τον τρόπο του Χριστού – μόνον έτσι υφίσταται αληθινή πίστη άλλωστε – κάνει τον άνθρωπο αληθινό ποιητή. Είναι τέτοια δηλαδή η χάρη που ζει από την ενοίκηση του Κυρίου στην ύπαρξή του ώστε ο πεζός λόγος δεν επαρκεί για την έκφραση των εμπειριών του, συχνά δε η υπερβολή της χάρης καθιστά αδύνατη τη γλώσσα να εκφράσει το παραμικρό. Κι όταν μετριάζεται λίγο η μεγάλη χάρη και ο άνθρωπος μπορεί να «λειτουργήσει» ξανά ως άνθρωπος στο πλαίσιο του κόσμου τούτου, αυτό που θα πει δεν μπορεί να είναι ξερός λόγος αλλά κυριολεκτικά ποίημα. Το συναντάμε τόσες φορές και στην Αγία Γραφή, αλλά και στην Πατερική Γραμματεία.

Και να, το παραπάνω απόσπασμα λόγου του μεγάλου οσίου αββά Ισαάκ του Σύρου, έρχεται προς επίρρωση ακριβώς της αλήθειας αυτής. Ποιος θα διαβάσει το κείμενο με επίγνωση και δεν θα αντιληφθεί ότι πρόκειται κατά αλήθειαν για ποιητικό λόγο; Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη πολλοί το καταγράφουν ως ποίημα, ακολουθώντας τον εσωτερικό του ρυθμό, το αποδίδουν στη νεοελληνική  δε εξίσου με ποιητικό τρόπο, γιατί πώς αλλιώς να αποδώσεις λόγο που υπέρκειται των συνήθων μέτρων της ανθρώπινης οριζόντιας ζωής; Και τι λέει ο μεγάλος νηπτικός Πατέρας, τον οποίο υπεραγαπούσαν όλοι οι άγιοί μας, ιδίως δε από τους νεωτέρους ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης και ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης;

Σχολιάζει την ελεήμονα καρδία που ζητεί ο Κύριος Ιησούς Χριστός προκειμένου να μπορεί να δεχτεί αυτή το έλεος του Κυρίου – «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Καλύτερα: περιγράφει τα δηλωτικά στοιχεία της καρδιάς (του κέντρου του εσωτερικού του κόσμου δηλαδή, που αλλιώς λέγεται νους) του πιστού ανθρώπου που ήδη έχει ελεηθεί από τον Κύριο, του ανθρώπου δηλαδή που εκζητώντας διακαώς και διαπύρως το έλεος Εκείνου κινείται και ο ίδιος προς έλεος των συνανθρώπων του και σύμπασας της κτίσης. Διότι «συνεργοί Θεού εσμεν» κατά τον απόστολο, που σημαίνει ότι δεν μπορείς να εκζητείς και να εκλιπαρείς το έλεος και την αγάπη του Θεού, αν κι εσύ αντιστοίχως δεν βρίσκεσαι στο ίδιο μήκος κύματος μ’ Εκείνον, αν δεν δημιουργείς συνθήκες «συγγενείας» μαζί Του. Οπότε στα λόγια αυτά, και όχι μόνο, βρισκόμαστε μπροστά στην «αγία Τράπεζα» της καρδιάς του αγίου που έχει ελεηθεί και ελεεί. Ζει ο άγιος το έλεος του Θεού και το εξακτινώνει κατ’ ανάγκην, το έλεός του αποτελεί προέκταση του ελέους του Θεού, στην αγκαλιά του που περικλείει όλη την κτίση ψαύουμε ανάγλυφα τα σημάδια της αγκαλιάς του ίδιου του Θεού μας – «προσεγγίζει το άμετρο έλεος του Θεού» λέει.

Και όπως ο Θεός μας που είναι Αγάπη «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους», το ίδιο και ο άνθρωπος του Θεού: η αγάπη του δεν κάνει διακρίσεις στο «αντικείμενό» της. Γιατί δεν είναι ανθρώπινη «αγάπη», στιγματισμένη δηλαδή από το μικρόβιο του εγωισμού, αλλά αγάπη κεκαθαρμένη από την παρουσία Εκείνου. Ο άγιος αγαπά δηλαδή γιατί πρώτα αγωνίστηκε «άχρι θανάτου» να εξαλείψει κάθε ηδυπάθεια και σαρκολατρεία, κάθε εξουσιαστική κίνηση και υπερηφάνεια, κάθε τι εμπαθές που τον δένει με τον κόσμο τούτο. Η αγάπη του έτσι συνιστά φως Θεού, αντανακλά τις θεοποιές ενέργειες Εκείνου, δεν μπορείς επομένως να τη συναντήσεις σε κανέναν άλλον χώρο πλην της Εκκλησίας που είναι το σώμα του Χριστού. Το έλεος του αγίου για όλη την κτίση είναι πράγματι «η λιακάδα του Θεού».

Και μέσα στην κτίση είναι όλα τα δημιουργήματα του Θεού, ορατά και αόρατα. Γι’ αυτό δεν γίνεται να αγαπά κανείς τον Θεό χωρίς να αγαπά τα δημιουργήματά Του. Τα δημιουργήματά Του στέκουν από τις άκτιστες ενέργειες Εκείνου, Εκείνον βλέπει και ψηλαφά ο άγιος ατενίζοντας ή ενθυμούμενος κάθε τι που υφίσταται, οπότε πράγματι με αίσθηση μετέχει είτε της χαράς είτε του πόνου όλων των κτισμάτων. «Κλαίειν μετά κλαιόντων και χαίρειν μετά χαιρόντων» δεν λέει το σκεύος του Κυρίου, ο απόστολος Παύλος; Αλλά είναι η κοινή εμπειρία όλων των αγίων. Γιατί ο Θεός «ουκ έστιν προσωπολήπτης». Όπου συναντά άνθρωπο με καλή διάθεση, εκεί προσφέρεται χωρίς μέτρο. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Και τον εχθρό της αλήθειας, δηλαδή τον άθεο, τον διώκτη, τον αιρετικό; Κι αυτόν τον αγαπά και τον ελεεί; Κι ακόμη: τον ίδιο τον διάβολο; Κι ασφαλώς, ναι! Γιατί δεν επικεντρώνουν οι άγιοί μας στα «στίγματα» των κτισμάτων, αλλά στην ίδια τη φύση τους που είναι του Θεού. Και στα μεν άλογα, ζώα, ερπετά, πτηνά, φυτά, ερπετά, τα πράγματα είναι πιο εύκολα: εκείνα υφίστανται τις συνέπειες της αμαρτίας του ανθρώπου αλλά δεν είναι «αμαρτωλά»! Οπότε μπορεί κανείς εύκολα να τα αγαπά. Για τον διάβολο όμως και τους εχθρούς της αλήθειας; Κι εκεί η προσέγγιση είναι διακριτική: ακόμη κι αυτούς τους αγαπάμε ως δημιουργήματα του Θεού, όχι όμως την κακία τους. Απλώς στους αγίους βλέπουμε ότι αυτό που συνιστά θεολογική διακριτική προσέγγιση, σ’ εκείνους είναι εν αισθήσει πραγματικότητα. Πραγματικά κλαίουν και οδύρονται για την πτώση των χωρισμένων από τον Θεό, κυρίως όμως συναισθανόμενοι τον πόνο και την κόλαση μέσα στην οποία βρίσκονται. Γιατί μόλις μεταθέσει κανείς τη σκέψη του στο τι ζει ένας εχθρός του Κυρίου, εκεί αλλάζει θεώρηση. Νιώθει «τρόμο» σχεδόν από την άβυσσο της οδύνης που βρίσκονται τα πλάσματα αυτά. Όταν ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι «θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το πονηρόν», πόσο περισσότερη και μεγαλύτερη είναι η θλίψη και η στενοχώρια του πρώτου Πονηρού, του διαβόλου; Εκεί λοιπόν επικεντρώνοντας οι άγιοι μετέχουν της θλίψεως αυτών και προσεύχονται με δάκρυα για τη σωτηρία και αυτών. Θυμόμαστε αίφνης και το παρόμοιο παράδειγμα του αγίου Παϊσίου: προσευχόταν εμπόνως και για τον διάβολο – προφανώς ακολουθώντας και την προτροπή του αγαπημένου του οσίου Ισαάκ. Και σταμάτησε, όπως έλεγε, όταν «είδε» ότι εκείνος τον κοροϊδεύει!

Πόσο ωραίο θα ήταν να είχαμε το κείμενο αυτό καθημερινά ενώπιόν μας! Να το είχαμε σαν κάδρο που αδιάκοπα θα καθρεπτίζουμε τον εαυτό μας, όπως έκαναν βεβαίως πολλοί άγιοι παλαιότεροι και νεώτεροι, σαν τους αγίους Πορφύριο και Παΐσιο! Ίσως και μόνο η συναίσθηση της μικρότητας και της αμαρτωλότητάς μας έδινε κάποια ώθηση ανόδου στην πεσμένη ακηδιώσα μίζερη ζωή μας!   

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ Ο ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

 

«Ο αοίδιμος Πατήρ ημών Διονύσιος ο νέος ήταν από τη νήσο Ζάκυνθο. Οι γονείς του ήταν ένδοξοι και πλούσιοι, ονόματι Μώκιος και Παυλίνα, που ανέθρεψαν με ευσέβεια τον υιό τους, ο οποίος επιδόθηκε ιδιαιτέρως στα ιερά γράμματα. Μεγαλώνοντας άφησε όλα τα γήινα, γιατί πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών, και εντάχθηκε  στην ασκητική Μονή των Στροφάδων. Εκεί αφού εξάσκησε όλες τις αρετές της μοναχικής ζωής για αρκετά μεγάλο διάστημα, θέλησε έπειτα να πάει στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να προσκυνήσει τον τόπο  που πάτησαν τα άχραντα πόδια του Σωτήρα Χριστού. Για τον λόγο αυτό πήγε στις Κυκλάδες, νομίζοντας ότι από εκεί ήταν πιο εύκολο να βρει πλοίο για την Παλαιστίνη. Ευρισκόμενος κοντά σχετικά στην Αθήνα, θεώρησε φυσικό να πάρει την ευλογία του αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο οποίος όμως του εισηγήθηκε να αφήσει το προσκυνηματικό σχέδιό του και να αποδεχτεί τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Αιγινητών, κάτι που έκανε, με την πεποίθηση ότι υπακούει στην Πρόνοια του Θεού. Στην Αίγινα έμεινε αρκετό διάστημα, ποιμαίνοντας κατά τρόπο θεάρεστο το ποίμνιό του, το οποίο όμως κάποια στιγμή το άφησε, δίνοντας την πνευματική ευλογία του, γιατί φοβήθηκε την ανθρώπινη δόξα που άρχισε να του προσφέρεται λόγω της μεγάλης του αρετής. Επέστρεψε λοιπόν πίσω στη Ζάκυνθο και αποσύρθηκε πάνω σε βουνό, που ήταν το πολυθρύλητο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας, οπότε εκεί αύξησε τον έρωτά του προς τον Θεό, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του με ασκητικούς κόπους, όσια και θεάρεστα, και διαλάμποντας σε ποικίλες αρετές, ιδίως την τέλεια αγάπη προς τον πλησίον. Κατεξοχήν φανερώθηκε αυτή η αγάπη όταν έκρυψε τον δολοφόνο του ίδιου του του αδελφού Κωνσταντίνου, ο οποίος (δολοφόνος), αγνοώντας ότι ο Διονύσιος είναι ο αδελφός του φονευθέντος, κατέφυγε σ’ αυτόν. Ο άγιος τον περιποιήθηκε, κατεύνασε την οργή αυτών που τον δίωκαν, του φανέρωσε τέλος ποιος ήταν, λέγοντάς του όμως ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτόν, τον νουθέτησε, τον συγχώρησε, του έδωσε μάλιστα και εφόδια για να πορευτεί στο εξωτερικό, δείχνοντας δηλαδή μία τέτοια αγάπη, που απόρησαν και οι άνθρωποι όταν την έμαθαν, αλλά και οι άγγελοι, και που εύφρανε ιδίως τον διδάσκαλο Ιησού, γιατί βρέθηκε άνθρωπος που τήρησε απαράλλακτα σαν Εκείνον αυτήν την αγάπη. Ο δε Ιησούς άμειψε αυτήν τη χριστομίμητη αρετή, καταπλουτίζοντάς τον με υπερφυείς θαυματουργίες και εξαιρετικές θεοσημείες.

Για παράδειγμα: τον έπιασε κάποτε βροχή μεγάλη στον δρόμο και αυτός δεν βράχηκε καθόλου. Σταμάτησε τον ρου ενός πλημμυρισμένου ποταμού και τον διάβηκε χωρίς να βραχεί. Νεκρούς που είχαν διαμείνει άλιωτοι  από δεσμό αφορισμού, με τη δύναμη της προσευχής του  έλυσε τον αφορισμό τους και αμέσως λιώσανε και γίνανε χώμα τα οστά τους. Διόρθωσε με παράδοξο θαύμα ψαρέματος την ανόητη δεισιδαιμονία και τη θρασύτητα κάποιων ψαράδων. Υπενθύμισε στην εξομολόγηση ενός πρεσβυτέρου, Παγκρατίου στο όνομα, την αμαρτία που είχε κάνει κάποτε, να του πέσει από απροσεξία ο θείος άρτος της θείας κοινωνίας, και που αυτός την είχε ξεχάσει. Τον έλεγξε για την απροσεξία του αυτή, τον νουθέτησε και τον συγχώρησε, ενώ ο ιερέας είχε μείνει κατάπληκτος για την αποκάλυψη αυτή.

Έφθασε τέλος στο τέρμα του βίου του, σε βαθύ γήρας, και παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του ευχαρίστως και θεοσεβώς στον Κτίστη του, το 1624, στις 17 Δεκεμβρίου, αφού είχε προείπει στους οικείους του να εναποθέσουν το σκήνος του στην προαναφερθείσα μονή των Στροφάδων, εκεί που αφιέρωσε αρχικά τον εαυτό του. Μετά από λίγα έτη φάνηκε με όνειρο στον προεστώτα και σε αδελφούς της Μονής, λέγοντας να τον βγάλουν γρήγορα από τον τάφο, πράγμα το οποίο εκείνοι έκαναν. Βρήκαν δε  το πάντιμο σκήνος του σώο, ανελλιπές και ακέραιο, γεμάτο από υπερφυή ευωδία, οπότε και το τοποθέτησαν ευσεβώς σε τιμία λάρνακα μέσα στο Νάρθηκα του Ναού, όπου και σώζεται, θαυματουργώντας αδιάκοπα σε όλους τους πιστούς προσκυνητές για κάθε ανάγκη τους, στενοχώρια και θλίψη. Αποτελεί το φυλακτήριο της Μονής και η μεγάλη παρηγοριά της, που θεραπεύει νόσους και επιτελεί πάμπολλα θαύματα καθημερινώς. Τελείται δε η ιερή του σύναξη στη βασιλική και πατριαρχική αυτή μονή των Στροφάδων, στη θεόσωστη και ξακουστή πόλη και νήσο Ζάκυνθο, την πατρίδα του. Εκεί έχει εγερθεί ναός σπουδαίος με δαπάνη της Μονής (σαν μετόχι αυτής) επ’ ονόματι του αγίου. Ταις αγίαις πρεσβείας του αγίου Διονυσίου, Χριστός ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν» . 

Η μνήμη μεγάλων θαυματουργών αγίων κατά τον μήνα Δεκέμβριο (Νικολάου, Σπυρίδωνος, Διονυσίου Αιγίνης) βιώνεται από τους πιστούς,  μέσω του χαρίσματος της θαυματουργίας τους, ως μεγάλη παρηγοριά.  Διότι λόγω της παρρησίας τους ενώπιον του Κυρίου μπορούν και επεμβαίνουν στη ζωή μας, δίνοντας λύση στα αδιέξοδά μας και θεραπεία σε ανίατα πολλές φορές νοσήματά μας. Προς άρσιν βεβαίως παρεξηγήσεως, όλοι οι άγιοι είναι θαυματουργοί, αφού έχουν δύναμη προσευχής που ενεργοποιεί τον έτσι κι αλλιώς «θελητήν του ελέους» Τριαδικό Θεό μας. Κι αν κάποιοι άγιοι δεν έχουν φήμη μεγάλου θαυματουργού αγίου, σαν κάποιους μεγάλους Δασκάλους της Εκκλησίας, είναι γιατί αυτοί χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιάσεως των λογισμών των ανθρώπων και της διαφυλάξεώς τους από τη λύμη των αιρετικών, κάτι που συνιστά το μέγιστο ίσως χάρισμα του Θεού -  η ορθή πίστη στον Θεό και η αληθινή εικόνα της Εκκλησίας είναι το μέγιστο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ποιο θαύμα, για παράδειγμα, θεραπείας σωματικής αρρώστιας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και τι νόημα θα είχε, έξω από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού; Το θαύμα της ορθής πίστεως προϋποτίθεται του θαύματος της ιάσεως των αρρωστημάτων του σώματος.

Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν (1547-1622) ανήκει στους μεγάλους νεωτέρους θαυματουργούς αγίους της Εκκλησίας, που «ο Χριστός τον  δόξασε πλούσια με  θεοσημεία και θαύματα, και όσο ήταν ζωντανός και όταν μεταστάθηκε», όπως σημειώνει ο άγιος υμνογράφος του ως στόμα της Εκκλησίας. Ο ίδιος μάλιστα εξηγεί τη δωρεά αυτή του Κυρίου στον άγιο: ο άγιος «μιμήθηκε όλες τις αρετές των ενδόξων προπατόρων μας. Τη φιλόξενη διάθεση του Αβραάμ, την ακακία του Ιακώβ, την καθαρότητα του Ιώβ, την απλότητα του Μωυσή, την πραότητα, τη συμπάθεια και φιλοστοργία του βασιλιά Δαβίδ». Κι αυτό σημαίνει: ο Θεός προσφέρεται θεραπευτικά στον κόσμο, όταν βρει ανθρώπους συντονισμένους με το άγιο θέλημά Του – μέσω ανθρώπων ενεργεί στους ανθρώπους ο Θεός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.  

Εκεί όμως που ο άγιος Διονύσιος αποτελεί ορόσημο  για όλους είναι η τεράστια αγάπη του – συνέχεια της αγάπης του Θεού. Η αγάπη προς τον πλησίον, εκτεινόμενη και προς τον θεωρούμενο εχθρό, ήταν το κύριο γνώρισμά του  στον κόσμο – ό,τι ο Κύριος χαρακτήρισε ως σημείο μαθητείας σ’ Εκείνον. Γι’ αυτό και όλες οι αρετές του είχαν νόημα, διότι ακριβώς κατέληγαν σ’ αυτήν την αγάπη. Αυτή συνιστά το μέτρο, αυτή δίνει τον ρυθμό. Χωρίς την αγάπη, η όποια αρετή έχει τη στιφάδα της αυστηρότητας και της ξεραΐλας. Γίνεται αποκρουστική. Με την αγάπη όλα βρίσκουν τον ρυθμό τους και αποκτούν γλυκύτητα. Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν είχε και έχει αυτήν την γλυκύτητα: την παρουσία του ίδιου του Χριστού. Τον πλησιάζουμε και η καρδιά μας παρηγορείται και κατανύσσεται. Προσκυνούμε  τον ασκητή με τους μεγάλους ασκητικούς κόπους και νιώθουμε να μας βάζει στην αγκαλιά του πλαταίνοντας τη στενότητα της ψυχής μας. Νιώθουμε σαν παιδιά που τα έχει κοντά του ο αγαπημένος τους παππούς - το μυαλό μας είναι αδιάκοπα καρφωμένο στο πώς αντιμετώπισε τον φονιά του αδελφού του: τον φυγάδευσε και τον έσωσε από το απόσπασμα!

Ο υμνογράφος του φαίνεται να πανηγυρίζει την πλατειά αυτή αγκαλιά του. «Δεν γνώρισε τον Θεό που είναι αγάπη, όποιος δεν αγαπά τον εχθρό του, που τυχαίνει να είναι ο πλησίον του» υπενθυμίζει. Και: «Άκουσες, αγιότατε Πατέρα, τον διδάσκαλο Χριστό να λέει στο Ευαγγέλιο: από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας, οπότε σε κάθε ευκαιρία αναδείχτηκες έμπρακτα δόκιμος μαθητής Του».

Μακάρι μια τέτοια καρδιά να θερμάνει τις ψυχραμένες λόγω ανομιών δικές μας καρδιές, ώστε να νιώσουμε, έστω και ακροθιγώς, αληθινά Χριστούγεννα.

16 Δεκεμβρίου 2025

ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ… ΔΙΕΣΗ (#)!

Το βλέπαμε χρόνια τώρα, αλλά δεν είχε τύχει να το διευκρινίσουμε. Λέγαμε πως ήταν μία ιδιαιτερότητα του οικογενειακού γιατρού μας – ιεραποστολικού κυριολεκτικά ανθρώπου, με βαθιά γνώση της ιατρικής αλλά και με πλατειά καρδιά που ένιωθες πως σε αγκαλιάζει προσφέροντάς σου πάντοτε δύναμη και παρηγοριά -, ο οποίος όταν μας συνταγογραφούσε τα φάρμακα ξεκινούσε πάντοτε στο κέντρο της κορυφής του χαρτιού να βάζει το σχήμα της δίεσης. Ήλθε όμως κάποια στιγμή που τον ρωτήσαμε. Και μάθαμε και καταλάβαμε και τον δικαιολογήσαμε, αλλά και κυρίως συγκινηθήκαμε. Γιατί το απλό αυτό σύμβολο για τον γιατρό είχε από πίσω του μία ξεχωριστή ιστορία που απεκάλυπτε λίγο από το πνευματικό κόσμο του και το ύψος της οικογενειακής του παράδοσης. Κι αξίζει να το μεταφέρουμε.  

Ο πατέρας του γιατρού, γεννημένος στις αρχές του εικοστού αιώνα, ανήκε σε εύπορη οικογένεια αγροτών της Αιτωλικής γης. Το χωριό του μάλιστα ήταν από αυτά που «ξέκλιναν» από την «κανονική» πορεία των υπολοίπων χωριών της επαρχίας, δηλαδή όχι μόνο δεν ερημώθηκε όσο περνούσε ο καιρός, αλλά τόσο και αυξανόταν με δυναμική ανάδειξής του από χωριό σε δήμο! Την αγροτική ζωή ζούσε και εξασκούσε και ο πατέρας του γιατρού μέχρι περίπου την ηλικία των είκοσι χρόνων του. Οι αναζητήσεις όμως του νεαρού εικοσάχρονου φαίνεται πως ήταν βαθύτερες και πιο ουσιαστικές. Η ενασχόλησή του με τη γη, την οποία βεβαίως αγαπούσε πολύ, έβλεπε ότι δεν του καλύπτει την ανάγκη του για άμεση προσφορά και βοήθεια στον συνάνθρωπό του. Οραματιζόταν για τον εαυτό του τον ρόλο ενός κοινωνικού εργάτη, που η παρουσία του θα σχετιζόταν ιδιαιτέρως με τον άνθρωπο στη μεγαλύτερη ανάγκη του, την κατάσταση της αρρώστιας και του πόνου του, εκεί που οι καρδιές ανοίγονται και ψηλαφά κανείς με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το όριο που συναντιέται τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος όχι μόνο με τον συνάνθρωπό του, αλλά και με τον ίδιο τον Δημιουργό του.

Στην ευαισθησία του αυτή συνέτεινε ασφαλώς και η χριστιανική πίστη του. Ο Κώστας, ας τον ονομάσουμε έτσι, από οικογενειακή παράδοση αλλά και από προσωπική επιλογή ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας. Κυριακές, αλλά και μεγάλες γιορτές, βρισκόταν στον Ναό για να λατρέψει τον Χριστό του και να τιμήσει τους αγίους Του, ιδιαίτερα την Παναγία Μητέρα Του. Κι είχε καταλάβει πολύ καλά ότι η λατρεία προς τον Θεό αν δεν συνοδεύεται από το άνοιγμα προς τον συνάνθρωπο δεν έχει καμία σημασία. Οπότε, ασυνείδητα σχεδόν, ο προσανατολισμός του προς την κοινωνική προσφορά γινόταν μονόδρομος. Πρέπει να βοήθησε όμως στην επιλογή της Ιατρικής και κάποιος φίλος του, που διακατεχόταν από τις ίδιες μ’ εκείνον ευαισθησίες και σπούδαζε ήδη την ιατρική επιστήμη. Έδωσε λοιπόν εξετάσεις, πέρασε στην Ιατρική, κάποτε τελείωσε τις σπουδές του - πιο αργά είναι αλήθεια από το σύνηθες, γιατί όπως εξηγούσε αργότερα στον γιο του τον γιατρό, «εκείνα τα χρόνια του μεσοπολέμου γίνονταν αλλεπάλληλες αλλαγές στην κοσμική εξουσία, συνοδευόμενες σχεδόν πάντοτε από σφοδρές ταραχές, που έκλειναν και τα Πανεπιστήμια, οπότε μας έστελναν πίσω στα χωριά μας».

Τι έκανε λοιπόν ο γιατρός πια, πρώην αγρότης, Κώστας; Ξανοίχτηκε στην προσφορά στον συνάνθρωπο. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον καλεί και να μη σπεύδει να του δώσει αυτό που κατείχε πια και ως γνώση: τη θεραπεία της ιατρικής, αλλά πιο πολύ ίσως τη συμπαράστασή του, το άνοιγμα της καρδιάς του, το χαμόγελό του, το φιλάνθρωπο χέρι του για να του κτυπήσει προς ενίσχυση την πλάτη του. Κι είναι γνωστό πως πάρα πολλές φορές, για να μην πούμε πάντα, εκείνο που θέλει πρώτιστα ένας άρρωστος από τον γιατρό του είναι η… ανθρωπιά του, το βλέμμα της αγάπης του, η ελπίδα πως ό,τι κι αν έχει μπορεί να ξεπεραστεί, ακόμη και στις περιπτώσεις που τούτο φαντάζει σχεδόν αδύνατο! Κι ο γιατρός Κώστας όχι μόνο το ήξερε, αλλά το ζούσε. Και προχωρούσε και σε κάτι ακόμη που φανέρωνε τη διακριτικότητά του, αλλά και τη βαθιά πίστη του στον Θεό και την ισορροπία της δικής του ζωής. Σε κάθε συνταγογράφησή του έβαζε στην κορυφή του κέντρου της άγραφης ακόμη σελίδας το σύμβολο της… δίεσης (#)! Όχι όμως με πλάγιες γραμμές, αλλά με όρθιες!

«Γιατί, πατέρα;» ρώτησε κάποια ημέρα που το είδε ο γιος του, ο μετέπειτα γιατρός. «Γιατί ξεκινάς έτσι; Θέλεις ένα… σύμβολο του δικού σου ιατρικού… αποτυπώματος;» Κι η απάντηση ήταν εκείνη που συγκίνησε τον γιο του, που έκτοτε το ακολούθησε ως «αποτύπωμα» και της δικής του πορείας. «Όχι, παιδί μου. Δεν το κάνω από ένα… βίτσιο ή για να φανεί το «αποτύπωμά» μου όπως λες». «Αλλά;» «Είναι μία ομολογία, θα έλεγε κανείς, μία «προσευχή» αν θέλεις πες το, ότι ο γιατρός κάνει ό,τι μπορεί, αλλά πρώτα είναι η βοήθεια που έρχεται από τον Θεό. Αν πρόσεξες, οι κάθετες στη… δίεση που είπες, είναι πράγματι κάθετες, δεν είναι πλάγιες. Για να δείξω ότι πρώτα έρχεται στη θεραπεία του ασθενούς η βοήθεια από τον Θεό κι έπειτα από τα όποια φάρμακα. Ίσως θα λέγαμε μία δίεση που γίνεται…δέηση».

Συγκινημένος ο οικογενειακός γιατρός μας από την εξιστόρηση για τον πατέρα του και το… σύμβολό του μας αποχαιρέτησε κι έφυγε. Το χαρτί με τα φάρμακα το κρατήσαμε στα χέρια μας, αλλά σχεδόν πια ευλαβικά. Το σύμβολο της… δίεσης έστρεψε λίγο περίεργα τη σκέψη μας και στα Χριστούγεννα: ο Θεός που έγινε άνθρωπος. «Πρώτα ο Θεός κι έπειτα τα φάρμακα». 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΓΑΙΟΣ

«Ο προφήτης Αγγαίος καταγόταν από τη φυλή Λευί. Γεννήθηκε στη Βυβυλώνα κατά την εκεί αιχμαλωσία του Ισραηλιτικού λαού (586-538 π.Χ.). Νέος ακόμη ήλθε από τη Βαβυλώνα στα Ιεροσόλυμα και προφήτευσε μαζί με τον προφήτη Ζαχαρία επί τριάντα έξι έτη. Προανήγγειλε και αυτός τη σάρκωση του Χριστού, τετρακόσια εβδομήντα έτη πριν τη Γέννησή Του, ενώ φανερά προφήτευσε για την επιστροφή του λαού από την αιχμαλωσία. Είδε μάλιστα και ένα μέρος από την οικοδομή του νέου ναού που έκτισαν οι επανακάμψαντες Ισραηλίτες. Πέθανε και ετάφη πλησίον των ιερέων, όπως αυτοί, ένδοξα, διότι και αυτός ήταν από γένος ιερατικό. Ήταν γηραιός πολύ, αξιοσέβαστος λόγω της ηλικίας του, πασίγνωστος για την αρετή του, αγαπώμενος  από όλους και τιμώμενος ως ένδοξος και μέγας προφήτης. Το όνομά του ερμηνεύεται Εορτή ή εορταζόμενος».

Με τον προφήτη Αγγαίο βρισκόμαστε στο κλίμα της πρώτης αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο, την Παλαιά Διαθήκη: εκεί που ο Θεός προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό Του ως ανθρώπου. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τόση σημασία για την Εκκλησία μας, όχι βεβαίως διότι καταγράφει την Ισραηλιτική ιστορία – αυτό θα ενδιέφερε πρώτιστα τους Ισραηλίτες – αλλά διότι προφητεύει την Καινή Διαθήκη∙ τον ερχομό του Χριστού. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή είναι σαφώς προσανατολισμένη προς την Καινή, και μόνον κάτω από την οπτική αυτή μπορεί να κατανοήσει κανείς και τη σημασία της. Με άλλα λόγια ο χριστολογικός χαρακτήρας της φανερώνει και την ισότιμη θέση της προς την Καινή, γι’ αυτό και Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται τόσο η Παλαιά, όσο και η Καινή Διαθήκη. Ο ίδιος ο Κύριος με σαφήνεια το έδειξε, όταν μεταξύ άλλων είπε πως «ό,τι έγραψε ο Μωυσής και οι προφήτες για Εμένα το έγραψαν».

Τον χριστολογικό χαρακτήρα των προφητειών του προφήτου Αγγαίου καταγράφει και ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης. Πολλοί από τους ύμνους της ακολουθίας του αναφέρονται ακριβώς στο γεγονός ενανθρωπήσεώς Του, της ενσάρκου οικονομίας Του. «Προφητεύεις τη σωτήρια απολύτρωση για όλους τους ανθρώπους» σημειώνει μεταξύ άλλων∙ «Χριστέ, υπέδειξες στον προφήτη σου τον έμψυχο ναό που φτιάχτηκε για σένα από Παρθένο» τονίζει αλλού∙ κι ακόμη: «Θεόπτη προφήτη Αγγαίε, προανήγγειλες με φανερό τρόπο ότι θα φανερωθεί ο άναρχος Λόγος στους εσχάτους χρόνους». Έτσι ενώ με τον προφήτη Αγγαίο μεταφερόμαστε αρκετούς αιώνες προ Χριστού, με τις εν Πνεύματι Αγίω προφητείες του («Θείω Πνεύματι πεφωτισμένην την διάνοιαν έχων, προφήτα») πατάμε και πάλι στο έδαφος της Καινής, βλέποντας μαζί του τη Γέννηση του ίδιου του Κυρίου μας.

Ο προφήτης Αγγαίος «δέθηκε» με την επάνοδο των συμπατριωτών του από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος και με την ανοικοδόμηση του νέου, λόγω καταστροφής του παλαιοτέρου από τους Βαβυλωνίους,  ναού των Ιεροσολύμων. Το διπλό αυτό «δέσιμο» προβάλλεται κατά κόρον από τους ύμνους της Εκκλησίας μας, με συνεπή αναγωγή τους όμως και στην πνευματική ζωή των χριστιανών. Τι εννοούμε; Ο άγιος υμνογράφος αφενός την απελευθέρωση των Ιουδαίων την παίρνει ως αφορμή για να αναφερθεί και στην απελευθέρωση των ίδιων των χριστιανών από τη δική τους «βαβυλώνια» αιχμαλωσία: τα δίκτυα του διαβόλου, με την παρουσία του Χριστού («Σωτήρα Κύριε, από τον κατώτατο βυθό της αμαρτίας που ήταν αιχμαλωτισμένος ο άνθρωπος επί μακρόν τον ανύψωσες και τον ελευθέρωσες, και τον οδήγησες πάλι ως φιλάνθρωπος προς την άνω Πόλη, τη Βασιλεία Σου»), αφετέρου την ανοικοδόμηση του ναού που κήρυσσε ο προφήτης την χρησιμοποιεί ως μέσον για να τονίσει και ότι ο ίδιος ο προφήτης έγινε ναός του Θεού («Ο Θεός που κατοικεί στα ουράνια και γεμίζει όλη την οικουμένη σε φανερώνει ναό αγιωσύνης, προφήτη») και ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε ναός του αγίου Πνεύματος που καλούμαστε να το επιβεβαιώνουμε διαρκώς στην καθημερινότητά μας («μακάριε Προφήτη, αξίωσέ μας να γίνουμε ναοί του ζωντανού Θεού»).

15 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

«Ο άγιος Ελευθέριος ήταν από την πόλη της Ρώμης, πολύ νέος στην ηλικία, ορφανός από πατέρα, που είχε μόνη τη μητέρα του, στο όνομα Ανθία, η οποία είχε κατηχηθεί στην πίστη του Χριστού από τον άγιο απόστολο Παύλο. Οδηγήθηκε από αυτήν στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών. Κατά το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του χειροτονείται διάκονος, κατά το δέκατο όγδοο πρεσβύτερος, στο δε εικοστό προχειρίζεται επίσκοπος του Ιλλυρικού, ενώ προηγουμένως είχε κάνει πολλά θαύματα λόγω της μεγάλης αρετής του. Επειδή όμως, με τη διδασκαλία του, μετέστρεφε πολλούς προς την πίστη του Χριστού, ο βασιλιάς Αδριανός στέλνει και τον καλεί. Κι όταν εκείνος διακήρυξε  ενώπιόν του ότι ο Χριστός είναι Θεός των όλων, δίνει προσταγή να τον βάλουν σε χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν από κάτω σωρό φωτιάς. Έπειτα να τον βάλουν σε σχάρα που είχε εκκαυθεί πάρα πολύ, και πάλι σε πυρωμένο τηγάνι, γεμάτο από λάδι και στέαρ και πίσσα. Με τη χάρη όμως και τη δύναμη του Χριστού φυλάσσεται από όλα αβλαβής. Έπειτα κατασκευάζεται κλίβανος, με τη συμβουλή του επάρχου Κορέμμονος, έχοντας από τη μία και την άλλη πλευρά μυτερούς οβελίσκους. Στον κλίβανο αυτόν εισέρχεται πρώτος ο ίδιος ο Κορέμμων, αφού γέμισε από άγιο Πνεύμα και ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός. Από αυτόν εξήλθε αβλαβής και του έκοψαν το κεφάλι. Ο άγιος Ελευθέριος ρίχτηκε στο τηγάνι, αλλά βγήκε σώος, γιατί σβήστηκε η φλόγα. Έπειτα φρουρείται και δένεται σε άρμα, που το τραβούσαν άγρια άλογα. Λύθηκε όμως από αγγέλους, που τον οδήγησαν σε όρος υψηλό, όπου έζησε μαζί με τα άγρια ζώα, τα οποία εξημερώνονταν, καθώς ο άγιος τους έλεγε λόγια του Θεού. Αργότερα νουθέτησε τους στρατιώτες που έστειλαν να τον συλλάβουν και τους βάπτισε μαζί με άλλους, περίπου πεντακόσιους, που πίστεψαν στον Χριστό. Οδηγήθηκε κάποια στιγμή προς τον βασιλέα και ρίχτηκε στα θηρία να τον φάνε, αλλά διαφυλάχθηκε σώος, οπότε φονεύεται από δύο στρατιώτες που επέπεσαν πάνω του, με προσταγή του ηγεμόνα. Η δε μητέρα του Ανθία, αφού αγκάλιασε το νεκρό σώμα του αγίου και το ασπαζόταν, φονεύεται και αυτή με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του, πλησίον του Ξηρολόφου».

 Εν πρώτοις, πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά, θα πρέπει να επισημάνουμε μία παραδοξότητα: την υπέρβαση οποιουδήποτε κανόνα της Εκκλησίας σχετικά με την είσοδο του αγίου Ελευθερίου και την εξέλιξή του στους βαθμούς της ιερωσύνης. Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος Ελευθέριος κλήθηκε από την Εκκλησία να γίνει διάκονος σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, προήχθη σε επίσκοπο. Όταν κανείς γνωρίζει ότι οι ηλικίες που διαμορφώθηκαν, τα μετέπειτα βεβαίως χρόνια, για τους βαθμούς της ιερωσύνης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες – η Εκκλησία μας καθόρισε ότι στα εικοσιπέντε του χρόνια κάποιος μπορεί να γίνει διάκονος για παράδειγμα – κοντοστέκεται, γιατί βλέπει ότι ενώπιον του αγίου Ελευθερίου η ίδια η Εκκλησία κινήθηκε με έναν εντελώς ελεύθερο τρόπο, δηλαδή με τον χαρισματικό τρόπο που καθορίζει το Πνεύμα του Θεού, που «πνει όπου θέλει», ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δέσμευση ηλικίας και φύσεως. Και το γεγονός τούτο συγκινεί ιδιαίτερα, διότι φανερώνει ότι η Εκκλησία μας δεν δεσμεύεται από κανέναν νόμο κανονιστικό, όταν βλέπει την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Για την Εκκλησία μας η σημαντικότερη κανονιστική αρχή είναι αυτή που εξήγγειλε ο ίδιος ο αρχηγός Της: «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον».

 Γιατί όμως; Τι ήταν εκείνο που έκανε την Εκκλησία την εποχή εκείνη, να θέσει «επί την λυχνίαν επισκοπής» ένα νεαρό παλληκάρι, έφηβο ακόμη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη και υπονοήθηκε και προηγουμένως: η πνευματεμφορία του αγίου Ελευθερίου. Ο άγιος Ελευθέριος, όπως σημειώνουν μάλιστα και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, «εκ θείου Πνεύματος λαβών της σοφίας τον πλούτον, μιμητής ανεδείχθη των Αποστόλων». Η αγιασμένη του ζωή, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι εκ βρέφους αποδείχθηκε «καθαρά μυροθήκη του Πνεύματος» υπήρξε η προϋπόθεση, προκειμένου να λάβει «την προσθήκην του Πνεύματος» διά της ιερωσύνης, την οποία κατέστεψε και με το στεφάνι του μαρτυρίου.

Πώς φανερωνόταν η παρουσία του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του; Μα, πρώτα από όλα, με εκείνο που ο ίδιος ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως καρπό του Πνεύματος: τις αρετές. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Ο άγιος Ελευθέριος ήταν πλήρης αρετών. «Των αρετών το τερπνόν καταγώγιον» τον ονομάζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας. Κι έπειτα, με τα πάμπολλα θαύματα τα οποία επιτελούσε, και εξακολουθεί βεβαίως και επιτελεί. Θαύματα που αποδείκνυαν την παρρησία την οποία είχε και έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος ήθελε και θέλει να προσφέρει τη χάρη Του μέσω του ταπεινού αγίου Του. Κι εκεί που κατεξοχήν θεωρείται μέχρι σήμερα ο προστάτης και ο ευεργέτης, είναι στις επίτοκες γυναίκες, τις έγκυες, οι οποίες πάντοτε τον επικαλούνταν, προκειμένου να φτάσουν να «ελευθερωθούν» με τον καλύτερο τρόπο. Την παραπάνω αλήθεια επισημαίνει και ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας: «Φροντίζοντας, πάτερ, τις επίτοκες γυναίκες, δίνεις ελευθερία σ’ αυτές, που έρχονται προσκυνήτριες στον Ναό σου. Και έκανες καλοτάξιδους πάλι εκείνους που σε παρακάλεσαν θερμά, όπως και στους ασθενείς δίνεις την υγεία, λάμποντας έτσι με τα θαύματα».

Πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο αγιασμού ο άγιος Ελευθέριος, με αποτέλεσμα να χαριτωθεί τόσο πολύ από τον Θεό; Βεβαίως, με τη νόμιμη άσκησή του. Από μικρός, «εκ νεότητος» «ως ο Σαμουήλ», κατενόησε ότι εκείνο που εμποδίζει την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου είναι τα πάθη του. Γι’ αυτό και αποδύθηκε σε ασκητικούς αγώνες εξαλείψεως των παθών αυτών, καλύτερα: μεταστροφής τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή, σε αγάπη του Θεού και σε αγάπη του ανθρώπου.   Στον αγώνα αυτόν είχε συνεργό βεβαίως τον ίδιο τον Κύριο, αφού χωρίς Αυτόν «ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν», αλλά και ο ίδιος προσανατόλισε ολοκληρωτικά τον νου και την καρδιά του σ’  Εκείνον, έχοντας μάθει από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι μόνον όποιος έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ύπαρξής του στον Θεό μπορεί και πράγματι να βρει τον Θεό και να Τον κάνει κάτοικο της ψυχής και του σώματός Του. Κατά τον υμνογράφο του, ο άγιος «προσήλωσε ολοκληρωτικά τον νου του στο ωραιότατο κάλλος του θείου εραστή, του Χριστού, και πληγώθηκε από τον γλυκό του έρωτα». Πράγματι: η ταλάντευση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, η «διψυχία» που λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, συνιστά ακαταστασία, που το μόνο που φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου είναι η ταραχή. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο άγιος Ελευθέριος λοιπόν δεν «έπαιζε» με την πίστη του: αγάπησε με πάθος τον Κύριο, προσκολλήθηκε σ’  Αυτόν, γι’  αυτό και δέχτηκε τόσο πλούσια τη δύναμή Του, δύναμη τέτοια ώστε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη του. «Προσκολλήθηκες στον Θεό με καθαρότατο νου, ήδη από τη νεότητά σου, και απομάκρυνες την ψυχή σου από το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα, οπότε και απέκτησες πλούσια την άφθονη χάρη των θαυμάτων».

 Δεν μπορούμε βεβαίως  να μην επισημάνουμε και τη βοήθεια που του παρέσχε ο πνευματικός του πατέρας, ο άγιος Ανίκητος, πάπας Ρώμης. Αν έμαθε από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι σκοπός της ζωής είναι να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού και ότι αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση κατά των παθών, το έμαθε, γιατί ακριβώς καθοδηγήθηκε σωστά. Πέραν της βοήθειας σ’ αυτό από την ίδια τη μητέρα του – μαθήτρια του αποστόλου Παύλου – ο άγιος Ανίκητος ήταν εκείνος που τον μύησε στην πνευματική αυτή Παράδοση. Ο ίδιος υπήρξε φορέας αυτής, γι’  αυτό και είχε τη δυνατότητα να την μεταγγίσει στο νεαρό βλαστάρι της πίστεως, τον άγιο Ελευθέριο. Έτσι ο άγιός μας ευλογήθηκε από τον Θεό να μάθει την Παράδοση όχι από βιβλία και διαλέξεις, αλλά από ζωντανή πηγή, από τη συναναστροφή του με αγίους. Κατά τον συναξαριστή του, όπως είδαμε: «Οδηγήθηκε από τη μητέρα του στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών».

Ο άγιος Ελευθέριος προσανατολίζει και εμάς σήμερα στην ίδια με αυτόν ζωή, ζωή στην πραγματικότητα του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Και μας καλεί, δεόμενος υπέρ ημών, σε απελευθέρωση από τα πάθη μας. Όπως το θέτει και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυς Ελευθέριε, ελευθέρωσέ με τώρα, με τις ευφρόσυνες ικεσίες σου στον Κύριο, εμένα που είμαι υποδουλωμένος στη μαυρίλα των παθών». Είθε με τις πρεσβείες του αγίου να φτάσουμε κι εμείς σ’  αυτήν την απελευθέρωση, που μας καταξιώνει ως ανθρώπους και μας ανοίγει τη Βασιλεία του Θεού ήδη από τη ζωή αυτή.