12 Ιουνίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ

«Ο όσιος Ονούφριος ήταν από την Αίγυπτο και ζούσε σε κοινόβιο που βρισκόταν στην Ερμούπολη Θηβών. Όταν άκουσε τον βίο του προφήτη Ηλία και του αγίου Προδρόμου, άφησε το κοινόβιο και κατοίκησε στην έρημο επί εξήντα χρόνια, χωρίς να έχει δει καθόλου άνθρωπο. Τον όσιο Ονούφριο βρήκε ο μέγας Παφνούτιος, τότε που προχώρησε στα ενδότερα της ερήμου, προκειμένου να ευλογηθεί από άγιους άνδρες. Αφού είχε διανύσει λοιπόν ο Παφνούτιος δεκαεπτά ημέρες και έφτασε στον τόπο που ζούσε ο άγιος, τον πλησίασε και παρακάλεσε να του πει το όνομά του και να του εξηγήσει όλα τα σχετικά με τη ζωή του. Πράγματι τα έμαθε και αργότερα τα διηγήθηκε στους ασκητές μοναχούς, όχι μόνο γι᾽ αυτόν τον θεοφόρο Πατέρα Ονούφριο, αλλά και για άλλους, τους οποίους προχωρώντας βρήκε στην έρημο.

Τότε μάλιστα, όταν παρευρισκόταν ο Παφνούτιος εκεί, επειδή ο όσιος Ονούφριος εκδήμησε προς τον Κύριο, έσκισε το ένδυμά του σε δύο μέρη, και το ένα το έριξε πάνω στο άγιο λείψανο (διότι ήταν γυμνό, καλυπτόμενο από μόνες τις λευκές τρίχες), ενώ το άλλο το κράτησε για τη δική του κάλυψη. Θάβει λοιπόν το άγιο λείψανο σ᾽ αυτόν τον τόπο, κι αμέσως η καλύβα κατέπεσε και ο φοίνικας ξεράθηκε και το νερό χάθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο ευκτήριό του, που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Αλυπίου».

Για έναν μεγάλο ασκητικό Πατέρα σαν τον όσιο Ονούφριο δεν περιμένει κανείς κάτι άλλο από αυτό που κάνει η υμνολογία της ημέρας: να τονίζει την ασκητική του διαγωγή, τις αρετές του, τη διαρκή αναγωγή του στον Θεό, και μάλιστα στην έρημο που είχε καταφύγει. Πράγματι λοιπόν το πρώτο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος για τον μεγάλο Ονούφριο είναι η απόσυρσή του από την κοινωνία του κόσμου πρώτα και του κοινοβίου έπειτα, σε ερημική τοποθεσία, ώστε μόνος μόνω Θεώ να λατρεύει ακατάπαυστα Εκείνον. Κι αυτό γιατί; Διότι έστω και σε κοινόβιο ευρισκόμενος ζούσε πολλές φορές τη σύγχυση που προκαλεί η συναναστροφή με τους άλλους. «Πατέρα θεόφρον Ονούφριε, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την κοσμική σύγχυση και ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα» (στιχηρό εσπερινού). Ποια η αιτία της επιθυμίας του για πλήρη απομόνωση; Όχι βεβαίως ο δαιμονικός εγωισμός που δεν ανέχεται την παρουσία άλλων, αλλά ο πλούτος της αγάπης προς τον Θεό, η οποία κινεί τον άγιο άνθρωπο να μένει εντελώς απερίσπαστος στη λατρεία του Θεού. «Ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα, γιατί πόθησες την ίδια την πηγή των αγαθών, κι έφτασες αυτό το αληθινά αγαθό, τον Θεό» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στον ζυγό του Χριστού, Ονούφριε, γιατί ποθούσες να συναναστρέφεσαι Αυτόν μόνος σου σε άβατες ερήμους και να νιώθεις την τρυφή από το κάλλος της θείας δόξης Του» (ωδή γ´).

Χρειάζεται ιδιαιτέρως να επιμείνουμε σ᾽αυτήν την ερημική απόσυρση του οσίου. Διότι ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι μπορεί κι αυτός να κάνει το ίδιο, αν θέλει να βρει τον Θεό. Ο όσιος Ονούφριος, το εξηγήσαμε, εξήλθε από τον κόσμο πηγαίνοντας σε κοινόβιο. Κι αφού έμεινε εκεί αρκετά χρόνια ασκούμενος μαζί με άλλους, κινήθηκε από την αγάπη του Θεού για πλήρη μόνωση, έχοντας ως παράδειγμα τους αγίους προφήτες Ηλία και Ιωάννη Πρόδρομο («την Ιωάνου γαρ και Ηλιού εζήλωσας πολιτείαν, παμμάκαρ Ονούφριε») (ωδή ς´).  Αυτή είναι η κανονική πορεία: πρώτα εισέρχεται κανείς σε κοινόβιο κι έπειτα, αν νιώσει την κλήση του Θεού, ζητεί ευλογία για μεγαλύτερη μόνωση. Διότι αν κανείς, χωρίς να έχει αντιπαλέψει τα πάθη του σε σχέση με τους άλλους, χωρίς δηλαδή να έχει ῾στρογγυλοποιηθεί᾽ στον χαρακτήρα του, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες – η ῾στρογγύλευση᾽ αυτή γίνεται μόνον όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους – απλώς στην έρημο θα μεταφέρει τα πάθη του και θα εμπαίζεται από τον διάβολο.

Ο όσιος Ονούφριος λοιπόν αποσύρθηκε στην έρημο, διότι η σχέση του με τους άλλους τον είχε οδηγήσει ήδη σε εκείνη την πνευματική καλή κατάσταση της αγάπης, ώστε να ποθεί τη μεγαλύτερη ένωση με τον Θεό. Κι η ένωση αυτή επιβεβαιώθηκε ως αληθινή από το γεγονός ότι πλούτισε τόσο σε αγάπη προς τον Θεό, ώστε η αγάπη του προς τον συνάνθρωπο – η αγάπη προς τον συνάνθρωπο είναι η απόδειξη της αγάπης προς τον Θεό – να φτάνει μέχρι βαθμού θυσίας γι᾽ αυτόν. Ο άγιος υμνογράφος σε έκσταση σχεδόν ευρισκόμενος μπροστά στο μέγεθος αυτής της διπλής αγάπης του οσίου, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, κραυγάζει: «Και την εντολή να δίνει κανείς τον ένα χιτώνα του, όταν έχει δύο, πάτερ, εσύ την ξεπέρασες, γιατί τα έδωσες όλα και έμεινες γυμνός εντελώς» (στίχοι συναξαρίου). Στον οίκο δε του κοντακίου πράγματι ξεσπά: «Ω αγάπη, το υπέρλαμπρο φως! Ω η ανακεφαλαίωση όλων των αρετών! Αυτή που γεμίζει πάντοτε τα ουράνια τάγματα από ευφροσύνη και χάρη. Αυτή που ενοίκησε στους αγίους: τους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Αποστόλους».

Είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο ασκητικός Πατέρας, με τόση σκληρή ασκητική ζωή φτάνει σε τέτοια ευαισθησία καρδιάς και τέτοια αγάπη. Συνήθως οι απομονωμένοι άνθρωποι αποκτούν μία σκληρότητα στη συμπεριφορά τους. Αλλά αυτό συμβαίνει σε κοσμικούς ανθρώπους ή σε ασκητές άλλων θρησκειών. Ο χριστιανός ασκητής, σαν τον μέγα Ονούφριο, ασκητεύει, γίνεται σκληρός αλλά μόνον ως προς τον εαυτό του. Με σκοπό, υποτάσσοντας τα πάθη του και τα ενεργήματα του διαβόλου, να μαλακώσει στην καρδιά και να γίνει κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος και όλης της αγίας Τριάδος. Συνεπώς η αγάπη του Θεού γίνεται αγάπη και δική του. «Απομάκρυνες μεν τον εαυτό σου από τον κοσμικό τρόπο ζωής, όσιε, ζώντας όμως στις ερημιές έλαβες τον ουράνιο άρτο. Διότι είχες τον Χριστό ως σιτοδότη σου» (ωδή ζ´). «Επειδή επιθυμούσες την ουράνια μακαριότητα, θεώρησες, θεσπέσιε, ως τρυφή την εγκράτεια, την πτωχεία ως πλούτο, την ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως δόξα» (απόστιχο εσπερινού). Αυτή είναι η πνευματική άσκηση: τα παρακλάδια της ουσίας της αμαρτίας (που είναι ο εγωισμός), τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, να τα μεταποιεί ο πιστός με τη χάρη του Θεού σε παρακλάδια της ίδιας της ενέργειας της Θεότητας (που είναι η αγάπη), δηλαδή σε εγκράτεια, σε ακτημοσύνη και πτωχεία, σε ταπείνωση.

Κι αξίζει να κάνει κανείς το παρακάτω σχόλιο, μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής άσκησης του οσίου, εξαφορμής  ενός και πάλι αποστίχου του εσπερινού. «Απαρνήθηκες, θεόσοφε, κάθε ηδυπάθεια καταπιέζοντας το σώμα σου, με το να πικραίνεις την αίσθηση με τους κόπους της εγκράτειας και της σκληραγωγίας, και με την υπομονή των πειρασμών και την καρτερία των περιστάσεων». Έχουν επισημάνει οι ιατροί με διάφορες έρευνές τους ότι ο καρκίνος που κατατρώγει το σώμα του ανθρώπου τρέφεται από τις ζάχαρες και τα εν γένει γλυκίσματα. Αντιθέτως, η λήψη πικρών ουσιών από τον άνθρωπο προλαμβάνει πολλές φορές την ανάπτυξη του καρκίνου, συχνά δε τον καταπολεμά. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα, συμβαίνει και στην ψυχή. Η στροφή του ανθρώπου στις διάφορες ηδυπάθειες, στην καλλιέργεια δηλαδή της φιληδονίας, αυξάνει τον εγωισμό, δηλαδή την ουσία της αμαρτίας, άρα κάνει τον άνθρωπο έρμαιο του διάβολου και έρημο της χάρης του Θεού. Αντιθέτως, η στροφή του στην πικρότητα της εγκράτειας και της σκληραγωγίας,  ό,τι δηλαδή επισημαίνει και το τροπάριο για τον όσιο Ονούφριο, οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση της φιληδονίας και τον καθιστά καλό έδαφος για την παρουσία  της χάρης του Θεού, συνεπώς της αληθινής αγάπης. Ο άγιος υμνογράφος θα χαιρόταν ιδιαιτέρως αν ζούσε στις ημέρες μας, που και η ίδια η ιατρική επιστήμη επιβεβαιώνει στο επίπεδο του σώματος ό,τι συμβαίνει και στην ψυχή. 

11 Ιουνίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ

«Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας».

Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: «Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού» (κάθισμα όρθρου). «Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού» (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ εξαίρει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα» (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος (εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας» (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας» (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). «Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών» (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο άγιος Εδέσσης υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: «Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου» (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν μητροπολίτης Αργολίδος, ο οποίος κατέστησε τη Μητρόπολή του νέο κέντρο τιμής του αγίου) έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. «Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ» (ωδή θ´ κ.α.).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑΣ

«Ο άγιος Βαρθολομαίος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξε στους Ινδούς – τους επικαλουμένους «Ευδαίμονες» - και τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. Τον οδήγησαν σε σταυρικό θάνατο στην Αλβανούπολη και τελειώθηκε ένδοξα. Στη συνέχεια τον έριξαν στη θάλασσα μέσα σε λάρνακα από μόλυβδο. Η Θεία Πρόνοια όμως δεν επέτρεψε να βυθιστεί το μαρτυρικό άγιο λείψανό του και το έφερε μέχρι τη Σικελία, στη νήσο Λίπαρη, όπου και το φανέρωσε στους πιστούς, οι οποίοι και τον έθαψαν. Η τιμία σορός του, ως ένα είδος πηγής, επιτελούσε πολλά θαύματα και όσοι προσέρχονταν με πίστη σ’ αυτήν  θεραπεύονταν άμεσα από οποιοδήποτε νόσημά τους, οπότε και επανέρχονταν σπίτι τους με χαρά και ευφροσύνη.

Ο άγιος Βαρνάβας που ονομάζεται και Ιωσής σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου κι έγινε φίλος και συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου. Το όνομά του Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως», υιός παρηγοριάς και δύναμης δηλαδή, και ανήκοντας οικογενειακά στη φυλή Λευί των Ιουδαίων γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο της Κύπρου. Ο άγιος Βαρνάβας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού πρώτα στα Ιεροσόλυμα κι έπειτα στη Ρώμη και στην Αλεξάνδρεια. Βρέθηκε πάλι στην Κύπρο, όπου Ιουδαίοι και Έλληνες λόγω της χριστιανικής δράσεώς του τον λιθοβόλησαν και τον έριξαν σε φωτιά να καεί. Ο ανιψιός του Μάρκος, ο απόστολος και ευαγγελιστής, συνέλεξε τα λείψανά του και τα έθεσε σε σπήλαιο, οπότε και εξέπλευσε προς την Έφεσο, όπου ήταν εκεί ο αδελφικός φίλος του Βαρνάβα Παύλος, στον οποίο και ανήγγειλε το μαρτυρικό τέλος του. Ο Παύλος έκλαυσε τον φίλο του για πολύ. Λέγεται ότι ο Βαρνάβας τάφηκε μαζί με το ευαγγέλιο του Ματθαίου που αντέγραψε με τα χέρια του, το οποίο και βρέθηκε αργότερα μαζί με το αποστολικό σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί της Κύπρου πήραν ως προνόμιο να μην υπόκειται το νησί τους σε κάποιον από τους άλλους επισκόπους, αλλά η χειροτονία να γίνεται από τον δικό τους επίσκοπο».

Διπλή η προσέγγιση των αγίων μεγάλων αποστόλων του Κυρίου, Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη. Προσέγγιση μεμονωμένη για τον καθένα, προσέγγιση κοινή και για τους δύο. Ποιο το κοινό που τους ενώνει;  Ασφαλώς το γεγονός ότι και οι δύο είναι άμεσοι απόστολοι και μαθητές του Κυρίου:  ο Βαρθολομαίος ανήκοντας στους δώδεκα, ο Βαρνάβας ανήκοντας στους εβδομήκοντα μαθητές Του. Συνεπώς και οι δύο κλημένοι από Εκείνον, κατά τη ρήση Του:  «δεν με εκλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας εξέλεξα για μαθητές μου»˙ όπως και οι δύο μέτοχοι της φλόγας του Παναγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής˙ κι ακόμη: και οι δύο σταλμένοι από τον Κύριο να κηρύξουν σε όλη την κτίση το άγιο ευαγγέλιό Του, μένοντας πιστοί σ’ αυτό «ἄχρι θανάτου» - μαρτυρικό το τέλος και των δύο.

Η εκτίμηση του αγίου Θεοφάνους στο δοξαστικό των αίνων του όρθρου είναι ό,τι καλύτερο για τους γνήσιους μαθητές του Κυρίου: αποτελούν με την απόλυτη ένωσή τους μαζί Του τα ζωντανά και εύφορα κλήματα που φέρουν τον ώριμο και ωραίο καρπό, εκείνο το σταφύλι που το τρώνε οι πιστοί και ευφραίνονται με τη γεύση του – οι άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας πλήρως ταυτισμένοι με τον Κύριο και «ανοικτοί» στον χυμό και τη ζωή Του βεβαίωσαν την αλήθεια αυτή με το κήρυγμά τους και τη θυσία τους που μεταποιήθηκε σε εμπειρία και γεύση και ζωή για τους υπόλοιπους πιστούς. «Όπως προείπε στα Ευαγγέλια η σοφία του Θεού, δηλαδή ο Χριστός ο αιώνιος Λόγος του Πατρός: εσείς είστε, πανεύφημοι απόστολοι, τα εύφορα κλήματα που φέρετε στα κλαδιά σας το ώριμο και ωραίο σταφύλι. Αυτόν τον καρπό τρώμε οι πιστοί και με τη γεύση του ευφραινόμαστε. Βαρθολομαίε θεόληπτε και Βαρνάβα υιέ παρακλήσεως, εκτενώς πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών μας».

Πέραν του κοινού της ζωής τους όμως, ο άγιος ποιητής επισημαίνει και τα ιδιαίτερα σημεία τους.

Ο άγιος Βαρθολομαίος πρώτον: είχε την ξεχωριστή ευλογία να ανήκει στον στενό κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον ποιητή, ότι γνώρισε τον Κύριο κατά τρόπο «πρωτουργό» και εντελώς άμεσο. «Συναναστράφηκες κατά μοναδικό και άμεσο τρόπο, «πρωτουργῶς», το άκτιστο φως, τον Χριστό δηλαδή που φάνηκε ως άνθρωπος, απόστολε, καθώς ζούσες διαρκώς μαζί Του και φωτιζόσουν από τις θείες ακτίνες Του» (ωδή ε΄). Γι’ αυτό και «ὡς αὐτόπτην καί διάκονόν» Του (ωδή θ΄) τον απέστειλε «ως ακτίνα Του σε όλον τον κόσμο για να διώχνει το σκοτάδι της αθεΐας και να φωτίζει τους ευρισκομένους στην άγνοια του Θεού» (στιχ. εσπ.). Στο έργο αυτό της αποστολής ο άγιος ποιητής διακρίνει δύο παραμέτρους: ο άγιος Βαρθολομαίος, φέροντας το πυρ του Παρακλήτου (ωδή α), λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως δροσιά του Θεού που φέρνει την πνευματική ίαση στους ανθρώπους (ωδή ε΄): «Ὡς δρόσος Θεοῦ, τοῖς ἀνθρώποις ἴαμα κομίζουσα ἐν τῷ κόσμῳ πέφηνας, ὦ Βαρθολομαῖε» - η παρουσία του αποστόλου είναι πάντοτε θεραπευτική μέσα στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που «καίγεται» κυριολεκτικά από τα πάθη του ο γνήσιος μαθητής του Κυρίου έρχεται όχι να ρίξει «λάδι στη φωτιά», να επιτείνει τη φλόγα και την οδύνη, αλλά να είναι το ίαμα και η αναψυχή. Θυμίζει την παρουσία του αγγέλου του Θεού που δρόσιζε τους τρεις παίδες μέσα στο καμίνι που καίγονταν.

Κι επιπροσθέτως: ο απόστολος Βαρθολομαίος είναι από τα θεμέλια της Εκκλησίας, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του Κυρίου – η βασικότατη αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο Κύριος συνιστά τον βασικό και κεντρικό θεμέλιο λίθο, ενώ οι μαθητές Του είναι οι υπόλοιποι θεμέλιοι λίθοι. Κι εδώ έχουμε μία ωραία ερμηνεία του αγίου Θεοφάνους που αποτελεί συμβολή στη θεολογική κατανόηση του όρου «λίθος θεμέλιος» για τους αποστόλους. «Ὡς λίθος πανάγιος, Βαρθολομαῖε, ἁγνῶς κυλιόμενος τῆς πλάνης τό ὀχύρωμα εὐτόνως κατέστρεψας˙ τῆς Ἐκκλησίας δέ, ἄρρηκτος θεμέλιος φανείς, διαφυλάττεις ταύτην ἀκράδαντον» (ωδή ζ΄). Δηλαδή: Σαν πανάγιο λιθάρι, Βαρθολομαίε, που κυλιότανε με τρόπο ιερό, κατέστρεψες με δύναμη το οχύρωμα της πλάνης. Από την άλλη, επειδή φάνηκες θεμέλιο σκληρό και άθραυστο της Εκκλησίας, διαφυλάσσεις αυτήν σταθερή. Αυτό είναι το έργο του αποστόλου του Χριστού. Σταλμένος από τον Κύριο και δρώντας «ἁγνῶς», με τρόπο ιερό και άγιο, όχι εμπαθώς και με αγριότητα παθών δηλαδή: που θα πει «σταυρωμένα» εν αγάπη, προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή της πλάνης – η σταυρωμένη αγάπη συνιστά τη μεγαλύτερη δύναμη για να ξεθεμελιωθεί το όποιο κακό. Και βεβαίως, η μέχρι θανάτου στάση πίστεως και αγάπης  αυτή διατηρεί ακλόνητη και σταθερή την Εκκλησία: είναι η μετοχή του πιστού στον μονίμως Εσταυρωμένο Κύριο, την κεφαλή της Εκκλησίας – «καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Ο άγιος Βαρνάβας έπειτα: Έχοντας αφήσει τη σκιά του Ιουδαϊκού νόμου μεταστρέφεται στη χριστιανική πίστη. Γιατί; Διότι είναι «ἐχέφρων», μας λέει ο άγιος Θεοφάνης. «Εγκατέλειψες τη σκιά του νόμου ως άνθρωπος με μυαλό, κι έτσι ζεις μέσα στη χάρη, θεοφόρε Βαρνάβα» (κάθισμα όρθρου). Έχοντας τη χάρη του Θεού και το πυρ, κι αυτός, του Παρακλήτου (στιχ. εσπ.), δέχεται την ξεχωριστή κλήση από το Παράκλητον αυτό Πνεύμα, μαζί με τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να γίνουν οι απόστολοι των εθνών. Ό,τι διηγείται ο άγιος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων (13, 2: «Λειτουργούντων αὐτῶν καί νηστευόντων, εἶπε τό Πνεῦμα αὐτῶν τῷ Κυρίῳ: ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον, ὅ προσκέκλημαι αὐτούς»)  αυτό και τονίζει ο άγιος ποιητής. «Καθώς σε είδε η παντοδύναμη εξουσία του Πνεύματος να είσαι φωτισμένος από ποικίλες λαμπηδόνες φωτός, σε ξεχωρίζει, πανσεβάσμιε, ως λειτουργό των μυστηρίων του Χριστού» (ωδή γ΄).

Κι είναι ακριβώς η ιδιαίτερη σχέση του Βαρνάβα με τον Παύλο που σημειώνει επανειλημμένως ο υμνογράφος μας. Στις περισσότερες αναφορές του για το αποστολικό έργο του θα πει ότι είναι μαζί με τον άγιο Παύλο, τον φίλο και συμμαθητή του ήδη από την κοινή μαθητεία τους, ως σημειώνει η παράδοση γι’ αυτόν, «παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ», του σπουδαίου δασκάλου τους και αγίου μετέπειτα της Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εν πίστει και αγάπη Κυρίου πορεία τους ήταν εκείνη που έκανε τον απόστολο Παύλο να νιώσει τόσο πόνο όταν έμαθε το μαρτυρικό τέλος του. Μαρτύρησε ο άγιος Βαρνάβας, εισήλθε μετά δόξης στη Βασιλεία του Θεού, τον έκλαψε με πικρά δάκρυα όμως ο φίλος και επιστήθιός του Παύλος – η ανάπαυση που νιώθει ο χριστιανός για έναν κεκοιμημένο άγιο φίλο του δεν σημαίνει άρση της ανθρώπινης διάστασης της φιλίας του που μπορεί να εκφραστεί και με κλαυθμό και οδυρμούς. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος «ἔκλαυσε» για τον φίλο του Λάζαρο. «Λάμποντας από τη χάρη του Σταυρού σου, Δέσποτα, οι ένδοξοι απόστολοι, σου πρόσφεραν πιστεύοντα τα έθνη, ο Βαρνάβας και ο Παύλος οι θεόφρονες» (ωδή γ΄). «Έφτασες στο λαμπρότερο ύψος των αρετών κι αφού βρήκες τον θεηγόρο απόστολο Παύλο, εξαγγείλατε σε όλους το απόρρητο βάθος του μυστηρίου της πίστεως» (ωδή δ΄).

Κι αξίζει τέλος να προβάλουμε ένα ιδιαίτερο σημείο του αγίου Θεοφάνους για τον άγιο Βαρνάβα: τον παραλληλισμό που του κάνει με τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, έστω κι αν δεν τον αναφέρει. Ο άγιος Βαρνάβας, λέει ο ποιητής, έδρασε στον κόσμο, όπως και οι άλλοι ασφαλώς απόστολοι, σαν σε έρημο. Η φωνή του ήταν όπως του αγίου Προδρόμου: «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Κι αυτό λόγω της αμαρτίας που είχε κατακυριεύσει τον κόσμο μέχρι να έλθει ο Λυτρωτής Χριστός. «Έγινες, σοφέ παμμακάριστε Βαρνάβα, μία φωνή που βροντοφωνάζει στα έρημα (από γνώση Θεού) έθνη, αναγγέλλοντας σε όλους το πέρα από κάθε λογική κατανόηση μυστήριο της θείας σαρκώσεως» (ωδή ε΄). Η μαρτυρία αυτή του αγίου ποιητή έχει ως σκοπό βεβαίως να διατρανώσει την αλήθεια ότι για να γίνει και να είναι κανείς χριστιανός απαιτείται η μοναδική δύναμη της πίστεως. Κανείς από μόνος του, στηριγμένος στις δυνάμεις του και τις δυνάμεις του κόσμου τούτου, δεν μπορεί να φτάσει στην αποδοχή του Χριστού. Πάντοτε η πίστη του Χριστού θα αποτελεί δωρεά Του σ’ εκείνον που έχει ανοικτή όχι τη λογική του αλλά την καρδιά του. Στην καρδιά σπείρεται και καρποφορεί το δένδρο της πίστεως. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», όπως σημειώνει και ο μέγας Παύλος.

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ΑΓΓΛΙΚΑ

«Πνευματικό τέκνο του οσίου Παϊσίου διηγείται: “Πέρασα στο Αρχονταρίκι του Γέροντα Παϊσίου και βρήκα έναν αλλοδαπό επισκέπτη. Μέχρι να ετοιμάση ο Γέροντας το κέρασμα, με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα, πιάσαμε τη συζήτηση και μου είπε ότι χθες βράδυ ήρθε αργά. Καθυστέρησε, γιατί έχασε τον δρόμο, πέρασε η ώρα και ο Γέροντας τον φιλοξένησε. Στην αρχή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Ο Γέροντας τον άφησε για δέκα λεπτά (φαίνεται έκανε προσευχή) και μετά συνεννοούνταν χωρίς καμμιά δυσκολία. Ο Γέροντας μιλούσε Ελληνικά και ο αλλοδαπός Αγγλικά αλλά καταλάβαινε ο ένας τον άλλον”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Το γεγονός της Πεντηκοστής, κατά το οποίο το σταλέν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού Άγιον Πνεύμα στους αποστόλους και μαθητές Του με τη μορφή πυρίνων φλογών σφράγισε τη ζωή της Εκκλησίας ώστε η Πεντηκοστή να θεωρείται η γενέθλια ημέρα της, είναι συγκλονιστικό. Το Άγιον Πνεύμα έκτοτε είναι Εκείνο που ενεργεί τα θαυμάσια της σωτηρίας του ανθρώπου στον κόσμο, που σημαίνει ότι κάθε τι στην Εκκλησία επιτελείται με τη δύναμη και την ενέργειά Του – στην πραγματικότητα ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού – όπως εξίσου κάθε τι που συντελεί στην έλξη προς τον Θεό του καλοπροαίρετου ανθρώπου όπου γης είναι δικό Του έργο. Ο Θεός μας εργάζεται αδιαλείπτως χωρίς κενά και διαστήματα για να μας κερδίσει εντελώς και ολοκληρωτικά. «Ο Πατήρ μου έως εργάζεται, καγώ εργάζομαι» βεβαίωσε ο Κύριος.

Κι είναι γνωστό ότι η επιφοίτηση του Πνεύματος Αυτού την Πεντηκοστή συνοδεύτηκε από πλήθος παραδόξων σημείων που φανέρωναν το εξαιρετικό της παρουσίας Του, όπως για παράδειγμα το κήρυγμα των Αποστόλων στους συναθροισμένους ανθρώπους της Ιερουσαλήμ, το οποίο ενώ γινόταν στη γλώσσα των Αποστόλων, κατενοείτο  και από τους αλλοδαπούς, το Άγιον Πνεύμα δηλαδή μεταποιούσε τους ξένους φθόγγους στα αυτιά τους σε οικείους της δικής τους γλώσσας – δεν υπήρχε κανείς που να μην καταλαβαίνει. Αλλά η παραδοξότητα αυτή συνεχίστηκε και στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα. Διότι έχουμε πολλά περιστατικά, όπου εν Πνεύματι Αγίω όταν υπάρχει άγιος του Θεού άνθρωπος ομιλεί αυτός και γίνεται κατανοητός και από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα του. Κι ένα τέτοιο περιστατικό καταγράφει το παραπάνω απόσπασμα. Δεν θυμίζει και το ανάλογο περιστατικό με τον άλλο μεγάλο όσιο Γέροντα Πορφύριο, όπου συναντήθηκε αυτός με μία άθεη θεωρούμενη Γαλλίδα καθηγήτρια, η οποία ήταν σε πνευματική σύγχυση, αλλά δίψαγε να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής; Η Γαλλίδα δεν γνώριζε καθόλου Ελληνικά, ο Γέροντας δεν γνώριζε καθόλου Γαλλικά, όμως στο τέλος συνεννοήθηκαν… θαυμάσια, τόσο που συγκλονισμένη η καθηγήτρια έγινε θερμή πίστη, βαπτίστηκε ορθόδοξη και κατέληξε… καλόγρια σε μοναστήρι!

Μολονότι παράδοξα πράγματα αυτά, όμως δεν παραξενευόμαστε πολύ! Διότι το Άγιον Πνεύμα, ο Θεός μας δηλαδή, είναι ο ίδιος πάντοτε και παντού. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ομολογεί ο απόστολος Παύλος. Συνεπώς, όπου το Πνεύμα του Θεού βρίσκει ανοιχτές καρδιές που διψούν για την αλήθεια, εκεί έχουμε μία ιδιαίτερη δράση Του, η οποία κατά πώς κρίνει ο Θεός μπορεί να επαναλαμβάνει το γεγονός της Πεντηκοστής. Το σημαντικό όμως δεν είναι αυτό˙ είναι η κατάληξη της επέμβασης αυτής του Θεού που θέλει τον άνθρωπο να γίνει δικό Του «κομμάτι», να ενταχθεί στο σώμα του Χριστού, να γίνει μία δική Του συνέχεια στον κόσμο τούτο και αιώνια, κάτι που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα και το άγιο χρίσμα, όπου ο άνθρωπος ζει την προσωπική του Πεντηκοστή. Αν ο Θεός κάνει και το πιο μεγάλο θεωρούμενο θαύμα είναι για να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια – το θαύμα ποτέ δεν λειτουργεί αποκομμένα και… «ξεκάρφωτα»! Σκοπός του Θεού μας δεν είναι να «θαμπώσει» τον άνθρωπο, αλλά να τον «ξεθαμπώσει» από τα «φώτα» των παθών και του διαβόλου, ώστε να ορθοποδήσει πνευματικά και να βρει τον Θεό και τον εαυτό του.

Κι όταν συμβεί αυτό και ο άνθρωπος σταθεί με επίγνωση στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας, τότε αρχίζει να λειτουργεί μία άλλη «Πεντηκοστή» που ενώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να μιλάνε όλοι την ίδια γλώσσα, έστω κι αν ο καθένας μιλάει τη δική του ξεχωριστή. Πρόκειται για την παγκόσμια γλώσσα της αγάπης, η οποία φωτίζει τον πιστό να βρίσκει τρόπους συνεννόησης κι εκεί που οι άνθρωποι ζουν στους δικούς τους μικρόκοσμους κι αποξενωμένοι μεταξύ τους. Γιατί η αγάπη αυτή που είναι του Χριστού η αγάπη πλαταίνει την καρδιά του ανθρώπου εν Πνεύματι Αγίω και την καθιστά «χωρητική» ολόκληρου του κόσμου. Η «Πλατυτέρα των Ουρανών» Παναγία Μητέρα δακτυλοδεικτεί το όριο αυτό και γι’ αυτό πάντοτε η Παναγία αποτελεί το αιώνιο παράδειγμά μας. Κι ίσως είναι καλό εδώ να θυμηθούμε και αυτό που έλεγε η αγία Γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη) με τον γνωστό και άμεσο τρόπο της γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα:

«Με αυτές τις πέντε γλώσσες γυρίζεις όλη τη γη και όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Όλους τους αγαπάς το ίδιο. Ασχέτως θρησκείας και έθνους. Ασχέτως με όλα. Παντού υπάρχουν άνθρωποι του Θεού. Και δεν ξέρεις αυτός που βλέπεις σήμερα, αν αύριο δεν θα είναι ο Άγιος…

Η πρώτη είναι το χαμόγελο…

Η δεύτερη είναι τα δάκρυα…

Η τρίτη είναι το άγγιγμα…

Η τέταρτη είναι η προσευχή…

Η πέμπτη είναι η αγάπη…»

07 Ιουνίου 2025

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (Παραμονή ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».

05 Ιουνίου 2025

Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΚΙ Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ!

 

«Κάποτε πήγαν στον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε ψυχική κρίση για να τον βοηθήσει και τους είπε να τον πάνε πρώτα στο ψυχιατρείο να του σφίξουν λίγο τις βίδες και μετά να τον φέρουν να συζητήσουν. Διότι με τον τρελλό σε κρίση, όπως και με τον μεθυσμένο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς αν δεν πιει έναν καφέ να ξεμεθύσει» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Ι. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).

Υπήρχαν κάποιοι συνάνθρωποί μας που τους οσίους Γέροντες της εποχής μας, σαν τον όσιο Παΐσιο, τους θεωρούσαν ως «πανάκεια» για κάθε νόσο και κάθε αρρώστια, είτε σωματική είτε ψυχική, μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ, θα λέγαμε, που θα πει ότι τους αντιμετώπιζαν σχεδόν ακριβώς όπως τον Ιησού Χριστό. Και ναι μεν οι άγιοι πράγματι αποτελούν μία συνέχεια του Ιησού Χριστού, όπως και κάθε πιστός από τη στιγμή μάλιστα που βαπτίζεται και γίνεται μέλος Εκείνου, όμως άλλο πράγμα είναι η αγιοσύνη τους και άλλο η εν τω κόσμω τούτω, και ενόσω ζουν, θεωρούμενη παντοδυναμία τους. Το κύριο γνώρισμα ενός αγίου που αγωνίζεται εν χάριτι να τηρεί τις άγιες εντολές του Θεού είναι η μεγάλη παρρησία που έχει ενώπιον του Θεού, η δύναμη δηλαδή της προσευχής του – χάριν αυτού επεμβαίνει τις περισσότερες φορές ο Θεός μας και για εμάς τους υπολοίπους – και όχι μία αυτόνομη παντοδυναμία του που λειτουργεί ως ένα «μαγικό ραβδί». Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ένας άγιος μπορεί να προσεύχεται για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπό του, κι εδώ όσο ζει αλλά και μετά θάνατον ακόμη, και να μην εισακούεται η προσευχή του. Διότι η κρίση είναι του Θεού, ο Οποίος είναι ο μόνος που γνωρίζει σε όλο το πλάτος και το βάθος το κάθε πλάσμα Του και αν μία επέμβασή Του επομένως είναι για το καλό του ή όχι.

Πολύ περισσότερο μειώνεται η επέμβαση ενός αγίου, όταν διαπιστώνει ότι το πρόβλημα που του θέτουν οι άλλοι μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου με ανθρώπινο τρόπο ή απαιτεί μία δευτερογενή δική του ενέργεια. Ιδιαιτέρως ο άγιος Παΐσιος ήταν αυτός που τόνιζε πως ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα προβλήματα με άμεσο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες που υφίστανται προς επίλυσή του. Κι αυτό γιατί το ανθρώπινο, η καταφυγή δηλαδή σε έναν συνάνθρωπο, π.χ. σε έναν ιατρό, είναι άλλος τρόπος δράσεως του ίδιου του Θεού – ο Θεός έδωσε την ιατρική στον άνθρωπο, όπως ο Ίδιος φώτισε και φωτίζει τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να επιβιώνουν μέσα στο πλαίσιο των λεγομένων «δερματίνων χιτώνων» σ’ αυτόν τον δύσκολο και πεσμένο στην αμαρτία κόσμο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει στον συνάνθρωπό του, δηλαδή σε ό,τι έχει κτιστεί συν Θεώ ως ανθρώπινος πολιτισμός, εκεί ο Θεός χαίρεται να «αποσύρεται». Αυτό δεν μας έμαθε και η ενσάρκωσή Του; Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να μας σώσει, χωρίς να προβεί σε μία άμεση «μαγική» κίνησή Του – η ταπείνωση είναι ο δρόμος Του και σ’ αυτήν την ταπείνωση πάντοτε επαναπαύεται.

Από την άποψη αυτή κατανοούμε τα λόγια του μεγάλου οσίου Γέροντα: χρειάζεται καταφυγή στην επιστήμη για έναν που είναι σε ψυχική κρίση, εν προκειμένω κλείσιμο σε ψυχιατρείο ώστε να «σφιχτούν λίγο οι βίδες», κι έπειτα μία δική του ίσως επέμβαση μέσω διαλόγου που απαιτεί ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας. Γι’ αυτό φέρνει και το παράδειγμα με τον μεθυσμένο άνθρωπο: όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αν όμως ξεμεθύσει, πίνοντας κάποιους καφέδες, τότε μπορεί να του μιλήσει και ο άλλος με κάποια καθαρότητα να τον καταλάβει. Πρόκειται για την παρόμοια κατάσταση που αντιμετώπισε ο όσιος με έναν νεαρό. Ταραγμένος ο νεαρός που τον επισκέφτηκε του ζήτησε να τον εξομολογήσει και να τον καθοδηγήσει. Και η απάντηση του οσίου πράγματι ήταν εξόχως λογική και διακριτική: στην κατάσταση που είσαι έτσι ταραγμένος, και να σου μιλήσω δεν πρόκειται να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Πήγαινε, βρες πρώτα έναν πνευματικό, κι αφού εξομολογηθείς και λίγο ησυχάσεις τότε μπορεί να συντονιστούμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι ένα άλλο παράδειγμα: τι νόημα έχει να θελήσουμε να κάνουμε τραπέζι σ’ ένα καλό εστιατόριο σε άνθρωπο που βρίσκεται με γαστρορραγία; Πρώτα πρέπει να οδηγηθεί σε νοσοκομείο κι έπειτα αφού φτιαχτεί το στομάχι του να απολαύσει ίσως το καλό φαγητό.

Το θέμα που τίθεται από τον όσιο είναι τεράστιο: η ψυχική ισορροπία ως στάση ανθρώπου που μπορεί να λειτουργεί με έναν κοινά αποδεκτό τρόπο κατά τα δεδομένα των περισσοτέρων ανθρώπων, συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Ένας τρελλός ή ένας μεθυσμένος, κατά τον άγιο, μπορεί να αγιάσει – ο Θεός τους αγαπά και τους δύο υπέρμετρα – αφού όμως λίγο βοηθηθούν για να κατανοούν τη γύρω τους πραγματικότητα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Διαφορετικά και οι δύο κυμαίνονται σε επίπεδα εκτός εαυτού. Το «εις εαυτόν ελθών» της παραβολής του ασώτου δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Κύριο ως πρώτος όρος για να υπάρξει η μετάνοια, η οποία παίρνει την οριστική μορφή της με το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Άνθρωπος εκτός εαυτού δηλαδή βρίσκεται έξω από την «εμβέλεια» και του ίδιου του Θεού – άλλη είναι η θεραπευτική εκεί προσέγγισή του από τον Ίδιο. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό είχε υπ' όψιν του και ο απόστολος Παύλος, όταν προέτρεπε τους χριστιανούς να μην επιμένουν να μεταστρέψουν έναν αιρετικό άνθρωπο: «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Γιατί; Διότι «εξέστραπται ο τοιούτος» - έχει εκτραπεί, δεν είναι ο εαυτός του. Κι είναι αυτό που πρέπει να λαβαίνουμε σοβαρότατα υπ’ όψιν μας σε όλες τις σχέσεις μας, πολύ περισσότερο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφή διακριτικότητα του αγίου Παϊσίου πρέπει να μας καθοδηγεί και στο συγκεκριμένο σημείο.    

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΥΡΟΥ

«Ο άγιος Δωρόθεος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου και ήταν επίσκοπος Τύρου. Επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, λόγω του διωγμού που επρόκειτο να ξεσπάσει, άφησε την οικία του και τον τόπο του και απήλθε στη Δυσσόπολη. Μετά την καταστροφή αυτών, πήγε στην Τύρο και κατεύθυνε την Εκκλησία του μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του παραβάτη. Τότε ξαναπήγε στη Δυσσόπολη, όπου αφού συνελήφθη από τους άρχοντες του Ιουλιανού και υπέμεινε πολλά βασανιστήρια, σε βαθύτατο γήρας έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, προσφέροντας την ψυχή του στον Θεό την ώρα που έπασχε, σε ηλικία ήδη εκατόν επτά ετών. Άφησε διάφορα εκκλησιαστικά συγγράμματα και ιστορίες, στα ελληνικά και τα ρωμαϊκά. Διότι γνώριζε και τις δύο γλώσσες, από τη μεγάλη σπουδή του και την κλίση της φύσης του».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, όπως γίνεται συνήθως στην εκκλησιαστική υμνολογία, αξιοποιεί το όνομα του αγίου Δωροθέου, προκειμένου να τον τοποθετήσει από πλευράς πνευματικής: ο άγιος υπήρξε το δώρο του Θεού στην Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς στη σωτηρία τους, ο ίδιος προσφέρθηκε ως δώρο στον Θεό με την ασκητική του διαγωγή και το μαρτύριό του. «Αυτός που από την πλούσια αγάπη Του παρέχει τα δώρα ως Θεός σ᾽ αυτούς που έχουν ανάγκη, δώρισε εσένα, Δωρόθεε, σαν θεϊκό δώρο στην Εκκλησία, για τη φανερή σωτηρία των πιστών» (ωδή θ´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου, παμμακάριστε Δωρόθεε, ως καθαρότατο δώρο στον Θεό, με τον τέλειο βίο σου και το ιερό μαρτύριό σου» (ωδή α´).

Έτσι είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για τον Θεό από την αγιασμένη ζωή ενός πιστού ανθρώπου, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται με τις υλικές προσφορές μας αλλά με τη ζωή μας τη σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του. Πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να νομίζουμε ότι θα έχουμε τον Θεό προστάτη και συμπαραστάτη μας, αν του κάνουμε δώρα με τα οποία ευαρεστείται: ακριβά καντήλια, ωραίες εικόνες, οικοδομή ναών. Χωρίς να αρνείται κανείς και αυτές τις προσφορές, όταν πηγάζουν από την αγάπη μας  – ο ίδιος ο Κύριος δεν απέπεμψε το ακριβό δώρο της πόρνης γυναίκας που αγόρασε μύρο και το άλειψε στα πόδια Του, ως έκφραση της αγάπης της –,  όμως το καίριο και ουσιαστικό είναι η καλή και αγία ζωή μας, η θεμελιωμένη στη μετάνοια και τις εντολές του Χριστού. Θέλουμε να κάνουμε τον Θεό μας να χαίρεται; Ας ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Και η χαρά Του πολλαπλασιάζεται όταν μας βλέπει να μένουμε στο θέλημά Του αυτό, έστω και με θυσία της ζωής μας. Κι από την άλλη: δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία που δίνει ο Θεός στον κόσμο μας από την δωρεά ενός αγίου Του. Ο άγιος είναι η ευλογημένη απάντηση του Θεού στον παραπαίοντα και αμαρτωλό κόσμο μας, το ακριβότερο δώρο Του σε εμάς, αφού με την παρουσία του αγίου διακρατείται και ο ίδιος ο κόσμος. Λόγω των αγίων που σε κάθε εποχή υπάρχουν, ο Θεός μακροθυμεί και δίνει περισσότερο χρόνο, ώστε να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνθρωποι σε μετάνοια και να σωθούν. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» (πρβλ. Αποκάλυψη Ιωάννη, κεφ. 2,21). Κι αυτό ιδιαιτέρως πρέπει να τονίζεται στην εποχή μας, την τόσο περίεργη από πλευράς πνευματικής και οικονομικής και λοιπής κρίσεως. Η απάντηση του Θεού δεν θα έρθει με τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων και των υλικών αγαθών, αλλά με τη δημιουργία συνθηκών μετανοίας στην καρδιά μας. Αν αρχίσει η εσωτερική αλλοίωσή μας και η επιστροφή μας προς τον Θεό, τότε πράγματι θα σημαίνει ότι ήλθε η ώρα της υπέρβασης της όποιας κρίσεως.

Ο άγιος Ιωσήφ δεν επικεντρώνει την προσοχή του στο όντως παράδοξο: ένας γέροντας 107 ετών να δέχεται τη μήνη του περιβάλλοντος του παραβάτη αυτοκράτορα και να υφίσταται τόσα βασανιστήρια.  Ίσως γιατί γνωρίζει καλά ότι όταν κάποιος ξεφεύγει από την πίστη και αρνείται τον Χριστό, σαν τον Ιουλιανό τον αυτοκράτορα,  δεν έχει πια περιθώρια ανθρωπιάς μέσα του. Επικεντρώνει όμως αρκετά στα συγγράμματα που άφησε ο άγιος Δωρόθεος, διότι επίσης γνωρίζει ότι τα γραπτά που μένουν στους αιώνες, είναι εκείνα που βοηθούν τους ανθρώπους σε κάθε εποχή στο να βρίσκουν τον δρόμο του Θεού, ενώ τους απομακρύνουν από τις πλάνες του διαβόλου. «Αναδείχτηκες, θεομακάριστε Πατέρα, πυξίδα του αγίου Πνεύματος, γράφοντας τα θεία δόγματα με γνώση θεϊκή» (στιχηρό εσπερινού). «Η φωνή των λόγων σου και η δύναμη των ωραίων διδασκαλιών σου έφτασε, παμμακάριστε, σε όλη τη γη με τη χάρη του Θεού» (ωδή ς´). «Κράτησες τα ρεύματα της απάτης, Δωρόθεε, με το ρεύμα της πάνσοφης γλώσσας σου και πότισες καλά τις διάνοιες των πιστών» (ωδή α´).

Και τι ήταν εκείνο που έγραψε ο άγιος και φώτισε τόσο πολύ τις διάνοιες των πιστών; Τους βίους των αγίων, μάλιστα των εβδομήκοντα μαθητών του Χριστού. Την πίστη της Εκκλησίας και τα δόγματα της πίστεως ο άγιος Δωρόθεος τα πρόσφερε μέσα από το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο, τη ζωή των αγίων. Κι είναι τούτο μία πολύ μεγάλη αλήθεια: σε κάθε εποχή, κι ίσως ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, η σημαντικότερη προσφορά είναι η προσφορά της ζωής των αγίων μας. «Φανέρωσες με τις ιερές σου συγγραφές, θεόπνευστε Πατέρα, τον τρόπο ζωής των αγίων, γιατί φωτιζόσουν στην ψυχή από τη θεία γνώση» (ωδή ς´). 

03 Ιουνίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ!

«Είπε ο Γέροντας Μητροπολίτης  Λεμεσού κ. Αθανάσιος: “Ο Γέροντας Θεοφύλακτος, (που ήλθε στη συνοδεία του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού), ευλαβείτο πάρα πολύ τον Γέροντα Ιωσήφ. Τον έλεγε «ο μέγας Γέρων». Και αυτόν και τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ, (στον οποίο αρχικά είχε προσκολληθεί και για πολλά χρόνια τον ξελειτουργούσε μέχρις ότου εκείνος έφυγε από το Άγιον Όρος). Μία φορά τον ρώτησα: «Γέροντα, πες μας πώς αισθανόσουν όταν λειτουργούσε ο Γέροντας Σωφρόνιος;» «Τι να σου πω, παιδί μου», λέει. «Αν λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος, νομίζω πως ο παπα Σωφρόνης λειτουργούσε καλύτερα». Έτσι το έλεγε με την απλότητά του. Ήταν (ο Γέρων Σωφρόνιος) πολύ, πολύ, πολύ δοσμένος στη Θεία Λειτουργία. Και του λέει (του οσίου Σωφρονίου) μια φορά: «Πνευματικέ, πόσες γλώσσες ξέρεις; Και του λέει: «Πάτερ Θεοφύλακτε, ο μοναχός αν είναι δυνατόν πρέπει να ξεχάσει και τη μητρική του γλώσσα!» Και μας το ’λεγε αυτό συχνά ο Γέροντας Θεοφύλακτος σαν απόφθεγμα του οσίου Σωφρονίου”».

(Από τις τηλεοπτικές εκπομπές του Ινστιτούτου Άγιος Μάξιμος ο Γραικός «Καρδιακός Λόγος – Αγιασμένων μορφών νοσταλγία» (29), με τον Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανάσιο και συντονιστή τον κ. Νικόλαο Γκουράρο).

Ο όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης (1896-1993) (ή του Έσσεξ όπως τον γνωρίζουνε πολλοί από το γνωστό μοναστήρι που ίδρυσε στο Έσσεξ της Αγγλίας) είναι μία προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας. Τα πάμπολλα βιβλία του, ιδίως για τον Γέροντά του όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, μεταφρασμένα τα περισσότερα και στα ελληνικά, τον κατέστησαν διεθνώς γνωστό, τόσο που να επηρεάζουν όχι μόνο τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και ετεροδόξους, ακόμη δε και αλλοδόξους! Το πνευματικό βάθος των κειμένων του, η αγία βεβαιωμένη βιοτή του, τα έκδηλα χαρίσματά του, η αποδοχή και ο σεβασμός που απελάμβανε από άλλους μεγάλους οσίους της εποχής του, σαν τον όσιο Πορφύριο ή τον όσιο Παΐσιο, οδήγησαν το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο να διακηρύξει επισήμως την αγιότητά του και να τον κατατάξει στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας (27 Νοεμβρίου 2019).

Εκείνο που συγκινεί μεταξύ των άλλων για τον μεγάλο αυτόν χαρισματούτο Γέροντα της εποχής μας, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τους άλλους οσίους της εποχής μας, είναι η πολλαπλότητα των μαρτυριών που προβάλλουν την αγιοσύνη του. Οι υποτακτικοί και συνεργάτες του στο μοναστήρι του στην Αγγλία, εξαιρέτως ο Γέρων π. Ζαχαρίας, αλλά και πολλοί που τον έζησαν περιστασιακά, λιγότερο ή περισσότερο, σαν τον άγιο Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, (ο οποίος ας ειπωθεί ότι έγραψε ογκώδες σοφό βιβλίο για τον όσιο με τίτλο «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»), μας τον έφεραν πολύ κοντά μας, έτσι ώστε να μπορούμε κι εμείς να αναπνέουμε λίγο από τη χάρη της αγιασμένης καρδιάς του. Και να, που και ο άγιος Λεμεσού κ. Αθανάσιος έρχεται μέσα από την εκπομπή του «Καρδιακός Λόγος» να προσθέσει ένα μικρό λιθαράκι στην προσέγγιση του μεγάλου Γέροντος, καθώς αναφέρεται στον Γέροντα Θεοφύλακτο της Σκήτης του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Τον είχε γνωρίσει πολύ καλά ο παπα Θεοφύλακτος τον όσιο Σωφρόνιο, όσο ασκήτευε αυτός στην έρημο του αγίου Όρους μετά τη ζωή του στην ιερά Μονή αγίου Παντελεήμονος, και τον ξελειτουργούσε αρκετά χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Λεμεσού, όταν βρισκόταν και ο ίδιος ως μοναχός στο Όρος, κάνει το καίριο ερώτημα στον Γέροντα πώς αισθανόταν όταν λειτουργούσε ο όσιος Σωφρόνιος; – ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια από τη ζωή ενός μεγάλου αγίου; Και η απρόσμενη κι ίσως παράδοξη απάντηση του παπα Θεοφύλακτου, μέσα στην απλότητά του, είναι αποκαλυπτική (ή μήπως και «βλάσφημη»;) «Ο όσιος Σωφρόνιος λειτουργούσε καλύτερο και από τον άγιο Βασίλειο», τον Μεγάλο Βασίλειο τον οικουμενικό Διδάσκαλο και Πατέρα της Εκκλησίας εννοείται!

Προφανώς, δεν είναι τυχαία η αναφορά του Γέροντα Θεοφύλακτου στον Μεγάλο Βασίλειο ως μέτρο σύγκρισης με τον όσιο Σωφρόνιο. Και τούτο, διότι πολύ συχνά ο άγιος Σωφρόνιος υποθέτουμε πως έλεγε στον Θεοφύλακτο για το ύψος και το θεολογικό βάθος της Θείας Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου, όπως ασφαλώς και για το λειτουργικό ήθος του Μεγάλου Πατέρα. Και το υποθέτουμε, νομίζουμε βασίμως, διότι ο άγιος Σωφρόνιος αρκετές φορές τόνιζε στους λόγους του, προφορικούς και γραπτούς, ότι η Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου αποτελεί «το πιο τέλειο παράδειγμα της θεολογίας ως περιεχομένου της προσευχής». Μόνο το «Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου υπέρκειται και αυτού του παραδείγματος». Κατά τα λόγια του επακριβώς: «Ποιος βαθμός είναι πιο τέλειος από τη θεολογία ως περιεχόμενο της προσευχής; Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο νους του ανθρώπου διαμένει στον Θεό και τότε ό,τι λέει είναι θεολογία: θεολογία ως κατάσταση του πνεύματός μας, του «είναι» μας. Το πιο τέλειο παράδειγμα της θεολογίας ως περιεχομένου της προσευχής είναι η Αναφορά της Λειτουργίας του  Μεγάλου Βασιλείου, όπου το θεολογικό περιεχόμενό της παρουσιάζεται ως προσευχή προς τον Θεό» («Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας», τόμ. Β΄, σελ. 245). Κι αλλού (στο ίδιο: σελ. 416): «Ένα από τα πιο υπέροχα παραδείγματα της θεολογίας ως προσευχής αποτελεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Η αναφορά της είναι καθαρή θεολογία και συνεχής ένταση προσευχής».

Δικαιολογείται λοιπόν ο Γέροντας Θεοφύλακτος λόγω της απλότητάς του να προβαίνει σε μία τέτοια εκτίμηση. Διότι τον άγιο Σωφρόνιο ζούσε και του Σωφρονίου η προσωπικότητα τον είχε καθηλώσει. Κι είμαστε ευγνώμονες για τη μαρτυρία του αυτή, διότι ψαύουμε με τον πιο απτό τρόπο την «ουσία» της ύπαρξης ενός αγίου: την καρδιά του την αγκυροβολημένη στον Ιησού Χριστό, τον Οποίο κατεξοχήν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, ο πιστός άνθρωπος, στη Θεία Λειτουργία. Χριστιανός με άλλα λόγια που δεν νιώθει την ανάγκη να λειτουργείται, που η Θεία Λειτουργία δεν αποτελεί το κέντρο και τον πυρήνα της ζωής του, που ο Χριστός δηλαδή δεν είναι η αναπνοή του δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται χριστιανός. «Ήταν ο άγιος Σωφρόνιος πολύ, πολύ, πολύ δοσμένος στη Θεία Λειτουργία». Διότι ακριβώς η Θεία Λειτουργία είναι ο Ίδιος ο Χριστός, οπότε εκεί μετράμε την αγάπη μας προς Εκείνον. Ο άγιος Σωφρόνιος την κάθε στιγμή του την έβλεπε ως τη μοναδική ευκαιρία που του παραχωρούσε ως δωρεά ο Κύριος προκειμένου να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος» ήταν ό,τι μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του, κάνοντάς τον, κατά τη δική του μαρτυρία, να ζει με τη μεγαλύτερη πνευματική ένταση. Γι’ αυτό και λειτουργείτο και μπορούσε να λειτουργεί ως άνθρωπος. Είναι τυχαίο ότι παρομοίως προς εκείνον ζούσαν και άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι άγιοι; Ποιος δεν γνωρίζει για παράδειγμα ότι ο μέγας κι αυτός Γέρων όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης λειτουργούσε επί μισό αιώνα καθημερινά, ετοιμαζόμενος για την επόμενη λειτουργία πνευματικά ευθύς μόλις τελείωνε η προηγούμενη;

Κι αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο θείος έρωτας προς Αυτόν, τον έκανε σαν τον απόστολο Παύλο να μπορεί να λέει «ο μοναχός αν είναι δυνατόν πρέπει να ξεχάσει και τη μητρική του γλώσσα!» Τι έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Θεωρώ τα πάντα ως σκουπίδια μπροστά στην έγνοια μου να κερδίσω τον Χριστό». Και: «Ας ξέρω όλες τις γλώσσες του κόσμου, ακόμη και τις γλώσσες των αγγέλων. Δεν έχω αγάπη; Μοιάζω με τενεκέ που τον κτυπάνε». Λοιπόν, για τον άγιο Σωφρόνιο και για τους άλλους αγίους μας, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο πέρα από την αγάπη του Χριστού. Αυτός έχει γίνει περιεχόμενο της ζωής τους, Αυτός δηλαδή φανερώνεται «εν ετέρα μορφή» μέσα από αυτούς. Ό,τι μαρτυρούσε και πάλι ο απόστολος Παύλος: «Δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Αλλά ποιος μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερος και πιο κοντά σε όλους, είτε ανθρώπους είτε ζώα είτε φύση, από εκείνον που φανερώνει τον Χριστό; Ο άγιος-Χριστός αποτελεί την ευλογία για τα πάντα, και μόνο η ανάσα του και η περπατησιά του στον κόσμο συνιστά τη μεγαλύτερη παρηγοριά και το επούλωμα της όποιας πληγής στο σώμα της ανθρωπότητας, όχι μόνο της εποχής του αλλά και διαχρονικά όπου γης και καιρού.

Τα αποφθέγματα των αγίων – ο ανασασμός στα όποια αδιέξοδά μας.