11 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

 

«Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη (Λουκ. 8, 9)

Η παραβολή του καλού σπορέως είναι μία από τις γνωστότερες και σπουδαιότερες παραβολές του Κυρίου. Εμπνευσμένη από την αγροτική ζωή της Παλαιστίνης – κατά την οποία η σπορά προηγείτο του οργώματος – αναφέρεται στον γεωργό, ο οποίος ρίχνει τον σπόρο στο έδαφος, αλλ’  ενώ εκείνος είναι ο ίδιος, όπως και ο σπόρος, η καρποφορία ποικίλλει: αλλού ο σπόρος δεν καρποφορεί καθόλου, λόγω του πατημένου εδάφους, αλλού καρποφορεί ελάχιστα για να χαθεί έπειτα εντελώς, αλλού πολύ πλούσια, σαν το καλό έδαφος,  κάτι που είναι ευνόητο ότι τονίζει τον ρόλο και την «ευθύνη» του εδάφους. Η παραβολή δεν φαίνεται ότι κατανοήθηκε από τους ακροατές του Κυρίου. Απαιτήθηκε η ερμηνεία της από Εκείνον, μετά μάλιστα από την ερώτηση και των ίδιων των μαθητών Του: Κύριε, τι σημαίνει η παραβολή αυτή; «Τις είη η παραβολή αύτη

1. Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι η εντύπωση που συνήθως υπάρχει για τις παραβολές του Κυρίου, ότι δηλαδή είναι απλές ιστορίες από την καθημερινή ζωή προς μεγαλύτερη κατανόηση της διδασκαλίας Του, δεν είναι ακριβής. Θα έλεγε κανείς ότι αρκετές  λειτουργούν μάλλον ως πρόκληση-αφορμή για να φανερωθεί η γνησιότητα ή όχι  της διάθεσης του ανθρώπου απέναντι στον Θεό, παρά ως μία απλή διευκόλυνσή του, που θα πει ότι οι γνήσιοι αναζητητές της αλήθειας και καλοπροαίρετοι φωτίζονταν από τον Κύριο που τους μυούσε στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ενώ οι μη αναζητητές, οι προσκολλημένοι μόνον στον κόσμο, συνεπώς περιστασιακοί και από περιέργεια ή κακή διάθεση ακροατές Του, σκοτίζονταν περισσότερο, σαν αυτούς που βλέπουν κάτι χωρίς να το βλέπουν, ή σαν αυτούς που ακούνε κάτι χωρίς τελικώς να το ακούνε.

2.  Η συγκεκριμένη παραβολή έχει ένα βαθύ νόημα, το οποίο ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του, όψεις του οποίου είναι και τα παρακάτω:

(α) «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος αυτός περικλείει μέσα του τεράστια δύναμη, την οποία υποδηλώνει η αντιστοιχία με τον σπόρο. Όπως ο σπόρος, ενώ φαίνεται εξωτερικά μικρός και αδύναμος, έχει μέσα του δυνάμεις, ώστε να γίνει και δέντρο, το ίδιο και ο λόγος του Θεού: φαίνεται πολλές φορές «αδύναμος», εξωτερικά ίδιος με τους άλλους ανθρώπινους λόγους, όμως περικλείει τέτοιες δυνάμεις, που μπορούν να μεταμορφώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου. «Ατομική βόμβα» τον έχουν χαρακτηρίσει και όχι άδικα. Κι είναι γνωστό ότι ο Κύριος πολλές φορές  μίλησε για τη δύναμη και την αξία του λόγου του Θεού. Μαγιά που μπορεί να ζυμώσει πολλά κιλά αλεύρου είπε ότι είναι η Βασιλεία Του που φανερώνεται με τον Ίδιο και τον λόγο Του, κρυμμένος θησαυρός και πολύτιμος μαργαρίτης που υπερβαίνει την αξία όλων των επιγείων πραγμάτων, σημείωσε αλλού για το ίδιο. Ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που κατεξοχήν πρόβαλε τη δύναμη αυτού του λόγου: Συνιστά τη «δύναμιν του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι», είπε. Κι αλλού: «Ζων ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4, 12).

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι ο λόγος του Θεού αποτελεί ενέργεια Εκείνου και συνεπώς προσωπική Του παρουσία. Στον Θεό δηλαδή δεν υπάρχουν απρόσωπες και ανεξάρτητες από τις υποστάσεις Του δυνάμεις. Κάθε δύναμή Του, κάθε ενέργειά Του είναι στην πραγματικότητα προσωπική παρουσία δική Του. Έτσι και ο λόγος του Θεού: έχει τεράστια δύναμη, γιατί πρόκειται για τον ίδιο τον Θεό. Ο Κύριος πολλές φορές είχε τονίσει και αυτήν τη διάσταση, δηλαδή ότι αποδοχή του λόγου Του σημαίνει αποδοχή του Ίδιου μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Γι’  αυτό και οι άγιοι Πατέρες συχνά τόνιζαν ότι «ο Κύριος περικλείεται μέσα στις εντολές Του». Από την άποψη αυτή δίνεται με σαφήνεια απάντηση και στο ερώτημα πολλών «πώς μπορώ να δω και να συναντήσω τον Θεό;» Μόνο με την αποδοχή και την τήρηση των λόγων και των εντολών του Κυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει θεωρητικό ή νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλά καθαρώς εμπειρικό. Την ώρα που ένας άνθρωπος θα τηρήσει τον λόγο του Θεού, εκείνην την ώρα θα δει την παρουσία του Θεού ενεργούσα μέσα σε όλη την ύπαρξή του. Αυτό συνιστά και την προϋπόθεση, προκειμένου να ενεργοποιείται η χάρη του Κυρίου μέσα από τα μυστήρια και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας.

(β) Ενώ όμως έχει τέτοια δύναμη ο σπόρος, ο λόγος του Θεού, εξαρτάται η ενέργειά του από το έδαφος στο οποίο θα πέσει, δηλαδή από το τι ψυχή θα συναντήσει. Όπως συχνά τονίζεται, ο παντοδύναμος Θεός αυτοπεριορίζεται, διότι ακριβώς σέβεται τη δοσμένη από Αυτόν στον άνθρωπο ελευθερία του. Η παραβολή του σπορέως αποτελεί  εναργή  απόδειξη της αλήθειας αυτής. Με άλλα λόγια, χωρίς τη συγκατάθεση του ανθρώπου ο λόγος του Θεού παραμένει ανενέργητος και «κενός». Όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος παρακαλεί τους μαθητές του «μη εις κενόν δέξασθαι την χάριν του Θεού», να μην πάει χαμένη η χάρη του Θεού. Κι είναι δραματική και η εξής επισήμανση: πάει χαμένη η χάρη του Θεού, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον την απορρίπτει, αλλά κι όταν μπορεί να την έχει αποδεχθεί! Εννοούμε ότι όχι μόνον το πατημένο έδαφος – ο άνθρωπος που έχει πλήρως αποστρέψει το πρόσωπό του από τον Θεό – αλλά και το πετρώδες και το ακανθώδες έδαφος, δηλαδή οι άνθρωποι που έχουν ανταποκριθεί σε πρώτη φάση στην κλήση του Θεού, αλλά δεν πρόσεξαν και δεν επέμειναν σ’ αυτήν, έχασαν τον Θεό.

 (γ) Εκτός από τον παράγοντα άνθρωπο με την ελευθερία του υπάρχει και κάποιος άλλος που παρεμβάλλεται στη διαδικασία της σποράς, της αποδοχής του λόγου του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου: ο «εχθρός άνθρωπος» που λέει άλλη παραβολή, δηλαδή ο διάβολος. Είναι γνωστό: ο διάβολος προσπαθεί παντοιοτρόπως να εμποδίσει τον άνθρωπο από το άκουσμα του λόγου του Θεού, πολύ περισσότερο από την εφαρμογή του. Διότι ακριβώς γνωρίζει ότι ο λόγος του Θεού, αν γίνει αποδεκτός,  αποτελεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε το περιστατικό από την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, κατά το οποίο ηγούμενος μοναστηριού που ενώ δίδασκε τους μοναχούς του, έβλεπε ότι αυτοί αποκοιμώντο  με συνέργεια του διαβόλου, σταμάτησε τη διδασκαλία και άρχισε το «κουτσομπολιό». Αμέσως ξύπνησαν όλοι. Και βρήκε ευκαιρία ο καλός ηγούμενος να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια: στον λόγο του Θεού  ο διάβολος προκαλεί τον ύπνο, στο «κουτσομπολιό» ξυπνάει τους πάντες.

(δ) Το καλό έδαφος είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας της σποράς. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους, όπως είπαμε, ανθρώπους, οι οποίοι ανταποκρίνονται στον λόγο του Θεού «εν καρδία καλή και αγαθή», επιμένουν σ’  αυτόν, παρ’  όλες τις δυσκολίες, εξωτερικές ή εσωτερικές, κάνουν υπομονή για να δουν το αποτέλεσμα. Το «κατέχουσιν και καρποφορούσιν εν υπομονή» που λέει ο Κύριος, αποτελεί το μυστικό για την ύπαρξη του καλού εδάφους. Διότι η υπομονή φανερώνει την αλήθεια της πίστεως και της ταπεινώσεως του ανθρώπου, της εμπιστοσύνης του ότι, έστω κι αν δεν βλέπει άμεσα και ορατά αποτελέσματα, η χάρη του Θεού ενεργεί στον κόσμο. Ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τη σωτηρία του, χωρίς την υπομονή. Κι οι άγιοι Πατέρες, εξηγώντας τον λόγο του Κυρίου, σημείωναν ότι η υπομονή συνιστά το υλικό, με το οποίο κτίζεται κάθε αρετή. Δεν είναι δηλαδή η υπομονή μία απλή αρετή, αλλά το συνοδευτικό κάθε αρετής.

Η παραβολή του καλού σπορέως, ενώ φαίνεται απαισιόδοξη,  είναι μία πολύ παρήγορη και αισιόδοξη παραβολή. Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στην καρποφορία του καλού εδάφους, την πλουσιοπάροχη δηλαδή χάρη Του, η οποία δεν προσφέρεται «εκ μέτρου», όταν συναντήσει άνθρωπο που αγαπά την αλήθεια. Από την άλλη όμως, με την αναφορά στα άλλα εδάφη, τα μη καρποφόρα, μας επισημαίνει την ευθύνη μας: ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Θα πρέπει κάθε φορά να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: τι έδαφος είμαι εγώ; Κι η απάντηση βεβαίως θα έρχεται στο βαθμό που θα υπάρχει ή όχι η παρουσία των καρπών. «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Αν δεν επισημαίνουμε τους καρπούς αυτούς στη ζωή μας, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να βάζουμε ερωτηματικό και στον χριστιανισμό μας. Αλλά στην περίπτωση αυτή τα λόγια του Κυρίου ακούγονται φοβερά: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρεται και εις πυρ βάλλεται». Κάθε κλήμα που είναι ενωμένο με Εμένα, αλλά δεν φέρει καρπό, ο Ουράνιος Γεωργός το κόβει και το πετάει στη φωτιά.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)

 

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787 μ.Χ.), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 μ.Χ. όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν, την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους όρους ή τα δόγματα, ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους κανόνες. Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, φάνηκε ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 5-15)

 «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν  τα πετεινά του ουρανού. Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας». «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δεν φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

(Τίτ. 3, 8-15)

«Πιστός ὁ λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῶ Θεῶ. Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις˙ μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο˙ εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι. Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος. Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν˙ ἐκεῖ γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τόν νομικόν καί Ἀπολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδέν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δέ καί οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί κι αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω τον χειμώνα. Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.

10 Οκτωβρίου 2025

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η 10η Οκτωβρίου κάθε χρόνο θεωρείται ημέρα αφιερωμένη παγκοσμίως στην ψυχική υγεία. Καθιερώθηκε  το 1994 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη στα θέματα των ψυχικών νοσημάτων. Κι αυτό γιατί τα ψυχικά νοσήματα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα, σε βαθμό που οι ειδικοί μιλάνε για παγκόσμια «επιδημία» ψυχικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα είναι αυτές που σχετίζονται με την κατάθλιψη ή την κατανάλωση αλκοόλ. Και στη χώρα μας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ένα 10 με 12% του συνόλου του πληθυσμού όλων των ηλικιών πάσχει από ψυχικές ασθένειες, ενώ όσον αφορά στους εφήβους, υπάρχει η εκφρασμένη δήλωσή τους (2 στους 5) ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και δεν νιώθουν γενικώς «καλά».

Το ερώτημα που τίθεται βεβαίως είναι τι εννοούμε όταν μιλάμε για ψυχική υγεία. Κι απάντηση, παραδόξως, γενικώς αποδεκτή δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, διότι η ψυχική υγεία είναι θέμα ορισμού του ανθρώπου,  του σκοπού και του νοήματος της ζωής του. Αν δηλαδή δεν γνωρίζουμε το ποιος είναι ο άνθρωπος, γιατί υπάρχει στον κόσμο, ποιος ο προορισμός του, πώς πρέπει να ζει και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής, είναι αδύνατο να μιλάμε για την όποια κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Και ως προς τη σωματική του υγεία τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό είναι μετρήσιμα: υπάρχουν κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων κρίνεται η παθολογία ή η φυσιολογία του. Για την ψυχική του υγεία όμως; Υπάρχουν σταθερά σημεία; Το «αδιέξοδο» φαίνεται από το ότι οι ειδικοί  αποφεύγουν τον ορισμό των χαρακτηριστικών, πέραν γενικοτήτων, της θεωρούμενης ψυχικής υγείας, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ό,τι ονομάζουν ψυχική ευημερία ή απουσία ψυχικής ασθένειας. «Είναι η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που λειτουργεί σε ικανοποιητικό επίπεδο συναισθηματικής και συμπεριφοριστικής προσαρμογής» σημειώνουν. Ή, όπως λέει ο Π.Ο.Υ. «ψυχική υγεία είναι η κατάσταση ευεξίας όπου το κάθε άτομο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον και όχι απλά η απουσία ενός προβλήματος ή μιας διαταραχής». Ορισμοί που δεν άπτονται της ουσίας του θέματος, αλλά περιγράφουν κάποιες καταστάσεις, κυρίως κοινωνιολογικά κι ίσως ψυχολογικά.

Δεν αρνούμαστε τίποτε από τα παραπάνω. Οι προσπάθειες ψυχολόγων και ιατρών για την οριοθέτηση  μίας όσο το δυνατόν αποδεκτής και φυσιολογικής κοινωνικής συμπεριφοράς για κάθε άνθρωπο είναι αξιέπαινες και πρέπει να ενισχύονται – το κοινωνιολογικό κριτήριο είναι από μόνο του ισχυρότατο στοιχείο. Αλλά δεν είναι επαρκές. Διότι ο άνθρωπος συνιστά μέγα μυστήριο. Κι εδώ ακριβώς έχουν λόγο οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις του κάθε τόπου, κατεξοχήν δε για τους χριστιανούς η χριστιανική παράδοσή τους.

Λοιπόν, για τη δική μας χριστιανική παράδοση, ο άνθρωπος είναι ψυχικά υγιής στον βαθμό που είναι και πνευματικά υγιής. Κι είναι πνευματικά υγιής, όταν παραμένει μέσα στο πλαίσιο της κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Με αναγωγή στο αρχικό ζεύγος: Όσο ο άνθρωπος προσέβλεπε στον Δημιουργό του και υπήκουε στο άγιο θέλημά Του, τόσο και οι δυνάμεις του, σωματικές, ψυχικές και πνευματικές, βρίσκονταν σε ανοδική και αυξητική πορεία. Δυστυχώς, αυτό χάθηκε λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία – της επιλογής του δικού του θελήματος αντί του Δημιουργού του – οπότε και η υγεία του αλλοιώθηκε: η φθορά και η αρρώστια και ο θάνατος μπήκαν ως καθεστώς στη ζωή του. Κι ήρθε βεβαίως ο Υιός και Λόγος του Θεού ως άνθρωπος στον κόσμο, προκειμένου να άρει την αμαρτία και τη  φθορά και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, όμως η αποκατάσταση αυτή που όντως πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη Σταυρική θυσία του Κυρίου έγινε δύσκολο αγώνισμα για τον άνθρωπο, περνώντας μέσα από τη διαδικασία της πίστεως, της εντάξεώς του στην Εκκλησία, της ασκήσεώς του πάνω στις εντολές του Χριστού. Κι αυτό θα πει ότι αφενός ο Χριστός ως και τέλειος άνθρωπος πέρα από Θεός συνιστά το όριο του κατεξοχήν υγιούς ανθρώπου – σ’  Εκείνον βλέπουμε τι σημαίνει ψυχική και πνευματική υγεία σε επίπεδο τελειότητας – αφετέρου η ψυχική υγεία (η σωματική μετά Χριστόν στον κόσμο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά απαραίτητη)  υπάρχει και αναπτύσσεται στον πιστό, όταν αγωνίζεται την οδό της  αγιότητας. Ανθρωπίνως με άλλα λόγια η κατεξοχήν ψυχικά υγιής ήταν η Παναγία κι ακολουθούν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Ο όσιος Σιλουανός του Άθω βεβαιώνει: «Πώς να καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή ασθενής; Η ασθενής ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιον Πνεύμα».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ

«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’  ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’  έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν».

Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), επεσήμανε ο υμνογράφος της ακολουθίας τους ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων  βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’  αυτούς και ως φιλαδελφία,  και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα. «Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα».  Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον  η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού. «Το ίδιο τους το όνομα ενωμένο με τη μεταξύ τους αγάπη, όπως και η αγνότητά τους αναμιγμένη με την απάθειά τους, διεφύλαξε χωρίς βλάβη τη σταθερή και ισχυρή γνώμη τους. Διότι όπου υπάρχει πόθος για τον Θεό, εκεί όλος ο κόσμος έχει πάει στην άκρη – όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη από τη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού. «Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς» - με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’  αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω: «όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».

Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’  αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!

08 Οκτωβρίου 2025

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ

«Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, εν αντιθέσει προς τους Φαρισαίους για παράδειγμα που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρομιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας. 

07 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

 

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων (επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων), ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ «ΑΠΙΣΤΙΑ» (6η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος, επιφυλακτικότητα που τη θυμόμαστε την 6η Οκτωβρίου εξ αφορμής του μαρτυρικού του τέλους και της ενδόξου εισόδου του στη Βασιλεία του Θεού, γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού και γι’ αυτό τη σωτήρια ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας! Κι είναι γνωστό ότι όπου ο άνθρωπος αναζητεί εναγώνια την αλήθεια, εκεί η αλήθεια-Χριστός φανερώνεται. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος τελικώς «ακούει» τη φωνή του Θεού, στον μόνο τόπο που «μιλάει» Εκείνος, την καρδιά του ανθρώπου. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (ο Κύριος).

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο στη ζωή αυτή που να οδηγεί σε πλήρη βεβαιότητα των σκέψεων και των ενεργειών ενός ανθρώπου. Η αποσπασματικότητα και η έλλειψη πλήρους σφαιρικής ματιάς είναι το γνώρισμα της θνητότητας στον κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί, ή μάλλον δεν θέλει να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της «λάσπης» και του οριζόντιου μόνο τρόπου ζωής – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού! Κατά την Αγία Γραφή «είπε ο ανόητος άνθρωπος μέσα στην καρδιά του: δεν υπάρχει Θεός!»

Κι από την άποψη αυτή η απιστία του ανθρώπου κάθε εποχής δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά πρακτικό: η ζωή του τον οδηγεί είτε στον Θεό είτε στη διαγραφή του Θεού. Δεν είπε τυχαία ένας σοφός άνθρωπος της εποχής μας, ο μακαριστός μεγάλος π. Επιφάνιος (Θεοδωρόπουλος), ότι αν πειθόταν και ο μεγαλύτερος άθεος να ακολουθήσει με λίγη συνέπεια τις εντολές του Χριστού για λίγες ημέρες, μόνος του έπειτα θα Τον αναζητούσε διαρκώς.  

04 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

«Είπεν ο Κύριος∙ Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως…Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Λουκ. 6, 31)

 

Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.

1. Ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ο συ μισείς, μηδενί ποιήσης», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον - εννοιολογικά και μορφολογικά τον συναντάμε και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες.  Πρόκειται για κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.

2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.

3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Κατεξοχήν την αποδοχή του προσώπου μας, τον  σεβασμό της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, την απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, τη διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο την αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;

4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.

Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αυτός (ο Θεός) χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.

Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών – και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, αλλά και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του κατά πώς το απεκάλυψε, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 6, 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Ἀφοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν. Κι ἄν κάνετε καλό σ’ αὐτούς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἄν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νά σᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν στούς ὁμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτα. Ἔτσι, ὁ Θεός, πού εἶναι καλός ἀκόμα καί μέ τούς ἀχάριστους καί τούς κακούς, θά σᾶς ἀνταμείψει μέ τό παραπάνω καί θά σᾶς κάνει παιδιά του. Νά εἶστε λοιπόν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικός εἶναι κι ὁ Θεός Πατέρας σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. στ΄ 16 - 18, ζ΄ 1)

«Ἀδελφοί, ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι΄ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ΄ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί καί θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό καθετί πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή. Ἄς ζήσουμε μία ἅγια ζωή μέ φόβο Θεοῦ.