30 Δεκεμβρίου 2025

ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΑΙ σπήλαιο!

«Γεγονότα λῃστῶν με σπήλαιον, Κύριε, ὁ τεχθείς ἐν Σπηλαίῳ, ναόν ἀνάδειξον σοῦ καί τοῦ Πατρός καί θείου σου Πνεύματος, ἵνα σε δοξάζω εἰς πάντας τούς αἰῶνας» (β΄ προεόρτ. κανών Χριστουγέννων, 23ης Δεκεμβρίου).

(Κύριε, Συ που γεννήθηκες σε Σπήλαιο, ανάδειξέ με ναό δικό Σου και του Πατρός και του θείου Σου Πνεύματος, προκειμένου να σε δοξάζω σε όλους τους αιώνες. Κι αυτό γιατί έγινα σπήλαιο ληστών).

Ο μεγάλος άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, που σημαίνει μιλώντας εξ ονόματος όλων των χριστιανών ως στόμα της Εκκλησίας, αναφέρεται στη Γέννηση του Κυρίου ξεκινώντας με το απόλυτο δεδομένο: την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Την αμαρτία που δεν την εκλαμβάνει μ’ έναν γενικό, αφαιρετικό και ιδεαλιστικό τρόπο – κάποτε ο άνθρωπος αμάρτησε και διέγραψε τον Θεό από την οπτική της ζωής του – αλλά με τον μόνο τρόπο που την αποδέχεται η Εκκλησία μας: ως μία πραγματικότητα που κληρονομήσαμε από τους Προπάτορές μας, όχι ως κληρονομημένη ενοχή αλλά ως φθορά που υπέστη η ανθρώπινη φύση – την ζει ο καθένας στο ίδιο το «πετσί» του. Μολύνθηκε δηλαδή το ανθρώπινο δένδρο απαρχής, οπότε και οι καρποί έκτοτε, όλοι οι άνθρωποι και όλη η φύση στους αιώνες, παρουσιάζονται μολυσμένοι. Η χριστιανική πίστη μας δεν τρέφει αυταπάτες ως προς το ποιόν του κάθε ανθρώπου: κάθε άνθρωπος μέσα στο μεγαλείο του ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού πλασμένος έρχεται  στον κόσμο «ρέπων επί τα πονηρά επιμελώς εκ νεότητος αυτού» - κάθε άνθρωπος ζει τον θάνατο, πνευματικό και σωματικό, που έφερε η ανταρσία του ανθρώπου απέναντι στον Δημιουργό του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Μπορεί να έχει το φως του Χριστού που απαρχής του δώρισε Εκείνος, όμως το φως αυτό είναι πια τόσο ασθενικό, λόγω της σκίασής του από τις διαστροφές των παθών του και την επήρεια του Πονηρού, ώστε δεν μπορεί να τον φωτίσει παρά ελάχιστα – ίσα που να έχει ένα αίσθημα δικαίου και να διψάει για το χαμένο «κέντρο» του.

Κι ήρθε ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας Κύριος, το δεύτερο πρόσωπο του Τριαδικού Θεού, ως άνθρωπος στον κόσμο –το μέγιστο των μυστηρίων: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» - οπότε με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως έδωσε και πάλι τη δυνατότητα στον άνθρωπο να φτάσει στον αρχικό προορισμό του: να γίνει κατά χάριν Θεός, «θεώσας το πρόσλημμα»!  Κι αυτό που αδυνατεί να δεχτεί η ανθρώπινη λογική, εκεί που ιλιγγιά ο νους του ανθρώπου: πώς ο αθεώρητος και άναρχος Θεός γίνεται ορατός και λαμβάνει αρχή, γίνεται δυνατό για τον απλούστατο λόγο ότι ο Θεός μας είναι η απόλυτη αγάπη και η απόλυτη ταπείνωση. Χωρίς τα «δεδομένα» αυτά κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός, κανείς συνεπώς δεν μπορεί να γιορτάσει Χριστούγεννα. «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων είς αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον».

Οπότε κάθε χριστιανός, βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομα του Χριστού, «ενδεδυμένος» Εκείνον, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», έγινε και διαρκώς γίνεται ναός του Τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος – κοινή γαρ η ενέργεια του Θεού μας. Ο Θεός μας δηλαδή λόγω ακριβώς της αγάπης και της ταπείνωσής Του σμικρύνεται και εισέρχεται στα στενά όρια της ύπαρξής μας, το σώμα και την ψυχή μας, στο «σπήλαιο» της καρδιάς μας, δίνοντάς μας όμως έτσι τη δυνατότητα τέτοιας διεύρυνσης και «πλατυσμού», ώστε να μπορούμε να χωράμε εξαιτίας Του τον κόσμο όλο, παγκόσμια και διαχρονικά – το βλέπουμε στην Υπεραγία Θεοτόκο, την «πλατυτέραν των Ουρανών». Και δεν είναι ασφαλώς η δική μας δύναμη - μολονότι έφτιαξε και το σώμα μας για να δεχτεί την «απειρία» Του - αλλά Εκείνος που μας φέρνει σε τέτοιο σημείο που καθιστά και τον άνθρωπο τελικώς ένα μυστήριο. Θυμίζει η αλήθεια αυτή αυτό που σημειώνει η εκκλησιαστική υμνογραφία μας για τον Σταυρό του Κυρίου. «Σταυρός επάγη επί της και ήψατο των Ουρανών, ουχ ως του ξύλου φθάσαντος το ύψος, αλλά Σου του εν αυτώ πληρούντος τα σύμπαντα» (Μπήχτηκε ο Σταυρός πάνω στη γη και άγγιξε τα Ουράνια. Όχι διότι το ξύλο του σταυρού έφτασε το ύψος αυτό, αλλά Εσύ που πάνω σ’ αυτό γεμίζεις με την παρουσία Σου τα σύμπαντα).

Ο άγιος υμνογράφος όμως ενώ ασφαλώς έχει υπ’ όψιν του τις θεολογικές παραπάνω αλήθειες αναφέρεται και στα μετέπειτα της παρουσίας του Κυρίου. Εννοούμε ότι μπορεί ο βαπτισμένος άνθρωπος να αποκαταστάθηκε με τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου, αλλά αν δεν προσέξει και λησμονήσει την άπειρη αυτή δωρεά του Θεού, δυστυχώς χάνει το δώρο, «ξεσκίζοντας» το ένδυμα-Χριστό, γινόμενος και πάλι «σπήλαιον ληστών» λόγω των αμαρτιών που αφήνει να αναπτύσσονται και να εξελίσσονται στην καρδιά του. Συνεπώς η βαθιά προσευχή του αγίου έγκειται και σε τούτο: «σ’ εμένα, Κύριε, που με έκανες ναό Σου, αλλά ξανάγινα σπήλαιο ληστών, δώσε μου μετάνοια ώστε να επανέλθω από εκεί που ξέπεσα. Να γίνω ναό σου εκ νέου, με σκοπό να Σε δοξάζω διαρκώς και ακατάπαυστα». Διότι η όποια δωρεά στον άνθρωπο από τον Κύριο της δόξης αν δεν γίνει αφορμή δοξολογίας προς Εκείνον, δυστυχώς εξαφανίζεται. Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που αέναα, σε όλες τις περιστάσεις του βίου, αγαθές αλλά και θεωρούμενες «κακές», βρίσκεται σε δοξολογική και ευχαριστιακή στάση. Το «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» είναι ό,τι τον χαρακτηρίζει, γεγονός που φανερώνει ότι όντως αυτός εορτάζει και τα Χριστούγεννα.