03 Αυγούστου 2021

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΜΑΣ

῾Ο Θεός «ἀγάπη ἐστί» κατά τήν Ἀποκάλυψή Του, ἀπαρχῆς καί πάντοτε, χωρίς νά ὑπάρχει ὁποιαδήποτε μετατόπιση ἀπό τήν ἀλήθεια αὐτή. Κι αὐτό γιατί ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος «πιστός» καί δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει καί ν᾽ ἀρνηθεῖ τόν ῾Εαυτό Του - «ἀρνήσασθαι ἑαυτόν ὁ Θεός οὐ δύναται» (Β´ Τιμ. 2, 13) -,  κάτι πού συνιστᾶ ὄχι μόνο θεμέλιο γιά τήν πίστη μας, ἀλλά καί τή μεγαλύτερη παρηγοριά μας. ῎Ας φανταστοῦμε τί σχέση θά εἴχαμε μέ τόν Θεό, τί αἰσθήματα θά βιώναμε, ἄν πιστεύαμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει μεταπτώσεις συναισθηματικές καί μᾶς συμπεριφέρεται κατά τό δοκοῦν! Θά ἦταν ὄχι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς καί τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλ᾽ οἱ θεοί τῆς εἰδωλολατρίας καί τῶν ᾽Αρχαίων ῾Ελλήνων, θεοί-δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπου, κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ῾θεοί᾽ τῶν διαφόρων θρησκειῶν λειτουργοῦν ὡς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς δικές τους διακυμάνσεις τῆς ψυχῆς καί ἀντιστοίχως πρός τά ἀνθρώπινα πάθη. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τό κυρίαρχο στοιχεῖο πρός τούς ὑποτιθέμενους αὐτούς θεούς εἶναι ὁ φόβος, πού σημαίνει ὅτι στό βάθος ὁ ἄνθρωπος στέκει μέ φόβο τελικῶς ἀπέναντι καί στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.

Ὁ Θεός μας ὅμως εὐτυχῶς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ φίλος καί ἀδελφός μας, ἡ Μάνα μας, Ἐκεῖνος πού ἡ χαρά Του εἶναι νά βρίσκεται καί νά εἶναι μαζί μας!

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (3)

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς» (γ΄ ωδή Μεγ. Παρακλ. Κανόνος).

Σε όλα βρήκα αδιέξοδο, γι’  αυτό με οδύνη σου φωνάζω: πρόφθασε, (Παναγία), Συ που είσαι η θερμή προστασία, και δώσε τη βοήθειά σου σ’ εμένα το δούλο σου, που είμαι ταπεινός και άθλιος και που επιζητώ με ζήλο τη δική σου ενίσχυση. 

Στους παραπάνω στίχους του βασιλιά ποιητή – και όχι μόνο σ’  αυτούς - ο τόνος  είναι δραματικός, γιατί ο ποιητής, εκπροσωπώντας σύνολο τον πιστό λαό, αποτυπώνει μία μεγάλη αλήθεια: ο άνθρωπος όπου κι αν στραφεί στον κόσμο τούτο, για να βρει τη χαρά και το νόημα της ζωής, χωρίς Χριστό, προσκρούει σε αδιέξοδο. Είτε άνθρωποι είτε χρήματα είτε διασκεδάσεις είτε οτιδήποτε άλλο, στο τέλος όλα αυτά αφήνουν τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου της καρδιάς. Ο υμνογράφος λοιπόν γίνεται εκφραστής αυτής της αλγούσας και οδυνωμένης καρδιάς του ανθρώπου, που παντού συναντά το αδιέξοδο. «Απορήσας εκ πάντων οδυνηρώς κράζω σοι…».

Θα τολμούσαμε να παρομοιάσουμε την κατάσταση αυτή με εκείνη που βίωσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, όταν έχασε, λόγω εμμονής στην αμαρτία, τη σχέση με την πηγή της ζωής, τον Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στην εναγώνια αναζήτησή του να βρει τη ζωή, στη γυναίκα του. Και νομίζοντας ότι βρήκε αυτήν τη ζωή στο πρόσωπό της, της δίνει το όνομα: Ζωή, «Εύα». Αντί του Θεού, ο άνθρωπος. Κι αυτό βεβαίως ήταν η απαρχή των αδιεξόδων του.

Ο υμνογράφος όμως είναι πιστός και ζει τη σωτηρία που έφερε ο Χριστός. Ξέρει ότι μόνον Εκείνος γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, γιατί είναι ο Πατέρας και ο Δημιουργός Του. Σαν τον απόστολο Πέτρο κι εκείνος ομολογεί: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» - Κύριε, σε ποιον να στραφούμε; Εσύ έχεις τα λόγια της αιώνιας ζωής.  Γι’ αυτό και η τραγικότητα της φωνής του μεταβάλλεται σε κραυγή ανακούφισης, δηλαδή όταν στο αδιέξοδο έχει βρει τη διέξοδο και τη λύση: Επικαλείται Εκείνον που είναι η σωτηρία, αλλά μέσω της Παναγίας Μητέρας Του. Οι αμαρτίες του, που τον κάνουν να νιώθει ταπεινός και άθλιος, του θέτουν εμπόδιο, ώστε να ριχτεί άμεσα στην αγκαλιά του Χριστού. Η λύση γι’  αυτόν είναι η μεσιτεία της Παναγίας. Υπερβολή ίσως και πιθανόν μία έμμεση «υποβάθμιση» της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο - ο Χριστός είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» από απειρία αγάπης προς αυτόν. Αλλά είπαμε: ο Κύριος χαίρεται πάντοτε να βλέπει αυτό που «αντανακλά» τον δικό Του τρόπο ζωής και το δικό Του ήθος: την ταπείνωση. Κι αυτό φανερώνει ο υμνογράφος, όταν «διστάζει» να στραφεί άμεσα στον Κύριο και Θεό του, πραγματοποιώντας το όμως με άλλον τρόπο: μέσω της Θεοτόκου!

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΑΛΜΑΤΟΣ, ΙΣΑΚΙΟΣ ΚΑΙ ΦΑΥΣΤΟΣ

«Ο άγιος Δαλμάτος ήταν στρατιωτικός επί Θεοδοσίου του βασιλιά, ζώντας με ευσέβεια και θεάρεστα. Για την αγάπη του Θεού, εγκατέλειψε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και παίρνοντας μαζί του μόνον τον γιο του Φαύστο, έρχεται προς τον όσιο Ισάκιο, γίνεται μοναχός και φθάνει σε μεγάλο ύψος αρετών. Ο δε θαυμάσιος Ισάκιος από πολύ μικρός κατοίκησε στην έρημο, ασκώντας κάθε είδος αρετής, γι’  αυτό και ο λόγος του ήταν λαμπρότατος, που επιβεβαιωνόταν  από την ως κόσμημα ζωή  του. Αυτός, όταν εξεστράτευε ο αρειανόφρονας βασιλιάς Ουάλης κατά των Σκυθών, τον πλησίασε και του είπε: Άνοιξε, βασιλιά, τις εκκλησίες των ορθοδόξων και θα νικήσεις στον πόλεμο. Επειδή όμως δεν τον έπειθε, αλλ’  αντίθετα τον εξόργισε, ο βασιλιάς του είπε ότι θα τον κανονίσει μετά την επάνοδό του. Αν επιστρέψεις, είπε ο όσιος, σημαίνει ότι δεν είναι μαζί μου Κύριος ο Θεός. Διότι θα κάνεις τον πόλεμο και θα υποχωρήσεις μπροστά στους εχθρούς σου, και θα καείς ζωντανός μέσα στη φωτιά. Αυτό και έγινε, διότι κλείστηκε μέσα σε αχυρώνα ο βασιλιάς και κατακάηκε. Ο άγιος Ισάκιος, όταν επρόκειτο να φύγει από τον κόσμο αυτό, έκανε τον όσιο Δαλμάτο ηγούμενο, όταν πατριάρχευε στην Κωνσταντινούπολη ο Αττικός. Ο Δαλμάτος δε, αφού προηγουμένως διέπρεψε στην άσκηση και έμεινε χωρίς φαγητό επί σαράντα ημέρες και έπειτα για άλλες τόσες ευρισκόμενος σε έκσταση, «καθίσταται αιδέσιμος» από τον βασιλιά, τη Σύγκλητο και τους Πατέρες της Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι και τον ψήφισαν ισόβιο αρχιμανδρίτη, όπως και όλους τους μετά από αυτόν ηγουμένους της Μονής του. Κι αφού εκοιμήθη εν Κυρίω, ετάφη στο δικό του Μοναστήρι».

Κύριο γνώρισμα των οσίων αυτών, κατά τον εκκλησιαστικό υμνογράφο, ήταν η απάθεια, στην οποία έφτασαν και με την οποία φώτισαν τις καρδιές όλων των πιστών. «Και τη απαθεία διαλάμψαντες, πάντων τας καρδίας κατεφώτισαν», όπως σημειώνει ήδη το πρώτο τροπάριο των στιχηρών του εσπερινού τους. Λέγοντας όμως απάθεια δεν εννοεί η Εκκλησία μας μία φιλοσοφικού τύπου, σαν των Στωϊκών, ή μία ασκητική, Βουδιστικού τύπου, κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να απέχει από όλους και από όλα, ώστε να διατηρείται σε ένα είδος ψυχικής γαλήνης. Αυτό μπορεί να προβάλλεται ως υψηλού τύπου πνευματικότητα από ορισμένους, αλλά πόρρω απέχει από ό,τι η πνευματική ζωή της Εκκλησίας κατανοεί με τον όρο αυτό. Κατά την ορθόδοξη πίστη μας λοιπόν η απάθεια, την οποία έζησαν οι όσιοί μας, αλλά και όλοι οι άγιοι, είναι το ανώτερο σημείο στο οποίο φτάνει ο πιστός χριστιανός, το ενσυνείδητο μέλος του Χριστού - άρα με τη δύναμη και τη χάρη Εκείνου και όχι αυτοδύναμα – όπου έχει υποτάξει τα πάθη της σαρκός, δηλαδή τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, δια των ενθέων παθών, δηλαδή της εγκρατείας, της αγάπης, της ταπείνωσης. Με άλλα λόγια, η απάθεια είναι η χαρισματική κατάσταση, κατά την οποία ο πιστός ζει ως δική του τη ζωή του Χριστού, συνεπώς κατάσταση που συνιστά όχι μία αποχή και άρνηση, αλλά μία δυναμική, εν αγάπη πολλή, στροφή προς τον κόσμο, που τον κάνει να αναλαμβάνει τις οδύνες του κόσμου ως κάτι το προσωπικό:  ένα είδος μετοχής δηλαδή στον Σταυρό του Χριστού. Έτσι απάθεια είναι η εσωτερική, μυστική ζωή του αποστόλου Παύλου, που τον έκανε να ομολογεί: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός».

Το συναξάρι των οσίων όμως, πέραν των παραπάνω, προκαλεί τη σκέψη μας με την αναφορά του στον βίο ιδίως του οσίου Δαλμάτου: «Διά την αγάπην του Θεού, σημειώνει, κατέλιπε την γυναίκα και τα τέκνα αυτού», γενόμενος μοναχός στη Μονή του οσίου Ισακίου. Πώς μπορεί να γίνει αποδεκτή αυτή η φυγή από την οικογένεια; Θεωρείται σύμφωνη με το θέλημα του Θεού; Μία πρώτη απάντηση είναι ότι ο όσιος φεύγει «δια την αγάπην του Θεού». Συνεπώς, είναι δικαιολογημένος για την επιλογή του αυτή. Ο Κύριος δεν είπε ότι πρέπει να Τον αγαπάμε πάνω από όλα, δηλαδή και από γυναίκα και από τέκνα και από γονείς και από κτήματα; «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Από την άλλη όμως, ο γάμος και η οικογένεια μπορεί να θεωρηθούν εμπόδια για την αγάπη προς τον Χριστό; Ο ίδιος ο Χριστός δεν ευλόγησε αυτά, γι’ αυτό και η οικογένεια χαρακτηρίζεται ως «κατ’ οίκον Εκκλησία»; Κι αν πρέπει κανείς ν’  αφήσει την οικογένειά του χάριν της αγάπης του Θεού, πώς ο απόστολος Παύλος τονίζει, με αυστηρότητα μάλιστα, ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω» - ο καθένας εκεί που τάχθηκε εκεί και να μένει; Δεν είναι ο γάμος και η οικογένεια δρόμος μέσα στην Εκκλησία, παράλληλος της άγαμης αφιερωμένης ζωής, που οδηγεί και αυτός στη βασιλεία του Θεού; Πόσους εγγάμους αγίους δεν έχουμε;

Την απάντηση, ως προς τον όσιο Δαλμάτο, λοιπόν,  πρέπει να την αναζητήσουμε και με άλλα δεδομένα. Βεβαίως, κριτήριό του ήταν η αγάπη του Θεού, που τον κινούσε στις διάφορες επιλογές του, αλλά η απόφασή του να εγκαταλείψει την οικογένεια δεν πρέπει να κατανοηθεί ως εναντίωση προς αυτήν, αλλ’  ούτε ως υποβάθμισή της. Οπωσδήποτε πρέπει να είχε τη συγκατάθεση της συζύγου του, τη σύμφωνη γνώμη της, δεδομένου ότι και το παιδί τους Φαύστο παίρνει μαζί του, αφήνοντας τα άλλα, και επικροτεί την απόφασή του αυτή ο διορατικός και προορατικός γέρων όσιος Ισάκιος. Έτσι για τον όσιο Δαλμάτο η φυγή αυτή φαινόταν και ήταν σύμφωνη προς το θέλημα του Θεού, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα με την όλη εξέλιξη της ζωής του: αναδείχθηκε σε μεγάλο άγιο, τόσο που και την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο (431 μ.Χ.) στήριξε κι αυτός – και ο όσιος Δαλμάτος, αλλά και οι άλλοι μαζί του άγιοι, διακρίθηκαν και για την ιεραποστολική και αντιαιρετική δράση τους-  αλλά και η Σύνοδος, όπως είδαμε στο συναξάρι, τον τίμησε  και του έδωσε τον τίτλο του αρχιμανδρίτη.

Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, αφενός θα πρέπει να συνειδητοποιούμε και εμείς ότι η απάθεια των αγίων αποτελεί προοπτική και δική μας, γιατί ταυτίζεται τελικώς με τον αγώνα για απόκτηση της αγάπης, δηλαδή του ίδιου του Θεού – ο Θεός μας είναι ο κατεξοχήν απαθής ως η απόλυτη αγάπη – αφετέρου δεν θα πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε επιφανειακά συμπεράσματα από τη ζωή των αγίων μας. Και τονίζουμε το δεύτερο, γιατί ακούγονται κάποιες φωνές από χριστιανούς, οι οποίες λένε ότι ίσως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν και αυτοί την οικογένειά τους, για την αγάπη του Θεού, και να γίνουν μοναχοί. Κάτι τέτοιο νομίζουμε ότι θα διέστρεφε τη ζωή των αγίων, γιατί, όπως είπαμε, δεν θα ελάμβανε υπόψιν το ίδιο το θέλημα του Θεού, το οποίο είναι και το απόλυτα ρυθμιστικό στοιχείο στη ζωή ενός χριστιανού. Και για να το πούμε πολύ απλά: ένας έγγαμος, υποθετικά, ίσως θα μπορούσε να φύγει για να γίνει μοναχός, αν η δίψα του για τον Θεό ήταν τεράστια, τέτοια που όλος ο νους του να είναι αιχμαλωτισμένος από Εκείνον, αν συμφωνούσε γι’  αυτό η σύζυγος και τα παιδιά του, κι αν είχε βεβαίως έναν Γέροντα Πορφύριο ή ένα Γέροντα Παῒσιο, που να «έβλεπε» ότι πράγματι τα κίνητρά του ήταν υγιή, που σημαίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

02 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (2)

«Θελητήν του ελέους, ον εγέννησας, μήτερ αγνή, δυσώπησον…» (ζ΄ωδή Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

(Παρακάλεσε, Αγνή Μητέρα, τον Χριστό που γέννησες και που θέλησή Του είναι να μας ελεεί).

Απευθυνόμαστε και πάλι στην Παναγία να γίνει η μεσίτριά μας προς τον Υιό και Θεό της: να παρακαλέσει Εκείνον για χάρη μας – «και Σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν» - διότι εμείς, λόγω των πταισμάτων και των μολυσμάτων της ψυχής μας, δεν έχουμε παρρησία ενώπιόν Του, ώστε ο Χριστός προς χάρη πια Εκείνης να μας δώσει την ίαση της ψυχής και του σώματος. Ο ύμνος όμως χρησιμοποιεί μία φράση που νομίζουμε είναι από τις πιο ωραίες και κατανυκτικές των παρακλητικών κανόνων: ο Κύριος είναι ο «θελητής του ελέους». Δηλαδή όχι μόνον έχει έλεος: αγάπη και συμπάθεια και συγχωρητικότητα για όλους τους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς σε Αυτόν, με την έννοια ότι οι πιστοί βλέπουν αυτό το έλεος και το αποδέχονται, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται στη ζωή τους, αλλά  θ έ λ ε ι   και να το έχει. Θέλουμε να πούμε ότι το έλεος του Χριστού σε μας δεν είναι μία προσφορά και ένα άνοιγμα «αφ’ υψηλού», όπως ενός πλούσιου σε έναν φτωχό για παράδειγμα, που του δίνει πολλές φορές για να τον «ξεφορτωθεί» ή από οίκτο, αλλά είναι μία προσφορά, ένα δόσιμο που κατανοείται ως «ανάγκη» του Χριστού, δηλαδή είναι προσφορά χαράς, πού δεν μπορεί να μην υπάρχει.

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι «ο Θεός αγάπη εστί», η αγάπη δηλαδή συνιστά, όπως λένε οι θεολόγοι, τον τρόπο ύπαρξής Του και δεν είναι απλώς ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά Του. Έτσι ο Θεός δεν μπορεί να μην αγαπά, η αγάπη είναι οφειλή στα πλάσματά Του, γεγονός που σημαίνει ότι είτε Τον θέλουμε είτε δεν Τον θέλουμε, η θετική στάση Του απέναντί μας είναι δεδομένη. Αν ο ίδιος ο Κύριος εντέλλεται να αγαπάμε και τους εχθρούς μας, αν ο απόστολος Παύλος μάς τονίζει ότι «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», δηλαδή οφείλουμε, χρωστάμε την αγάπη μας σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από τι είναι αυτός, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για Εκείνον, που είναι η πηγή της αγάπης; Μπροστά σ’  αυτόν τον Θεό μας η μόνη στάση βεβαίως είναι η δοξολογία μας και τα δάκρυά μας.  

ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΚΤΗΣΕΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ!

Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, νεαρό παλληκάρι δεκαεπτά ετών, έγινε χωρίς να το θέλει μέτοχος ενός συγκλονιστικού γεγονότος: είδε με αίσθηση ψυχής τη βαθειά προσευχή ενός αγιασμένου ασκητή, Δημά στο όνομα, ο οποίος αξημέρωτα ακόμη και πριν ξεκινήσει η ακολουθία στο Κυριακό της Σκήτης, είχε πάει, μόνος καθώς νόμιζε, ακριβώς για να προσευχηθεί. Η προσευχή του Δημά, κατανυκτική και δακρυρροούσα, συνοδευόμενη και με μεγάλες μετάνοιες, αποτέλεσε για τον νεαρό καλόγερο συγκλονιστική εμπειρία, καθώς του δόθηκε η χάρη να δει τι σημαίνει αληθινή προσευχή, τι σημαίνει ένωση με τον Θεό. Δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη σκιασμένη θέση του – θεώρησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν βλασφημία! Κι ήταν το ιερό τούτο γεγονός η ευλογημένη στιγμή ν’ αποκτήσει κι αυτός, από τη μικρή αυτή ηλικία, το χάρισμα της διόρασης και προόρασης του άγνωστου κατά τα άλλα σπουδαίου αυτού ασκητή. Η ευλαβική στάση του μπροστά στην ψυχή που προσευχόταν έγινε η δίοδος για να ρεύσει και σ’ αυτόν η ίδια χάρη προσευχής του Δημά και των χαρισμάτων που την συνόδευαν.

Το παράδειγμα είναι πράγματι μοναδικό. Δείχνει ότι όταν συντρέχουν και οι δικές μας προϋποθέσεις: η καλή μας η διάθεση, η αποφασιστική στροφή της βούλησής μας προς το θέλημα του Θεού, μπορεί να επιτρέψει ο Θεός να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι των χαρισμάτων των συνανθρώπων μας, ιδίως των προχωρημένων και «τελείων» χριστιανών. Κι αυτό θα πει: όπου βλέπουμε αρετή και χάρισμα του συνανθρώπου να στεκόμαστε με ευλάβεια απέναντί τους όπως θα στεκόμασταν ενώπιον του ίδιου του Χριστού – Εκείνος άλλωστε τα χορηγεί! Η στάση μας αυτή συνιστά την απόδειξη ότι λειτουργεί η χριστιανική μας συνείδηση, δηλαδή βρισκόμαστε σ’ εκείνην την ετοιμότητα που η ώρα του Θεού μπορεί να σημάνει εξαιρετικά και για εμάς. Ίσως θα πρέπει εδώ να θυμηθούμε τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «όσοι δέχονται προφήτη στο όνομα του προφήτη, δηλαδή «βλέπουν» το δοσμένο από τον Θεό χάρισμα, παίρνουν κι αυτοί μισθό προφήτη»!

Δυστυχώς τούτο λειτουργεί και αντίστροφα: η αποδοχή και η «χαρά» της πονηρίας κάποιου, η καρδιακή συμμετοχή μας σε αισθήματα και ενέργειες αντίθετα προς το θέλημα του Θεού, μπορεί να γίνουν η θύρα για την είσοδο στην καρδιά μας των δαιμονίων που υποκρύπτονται πίσω από αυτά. Θέλει πολλή προσοχή πού κλίνουμε τη φορά της καρδιάς μας! Γινόμαστε ό,τι ετοιμάζουμε για τον εαυτό μας!

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

«Μετά από πολλά χρόνια αφότου μαρτύρησε ο άγιος Στέφανος και είχαν δώσει τη ζωή τους πολλοί για χάρη του Χριστού, την ταραχή διαδέχτηκε γαλήνη κι έπνευσε άνεμος ελευθερίας, λόγω του πρώτου μεταξύ των βασιλέων και χριστιανικότατου Κωνσταντίνου. Τότε λοιπόν και ο πολύτιμος θησαυρός, το λείψανο δηλαδή του αγίου Στεφάνου, φανερώνεται: Κάποιος γέροντας ιερέας, σεβαστός πολύ για την αγία του ζωή, Λουκιανός στο όνομα, κατοικούσε στην κώμη, στην οποία και ο θησαυρός του λειψάνου του αγίου κρυβόταν κάτω από τη γη. Σ’  αυτόν όχι μία, αλλά και δύο και τρεις φορές φάνηκε ο Πρώταθλος, φανερώνοντας τον εαυτό του. Ο πρεσβύτερος έσπευσε τότε να αναγγείλει τις οπτασίες του αγίου στον επίσκοπο της περιοχής Ιωάννη. Αυτός δε με μεγάλη χαρά κι αφού πήρε μαζί του τους κληρικούς της πόλεως πήγε στον τόπο που του υπέδειξε ο πρεσβύτερος, έσκαψε και βρήκε τη σορό. Ξαφνικά τότε έγινε σεισμός μεγάλος και μία ευωδία έντονη χύθηκε παντού γύρω, ενώ φωνές αγγέλων που έρχονταν από ψηλά έψαλλαν το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Πολλές θεραπείες αρρώστων πραγματοποιήθηκαν παράλληλα, που κήρυτταν τη χάρη του Πρωτομάρτυρα. Αμέσως λοιπόν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, με δύο άλλους επισκόπους κι όλο τον κλήρο και τον λαό, προσκύνησαν με ευφροσύνη και χαρά το άγιο εκείνο σώμα, και με λαμπάδες και ύμνους και θυμιάματα και την αρμόζουσα τιμή, το κατέθεσαν στην πόλη της Σιών. Μετά από αυτά, σεβάσμιος ναός για τον άγιο, στην πόλη αυτή, οικοδομείται από κάποιο Αλέξανδρο συγκλητικό, ο οποίος, αφού παρεκάλεσε πολύ τον Αρχιερέα, τοποθέτησε το τίμιο λείψανο σ’ αυτόν, με κάθε σεβασμό. Δεν πέρασαν πέντε χρόνια και ο συγκλητικός εκοιμήθη, οπότε κατατέθηκε δίπλα στον άγιο, σε ίδια με αυτόν λειψανοθήκη, όπως ο ίδιος την είχε παραγγείλει. Επειδή όμως πολλοί πίεζαν τη γυναίκα του, που ήταν πλούσια και όμορφη, να ξαναπαντρευτεί, εκείνη σκέφτηκε να πάρει τη λειψανοθήκη του άντρα της και να πάει στον πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη. Από κάποιο σχέδιο όμως της θείας πρόνοιας, έγινε λάθος στη λειψανοθήκη, πήρε δηλαδή του αγίου Στεφάνου, η οποία φερόταν πάνω σε όνο και έτσι γινόταν η πορεία. Όλη τη νύκτα όμως αγγελικός ύμνος και δοξολογίες ακούονταν, όπως και μεγάλη ευωδία, σαν να έχει χυθεί μύρο πολύ, γέμιζε τα πάντα, ενώ τα πονηρά πνεύματα βογγούσαν, κραυγάζοντας «αλλοίμονό μας, γιατί ο Στέφανος βρίσκεται ανάμεσά μας, μαστιγώνοντάς μας». Καθώς έφτασαν στην Ασκάλωνα, παραλιακή πόλη, μίσθωσαν πλοίο και ξεκίνησαν, ενώ κατά την οδοιπορία έγιναν πολλά θαύματα και σημεία, που δεν μπορούμε να τα εξιστορήσουμε εδώ. Όταν έφτασαν στη Βασιλίδα των πόλεων και άκουσε ο βασιλιάς αυτό που είχε συμβεί, κι ό,τι είχε πάθει η γυναίκα, αμέσως την κάλεσε κι άκουσε από το στόμα της όλη την ιστορία. Γέμισε από μεγάλη χαρά και αγαλλίαση λοιπόν ο καλλίνικος και φιλευσεβής βασιλιάς, κι έδωσε εντολή στον αρχιερέα με όλο τον κλήρο και τον λαό να υποδεχτεί τον άγιο και να τον οδηγήσουν με μεγάλη τιμή και ευλάβεια στα βασίλεια. Τότε λοιπόν έγιναν και άλλα μεγάλα και τεράστια, από τα οποία μόνον ένα θα καταγράψουμε. Τραβούσαν οι ημίονοι το άρμα, στο οποίο υπήρχε ο θησαυρός, μέχρις ότου έφτασαν σε τόπο που ονομαζόταν Κωνσταντιανάς, κι εκεί οι ημίονοι σταμάτησαν. Την ώρα εκείνη ένας ημίονος είπε με ανθρώπινη φωνή: Για ποιο λόγο μας χτυπάτε να προχωρήσουμε; Εδώ πρέπει να κατατεθεί ο άγιος. Ο αρχιερέας και όλοι οι παριστάμενοι άκουσαν τις φωνές και δοξολόγησαν τον Θεό με μεγάλη φωνή. Θαύμασε πολύ και ο βασιλιάς όταν το άκουσε και αμέσως ανήγειρε σεβάσμιο ναό σ’  εκείνον τον τόπο προς τιμήν του Πρωτάθλου, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου αυτού».

Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σήμερα: την ίδια την αγιασμένη ζωή του αγίου Στεφάνου, το θαυμαστό μαρτύριό του ή τα θαυμάσια που σχετίζονται με την ανακομιδή των λειψάνων του και τη συνεχιζόμενη παροχή της χάρης που προχέει  σε όλους τους αιώνες; Κεντρικός άξονας που εξηγεί βεβαίως τα πάντα σ’ αυτόν, είναι η βαθειά αγάπη του προς τον Κύριο  Ιησού Χριστό, το κύριο στοιχείο της αγιότητας όλων των αγίων. Η αγάπη αυτή, ως κινητήρια δύναμη, εξηγεί κ α ι  το γεγονός ότι επιλέχτηκε ανάμεσα σε πολλούς να είναι ο πρώτος των διακόνων της πρώτης Εκκλησίας, «πλήρης πνεύματος αγίου και σοφίας»,  ώστε να διακονεί στα τραπέζια, στην παράθεση δηλαδή του φαγητού, λόγω κάποιων προβλημάτων που τότε είχαν αναφανεί, κ α ι  το γεγονός ότι επίσης «πλήρης πίστεως και δυνάμεως  εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ», κηρύσσοντας παράλληλα τον λόγο του Θεού και φέρνοντας σε σύγχυση τους Ιουδαίους, γιατί δεν μπορούσαν ν’  αντιμετωπίσουν αυτήν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε στα λόγια του, αλλά κ α ι  το γεγονός ότι καλούμενος σε απολογία για χάρη της πίστεώς του, λαμβάνει τη χάρη της θεοπτίας, δηλαδή μέσα στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος να βλέπει τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού.

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η αγάπη του στον Χριστό και φανερώνεται η πλούσια χάρη που τον διακατείχε, είναι η ώρα του μαρτυρίου του. Σ’  αυτές τις στιγμές, που ο χρόνος παύει να υφίσταται, γιατί πλημμυρίζει από την αιωνιότητα του Θεού, την ίδια ώρα που οι πέτρες στον δια λιθοβολισμού θάνατο που αποφασίστηκε γι’  αυτόν, έπεφταν βροχή, εκείνος γεμάτος αγάπη προς τους μαινόμενους Ιουδαίους που τον σκότωναν, προσεύχεται για τη συγχώρησή τους: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»! Κύριε, μη τους καταλογίσεις αυτήν την αμαρτία. Ποια μεγαλύτερη αποκορύφωση αγάπης μπορεί να υπάρχει, όταν ζει ο Στέφανος, με τη χάρη του Θεού, την ίδια αγάπη μ’  εκείνην του Δημιουργού του πάνω στον Σταυρό; Όπως ο Κύριος συγχωρούσε τους σταυρωτές Του – «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» - έτσι και ο άγιος Στέφανος: συγχωρεί τους λιθοβολιστές του, δείχνοντας ότι έχει φτάσει στο ανώτερο για άνθρωπο δυνατό σημείο: να είναι γνήσιο μέλος του Χριστού, προεκτείνοντας στον κόσμο την αγάπη Εκείνου.

Η ανεξικακία και η συγχωρητικότητα αυτή είναι το όριο στο οποίο προσβλέπει και κάθε Χριστιανός. Δεν μπορεί να λέγεται κανείς Χριστιανός, όταν σπεύδει να δικαιολογήσει την όποια κακία και πικρία του απέναντι σε οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, επειδή εκείνος κάτι του έκανε ή του είπε. Με τον άγιο Στέφανο, δηλαδή στην πραγματικότητα με τον Ιησού Χριστό και πάλι, καταλαβαίνουμε ότι η ενδεχομένως κακή συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας, τα υβριστικά πιθανόν λόγια του, η αδικία που μας κάνει, δεν θεωρούνται «δικαιολογητικά» παρόμοιας και σε μας συμπεριφοράς. Αυτό το επιλέγουν και το κάνουν οι εκτός της πίστεως ευρισκόμενοι. Για τους χριστιανούς, η εχθρική στάση των άλλων (πρέπει να) θεωρείται ευεργεσία που μας ανάγει στον ουρανό, με την έννοια ότι μας δίνει την ευκαιρία να τους συγχωρήσουμε και να αγιάσουμε. Είναι έξοχη η εικόνα του «ζωγράφου» υμνογράφου, όταν μεταξύ των άλλων μας εξηγεί το τι ήταν οι πέτρες του λιθοβολισμού για τον Στέφανο: «ως βαθμίδες και κλίμακες, προς ουράνιον άνοδον, αι των λίθων νιφάδες σοι γεγόνασιν. Ων επιβαίνων τεθέασαι, εστώτα τον Κύριον, του Πατρός εκ δεξιών, σοι ομώνυμον στέφανον, προτεινόμενον, δεξιά ζωηφόρω». Σκαλοπάτια και σκάλες για την άνοδο στον ουρανό έγιναν για σένα οι νιφάδες των λίθων. Αυτές τις νιφάδες ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται εκ δεξιών του Πατέρα, και να σου προτείνει με το γεμάτο ζωή δεξί χέρι Του το ίδιο με το όνομά σου στεφάνι. «Ταις του αγίου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

01 Αυγούστου 2021

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ

Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἡ Παναγία ἐνῶ παραμένει ἕνας κοινός ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι μας, εἶναι ἡ  «κεχαριτωμένη» καί ἡ  «εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Πρβλ. Λουκ. 1,28). Καί δέν πρόκειται γιά ἀνθρώπινη ἀξιολόγηση. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας μέσω τοῦ ἀπεσταλμένου Του ἀρχαγγέλου Γαβριήλ μᾶς ἔμαθε νά τήν προσφωνοῦμε ἔτσι. Καί χαριτώθηκε ἡ Παναγία μας ἀπό τόν Θεό καί πρό τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου  ̓Ιησοῦ, μά κυρίως μετά, λόγω τοῦ βαπτίσματός της στό ῞Αγιον Πνεῦμα κατά τό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί ἔτι πλέον κατά τήν Πεντηκοστή.

  ̓Εκεῖνο πού ἔφερε στήν Παναγία τήν ἰδιαίτερη γι ̓ αὐτήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς της. Ἡ νηστεία της, ἡ διαρκής προσευχή της, ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ σιωπή της. Συνεργάστηκε ἡ ἄδολη αὐτή παιδούλα ἀπό πολύ μικρή μέ τόν Θεό. Ἡ θέλησή της ἦταν διαρκῶς κατατεθειμένη στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ πού φανέρωσε τήν ἀπόλυτη ὑπακοή της σ ̓  ̓Εκεῖνον ἦταν ὅταν κλήθηκε νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ Του. Τό  «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» (Λουκ. 1,38) συνιστᾶ τή μαρτυρική ἐπιλογή της, προκειμένου νά μείνει πιστή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό τίμημα τῆς γέννας γιά μιά ἀνύπαντρη κοπέλα στά χρόνια ἐκεῖνα ἦταν ὁ θάνατος!

 Ἡ ὑπακοή της μέχρι θανάτου δείχνει καί τό μέγεθος τῆς ἁγιότητάς της. Ὑπακοή σημαίνει ταπείνωση καί ἡ ταπείνωση εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Κύριος ταπεινώθηκε - «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2,7) - γιά νά ἔρθει στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος, ὅπως πορεύτηκε μέ τήν ταπείνωση καί τή φανέρωσε μαζί μέ τήν ἀγάπη Του πάνω στόν Σταυρό, ἔτσι καί ἡ Παναγία. Ἡ ταπείνωσή της φανερώνει τό πνευματικό ὕψος στό ὁποῖο βρίσκεται, ὕψος τέτοιο πού εἶναι παραπάνω ἀπό τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Εἶναι «ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἡ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

  ̔Ως ἐκ τούτου ἡ Παναγία ἔχει μέσα της καί τή μεγαλύτερη χάρη, ἄρα καί τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τή μεγαλύτερη παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καί κοντά στόν Υἱό της περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἁγίους. «Γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».  Ὅ,τι λοιπόν ἐν πίστει τῆς ζητοῦμε μᾶς τό δίδει καί μάλιστα ἐκ περισσοῦ. Μᾶς τό δίδει δηλαδή ὁ Υἱός της πρός χάρη τῆς Παναγίας Μητέρας πού παρακαλεῖ γιά ἐμᾶς. «Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». Γι ̓ αὐτό καί εἶναι ἄπειρα τά θαύματά της πού τά βλέπει ἡ πιστεύουσα καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

 Ἡ ἀποδοχή ὅμως τῆς Παναγίας μ’ ἕναν τέτοιο τρόπο καί ἡ ἐπισήμανση τῆς χάρης πού ἔχει ἀπαιτεῖ καί τή δική μας συμμετοχή στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ ἔχων χάρη Θεοῦ ἀποδέχεται τήν Παναγία. Βλέπει κανείς ὅ,τι ὁ ἴδιος ἔχει. Κι εἶναι τοῦτο ἀπόδειξη τῆς ἔλλειψης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους τούς αἱρετικούς πού ἀμφισβητοῦν τήν ἐξαίρετη θέση της μέσα στήν  ̓Εκκλησία. Πόσο τοῦτο φαίνεται ἄμεσα ἀπό τό περιστατικό τῆς συνάντησης τῆς Παναγίας μέ τήν ἐξαδέλφη της  ̓Ελισάβετ, μητέρα τοῦ  ̓Ιωάννου τοῦ Προδρόμου! Μόλις ἄκουσε τό χαιρετισμό τῆς Μαρίας ἡ  ̓Ελισάβετ, «ἐπλήσθη πνεύματος ἁγίου καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί» (Λουκ. 1,41). Τήν προσφωνεῖ «εὐλογημένη»,  γιατί γέμισε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Εἶναι κάτι παρόμοιο μέ ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τόν Κύριο. Τόν ἀποδέχεται κανείς ὡς Θεό, μόνον ὅταν ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον  ̓Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι  ̔Αγίῳ» (Α´ Κορ. 12,3).

Δέν θά ἤμασταν λοιπόν ὑπερβολικοί ἄν λέγαμε ὅτι βασικό κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας μας εἶναι ἡ στάση μας ἔναντι τῆς Θεοτόκου.  ̓Ορθή ἀποδοχή της σημαίνει ὀρθή ἀποδοχή καί τοῦ Χριστοῦ. Καί ὀρθή ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ταυτοχρόνως ὀρθή ἀποδοχή καί τῆς Παναγίας. Χριστός καί Παναγία πηγαίνουν πάντοτε μαζί. Τυχόν διάσπαση τῆς ἑνότητάς τους σημαίνει ἀλλοίωση καί τῆς ὀρθῆς πίστης. Γι ̓ αὐτό καί ἡ Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά ὁριοθετήσει τήν πίστη στόν Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο προσδιόρισε τήν πίστη καί στήν Παναγία: εἶναι ἡ Θεοτόκος.

Ἡ Παναγία εἶναι πολύ κοντά μας. Τό ὁμολογοῦμε διαρκῶς στό ἀπολυτίκιο τῆς κοιμήσεώς της: «ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε», ὅπως καί ἐπανειλημμένως στούς χαιρετισμούς: «χαῖρε ἡ τούς πιστούς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα».  ῎Αν ὁ μεγάλος σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι μετά τό θάνατό του θά εἶναι πιό κοντά στούς πιστούς, πόσο μᾶλλον ἰσχύει τοῦτο γιά τήν Παναγία, πού πιστεύουμε ὅτι μεταστάθηκε καί σωματικά καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή προτυπώνει καί τά μέλλοντα («ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα»). Ἡ εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας ἐπ’ εὐκαιρία τοῦ Δεκαπενταύγουστου μέ τίς Παρακλήσεις της γιά νά τήν ἐπικαλούμαστε εἶναι μοναδική.