09 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (7)

«Ευεργέτην τεκούσα, τον των καλών αίτιον»

(ωδή γ΄ Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

Ευεργέτες συνήθως ονομάζουμε εκείνους που έχουν κάνει σπουδαία έργα για τον τόπο τους ή την πατρίδα τους, που πρόσφεραν από την προσωπική τους περιουσία για το κοινό καλό, και αυτήν την προσφορά τους βεβαίως αναγνωρίζουμε όσοι τη δεχτήκαμε, νιώθοντας, το λιγότερο, ευγνωμοσύνη απέναντί τους. Έτσι η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο αποτελεί το βασικό γνώρισμα του κάθε ευεργέτη. Βεβαίως, η αποτίμηση της προσφοράς τους στηρίζεται σ᾽ αυτό που έκαναν, στο έργο τους, ενώ αγνοούμε τα βαθύτερα κίνητρά τους. Μπορεί κάποιος να προσέφερε από πραγματική αγάπη στον συνάνθρωπο ή στην πατρίδα, μπορεί όμως να κινήθηκε από μία κενοδοξία, τύπου ῾να ακουστεί το όνομά μου και να γραφεί αυτό σε κάποια πινακίδα῾. Ό,τι και να ᾽ναι όμως,  η προσφορά τους ισχύει, ενώ ο Θεός θα είναι Εκείνος που θα ελέγξει τα όποια κίνητρά τους.

Ο υμνογράφος με το παραπάνω τροπάριο μάς υποδεικνύει τον μεγαλύτερο ευεργέτη που πέρασε ποτέ από την ανθρωπότητα, ο Οποίος δεν μας ευεργέτησε απλώς με μία ή περισσότερες προσφορές, αλλά μας έδωσε ολόκληρη τη ζωή Του, θυσιάστηκε για μας και μας λύτρωσε από τον χειρότερο εφιάλτη του ανθρωπίνου γένους, την αμαρτία και τον θάνατο. Διότι πράγματι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, ο μεγαλύτερος τύραννος είναι πάντοτε ο θάνατος και το αίτιό του, η αμαρτία. Ο Χριστός λοιπόν που μας λύτρωσε από αυτά – και μαζί με αυτά και από τον διάβολο που παρακινεί διαρκώς στην αμαρτία – και μάλιστα διαχρονικά, για όλες τις εποχές όσο θα υπάρχει κόσμος, είναι όντως ο μεγαλύτερος ευεργέτης, για τον Οποίο όμως έχουμε βεβαιωμένα και τα κίνητρά Του: την άπειρη σε εμάς αγάπη Του. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκε, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ᾽έχη ζωήν αιώνιον». Ο λόγος του Θεού κάνοντας τη γενική εκτίμηση της ζωής του Χριστού στον κόσμο επισημαίνει: «Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας». Διαρκώς ευεργετούσε και θεράπευε τους πάντες.

Ο υμνογράφος έτσι, προβάλλοντας τον Χριστό ως τον ευεργέτη της ανθρωπότητας, προβάλλει ταυτοχρόνως και την Παναγία, ως ευεργέτιδά μας. Διότι ακριβώς γέννησε τον κατεξοχήν ευεργέτη και μπορεί με τη δύναμη της μεσιτείας της να διοχετεύει τις ευεργεσίες Του και σε εμάς. Η παράθεση όμως της φράσης «τον των καλών αίτιον, δηλαδή ο Χριστός ειναι ευεργέτης, ο Οποίος είναι ο αίτιος για κάθε καλό, προσδίδει στην έννοια της ευεργεσίας ένα ξεχωριστό βάθος: μας ανάγει, όπως είπαμε, στην πηγή της ευεργεσίας, που σημαίνει ότι πραγματικός ευεργέτης είναι εκείνος που από την καρδιά του, από μέσα του γεννά το καλό κι αυτό απλώνεται ως κοινό καλό για όλους. Κι αυτό είναι το παρήγορο, αλλά και η ευθύνη για όλους τους χριστιανούς. Διότι μπορεί να μην έχουμε χρήματα ή διάφορα υλικά πράγματα να προσφέρουμε, όπως οι γνωστοί ευεργέτες, όμως μπορούμε κι έχουμε χρέος να κάνουμε πάντοτε το καλό ως έκφραση της αγαπώσας καρδιάς μας. Το παραμικρό τότε που θα προσφέρουμε θεωρείται ότι είναι ευεργεσία, το δε σημαντικότερο είναι ότι με τον ίδιο τρόπο, ως ευεργεσία, θα το εκλάβει και ο Κύριός μας. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΤΘΙΑΣ

"Ο άγιος Ματθίας ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Χριστού, ο οποίος και συγκαταριθμήθηκε με τους ένδεκα αποστόλους, αντί του Ιούδα του Ισκαριώτη. Κήρυξε το ευαγγέλιο στην έξω Αιθιοπία κι αφού υπέστη πολλά μαρτύρια από αυτούς, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό".

Ο απόστολος Ματθίας όχι άμεσα, αλλά έμμεσα – μέσω κλήρου – κλήθηκε από τον Κύριο να αναπληρώσει τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα του Ισκαριώτη. Συνεπώς κατ᾽ουσίαν ανήκει στη χορεία των δώδεκα κι έδρασε, όπως κι εκείνοι, στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, δίνοντας και τη ζωή του στην υπακοή της πίστεως. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κοσμούν τη μνήμη του με λαμπρές εικόνες και εκφράσεις, όπως κάνουν και για τους υπόλοιπους αποστόλους, τονίζοντας και την ένθεη, πνευματική ζωή του, και τους κόπους του για τη διάδοση, όπως είπαμε, του ευαγγελίου. "Μέγας ήλιος ώφθης, φωτί τω μεγάλω αξιάγαστε, μεθ᾽ ημών γενομένω, ομιλήσας αμέσως Απόστολε". Απόστολε, φάνηκες ως μέγας ήλιος, αφού συναναστράφηκες με τον μεγάλο ήλιο, που ήρθε κι έζησε μαζί μας, αξιοθαύμαστε.

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο στον απόστολο Ματθία είναι το γεγονός ότι με θείο φωτισμό και απόφαση της Εκκλησίας παίρνει τη θέση του προδότη μαθητή. Στην πτώση του ενός ανίσταται ο άλλος. Το κενό δεν μένει κενό, αλλά γεμίζει με κάτι άλλο καλύτερο. Με άλλα λόγια, μία αποτυχία, πέραν της θλίψεως που μπορεί να φέρνει, γίνεται ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα. Κι είναι τούτο μία πραγματικότητα, που πρέπει να την επισημαίνουμε, γιατί δίνει ελπίδα και παρηγοριά, εκεί που πάει να δημιουργηθεί απόγνωση και απελπισία. Στην ιστορία, και όχι μόνο της Εκκλησίας, πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις  που επιβεβαιώνουν την παραπάνω επισήμανση. Πόσες φορές για παράδειγμα, η ύπαρξη μίας αίρεσης δεν δημιούργησε την ανάγκη να διατυπωθεί με σαφήνεια η πίστη και το βίωμα της Εκκλησίας; Πόσες φορές η κατοχή μίας καίριας θέσης από έναν κακό θεωρούμενο ηγεμόνα δεν έφερε τον προβληματισμό για την επιλογή στη θέση του ενός καλού ηγεμόνα;

Αν όμως τούτο μπορεί να διαπιστωθεί γενικώς, ιδίως μπορούμε να το δούμε στην πνευματική ζωή του πιστού. Κι είναι αυτό που αποτελεί και το βίωμα της μετανοίας. Γιατί τι άλλο είναι η μετάνοια παρά το νέο ξεκίνημα, πάνω στα ερείπια μίας αμαρτωλής ζωής; Ο άσωτος της ομώνυμης παραβολής του Κυρίου – το κλασικότερο παράδειγμα μετάνοιας – τι κάνει; Δεν απελπίζεται πάνω στα συντρίμμια της αποτυχημένης του ζωής, αλλά ανίσταται: "αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου". Έτσι στην όποια αποτυχία και αμαρτία μας, στην όποια προδοσία δηλαδή της πίστεώς μας, η λύση είναι γνωστή: αποδοχή της πτώσεως, αλλά με ταυτόχρονο ανασήκωμα και πάλι για νέους αγώνες. Στη θέση του Ιούδα εαυτού, να βάζουμε τον μαθητή Ματθία. "Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση". Ο απόστολος Ματθίας, το νέο φύτευμα στη θέση του παλιού και σαπισμένου, μας δίνει και αυτή την όραση από τη ζωή του.

08 Αυγούστου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο άγιος αυτός για τις άγιες και τίμιες εικόνες, υπέμεινε πολλά μαρτύρια και πικρές εξορίες από τον θηριώνυμο και ασεβή Λέοντα, και έτσι έλαβε το στεφάνι της ομολογίας και εκοιμήθη εν Κυρίω».

Δύο κυρίως σημεία θίγει η ακολουθία της ημέρας από τη ζωή του αγίου Αιμιλιανού. Πρώτον: τον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, όταν αναφάνηκε η αίρεση της εικονομαχίας, δεύτερον: τον αγώνα του για την πνευματική ζωή, προκειμένου να παραμένει συνδεδεμένος με τον Κύριο Ιησού Χριστό και να νιώθει στην ύπαρξή του τη δύναμη της ζωντανής παρουσίας Του. Και τα δύο αυτά σημεία είναι βεβαίως άρρηκτα ενωμένα μεταξύ τους, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να έχει ορθή και εις βάθος γνώση της χριστιανικής πίστεως, ώστε να διακρίνει, σ’ εποχή μάλιστα που μόλις είχε διατυπωθεί πλήρως αυτή, την πλάνη από την αλήθεια, παρά μόνον εκείνος που αγωνίζεται την οδό του Κυρίου, ως γνήσιος ακόλουθος Εκείνου. Με άλλα λόγια, σε άνθρωπο που δεν ζει ορθά την πνευματική ζωή -  «το ακολουθείν τω Χριστώ» - και η όποια γνώση της πίστεως που μπορεί να έχει, θεωρείται επισφαλής, πολύ γρήγορα μάλιστα θα ξεθωριάσει από τη μνήμη του, ως κάτι το περιττό. Μη ξεχνάμε ότι και ο διάβολος, ο οποίος ήταν πρώτα άγγελος, μετά την πτώση του από τη σχέση που είχε με τον Θεό, λησμόνησε οτιδήποτε τον συνέδεε με Εκείνον, «σβήστηκε» από αυτόν η ένθεη ζωή του και του έμεινε μόνον μία «ψιλή», απογυμνωμένη πίστη, ως κάτι το θεωρητικό.

Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν υπήρξε υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, με τον αγώνα του υπέρ των αγίων εικόνων. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βεβαίως ήταν ο φωτισμένος από τον Θεό Πατέρας και Διδάσκαλος, που έδειξε με μεγάλη δύναμη και ενάργεια ότι η εικονομαχία αποτελεί χριστολογική αίρεση, δηλαδή, στην ουσία της, αρνείται την πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού – διδασκαλία που έγινε αποδεκτή εν Πνεύματι αγίω από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787 μ.Χ.) και διατρανώθηκε επί Θεοδώρας της Αυγούστης με την Κυριακή της Ορθοδοξίας (843 μ.Χ.) – αλλά και ο άγιος Αιμιλιανός, ως επίσκοπος και ποιμένας, με αλάνθαστο κριτήριο, αγωνίστηκε και αυτός για την αλήθεια, για την οποία και υπέστη μαρτύρια και εξορίες, γενόμενος ομολογητής. Κεντρικό σημείο μάλιστα της διδασκαλίας του εν προκειμένω ήταν αυτό που και ο Μέγας Βασίλειος, πολύ πιο παλιά, είχε διακηρύξει: «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», κάτι που το επισημαίνουν και οι ύμνοι της ακολουθίας του, όπως για παράδειγμα το τροπάριο της ζ΄ ωδής του κανόνα του όρθρου: «πάσι γαρ εκήρυξας την των εικόνων προσκύνησιν, σαφώς ειδώς διαβαίνειν, αυτήν προς το πρωτότυπον». Σε όλους κήρυξες την προσκύνηση των εικόνων, γιατί ήξερες με σαφήνεια ότι αυτή διαβαίνει προς το πρωτότυπο.

Είπαμε όμως ότι η ορθόδοξη πίστη του στον Χριστό και στην Εκκλησία ήταν αποτέλεσμα – και προϋπόθεση από την άλλη – της έντονης πνευματικής ζωής που ζούσε. Όλη η άσκησή του ήταν προσανατολισμένη στην εφαρμογή των εντολών του Χριστού, δείγμα της μεγάλης αγάπης του γι’  Αυτόν – «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει» είπε ο Ίδιος – γι’  αυτό και εμπειρικά έμαθε ότι η πνευματική ζωή έχει θετικό και όχι αρνητικό χαρακτήρα. Θέλουμε να πούμε ότι εκείνος – σαν τον άγιο Αιμιλιανό – που με σοβαρότητα θέλει να είναι πιστός, βλέπει ότι η ζωή του κινείται πάνω στον κανόνα του αποστόλου Παύλου «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν». Το κακό δηλαδή, η αμαρτία, δεν νικιέται με άλλον τρόπο, παρά μόνον αν ο πιστός προσανατολίσει  τη σκέψη του, τις επιθυμίες του, τα συναισθήματά του στο πρόσωπο του Κυρίου και στην αγάπη που Εκείνος εκπέμπει. Κι αυτό ασφαλώς με τη χάρη του Θεού μέσα στην Εκκλησία. Τότε συμβαίνει αυτό που και οι σύγχρονοι άγιοι Γέροντες, σαν τον Πορφύριο και τον Παΐσιο, έλεγαν και τόνιζαν: το σκοτάδι φεύγει, μόλις κανείς ανάψει το φως. Η αμαρτία δηλαδή, η πλάνη, το κακό, αμέσως υποχωρούν, εκεί που θα εμφανιστεί η αγάπη, η ορθή πίστη, η αρετή του Θεού. Την αλήθεια αυτή, που συνιστά και το μυστικό, θα έλεγε κανείς, της πνευματικής ζωής, τη ζούσε λοιπόν και την κήρυσσε και ο άγιος Αιμιλιανός, όπως μας το λέει με βέβαιο και οριστικό λόγο και ο υμνογράφος: «Τον της αιρέσεως πιών, εις κόρον ο παμπόνηρος, διδακτικώ σου λόγω διήλεγκται. Φωτί γαρ σκότος εξαφανίζεται». Μέχρι κορεσμού ήπιε το ποτήρι της αιρέσεως ο παμπόνηρος (αιρεσιάρχης Λέων) και ελέγχθηκε από τον διδακτικό σου λόγο. Διότι το σκοτάδι εξαφανίζεται με το φως. Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (6)

                          «Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα»                             

        (ωδή α΄ Μεγάλου Παρακλ. Κανόνος).

«Η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος» λέει κάπου στα Ασκητικά του ο μέγας Ισαάκ ο Σύρος. Η σιωπή πάντοτε επαινέθηκε, και στους αρχαίους χρόνους με το πασίγνωστο «κρείττον το σιγάν του λαλείν», καλύτερη η σιωπή από την ομιλία, και στα πλαίσια του χριστιανισμού, ιδίως από τους ασκητικούς διδασκάλους, ως η αρετή που φανερώνει, όταν δεν είναι βεβαίως καρπός εγωισμού και πείσματος, τη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, η οποία τον απορροφά τόσο στη θεία αγάπη, που δεν του αφήνει περιθώριο για κενά και ανούσια λόγια. Η αποτίμηση μάλιστα του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος περί της σιωπής, ως κρυφής πνευματικής ανάβασης και αφανούς προκοπής, είναι, νομίζουμε, κλασική. Παρ’ όλα αυτά. Υπεράνω της σιωπής βρίσκεται ασφαλώς η αγάπη, η οποία ρυθμίζει τελικώς τον άνθρωπο στο αν θα μιλά ή θα σιωπά, διότι του δίνει τον φωτισμό της διάκρισης. «Μίλα δια τον Θεόν, σιώπα δια τον Θεόν» ακούμε από τους αγίους αββάδες στο Γεροντικό (όσιος Ποιμήν). Και δικαιολογημένα: η αγάπη είναι η βασίλισσα των αρετών, ο σκοπός της ύπαρξής τους, διότι πηγάζει από τον Θεό και φανερώνει τη λυτρωτική παρουσία Του.

Κάτω από την οπτική αυτή κατανοούμε και τον υμνογράφο, ο οποίος ομολογεί στο τροπάριο: «Ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα». Δεν θα σιωπήσω, προκειμένου να φωνάζω πολύ δυνατά, για να φανερώνω τα δικά Σου μεγαλεία, Θεοτόκε. Προφανώς είναι τέτοια η αγάπη του προς την Παναγία από τη χάρη Της, την οποία   δέχτηκε κι αυτός και οι άλλοι πιστοί που γνωρίζει, είναι τέτοια τα χαρμόσυνα συναισθήματα που τον έχουν κατακλύσει, από αυτήν την ενέργεια της αγάπης της – προέκταση βεβαίως της αγάπης του Χριστού – ώστε νιώθει ότι δεν μπορεί να τα αποσιωπήσει ή να τα καταπιέσει. Όπως συμβαίνει πάντοτε που, όταν νιώθουμε μία πολύ μεγάλη χαρά από ένα εξαιρετικό γεγονός, θέλουμε να το διαλαλήσουμε και να το μοιραστούμε με άλλους – «μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά» λέει ο λαός μας – έτσι και με τον ποιητή: διαλαλεί τη χαρά του μπροστά στο μέγεθος της χάρης της Παναγίας, μπροστά στην αγάπη της, μπροστά στις ευεργεσίες τις οποίες απηύλασε. Γι’  αυτό «δοξάζει, υμνολογεί και μεγαλύνει» την προς αυτόν και όλο τον κόσμο συμπάθεια της Παναγίας.

Να διαλαλούμε την αγάπη του Θεού, της Παναγίας, των αγίων απέναντί μας. Αλλά κι εδώ θέλει προσοχή και διάκριση. Αυτό το «διαλάλημα» και η κραυγή μας ίσως πρέπει πρωτίστως να είναι έκφραση της αγιασμένης ζωής μας και λιγότερο των λόγων μας. Όταν πράγματι αγαπάμε την Παναγία μας κι έχουμε δεχτεί τις ευεργεσίες της, τούτο φαίνεται από την ίδια την ύπαρξή μας, κατά το «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», γεγονός που σημαίνει ότι και σιωπώντας κραυγάζουμε  και μαρτυρούμε την αγάπη αυτή. Τότε βεβαίως και ο όποιος λόγος μας όχι μόνο παίρνει τη μορφή της δοξολογίας και του ύμνου, αλλά γίνεται και εξαιρετικά πειστικός.

07 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34)

Δύο θαύματα του Κυρίου προβάλλει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: το θαύμα της θεραπείας δύο τυφλών και το θαύμα της θεραπείας ενός δαιμονισμένου. Τα θαύματα συνιστούν μία πρόκληση, είτε θετική είτε αρνητική, για όλες τις εποχές -  κάτι που το διαπιστώνουμε και  στο ανάγνωσμα - αλλά και στη σημερινή εποχή, ακόμη και σε θεωρούμενους χριστιανούς, γι’  αυτό και μία προσέγγισή τους ίσως βοηθήσει λίγο περισσότερο στην κατανόησή τους. Η αρνητική αντίδραση μάλιστα των Φαρισαίων «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» μας δίνει την ιδιαίτερη αφορμή.

1. Καταρχάς είναι αδιαμφισβήτητη η πραγματικότητα των θαυμάτων του Χριστού, δεδομένου ότι πλην ορισμένων περιπτώσεων  τα πραγματοποιούσε ενώπιον πλήθους ανθρώπων, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και πολλοί ενάντιοι και εχθροί του, σαν τους Φαρισαίους του σημερινού αναγνώσματος. Ήταν μάλιστα τόσο ολοφάνερα τα θαύματα αυτά, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τα αμφισβητήσει, ούτε κι αυτοί οι Φαρισαίοι, οι οποίοι όμως φρόντιζαν να τα ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο. Πράγματι, τα θαύματα του Χριστού ήταν μέσα στην καθημερινότητα της επί γης παρουσίας Του. Όπως το σημειώνει και το ευαγγέλιο: «εκήρυσσε το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού και εθεράπευε πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ». Κήρυγμα και θαύματα πάνε πάντα μαζί, όταν μιλάμε για τον Κύριο. Γι’  αυτό και το θαύμα θεωρείται στην πραγματικότητα προέκταση και επιβεβαίωση του κηρύγματός Του, κάτι ανάλογο ίσως  με τη σφραγίδα ενός εγγράφου, που βεβαιώνει τη γνησιότητά του.

2. Ενώ λοιπόν το θαύμα κατανοείται ως «παράθυρο που φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, όμως απαρχής αντιμετωπίστηκε μ’  ένα διπλό τρόπο, κάτι που μας το δείχνει και το υπ’ όψιν ευαγγελικό ανάγνωσμα: ο μεν απλός λαός «εθαύμασε» για το θαύμα του Χριστού, θεωρώντας μοναδική την παρουσία Του, οι δε Φαρισαίοι αντέδρασαν δίνοντας τη γεμάτη άρνηση και απιστία ερμηνεία τους: «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Τι σημαίνουν αυτά;

(1) Ο λαός θαυμάζει, γιατί με την απλότητά του πιστεύει ότι το θαύμα φανερώνει ακριβώς την παρουσία του Θεού - ό,τι μόλις παραπάνω επισημάναμε. Κι η στάση του απλού πιστού λαού είναι συνήθως η δοξολογία του ονόματος του Θεού. Αυτό συνιστά και το κριτήριο διάκρισης των αληθινών από τα ψεύτικα θαύματα, τα οποία βεβαίως υφίστανται, αλλά ως προερχόμενα από τις δαιμονικές δυνάμεις: το εκ Θεού θαύμα, το αληθινό, κινητοποιεί τον καλοπροαίρετο άνθρωπο στην αναφορά του προς τον Θεό, το εκ δαιμόνων «θαύμα», το ψεύτικο, πέραν του ότι έχει προσωρινό χαρακτήρα, δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο και αποσκοπεί στην υποδούλωση του στον πονηρό. Το ένα φέρνει το «οξυγόνο» της ελευθερίας του Πνεύματος του Θεού, το άλλο φέρνει το «πνίξιμο» της δαιμονικής παρουσίας.

(2)  Οι Φαρισαίοι αντιδρούν και αμφισβητούν, μη αποδεχόμενοι την ενέργεια  του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αποκαλύπτονται λοιπόν τυφλοί πνευματικά, όπως άλλωστε πολλές φορές ο Κύριος τους είχε χαρακτηρίσει έτσι. Διότι η αδυναμία επισημάνσεως της χάριτος του Θεού στην παρουσία και την ενέργεια του Κυρίου, αδυναμία δηλαδή να δουν το φως του Θεού, σημαίνει τη σκοτεινιά της ψυχής τους, την οποία βεβαίως δημιουργούν οι πονηρές δυνάμεις. Ο διάβολος είναι αυτός που κρατάει κλειστά τα «μάτια» των ανθρώπων, λόγω των ενεργουμένων παθών τους, της υπερηφάνειας και του μίσους. Η κατάσταση αυτή συνιστά αυτό που ο Κύριος έχει χαρακτηρίσει  ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Ποιος άλλος βλασφημεί το Πνεύμα του Θεού, ει μη ο αρνούμενος να αποδεχτεί την ενέργειά Του, συνεπώς ο αμετανόητος; Κι ο Κύριος είπε τα σκληρότερα και φοβερότερα λόγια για την κατάσταση αυτή: δεν πρόκειται ποτέ να λάβει κανείς τη συγχώρηση του Θεού, ούτε στον κόσμο τούτο ούτε στην αιωνιότητα.

3. Το θαύμα λοιπόν απαιτεί την πίστη του ανθρώπου, όταν αυτός έχει καλή προαίρεση και η πονηρία δεν έχει διαβρώσει την ψυχή του. Η πίστη που απαιτείται για την αποδοχή του λόγου του Θεού, η ίδια απαιτείται και για την «όραση» του θαύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος, όπως φαίνεται και στη θεραπεία των δύο σήμερα τυφλών, ζητά πάντοτε την πίστη των ανθρώπων, ως εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του, προκειμένου να τους παράσχει τη θεραπευτική χάρη Του. Και μάλιστα ο Κύριος προχωράει και πιο πέρα: «κατά την πίστιν υμών, λέει, γενηθήτω υμίν». Θα βλέπετε δηλαδή ενεργούμενη τη δύναμή μου, κατά την αναλογία της πίστης σας. Μεγάλη πίστη, μεγάλο θαύμα και μεγάλη θεϊκή παρουσία. Μικρή πίστη, λειψό και το αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, πρόσωπα καθοδηγητικά για τη μεγάλη πίστη και τα σημάδια της, γίνονται ο ρωμαίος εκατόνταρχος που ζητούσε τη θεραπεία του δούλου του, η Χαναναία γυναίκα που ζητούσε τη θεραπεία της κόρης της.

4. Κι είναι βεβαίως γνωστό σε όλους ότι η πίστη αυτή, που φέρνει τη δραστική παρουσία της χάριτος του Θεού και κινητοποιεί και βουνά, υπάρχει και αυξάνει, στο βαθμό που ο άνθρωπος μπαίνει στην τροχιά της αγάπης, του κεντρικού θελήματος του Θεού γι’ αυτόν. Όσο κανείς αγαπά και αγωνίζεται να εξαλείφει από την καρδιά του οποιαδήποτε πίκρα και κακία κατά των συνανθρώπων του, ακόμη και των εχθρών του, τόσο θα βλέπει να φουντώνει και η πίστη του, συνεπώς το θαύμα θα γίνεται ένα με την ύπαρξή του.

Πράγματι, στη ζωή όλων των αγίων μας, λόγω ακριβώς της μεγάλης τους πίστης ενεργουμένης ως αγάπης, το θαύμα ήταν στοιχείο της φυσικής τους ζωής, της καθημερινότητάς τους. Αντιστοίχως βεβαίως τούτο μπορεί να συμβεί και σε εμάς, αν αγωνιζόμαστε να βρισκόμαστε στον δρόμο αυτόν της αληθινής πίστης.

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ... «ΤΖΙΝΙ» ΣΟΥ!

«Να μη λές ότι αν και προσευχήθηκες πολύ καιρό, δεν κατόρθωσες τίποτε, διότι ήδη κάτι σπουδαίο κατόρθωσες. Τι, αλήθεια, υπάρχει ανώτερο από την προσκόλληση στον Κύριο και από τη συνεχή παραμονή σ’ αυτήν την ένωση;» (Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, λόγ. κη΄ 33).

Αν ως κατόρθωμα της προσευχής θεωρείς την άμεση ικανοποίηση κάποιων επιγείων αιτημάτων σου - την απαλλαγή σου ίσως από κάποια δοκιμασία ή κάποιο πόνο, την επίτευξη από την άλλη κάποιων θεωρουμένων προοπτικών σου, όπως την απόκτηση μιας θέσης για παράδειγμα - ή την απόκτηση κάποιων πνευματικών χαρισμάτων που θα σε κάνουν να νιώσεις ότι έχεις ανεβεί στην κλίμακα των αρετών, τότε μάλλον βρίσκεται σε κατάσταση… πλάνης. Γιατί τα παραπάνω, εφόσον τα ζητείς από τον Κύριο, αποτελούν δώρα Του, τα οποία τα δίνει όταν κρίνει ότι είναι ο κατάλληλος για σένα καιρός. Δηλαδή όταν είναι για το πνευματικό συμφέρον σου. Αν δεν τα λαμβάνεις, σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις υπακοή στον Κύριο, με την πίστη ότι Εκείνος γνωρίζει καλύτερα από σένα τα πράγματα και το αληθινό συμφέρον σου. Διαφορετικά, αν απογοητεύεσαι και μελαγχολείς, αποκαλύπτεις την ψυχική γύμνια σου, που δεν είναι άλλο από το έλλειμμα της πίστης σου σ’ Εκείνον – πιστεύεις ότι είσαι… ανώτερος από τον Θεό, ο Οποίος για σένα είναι το «τζίνι» σου!

 Και πέραν τούτου. Αποκαλύπτεις ότι τελικώς η μόνη αγάπη σου είναι ο εαυτός σου και όχι ο Κύριος, αφού εκείνο που σε ενδιαφέρει είναι τα δώρα του Κυρίου και όχι ο ίδιος ο Κύριος - η ενατένιση του αγίου προσώπου Του και η προσκόλλησή σου σε Αυτό! Οπότε η προσευχή σου και το τι περιμένεις από αυτήν γίνεται πράγματι ο… καθρέπτης σου: σου φανερώνει τα μέτρα σου και το αληθινό περιεχόμενο της καρδιάς σου.

Ο όσιος σου επισημαίνει: ο ίδιος ο Θεός είναι το διαρκώς ζητούμενο στη χριστιανική ζωή. Αυτή είναι η φυσιολογία του αληθινού ανθρώπου, κατά την πρώτη και μεγάλη μάλιστα εντολή Του ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Οπότε σπουδαιότερο κατόρθωμα από το να προσκολλάσαι σ’ Αυτόν και να παραμένεις συνεχώς ενωμένος μαζί Του κατά την προσευχή σου δεν υπάρχει! Γιατί ακριβώς είσαι με Εκείνον που είναι το άπαν της ζωής σου. Αν ένας ερωτευμένος άνδρας θεωρεί ότι το μόνο που του αρκεί είναι να είναι μαζί με την αγαπημένη του, (όπως και το αντίστροφο), ποιο άλλο παράδειγμα μπορεί να φωτίσει περισσότερο τον λόγο του οσίου; Λοιπόν, απολάμβανε τη συντροφιά του Θεού κατά την προσευχή σου και μην… ξεπέφτεις στην εκζήτηση μόνο των δώρων Του! Και τον Θεό «υποβιβάζεις» με τον τρόπο αυτόν, κι εσύ… εξευτελίζεσαι!  

ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!

Οἱ διακοπές, μέσα στό πλαίσιο τοῦ δυνατοῦ πιά πού ζοῦμε σήμερα οἱ ἄνθρωποι μέ τά τόσα προβλήματα, κατανοοῦνται δικαιολογημένα ὡς εὐκαιρία χαλάρωσης σωματικῆς καί ψυχικῆς, ἀλλά δέν πρέπει νά γίνεται τό ἴδιο καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ πνευματική χαλάρωση συνιστᾶ στήν πραγματικότητα ὀπισθοχώρηση καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου, κατά τό «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι» τοῦ Κυρίου (Ματθ. 12, 30), ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος – καί μιλᾶμε πάντοτε γιά τόν πιστό καί «ὑποψιασμένο» πιστό Χριστιανό – καλεῖται νά σχετίζεται μέ τόν Θεό ἀδιάκοπα καί νά βρίσκεται διαρκῶς στήν ὁδό τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Τυχόν παραθεώρηση τῆς πίστεως στόν Θεό καί τῆς ὑπακοῆς στούς λόγους Του ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ πνευματική ἀδυναμία, πού τόν κάνει νά χάνει τήν ἀνθρωπιά του, νά αὐξάνει τόν ἐγωισμό του καί συνεπῶς νά μένει ἔκθετος στίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες καραδοκοῦν πότε ὁ ἄνθρωπος θά λησμονήσει τόν Θεό γιά νά γίνει εὔκολη λεία στίς ἴδιες.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ὁ Θεός δέν πρόκειται νά μᾶς κρίνει γιατί χαλαρώσαμε τή σχέση μας μαζί Του, ἀλλά γιατί χαλαρώνοντας τή σχέση μας αὐτή γινήκαμε ἕρμαια στά χέρια τοῦ διαβόλου. Ὅπως τό λέει καί ἕνα σύγχρονο στιχούργημα, ἀποδίδοντας τήν ἴδια ἀλήθεια: «Δέν θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός γιά προσευχές π’ ἀφήσαμε, μά πού αὐτές ἀφήνοντας στό πονηρό γλιστρήσαμε. Γιατί ‘ναι νόμος μυστικός ὁ νοῦς πού ’ναι ἀλήτης, ἄν δέν δεθεῖ μέ τόν Θεό νά ’ναι δαιμόνων θύτης». Ἡ ἐπιμονή στή σχέση μέ τόν Θεό, ἡ χωρίς διακοπές μνήμη τοῦ ὀνόματός Του, ἡ προτεραιότητα τοῦ λόγου Του στή ζωή μας γίνονται γιά νά εἴμαστε ἐμεῖς θωρακισμένοι καί δυνατοί, ὥστε νά ζοῦμε τή ζωή μας μέ φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή τόν τρόπο πού μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ πλάσματά Του. Τά παραπάνω βεβαίως  καθίστανται αὐτονόητα μέ τήν ἁπλή ἐπισήμανση ὅτι ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του οὐδέποτε πηγαίνουν διακοπές, οὐδέποτε χαλαρώνουν τόν ἐναντίον μας πόλεμο, σύμφωνα καί μέ τήν εἰκόνα πού μᾶς δίνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «ὁ διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5, 8).