18 Αυγούστου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΦΛΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν δίδυμα αδέλφια, λιθοξόοι στην τέχνη, την οποία έμαθαν από τους αγίους Πρόκλο και Μάξιμο. Μετά το μαρτύριο υπέρ Χριστού των διδασκάλων τους, εγκατέλειψαν το Βυζάντιο και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Ουλπιανών της Δαρδανίας, στο Ιλλυρικό. Εκεί, κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα, μάζευαν διάφορα μέταλλα κι εργάζονταν την τέχνη τους. Έπειτα, ο Λουκίων τους έστειλε στον Λικίνιο, τον υιό της βασίλισσας Ελπιδίας, ο οποίος τους έδωσε χρήματα, προκειμένου να ανεγείρουν ναό για τα είδωλα, κάνοντας και τα σχέδια γι᾽ αυτόν. Οι άγιοι πήραν τα χρήματα, τα οποία τα μοίρασαν αμέσως στους φτωχούς, και τη νύκτα τους την περνούσαν στην προσευχή. Μετά από ημέρες,  άρχισαν τα έργα, που τα ετελείωσαν πολύ γρήγορα. Καθώς λοιπόν μέσα σε λίγες ημέρες έγινε ο ναός και ολοκληρώθηκε, με τη βοήθεια Αγγέλου που ενδυνάμωνε τους αγίους, αμέσως ο ειδωλολάτρης ιερέας Μερέντιος πίστεψε στον Χριστό, ενώ είχε ήδη πιστέψει και ο γιος του Αθανάσιος, γιατί οι άγιοι τού είχαν θεραπεύσει τον τυφλό του οφθαλμό. Οι μάρτυρες του Χριστού λοιπόν τότε μάζεψαν τους πτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει τα χρήματα, και με τη βοήθειά τους πέρασαν σχοινιά στους τραχήλους των ξοάνων και τα έριξαν κάτω στη γη. Έπειτα άναψαν φώτα πολλά και καθιέρωσαν τον ναό λέγοντας ῾Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα, ων το κήρυγμα, Τριάς η ομοούσιος᾽. Προηγείτο δε αυτών ο τύπος του τιμίου Σταυρού. Μόλις έμαθε τι είχε συμβεί ο Λικίνιος, διέταξε να αναφθεί κάμινος και να ριχτούν μέσα οι πτωχοί, οι οποίοι έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους. Οι δε άγιοι Φλώρος και Λαύρος, δέθηκαν σε έναν άξονα και μαστιγώθηκαν. Έπειτα στάλθηκαν στον Λύκωνα, ο οποίος τους έκλεισε μέσα σε βαθύ πηγάδι. Μέσα σ᾽ αυτό οι άγιοι έκαναν δεήσεις στον Θεό υπέρ αυτών που θα τους μνημονεύουν, υπέρ ευσταθείας του κόσμου και υπέρ της καταπαύσεως των διωγμών, οπότε και άφησαν τις ψυχές τους. Μετά από χρόνια μάζεψαν τα ιερά τους λείψανα και τα κατέθεσαν με σεβασμό σε λειψανοθήκες, ενώ αυτά ανέβρυζαν μύρα και γίνονταν πηγές ιάσεων».

Μία ῾πονηριά᾽ χρησιμοποίησαν οι άγιοι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους έδωσε ο άρχοντας Λικίνιος: ανέλαβαν να κτίσουν ειδωλολατρικό ναό και να λαξεύσουν ξόανα, έχοντας στο νου τους όμως να ρίξουν τα ξόανα και να καθιερώσουν το ναό στον Χριστό, κάτι που έγινε. Αιτία για την ενέργειά τους αυτή βεβαίως ήταν η πίστη τους ότι τα είδωλα συνιστούν ψεύδος και ανταποκρίνονται στο τίποτε ή στα δαιμόνια, ενώ η πίστη στον Χριστό είναι η αληθινή πίστη, η οποία απεκαλύφθη από τον ενανθρωπήσαντα Θεό και βεβαιώθηκε ποικιλοτρόπως, και με τα θαύματα του Κυρίου, ιδίως την Ανάστασή Του, και με όλες τις θαυμαστές ενέργειες έπειτα των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι διεσπάρησαν ανά τα πέρατα της οικουμένης και έδωσαν και τη ζωή τους προς χάριν ακριβώς της πίστεως αυτής. Συνεπώς η αλλαγή της χρήσης του ναού - να αφιερωθεί στον Χριστό - ήταν για τους αγίους μας μία κίνηση καταρχάς συμβολική: μία μαρτυρία και ομολογία Χριστού, διότι ήξεραν ότι θα υποστούν την οργή του ηγεμόνα και ο ναός θα επανέλθει στα χέρια των ειδωλολατρών, αλλά και μία κίνηση έπειτα αγιαστική, διότι εξέφραζε την πεποίθησή τους ότι  εκεί που ο χώρος έχει αγιαστεί από τις προσευχές προς τον Χριστό και την παρουσία του Σταυρού, εξαφανίζεται η όποια ύπαρξη δαιμονίων.

Οπότε, δοξολογούμε τον Θεό μας Κύριο και τους αγίους Του, γιατί μας καθοδηγούν στην ουσία των πραγμάτων, εκεί που λειτουργεί πάντοτε η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, και δεν μας εγκλωβίζουν στην επιφάνεια και τον εγωισμό μίας ευσεβίστικης ηθικής. Μαζί με τους αγίους μας αναπνέουμε τον  αέρα της πραγματικής ελευθερίας.

17 Αυγούστου 2021

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ... ΨΥΓΕΙΟ!

Ο Γέροντας ήταν σαφής: «Στην πνευματική ζωή οι κύριες εποχές είναι δύο: το καλοκαίρι και ο χειμώνας. Στο καλοκαίρι βέβαια βρίσκεις και την πιο όμορφη άνοιξη, ενώ στον χειμώνα περιέχεται και το φθινόπωρο…».

«Τι εννοείται, Γέροντα;» δεν άντεξα και τον διέκοψα. «Πώς είναι δύο οι εποχές; Και πώς συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτές και οι άλλες;»

Χαμογέλασε ο Γέροντας. «Έχεις δίκιο που απορείς», μου είπε. «Μα, σκέψου: ο Κύριός μας δεν είπε πως όταν αυξηθούν στον άνθρωπο οι αμαρτίες του τότε γίνεται… ψυγείο και η αγάπη του;» “Διά το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη”. Λοιπόν, όταν παλεύεις ν’ αγαπάς, θερμαίνεις την καρδιά σου, κι αυτό είναι καλοκαίρι κι είναι και άνοιξη μαζί. Τότε χαίρεται η καρδιά κι η χαρά αυτή περνάει μέσα σε όλο το σώμα. Είναι η χάρη του Θεού που έρχεται και σκηνώνει στην ύπαρξη του ανθρώπου, όπως άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος μας το βεβαίωσε. “Τηρήστε τις εντολές Μου – και η κύρια εντολή Του είναι η αγάπη – και ο Πατέρας μου θα σας αγαπήσει και θα έρθουμε να κάνουμε μοναστήρι μέσα του”. Οπότε, χειμώνας, ψύχος, παγωνιά, είναι το αντίθετο. Όταν λείπει η αγάπη, που σημαίνει ότι κυριαρχεί ο εγωισμός και τα πάθη στον άνθρωπο: πώς να αρπάξει για να ‘χει, πώς να ικανοποιήσει τη σάρκα του, πώς να φανεί το όνομά του, τότε πετρώνει η καρδιά, γίνεται παγόβουνο, πλησιάζεις έναν τέτοιο άνθρωπο κι αισθάνεσαι ότι θέλεις να βάλεις… κάτι επάνω σου. Τίποτε δυστυχώς δεν σε ελκύει σ’ αυτόν. Πρέπει να κάνεις μεγάλη προσπάθεια για να τον δεις με συμπάθεια, να δεις δηλαδή την κρυμμένη χάρη και το κρυμμένο φως που κάθε άνθρωπος έχει».

Είπε ο Γέροντας και δυο δάκρυα κύλισαν από τα μάτια του. Έσκυψα το κεφάλι μου κι αναρωτήθηκα: «Μήπως τον… πάγωσα τον Γέροντα; Σίγουρα, σ’ έναν βαθμό τον έχω βάλει σε αγώνα να βλέπει το κρυμμένο δικό μου φως». Κύλισαν κι απ’ τα δικά μου μάτια δυο δάκρυα. «Κύριε, ελέησον», ψιθύρισα. Κι ένιωσα λίγο την ανατολή να πάει να θερμάνει και τη δική μου καρδιά…

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαῒας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με αισθητικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα μυρίζει τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι ο Πονηρός κυριαρχούσε μέσα τους. Είναι γνωστό: ο άνθρωπος ό,τι έχει αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια - να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού! Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

16 Αυγούστου 2021

Ο "ΜΑΓΝΗΤΗΣ" ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ...

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς «ἀσχέτους» καί ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν πίστη, νά θεωροῦν τήν Παναγία ὡς τό κατεξοχήν ἀγαπητό πρόσωπο, ἐκεῖνο πού νιώθουν ὅτι τούς τραβᾶ σάν μαγνήτης καί δέν θέλουν νά «ξεκολλήσουν» ἀπ’ αὐτό;

Ὄχι ἀσφαλῶς τό μεγαλεῖο της πού τήν κάνει νά ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων, ἀκόμη δέ καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων - ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο τό μόνο πού προκαλεῖ εἶναι ἴσως ὁ φόβος καί ἕνα δέος πού σέ τελική ἀνάλυση μᾶς κάνει νά κλίνουμε γόνυ, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς· οὔτε ἐπίσης ἡ «παντοδυναμία» της, ἐκχωρημένη ἀπό τόν Υἱό καί Θεό της, πού βαίνει παράλληλα πρός τήν παραπάνω μεγαλειότητά της καί τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο ὁδηγεῖ· αὐτό πού «ἔχει» ἡ Παναγία μας καί μᾶς τραβᾶ καί μᾶς ἕλκει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού συνιστᾶ τήν ἁγιότητά της, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της – «Κεχαριτωμένη» ἄλλωστε τήν προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμη πού στρέφει καί τόν πιό «δύστροπο» πρός αὐτήν καί τόν κάνει νά νιώθει ἄνετα μαζί της, σάν τό μικρό παιδί πού νιώθει ἄνετα πάντοτε μέ τή μάνα του.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἕλξη τῆς χάρης της εἶναι ἕλξη τελικῶς πρός τήν ταπείνωσή της. Γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο πού «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά προσφέρει τή χάρη Του, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, σ’ ἕνα πλάσμα Του, παρά μόνον τό στοιχεῖο πού ἀφήνει χῶρο γιά τή δική Του ἐγκατοίκηση σ’ αὐτό: τήν ταπείνωση τοῦ πλάσματός Του;  Ὅπου ὁ Θεός ἐπισημαίνει τήν ταπείνωση, ἐκεῖ κλίνει καί τή βούλησή Του, ἐκεῖ βρίσκει «τόπον καταπαύσεώς» Του. «Πρός τίνα ἐπιβλέψω, εἰ μή πρός τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Διαρκῶς ἄλλωστε δέν τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν;» Μαγνήτης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ταπείνωση τό μοναδικό ἔδαφος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φυτρώσει καί νά ἀναπτυχθεῖ καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ ὁσίου Παϊσίου π. Τύχων: «ὁ Θεός εὐλογεῖ κάθε ἡμέρα τόν κόσμο Του, ὅταν ὅμως βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια».

Τήν πραγματικότητα αὐτή λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στό πάντιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἤδη ἀπό τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐξαγγέλλεται ἐν χάριτι ἀπό τήν ἴδια ὅτι ὁ Θεός «ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Καί ποιό τό χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης πού φέρνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Μά τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑτοιμότητα τῆς ὑπακοῆς πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Πρόκειται γιά ὅ,τι συνιστᾶ καί τό ἦθος τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του: «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῂ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών…καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Στήν Παναγία μας βλέπουμε αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἐπέδειξε ὁ Υἱός καί Θεός της, συνεπῶς τήν ἁγία ταπείνωσή Του καί τήν ἅγια χάρη Του.

Κι αὐτό τό ἦθος, τό ἦθος τῆς ταπείνωσης πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τό πῶς πράγματι τιμᾶται ἡ Παναγία στίς ἑορτές της, κατεξοχήν δέ στήν Κοίμησή της. Καλά τά ἐγκώμια καί ὅλες οἱ ἄλλες δοξολογικές φωνές ἀπέναντί της, ἀλλά ἄν δέν καταλήγουν στήν ἀκολουθία τοῦ ἤθους της, στό μαρτυρικό φρόνημα τῆς ταπείνωσής της, μᾶλλον δέν ἔχουν καμία σημασία πνευματική γιά ἐμᾶς. Γιατί μοιάζουν μᾶλλον μ’ αὐτό πού ἐπεσήμαναν οἱ προφῆτες, κυρίως δέ ὁ μέγας Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος γινόταν τό στόμα τοῦ Θεοῦ γιά νά λέει: «Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα μέ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀποστρέφω τό πρόσωπό μου ἀπ’ αὐτούς».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ

«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη, θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον Κύριο. Παρ’  όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του αγίου».

Ο άγιος ανήκει σ’  ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που  η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’  αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος». Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι, αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.

Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους, το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος, εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις», η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’  αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται, για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’  αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια «νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

15 Αυγούστου 2021

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ

Πολλά κείμενα γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται για την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας, των πιστών, Μητέρα. Κείμενα δοξολογικά, παρακλητικά, θεολογικά. Γιατί δεν μπορεί ο ορθόδοξος πιστός να σταθεί σωστά έναντι του Ιησού Χριστού του Κυρίου του χωρίς αντίστοιχη στάση έναντι της Παναγίας Μητρός Του – παραθεώρηση της Παναγίας από έναν χριστιανό σημαίνει έλλειμμα πίστεως προς τον Χριστό, μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει πίστη σ’ Εκείνον. Όπως πολλάκις έχει τονιστεί: κριτήριο της ορθόδοξης πίστεως κάποιου είναι το πώς τοποθετείται απέναντι στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πρακτική, νομίζουμε, των αγιορειτών πατέρων εν προκειμένω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια αυτή. «Ευλογείτε» λες στον αγιορείτη, «ο Κύριος» απαντά. «Την ευχή σας» του λες, «Την ευχή της Παναγίας» ανταποδίδει. Χριστός και Παναγία πάντοτε συνυπάρχουν – η Παναγία δείχνει προς τον Υιό της, ο Χριστός χαίρεται να «υπακούει» στη Μητέρα Του!  

Αλλά κείμενα για τη Θεομήτορα όπως των αγίων Πατέρων μας κι όπως το παρακάτω που παραθέτουμε του αγίου Σιλουανού, του γλυκύτατου αυτού νεώτερου αγίου της Εκκλησίας μας, είναι μοναδικά. Σου προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα, σε κάνουν να νιώθεις έντονα την παρουσία της Παναγίας Μητέρας, σε θέτουν κάτω από το άγρυπνο πλήρες αγάπης και στοργής απέναντί σου βλέμμα της. Γιατί σου μεταγγίζουν τη βαθειά συγκίνηση του συντάκτη και την προσωπική εμπειρία του. Ο άγιος Σιλουανός από τη νεότητά του αισθάνθηκε την επέμβαση της Μεγάλης Μάνας στη ζωή του, πολύ περισσότερο όταν ανδρώθηκε και ασκήθηκε μέσα στο Μοναστήρι του στον άγιο Παντελεήμονα του Αγίου Όρους. Κι η καταγραφή της εμπειρίας του και του φωτισμού του Θεού που δέχτηκε γι’  αυτήν καθοδηγεί έκτοτε τον κάθε πιστό και τον προσανατολίζει στην ορθή θέση της εν Ουρανώ και επί γης. Ας αφεθούμε στη χάρη των λόγων του. Ας «πιούμε» την κάθε λέξη του ως το ακριβότερο ποτό. Ας γίνει η ανάγνωση του κειμένου του μία εκ βάθους προσευχή προς Αυτήν που είναι η Πρώτη και Μοναδική.

«Ὅταν ἡ ψυχὴ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε, ὤ, πῶς εἶναι ὅλα εὐχάριστα, ἀγαπημένα καὶ χαρούμενα. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ὅμως συνεπάγεται θλίψη· κι ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ θλίψη.

Ἡ Θεοτόκος δὲν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἂν μὲ τὸ λογισμό, καὶ δὲν ἔχασε ποτὲ τὴ Χάρη, ἀλλὰ κι Αὐτὴ εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στὸ Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανὸ κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατὶ κι ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Κι ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μὲ τὴ Θεία δύναμη, μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατὶ ἦταν θέλημὰ Του νὰ δῇ τὴν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, νὰ παραμείνη παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.

Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε στὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσωμε πλήρως τὸ βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τὸ Θεὸ καὶ Υἱό Της, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε καὶ τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀγάπη. Καὶ τί αἰσθανόταν τάχα, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε ἡ Ἴδια καὶ ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία τους, σταύρωναν τὸν ἀγαπημένο Υἱὸ Της;

Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβωμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καὶ ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν κι ὁ πόνος Της ποὺ παραμένει ἀκατάληπτος γιὰ μᾶς.

Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πὲς σ᾿ ἐμᾶς τὰ παιδιά Σου, πῶς ἀγαποῦσες τὸν Υἱό Σου καὶ Θεό, ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ; Πῶς χαιρόταν τὸ πνεῦμα Σου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα Σου; Πῶς ἀντίκρυζες τὴν ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου Του; Πῶς σκεφτόσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ Τὸν διακονοῦν μὲ φόβο καὶ ἀγάπη ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν;

Πές μας, τί ἔνοιωθε ἡ ψυχή Σου, ὅταν κρατοῦσες στὰ χέρια Σου τὸ Θαυμαστὸ Νήπιο; Πῶς τὸ ἀνέτρεφες; Πῶς πονοῦσε ἡ ψυχή Σου, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ Τὸν ἀναζητοῦσες τρεῖς μέρες στὴν Ἱερουσαλήμ; Ποιάν ἀγωνία ἔζησες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στὴν σταύρωση καὶ πέθανε στὸ Σταυρό;

Πές μας, ποιά χαρὰ αἰσθάνθηκες γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἢ πῶς σπαρταροῦσε ἡ ψυχή Σου ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάληψη;

Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν νὰ γνωρίσουν τὴ ζωή Σου μὲ τὸν Κύριο στὴ γῆ· ἀλλὰ Σὺ δὲν εὐδόκησες νὰ τὰ παραδώσῃς ὅλ᾿ αὐτὰ στὴ Γραφή, ἀλλὰ σκέπασες τὸ μυστήριό Σου μὲ σιγή.

Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν’ ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ.

Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της.

Ἐν τούτοις κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο Tης δὲν εἶχε ἀκόμα τὴν πληρότητα τῆς γνώσεως καὶ ὑπέπεσε σ᾿ ὁρισμένα ἀναμάρτητα λάθη ἀτέλειας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο· ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, δὲν ἤξερε ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς Της καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε τρεῖς μέρες μὲ τὸν Ἰωσήφ (Λουκ. β´ 44-46).

Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος.

Εἶναι ἐνδεὴς ὁ νοῦς μου καὶ φτωχὴ κι ἀδύναμη ἡ καρδιά μου, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου χαίρεται καὶ παρασύρομαι στὸ νὰ γράψω ἔστω καὶ λίγα λόγια γι᾿ Αὐτήν.

Ἡ ψυχή μου φοβᾶται νὰ τὸ ἀποτολμήσῃ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μὲ πιέζει νὰ μὴν κρύψω τὶς εὐεργεσίες τῆς εὐσπλαγχνίας Tης.

Ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωσε στὴ Γραφὴ οὔτε τὶς σκέψεις Tης οὔτε τὴν ἀγάπη Tης γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Tης οὔτε τὶς θλίψεις τῆς ψυχῆς Tης, κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως, γιατὶ οὔτε καὶ τότε θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ συλλάβωμε. Ἡ ἀγάπη Tης γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φλογερότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ κι ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μ᾿ Αὐτήν.

Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Θεοτόκου σκεπαζόταν, θὰ λέγαμε, ἀπὸ τὴν ἅγια σιγή, ὁ Κύριος ὅμως φανέρωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πὼς ἡ Παναγία μας ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη Tης ὅλο τὸν κόσμο καὶ βλέπει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς καί, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς Tης, ἔτσι κι Ἐκείνη σπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ τοὺς πάντες.

Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τ᾿ ὄνομά Της χαροποιεῖ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ κι ὅλος ὁ οὐρανὸς κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη Tης.

Ἀξιοθαύμαστο κι ἀκατανόητο πράγμα. Ζῆ στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπει ἀδιάκοπα τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ κι ἐμᾶς τοὺς φτωχοὺς κι ἀγκαλιάζει μὲ τὴν εὐσπλαγχνία Της ὅλη τὴ γῆ κι ὅλους τοὺς λαούς.

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν».

ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ ΖΩΗΣ

«Ο θάνατός σου, Αγνή Παρθένε, έγινε διαβατήριο για την αιώνια και καλύτερη ζωή, καθώς σε μεταθέτει, άχραντε, από την επίγεια εδώ ζωή προς τη θεία πράγματι και μόνιμη, προκειμένου να βλέπεις με αγαλλίαση τον Υιό σου και Κύριο»  (ωδή δ΄ κανόνα Κοιμήσεως).

Ένα μικρό μαργαριτάρι από τη μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως ο ύμνος, ο οποίος με συνοπτικό τρόπο τονίζει τα κύρια στοιχεία της. 1) Ήλθε η ώρα για τον θάνατο της Μητέρας του Κυρίου. 2) Ο θάνατός της συνιστά το διαβατήριο για την αιώνια ζωή που είναι καλύτερη από την επίγεια. 3) Πρόκειται για μετάσταση συνεπώς από την εδώ ζωή προς τη θεία και μόνιμη πραγματικότητα. Και 4) Το χαρακτηριστικό της αιώνιας ζωής στην οποία μετατίθεται η Παναγία είναι η αγαλλίαση από τη διαρκή όραση του Υιού και Θεού της.

Πράγματι∙ 1) Μολονότι οι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας απορούν για το πώς η Μήτηρ της Ζωής έφτασε στην ώρα του θανάτου της – πώς αυτή που γέννησε τη Ζωή, τον Θεό ως άνθρωπο, μπορεί να υποστεί θάνατο; - όμως από την άλλη θεωρούν δεδομένο το πέρασμά της από αυτόν. Γιατί; Διότι ο Ίδιος ο Υιός και Θεός της πέρασε το φυσικό αυτό όριο. Όπως το εξηγούν: «Δεν είναι θαύμα να πεθάνει η Κόρη που δι’ αυτής σώθηκε ο κόσμος, όταν ο Δημιουργός του κόσμου πέθανε κατά σάρκα ως άνθρωπος». Γι’ αυτό και ο γνωστότερος ύμνος της εορτής μιλάει πρωτίστως για την κηδεία της Θεοτόκου, κι έπειτα για την εν σώματι μετάστασή της. «Απόστολοι που συναθροισθήκατε εδώ στο χωριό της Γεθσημανή από όλα τα πέρατα, κηδέψατε το σώμα μου».

2) Όμως,  μολονότι η Παναγία πέθανε, ζει αιώνια. Σπεύδει αμέσως ο υμνογράφος να το δηλώσει: «Η Θεομήτωρ ζει πάντοτε, έστω κι αν πέθανε τη δεκάτη πέμπτη του μηνός». Κι αυτό γιατί ο Κύριος και Υιός της ήλθε ακριβώς να καταργήσει τον θάνατο και να φέρει τη ζωή. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν (οι άνθρωποι)». Οπότε, για τον πιστό άνθρωπο, κατεξοχήν δε την πρώτη εξ όλων τη Μητέρα του Κυρίου, ο θάνατος δεν έχει το τρομακτικό προσωπείο του αγνώστου «πράγματος», αλλά συνιστά τη θύρα που διέρχεται ο άνθρωπος για να συναντήσει και πάλι τον Χριστό τον Οποίο ζούσε στον κόσμο. Κατά τον απόστολο Παύλο «είτε ζούμε είτε πεθαίνουμε, ανήκουμε στον Κύριο». Για τον υμνογράφο, ο θάνατος αποτελεί το διαβατήριο του πιστού, για να περάσει αυτός στην άλλη λεγόμενη ζωή, που είναι αιώνια και αμετάβλητη, αλλά και πολύ καλύτερη από την εδώ του κόσμου τούτου. Η ώρα του θανάτου μας, η ώρα λήψεως του διαβατηρίου μας! Κι αυτό το διαβατήριο το έλαβε και η ίδια η Θεοτόκος, αλλά από τα χέρια του αγαπημένου Υιού της, παρόντων όλων των Αποστόλων και των αγίων αγγέλων – μία ώρα που προσιδίαζε όντως στη Βασίλισσα και Πλατυτέρα των Ουρανών.

3) Ο θάνατός της συνιστά μετάσταση: όχι μόνο του πνεύματός της αλλά και του αγίου της φυσικού σκηνώματος, την τρίτη ημέρα αφότου «εκοιμήθη», κάτι που δεν έχει στήριγμα βεβαίως στην Αγία Γραφή αλλά στην ευρύτερη Παράδοση της Εκκλησίας. Κι η μετάσταση αυτή σημαίνει ζωή πια στη Βασιλεία του Θεού, ζωή δηλαδή μέσα στην αγκαλιά του Κυρίου ως «όραση» Εκείνου, κατά το «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι».

4) Κι η όραση αυτή ως μετοχή στις άκτιστες ενέργειές Του είναι αγαλλίαση και μακαριότητα για τον άνθρωπο, με την έννοια της εν αγάπη στροφής προς τον κόσμο  και συμμετοχής στα πάθη και τα βάσανά του, κατά το πρότυπο του Κυρίου. «Με την κοίμησή σου δεν εγκατέλειψες τον κόσμο, Θεοτόκε». Με άλλα λόγια, η Παναγία μας ζει τη μακάρια ζωή της αδιάκοπης σχέσης με τον Χριστό, έχοντας ακριβώς για τον λόγο αυτόν στραμμένη την προσοχή της και σε εμάς «τους περιλειπομένους», γιατί η αγάπη του Χριστού δεν την αφήνει σε «ησυχία». Άλλωστε, «χωρίς ημών» δεν μπορεί να τελειωθεί κανείς άγιος, αφού η τελείωση αφενός θα έλθει στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αφετέρου θα πρέπει να συμπεριλάβει ακριβώς και «εμάς» που είμαστε μαζί με τους αγίους το μυστικό σώμα του Χριστού.

Κι η τελευταία αυτή αλήθεια αποτελεί και τη μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Είμαστε «δεμένοι» με τον Χριστό και την Παναγία μας. Η «καρδιά» Τους βρίσκονται εσαεί μαζί μας, Εκείνη δε, ως Μητέρα μας, είναι «η εν πρεσβείαις ακοίμητος» φρουρός και προστασία μας – μεσιτεύει για εμάς, όπως το υποσχέθηκε και στους αγίους αποστόλους λίγο πριν εκπνεύσει, έστω κι αν εμείς συχνά πυκνά πορευόμαστε κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού μας. Κι η κραυγή της σ’ εμάς είναι πάντοτε η ίδια: «Ό,τι σας λέει ο Υιός μου, κάνετε».