05 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Ο γάμος ως σχέση αγάπης απαιτεί διαρκή αγώνα για τη διακράτηση και την επιβεβαίωσή του. Κι αυτό γιατί οι προκλήσεις του εγωισμού ως της ουσίας της αμαρτίας στον κόσμο τούτο απειλούν να τον διαλύσουν. Αυτό σημαίνει ότι όπως ο κάθε πιστός πρέπει καθημερινά να επιβεβαιώνει την πίστη του στον Χριστό – «ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ιακ. 2,26) και «δεῖξον μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» ((Ιακ. 2, 18) – κατά τον ίδιο τρόπο και οι σύζυγοι: καθημερινά πρέπει να αγωνίζονται να διατηρούν τη σχέση τους στο πνευματικό ύψος που πρέπει, την αγάπη. Κι είναι ίσως τούτο το μυστικό για τη διάρκεια ενός γάμου. Όταν βλέπουμε ένα ζευγάρι να διατηρεί τη συναισθηματική και την όλη σχέση του για χρόνια (και δεν μιλάμε για διατήρηση ως συμβατική σχέση), σημαίνει ότι από πίσω υπάρχει η έγνοια του καθενός να κερδίζει την αγάπη του συντρόφου του την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή. Εμπειρικά μάλιστα κατανοεί ο σύζυγος και η σύζυγος αυτό που διδάσκει η Εκκλησία μας, ότι δηλαδή ο γάμος είναι το πεδίο όπου καλλιεργείται ο άνθρωπος και προάγεται πνευματικά, ώστε να φτάσει στην αγιότητα, χωρίς την οποία «κανείς δεν θα δει τον Κύριο» (Εβρ. 12,14).

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ, ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο άγιος Ζαχαρίας, που εορτάζει σήμερα,  εβραϊκό όνομα που σημαίνει «αυτός που θυμάται τον Κύριο», είναι άλλος από τον προφήτη Ζαχαρία που ανήκει στον κύκλο των δώδεκα μικρών λεγομένων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Κι αυτός χαρακτηρίζεται προφήτης, γιατί πράγματι είχε προφητικό χάρισμα, και τα σχετικά με αυτόν καταγράφονται από τον ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος αναφέρει ότι την περίοδο της ιερατείας του στον Ναό, ως ιερεύς που ήταν, δέχτηκε οπτασία του αρχαγγέλου Γαβριήλ, προαναγγέλλοντάς του τη γέννηση του υιού του Ιωάννη, παρ’  όλα τα λογικά εμπόδια: το γήρας του ίδιου, το γήρας και τη στειρότητα της γυναίκας του Ελισάβετ. Λόγω της αμφισβήτησής του, ο αρχάγγελος τον «τιμωρεί» με αφωνία, η οποία λύεται με τη γέννηση του Ιωάννη, γεγονός που οδηγεί τον Ζαχαρία σε ύμνους και δοξολογίες, όπως και σε προφητεία για το παιδί του. Το τέλος του υπήρξε μαρτυρικό, όπως σημειώνεται και στην Κανή Διαθήκη, τον σκότωσαν δηλαδή οι συμπατριώτες του, κατά τη γνωστή συνήθειά τους, μεταξύ του Ναού και του θυσιαστηρίου».

Ο προφήτης Ζαχαρίας, παρ’  όλη τη σύνδεση της μνήμης του με τη δυσπιστία του σ’  αυτό που του ανήγγειλε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, τιμάται ιδιαιτέρως από την Εκκλησία μας, σε αναφορά πάντοτε με τον τρισμέγιστο υιό του, Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο υμνογράφος μάλιστα της ακολουθίας του τον βλέπει καταστολισμένο μ’  ένα τριπλό στεφάνι: το στεφάνι του πιστού ιερέα του Θεού, του άριστου μάρτυρα και του ένδοξου προφήτη: «εν ιερεύσι πιστός και εν μάρτυσιν άριστος, και προφήτης ένδοξος…τριπλώ στεφάνω κατακοσμούμενος». Όμως εκείνο που οι πολλοί φέρνουν στη μνήμη τους είναι, όπως είπαμε, η αμφισβήτηση της ουράνιας οπτασίας, για την οποία ο ιερός Χρυσόστομος λέει ότι έφερε ως αποτέλεσμα την κώφευση και την αλαλία του, διότι φανέρωνε την προτεραιότητα της λογικής του έναντι της παντοδυναμίας του λόγου του Θεού. Είναι δυνατόν, διερωτάται μάλιστα ο άγιος Πατέρας, να υπάρξει η όποια λογική αντίρρηση σ’  Εκείνον που ο λόγος Του συστήνει και δημιουργεί τα σύμπαντα;

Κι όμως! Αν κρίναμε την αντίδραση του αγίου Ζαχαρία με τα κριτήρια των μετέπειτα αγίων μας, ιδίως των νηπτικών Πατέρων και Διδασκάλων, θα έπρεπε να τον επαινέσουμε. Διότι ακριβώς δεν έσπευσε να αποδεχθεί την οπτασία, το όραμα. Οι άγιοί μας δηλαδή, βασισμένοι στον λόγο του Θεού αλλά και την εμπειρία τους, μας διδάσκουν ότι η πρώτη αντίδρασή μας σε τέτοια φαινόμενα, αν παρουσιαστούν, θα πρέπει να είναι η επιφύλαξη, κι ίσως η αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί δεν είναι μόνον ο Θεός, ο Οποίος μπορεί να φανερωθεί δι’  αγγέλου Του ή δι’  άλλου τρόπου, αλλά και ο πονηρός διάβολος. Ο διάβολος μάλιστα είναι εκείνος συνήθως, ο οποίος προσβάλλει τον άνθρωπο με τον συγκεκριμένο τρόπο, γι’  αυτό και η επιφυλακτικότητα θεωρείται τελικώς ότι είναι…εκ Θεού. Θυμόμαστε τα λόγια αγίου ασκητή του αγίου Όρους, ο οποίος έλεγε ότι από τα τριακόσια περίπου οράματα που δέχτηκε ως καλόγερος, μόνον τα τρία ήταν εκ Θεού. Ο έπαινος επομένως θα ήταν η ορθή αντίδρασή μας μπροστά στην αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία. Και  το ίδιο το ευαγγελικό κείμενο δεν φαίνεται να είναι αρνητικό σε κάτι τέτοιο. Η «τιμωρία» του προφήτη μάλλον λειτουργεί ως απλή παιδαγωγία, γι’  αυτό και μόλις γεννιέται το παιδί Ιωάννης, λύνεται και η γλώσσα του αγίου.

Η ακολουθία της ημέρας μάς δίνει όμως και μία άλλη ερμηνεία της κώφευσης και αλαλίας του Ζαχαρία, εντάσσοντας αυτήν μέσα στα πλαίσια του προφητικού του χαρίσματος: η κώφευσή του προφητεύει τη σιγή της Παλαιάς Διαθήκης, που ολοκληρώνει το έργο της με την εμφάνιση του φωτός της χάρης του Θεού, το οποίο υποδεικνύεται με τη γέννηση του Ιωάννη. «Ω, του παραδόξου θαύματος! Της Παλαιάς την σιγήν, και της Νέας την έκφανσιν, Ζαχαρίου κώφευσις, προφητεύει σαφέστατα. Την γάρ νόμου σιγήσας πλήρωσιν, το φως υπέδειξε το της χάριτος». Πρόκειται για μία συμβολική αναγωγή της αλαλίας του προφήτη, για την οποία συγκινούμαστε, γιατί μας δείχνει με τι ευρύ πνεύμα η Εκκλησία μας αντιμετωπίζει τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας και πόσο το Πνεύμα του Θεού την καθοδηγεί για την ορθή όρασή τους.

Και πέραν τούτου: η ίδια η ακολουθία, δηλαδή η όραση και πάλι των γεγονότων με θείο φωτισμό, μας προσανατολίζει σε κάτι που έχει άμεση αναφορά και στη δική μας ζωή. «Ο προφήτης σου, Δέσποτα – επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος – τύποις λογικοίς πιστώς ελειτούργει σοι, και της χάριτος ηξίωται, κατιδείν εν γνώσει την αλήθειαν». Δηλαδή: ο προφήτης σου, Κύριε, λειτουργούσε πιστά στους λογικούς τύπους (της Παλαιάς Διαθήκης), γι’ αυτό αξιώθηκε να δει με επίγνωση και την αλήθεια της χάριτος (με τον ερχομό του Χριστού). Όταν με άλλα λόγια και εμείς επιμένουμε, μένοντας σταθεροί και πιστοί σ’  αυτά  που έστω και τυπικά μπορούμε να επιτελέσουμε από τον νόμο του Θεού – την προσευχή μας, τον εκκλησιασμό μας, τη μελέτη του λόγου του Θεού, την ελεημοσύνη μας – θα δούμε τη χάρη του Θεού να ενεργοποιείται και να γλυκαίνει την καρδιά μας. Μία περίοδος πνευματικής ξηρότητας δηλαδή, όταν δεν γίνεται αφορμή για να αποκλίνουμε από τον λόγο του Θεού, φέρνει συνήθως πλούσια έπειτα τη δροσιά της παρουσίας του Θεού.

04 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Δούλε πονηρέ… ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα;» (Ματθ. ιη΄, 32-33) (Δούλε πονηρέ, δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις τον σύνδουλό σου, όπως και εγώ σε ελέησα;)

 Μία πολύ γνωστή παραβολή του Κυρίου, αυτήν του πονηρού δούλου, μας περιγράφει το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Πρόκειται για έναν βασιλιά, που θέλησε να αποδώσουν λόγο σ᾽ αυτόν οι δούλοι του. Κι ενώ ένας δούλος διαπιστώθηκε ότι ήταν οφειλέτης πολλών χρημάτων, τα οποία αδυνατούσε να τα πληρώσει με κίνδυνο να φυλακιστεί αυτός και η οικογένειά του, τελικώς του χαρίστηκε το χρέος, γιατί τον σπλαγχνίστηκε ο Κύριός του από τα παρακάλια του. Δεν έκανε το ίδιο όμως εκείνος σ᾽ έναν σύνδουλό του, ο οποίος του χρωστούσε ένα μηδαμινό ποσό, οπότε και τον έκλεισε στη φυλακή. Η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε, όταν ο Κύριος έμαθε τι είχε συμβεί, και οργισμένος διέταξε τον εγκλεισμό του πονηρού δούλου στη φυλακή. Ο Κύριος εξήγησε την παραβολή: το ίδιο θα πάθει οποιοσδήποτε, την ώρα της κρίσεως, από τον Θεό, αν δεν συγχωρήσει από την καρδιά του τα παραπτώματα των συνανθρώπων του.

 1. Πρόκειται καταρχάς για παραβολή που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για την κατανόησή της – η ευθυβολία της δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησής της, πολλώ μάλλον που ο ίδιος ο Κύριος δίνει το δίδαγμά της: χωρίς έλεος και συγχωρητικότητα προς τον συνάνθρωπο, ο άνθρωπος το μόνο που θα συναντήσει από τον Θεό θα είναι η οργή Του. Και μας συγκλονίζει η αποτίμηση του Κυρίου. Την έλλειψη ελέους και συγχωρητικότητας προς τον συνάνθρωπο την ταυτίζει με την πονηρία. «Δούλε πονηρέ», λέει. Η πονηρία δηλαδή είναι η ψυχική κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος αδιαφορεί για τις όποιες ανάγκες του συνανθρώπου του, μικρές ή μεγάλες, και το μόνο που έχει προ οφθαλμών είναι το ατομικό του συμφέρον. Που θα πει ότι η πονηρία αποτελεί σύμπτωμα του εγωισμού κι έλλειμμα της αγάπης,  (του τρόπου υπάρξεως του Θεού), συνεπώς ισοδυναμεί με την ίδια τη  δαιμονικότητα. Μη λησμονούμε ότι πονηρός κατεξοχήν ονομάζεται ο διάβολος.

2. Ο Κύριος έτσι μας αποκαλύπτει τον πιο εύκολο και άμεσο δρόμο, προκειμένου οι άνθρωποι να τύχουμε του ελέους του Θεού, να απαλειφθούν οι όποιες αμαρτίες μας, να έχουμε καλή σχέση μαζί Του. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το να είμαστε εύσπλαγχνοι και ελεήμονες απέναντι στον συνάνθρωπό μας –από τον συνάνθρωπο εξαρτάται δηλαδή η σχέση με τον Θεό μας. Είναι τόσο καίρια και βασική η αλήθεια αυτή, ώστε ο Κύριος την ετόνιζε ποικιλόμορφα, και ως σαφή διδασκαλία και ως παραβολή. Για παράδειγμα, ο τονισμός της αγάπης, καρπός της οποίας είναι το έλεος και η συγχώρηση, ως της πρώτης και αποκλειστικής σχεδόν εντολής του Κυρίου, ή η άλλη γνωστή παραβολή της κρίσεως, ιδίως αυτή, κατά την οποία η στάση μας προς τον συνάνθρωπο συνιστά στάση μας απέναντι στον ίδιο τον Κύριο, τι άλλο τονίζει παρά ακριβώς τη σημασία της σημερινής παραβολής; Κι όλη η αποστολική διδασκαλία στη συνέχεια εκεί τελικώς συγκεφαλαιώνεται: «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (απ. Παύλος), διότι «η κρίσις ανίλεώς εστι τω μή ποιήσαντι έλεος» (η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’ αυτούς που δεν έδειξαν έλεος) ( απ. Ιάκωβος). Κατά συνέπεια, δεν είναι υπερβολή αυτό που οι άγιοι αββάδες του Γεροντικού σημείωναν με επιμονή: «Από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε».

3. Τι είναι εκείνο που αιτιολογεί την εξάρτηση της σωτηρίας μας – τη σχέση με τον Θεό – από τον συνάνθρωπό μας; Γιατί υπάρχει το εκφρασμένο θέλημα του Θεού  για την καλή σχέση μας με τον άλλον; Η απάντηση είναι σαφής και την υπαινιχθήκαμε παραπάνω: «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Δεν μπορώ να είμαι με τον Θεό, που είναι αγάπη, αν δεν βρίσκομαι στην πορεία της αγάπης. Μία διαφορετική επιλογή, μία έχθρα ας πούμε, ένα μίσος, μία πικρία που επιμένει, δημιουργεί ένα τέτοιο κλίμα στην καρδιά, που αυτομάτως φυγαδεύει το Πνεύμα του Θεού από αυτήν. Όπως είναι αδύνατον να συντονίσει κανείς το ραδιόφωνό του σε άλλο μήκος κύματος από αυτό που εκπέμπει ο σταθμός που αναζητεί, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να συντονιστεί κανείς με τον Θεό, έξω από εκεί που «εκπέμπει» πάντοτε Εκείνος: στην αγάπη. Πρέπει συνεπώς να βρισκόμαστε σε αναλογία ζωής με τον Θεό, για να Τον έχουμε στη ζωή μας. Διότι το ζητούμενο βεβαίως – και αυτό αποτελεί το σκοπό του ανθρώπου – είναι να είμαστε με τον Θεό, γεγονός που παραπέμπει στην «κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία μας. Έτσι λοιπόν, φτιαγμένος ο άνθρωπος από τον Θεό, για να ζει τον Θεό και να κατατείνει σε Αυτόν, χρειάζεται να συντονίζεται με ό,τι συνιστά τρόπο ζωής του Θεού. Και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος, όπως είπαμε,  από την αγάπη.

4. Στην παραβολή του πονηρού δούλου, η αγάπη του Θεού, ταυτοποιημένη στο πρόσωπο του Κυρίου της παραβολής, παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο: ο Θεός μάς αγαπά και μάς ελεεί, παραβλέποντας τις αμαρτίες και τα σφάλματά μας και μη λαμβάνοντας υπόψη Του τις όποιες οφειλές μας. Με την προϋπόθεση ότι και εμείς θέλουμε την αγάπη Του αυτή, καθώς φανερώνεται από την παράκλησή μας για κάτι τέτοιο: «Πάσαν την οφειλήν αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με». Κι εδώ ίσως υπονοείται το όλο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία μας, μέσα από τη σταυρική θυσία του Υιού Του. Με άλλα λόγια, στο έλεος του Θεού έχουμε την υπέρβαση της απλής έννοιας της δικαιοσύνης και τη φανέρωση αυτής στα αληθινά, του Θεού, πλαίσια: ο Χριστός μάς ελεεί, γιατί σηκώνει τις δικές μας αμαρτίες και μάς προσφέρει πλούσια την αγάπη Του. Από την άποψη αυτή, το ζητούμενο και από εμάς έλεος προς τους συνανθρώπους μας, η αγάπη που εντέλλεται ο Θεός στη σχέση μας με τον άλλον, δεν τελειώνει μ᾽ ένα απλό συγγνώμη και μ᾽ ένα «συγχώρησέ με». Αγαπάμε τον άλλον, τον ελεούμε, όταν κι εμείς είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε αντί για εκείνον το δικό του βάρος, να θυσιάσουμε κάτι – αν όχι όλον – από τον εαυτό μας για τη σωτηρία του. Και τονίζουμε αυτό το όριο της αγάπης και του ελέους, γιατί ο ίδιος ο Κύριος θέτει το δικό Του μέτρο ως μέτρο στάσης μας προς τους άλλους: «ως και εγώ σε ηλέησα». Το μέτρο μας για τους άλλους μάς το δίνει ο ίδιος ο Θεός.

  Εύκολο; Συγκλονιστικά δύσκολο. Θα έλεγε κανείς ακατόρθωτο. Γίνεται όμως κατορθωτό και εύκολο, μόνον μέ τη χάρη του Θεού. Κι αυτό σημειώνεται, από μία άποψη, στην παραβολή: μόνον ένας «ηλεημένος Κυρίου», άρα ευρισκόμενος μέσα στη χάρη του Θεού, μπορεί αντιστοίχως και να ελεήσει, κατά τα μέτρα του Θεού, τον συνάνθρωπό του. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ένταξη στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Αν δεν είσαι μέλος Χριστού και οι δυνάμεις Εκείνου δεν επενεργούν μέσα σου, είναι των αδυνάτων αδύνατον να συγχωρήσεις τον άλλον για τα σφάλματά του απέναντί σου, πολύ περισσότερο να σηκώσεις εσύ το δικό του βάρος αμαρτιών.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ

«Ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν εισήλθε στην Εκκλησία ο βασιλιάς Νουμεριανός, τον έδιωξε από αυτήν, διότι φόνευσε τον υιό του βασιλιά των Περσών που τον είχε όμηρο. Γι’  αυτόν τον λόγο κι ο βασιλιάς αλυσόδεσε τον άγιο και τον διαπόμπευσε, ενώ στο τέλος έκοψε και το κεφάλι του, μαζί με τα κεφάλια τριών παιδιών που ήταν μαζί με τον άγιο» (Συναξάρι του Μηναίου).

Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον τρισμέγιστο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όχι μόνο ασχολήθηκαν με τον άγιο Βαβύλα και τα τρία πνευματικά τέκνα του, αλλά έγραψαν σπουδαίους λόγους για να τονίσουν το ιερό παράδειγμά τους και τη θερμουργό πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, κατάληξη της οποίας ήταν και η προσφορά του αίματός τους για χάρη Του, συνεπώς και η ένδοξη είσοδός τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Σ’ αυτούς τους λόγους στοιχεί και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος αναφερόμενος στον άγιο επίσκοπο Βαβύλα σημειώνει με έμφαση αυτό που συνήθως τονίζεται όταν πρόκειται περί αγίων ιερομαρτύρων: ο άγιος υπήρξε και θύτης, αλλά και θύμα. Θύτης, γιατί ιερουργούσε ως αρχιερέας τον Ιησού Χριστό στη Θεία Λειτουργία∙ θύμα, γιατί κλήθηκε εν χάριτι στην προσφορά και της ζωής του προς χάρη ακριβώς της πίστεώς του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι πολύ εκφραστικοί: «Ο Χριστόν αυτόν Βαβύλας θύων πάλαι, Χριστῷ προθύμως θύεται διά ξίφους» (Ο Βαβύλας που θυσίαζε τον Ίδιο τον Χριστό από παλιά ως ιερέας, θυσιάζεται πρόθυμα για χάρη Του με ξίφος).

Για τον άγιο Θεοφάνη βεβαίως, εκείνο που κατεξοχήν συνιστά το σημαντικότερο γεγονός, το οποίο ερμηνεύει και τη θαρραλέα ομολογία του αγίου (όπως και των τριών παιδιών) ενώπιον του βασιλιά, ομολογία που ξεπερνά και αυτή τη φυσική στροφή του ανθρώπου για διατήρηση της ζωής του («ἀπειλαῖς ἀπτόητος πρό βημάτων τυραννικῶν»: ωδή δ΄), είναι η μεγάλη αγάπη του αγίου για τον Ιησού Χριστό, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για την αγία Τριάδα. Μιλάει όντως για θεϊκό έρωτα, χαρακτηρίζει τον άγιο ως εραστή της υπέρθεης Τριάδος. Κι αυτό γιατί; Διότι προκειμένου ο άνθρωπος να απεμπλακεί από τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων – έχοντας σώμα στρεφόμαστε λόγω της πτώσεως στην αμαρτία με πάθος σε ό,τι αποτελεί έλξη της ύλης – απαιτείται μία ισχυρότερη δύναμη από τον πόθο αυτόν∙ κι αυτή η δύναμη δεν ειναι άλλη από τον έρωτα προς τον Χριστό και Θεό μας. «Εσύ, Βαβύλα μακάριε» σημειώνει συγκεκριμένα, «αφού υπέταξες τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων στον θεϊκό έρωτα, καταφρόνησες και την ίδια τη ζωή, γιατί βιαζόσουν να δεις την ωραιότητα του Χριστού» (ωδή α΄) – ό,τι ομολογεί και ο άγιος Ιγνάτιος για τον έρωτά του Χριστό: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται».

Μιλώντας για τους αγίους της Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε σε επίπεδο πέραν των υλικών και γηῒνων. Εισαγόμαστε δι’ αυτών μέσα στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος μας καλεί σε αντίστοιχη αγάπη προς τη Δική Του, που σημαίνει ότι εισερχόμαστε μέσα σ’ Εκείνον, αφού κατά τον πατερικό λόγο ο Ίδιος περικλείεται στα λόγια Του – «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί Αὐτός ἐν ἡμῖν».  

03 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΙ ΕΒΛΕΠΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ;

«Πρηστήρια ὄργανα, βασανιστήρια πάντα πρό ὀφθαλμῶν σου βλέψας, οὐκ ἐσαλεύθης τῷ νοΐ˙ ἀλλά θερμῶς ἐχώρησας πρός βάσανα, Ἄνθιμε πολύαθλε» (ωδή γ΄ κανόνος αγίου).

(Ενώ είδες μπροστά στα μάτια σου τα φοβερά όργανα του μαρτυρίου και όλα τα βασανιστήρια, δεν σαλεύτηκε καθόλου ο νους σου. Αντίθετα, προχώρησες προς τα βάσανα με θερμή θέληση, Άνθιμε πολύαθλε).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος με τον φωτισμό του Θεού που έχει μάς ανοίγει λίγο τα μάτια να κατανοήσουμε το τι συνέβαινε την ώρα του σκληρού μαρτυρίου του αγίου Ανθίμου. Ο ηγεμόνας Μαξιμιανός προκειμένου να τρομοκρατήσει τον άγιο και να τον κάμψει ψυχολογικά τον έφερε προς ανάκριση μπροστά στα όργανα του βασανισμού του – ποιος φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα πανικοβαλλόταν ξέροντας τι τον περιμένει σε μία ενδεχόμενη άρνηση της θέλησης του εξουσιαστή του; Δεν είναι συνήθης τακτική όλων των δικτατόρων για να κάμψουν το φρόνημα του υποτιθεμένου αντιπάλου τους; Η δημιουργία κλίματος φόβου και τρόμου - αυτό που κάνει και ο Πονηρός διάβολος όταν επιτίθεται στον πιστό άνθρωπο: το κλίμα φόβου είναι το κατάλληλο πλαίσιο υποταγής σ’ αυτόν.

Κι όμως ο άγιος Άνθιμος όχι μόνον δεν κάμπτεται και δεν πτοείται, αλλά αντιθέτως προχωρεί με θέρμη ψυχής προς τα βασανιστήρια. Και τα αντέχει και τα υπερνικά και εισέρχεται νικητής στη Βασιλεία του Θεού, έχοντας δώσει και το αίμα του για τον Κύριο της ζωής του. Πώς; Ποιο είναι το «μυστικό» του που τον ανεβάζει σε ανώτερο του φυσικού επίπεδο; Ασφαλώς, η αληθινή πίστη του, θεμελιωμένη στην αγάπη του Δημιουργού του. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου» είναι η προτροπή του Πνεύματος του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είχε πει: «μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα σας, αλλά δεν έχουν καμία εξουσία στην ψυχή σας», γιατί η ψυχή είναι αυτή που καθορίζει την ποιότητα της ζωής του ανθρώπου και εξασφαλίζει ή όχι τη ζωντανή σχέση με τον Θεό. Άλλωστε, όπου υπάρχει γνήσια και θερμή αγάπη, εκεί ο φόβος απομακρύνεται, όπως το επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Φόβος δεν υπάρχει εκεί που υπάρχει η αγάπη, αλλά η τέλεια αγάπη βγάζει έξω από την καρδιά του ανθρώπου τον φόβο».

Λοιπόν, ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ στην πνευματική κατάσταση του αγίου Ανθίμου προσανατολίζει τη σκέψη μας: ο άγιος ιερομάρτυς ζούσε τόσο έντονα την παρουσία του Χριστού στη ζωή του, είχε τόσο πολύ προσηλωμένους τους οφθαλμούς της διανοίας του σ’ Εκείνον, κατά το αγιογραφικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον», ώστε ενώ «έβλεπε» τα φοβερά όργανα του βασανισμού του, δεν τα έβλεπε! Γιατί η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πέραν αυτών, δηλαδή όπως είπαμε στην παρουσία του Κυρίου, στους αγγέλους που παρευρίσκονταν και τον ενίσχυαν, στους αγίους που είχαν προηγηθεί αυτού στα μαρτύρια, στο στεφάνι που ο Κύριος του είχε ετοιμάσει. «Δεν προσέχουμε τα βλεπόμενα αισθητά, αλλά τα μη βλεπόμενα» σημειώνει ο απόστολος Παύλος, «διότι τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα είναι αιώνια».

Κι εδώ έγκειται η σπουδαιότητα της επισήμανσης του αγίου υμνογράφου. Σε όλα τα προβλήματα και τις δοκιμασίες που αντιμετωπίζουμε οι άνθρωποι σ’ αυτήν τη ζωή, σε όλα τα «μαρτύρια» που μπορεί να περνάμε – που δεν είναι μόνον μαρτύρια απώλειας της φυσικής ζωής μας εννοείται – το «μυστικό» του αγίου Ανθίμου είναι το μυστικό του κάθε πιστού. Προσπαθούμε με τη χάρη του Θεού να μη μένουμε προσκολλημένοι στα αισθητά προβλήματα, σε ό,τι πάει να μας καταβάλει γιατί είναι ενώπιόν μας, αλλά να ενεργοποιούμε τον οφθαλμό της πίστεως και να βλέπουμε το «βάθος» των πραγμάτων: την πανταχού παρουσία του Κυρίου, την παρουσία του φύλακα αγγέλου μας, το στοργικό βλέμμα της Παναγίας Μητέρας μας. Κι εκεί να επιμένουμε. Ο νους μας τότε δεν θα σαλεύεται, δεν θα χάνει τον προσανατολισμό του, με αποτέλεσμα γρήγορα να αισθανθούμε και την ενέργεια της χάρης του Κυρίου, η οποία θα μας ενισχύσει και στην ψυχή και στο σώμα. Ο πειραματισμός πάνω στην πραγματικότητα αυτή θα μας πείσει απολύτως περί της αλήθειας της.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ

«Ο άγιος Άνθιμος οδηγήθηκε δέσμιος για εξέταση προς τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, ενώ είχαν φέρει εκεί όλα τα όργανα των βασανιστηρίων. Κι όταν ρωτήθηκε και με παρρησία κήρυξε τον Χριστόν, του σπάσανε τον τένοντα, τον πλήγωσαν με πυρωμένα σίδερα και τον άπλωσαν γυμνό πάνω σε όστρακο, οπότε και τον κτύπησαν με ραβδιά. Στη συνέχεια του βάλανε ως υποδήματα χαλκά στηρίγματα πυρακτωμένα και τον έδεσαν σε τροχό, ενώ στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι. Κι ενώ κόπηκε το κεφάλι, συνέχισε να φυτρώνει τρίχες».

Ο άγιος Άνθιμος ανήκει στη χορεία των αγίων ιερομαρτύρων, οι οποίοι έχουν διπλή τη χάρη του Θεού: της ιερωσύνης και του μαρτυρίου. Και στα δύο διέπρεψε τόσο, ώστε να χαίρονται και να δοξολογούν τη μνήμη του και οι πιστοί στον κόσμο τούτο, αλλά και οι άγγελοι και οι προγενέστεροι αυτού μάρτυρες, άρα σύμπασα η Εκκλησία, η στρατευόμενη και η θριαμβεύουσα ονομαζομένη. Διότι «θυσίαν το πρότερον Θεώ φέρων την αναίμακτον, ως ιερεύς εννομώτατος, ως ολοκάρπωμα και δεκτήν θυσίαν σεαυτόν δι’  αίματος, ως Μάρτυς αληθέστατος ύστερον, Χριστώ προσήγαγες», δηλαδή ως ιερεύς που ζούσε απολύτως σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρόσφερε πρώτα την αναίμακτη θυσία σ’  Εκείνον, έπειτα δε, ως μάρτυς αληθέστατος πρόσφερε τον εαυτό του δεκτή θυσία στον Χριστό με το αίμα του. Κι όχι μόνο αυτό: υπήρξε, όπως έχει σημειωθεί και άλλοτε, αλείπτης πολλών μαρτύρων, δηλαδή με τον λόγο του,  τις παραινέσεις του και τις προσευχές του, κυρίως όμως με τη ζωή του,  καθοδήγησε και άλλους στο να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να γίνουν και αυτοί μάρτυρες του Κυρίου. «Μαρτύρων στρατεύματα Χριστώ, Πάτερ, προσενήνοχας, ταις υποθήκαις σου, Άνθιμε, και παραινέσεσι, νουθετών, διδάσκων, και σαφές υπόδειγμα, θεόφρον, σεαυτόν παρεχόμενος» (Πάτερ θεόφρον, πρόσφερες στον Χριστό στρατεύματα μαρτύρων, καθώς τους νουθετούσες με τις διδασκαλίες σου και τις παραινέσεις σου και τους παρείχες τον εαυτό σου ως σαφές υπόδειγμα).

Η υπέρ άνθρωπον πορεία του αγίου Ανθίμου, και όσο ζούσε εν ειρήνη και την ώρα του μαρτυρίου, είναι βεβαίως καρπός και της θείας χάρης που τον ενίσχυε – κανείς δεν μπορεί από μόνος του να γίνει μάρτυρας Χριστού, με την έννοια όχι μόνον της υπομονής στα βασανιστήρια, κάτι που το συναντάμε και στα μαρτύρια εκτός της χριστιανικής πίστεως, αλλά και της επιμονής στην αγάπη προς τους εχθρούς: ο μάρτυρας του Χριστού πεθαίνει προσευχόμενος για τους διώκτες του – αλλά και της δικής του θέλησης, την οποία ολοκάρδια είχε καταθέσει στον Κύριό του. Αν μάλιστα δεν υπάρχει αυτή η θέληση από πλευράς του ανθρώπου, η χάρη του Θεού μένει ανενέργητη, όσο κι αν επιθυμεί ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο. Η θέληση του αγίου Ανθίμου να είναι με τον Θεό, η οποία ενεργοποιούσε και τη χάρη του Θεού, φάνηκε από την επίμονη προσπάθειά του να κρατάει στο νου και την καρδιά του τη μνήμη του Θεού. Ο άγιος ζούσε την εντολή του Κυρίου «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη ψυχή σου, εν όλη τη καρδία σου, εν όλη τη διανοία σου, εν όλη τη ισχύι σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», γεγονός που προκαλούσε τον διάβολο, που δεν εύρισκε δίοδο πειρασμού στην καρδιά του. Το αποτέλεσμα βεβαίως σ’  αυτές τις περιπτώσεις είναι γνωστό: ο μεν διάβολος εκνευρίζεται, ενώ ο πιστός άνθρωπος ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τη χάρη του Θεού, διά της οποίας και κατατροπώνει τον αντίπαλο. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας περιγράφει την εσωτερική αυτή κατάσταση με εξαίσιο τρόπο: «Νευρώσας την ψυχήν, επιμόνοις μελέταις, εξενεύρισας εχθρόν, ανδρείαις συμπλοκαίς, και ανίσχυρον έδειξας». Δυνάμωσες την ψυχή σου με επίμονες μελέτες (του Θεού), γι’  αυτό και εκνεύρισες τον εχθρό, τον οποίο και απέδειξες ανίσχυρο, συμπλεκόμενος με αυτόν με ανδρειότητα.

Ο άγιος Άνθιμος είναι παράδειγμα όχι μόνον για τους πιστούς της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής. Μας υπενθυμίζει ότι τον Θεό δεν μπορούμε να Τον έχουμε στο περιθώριο της ζωής μας, αλλά στο κέντρο της, που σημαίνει πως ό,τι λέμε, κάνουμε, σκεπτόμαστε πρέπει να αποπνέουν το άρωμα της θεϊκής παρουσίας. Κι αυτό πραγματοποιείται αν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ότι το όλο μυστικό της πνευματικής ζωής, που ενεργοποιεί, όπως είπαμε, τη χάρη του Θεού, είναι το θέμα των λογισμών. Ο νους και η καρδιά μας πρέπει να είναι στραμμένα προς τον Θεό. Η επίμονη μελέτη μας στην παρουσία του Θεού, στις άγιες εντολές Του, στις προσευχές μας, κυρίως με τη σύντομη ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είναι εκείνη που ζωντανεύει την πίστη μας και μας κάνει πραγματικά μέλη του Χριστού, κυριολεκτικά κατοικητήρια Εκείνου. Ο άγιος Άνθιμος είναι και ο δικός μας αλείπτης στην εύρεση της Βασιλείας του Θεού.

02 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

 «Δι’ ἐγκρατείας, Πάτερ, καί προσευχῆς ἀκλινοῦς εἰσῆλθες πρός τήν ἀκρόπολιν τῆς ἀρετῆς, θεοφόρε, ἔνθα τῆς τρυφῆς τόν χειμάρρουν τρυφᾷς» (ωδή γ΄ κανόνος αγίου).

(Με την εγκράτεια, Πάτερ θεοφόρε, και τη σταθερή και ακλόνητη προσευχή σου εισήλθες στην ακρόπολη της αρετής, δηλαδή την αγάπη, όπου απολαμβάνεις τον χείμαρρο της τρυφής του Παραδείσου).

Α. «Ο άγιος Ιωάννης από παιδί διακρίθηκε για τη σπάνια εγκράτεια του και για τον από φυσικού έρωτα προς τη νηστεία, πράγμα που του έδωσε και την προσωνυμία του Νηστευτή. Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και όταν έγινε έφηβος έκανε το επάγγελμα του χαράκτη. Η καρδιά του όμως, ήταν δοσμένη στα θεία και κάθε μέρα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις του. Τα πλεονεκτήματα του αυτά, εκτίμησε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ' και τον χειροτόνησε διάκονο. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, βοηθώντας πλήθος φτωχών και άλλων απόρων. Αργότερα έγινε πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ευτυχίου, με κοινή υπόδειξη αρχόντων και λαού, εκλέχτηκε διάδοχος του ο Ιωάννης ο Νηστευτής σαν Ιωάννης Δ' (582 επί βασιλέως Μαυρικίου). Το πόσο έλαμψε και σαν Πατριάρχης ο Ιωάννης, έχουμε πολύ εύγλωττες μαρτυρίες: Ο επίσκοπος Σενιλλίας Ισίδωρος τον παριστάνει σαν Άγιο και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος τον αποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στον Ιωάννη επίσης Σύνοδος των Πατριαρχών που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 587, του απένειμε τον τίτλο «Οἰκουμενικός». Σχετικά με τις εκκλησιαστικές ποινές ο Ιωάννης θέσπισε σοφό κανονικό, που βρίσκεται στο Πηδάλιο. Κοιμήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 595 μ.Χ. και το λείψανό του τάφηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων» (Από ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Β. Ο παραπάνω ύμνος του αγίου υμνογράφου Γερμανού καταγράφει τον δρόμο που ακολούθησε ο όσιος προκειμένου να εισέλθει στην αγκαλιά του Κυρίου και να απολαμβάνει έκτοτε την τρυφή της Βασιλείας Του. Η μόνη διαφορά είναι ότι επιλέγει αντί του όρου «Βασιλεία του Θεού» τη φράση «ακρόπολη της αρετής», διότι και τα δύο ταυτίζονται: ακρόπολη της αρετής είναι η αγάπη και αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης έφτασε στο άκρο της αρετής αυτής, που θα πει η καρδιά του και όλη η ύπαρξή του έγινε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, ήδη από τη ζωή αυτή στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο όμως μετά την οσιακή κοίμησή του.

Δεν είναι απροϋπόθετη όμως η πορεία αυτή και η ένταξη στη Βασιλεία του Θεού. Απαιτείται η συνέργεια του ανθρώπου κι αυτή εκφράζεται με το ασκητικό φρόνημα της εγκράτειας και την εν αγάπη προσκόλληση του ανθρώπου στον Κύριο κατεξοχήν μέσω του αγώνα της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή θεωρούνται κατά την ορθόδοξη πίστη μας τα πιο «βαριά» όπλα της πνευματικής ζωής, τα οποία συνδέονται ουσιωδώς και οργανικώς μεταξύ τους. Κι αυτό διότι κανείς δεν μπορεί να προσευχηθεί ορθά, που θα πει με αταλάντευτη και «ακλινή» προσήλωση προς τον Κύριο, αν δεν έχει καταστήσει και δεν καθιστά τον εαυτό του ελεύθερο από τα πάθη του μέσω της εγκρατείας του. Άνθρωπος με άλλα λόγια που είναι έκδοτος στις ηδονές και τα πάθη του λόγω της ακρασίας του, δηλαδή άγεται και φέρεται από την προσκόλλησή του σ’ αυτά, δεν μπορεί να αναφερθεί σωστά στον Κύριο, η όποια προσευχή του ρυπαίνεται από την βρωμιά των παθών του.

Πάει για παράδειγμα να προσευχηθεί ένας μνησίκακος και αντί του προσώπου του Κυρίου «βλέπει» διαρκώς ενώπιόν του το πρόσωπο εκείνου που μισεί γιατί ενδεχομένως κάτι του έκανε. Και μπορεί να λέει λόγια προσευχής με το στόμα, η καρδιά του όμως «ζωγραφίζει» εικόνες εκδίκησης για τον υποτιθέμενο εχθρό του – μία «προσευχή» έτσι που στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του και αυξάνει το πλήθος των αμαρτιών του! Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, στηριγμένη στον Κύριο και στους αγίους Πατέρες της που εμπειρικά έζησαν τα της πνευματικής ζωής, μας παροτρύνουν πάντοτε στη νηστεία, στον περιορισμό κάθε ανεξέλεγκτης τάσης για απόλαυση των ηδονών του βίου, στη μετριοπάθεια – είναι ο δρόμος για να μπορούν οι οφθαλμοί μας να είναι στραμμένοι, όπως είπαμε, προς τον Κύριο. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό», όπως απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας.