«Ο
άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού,
ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και
τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος
βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών,
Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη
Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε
να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος
Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο
μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως
παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου
Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά
θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να
αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την
Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι
Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα
Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός
τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις
ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας
απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του
δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και
υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του
Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά
χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου
ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον
θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη,
οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε
το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του
δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’ όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με
έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που
συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος
μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο
άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού
ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου
Σαλώμης».
Ο άγιος Ιωάννης είναι ο
πρώτος που χαρακτηρίστηκε ως θεολόγος από την Εκκλησία μας – μετά από αυτόν
χαρακτηρίστηκαν έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος (4ος αι.) και ο
άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος (10ος αι). Για την Εκκλησία μας δηλαδή
ελάχιστοι φέρουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός πρέπει να
υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν
θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα
πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος
θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον
άγιο Ιωάννη; Η υμνολογία της Εκκλησίας δίνει αρκούντως την απάντησή της. «Ο
Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε,
και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον» - ο Χριστός, ο
Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε
οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του
σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Που θα πει: θεολόγος είναι
εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία
επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.
Το συγκινητικό με τους
ύμνους της ακολουθίας είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε
ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα
που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο
προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου
καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της
σοφίας του Θεού, (του Χριστού), κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε
με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό
βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας,
αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό
θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον
σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία
κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές
του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.
Ο άγιος Ιωάννης
χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος
και άτρομος. Πράγματι, έτσι παρουσιάζεται στο άγιο Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε
με πάθος τον Κύριο – μία αγάπη που συνιστά αφενός ανταπόκριση στην αγάπη Εκείνου
αλλά και προκαλεί την επιπλέον ενέργεια της αγάπης Του. Θέλουμε να πούμε ότι
κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Χριστό παρά μόνον ανταποκρινόμενος σ’ Εκείνου την αγάπη: «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», αλλά και η
ανταπόκριση αυτή αυξάνει έτι πλέον τη χωρητικότητα της καρδιάς για να χωρέσει
περισσότερο τον Δημιουργό της Χριστό - ενώ
ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των
ανθρώπων εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του.
Ήταν ο άγιος
ευαγγελιστής και ο πιο κοντινός μαθητής του Κυρίου, ίσως γιατί ήταν και
συγγενής Του κατά σάρκα, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος
αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’
αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη
Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η
Μήτηρ σου». Έκτοτε ο Ιωάννης όντως
έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του
χαρακτήρα του εξάλλου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο
ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το
βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο
μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως,
βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις
μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του
Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το
ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το
οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με
κίνδυνο της ζωής του, να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε
νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.