02 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ

«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».

Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως». Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής. Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».

Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.

Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης, που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Το έχουμε ξαναπεί: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα: να βγει το δαιμόνιο.

Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.

01 Οκτωβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Ρωμανός ήταν από τη Συρία, από την πόλη των Εμεσηνών, κι έγινε διάκονος της αγίας Εκκλησίας στη Βηρυτό. Όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στους χρόνους Αναστασίου του βασιλιά έμενε στο ναό της υπεραγίας Θεοτόκου που βρισκόταν στην περιοχή της Κύρου, ζώντας με ευλάβεια και διανυκτερεύοντας στις αγρυπνίες των Βλαχερνών. Επιτελούσε λοιπόν εκεί την ολονύκτια προσευχή και πάλι επέστρεφε στην Κύρο, όπου έλαβε και το χάρισμα να συντάσσει τους ύμνους των κοντακίων. Το έλαβε δε ως εξής: του φανερώθηκε η υπεραγία Θεοτόκος στον ύπνο του και του έδωσε ένα κομμάτι από χαρτί, το οποίο τον διέταξε να το φάει. Του φάνηκε λοιπόν ότι άνοιξε το στόμα του και κατάπιε το χαρτί. Ήταν τότε η εορτή των Χριστουγέννων. Αμέσως ξύπνησε, ανέβηκε στον άμβωνα κι άρχισε να ψάλλει: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει». Στη συνέχεια έγραψε και τα κοντάκια των υπολοίπων εορτών, όπως και των επισήμων αγίων, ώστε το πλήθος των κοντακίων που έφτιαξε να υπερβαίνουν τα χίλια. Στο τέλος τελειώθηκε ειρηνικά».

Το κύριο γνώρισμα του αγίου Ρωμανού είναι του ποιητού των κοντακίων, του εκκλησιαστικού υμνολογικού είδους που σφράγισε κυρίως τους 6ο και 7ο αι. – στη συνέχεια μέχρι σήμερα κυριάρχησε το είδος που ονομάζεται κανόνας. Είναι γνωστό ότι ο όρος κοντάκιο (υπάρχουν διάφορες ερμηνείες του ονόματος) δεν χρησιμοποιείτο από τον άγιο Ρωμανό, επικράτησε όμως μετά τον 10ο αι., και το ποίημά του αυτό αποτελείτο από το προοίμιο και τους οίκους, οι οποίοι έχουν ως πρότυπο το προίμιο. Τελικώς επιβίωσε μόνον το προοίμιο και αυτό στην Εκκλησία πια ονομάζουμε κοντάκιο.

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως του οσίου Ρωμανού, Ιωάννης ο μοναχός, δεν ενδιαφέρεται για το είδος των ύμνων του, αν είναι κοντάκιο ή αν είναι κανόνας – ο ίδιος τον υμνολογεί μέσω του κανόνος. Εκείνο στο οποίο επικεντρώνει ως ποιητής της Εκκλησίας και ως πνευματικός άνθρωπος και θεολόγος είναι το περιεχόμενο των ύμνων του Ρωμανού. Και το περιεχόμενο αυτό, σημειώνει, είναι «τοῦ Πνεύματος λόγια» (στιχ. εσπ.), είναι «ἀγγελική ὑμνωδία» (δόξα αποστ. εσπ.), είναι «ἡ ἀληθής γνῶσις καί τά ἔνθεα διδάγματα» (ωδή γ΄), δηλαδή «ὁ δογματισμός τοῦ συνανάρχου Λόγου Πατρί καί Πνεύματι ὡς ὁμοουσίου» (δόξα καθίσμ. όρθρου). Ο άγιος Ρωμανός είναι ο δογματικότερος όλων των εκκλησιαστικών ποιητών, αὐτός πού μέ τή ρωμαλέα θεολογία του ήταν και ο πιο αγαπημένος του μεγάλου οσίου της εποχής μας, Γέροντος π. Πορφυρίου καυσοκαλυβίτου – κι είμαστε ευγνώμονες εν προκειμένω στον μακαριστό άγιο Γέροντα π. Ανανία (Κουστένη) (που ευρισκόμενος στην Εκκλησία των πρωτοτόκων άγει σήμερα την ονομαστική του εορτή), ο οποίος μετά από πολλά χρόνια πνευματικής εργασίας μετέστρεψε στη νεοελληνική ποιητικώ τω τρόπω τα κοντάκια του οσίου μελωδού.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον όσιο Ρωμανό να φτάσει σ’ αυτό το ύψος της αγγελικής υμνωδίας και «να διατρανώνει με θεόπνευστα άσματα την απόρρητη θεία οικονομία του Χριστού και με ύμνους να στέφει όλους τους αγίους;» (εξαποστ. όρθρου). Αφενός, κατά τον υμνογράφο του, η ίδια η Θεοτόκος Μαρία, την οποία αγάπησε υπερβαλλόντως – καθημερινώς, όπως είδαμε, στον ναό της ζούσε και στις παννυχίδες της Παναγίας των Βλαχερνών σύχναζε και προσευχόταν. «Η αειπάρθενος που γέννησε τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο, κατεφώτισε την ψυχή σου και γέμισε τον νου σου από την ένθεη γνώση, όταν σου παρουσιάστηκε τη νύκτα» (ωδή ε΄). Και: «Θεόφρον Ρωμανέ, είχες δάσκαλο τη Θεοτόκο Μαρία που σου ’δινε τη σύνεση και σε μυούσε και σε προέτρεπε να ψάλλεις» (ωδή ζ΄).

Και αφετέρου, η χάρη του Αγίου Πνεύματος που «καταλάμπρυνε με φεγγοβόλες λάμψεις τόν νου του» (ωδή α΄) και «τον έκανε να έχει την ομορφιά του κάλλους Του» (ωδή α΄). Γιατί; Τι έλκυσε το Πνεύμα του Θεού για να προσφερθεί τόσο πλούσια εκ νεότητος στον Ρωμανό; Τίποτε άλλο από αυτό που ελκύει πάντοτε τον Θεό στον άνθρωπο: η ανταπόκριση στην κλήση Του, δηλαδή η αγάπη του σ’ Εκείνου την αγάπη. Όπως το λέει και πάλι ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός: «Από τη νεότητά σου παρέθεσες όλο τον εαυτό σου στον Χριστό και τον ακολούθησες» (ωδή α΄). Και φαίνεται η ακολουθία αυτή από το κατεξοχήν αποδεικτικό γεγονός: την ύπαρξη των αρετών, τον καρπό του αγίου Πνεύματος! «Σαν φωτολαμπής αστέρας με την ομορφιά των αρετών αναδείχτηκες σ’ όλον τον κόσμο, σοφέ Ρωμανέ» (ωδή α΄).

Οι ύμνοι λοιπόν του οσίου μελωδού αποτελούν λόγια του Πνεύματος - ό,τι ο Θεός και η Παναγία ενέπνευσαν στην καθαρή καρδιά του. Κι εδώ αναφύεται βεβαίως άλλο «πρόβλημα»: ανταποκρίνεται στα λόγια αυτά μόνον όποιος διαπνέεται εξίσου από το Πνεύμα αυτό! Μόνον ο πιστός άνθρωπος, ο άνθρωπος της Εκκλησίας που θέλει να ζει ως πραγματικός χριστιανός με φρόνημα Χριστού, μπορεί να αναγνωρίσει το μεγαλείο των εμπνευσμένων λόγων του αγίου Ρωμανού. «Ἐν τῶ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Γι’ αυτό και σπεύδει απαρχής ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός να τονίσει: «Ο Ρωμανός, η λύρα του θείου Πνεύματος, το αηδόνι, το τζιτζίκι, ο αυλός των θείων ασμάτων της Εκκλησίας, παραθέτει σε όλους μας τις μελωδικές του ευωχίες και μέσω αυτών κατευφραίνει τους θεόφρονες» (στιχ. εσπ.). Πρέπει να είναι κανείς θεόφρων, να έχει φρόνημα Θεού: πνεύμα υπακοής και ταπείνωσης όπως εξηγεί ο μέγας απόστολος Παύλος (Φιλ. 2, 5-8) για να ευφρανθεί από τα λόγια του Πνεύματος του Θεού.

Κι αυτό παραπέμπει στο ευρύτερο πρόβλημα γενικώς των εκκλησιαστικών λογίων, είτε της Γραφής είτε των Πατερικών έργων είτε της υμνολογίας και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας! Τι θέλουμε να πούμε; Αν σήμερα υπάρχει μικρή ανταπόκριση των ανθρώπων για την πίστη του Χριστού και τη ζωή της Εκκλησίας, είναι ακριβώς γι’ αυτό: διαπνεόμαστε από το κοσμικό, αμαρτωλό, πνεύμα, και γι’ αυτό δεν «ευφραινόμαστε», δεν ελκυόμαστε, δεν ευχαριστιόμαστε από ό,τι το Πνεύμα του Θεού εμπνέει. Μπορεί κάποιος να «κατηγορεί» την Εκκλησία για παλαιολιθικές μεθόδους, για απηρχαιωμένες τάχα αντιλήψεις, μα η Εκκλησία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συνεχίζει την οδό του αρχηγού της Κυρίου Ιησού Χριστού. Οπότε, για να μπορεί κανείς να κατανοήσει τα της πίστεως και να ευφραίνεται γι’ αυτά, χρειάζεται το μοναδικό στοιχείο που τα αλλάζει όλα: τη μετάνοια. Μόλις κανείς ανταποκριθεί στις βαθύτερες εφέσεις της ψυχής του και θελήσει να αναζητήσει την αλήθεια, αμέσως θα δει τη φωτιά του Πνεύματος που περικλείουν τα λόγια του Θεού, θα δει τη νεότητα του Χριστού να ανακαινίζει πλήρως την ύπαρξή του. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα»!

ΠΩΣ ΠΑΓΙΔΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ!

«Ενεδρεύει ο εχθρός διάβολος όπως το λιοντάρι στη φωλιά του, και κρύβει για κακό μας παγίδες και δίχτυα από λογισμούς ακάθαρτους και ασεβείς. Αλλά και εμείς, αν δεν κοιμόμαστε, θα μπορέσουμε να του στήνουμε μεγαλύτερες και φοβερότερες παγίδες και δίχτυα και ενέδρες. Γιατί η προσευχή, οι ψαλμοί, η αγρυπνία, η ταπεινοφροσύνη, η υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, η ευχαριστία και η ακρόαση των θείων λόγων, γίνονται ενέδρα και παγίδα και λάκκος και μάστιγες και αγχόνη και δίχτυα για τον εχθρό» (όσιος Ιωάννης Καρπάθιος).

Μολονότι όχι πολύ γνωστός στους πολλούς ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος έχει ισχυρή παρουσία στα ασκητικά κείμενα της Εκκλησίας, ιδίως στη Φιλοκαλία των Νηπτικών των αγίων Μακαρίου του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου. Ένα κεφάλαιό του που μας αποκαλύπτει στοιχεία της πνευματικής ζωής είναι και το παραπάνω.

Ο όσιος σχολιάζει τον λόγο του αποστόλου Πέτρου ότι όχι μόνο  υφίσταται ο διάβολος, (ο ξεπεσμένος αρχάγγελος με όσους τον ακολούθησαν), αλλά η μόνιμη επιθυμία του είναι να καταστρέφει τη δημιουργία του Θεού και μάλιστα τον κατ’  εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο - «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄Πέτρ. 5,8). Βεβαίως πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η δράση του πονηρού δεν είναι ανεξέλεγκτη. Μπορεί ο Κύριος να τον κρατάει στην ύπαρξη, (γιατί ποτέ δεν καταστρέφει τη δημιουργία Του μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του), μπορεί να τον αφήνει να δρα πειρασμικά και καταστροφικά, αλλά πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της παντοδύναμης Πρόνοιάς Του, που αποσκοπεί στη διαπαιδαγώγηση και τη σωτηρία του ανθρώπου.  Και τι σημειώνει συγκεκριμένα ο όσιος; Ότι ο διάβολος ως λιοντάρι πράγματι στήνει ενέδρες και παγίδες στον άνθρωπο, αλλά κυρίως στο επίπεδο των λογισμών – τοξεύει τον άνθρωπο με τα βέλη των ακάθαρτων και ασεβών λογισμών. Και ακάθαρτοι λογισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται κατεξοχήν στο παθητικό λεγόμενο μέρος της ψυχής:  στα συναισθήματα και τις επιθυμίες μας (π.χ. μίσος και έχθρα, σαρκολατρεία, φιλαργυρία), ενώ ασεβείς λογισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται κατεξοχήν στο λογιστικό μέρος της ψυχής, όπως η απιστία για παράδειγμα, η κενοδοξία, η υπερηφάνεια. Συνεπώς ο πονηρός έχει ως έργο του αδιάκοπο το πώς θα αλλοιώσει τη σχέση του ανθρώπου ως προς τον Θεό και ως προς τον συνάνθρωπό του και την όλη λοιπή δημιουργία.

Κι έπειτα μάς υπενθυμίζει ο όσιος ότι ναι μεν αυτό συμβαίνει από πλευράς του πονηρού, όμως από πλευράς των εν επιγνώσει χριστιανών μπορεί να συμβεί το θεωρούμενο παράδοξο και «απίστευτο»: «να στήνουμε εμείς στον διάβολο μεγαλύτερες και φοβερότερες παγίδες και δίχτυα και ενέδρες!» Μα πώς είναι δυνατόν; Ο διάβολος ως πνεύμα, έστω και ξεπεσμένο, δεν έχει μεγαλύτερη δύναμη από εμάς; Είχε και έχει, αλλά μέχρι εκεί που υπάρχει η παρουσία του Χριστού. Για τον χριστιανό, τον βαπτισμένο και χρισμένο στο όνομά Του, λειτουργεί η παντοδυναμία Εκείνου, γιατί ως μέλος Χριστού ο χριστιανός δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ντυμένος Εκείνον και έχοντας τις δυνάμεις Εκείνου! «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Για να θυμηθούμε τον άγιο Παΐσιο τον αγιορείτη: «ο διάβολος μπροστά στον χριστιανό μοιάζει με το σκυλί που του έχουν βγάλει τα δόντια ή με το φίδι που του έχουν αφαιρέσει το δηλητήριο». Οπότε ο χριστιανός αποτελεί φόβητρο για τον διάβολο και όχι το αντίθετο. «Με το όνομα του Χριστού μαστίγωνε τους εχθρούς» («Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους») δεν λέει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος;  Κι η μάστιγα αυτή, κατά τον όσιο Καρπάθιο, περιλαμβάνει και «την προσευχή, τους ψαλμούς, την αγρυπνία, την ταπεινοφροσύνη, την υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, την ευχαριστία και την ακρόαση των θείων λόγων».

Οπότε, ναι! Ο διάβολος μάς πολεμάει, αλλά κι εμείς δεν πάμε πίσω: του δυσκολεύουμε πολύ περισσότερο τη ζωή και τη δράση. «Μην φοβάσαι τους δαίμονες» λέει με τον τρόπο του και ο μέγας Γέρων όσιος Ιωσήφ ο ησυχαστής».  «Εσύ δεν βλέπεις με κάθε ευχή, όπου λέγεις, πόσοι πίπτουν, πόσοι στρέφουν τα νώτα. Συ μόνον βλέπεις πόσον εσύ πληγώνεσαι. Αλλά και αυτοί δέρνονται. Και αυτοί φεύγουν. Σε κάθε υπομονή οπού κάμνομε, φεύγουν αλματωδώς, και σε κάθε ευχή πληγώνονται σοβαρά. Λοιπόν μη θέλεις εν καιρώ πολέμου να ρίπτεις εσύ σφαίρες και βόλια και αυτοί να σου ρίχνουν λουκούμια και σοκολάτες!»

Όλα αυτά βεβαίως συμβαίνουν κατά τον όσιο Καρπάθιο «αν δεν κοιμόμαστε». Διότι μπορεί κάποιος να είναι χριστιανός, αλλά να μην το έχει πάρει σοβαρά στη ζωή του. Χρειάζεται να είμαστε ξύπνιοι, να έχουμε εγρήγορση, οπότε η ζωντανή σχέση μας με τον Χριστό θα αποτυπώνεται σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας και «το όνομά μας θα είναι γραμμένο στη Βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 10, 20), γεγονός που συνιστά το όραμα και την αδιάκοπη προοπτική μας.

30 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΚΑΛΗ… ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ!

«Αν δεν μπορείς, μολονότι πάλεψες πολύ, να διαλύσεις εντελώς το σκάνδαλο της μνησικακίας, δείξε στον εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετανόησες. Έτσι θα συμβεί να εντραπείς την παρατεινόμενη υποκρισία σου, και να τον αγαπήσεις ολοκληρωτικά, κεντώμενος και καιόμενος σαν με πυρ από τις τύψεις της συνειδήσεως» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. θ΄ 10).

Υπάρχει και καλή υποκρισία! Να υποκρίνεσαι ότι αγαπάς τον άλλο, κυρίως τον εχθρό σου, κι ότι θέλεις να αποκαταστήσεις τη σχέση σου μαζί του  - αναλαμβάνοντας μάλιστα και το βάρος της ενοχής – έστω κι αν δεν έχεις φτάσεις στην καρδιακή αγάπη, στην πλήρως αγαθή διάθεση προς εκείνον!  Κάν’ το με τα λόγια, προτρέπει ο όσιος.

Και μάς καθοδηγεί στα ιερά άδυτα της καρδιάς του αγωνιστή χριστιανού: ο αγωνιστής γνωρίζει ότι το θέλημα του Κυρίου είναι πάντοτε και μονίμως η αγάπη: η αληθινή, αυτή που πηγάζει από την καρδιά του ανθρώπου, συνεπώς εκείνη που κινείται από το Πνεύμα του Θεού. Μα, βλέπει ότι δεν έχει φτάσει ακόμη σ’ αυτό το υψηλό και χαρισματικό σημείο, και μάλιστα απέναντι σ’ εκείνον που τον έχει αδικήσει και τον έχει προσβάλει, δηλαδή τον… εχθρό! Δεν αφήνεται σε λογισμούς μνησικακίας: νιώθει το σκάνδαλό της μέσα του  που του φυγαδεύει τη χάρη του Θεού. Δεν παραδίδεται στον Πονηρό που του υποβάλλει τη δικαιολογία της ανταπόδοσης. Επιμένει, προσβλέποντας «τι το θέλημα του Κυρίου, το αγαθόν και ευάρεστον Αυτώ»· προσβλέποντας στον παράδειγμα του Ιδίου, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρούσε τους εχθρούς Του και έψαχνε δικαιολογίες γι’ αυτούς: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»!

Και γι’ αυτό «σέρνει» τον εαυτό του έστω και με τη βία. Ακόμη και με την… υποκρισία! Κι ενώ βρίσκεται στη διαδικασία αυτή, τη χαρισματική εξίσου, κλαίει την κατάντια του, γιατί βλέπει τη μικρότητά του. «Κεντάται και καίγεται σαν να έχει φωτιά μέσα του από τις τύψεις της συνειδήσεως». Ζει όμως με το όραμα: να φτάσω να αγαπήσω τον εχθρό μου ολοκληρωτικά. Όπως ο Χριστός. Τι ευλογημένη «ντροπή»! Τι ευλογημένη υποκρισία!

Δεν σου έρχεται να προσκυνήσεις μία τέτοια καρδιά; Δεν χτυπάς το στήθος σου για τη δική σου ανύπαρκτη χριστιανική ζωή, το ύψος της οποίας φτάνει τις περισσότερες φορές στο να μην ανταποδώσεις στον άλλο την εχθρότητά του; «Δεν θέλω το κακό του», μουρμουράς, κι αισθάνεσαι δικαιωμένος. Μην τρέφεις αυταπάτες για τον εαυτό σου: βρίσκεσαι ακόμη σε… ιουδαϊκά επίπεδα. Δεν έχεις φτάσεις καν στα πρώτα κράσπεδα της πνευματικής ζωής!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Ήταν Πάρθος κατά την καταγωγή, υιός του Ανάκ, συγγενής του Κουσαρώ, βασιλιά της Αρμενίας. Συνελήφθη από τον βασιλιά Τηριδάτη ως χριστιανός και υπέμεινε γι’  αυτό πολλές τιμωρίες. Όταν έμαθε μάλιστα ο Τηριδάτης ότι είναι υιός του Ανάκ του Πάρθου που δολοφόνησε τον πατέρα του, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και τον έστειλε στην πόλη Αρταξά, όπου εκεί τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, γεμάτο από θηρία και ερπετά. Στον λάκκο αυτό έζησε  δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μία γυναίκα χήρα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τηριδάτης παρεφρόνησε, έτρωγε τις σάρκες του και ζούσε μαζί με τα γουρούνια στα βουνά. Η αδελφή του Κουσαροδούκτα είδε τότε ένα όνειρο κι άκουσε φωνή που έλεγε: Αν δεν βγει από τον λάκκο ο Γρηγόριος, ο Τηριδάτης δεν πρόκειται να γίνει καλά. Πράγματι, η Κουσαροδούκτα απελευθέρωσε τον Γρηγόριο, ενώ την ίδια ώρα θεραπεύτηκε και ο βασιλιάς. Ο Γρηγόριος έγινε επίσκοπος της Αρμενίας, βάπτισε τους κατοίκους της, έφτιαξε πολλές Εκκλησίες, και τελικώς εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά».  

Διαβάζοντας κανείς τον βίο του αγίου Γρηγορίου, φωτιστή των Αρμενίων, δύο πράγματα έρχονται στον νου του για να κάνει: ή να κλείσει τα μάτια από ντροπή, μπροστά στη φοβερά μεγάλη προσωπικότητα και το τεράστιο σε βάθος και πλάτος έργο του Γρηγορίου, προσπαθώντας να το «απωθήσει» στο υποσυνείδητό του, ή να αρχίσει να κλαίει για τη δική του κατάντια. Διότι ο άγιος, ένας αυτός – και όχι χιλιάδες «χριστιανοί» όπως εμείς – αλλά «οίκον Τριάδος εαυτόν αποτελέσας» κατά τον υμνογράφο, δηλαδή κάνοντας τον εαυτό του οίκο της αγίας Τριάδος, κατόρθωσε με τη χάρη του Θεού να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη έναν ολόκληρο ειδωλολατρικό λαό, που καταδυναστευόταν από τον πονηρό διάβολο και τις μεθοδείες του. «Λυμαινόμενον αθέως τον εχθρόν χώραν άπασαν, την των Αρμενίων, θεία δυναστεία κατέβαλες∙ και ως πυρσός αναλάμψας κατεφώτισας τους εν σκότει κειμένους, σοφέ, ματαιότητος» (Με τη δύναμη του Θεού νίκησες τον εχθρό διάβολο, ο οποίος κατέστρεφε με την αθεΐα όλη τη χώρα των Αρμενίων. Και αφού έλαμψες σαν πυρσός, φώτισες πολύ δυνατά, σοφέ, αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της ματαιότητας). Ο άγιος, γι’  αυτό, αντιπαραβάλλεται με τους αγίους αποστόλους, τους μαθητές του Κυρίου, παραλληλίζεται με τον άγιο Γρηγόριο τον Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό, ο οποίος εξίσου με τον σημερινό Γρηγόριο, όταν πήγε στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους χριστιανούς και όταν έφυγε από τη ζωή αυτή άφησε ελάχιστους ειδωλολάτρες, παραπέμπει στους νεώτερους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, φωτιστές των Σλαύων.

Η χάρη του Θεού ενήργησε σε όλες τις καλοπροαίρετες καρδιές των Αρμενίων, μέσω του εκλεκτού οργάνου της Γρηγορίου, μ’  έναν τριπλό τρόπο: με τη δύναμη του λόγου του, με τη δύναμη των θαυμάτων που επιτελούσε, με τα θαυμαστά μαρτύρια που πέρασε για την πίστη του. Ο λόγος του πράγματι, επιβεβαιούμενος  και με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεπε να επιτελεί, ήταν γεμάτος από δύναμη Θεού και δεν ήταν ανθρώπινα επιχειρήματα, που συνήθως κτυπούν ως «κύμβαλον αλαλάζον» τα αυτιά των ανθρώπων. Με τον λόγο αυτό έπεφταν  οι ειδωλολατρικοί ναοί και φυγαδεύονταν οι κρυμμένοι σ’  αυτούς δαίμονες, ενώ στερεώνονταν οι καρδιές των ανθρώπων στον θεϊκό έρωτα, όπως σημειώνει έκθαμβος ο υμνογράφος. «Ρημάτων σου δυναστεία, ναοί κατερράγησαν και δαιμόνων κατεβλήθη ανίδρυτα ξόανα, και πιστών καρδίαι θεϊκώ ενιδρύθησαν έρωτι». Εκεί όμως που κατεξοχήν λειτούργησε ως φάρος που φώτισε τους ανθρώπους ήταν τα μαρτύρια που υπέστη. Τα μαρτύρια αυτά ήταν η δόξα του, κατά αντιστοιχία με το Πάθος και το μαρτύριο Κυρίου του Θεού του. Το σημειώνει ο θεολογικώτατος ποιητής της ακολουθίας του, για να δείξει ποιο είναι το στίγμα του χριστιανικού μαρτυρίου: «Εις περίβλεπτον σε ύψος μαρτυρίου ανήνεγκεν, υψηλός εν δόξη Κύριος Ύψιστος, ένδοξε∙ ου τα παθήματα χαίρων εξεικόνισας, ιερομάρτυς, δόξα βοών τη δυνάμει σου» (Ο υψηλός στη δόξα Ύψιστος Κύριος, ένδοξε Γρηγόριε, σε ανέβασε σε περίβλεπτο ύψος μαρτυρίου. Τα παθήματα Αυτού (που ήταν η δόξα Του) εξεικόνισες με χαρά, ιερομάρτυς, φωνάζοντας δόξα στη δύναμή Σου).

Αυτού του είδους το χριστιανικό μαρτύριο, ως συμμετοχή στο μαρτύριο του Χριστού, φέρνει αποτελέσματα, τα οποία, ενώ είναι τρανταχτά, δεν φαίνονται με πρώτη ματιά. Το μαρτύριο των αγίων δηλαδή, όπως το Πάθος του Χριστού, περικλείει το μυστήριο της δύναμης του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι όπως σε εκείνο του Σταυρού νικήθηκε - χωρίς να φαίνεται εξωτερικά - η αμαρτία, ο θάνατος και ο διάβολος, έτσι και στων αγίων: συντρίβεται ο διάβολος και τα όργανά του. Θέλουμε να πούμε, ακολουθώντας τους ύμνους της εορτής, ότι κάθε κτύπημα ενός αγίου είναι και κτύπημα κατά της πονηρίας, κάθε πόνος και βάσανός του φέρνει και το βογγητό και την κόλαση του πονηρού. Ας δούμε πόσο ωραία μας το καταθέτει ο εκκλησιαστικός και πάλι ποιητής: «Ραπισμοίς σιαγόνων σου, μύλας συντρίβεις λεόντων, και οχετοίς αιμάτων, δαιμόνων λύθρον εκμειοίς, ειδωλικάς προρρίζους τε, καταστρέφεις στήλας, Αξιάγαστε». Δηλαδή: Με τα ραπίσματα των σιαγόνων σου συντρίβεις τα δόντια των λιονταριών, και με τους οχετούς των αιμάτων σου εξαφανίζεις τη βρωμιά των δαιμόνων και καταστρέφεις από τη ρίζα τις στήλες των ειδώλων, αξιοθαύμαστε Γρηγόριε.

Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε και τα δικά μας βάσανα, και τους δικούς μας πόνους σ’  αυτήν τη ζωή, με αυτό το «μάτι» της πίστεως: αν τα βάσανά μας τα υπομένουμε με πίστη, τότε και μέσα από εμάς θα λειτουργεί η δύναμη του Θεού, που συντρίβει το κακό και τον διάβολο. Και τότε θα αρχίσουμε να γινόμαστε κι εμείς, σε κάποιο βαθμό ίσως, φωτιστές και των άλλων συνανθρώπων μας, προκειμένου να βρίσκουν το αληθινό φως, τον Ιησού Χριστό.

29 Σεπτεμβρίου 2021

Ή ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ Ή ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ!

«Μοιάζουν οι μεν ευλογημένες και όσιες αρετές με την κλίμακα του Ιακώβ, οι δε ανόσιες κακίες με την αλυσίδα που έπεσε από τα χέρια του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου (πρβλ. Πράξ. ιβ΄ 7). Διότι οι μεν πρώτες, καθώς η μία οδηγεί στην άλλη, ανεβάζουν στον ουρανό εκείνον που το επιθυμεί. Ενώ οι άλλες, οι κακίες, έχουν τη συνήθεια να γεννούν η μία την άλλη και να συσφίγγονται μεταξύ τους» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. θ΄ 1).

Με άμεσο και εποπτικό τρόπο ο όσιος, χρησιμοποιώντας εικόνες από περιστατικά της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τονίζει μία κεντρική αλήθεια της πνευματικής ζωής: τα πάντα σ’ αυτήν είναι ενοποιημένα – το ένα παραπέμπει στο άλλο· το ένα γεννά το άλλο! Που σημαίνει: αγωνιζόμαστε στην απόκτηση μίας αρετής; Θα δούμε ότι η αρετή αυτή μας παίρνει από το χέρι και μας πάει και σε άλλη, κι ακόμη σε άλλη. Το ίδιο και αντίστροφα: πήραμε τον κατήφορο; Μην περιμένουμε καμία… μαγική στάση! Η μία πτώση θα ακολουθεί την άλλη χωρίς σταματημό.

Αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε έναν ή σε κάποιους μόνον ανθρώπους. Συμβαίνει σε όλους μας. Είναι τέτοια η φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν υπάρχουν στεγανά σ’ αυτήν: όλος ο άνθρωπος, ψυχοσωματικά, τοποθετείται ενιαία είτε προς το θετικό είτε προς το αρνητικό. Ας ακούσουμε τα φοβερά λόγια του Κυρίου: «ο μη ων μετ’ εμού κατ' εμού εστί, και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» - όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου, και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου σκορπίζει! «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Γι’ αυτό, δεν μπορούμε  να… αλλοιθωρίζουμε στη ζωή μας. Αν πιστέψουμε ότι μόνον εμείς μπορούμε να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα, έχουμε μπλεχτεί με τον πιο οδυνηρό τρόπο στα δίχτυα του πονηρού, και μας δουλεύει… ψιλό γαζί που λένε. Οπότε μην ακούμε  τον γλυκερό ψίθυρο του Πονηρού και των υποτακτικών του: «δοκίμασέ τα όλα· απόκτησε εμπειρίες· εμπλούτισε… τον εαυτό σου»! Η δοκιμασία του κακού, η εμπειρία της αμαρτίας είναι μεν εμπλουτισμός, αλλά μόνο στο κακό. Μας  θολώνει τον νου, χάνουμε τον Θεό μας, πληγωνόμαστε, πετρώνουμε, νεκρωνόμαστε…

Ας στοχαστούμε λοιπόν στον λόγο του οσίου: αδιάκοπα ή θα ανεβαίνουμε  ή θα καταποντιζόμαστε. Οπότε ας πάρουμε τον δρόμο της ελπίδας: να μένουμε  όσο μπορούμε πάνω στο αγαθό, και θα βλέπουμε τις αρετές χωρίς σταματημό ν’ αστράφτουν σαν μαργαριτάρια πάνω μας. Και: ας φύγουμε μακριά, σαν να συναντάμε φίδι, από το όποιο κακό. Ο πειραματισμός με αυτό είναι χαλκάς που αδιάκοπα θα συσφίγγεται γύρω μας…

Ας προχωρήσουμε λίγο τον στοχασμό: η παραπάνω αλήθεια δεν ισχύει μόνο για τη ζωή αυτή. Προεκτείνεται και στην άλλη! Που θα πει: αδιάκοπα θα αυξάνουμε εν Θεώ ακόμη και στον Παράδεισο· αδιάκοπα θα αυξάνουμε στον κολασμό, όντας και μέσα στην κόλαση!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

«Ο όσιος Κυριακός έζησε επί της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και καταγόταν από την πόλη της Κορίνθου, στην Εκκλησία της οποίας ο πατέρας του Ιωάννης ήταν πρεσβύτερος. Η μητέρα του λεγόταν Ευδοκία και υπήρξε ανεψιός του επισκόπου Πέτρου, ενώ ο ίδιος ήταν αναγνώστης κατά την τάξη. Όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός από τον όσιο Ευθύμιο τον μεγάλο. Ως μοναχός επέδειξε  πολλή και μεγάλη άσκηση, έλεγξε αυτούς που φρονούσαν τα πλανεμένα δόγματα του Ωριγένη, τέλεσε με τη δύναμη του Χριστού πολλά θαύματα κι έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Ήταν πράος και κοινωνικός ως άνθρωπος, ενώ προείπε με θεία αποκάλυψη πολλά από τα μέλλοντα να συμβούν. Ήταν σωματώδης, όχι όμως άγριος και αποκρουστικός, αλλά ευγενής στους τρόπους, χωρίς να έχει κάποια σωματική αναπηρία ή κάποιο νόσημα από το πέρασμα των χρόνων. Για κάποιους χρόνους καθοδήγησε και τη Λαύρα του αγίου Χαρίτωνος».

Εκζητώντας σήμερα τις πρεσβείες του οσίου Κυριακού, εισπράττουμε τη χάρη των πρεσβειών και του μόλις χθες εορταζομένου οσίου Χαρίτωνος. Όχι μόνον βεβαίως λόγω της εγγύτητος της εορτής του, αλλά λόγω κυρίως του γεγονότος ότι ο όσιος Κυριακός υπήρξε ο συνεχιστής του οσίου Χαρίτωνος, εκείνος που, όπως αναφέρει το συναξάρι, καθοδήγησε μετά την κοίμηση του Γέροντος Χαρίτωνος το ποίμνιο της μονής που εκείνος είχε ιδρύσει. Η ένταση λοιπόν της χάρης της σημερινής εορτής έρχεται διπλή για εκείνους που την τιμούν κατά τον τρόπο της Εκκλησίας μας. Το τονίζει και ο υμνογράφος: «Εν δόξη παριστάμενος Θεώ τω Παντοκράτορι, Κυριακέ συν τω θείω Χαρίτωνι θεοκήρυξ, αδιαλείπτως μέμνησο των εκτελούντων, άγιε, την φωτοφόρον μνήμην σου». Δοξασμένος παρίστασαι στον Παντοκράτορα Θεό, θεοκήρυξ Κυριακέ, μαζί με τον θείο Χαρίτωνα, γι’  αυτό και να θυμάσαι αδιάκοπα εμάς, που τελούμε τη φωτοφόρα μνήμη σου. Και το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης που κοσμούσε τον όσιο Χαρίτωνα, το ίδιο κοσμούσε και τον όσιο Κυριακό. Κι αυτός υπήρξε Γέροντας, όπως η Εκκλησία μας κατανοεί τον όρο, κάτω βεβαίως από τις ίδιες προϋποθέσεις του οσίου Χαρίτωνα: να έχει  γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, γιατί αγωνίστηκε στην πράξη της τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού και γιατί καθάρισε έτσι την καρδιά του από τη λάσπη των παθών. «Όλην του Πνεύματος την χάριν εισωκίσατο» ο όσιος, διότι «πράξει προσέθεσε την θεωρίαν».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας επιμένει ιδιαιτέρως στο τελευταίο σημείο. Δηλαδή, αν κανείς δεν αγωνιστεί εμπράκτως στην πνευματική ζωή, αν με τη χάρη του Θεού δεν θελήσει να μεταστρέψει το εμπαθές της καρδίας του, ώστε καθαρή αυτή να λάμψει τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί αυτός να θεωρηθεί χριστιανός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή η προσευχή του και η προς τον Θεό δοξολογία του. Με άλλα λόγια τότε η στροφή προς τον Θεό είναι γνήσια, τότε υπάρχει αληθινή λατρεία του Θεού, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του. «Έφριξε σου ήλιος το εγκρατές και στερρόν, δι’  ετών σε πλείστων οργιζόμενον μη δυνηθείς όλως κατιδείν, μήτε εν ημέρα τροφής μετέχοντα, όσιε, ευτόνως μελωδούντα, αγρυπνίαις απαύστοις∙ τη δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε». Ο ήλιος, σημειώνει ο υμνογράφος, έφριξε μπροστά στην εγκράτεια και τη στέρεα θέλησή σου, όσιε, γιατί δεν μπόρεσε να σε δει, για πολλά χρόνια, να οργίζεσαι έστω και ελάχιστα, κι ούτε  κατά τη διάρκεια της ημέρας να  τρως κάτι, ενώ με δύναμη σε  διαρκείς αγρυπνίες υμνολογούσες: δόξα στη δύναμή Σου, φιλάνθρωπε.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας όμως επισημαίνουν και κάτι ακόμη εξόχως σημαντικό: ο όσιος Κυριακός, έχοντας καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του με την εγκράτεια και φωτιζόμενος επομένως από το Πνεύμα του Θεού – ο Κύριος άλλωστε το έχει υποσχεθεί: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» - μπορούσε να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, τη γνήσια διδασκαλία του Χριστού από την αίρεση.  Χωρίς ο όσιος Κυριακός να θεωρείται διδάσκαλος της Εκκλησίας, όμως λόγω της αγιασμένης ψυχής του – και τις προσωπικές μελέτες του ασφαλώς για την ωφέλεια της ψυχής του - καθοδηγούσε τους πιστούς στην υπέρβαση της πλάνης   του ωριγενισμού. «Συ των κακοδόξων την απάτην ήλεγξας του Ωριγένους, γενναίοις αγώσι, μαθητών του λήρου τε και μυθολόγου». Θυμίζει η περίπτωσή του τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, και άλλους αγίους, οι οποίοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της θεωρητικής αντιμετώπισης των αιρετικών, έβλεπαν καθαρά την πλάνη και την έλεγχαν αυστηρότατα. Κι είναι σημαντική, όπως είπαμε, η επισήμανση αυτή, γιατί δείχνει και σε εμάς σήμερα, ότι όταν βρισκόμαστε σωστά στην Εκκλησία, με κάποια έστω πνευματική ζωή πάνω στις εντολές του Χριστού, τότε το Πνεύμα του Θεού λειτουργεί μέσα μας, με τρόπο που να μας προφυλάσσει από την πλάνη. Δυστυχώς όμως, αν σήμερα έχουν αυξηθεί οι διάφοροι αιρετικοί, αν οι Γιεχωβάδες, οι Προτεστάντες, οι οπαδοί της νέας λεγόμενης εποχής με τα φαινόμενα του νεοπαγανισμού κλπ.,  απλώνονται, αλώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είναι γιατί έχει χαλαρώσει η σύνδεση των πιστών με την Εκκλησία. Αφύλαχτες λοιπόν οι ψυχές από τη χάρη του Θεού, γίνονται εύκολα έρμαιο του Πονηρού και των διαφόρων οργάνων του.