«Ο όσιος Κυριακός έζησε επί της βασιλείας του
Θεοδοσίου του Μεγάλου και καταγόταν από την πόλη της Κορίνθου, στην Εκκλησία
της οποίας ο πατέρας του Ιωάννης ήταν πρεσβύτερος. Η μητέρα του λεγόταν Ευδοκία
και υπήρξε ανεψιός του επισκόπου Πέτρου, ενώ ο ίδιος ήταν αναγνώστης κατά την
τάξη. Όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός από τον
όσιο Ευθύμιο τον μεγάλο. Ως μοναχός επέδειξε πολλή και μεγάλη άσκηση, έλεγξε αυτούς που φρονούσαν τα
πλανεμένα δόγματα του Ωριγένη, τέλεσε με τη δύναμη του Χριστού πολλά θαύματα κι
έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Ήταν πράος και κοινωνικός ως άνθρωπος, ενώ προείπε με
θεία αποκάλυψη πολλά από τα μέλλοντα να συμβούν. Ήταν σωματώδης, όχι όμως
άγριος και αποκρουστικός, αλλά ευγενής στους τρόπους, χωρίς να έχει κάποια
σωματική αναπηρία ή κάποιο νόσημα από το πέρασμα των χρόνων. Για κάποιους
χρόνους καθοδήγησε και τη Λαύρα του αγίου Χαρίτωνος».
Εκζητώντας σήμερα τις πρεσβείες του οσίου Κυριακού,
εισπράττουμε τη χάρη των πρεσβειών και του μόλις χθες εορταζομένου οσίου
Χαρίτωνος. Όχι μόνον βεβαίως λόγω της εγγύτητος της εορτής του, αλλά λόγω
κυρίως του γεγονότος ότι ο όσιος Κυριακός υπήρξε ο συνεχιστής του οσίου
Χαρίτωνος, εκείνος που, όπως αναφέρει το συναξάρι, καθοδήγησε μετά την κοίμηση
του Γέροντος Χαρίτωνος το ποίμνιο της μονής που εκείνος είχε ιδρύσει. Η ένταση
λοιπόν της χάρης της σημερινής εορτής έρχεται διπλή για εκείνους που την τιμούν
κατά τον τρόπο της Εκκλησίας μας. Το τονίζει και ο υμνογράφος: «Εν δόξη
παριστάμενος Θεώ τω Παντοκράτορι, Κυριακέ συν τω θείω Χαρίτωνι θεοκήρυξ,
αδιαλείπτως μέμνησο των εκτελούντων, άγιε, την φωτοφόρον μνήμην σου».
Δοξασμένος παρίστασαι στον Παντοκράτορα Θεό, θεοκήρυξ Κυριακέ, μαζί με τον θείο
Χαρίτωνα, γι’ αυτό
και να θυμάσαι αδιάκοπα εμάς, που τελούμε τη φωτοφόρα μνήμη σου. Και το χάρισμα
της πνευματικής καθοδήγησης που κοσμούσε τον όσιο Χαρίτωνα, το ίδιο κοσμούσε
και τον όσιο Κυριακό. Κι αυτός υπήρξε Γέροντας, όπως η Εκκλησία μας κατανοεί
τον όρο, κάτω βεβαίως από τις ίδιες προϋποθέσεις του οσίου Χαρίτωνα: να έχει γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, γιατί αγωνίστηκε στην
πράξη της τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού και γιατί καθάρισε έτσι την
καρδιά του από τη λάσπη των παθών. «Όλην του Πνεύματος την χάριν εισωκίσατο»
ο όσιος, διότι «πράξει
προσέθεσε την θεωρίαν».
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας επιμένει ιδιαιτέρως στο
τελευταίο σημείο. Δηλαδή, αν κανείς δεν αγωνιστεί εμπράκτως στην πνευματική
ζωή, αν με τη χάρη του Θεού δεν θελήσει να μεταστρέψει το εμπαθές της καρδίας
του, ώστε καθαρή αυτή να λάμψει τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί
αυτός να θεωρηθεί χριστιανός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή η προσευχή
του και η προς τον Θεό δοξολογία του. Με άλλα λόγια τότε η στροφή προς τον Θεό
είναι γνήσια, τότε υπάρχει αληθινή λατρεία του Θεού, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται
στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του. «Έφριξε σου ήλιος το εγκρατές
και στερρόν, δι’ ετών σε πλείστων οργιζόμενον μη δυνηθείς όλως κατιδείν,
μήτε εν ημέρα τροφής μετέχοντα, όσιε, ευτόνως μελωδούντα, αγρυπνίαις απαύστοις∙
τη δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε». Ο
ήλιος, σημειώνει ο υμνογράφος, έφριξε μπροστά στην εγκράτεια και τη στέρεα
θέλησή σου, όσιε, γιατί δεν μπόρεσε να σε δει, για πολλά χρόνια, να οργίζεσαι
έστω και ελάχιστα, κι ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας να τρως κάτι, ενώ με δύναμη σε διαρκείς αγρυπνίες υμνολογούσες: δόξα στη δύναμή Σου,
φιλάνθρωπε.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας όμως επισημαίνουν και κάτι ακόμη εξόχως σημαντικό: ο όσιος Κυριακός, έχοντας καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του με την εγκράτεια και φωτιζόμενος επομένως από το Πνεύμα του Θεού – ο Κύριος άλλωστε το έχει υποσχεθεί: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» - μπορούσε να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, τη γνήσια διδασκαλία του Χριστού από την αίρεση. Χωρίς ο όσιος Κυριακός να θεωρείται διδάσκαλος της Εκκλησίας, όμως λόγω της αγιασμένης ψυχής του – και τις προσωπικές μελέτες του ασφαλώς για την ωφέλεια της ψυχής του - καθοδηγούσε τους πιστούς στην υπέρβαση της πλάνης του ωριγενισμού. «Συ των κακοδόξων την απάτην ήλεγξας του Ωριγένους, γενναίοις αγώσι, μαθητών του λήρου τε και μυθολόγου». Θυμίζει η περίπτωσή του τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, και άλλους αγίους, οι οποίοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της θεωρητικής αντιμετώπισης των αιρετικών, έβλεπαν καθαρά την πλάνη και την έλεγχαν αυστηρότατα. Κι είναι σημαντική, όπως είπαμε, η επισήμανση αυτή, γιατί δείχνει και σε εμάς σήμερα, ότι όταν βρισκόμαστε σωστά στην Εκκλησία, με κάποια έστω πνευματική ζωή πάνω στις εντολές του Χριστού, τότε το Πνεύμα του Θεού λειτουργεί μέσα μας, με τρόπο που να μας προφυλάσσει από την πλάνη. Δυστυχώς όμως, αν σήμερα έχουν αυξηθεί οι διάφοροι αιρετικοί, αν οι Γιεχωβάδες, οι Προτεστάντες, οι οπαδοί της νέας λεγόμενης εποχής με τα φαινόμενα του νεοπαγανισμού κλπ., απλώνονται, αλώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είναι γιατί έχει χαλαρώσει η σύνδεση των πιστών με την Εκκλησία. Αφύλαχτες λοιπόν οι ψυχές από τη χάρη του Θεού, γίνονται εύκολα έρμαιο του Πονηρού και των διαφόρων οργάνων του.