19 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟ-ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

 

ΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ! 

Μπρός στην προτομή του άγιου*  έγειρα γονατιστός,

και στο βάθος της καρδιάς μου*  ήρθ’ ο λόγος του ζεστός.

«Δεκα...τόσα πια διαβήκαν*  χρόνια – για να θυμηθώ!

του Τζαννή μεράκι ήταν*  του Βασίλη μας θαρρώ! –

που με στήσατε δω πάνω*  σά βιγλάτορα πιστό,

θύμησες πικρές να φέρνω*  των προσφύγων τον καημό.

Τότε που της ξενιτιάς η ανάγκη*  από τούρκικο σπαθί,

μας ξερίζωσε τα σπλάχνα* - Σμύρνη σύ, πατρώα γη.

Ράγισε τον βράχ’  ο πόνος*  έπιασε τον οδυρμό,

τόν εμάζεψε η μάρτυς*  που ’χει σπίτι τον Σταυρό.

Με της προσφυγιάς το αίμα*  κτίσθη τούτος ο Ναός,

γι’  αλησμόνητες πατρίδες*  στήθη τούτος ο βωμός.

Τους ανθρώπους θωρώ τώρα*  που περνάνε βιαστικά,

απ’ το πλάι με κοιτάζουν*  ίσια βλέπω την καρδιά.

Χαίρομαι με τη χαρά τους*  δόξα λέω στον Χριστό,

όπως και τη λύπη βλέπω*  της καρδιάς τον στεναγμό.

Το χειρότερο απ’  όλα*  που μου καίει την ψυχή,

είναι των Ρωμιών η λήθη*  μνήμη χέρσα κι αδειανή.

Για τη Ρωμιοσύνη πάψαν*  να μιλάνε οι πολλοί,

για του Γένους μας τα πάθια* - της Πατρίδας τη στολή.

Πώς το δέντρο θα υψώσει*  τον κορμό του τον γερό,

αν τη ρίζα του την κόψεις*  και ξεράνεις τον χυμό;

Όπως και καλά το λένε*  για τα έθνη, τους λαούς,

αν τους πρόγονους ξεχάσουν*  παρομοιάζουν με νεκρούς.

Αδελφοί μου αγαπημένοι*  κάνω έκκληση  ιερή,

τούτ’  η σύναξη ας γίνει*  νύξη μνήμης, προσευχή».

Σαν να σιώπησε ο άγιος*  κι είχε βλέμμα ιλαρό,

δύο δάκρυα τού βγήκαν*  που ποτίζαν ’να Σταυρό.