15 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος Λουκιανός ήταν υιός ευσεβών γονέων, ο οποίος μετά την αποβίωσή τους σκόρπισε ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς, σχολάζοντας πια στη μελέτη των θείων Γραφών. Γι’  αυτό και μετέστρεψε προς την πίστη του Χριστού πολλούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Άφησε όμως τη δική του πόλη και πήγε στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει προς τους μαρτυρικούς αγώνες εκείνους που από το φόβο των μαρτυρίων εγκατέλειπαν την πίστη. Επειδή ήταν πολύ καλλιγράφος, άφησε στην Εκκλησία των Νικομηδέων ένα βιβλίο, στο οποίο έχοντας τρεις στήλες σε κάθε σελίδα κατέγραψε όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τόσο πολύ μάλιστα ξεπέρασε τα ανθρώπινα, ώστε όταν πήγαινε στην πόλη, σε άλλους ήταν ορατός και σε άλλους αόρατος. Έμαθε γι’  αυτόν ο βασιλιάς Μαξιμιανός, κι επειδή φοβήθηκε να τον δει κατά πρόσωπο, συζήτησε μαζί του, καλυμμένος πίσω από παραπέτασμα. Μόλις όμως κατάλαβε τη σταθερότητα της πίστεώς του στον Χριστό, τον κατεδίκασε σε μακρόχρονη πείνα. Επειδή λοιπόν δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα για πολλές ημέρες, πέθανε μέσα στη φυλακή. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ριχτεί το σώμα του στη θάλασσα, το οποίο περισυνέλεξε ένα δελφίνι με προσταγή του Θεού και το έφερε στους ώμους του στην ξηρά».

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ο άγιος Λουκιανός, ακόμη και σε πολύ κοντινούς προς την Εκκλησία ανθρώπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άγιος δεν διακρινόταν από χαρίσματα του Θεού και μάλιστα μεγάλα. Το αφιλάργυρο του χαρακτήρα του, η ελεήμων διάθεσή του προς τους πτωχούς, η ιεραποστολική φλόγα του στους αγνοούντες την πίστη του Χριστού, το μαρτυρικό φρόνημά του, ακόμη δε και η καλλιέπεια των λόγων του, όπως και το ζωγραφικό του ταλέντο, ήταν από εκείνα που κοσμούσαν την ύπαρξή του, κάνοντάς τον έναν από τους πιο χαριτωμένους ανθρώπους της εποχής του.  Εκείνο όμως το στοιχείο που κυριολεκτικά πυρπολούσε και κινητοποιούσε την ψυχή και το σώμα του ήταν η βαθειά αγάπη του προς τον Θεό, που απαρχής φάνηκε με τη συνεχή ενασχόλησή του με την Αγία Γραφή, όπως και με την επιθυμία του να αφήσει αντιγραμμένο το κείμενο της Αγίας Γραφής στους πιστούς του, σε εποχή βεβαίως που δεν υπήρχαν και πολλά αντίτυπά της.  «Ήσουν πυρπολημένος από την αγάπη του Χριστού, ένδοξε», όπως σημειώνει και ο υμνογράφος του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του προς τον Κύριο ήταν και το ερμηνευτικό «κλειδί» της όλης βιοτής και της κατά Θεόν συμπεριφοράς του. Αυτή εξηγεί και τη σφοδρή αγάπη του προς τους συνανθρώπους του, καρπός της οποίας ήταν η προσφορά της όλης περιουσίας του, η μετακόμισή του στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει τους χριστιανούς με το αλειπτικό  έργο του – «ισχυρός κατά της πλάνης ανεδείχθης, μακάριε, και πολλών αλείπτης (καθοδηγητής)» -  η διαρκής έγνοια του να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό.

Αποτέλεσμα της διπλής αυτής μεγάλης αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ήταν όχι μόνον να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζει, ήδη από τον κόσμο τούτο, σαν άγγελος του Θεού. Αυτό δεν είναι κατά τον απόστολο και το γνώρισμα του μεγάλου αγίου; «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (επιθυμώ να φύγω από τη ζωή και να είμαι ενωμένος με τον Χριστό), σημειώνει ο άγιος Παύλος. Και: «ήρθης προς περίδοξον ύψος, αξιάγαστε, και των αγγέλων έφθασας τα τάγματα» (υψώθηκες πολύ ψηλά, θαυμάσιε, και έφτασες τα τάγματα των αγγέλων) κατά τον υμνογράφο. Είναι σπάνια η περίπτωση μάλιστα που βλέπουμε στον άγιο Λουκιανό, ήδη από τη ζωή αυτή να μπορεί σαν τους αγγέλους πότε να είναι ορατός και πότε αόρατος. Θυμίζει αυτό που ακούγεται ακόμη και σήμερα για τους αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους, ένα άκουσμα που είναι αξιόπιστο, όταν επιβεβαιώνεται από αγίους ασκητές σαν τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Δεν ανήκει λοιπόν στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας κάτι τέτοιο, αλλά εντάσσεται μέσα στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πατά μεν στέρεα πάνω στη γη, αλλά ταυτοχρόνως πολιτεύεται στον ουρανό.

Ένα τέτοιο πνευματικό ύψος κάνει τον υμνογράφο του αγίου να δει και τη ρίψη του στη θάλασσα, όπως  και τη θαυμαστή έξοδό του μέσω δελφινιού,  σαν γεγονός αντίστοιχο προς εκείνο του προφήτη Ιωνά. «Κητώας εκ γαστρός Ιωνάν ο ρυσάμενος, τριημερεύσαντα σώζει, σε βυθού θαλάσσης καθυπουργούντων εναλίων σοι θηρών μεθ’ ημέρας τριάκοντα» (Αυτός που έσωσε τον Ιωνά από τη γαστέρα του κήτους, όταν τρεις ημέρες βρισκόταν εκεί, ο Ίδιος σε σώζει από τον βυθό της θάλασσας, μετά από τριάντα ημέρες, με τη βοήθεια των δελφινιών). Κι έχουμε την εντύπωση ότι η αντιστοιχία αυτή από τον υμνογράφο θέλει να υπενθυμίσει ότι ο πιστός που ζει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, οπωσδήποτε είναι σωσμένος και αναστημένος, αφού ο Ιωνάς από τον ίδιο τον Κύριο θεωρήθηκε τύπος της αναστάσεώς Του. Ένας θεωρούμενος «άγνωστος» άγιος, με τέτοια αγιότητα, με τόσα χαρίσματα, με τέτοια εμβέλεια σε όλον τον πνευματικό κόσμο!

14 Οκτωβρίου 2021

ΚΑΝΑΤΕ ΠΑΝΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ...

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΝΑΖΑΡΙΟΣ, ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ, ΠΡΟΤΑΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΕΛΣΙΟΣ

           «Οι άγιοι μαρτύρησαν στη Ρώμη, μετά την τελείωση των αγίων αποστόλων, επί Νέρωνος του βασιλιά, ενώ είχαν οδηγηθεί στην πίστη από τον απόστολο Πέτρο. Κατά το εικοστό έτος της ηλικίας του, ο άγιος Ναζάριος, διερχόμενος από τις πόλεις της Ιταλίας και κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού καθοδήγησε πολλούς προς τη χριστιανική πίστη. Σε δέκα χρόνια έφτασε στην πόλη Πλακεντία, όπου συνάντησε τον άγιο Προτάσιο και τον Γερβάσιο που είχαν ριχτεί στη φυλακή από τον άρχοντα Ανούλιο, κι εκεί επειδή κήρυσσε τον Χριστό τον απομάκρυναν από την πόλη. Πορεύτηκε σε άλλη πόλη που λεγόταν Κίμελη, κι εκεί βρήκε και πήρε κοντά του τον άγιο Κέλσιο που ήταν παιδάκι τριών χρονών, αλλά αμέσως φυλακίστηκε από τον Δεινόβιο. Στη συνέχεια, αφού τον ελευθέρωσαν, έρχεται μαζί με τον Κέλσιο στις πόλεις του Τιβέριου, κηρύσσοντας και πάλι το Ευαγγέλιο. Συνελήφθη από τον Νέρωνα, φυλακίστηκε και ρίχτηκε στα θηρία. Σώθηκε όμως και πήγε πάλι στα Μεδιόλανα, όπου και βρήκε φυλακισμένους τους αγίους Γερβάσιο και Προτάσιο, ενώ αμέσως τον έπιασε και τον έστειλε στη Ρώμη ο Ανούλιος, όπου εκεί ο άγιος Ναζάριος έγινε αίτιος να σωθεί ο παππούς του. Επέστρεψε στα Μεδιόλανα, όπου και τελικά τον συνέλαβαν και του έκοψαν το κεφάλι μαζί με τους Γερβάσιο, Προτάσιο και Κέλσιο».

Δεν πρόκειται να αναφερθούμε στα δοξολογικά αλλά και κατανυκτικά τροπάρια του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου που με αίσθηση ψυχής συνέθεσε για τους μάρτυρες. Όλα τονίζουν την πίστη των αγίων, την αγάπη τους προς τον Θεό, την ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας που κήρυσσαν, το θάρρος τους έναντι των διωκτών τους, τα θαύματα που επιτελούνται από τον Κύριο μέσω των ιερών λειψάνων τους - κυριολεκτικά «νάματα» για τους πιστούς που τους θεραπεύουν από κάθε ασθένεια (κάθισμα όρθρου). Εκεί που θα σταθούμε περισσότερο είναι σ’ έναν ύμνο  της α΄ ήδη ωδής του κανόνα τους, κι αυτό γιατί στον συγκεκριμένο ύμνο έχουμε από τον υμνογράφο μία γενική θεώρηση της κατά Χριστόν ζωής τους, μία συνοπτική εξήγηση της πορείας τους μέσα στον κόσμο και της καταστάσεώς τους μετά το άγιο μαρτύριό τους, γεγονός που μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα και για όλους τους πιστούς όλων των αιώνων.  

«Ἱστίῳ πτερούμενοι Πνεύματος Θείου, τό πέλαγος ἀβρόχως διήλθετε, μάρτυρες ἔνδοξοι, τῶν κολάσεων∙ καί νῦν πρός θεῖον ὅρμον τῆς ἄνω λαμπρότητος κατεσκηνώσατε».

 (Σαν ταχύπλοο που έχει φτερά με τα πανιά του Αγίου Πνεύματος περάσατε χωρίς να βραχείτε το πέλαγος των κολάσεων, ένδοξοι μάρτυρες. Και τώρα κατασκηνώσατε στον θείο λιμάνι της λαμπρότητας των Ουρανών).

Τι σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ; Πρώτον, ότι οι άγιοι βρέθηκαν μέσα στο καμίνι της ζωής αυτής, αντιμετωπίζοντας τα βάσανα των κολάσεων από τους αρνητές της πίστεως. Και το γεγονός ότι χαρακτηρίζει πέλαγος αυτά που υπέστησαν σημαίνει ότι όλη η ζωή τους ήταν ένα μαρτύριο, κυριολεκτικά βάσανα χωρίς τελειωμό μέχρι να αφήσουν και την τελευταία τους πνοή. Κι ο λόγος; Ήταν χριστιανοί. Πρόκειται ακριβώς για το τίμημα που όρισε ο ίδιος ο Κύριος για κάθε πιστό ακόλουθό Του, ώστε να έχουμε όλοι τη γνώση ότι η πίστη σ’ Αυτόν δεν είναι μία επιλογή άνεσης, αλλά μία διαρκής θυσία, ένας σταυρός που κάνει τον μαθητή του Χριστού να μετέχει στα πάθη Εκείνου. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι», είναι τα σωτήρια λόγια Του, όπως και τα «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν», ή και του αποστόλου Του «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, διωχθήσονται». Δύσκολα και οδυνηρά λόγια, που αποκαλύπτουν ότι η χριστιανική πίστη τελικώς δεν είναι για τους πολλούς, αλλά για τους λίγους, που αποφασίζουν να πάθουν μαζί με Εκείνον και να πεθάνουν για χάρη Του. Θέλεις δηλαδή να είσαι μαζί με τον Χριστό; Ετοιμάσου για θάνατο. Όπως το λέει και ο μέγας Γέρων όσιος Σωφρόνιος στο βιβλίο του για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη: «Να ζει κανείς χριστιανικά είναι ακατόρθωτο. Χριστιανικά μπορεί κανείς μόνο να πεθαίνει, όπως πέθαινε καθημερινά και ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 15, 31)».  

Δεύτερον, όμως, ότι οι άγιοι ενώ βρέθηκαν στο πέλαγος των κολάσεων το πέρασαν «ἀβρόχως». Όχι ότι δεν πόνεσαν – αυτό θα ήταν η άρνηση του μαρτυρίου τους και η «δοκητική», φαινομενική, κατανόηση των παθών τους. Πόνεσαν, βασανίστηκαν, αλλά δεν καταβλήθηκαν. Διότι η καρδιά και η ψυχή τους ήταν προσανατολισμένη πλήρως στον αρχηγό της πίστεώς τους, ο Οποίος τους έδινε τη δύναμη να αντέχουν και να μακαρίζουν τον εαυτό τους ως μετόχους των Παθών Εκείνου. «Ντυμένοι, μακάριοι, τον Σταυρό του Χριστού σαν θώρακα, καταπαλαίψατε τον ασώματο εχθρό με το σώμα σας, υπομένοντας τα πολύπλοκα βασανιστήρια και τον άδικο θάνατο» (ωδή α΄). Στο πλήθος των μαρτυρίων τους αναγνωρίζουμε αυτό που ο Ίδιος ο Κύριος είχε προτρέψει: «Μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα σας, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι απέναντι στην ψυχή σας». Η ψυχή λοιπόν των αγίων μαρτύρων ήταν δοσμένη στον Χριστό, «καρφωμένη» κυριολεκτικά σ’ Εκείνον, συνεπώς τα βάσανα τα υφίσταντο, αλλά χωρίς να μπορούν να τους επηρεάζουν και να τους καταβάλλουν. Σε έναν άλλο εξαίσιο  ύμνο ο ποιητής αποκαλύπτει την παραπάνω αλήθεια ως εξής: «Παμμακάριε Ναζάριε, ήταν σαν να βαδίζεις πάνω σε ύδατα, γι’ αυτό και τα ίχνη σου δεν άφησαν αποτυπώματα να τα δει κανείς. Κι αυτό λόγω του αγίου Πνεύματος, με τη δύναμη του Οποίου καταντρόπιασες όλους τους εχθρούς» (ωδή ς΄).

Τρίτον, ότι Αυτός που τους έδωσε τη δύναμη να περάσουν «ἀβρόχως» και αβλαβώς την όποια οδύνη λόγω Χριστού της ζωής τους ήταν ακριβώς ο ίδιος ο Κύριος και το Άγιον Πνεύμα. Έχουμε εδώ την κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι όχι μόνο δεν μπορεί κανείς να είναι χριστιανός από μόνος του – «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», ο Θεός φωτίζει τον καλοπροαίρετο άνθρωπο για να στραφεί προς τον Χριστό και να Τον ακολουθεί στη ζωή του – αλλά πολύ περισσότερο είναι μεγίστη χάρη να υφίσταται οδύνες προς χάρη της πίστεώς του αυτής. Ο απόστολος Παύλος το εκφράζει και πάλι με τρόπο σαφή: «Ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Χάρη Θεού να πιστεύει κανείς στον Χριστό, χάρη Θεού να έχει τη δύναμη να πάσχει γι’ Αυτόν. Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος με το ποιητικό του τάλαντο το εξηγεί: Με τη δύναμη του Πνεύματος άντεξαν τα βάσανα και ντρόπιασαν τους εχθρούς της πίστεως οι μάρτυρες (ό.π. ωδή ς΄), «με τα πανιά του αγίου Πνεύματος τρέχανε σαν να είχανε φτερά  οι μάρτυρες και πέρασαν «ἀβρόχως» το πέλαγος των κολάσεων» (ό.π. ωδή α΄). Γι’ αυτό και πού κατέληξαν; Εκεί που έχει υποσχεθεί ο Κύριος για κάθε πιστό Του: στο λιμάνι της Βασιλείας Του!

Οι επισημάνσεις του αγίου υμνογράφου είναι περιττό να πούμε πόσο ισχύουν διαχρονικά. Διότι είναι επισημάνσεις του λόγου του Θεού – ό,τι ο ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε. Κι εμείς που ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο με τις πολυποίκιλες δοκιμασίες του και τους «άπειρους» πειρασμούς του, μπορεί να ταλαιπωρούμαστε, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να τα διερχόμασε «ἀβρόχως», αν είμαστε προσανατολισμένοι εκεί που είναι ο Κύριος και οι άγιες εντολές Του, ορμώντας με ψυχή στο να τις τηρούμε. Μπαίνουμε στο καράβι του αγίου Πνεύματος, μάλλον γινόμαστε εμείς καράβι που ωθείται από το Άγιον Πνεύμα, και σαν άγγελοι με φτερά σχίζουμε το πέλαγος, κατευθυνόμενοι ολοταχώς στον όρμο τ’ ουρανού. Πώς μας θυμίζει η φράση του ύμνου του αγίου Ιωσήφ τον «τροβαδούρο» του Αγίου Όρους, τον γλυκύτατο μακαριστό Μωυσή αγιορείτη, που κι αυτός στο λιμάνι τ’ Ουρανού πια ευρισκόμενος και αναπαυόμενος έγραφε για τον τόπο που έζησε και αγάπησε με πάθος: «Καράβι και ταξιδεύει το Άγιον Όρος, με κατάρτι τον Άθωνα. Σημαία τη Μεταμόρφωση κι άγκυρα την Παναγιά».

 

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΚΑΛΛΙΤΕΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

Η στοίχηση με συνέπεια στη ζωή του Χριστού αποτελεί πρόκληση για τη λογική του κοσμικού ανθρώπου κι ανατροπή όλων των θεωρουμένων σταθερών του. Γιατί; Διότι έχοντας διαγράψει αυτός από τη ζωή του τον Θεό επιζητεί την άνεση, την πλήρη αποδοχή από τους άλλους, τη δύναμη του πλούτου, την κυριαρχία, ό,τι συνιστά την ίδια την αμαρτία και την υποδούλωση στον Πονηρό. Κι ακόμη περισσότερο: η αμαρτωλή αυτή κατάστασή του επιτείνεται χωρίς σταματημό, γιατί κατά τον μέγα Παύλο «οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο, θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν» - καμία μεσσιανικότητα ως προσδοκία καλλιτέρευσης του κόσμου αφεαυτού δεν γίνεται αποδεκτή. Ο κόσμος ολοένα θα χειροτερεύει και περισσότερο.

Έτσι ο χριστιανός πορεύεται μέσα σ’ έναν κόσμο υποταγμένο στον κοσμοκράτορα Διάβολο, μέσα στον οποίο δεν φαίνεται ο ίδιος να έχει θέση. Κι εδώ έρχεται η… ανατροπή! Ενώ ο κόσμος της αμαρτίας επιθυμεί να τον αφανίσει, δεν θα τα καταφέρνει, διότι τελικώς Αυτός που προσδιορίζει τα σύμπαντα μέχρι κεραίας είναι ο Κύριος, ο Παντοδύναμος Θεός, «ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος». Όπως εκφράζει την εμπειρία του και ο ίδιος απόστολος: «Και απ’ όλους τους διωγμούς που υπέφερα με γλύτωσε ο Κύριος». Να λοιπόν η πραγματικότητα του βάθους της πίστεώς μας: εκεί που φαίνεται ότι ηττώμαστε οι χριστιανοί και χανόμαστε από τις δυνάμεις του σκότους, εκεί ακριβώς αναδύεται το φως της παντοδυναμίας του Θεού – είναι η συμμετοχή μας στη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού. Και ο Χριστός δεν φάνηκε επί του Σταυρού αδύναμος και ηττημένος; Αλλ’ εκεί φάνηκε και η απόλυτη παντοδυναμία Του: αναστήθηκε τριήμερος! «Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον˙ ἡ πίστις ἡμῶν

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΜΑΪΟΥΜΑ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750 μ.Χ.), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρωτίστως αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος (δεν μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του) είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.

13 Οκτωβρίου 2021

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ… ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα – η αγάπη αυτή αποτελεί το κριτήριο της κάθε εποχής. Ό,τι ίσχυε απαρχής που ήλθε ο Κύριος, ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζουμε κατά του Θεού, να βλασφημούμε τον Θεό, να βλασφημούμε την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε στην πυρά και στο ανάθεμα κάθε έναν που μας δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μας. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους κάθε λογής διώκτες μας, αγάπη που φανερώνεται έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΡΠΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΥΛΟΣ

«Αυτοί οι άγιοι μάρτυρες του Χριστού ήταν ιατροί στο επάγγελμα και έζησαν επί βασιλέως Δεκίου και Ουαλεριανού ανθυπάτου Ασίας. Από αυτούς, ο μεν άγιος Κάρπος ήταν επίσκοπος Θυατείρων, ο δε Πάπυλος διάκονος, που είχε χειροτονηθεί από τον άγιο Κάρπο. Συνελήφθησαν λοιπόν από τον άρχοντα λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό, κι αφού ρωτήθηκαν, ομολόγησαν ενώπιον όλων το όνομα του Δεσπότου Χριστού. Επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, καθώς τους εξανάγκαζαν για κάτι τέτοιο, τους έδεσαν σφικτά σε άλογα, οπότε περπατούσαν μπροστά από το άρμα, συρόμενοι έτσι προς τις Σάρδεις. Εκεί τους κρέμασαν πάνω σε ξύλο και τους χάραξαν με σιδερένια νύχια. Τότε και ο άγιος Αγαθόδωρος, που ήταν δούλος των αγίων και τους ακολουθούσε, ενισχύθηκε από άγγελο του Θεού και ομολόγησε κι αυτός τον Χριστό, με αποτέλεσμα να κρεμαστεί και να κτυπηθεί με ράβδους πολύ σκληρά. Κι έτσι με τα κτυπήματα αυτά, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο. Ο δε άγιος Κάρπος, κρεμασμένος καθώς ήταν, χαμογέλασε. Ρωτήθηκε τότε από τον άρχοντα: - Για ποιο λόγο γέλασες, Κάρπε; - Είδα τη δόξα του Κυρίου μου και χάρηκα, απάντησε. Τον δε Πάπυλο τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους και τον σήκωσαν ψηλά, κι άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες. Από όλα όμως διαφυλάχτηκε αβλαβής. Μετά από αυτά οδηγήθηκαν οι άγιοι μαζί και τους έσυραν ξαπλωμένους πάνω σε αγκάθια, ενώ παράλληλα τους κτυπούσαν από πάνω, για να τους ρίξουν τέλος ως τροφή σε θηρία. Ένα λιοντάρι τότε, μιλώντας με ανθρώπινη φωνή και ωρυόμενο, εμπόδιζε τους διώκτες από μία τέτοια ωμότητα. Αυτοί όμως, αφού έκλεισαν τα αυτιά τους και καθήλωσαν τους μάρτυρες σε σιδερένιες κρηπίδες, τους έριξαν σε πυρωμένο καμίνι. Εκεί, και η αδελφή του αγίου Παπύλου Αγαθονίκη προσευχήθηκε και μπήκε μαζί με αυτούς. Η φωτιά όμως, επειδή έπεσε μεγάλη βροχή, σβήστηκε, και οι άγιοι έμειναν άφλεκτοι και αβλαβείς. Τότε οι διώκτες τούς έκοψαν τις κεφαλές με ξίφος».

Δεν παύει η Εκκλησία μας, εφόσον σχεδόν καθημερινώς εορτάζει άγιους μάρτυρες, να τονίζει δύο κυρίως πράγματα από το μαρτύριό τους: Πρώτον, ότι αυτό το μαρτύριο αποτελεί τον δρόμο που οδηγεί στο στεφάνωμα των αγίων. Ο Χριστός δηλαδή, ο Οποίος δίνει και τη χάρη του μαρτυρίου και ενισχύει τους μάρτυρες σε όλους τις φάσεις αυτών που υφίστανται, ο Ίδιος στέκει και στο τέλος, περιμένοντας με στεφάνι στο χέρι να τους στεφανώσει ως νικητές. Βεβαίως, η εικόνα κατανοείται συμβολικά. Το στεφάνι είναι ο ίδιος ο Κύριος, η πλήρης ένωσή Του με τους δικούς Του, κάτι όμως που ως εικόνα ο υμνογράφος  το παίρνει κυρίως από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος σημείωνε προς το τέλος πια της ζωής του, ότι μετά από όσα πέρασε και έκανε χάριν του ευαγγελίου του Χριστού «απόκειται αυτώ ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει αυτώ Κύριος ο Θεός».  Ο υμνογράφος λοιπόν σήμερα πράγματι έτσι προβάλλει το μαρτύριο των αγίων: «Αφθαρσίας το στέφος εδέξασθε, μαρτυρικόν διανύσαντες δίαυλον, Κάρπε, Πάπυλε» - δεχτήκατε το στεφάνι της αφθαρσίας, Κάρπε και Πάπυλε, αφού διαβήκατε τον μαρτυρικό δρόμο. Υπενθυμίζει όμως παράλληλα ο καλός υμνογράφος ότι η μαρτυρική αυτή οδός, που στεφανώνεται από τον Κύριο, δεν κατανοείται μόνον ως οδός αίματος, αλλά και ως οδός ασκήσεως. «Επτερώσατε υμών τον νουν προς ουράνιον οδόν, δι’  ασκήσεως το πριν και νυν δι’  αίματος». Δηλαδή, δώσατε φτερά στον νου σας για την ουράνια οδό, πρώτα με την άσκησή σας και τώρα με το αίμα σας. Κι είναι αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν: η άσκηση ως αγώνας τηρήσεως των εντολών του Χριστού, στην πραγματικότητα είναι και αυτό ένα είδος μαρτυρίου, το μαρτύριο της συνειδήσεως. Κι εκείνος που ζει ένα τέτοιο μαρτύριο, εύκολα παίρνει και τη χάρη του άλλου, του δι’  αίματος, μαρτυρίου. Ώστε: κανείς δεν στεφανώνεται από τον Κύριο, αν δεν περάσει από τη δίαυλο του μαρτυρίου, είτε της ασκητικής ζωής είτε του αίματος. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών» (ο Κύριος).

Δεύτερον, αδιάκοπα τονίζει η Εκκλησία μας με το εκάστοτε μαρτύριο των αγίων, ότι είναι χριστιανικό το μαρτύριό τους, διότι μέσα από τα βάσανα κράτησαν αυτοί την αγάπη τους και προς τους εχθρούς τους. Ο υμνογράφος σήμερα το σημειώνει με αμεσότητα: «Ρήσιν την του Δεσπότου αναλαβόντες, σοφοί, υπέρ των αναιρούντων καθικετεύετε». Κρατήσατε τον λόγο του Κυρίου, σοφοί μάρτυρες, (δηλαδή προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων υμάς)  και γι’ αυτό προσεύχεσθε στον Θεό υπέρ αυτών που σας σκοτώνουν. Έχει τονιστεί επανειλημμένως: δεν είναι το μαρτύριο καθεαυτό που σώζει έναν μάρτυρα – υπάρχουν πολλοί που μαρτύρησαν σκληρά για πολλούς λόγους – αλλά το μαρτύριο που έχει εκείνην τη χάρη του Θεού, ώστε να μη χάνει ο μάρτυρας την αγάπη του και προς τους εχθρούς του. Γιατί; Διότι, όπου αγάπη, εκεί και Θεός. Χάνεται η αγάπη, έστω και με χίλιες δικαιολογίες, χάνεται και η παρουσία Εκείνου.

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως δίνει και πολλές άλλες αφορμές θέασης του μαρτυρίου των αγίων Κάρπου και Παπύλου. Έτσι, για παράδειγμα,  δεν μπορεί να μην κάνει λόγο για τη θεοπτία του αγίου Κάρπου, όπως και για το γεγονός ότι ο Θεός θέλησε να δώσει αφορμή μετανοίας στους διώκτες, κάνοντας να αποκτήσουν ανθρώπινη φωνή και αυτά ακόμη τα λιοντάρια. Συγκλονιστικά πράγματα, που μας δείχνουν πολύ καθαρά ότι μπροστά στα μαρτύρια των αγίων βρισκόμαστε σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, μπροστά πράγματι στην παρουσία του μυστηρίου του Θεού. Θεόπτης λοιπόν ο άγιος Κάρπος, που ευθέως η θεοπτία του: να δει την ώρα του μαρτυρίου του τη δόξα του Θεού, παραπέμπει στον άγιο πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο άγιο Στέφανο, τον οποίο όμως ο υμνογράφος δεν κατονομάζει. Όπως λοιπόν ο άγιος Στέφανος «είδε ανεωγμένους τους ουρανούς και τον Ιησούν Χριστόν εστώτα εκ δεξιών του Πατρός», έτσι και ο άγιος Κάρπος. Κι είναι τούτο μία ιδιαίτερη ευλογία του Θεού στον μάρτυρα, προκειμένου και αυτόν να ενισχύσει και εμάς τους πιστούς να στηρίξει. Ο Θεός μας είναι πάντοτε παρών σε ό,τι περνάμε. Και μέσα στα βάσανα μάς κάνει και χαμογελάμε ακόμη. Το είδαμε στον άγιο Κάρπο. Κι από την άλλη: ακόμη και τα θηρία αποκτούν φωνή, για να υπηρετήσουν το σχέδιο του Θεού. Μόνον οι «άνθρωποι» δεν βλέπουν και δεν κατανοούν. Θυμίζει η περίπτωση και το πώς ο Θεός δίδαξε τον προφήτη του Βαλαάμ, κάνοντας έναν όνο να μιλήσει. Αλλά τότε ο προφήτης υπάκουσε. Δυστυχώς, εδώ, στο μαρτύριο των αγίων, ο «δαιμονισμός» ήταν τέτοιος, που ενώ άκουγαν οι διώκτες τα λιοντάρια να μιλάνε, εκείνοι «απλώς» έκλεισαν με βύσματα τα αυτιά τους. Πόσο υπερβολικά ήπιος για τις εκτιμήσεις του ως προς τον άνθρωπο ακούγεται ο λόγος του προφήτη: «ο άνθρωπος παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο άνθρωπος γίνεται συχνά πολύ χειρότερος και από τα σκληρότερα ζώα. Κι εκείνα μεν δεν έχουν νου και δεν θα δώσουν λόγο για ό,τι πράττουν: κινούνται ενστικτωδώς. Ο άνθρωπος όμως;

12 Οκτωβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΒΟΣ, ΤΑΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια  με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού  έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο το σώμα σχεδόν  με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του Θεού».

Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί «σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»;  Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».

Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό -  αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’  Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.

Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου