16 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«῾Ο ἅγιος Λογγίνος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ὑπῆρξε ἑκατόνταρχος ὑπό τόν Πιλᾶτο, τόν ἡγεμόνα τῆς ᾽Ιουδαίας. ῎Ελαβε τήν διαταγή ἀπό ἐκεῖνον νά ὑπηρετήσει στά τίμια πάθη καί τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί νά φυλάξει μέ τούς ὑπ᾽ αὐτόν ἑκατό στρατιῶτες τόν τάφο μέ τήν κουστωδία πού ἦταν τάγμα στρατιωτῶν. ῞Οταν εἶδε τά θαύματα πού ἔγιναν μέ τόν Χριστό, τόν σεισμό, τήν μεταβολή σέ σκοτάδι τοῦ ἡλίου, τούς τάφους πού ἀνοίχτηκαν καί τούς νεκρούς πού ξεπήδησαν ἀπό αὐτούς, καθώς καί τίς πέτρες πού σχίστηκαν, φώναξε μέ μεγάλη φωνή: ῾πράγματι, αὐτός ἦταν Υἱός Θεοῦ᾽. Γι᾽ αὐτό καί τά ἀργύρια πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους, προκειμένου νά πεῖ ψέμματα γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τά ἔκανε πέρα μαζί μέ ἄλλους δύο στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὕστερα μαρτύρησαν μαζί του.

῎Αφησε λοιπόν τό στράτευμα στό ὁποῖο ἀνῆκε καί γύρισε πίσω στήν πατρίδα του, κηρύττοντας τόν Χριστό ὡς Θεό σάν τούς ἀποστόλους. ῾Ο Πιλᾶτος πού τό ἔμαθε πείστηκε - μᾶλλον διαφθάρηκε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους μέ χρήματα - καί κατηγόρησε τόν Λογγίνο μέ γράμματα στόν Τιβέριο ὅτι ἐγκατέλειψε τό στράτευμα καί ὅτι ζεῖ στήν πατρίδα του κηρύττοντας τόν Χριστό ὅτι εἶναι Θεός. ῾Ο Τιβέριος τότε διέταξε νά ἀποκοπεῖ ἡ κεφαλή του ἀμέσως μαζί καί τῶν δύο στρατιωτῶν πού τόν ἀκολούθησαν, καί νά μεταφερθεῖ ἡ κεφαλή του στήν ῾Ιερουσαλήμ ἀπό τήν Καππαδοκία, ὥστε νά νά λάβουν γνώση γιά τόν θάνατό του ὁ Πιλᾶτος καί οἱ ᾽Ιουδαῖοι. Καί ὁ μέν Πιλᾶτος ἔλαβε τά συμφωνηθέντα, ἐνῶ τήν τιμία κεφαλή του τήν ἔχωσαν πρό τῆς πόλεως μέσα σέ κοπριά.

῞Υστερα ἀπό πολλά χρόνια κάποια γυναίκα ἀπό τήν Καππαδοκία πού τυφλώθηκε καί σταμάτησε νά βλέπει ἔφτασε στά ῾Ιεροσόλυμα μαζί μέ τόν μονάκριβο γιό της, προκειμένου νά μπορέσει νά βρεῖ τήν ἴαση στούς ἁγίους Τόπους. ᾽Αλλά προστέθηκε στό πρόβλημά της καί ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ της, ὁπότε ἦταν διπλή ἡ τραγωδία καί ἡ συμφορά της. ῾Ο μακάριος Λογγίνος τότε τῆς ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο κι ἀφοῦ τῆς εἶπε ποιός ἦταν καί τῆς φανέρωσε ποῦ εἶναι κρυμμένη ἡ κεφαλή του, τήν προέτρεψε νά τήν βγάλει ἀπό τήν κοπριά καί νά τήν πάρει, γιά νά θεραπευτεῖ ἀφενός ἡ ἴδια ἀπό τήν τύφλωσή της καί ἀφετέρου νά δεῖ δοξασμένο τόν γιό της. ῾Η γυναίκα ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως πρόθυμα μόλις ξύπνησε, κι ἀφοῦ βρῆκε τήν κοπριά κι ἔσκαψε μέ τά χέρια της βρῆκε καί πῆρε τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου. Τότε ἀπέκτησε καί πάλι τό φῶς της, ἐνῶ σέ ὄνειρο πάλι εἶδε τόν γιό της μέσα σέ δόξα μαζί μέ τόν ἅγιο καί νά ἀπολαμβάνει κοντά του τιμή.

Λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού τῆς ἔδωσε ὁ ἅγιος, σέ μία σορό τοποθέτησε καί τό λείψανο τοῦ παιδιοῦ της καί τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου, ὁπότε ἐπέστρεψε μ᾽ αὐτήν στήν Καππαδοκία, παθαίνοντας παρόμοια μέ τόν Σαούλ, ὁ ὁποῖος ζητώντας τίς πατρικές ὄνους βρῆκε βασιλεία. Κι αὐτή ζητώντας νά γιατρευτεῖ ἀπό τήν τύφλωση τῶν ὀφθαλμῶν, καί τήν ἴαση πέτυχε καί τόν ἅγιο ἔκτοτε βρῆκε θερμό προστάτη της. Γι᾽ αὐτό καί ἀνήγειρε περικαλλή ναό στόν μάρτυρα κι ἐκεῖ κατέθεσε τό μαρτυρικό λείψανο, τό ὁποῖο πρόσφερε πλούσια στήν ἴδια καί σ᾽ ὅλους τούς πιστούς πηγές ἱαμάτων, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ».

Δέν εἶναι ἀπορίας ἄξιο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἀναφέρεται σχεδόν καθ᾽ ὁλοκληρίαν σέ ὅ,τι συνέβη στόν ἅγιο Λογγίνο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου: τόν τρομερό συγκλονισμό του πού τόν ὁδήγησε ἀπό ἄπιστος νά γίνει πιστός, σέ βαθμό μάλιστα πού νά δώσει ἔπειτα καί τήν ζωή του γι᾽ Αὐτόν. Ἡ Σταύρωση τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, τό αἷμα καί τό ὕδωρ πού ἀνέβλυσαν ἀπό τήν λογχισθεῖσα πλευρά Του, ἡ ἀμαύρωση τοῦ ἥλιου ὅπως καί ὅλα τά ὑπερφυσικά πού συνέβησαν τότε, ἦταν ἐκεῖνα πού τόν ὁδήγησαν νά ὁμολογήσει Αὐτόν  Θεό καί Δεσπότη, καί μάλιστα, κατά τόν ὑμνογράφο, νά κατανοήσει ὅτι τό Πάθος Του αὐτό ἦταν ἑκούσιο καί καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του. «᾽Αφοῦ εἶδες τόν Κύριο νά ἔχει γίνει ἄνθρωπος καί νά ἔχει ἀνέβει στόν Σταυρό, νά ἔχει ἀμαυρώσει τήν λάμψη τοῦ ἥλιου καί νά ἔχει ἀναβλύσει ἀπό τήν πλευρά Του τήν σωτήρια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν...ὁμολόγησες Αὐτόν Θεό καί Δεσπότη πού ὑπέμεινε τά πάθη ἑκούσια λόγω τῆς ἀμέτρητης εὐσπλαχνίας Του» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Βλέποντας τά βουνά καί τήν γῆ πού σαλεύτηκε κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάθους, σαλεύτηκες ἀπό τήν στάση τῆς ἀπιστίας» (ὠδή ς´).

῾Η μεταστροφή τοῦ ἁγίου στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο καί ὡς καρπός βεβαίως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - ποιός μπορεῖ μόνος του μέ τίς δυνάμεις του νά δεῖ τόν ᾽Εσταυρωμένο ὡς τόν ἐν σαρκί παθόντα Θεό; - ἀλλά καί ὡς καρπός τῆς δικῆς του καλῆς διάθεσης καί φρόνησης. Μέ λυρισμό μεγάλο ὁ ὑμνογράφος καταγράφει τήν ἀλήθεια αὐτή, προσφέροντάς μας εἰκόνες ἐξαίσιες: «Βλέποντας, ἔνδοξε, τήν κατάκαρπη ἄμπελο νά κρέμεται πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί νά πηγάζει οἶνο ζωῆς καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, ἔβαλες ἀπό κάτω τά χείλη τῆς καρδιᾶς σου. Κι ἀφοῦ ἤπιες γέμισες ἀπό εὐφροσύνη, βγάζοντας ἀπό μέσα σου τήν κατάπικρη ἀπιστία σάν ἐχέφρων ἄνθρωπος, γιατί ἀκριβῶς προτίμησες πανηγυρικά τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ᾽Ιωσήφ ὅμως ὁ ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά μή συγκρίνει τόν ἅγιο ἑκατόνταρχο καί τήν μεταστροφή του μέ τόν ληστή πού συσταυρώθηκε μέ τόν Κύριο καί μετανόησε. Καί οἱ δύο ἄνδρες, ὁ σκληροτράχηλος ἀξιωματικός καί τό φόβητρο τῶν ἀνθρώπων ληστής, εἶναι οἱ πιό κοντινοί στόν Κύριο πάνω στόν Σταυρό. Στήν πιό δύσκολη θεωρούμενη στιγμή τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ - ῾᾽Ηλί, ᾽Ηλί λαμά σαβαχθανί;᾽ φωνάζει ὁ Κύριος, νιώθοντας ἐγκαταλειμμένος καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα Του! – δέν βρίσκονται οἱ μαθητές Του, δέν βρίσκονται (πέραν τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἰωάννη κι αὐτοί σέ κάποια ἀπόσταση) δικοί Του νά Τόν παρηγορήσουν, ἀλλά θεωρούμενα ῾ἀνθρωπόμορφα᾽ θηρία! Κι ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτά τά ῾θηρία᾽ εἶχαν πολύ τρυφερή καρδιά. ῾Ο ἕνας παρακαλεῖ νά τόν θυμηθεῖ ὁ Κύριος στήν Βασιλεία Του, ὁ ἄλλος Τόν ὁμολογεῖ Θεό καί ἄνθρωπο. Καί τελικῶς καί οἱ δύο εἰσέρχονται στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «᾽Αθλοφόρε Λογγίνε, μαζί μέ τόν εὐγνώμονα Ληστή ὁμολόγησες τόν πάντων Κύριο Υἱόν Θεοῦ, ὑπέρ τοῦ ῾Οποίου καί μέ χαρά σφαγιάστηκες» (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

῾Ο ὑμνογράφος ὅμως (ὁ ὁποῖος στό τροπάριο πού μᾶς ἐνδιαφέρει: τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, δέν εἶναι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ἀλλά ὁ ᾽Ιωάννης ὁ μοναχός) προβαίνει σέ μία ἐνσυνείδητη  ἀνακολουθία: βάζει στήν θέση τοῦ ληστῆ τόν ἴδιο τόν ἅγιο. Βλέπει τόν Λογγίνο ὡς τόν ληστή. Τά λόγια τοῦ ληστῆ γίνονται λόγια καί ἐκείνου. «Καθώς βρισκόσουν στόν Σταυρό καί ἔβλεπες αὐτά πού συνέβαιναν, βλέποντας τόν σταυρωμένο ἐπί τοῦ ξύλου Θεό καί ἄνθρωπο φώναζες πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητί μου Κύριε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Σωτήρας φώναζε σέ σένα: Εἶσαι μακάριος, Λογγίνε, καί θά σέ θυμοῦνται ὅλοι στούς αἰῶνες». Νομίζουμε ὅτι στό τροπάριο αὐτό καί τό ῾μπέρδεμα᾽ τῶν ρόλων μεταξύ ἑκατοντάρχου καί ληστῆ βρισκόμαστε στό πιό ὑψηλό σημεῖο τῆς ποίησης τῆς ἑορτῆς: ὁ Λογγίνος εἶναι ἤδη σωσμένος ἀπό τήν ὥρα τῆς ὁμολογίας του κατά τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί ὄχι ἀπό τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Τό βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν ληστή, συνεπῶς καί γιά τόν Λογγίνο: «ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ». Καί γιά κάτι ἀκόμη: μπροστά στόν ἐσταυρωμένο Κύριο ὁ ὅποιος ρόλος τοῦ ἀνθρώπου ἐξαφανίζεται: εἴτε ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου (ὁ ἑκατόνταρχος) εἶναι κανείς εἴτε ὑπόδικος (ὁ ληστής), αὐτό πού σώζει εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Γιά τόν Χριστό κάθε ἄνθρωπος εἶναι τό ἴδιο καί κάθε ἕναν τόν θέλει στήν Βασιλεία Του. Γιά τόν Χριστό κάθε σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου πέραν τῆς ῾καρδιᾶς᾽ δέν ὑφίσταται. Αἴρεται καί χάνεται.

15 Οκτωβρίου 2021

ΗΤΤΟΠΑΘΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κάποιος χριστιανός και να είναι ηττοπαθής ή φοβισμένος σ’ έναν κόσμο που ήδη έχει ηττηθεί ως προς τις αμαρτίες του, σ’ έναν κόσμο που σε τελευταία ανάλυση ανήκει στον ίδιο τον Κύριο, αφού Εκείνος είναι ο Δημιουργός Του: «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής»! «Πάντα δι’ Αυτού εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Ο λόγος μάλιστα του αποστόλου Παύλου στον μαθητή του Τίτο (και βεβαίως σε όλους μας): «πρέπει να φροντίζουν οι χριστιανοί να προῒστανται στα καλά έργα», «να μάθουν να είναι πρώτοι σ’ αυτά!» (Τίτ. 3, 8.14), θεωρείται μονόδρομος για τον πιστό. Εφόσον έχει ο πιστός έστω και μικρή αίσθηση του τι σημαίνει χριστιανός μέσα στον κόσμο, ακολουθεί την οδό του Κυρίου και των αποστόλων, βαδίζει τον δρόμο της πρωτοπορίας των αγαθών και των ωφέλιμων έργων, πρωτοστατεί, ανοίγει πάντοτε δρόμους, φέρνοντας ασφαλώς εννοείται το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας σ’ αυτούς. Και ποιο είναι αυτό το πνεύμα; Το πνεύμα της ταπεινής αγάπης, δηλαδή την παντοδυναμία της ενέργειας του ίδιου του Θεού! Ποιος μπορεί να αντιταχθεί σ’ αυτό; Κανείς απολύτως. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’ ημών;» Μπορεί ο χριστιανός να χλευαστεί και να κυνηγηθεί, να διωχθεί και να σταυρωθεί, μα τούτο συνιστά προσωρινή κατάσταση. Ο όποιος σταυρός του γρήγορα θα αποκαλύψει και την άλλη όψη του, αυτήν της αναστάσεως. Κι άλλωστε, μη ξεχνάμε, όλη η ιστορία είναι στραμμένη στον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς» Ιησού Χριστό. Αυτός είναι ήδη ο νικητής!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος Λουκιανός ήταν υιός ευσεβών γονέων, ο οποίος μετά την αποβίωσή τους σκόρπισε ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς, σχολάζοντας πια στη μελέτη των θείων Γραφών. Γι’  αυτό και μετέστρεψε προς την πίστη του Χριστού πολλούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Άφησε όμως τη δική του πόλη και πήγε στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει προς τους μαρτυρικούς αγώνες εκείνους που από το φόβο των μαρτυρίων εγκατέλειπαν την πίστη. Επειδή ήταν πολύ καλλιγράφος, άφησε στην Εκκλησία των Νικομηδέων ένα βιβλίο, στο οποίο έχοντας τρεις στήλες σε κάθε σελίδα κατέγραψε όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τόσο πολύ μάλιστα ξεπέρασε τα ανθρώπινα, ώστε όταν πήγαινε στην πόλη, σε άλλους ήταν ορατός και σε άλλους αόρατος. Έμαθε γι’  αυτόν ο βασιλιάς Μαξιμιανός, κι επειδή φοβήθηκε να τον δει κατά πρόσωπο, συζήτησε μαζί του, καλυμμένος πίσω από παραπέτασμα. Μόλις όμως κατάλαβε τη σταθερότητα της πίστεώς του στον Χριστό, τον κατεδίκασε σε μακρόχρονη πείνα. Επειδή λοιπόν δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα για πολλές ημέρες, πέθανε μέσα στη φυλακή. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ριχτεί το σώμα του στη θάλασσα, το οποίο περισυνέλεξε ένα δελφίνι με προσταγή του Θεού και το έφερε στους ώμους του στην ξηρά».

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ο άγιος Λουκιανός, ακόμη και σε πολύ κοντινούς προς την Εκκλησία ανθρώπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άγιος δεν διακρινόταν από χαρίσματα του Θεού και μάλιστα μεγάλα. Το αφιλάργυρο του χαρακτήρα του, η ελεήμων διάθεσή του προς τους πτωχούς, η ιεραποστολική φλόγα του στους αγνοούντες την πίστη του Χριστού, το μαρτυρικό φρόνημά του, ακόμη δε και η καλλιέπεια των λόγων του, όπως και το ζωγραφικό του ταλέντο, ήταν από εκείνα που κοσμούσαν την ύπαρξή του, κάνοντάς τον έναν από τους πιο χαριτωμένους ανθρώπους της εποχής του.  Εκείνο όμως το στοιχείο που κυριολεκτικά πυρπολούσε και κινητοποιούσε την ψυχή και το σώμα του ήταν η βαθειά αγάπη του προς τον Θεό, που απαρχής φάνηκε με τη συνεχή ενασχόλησή του με την Αγία Γραφή, όπως και με την επιθυμία του να αφήσει αντιγραμμένο το κείμενο της Αγίας Γραφής στους πιστούς του, σε εποχή βεβαίως που δεν υπήρχαν και πολλά αντίτυπά της.  «Ήσουν πυρπολημένος από την αγάπη του Χριστού, ένδοξε», όπως σημειώνει και ο υμνογράφος του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του προς τον Κύριο ήταν και το ερμηνευτικό «κλειδί» της όλης βιοτής και της κατά Θεόν συμπεριφοράς του. Αυτή εξηγεί και τη σφοδρή αγάπη του προς τους συνανθρώπους του, καρπός της οποίας ήταν η προσφορά της όλης περιουσίας του, η μετακόμισή του στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει τους χριστιανούς με το αλειπτικό  έργο του – «ισχυρός κατά της πλάνης ανεδείχθης, μακάριε, και πολλών αλείπτης (καθοδηγητής)» -  η διαρκής έγνοια του να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό.

Αποτέλεσμα της διπλής αυτής μεγάλης αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ήταν όχι μόνον να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζει, ήδη από τον κόσμο τούτο, σαν άγγελος του Θεού. Αυτό δεν είναι κατά τον απόστολο και το γνώρισμα του μεγάλου αγίου; «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (επιθυμώ να φύγω από τη ζωή και να είμαι ενωμένος με τον Χριστό), σημειώνει ο άγιος Παύλος. Και: «ήρθης προς περίδοξον ύψος, αξιάγαστε, και των αγγέλων έφθασας τα τάγματα» (υψώθηκες πολύ ψηλά, θαυμάσιε, και έφτασες τα τάγματα των αγγέλων) κατά τον υμνογράφο. Είναι σπάνια η περίπτωση μάλιστα που βλέπουμε στον άγιο Λουκιανό, ήδη από τη ζωή αυτή να μπορεί σαν τους αγγέλους πότε να είναι ορατός και πότε αόρατος. Θυμίζει αυτό που ακούγεται ακόμη και σήμερα για τους αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους, ένα άκουσμα που είναι αξιόπιστο, όταν επιβεβαιώνεται από αγίους ασκητές σαν τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Δεν ανήκει λοιπόν στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας κάτι τέτοιο, αλλά εντάσσεται μέσα στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πατά μεν στέρεα πάνω στη γη, αλλά ταυτοχρόνως πολιτεύεται στον ουρανό.

Ένα τέτοιο πνευματικό ύψος κάνει τον υμνογράφο του αγίου να δει και τη ρίψη του στη θάλασσα, όπως  και τη θαυμαστή έξοδό του μέσω δελφινιού,  σαν γεγονός αντίστοιχο προς εκείνο του προφήτη Ιωνά. «Κητώας εκ γαστρός Ιωνάν ο ρυσάμενος, τριημερεύσαντα σώζει, σε βυθού θαλάσσης καθυπουργούντων εναλίων σοι θηρών μεθ’ ημέρας τριάκοντα» (Αυτός που έσωσε τον Ιωνά από τη γαστέρα του κήτους, όταν τρεις ημέρες βρισκόταν εκεί, ο Ίδιος σε σώζει από τον βυθό της θάλασσας, μετά από τριάντα ημέρες, με τη βοήθεια των δελφινιών). Κι έχουμε την εντύπωση ότι η αντιστοιχία αυτή από τον υμνογράφο θέλει να υπενθυμίσει ότι ο πιστός που ζει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, οπωσδήποτε είναι σωσμένος και αναστημένος, αφού ο Ιωνάς από τον ίδιο τον Κύριο θεωρήθηκε τύπος της αναστάσεώς Του. Ένας θεωρούμενος «άγνωστος» άγιος, με τέτοια αγιότητα, με τόσα χαρίσματα, με τέτοια εμβέλεια σε όλον τον πνευματικό κόσμο!

14 Οκτωβρίου 2021

ΚΑΝΑΤΕ ΠΑΝΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ...

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΝΑΖΑΡΙΟΣ, ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ, ΠΡΟΤΑΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΕΛΣΙΟΣ

           «Οι άγιοι μαρτύρησαν στη Ρώμη, μετά την τελείωση των αγίων αποστόλων, επί Νέρωνος του βασιλιά, ενώ είχαν οδηγηθεί στην πίστη από τον απόστολο Πέτρο. Κατά το εικοστό έτος της ηλικίας του, ο άγιος Ναζάριος, διερχόμενος από τις πόλεις της Ιταλίας και κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού καθοδήγησε πολλούς προς τη χριστιανική πίστη. Σε δέκα χρόνια έφτασε στην πόλη Πλακεντία, όπου συνάντησε τον άγιο Προτάσιο και τον Γερβάσιο που είχαν ριχτεί στη φυλακή από τον άρχοντα Ανούλιο, κι εκεί επειδή κήρυσσε τον Χριστό τον απομάκρυναν από την πόλη. Πορεύτηκε σε άλλη πόλη που λεγόταν Κίμελη, κι εκεί βρήκε και πήρε κοντά του τον άγιο Κέλσιο που ήταν παιδάκι τριών χρονών, αλλά αμέσως φυλακίστηκε από τον Δεινόβιο. Στη συνέχεια, αφού τον ελευθέρωσαν, έρχεται μαζί με τον Κέλσιο στις πόλεις του Τιβέριου, κηρύσσοντας και πάλι το Ευαγγέλιο. Συνελήφθη από τον Νέρωνα, φυλακίστηκε και ρίχτηκε στα θηρία. Σώθηκε όμως και πήγε πάλι στα Μεδιόλανα, όπου και βρήκε φυλακισμένους τους αγίους Γερβάσιο και Προτάσιο, ενώ αμέσως τον έπιασε και τον έστειλε στη Ρώμη ο Ανούλιος, όπου εκεί ο άγιος Ναζάριος έγινε αίτιος να σωθεί ο παππούς του. Επέστρεψε στα Μεδιόλανα, όπου και τελικά τον συνέλαβαν και του έκοψαν το κεφάλι μαζί με τους Γερβάσιο, Προτάσιο και Κέλσιο».

Δεν πρόκειται να αναφερθούμε στα δοξολογικά αλλά και κατανυκτικά τροπάρια του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου που με αίσθηση ψυχής συνέθεσε για τους μάρτυρες. Όλα τονίζουν την πίστη των αγίων, την αγάπη τους προς τον Θεό, την ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας που κήρυσσαν, το θάρρος τους έναντι των διωκτών τους, τα θαύματα που επιτελούνται από τον Κύριο μέσω των ιερών λειψάνων τους - κυριολεκτικά «νάματα» για τους πιστούς που τους θεραπεύουν από κάθε ασθένεια (κάθισμα όρθρου). Εκεί που θα σταθούμε περισσότερο είναι σ’ έναν ύμνο  της α΄ ήδη ωδής του κανόνα τους, κι αυτό γιατί στον συγκεκριμένο ύμνο έχουμε από τον υμνογράφο μία γενική θεώρηση της κατά Χριστόν ζωής τους, μία συνοπτική εξήγηση της πορείας τους μέσα στον κόσμο και της καταστάσεώς τους μετά το άγιο μαρτύριό τους, γεγονός που μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα και για όλους τους πιστούς όλων των αιώνων.  

«Ἱστίῳ πτερούμενοι Πνεύματος Θείου, τό πέλαγος ἀβρόχως διήλθετε, μάρτυρες ἔνδοξοι, τῶν κολάσεων∙ καί νῦν πρός θεῖον ὅρμον τῆς ἄνω λαμπρότητος κατεσκηνώσατε».

 (Σαν ταχύπλοο που έχει φτερά με τα πανιά του Αγίου Πνεύματος περάσατε χωρίς να βραχείτε το πέλαγος των κολάσεων, ένδοξοι μάρτυρες. Και τώρα κατασκηνώσατε στον θείο λιμάνι της λαμπρότητας των Ουρανών).

Τι σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ; Πρώτον, ότι οι άγιοι βρέθηκαν μέσα στο καμίνι της ζωής αυτής, αντιμετωπίζοντας τα βάσανα των κολάσεων από τους αρνητές της πίστεως. Και το γεγονός ότι χαρακτηρίζει πέλαγος αυτά που υπέστησαν σημαίνει ότι όλη η ζωή τους ήταν ένα μαρτύριο, κυριολεκτικά βάσανα χωρίς τελειωμό μέχρι να αφήσουν και την τελευταία τους πνοή. Κι ο λόγος; Ήταν χριστιανοί. Πρόκειται ακριβώς για το τίμημα που όρισε ο ίδιος ο Κύριος για κάθε πιστό ακόλουθό Του, ώστε να έχουμε όλοι τη γνώση ότι η πίστη σ’ Αυτόν δεν είναι μία επιλογή άνεσης, αλλά μία διαρκής θυσία, ένας σταυρός που κάνει τον μαθητή του Χριστού να μετέχει στα πάθη Εκείνου. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι», είναι τα σωτήρια λόγια Του, όπως και τα «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν», ή και του αποστόλου Του «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, διωχθήσονται». Δύσκολα και οδυνηρά λόγια, που αποκαλύπτουν ότι η χριστιανική πίστη τελικώς δεν είναι για τους πολλούς, αλλά για τους λίγους, που αποφασίζουν να πάθουν μαζί με Εκείνον και να πεθάνουν για χάρη Του. Θέλεις δηλαδή να είσαι μαζί με τον Χριστό; Ετοιμάσου για θάνατο. Όπως το λέει και ο μέγας Γέρων όσιος Σωφρόνιος στο βιβλίο του για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη: «Να ζει κανείς χριστιανικά είναι ακατόρθωτο. Χριστιανικά μπορεί κανείς μόνο να πεθαίνει, όπως πέθαινε καθημερινά και ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 15, 31)».  

Δεύτερον, όμως, ότι οι άγιοι ενώ βρέθηκαν στο πέλαγος των κολάσεων το πέρασαν «ἀβρόχως». Όχι ότι δεν πόνεσαν – αυτό θα ήταν η άρνηση του μαρτυρίου τους και η «δοκητική», φαινομενική, κατανόηση των παθών τους. Πόνεσαν, βασανίστηκαν, αλλά δεν καταβλήθηκαν. Διότι η καρδιά και η ψυχή τους ήταν προσανατολισμένη πλήρως στον αρχηγό της πίστεώς τους, ο Οποίος τους έδινε τη δύναμη να αντέχουν και να μακαρίζουν τον εαυτό τους ως μετόχους των Παθών Εκείνου. «Ντυμένοι, μακάριοι, τον Σταυρό του Χριστού σαν θώρακα, καταπαλαίψατε τον ασώματο εχθρό με το σώμα σας, υπομένοντας τα πολύπλοκα βασανιστήρια και τον άδικο θάνατο» (ωδή α΄). Στο πλήθος των μαρτυρίων τους αναγνωρίζουμε αυτό που ο Ίδιος ο Κύριος είχε προτρέψει: «Μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα σας, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι απέναντι στην ψυχή σας». Η ψυχή λοιπόν των αγίων μαρτύρων ήταν δοσμένη στον Χριστό, «καρφωμένη» κυριολεκτικά σ’ Εκείνον, συνεπώς τα βάσανα τα υφίσταντο, αλλά χωρίς να μπορούν να τους επηρεάζουν και να τους καταβάλλουν. Σε έναν άλλο εξαίσιο  ύμνο ο ποιητής αποκαλύπτει την παραπάνω αλήθεια ως εξής: «Παμμακάριε Ναζάριε, ήταν σαν να βαδίζεις πάνω σε ύδατα, γι’ αυτό και τα ίχνη σου δεν άφησαν αποτυπώματα να τα δει κανείς. Κι αυτό λόγω του αγίου Πνεύματος, με τη δύναμη του Οποίου καταντρόπιασες όλους τους εχθρούς» (ωδή ς΄).

Τρίτον, ότι Αυτός που τους έδωσε τη δύναμη να περάσουν «ἀβρόχως» και αβλαβώς την όποια οδύνη λόγω Χριστού της ζωής τους ήταν ακριβώς ο ίδιος ο Κύριος και το Άγιον Πνεύμα. Έχουμε εδώ την κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι όχι μόνο δεν μπορεί κανείς να είναι χριστιανός από μόνος του – «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», ο Θεός φωτίζει τον καλοπροαίρετο άνθρωπο για να στραφεί προς τον Χριστό και να Τον ακολουθεί στη ζωή του – αλλά πολύ περισσότερο είναι μεγίστη χάρη να υφίσταται οδύνες προς χάρη της πίστεώς του αυτής. Ο απόστολος Παύλος το εκφράζει και πάλι με τρόπο σαφή: «Ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Χάρη Θεού να πιστεύει κανείς στον Χριστό, χάρη Θεού να έχει τη δύναμη να πάσχει γι’ Αυτόν. Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος με το ποιητικό του τάλαντο το εξηγεί: Με τη δύναμη του Πνεύματος άντεξαν τα βάσανα και ντρόπιασαν τους εχθρούς της πίστεως οι μάρτυρες (ό.π. ωδή ς΄), «με τα πανιά του αγίου Πνεύματος τρέχανε σαν να είχανε φτερά  οι μάρτυρες και πέρασαν «ἀβρόχως» το πέλαγος των κολάσεων» (ό.π. ωδή α΄). Γι’ αυτό και πού κατέληξαν; Εκεί που έχει υποσχεθεί ο Κύριος για κάθε πιστό Του: στο λιμάνι της Βασιλείας Του!

Οι επισημάνσεις του αγίου υμνογράφου είναι περιττό να πούμε πόσο ισχύουν διαχρονικά. Διότι είναι επισημάνσεις του λόγου του Θεού – ό,τι ο ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε. Κι εμείς που ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο με τις πολυποίκιλες δοκιμασίες του και τους «άπειρους» πειρασμούς του, μπορεί να ταλαιπωρούμαστε, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να τα διερχόμασε «ἀβρόχως», αν είμαστε προσανατολισμένοι εκεί που είναι ο Κύριος και οι άγιες εντολές Του, ορμώντας με ψυχή στο να τις τηρούμε. Μπαίνουμε στο καράβι του αγίου Πνεύματος, μάλλον γινόμαστε εμείς καράβι που ωθείται από το Άγιον Πνεύμα, και σαν άγγελοι με φτερά σχίζουμε το πέλαγος, κατευθυνόμενοι ολοταχώς στον όρμο τ’ ουρανού. Πώς μας θυμίζει η φράση του ύμνου του αγίου Ιωσήφ τον «τροβαδούρο» του Αγίου Όρους, τον γλυκύτατο μακαριστό Μωυσή αγιορείτη, που κι αυτός στο λιμάνι τ’ Ουρανού πια ευρισκόμενος και αναπαυόμενος έγραφε για τον τόπο που έζησε και αγάπησε με πάθος: «Καράβι και ταξιδεύει το Άγιον Όρος, με κατάρτι τον Άθωνα. Σημαία τη Μεταμόρφωση κι άγκυρα την Παναγιά».

 

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΚΑΛΛΙΤΕΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

Η στοίχηση με συνέπεια στη ζωή του Χριστού αποτελεί πρόκληση για τη λογική του κοσμικού ανθρώπου κι ανατροπή όλων των θεωρουμένων σταθερών του. Γιατί; Διότι έχοντας διαγράψει αυτός από τη ζωή του τον Θεό επιζητεί την άνεση, την πλήρη αποδοχή από τους άλλους, τη δύναμη του πλούτου, την κυριαρχία, ό,τι συνιστά την ίδια την αμαρτία και την υποδούλωση στον Πονηρό. Κι ακόμη περισσότερο: η αμαρτωλή αυτή κατάστασή του επιτείνεται χωρίς σταματημό, γιατί κατά τον μέγα Παύλο «οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο, θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν» - καμία μεσσιανικότητα ως προσδοκία καλλιτέρευσης του κόσμου αφεαυτού δεν γίνεται αποδεκτή. Ο κόσμος ολοένα θα χειροτερεύει και περισσότερο.

Έτσι ο χριστιανός πορεύεται μέσα σ’ έναν κόσμο υποταγμένο στον κοσμοκράτορα Διάβολο, μέσα στον οποίο δεν φαίνεται ο ίδιος να έχει θέση. Κι εδώ έρχεται η… ανατροπή! Ενώ ο κόσμος της αμαρτίας επιθυμεί να τον αφανίσει, δεν θα τα καταφέρνει, διότι τελικώς Αυτός που προσδιορίζει τα σύμπαντα μέχρι κεραίας είναι ο Κύριος, ο Παντοδύναμος Θεός, «ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος». Όπως εκφράζει την εμπειρία του και ο ίδιος απόστολος: «Και απ’ όλους τους διωγμούς που υπέφερα με γλύτωσε ο Κύριος». Να λοιπόν η πραγματικότητα του βάθους της πίστεώς μας: εκεί που φαίνεται ότι ηττώμαστε οι χριστιανοί και χανόμαστε από τις δυνάμεις του σκότους, εκεί ακριβώς αναδύεται το φως της παντοδυναμίας του Θεού – είναι η συμμετοχή μας στη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού. Και ο Χριστός δεν φάνηκε επί του Σταυρού αδύναμος και ηττημένος; Αλλ’ εκεί φάνηκε και η απόλυτη παντοδυναμία Του: αναστήθηκε τριήμερος! «Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον˙ ἡ πίστις ἡμῶν

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΜΑΪΟΥΜΑ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750 μ.Χ.), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρωτίστως αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος (δεν μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του) είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.

13 Οκτωβρίου 2021

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ… ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα – η αγάπη αυτή αποτελεί το κριτήριο της κάθε εποχής. Ό,τι ίσχυε απαρχής που ήλθε ο Κύριος, ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζουμε κατά του Θεού, να βλασφημούμε τον Θεό, να βλασφημούμε την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε στην πυρά και στο ανάθεμα κάθε έναν που μας δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μας. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους κάθε λογής διώκτες μας, αγάπη που φανερώνεται έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου