28 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΟΥ

«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».  

Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού, μη εν Θεώ ζώντος, ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».

Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μάς καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ενεργή μέσα του τη χάρη του Πνεύματος του Θεού, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» (ωδή γ΄).

Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.

27 Φεβρουαρίου 2022

Ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης

Ἐξομολόγηση - Μετάνοια (Λόγος Αγ. Γέροντος παπα-Εφραίμ)

Δὲν σὲ κατηγορῶ ὅτι ἔκανες ἁμαρτίες πολλὲς καὶ σοβαρές, ὄχι, ἄνθρωπος εἶσαι. Σὲ κατηγορῶ, γιατὶ δὲν ἐξομολογεῖσαι. Αὐτὸ σὲ κατηγορῶ. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό, ὅλα στὸν πνευματικό. Καὶ ἡ ὁσία Μαρία, πρῶτα ἐξομολογήθηκε.

                                                 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Προκόπιος ακολούθησε πρώτα τον μοναχικό βίο και επιτέλεσε κάθε άσκηση με μεγάλη ακρίβεια. Καθάρισε τελείως τον εαυτό του από τα πάθη του, ενώ έλεγξε και βλεδύχθηκε όλους αυτούς που αθέτησαν με τρόπο δυσσεβή τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Έπειτα για χάρη της πίστεώς του μαστιγώθηκε και αναδείχτηκε μέγας ομολογητής, κι αφού έκανε πολλά θαύματα, τότε εκδήμησε προς τον Κύριο».

Ο όσιος Προκόπιος αποτελεί μία επιβεβαίωση, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αυτού που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ήδη απαρχής της δημιουργίας του: να είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένος. Μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να διέστρεψε τη δωρεά αυτή του Θεού με την πτώση του στην αμαρτία, με αποτέλεσμα το κατ’ εικόνα του Θεού να σκοτεινιάσει στον άνθρωπο και να χαθεί το καθ’ ομοίωσιν, όμως ο Προκόπιος, όπως και οι άλλοι βεβαίως άγιοί μας, αξιοποιώντας την υπερφυή έλευση του Θεού ως ανθρώπου στο πρόσωπο του Χριστού, με την οποία αποκατέστησε τον άνθρωπο στην αρχική του κατάσταση κι ακόμη περισσότερο – ο Χριστός καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και ξανάνοιξε την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν, της θέωσης αλλιώς, κάτι που επιτυγχάνεται πια μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία – πίστεψε στον Χριστό και αγωνίστηκε να κρατήσει τη δωρεά Του αυτή ενεργή στη ζωή του. Ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού την αλήθεια αυτή τονίζει: «Έγινες κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, σύμφωνα με την αρχή της δημιουργίας, παμμακάριστε». Έτσι και στον άγιο Προκόπιο βλέπουμε τον άνθρωπο στην αποκαταστημένη από τον Χριστό εικόνα του, δηλαδή βλέπουμε τον αληθινό άνθρωπο, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του, και όχι τον κολοβωμένο και διεστραμμένο της πτώσεως στην αμαρτία. Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε: οι άγιοί μας, λόγω της σχέσεώς τους με τον τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο Χριστό, αποτελούν τους τύπους του αληθινού και αυθεντικού ανθρώπου, κυριολεκτικά τα όριά του, γι’ αυτό και πάντοτε η προβολή ενός αγίου αποτελεί πρόκληση μετανοίας για κάθε πιστό.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βεβαίως μας βοηθούν να κατανοούμε κάθε φορά και τον τρόπο που ο άνθρωπος μπορεί να κρατήσει το αξίωμα της εικόνας του Θεού μέσα του που αποκατέστησε ο Χριστός. Κι ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον αδιάκοπα αγώνα του πιστού πάνω στην καθαρότητα της καρδιάς, με το δεδομένο ότι έχουμε πια λόγω του αγίου βαπτίσματός μας τη δύναμη να κάνουμε αυτόν τον αγώνα. Με άλλα λόγια ο βαπτισμένος χριστιανός που έλαβε το σπέρμα του Πνεύματος του Θεού μέσα στην καρδιά του και του δίνει τη διαρκή ώθηση να ζει εν Θεώ, συνεργάζεται ελεύθερα με τον Θεό διά της ασκήσεως των αγίων εντολών Του, οπότε αναδεικνύεται σε ζωντανή κι αυτός πράγματι εικόνα του Θεού, προχωρώντας πάντοτε ανυψωτικά, στην κλίμακα της ομοιώσεως προς Εκείνον. Ο υμνογράφος γίνεται εν προκειμένω πολύ σαφής: «Έκανες διαρκή έγνοια και αγώνα σου να τηρείς το αξίωμα της εικόνας του Θεού, με πανευσεβή λογισμό, με καθαρότητα και αγνότητα του νου, με εγκράτεια απέναντι στα πάθη, με υπακοή στις εντολές του Χριστού και με ορθή πίστη, πανόλβιε (στιχηρό εσπερινού).

Ο υμνογράφος μάλιστα θεωρεί ότι ο αγώνας αυτός καθάρσεως του νου και εγκρατείας των παθών αποτελεί την προτεραιότητα της ζωής του χριστιανού, κυριολεκτικά τον σκοπό του, με την έννοια προφανώς ότι έτσι ο άνθρωπος μπορεί και κρατάει ζωντανή μέσα του την παρουσία του Θεού, που είναι βεβαίως και το αενάως ζητούμενο. Δεν είναι αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε με το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα ανθρώπινα δηλαδή) προστεθήσεται υμίν;» Δεν είναι το ίδιο που καθημερινά η Εκκλησία μας, πρωί και εσπέρας και βράδυ, μας τονίζει, λέγοντάς μας «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα, εν τη εσπέρα, εν τη νυκτί ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς;» «Ευαρέστησες τον Δημιουργό, ο Οποίος μόνος απαιτεί την κάθαρση της ψυχής μας από εμάς και την ευγένειά της» (στιχηρό εσπερινού). Η προτεραιότητα της ζωής μας, όπως μας την υπενθυμίζει και ο όσιος Προκόπιος σήμερα, είναι ακριβώς να κρατάμε την καθαρότητα της καρδιάς, δηλαδή αυτό που μας δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, με άλλα λόγια να ακολουθούμε τα χνάρια του Χριστού, διότι στην καθαρά καρδία επαναπαύεται μόνον το Πνεύμα του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».

Ο υμνογράφος μάλιστα σημειώνοντας την αληθινή αυτή προοπτική του ανθρώπου προβαίνει και σε δύο εκτιμήσεις: πρώτον∙ ο άνθρωπος που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του το θέλημα του Θεού, είναι ο ισορροπημένος άνθρωπος, ο ψυχικά ομαλός, που δεν εκτρέπεται στη μανία της αθεΐας και της αίρεσης. «Διότι αληθινά καταφρόνησες τη μανία και την τρέλα των αθέων» (ωδή δ΄). Ο υμνογράφος εν προκειμένω κινείται αγιογραφικά. Η παραπάνω εκτίμησή του είναι η εκτίμηση της θεόπνευστης Γραφής: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού: ουκ έστι Θεός»: Είπε ο ανόητος  μέσα στην καρδιά του: Δεν υπάρχει Θεός. Και δεύτερον∙ ο αληθινός χριστιανός είναι και ο πραγματικά προοδευτικός άνθρωπος, εκείνος που κοιτάζει μπροστά στη ζωή του, υπερβαίνοντας διαρκώς τα όποια σφάλματά του ή τις αμαρτίες του. Η ζωή του χριστιανού με άλλα λόγια αποτελεί μία διαρκή υπέρβαση προς ό,τι αληθινό και ανθρώπινο υπάρχει: την επικράτηση της δικαιοσύνης του Θεού στον κόσμο. Σε έναν ωραιότατο ύμνο από την ωδή ε΄ ο υμνογράφος σημειώνει: «Ανέλαβες στους ώμους σου την πανοπλία του Σταυρού κι ακολούθησες, πάτερ, τον Χριστό, αφήνοντας στη λήθη τα περασμένα και προχωρώντας στους δρόμους που βρίσκονται μπροστά». Την αλήθεια αυτή μπορεί να τη δανείζεται ο υμνογράφος από τον απόστολο Παύλο, αλλά για να τονίσει ότι ο χριστιανός έχει μία δυναμικότητα που μπορεί να τραντάξει τον κόσμο. Διότι ακολουθεί πάντοτε τον Χριστό κι αφήνει πίσω του οτιδήποτε σάπιο και ευτελές. Η ζωή του χριστιανού, αν είναι λίγο συνεπής, είναι μία «βόμβα»  ανθρωπισμού στον αιχμαλωτισμένο από τον διάβολο κόσμο μας. Τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αμέσως εμφανή και ορατά, υπάρχουν όμως και δρουν κατά υπόγειο τρόπο, όπως και ο σπόρος που δεν φαίνεται θαμμένος στη γη, έρχεται ώρα που καρποφορεί, για να γίνει δέντρο μεγάλο.

26 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

«Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25, 46)

 Το Ευαγγέλιο της κρίσεως που ακούγεται στην Εκκλησία μας την Κυριακή των Απόκρεω, αποτελεί την απάντηση στην ορμή μας για γνώση του αύριο: ο Θεός δεν μας άφησε αμάρτυρο το μέλλον∙ μας άνοιξε τα μάτια,  όχι όμως σε ό,τι συνιστά απλή περιέργεια ως προς την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά σε ό,τι είναι καίριο και ουσιώδες, σε ό,τι δηλαδή είναι σωτηριώδες και αιώνιο. Ο Κύριος θα ξανάλθει, φωνάζει η Εκκλησία βασισμένη στα ίδια Του τα λόγια. Και θα ξανάλθει ένδοξα αυτή τη φορά «κρίναι ζώντας και νεκρούς», σε ώρα που κανείς δεν γνωρίζει. Θα έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α΄Θεσ. 5, 2), «εν ημέρα η ου προσδοκά» ο άνθρωπος (Ματθ. 24. 50). Και θα σταθούμε όλοι οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώπιόν Του για να γίνει η τελική αποτίμηση. Όσοι θα βρεθούν να έχουν τηρήσει το θέλημά Του, άρα να έχουν αγαπήσει τον συνάνθρωπό τους, θα βρεθούν στους ευλογημένους του Πατρός Του. Όσοι θα βρεθούν αμετανόητοι, ανάπηροι από τα φτερά της πίστεως και της αγάπης, θα βρεθούν στους καταραμένους. Και η οριστική κατάληξη: «Απελεύσονται ούτοι (οι χωρίς αγάπη) εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».

 1. Ο τονισμός του αιώνιου χαρακτήρα της μιας και της άλλης καταστάσεως είναι το πρώτο στο οποίο κοντοστέκεται κανείς. Ο Κύριος δεν άφησε καμία αμφιβολία περί του οριστικού και αμετάκλητου της κρίσεώς Του. Η αιωνιότητα με την ατέρμονη πορεία της είναι η προοπτική που ανοίγεται μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά. «Της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος», όπως το ομολογούμε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν υπάρχει πια ανακοπή και ανάκληση. Κι είναι η αιωνιότητα αυτή καταδίκη καταρχάς της παναίρεσης των Γιεχωβάδων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων πλανών τους τονίζουν ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα σημάνει την απαρχή μιας χιλιετούς βασιλείας Του, για να ακολουθήσει έπειτα κάτι διαφορετικό. Από την άλλη ο αιώνιος χαρακτήρας της κρίσεως του Θεού καταδικάζει και όσους στο παρελθόν ή και πιο μετά πίστεψαν πλανεμένα ότι τελικώς όλοι θα αποκατασταθούν μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού. «Η αποκατάσταση των πάντων», για την οποία μίλησε και ο μεγάλος αλλά καταδικασμένος για τις πλάνες του από την Εκκλησία θεολόγος Ωριγένης, αποτελεί μία πρόκληση και έναν πειρασμό για την Εκκλησία, η οποία όμως απέρριψε την πλάνη, διότι ακριβώς προϋποθέτει εσφαλμένη θεολογία ως προς την εικόνα που απεκάλυψε για τον Θεό ο ίδιος ο Χριστός. Δεν είναι ο Θεός το πρόβλημα για να αποκαταστήσει τους πάντες. Η αποκατάσταση αυτή είναι η διαρκής βούληση του Θεού για όλους, ακόμη και για τους δαίμονες. Διότι «ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ. 2,4). Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αρνούμαστε την αγάπη του Θεού και τις προκλήσεις και προσκλήσεις για μετάνοιά μας. Η «αποκατάσταση των πάντων» αλλοιώνει και την περί ανθρώπου εικόνα της Εκκλησίας, παρουσιάζοντας αυτόν  με κολοβωμένη ελευθερία.

2. Η αιωνιότητα που θα ανοιχτεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – πέρα βεβαίως από την αιωνιότητα ως παρούσα κατάσταση του εδώ κόσμου που ζει ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (ευαγγελιστής Ιωάννης) - δεν θα φέρει κάτι διαφορετικό από αυτό που ζει ο άνθρωπος αμέσως μετά τον θάνατό του. Σε όποια κατάσταση δηλαδή  φεύγουμε από τη ζωή αυτή, είτε εν μετανοία είτε εν αμετανοησία, σε αυτήν την κατάσταση θα μας βρει και η Δευτέρα Παρουσία. Κι αυτό θα πει: το οριστικό και αμετάκλητο τέλος για τον καθένα μας, σε επίπεδο αιωνιότητας, έρχεται στην ουσία την ώρα του θανάτου μας. Η μόνη διαφορά μεταξύ της μερικής κρίσεως που υφίσταται ο άνθρωπος όταν πεθάνει, και της γενικής κρίσεως που θα υποστεί την ημέρα της Κρίσεως, θα είναι στον βαθμό της έντασης: στη μερική κρίση κρίνεται με μόνη την ψυχή∙ στη γενική κρίση θα κριθεί μαζί με το σώμα, που θα αναστήσει ο Χριστός. Υπό το πρίσμα αυτό ο προβληματισμός και η αγωνία ορισμένων για το πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία είναι χωρίς νόημα: η ώρα του θανάτου μας στην πραγματικότητα αποτελεί και την ώρα της τελικής κρίσεώς μας, αφού δεν υπάρχει προοπτική μετάνοιας μετά τον θάνατό μας. «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια» κατά τη γνωστή και κλασική διατύπωση.

3. Μιλώντας όμως για τον αιώνιο χαρακτήρα είτε της κόλασης είτε της ζωής, κατά τη διάκριση του Κυρίου, πρέπει να έχουμε την ορθή εικόνα των καταστάσεων αυτών. Να τις βλέπουμε δηλαδή με τις προϋποθέσεις του Ευαγγελίου, της Αποστολικής και της Πατερικής Παραδόσεως. Διότι δυστυχώς υπάρχει πολλή και μεγάλη διαστρέβλωση επ’ αυτών. Άλλοι απορρίπτουν τις καταστάσεις του Παραδείσου και της Κολάσεως, άλλοι τις θεωρούν ως καταστάσεις μόνον του κόσμου τούτου, άλλοι τις κατανοούν με μεσαιωνικές εικόνες: ως τόπους που είτε βράζουν και ψήνονται οι άνθρωποι (η κόλαση) είτε αναπαύονται σε κήπους και ανάκλιντρα (ο παράδεισος).

Η Εκκλησία μας λοιπόν διδάσκει πως ό,τι ονομάζουμε κόλαση και παράδεισος δεν υφίσταται από πλευράς του Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν. 4, 16), και έτσι το μόνο που δύναται είναι να αγαπά. Κατά συνέπεια  όλοι οι άνθρωποι όλων των αποχρώσεων και όλων των καταστάσεων, είτε πιστοί είτε άπιστοι, ως παιδιά του Θεού δέχονται την ίδια αγάπη από Εκείνον. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Διακρίσεις κάνουμε εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι. Αν ένας γονιός φτάνει στο σημείο να αγαπά όλα τα παιδιά του το ίδιο, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε εκτός, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας, ο Οποίος είναι παντελώς απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια και οποιαδήποτε κακία. Αν όμως δεν υφίσταται κόλαση και παράδεισος από πλευράς του Θεού, υφίσταται από πλευράς των ανθρώπων. Εμείς τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού δυστυχώς την ζούμε έτσι και αλλιώς: είτε δηλαδή θετικά είτε αρνητικά. Διότι οι δικές μας προϋποθέσεις ζωής μεταποιούν και αλλοιώνουν τη θεϊκή αγάπη. Έτσι ο μετανοημένος πιστός που αγωνίστηκε σε αυτήν τη ζωή να απαλλαγεί από τον εγωισμό και την αμαρτία: ό,τι καταργεί και σκοτώνει την αγάπη, δέχεται την ενέργεια της αγάπης του Θεού και την βιώνει ως φως και ευλογία. Ο αμετανόητος όμως, που παγίωσε τον εγωισμό μέσα του κι έκανε πέτρα την καρδιά του, αυτός την ίδια αγάπη του Θεού την δέχεται πια αρνητικά: ως φωτιά που τον κατακαίει και τον πονάει. Σαν τον ήλιο που οι ίδιες ακτίνες του το μεν πτώμα το αποσυνθέτουν, τον δε ζωντανό οργανισμό τον ζωοποιούν και τον αναζωογονούν.

 Έτσι για το αν βρεθούμε στην κόλαση ή στον παράδεισο, όπως λέμε, αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς και όχι ο Θεός. Ο Θεός μας αγαπά. Εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την αγάπη Του, γιατί όσο μας δόθηκε ο χρόνος εργασίας και μετανοίας, αυτή η ζωή, εμείς φροντίσαμε να παραλύσουμε τις αισθήσεις μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μας παραξενεύουν τα λόγια μερικών Πατέρων της Εκκλησίας που μιλώντας για τα θέματα αυτά είπαν: ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός διά της βίας μας έβαζε στον Παράδεισο, ακόμη και στην υποτιθέμενη αυτή περίπτωση τον παράδεισο εμείς θα τον ζούσαμε ως κόλαση. Διότι ο εγωιστής άνθρωπος και στον παράδεισο θα είναι εγωιστής, άρα κολασμένος.

4. Τι θα κρίνει βεβαίως την ένταξή μας στη μία ή στην άλλη κατάσταση είναι γνωστό και το αναφέραμε ακροθιγώς παραπάνω: η αγάπη που φροντίσαμε να κρατήσουμε στη ζωή αυτή και απέναντι στον Θεό και απέναντι στον συνάνθρωπο. Και κυρίως απέναντι στον συνάνθρωπο, διότι αυτή κρίνει την ποιότητα και της αγάπης μας προς τον Θεό. «Αν δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας που βλέπουμε – επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης – πώς θα αγαπάμε τον Θεό που δεν βλέπουμε;» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20). Η αγάπη μας λοιπόν προς τον συνάνθρωπο συνιστά και το έσχατο κριτήριο, πάνω στο οποίο θα κριθούμε.

Και πράγματι η παραβολή της Κρίσεως αυτό επισημαίνει: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Τα λόγια του Κυρίου είναι συγκλονιστικά. Ο άλλος, ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, δεν είναι απλώς ο άλλος. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο ξένος και ο εχθρός, που μπορεί να φτάσει να θεωρηθεί και ως η κόλασή μου – μία θεώρηση που συνιστά την ίδια την αθεΐα. Διότι πράγματι χωρίς Θεό στη ζωή μου, ο συνάνθρωπος αποτελεί για μένα μόνο απειλή και ενόχληση. Ο άλλος όμως, κατά τον Κύριο, είναι ο αδελφός του Κυρίου, κι ακόμη πιο πολύ: ο ίδιος ο Κύριος.

5. Δεν αποτελούν συμβολικές εικόνες αυτά που λέγει ο Χριστός. Είναι οριστικές διατυπώσεις που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Ο Χριστός αίρει την τύφλωσή μας και μας δίνει τα μάτια για να δούμε την κρυμμένη πραγματικότητα. Το έσχατο βάθος της. Και μας λέει: μη με ψάχνετε εδώ κι εκεί. Δείτε με στα πρόσωπα των συνανθρώπων σας. Ακόμη και σε εσάς τους ίδιους. Ο καθένας λοιπόν από εμάς συνιστά μία κρυμμένη παρουσία Χριστού. Αποτελούμε μία πρόκληση διαλόγου με τον Χριστό και μία βίωση της Δευτέρας Παρουσίας του πριν ακόμη εκείνη έρθει. Έτσι η κόλαση και ο παράδεισος δεν ανήκουν ως καταστάσεις στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Είναι πολύ κοντά μας, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, όσο είμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά στον εαυτό μας και μπροστά στον κάθε συνάνθρωπό μας. Την κόλαση και τον παράδεισο τα κερδίζουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι αυτό που τώρα ζούμε, το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση θα ζήσουμε και μετά τον θάνατό μας, και με την απόλυτη δυνατή ένταση μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. Πόσο οικεία και γνώριμα λοιπόν ακούει στα αυτιά του ο Χριστιανός τα λόγια των Πατέρων του: «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Γιατί αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Χριστό κερδίσαμε. Κι αν τον προσβάλουμε, Εκείνον χάσαμε».

Η παραβολή της κρίσεως ακούγεται μία φορά τον χρόνο στην Εκκλησία μας, την Κυριακή των Απόκρεω – σκαλοπάτι κι αυτή για την είσοδό μας στη Σαρακοστή. Περιττό να πούμε ότι λόγω της σπουδαιότητάς της θα πρέπει να την έχουμε μόνιμο και καθημερινό ανάγνωσμά μας και μελέτη του βίου μας διαπαντός. Διότι επικεντρώνει την προσοχή μας σε ό,τι πιο ουσιαστικό έχουμε να κάνουμε στη ζωή αυτή, από το οποίο εξαρτάται και το αιώνιο μέλλον μας: να αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Για χάρη του Χριστού. Για χάρη δική μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 25, 31-46)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν  φυλακῇ ἤμην  καὶ ἤλθετε  πρός  με.  Τότε ἀποκριθήσονται  αὐτῷ οἱ δίκαιοι  λέγοντες·  κύριε,  πότε  σε  εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην  καὶ οὐ συνηγάγετέ με,  γυμνὸς  καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅταν θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου μέ ὅλη του τή μεγαλοπρέπεια καί θά τόν συνοδεύουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, θά καθίσει στό βασιλικό θρόνο του. Τότε θά συναχθοῦν μπροστά του ὅλα τα ἔθνη, καί θά τούς ξεχωρίσει ὅπως ξεχωρίζει ὁ βοσκός τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Τά πρόβατα θά τά τοποθετήσει στά δεξιά του καί τά κατσίκια στ’ ἀριστερά του. Θά πεῖ τότε ὁ βασιλιάς σ’ αὐτούς πού βρίσκονται δεξιά του:  “ἐλᾶτε,  οἱ εὐλογημένοι ἀπ’  τόν  Πατέρα  μου,  κληρονομῆστε  τή βασιλεία  πού  σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’  τήν ἀρχή  τοῦ κόσμου.  Γιατί, πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί μ’ ἐπισκεφθήκατε,  φυλακισμένος  κι ἤρθατε  νά  μέ  δεῖτε”.  Τότε  θά  τοῦ ἀπαντήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε νά πεινᾶς καί σέ θρέψαμε ἤ νά διψᾶς καί σοῦ δώσαμε νά πιεῖς; Πότε σέ εἴδαμε ξένον καί σέ περιμαζέψαμε ἤ γυμνόν καί σέ ντύσαμε; Πότε σέ εἴδαμε ἄρρωστον ἤ φυλακισμένον κι ἤρθαμε νά σέ ἐπισκεφθοῦμε;” Τότε θά τούς ἀπαντήσει ὁ βασιλιάς: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, τά κάνατε γιά μένα”. Ὕστερα θά πεῖ καί σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἀριστερά του: “φύγετε ἀπό μπροστά  μου,  καταραμένοι·  πηγαίνετε  στήν  αἰώνια  φωτιά,  πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τόν διάβολο καί τούς δικούς του. Γιατί, πείνασα καί δέν μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί δέν μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί δέν μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί δέν μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί φυλακισμένος καί δέν ἤρθατε νά μέ δεῖτε”. Τότε θά τοῦ ἀπαντήσουν κι αὐτοί: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε πεινασμένον ἤ διψασμένον ἤ ξένον ἤ γυμνόν ἤ ἄρρωστον ἤ φυλακισμένον καί δέν σέ ὑπηρετήσαμε;” Καί θά τούς ἀπαντήσει: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ δέν τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό αὐτούς τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, δέν τά κάνατε οὔτε γιά μένα”. Αὐτοί λοιπόν θά πᾶνε στήν αἰώνια τιμωρία, ἐνῶ οἱ δίκαιοι στήν αἰώνια ζωή»

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 8,8-9,2)

Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ·οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε,  τὸν ἔχοντα  γνῶσιν, ἐν  εἰδωλείῳ κατακείμενον,  οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι’ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. Οὕτω  δὲ ἁμαρτάνοντες  εἰς  τοὺς ἀδελφοὺς  καὶ τύπτοντες  αὐτῶν  τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν  εἰς  Χριστὸν ἁμαρτάνετε. Διόπερ  εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, δέν εἶναι οἱ τροφές πού θά καθορίσουν τή θέση μας ἀπέναντι στόν Θεό· οὔτε ἄν δέ φᾶμε κάποια ἀπ’ αὐτές χάνουμε κάτι οὔτε ἄν φᾶμε ἀποκτᾶμε  κάτι  παραπάνω.  Προσέξτε ὅμως,  μήπως  τό ἐλεύθερο  αὐτό δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά σκοντάψουν καί νά πέσουν ἐκεῖνοι πού ἡ πίστη τους εἶναι ἀδύνατη. Πράγματι, ἄν κάποιος, ἀπ’ αὐτούς δεῖ ἐσένα, πού ἔχεις  τή  «γνώση»,  νά  κάθεσαι  στό  τραπέζι ἑνός  εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ, ἡ συνείδησή του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ἀδύνατος, δέν θά παρασυρθεῖ ἀπό τό παράδειγμά σου καί δέν θά παρακινηθεῖ νά τρώει τά εἰδωλόθυτα; Ἔτσι, ἡ δική σου «γνώση» θά προκαλέσει τό χαμό αὐτοῦ τοῦ ἀδύνατου, τοῦ ἀδερφοῦ μας,  γιά  τόν ὁποῖον ὁ Χριστός ἔδωσε  τή  ζωή  του. Ἀμαρτάνοντας ὅμως μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀπέναντι στούς ἀδερφούς καί πληγώνοντας  τή  συνείδησή  τους  πού  εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε ἀπέναντι  στόν ἴδιο  τόν  Χριστό.  Γι’  αὐτό, ἄν  κάποια  τροφή  μπορεῖ νά γίνεται αἰτία νά σκοντάφτει καί νά πέφτει ὁ ἀδερφός μου, ἐγώ δέν θά βάλω ποτέ κρέας στό στόμα μου,γιά νά μή γίνω αἰτία νά πέσει ὁ ἀδερφός μου. Πάρτε  παράδειγμα ἐμένα.  Δέν  εἶμαι ἀπόστολος;  δέν  εἶμαι ἐλεύθερος; δέν εἶδα ἀναστημένο τόν Ἰησοῦ, τόν Κύριό μας; δέν εἶστε ἐσεῖς ὁ καρπός τοῦ κόπου μου στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου; Κι ἄν ἀκόμα ἄλλοι ἀρνοῦνται νά μέ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολο, γιά σᾶς ὁπωσδήποτε εἶμαι· γιατί ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς ἐκκλησίας σας εἶναι ἡ ἀπόδειξη πώς εἶμαι ἀπόστολος.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΖΗΣ

«῾Ο ὅσιος Πορφύριος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί πλουσίων γονέων. ᾽Αφοῦ ἔφυγε ἀπό τήν πόλη του ἦλθε στήν Αἴγυπτο, ὅπου εἰσῆλθε σέ σκήτη καί ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο. Μετά ἀπό πέντε χρόνια πῆγε  στά ῾Ιεροσόλυμα κι ἐκεῖ φώτισε πλούσια πολλούς ἀνθρώπους μέ τόν λόγο του. Γι᾽ αὐτό καί χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν Πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων Πραΰλιο. ῎Επειτα χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Γάζης ἀπό τόν ᾽Ιωάννη πού ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης. Στή Γάζα ἔκανε πολλά θαύματα, στήριξε τούς πιστούς καί ἐπέστρεψε στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ πολλούς ἀπό τούς ἀπίστους. ᾽Αναχωρεῖ ὅμως πρός τήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἔβλεπε τούς πιστούς νά ἀδικοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας στή χώρα αὐτή (πού ἦταν εἰδωλολάτρες καί αἱρετικοί). Καί καθώς συνάντησε τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί τοῦ διηγήθηκε τά σχετικά μέ τόν ἴδιο, γιά ποιό λόγο δηλαδή βρέθηκε ἐκεῖ, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν ἅγιο στόν ᾽Αμάντιο τόν κουβικουλάριο.

᾽Από τόν ᾽Αμάντιο λοιπόν ἔμαθε τά περί αὐτοῦ ἡ βασίλισσα (Εὐδοξία), γι᾽ αὐτό τόν δέχτηκε μέ εὐμένεια, ἐνῶ ἀνέφερε στόν βασιλιά τόν ἐρχομό του καί τήν  προφητεία του γιά τό ἄρρεν παιδί πού ἐπρόκειτο νά γεννήσει. ῾Ο βασιλιάς τότε, ἐπειδή χάρηκε γιά τήν εἴδηση, εὐχαρίστησε ὅπως ἔπρεπε τόν Θεό. ῎Επειτα ἡ βασίλισσα γέννησε τόν νέο Θεοδόσιο. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τόν ὅσιο, εὐλογήθηκε ἀπό αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλα ὅσα ζήτησε ὁ ὅσιος, καθώς παρεκάλεσε τόν βασιλιά. ῾Ο βασιλιάς ὅμως, ὅταν πῆρε καί διάβασε τά αἰτήματα, ἦλθε σέ δύσκολη θέση, λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά διωχθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες λόγω τῆς μεγάλης χρησιμότητάς τους. ῾Η βασίλισσα τότε εἶπε πρός τόν βασιλιά: πράγματι εἶναι βαρειά ἡ αἴτηση, εἶναι βαρύτερη ὅμως ἡ παραίτηση ἀπό αὐτήν. Γιά τόν λόγο αὐτό καί συμφώνησε ὁ βασιλιάς νά ἐκπληρωθοῦν τά ζητούμενα, ὁπότε καί στέλονται γραπτές διαταγές κατά τῶν αἱρετικῶν πού πρόσταζαν νά ἐκδιωχθοῦν αὐτοί ἀπό τήν Γάζα.

῾Ο δέ μακάριος Πορφύριος παίρνει ἀπό τήν Αὐγούστα δύο κεντηνάρια χρυσοῦ γιά νά κτίσει ἐκκλησία καί διακόσια νομίσματα γιά δαπάνες. Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψε στήν ἐκκλησία του, κατέστρεψε ὅλους τούς ἄλλους ναούς τῶν εἰδώλων, ἐνῶ ἔδιωξε τούς αἱρετικούς. Καί τόν ναό τοῦ Δία, τόν ναό τοῦ Μαρνά κατά τή γλώσσα τῶν Γαζαίων, ἀφοῦ τόν κατεύκασε μέ φωτιά, ἀνήγειρε στή θέση του ἐκκλησία κατά τό σχῆμα πού εἶχε διατάξει ἡ βασίλισσα Εὐδοξία. Λοιπόν, ἀφοῦ διέπρεψε στήν ἐκκλησία του μέ τήν ὁσία ζωή του καί ἔκανε πάρα πολλά θαύματα, σέ εἰκοσιτέσσερα ἔτη καί ἕντεκα μῆνες καί ὀκτώ ἡμέρες, ἐκδήμησε πρός τόν Κύριο».

᾽Εκεῖ πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ συμπυκνώνει τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, εἶναι στό κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας. ῾Ο ὅσιος ἦταν στολισμένος μέ ἱερότατους τρόπους, ζοῦσε δηλαδή ἁγία ζωή· ἦταν δοξασμένος ὡς ἱερέας· διακρινόταν γιά τό πλούσιο χάρισμα τῆς θαυματουργίας του· ἀδιάκοπα πρεσβεύει γιά χάρη μας στόν Κύριο καί Θεό μας. «᾽Επειδή ἤσουν κοσμημένος μέ τούς ἱερότατους τρόπους σου, δοξάστηκες πολύ ἀπό τίς στολές τῆς ἱερωσύνης, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε. Γι᾽ αὐτό καί διαπρέπεις στά ὑψώματα τῶν ἰαμάτων, πρεσβεύοντας ἀδιάκοπα ὐπέρ ὅλων ἡμῶν».

Πράγματι, ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του σ᾽ αὐτό πού συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τῆς ἱερωσύνης καί τῆς θαυματουργίας  ἑνός ἁγίου καί τῆς ὅλης ἁγιότητας τῆς ζωῆς του: τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ὁ ὅσιος, κατά τόν ὑμνογράφο Ἰωσήφ, «ἔσβησε τή φλόγα τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας, γιατί καθάρισε τόν ρύπο τῆς ψυχῆς του μέ τούς ποταμούς τῶν δακρύων του». Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά ἕναν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο γιά ἕναν ἅγιο, ἄν δέν δοῦμε τόν ἐσωτερικό ἀγώνα του γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Στήν καρδιά, στόν ἐσωτερικό κόσμο ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας, γιατί ἐκεῖ κερδίζει ἤ χάνει κανείς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος. Καί: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Καί χρειάζεται νά ἐπιμένουμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀλήθεια, γιατί πολλοί μπορεῖ νά ἔχουμε εἰσέλθει στήν ἱερωσύνη, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι καί πράγματι θεωρούμαστε ἱερεῖς τοῦ Κυρίου. ῎Ηδη ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα του ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ τό ἐπισημαίνει: «Προθανάτωσες ὅλα τά πάθη μέ τήν ἄσκησή σου, Πορφύριε, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκες ἱερέας αὐτοῦ πού δεσπόζει τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου».

῾Ο λόγος εἶναι φοβερός. Ὁ ἀληθινός ἱερέας εἶναι αὐτός πού ἔχει κεκαθαρμένη καρδία καί συνεπῶς ἀντιφεγγίζει τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ζωή του ἔτσι, ὁ λόγος του, ἡ ὕπαρξή του ὅλη συνιστοῦν μία φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἀλήθεια πού τονίζουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὅταν μιλοῦν γιά τήν ἱερωσύνη, ὅπως ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά παράδειγμα, ὁ ὁποῖος μιλώντας κι αὐτός γιά τόν ἱερέα σημειώνει ὅτι πρέπει νά εἶναι καθαρός περισσότερο καί ἀπό τήν ἀκτίνα τοῦ ἥλιου. Δέν πρέπει ὅμως νά διαλάθει τῆς προσοχῆς μας καί κάτι πολύ σημαντικό πού τονίζει μέσα στή συνάφεια αὐτή γιά τήν ἱερωσύνη καί τίς προϋποθέσεις της ὁ ἅγιος ὑμνογράφος. ῾Ο ὅσιος Πορφύριος ὡς ἀληθινός ἱερέας μέ τόν τρόπο πού τονίστηκε, ἀφενός εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στόν λαό πού τοῦ ἐνεπιστεύθη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ᾽Εκκλησία - πού σημαίνει βεβαίως ὅτι τότε ἐπιδροῦμε οἱ ἱερεῖς στό ποίμνιό μας, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι ἀπαύγασμα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - καί ἀφετέρου, ἡ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου ἀπό τούς ἱερεῖς δέν πρέπει νά τούς ὁδηγεῖ στή λήθη τῆς βασικωτάτης ἀλήθειας ὅτι καί αὐτοί συνιστοῦν ῾ἄρνες᾽ γιά τόν Κύριο. Καί ὁ πιστός λαός δηλαδή καί οἱ κληρικοί τελικῶς ἀποτελοῦμε ποίμνιο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινός ποιμήν καί ὁ ἀληθινός ἀρχιερέας, στήν ἱερωσύνη τοῦ ῾Οποίου μετέχουμε ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί. Εἶναι λοιπόν ἀνθρώπινη ἡ διάκριση σέ ποιμένες καί ποιμαινόμενους, ἐνῶ ἀπό πλευρᾶς τοῦ Κυρίου ὅλοι εἴμαστε ἕνα μπροστά Του. Πρόκειται γιά ἀλήθεια πού τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, σάν τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο γιά παράδειγμα, τήν τονίζει δέ καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ στήν ὠδή ς´ τοῦ κανόνα του: «Ποίμανες τά ἀρνιά στή χλόη τῆς ἀλήθειας, γι᾽ αὐτό καί σύ ὁδηγήθηκες σάν ἀρνί στόν Ποιμένα Χριστό, Πορφύριε».

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μάς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο: ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα. Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.