23 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΘΗΤΑΙ

«Ο άγιος Νίκων έζησε κατά τους χρόνους του ηγεμόνα Κυντιλιανού και καταγόταν από τη χώρα των Νεαπολιτών. Ήταν όμορφος νέος και λαμπερός στην όψη του, ενώ στους πολέμους με την ανδρεία του προξενούσε τον φόβο στους αντιπάλους. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα του χριστιανή. Σε έναν μεγάλο πόλεμο και μάλιστα σε μία σφοδρή μάχη, ο μακάριος θυμήθηκε τις παραινέσεις της μητέρας του, κι αφού στέναξε βαθιά και είπε ᾽Κύριε Ιησού Χριστού, βοήθα με᾽, έκανε το σημείο του Σταυρού σαν να περιβαλλόταν με ένα τείχος, και προχώρησε με δύναμη στο μέσο των αντιπάλων. Και άλλους μεν κτυπούσε με το μαχαίρι, άλλους με το δόρυ, και δεν σταμάτησε έως ότου κατατρόπωσε τους πάντες και τους έτρεψε σε φυγή. Από τη στάση του αυτή εξεπλάγησαν όλοι, επειδή ο πόλεμος ήλθε ευνοϊκά γι᾽ αυτούς, οπότε μαζί με τους άλλους και ο ίδιος επέστρεψε στο σπίτι του. Απεκάλυψε στη μητέρα του τον σκοπό του από εδώ και πέρα, και έπλευσε στα μέρη της Κωνσταντινούπολης.

Αφού έφθασε σε κάποιο Νησί που ονομαζόταν Χίος, ανεβαίνει στο όρος του και έμεινε εκεί επί επτά ημέρες, αφιερωμένος σε νηστείες και αγρυπνίες και προσευχές, οπότε θείος άγγελος του μηνύει να κατέβει στον γιαλό με μία ράβδο, που του έδωσε αυτός που του φανερώθηκε. Φτάνοντας στον γιαλό βρήκε πλοίο, ανέβηκε σ᾽ αυτό και μετά από δύο ημέρες που κατέβηκε, έφτασε στο όρος του Γάνου. Κατά θεία συγκυρία του παρουσιάστηκε ένας επίσκοπος ως μοναχός, κι αφού τον πήρε από το χέρι, τον οδήγησε σε σπηλιά που κατοικούσε ο ίδιος. Εκεί τον κατήχησε και τον βάπτισε στο όνομα της αγίας Τριάδος, μεταδίδοντάς του και τα άγια μυστήρια. Μετά από τρία χρόνια τον χειροτονεί σε πρεσβύτερο κι έπειτα σε επίσκοπο.

Αναδέχτηκε την προστασία όλων των μοναχών που μαζεύτηκαν εκεί, εκατόν ενενήντα στον αριθμό τους, και μαζί με αυτούς έρχεται στη Μυτιλήνη. Από εκεί προχώρησε στην Ιταλία, και αφού είδε τη μητέρα του και την κήδευσε μετά τον θάνατό της, έφτασε στη Σικελία, οπότε κατοίκησε στο όρος του Ταυρομενίου μαζί με άλλους εννέα. Ο ηγεμόνας τότε που έμαθε τα σχετικά με τον άγιο, αμέσως τους έφερε όλους ενώπιόν του, και αφού ερωτήθηκαν για την πίστη τους, τους έριξαν στο έδαφος, τους κτύπησαν πάρα πολύ και τέλος τους σκότωσαν με ξίφος. Ο δε άγιος Νίκων κρατείται από τέσσερις, τον καίνε με λαμπάδες, τον δένουν στη συνέχεια σε υποζύγια και τον σύρουν στη γη, τον ωθούν σε γκρεμό, του κτυπούν το στόμα με πέτρες, του κόβουν τη γλώσσα, και τέλος αποτέμνουν το κεφάλι του με ξίφος. Με τον τρόπο αυτό έφτασε στο τέλος και η δική του μαρτυρία».

Κόσμημα τόσο για τους ασκητές όσο και για τους μάρτυρες ο άγιος Νίκων, κατά τον υμνογράφο άγιο Ιωσήφ. Κι αυτό γιατί υπήρξε τροπαιοφόρος  κατά του διαβόλου και στην άσκηση και στο μαρτύριο σε βαθμό που προκαλεί την κατάπληξη των πιστών (ωδή η´). Γι᾽αυτό και ο Κύριος που δίνει τα στεφάνια, συνεχίζει ο υμνογράφος, επειδή τον είδε να είναι διανθισμένος από το κάλλος των βασάνων του και να είναι ντυμένος με την πορφύρα των αιμάτων του, τον έβαλε να κατοικεί μαζί Του (ωδή θ´). Μένει έκθαμβος όμως ο άγιος Ιωσήφ από τον πόθο και τον θερμό ζήλο του οσίου Νίκωνα, που τον έκανε να φτάσει σε τέτοιο ύψος αθλητικής ζωής, μέχρι του ουρανού. «Πόσο ωραίος είναι ο πόθος σου που απέκτησες για τον Κύριο, Νίκων, και θερμός ο ζήλος σου που αναφλεγόταν από τη θεία φωτιά, και θαυμαστή η άθλησή σου, που σε ένωσε με τα ουράνια» (ωδή θ´).

Και τα εγκώμια δεν είναι μόνον για τον άγιο Νίκωνα βεβαίως. Είναι και για όλους τους μαθητές του, οι οποίοι ακολούθησαν τον δάσκαλό τους σαν ένθεο στράτευμα, προκειμένου και αυτοί να αγωνιστούν στα πνευματικά παλαίσματα. «Περιζώστηκες την πνευματική οδό, μάρτυς Χριστού, και όπλισες τον ένθεο στρατό σου για τα σκάμματα της άθλησης» (ωδή γ´). Κι η αλήθεια αυτή επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά το γεγονός ότι όταν ο ηγέτης είναι συνεπής, ζει δηλαδή αυτό που διδάσκει, τότε εύκολα επιδρά στους καλοπροαίρετους μαθητές του, οι οποίοι τον ακολουθούν μέχρι σημείου προσφοράς και της ίδιας της ζωής τους. Τέτοιοι άνθρωποι που ακολουθούν τον ενάρετο άνθρωπο γίνονται και οι ίδιοι ενάρετοι, γι᾽ αυτό και ευωδιάζουν σαν  ηδύπνοα ρόδα, κάτι που εισπράττουν στη συνέχεια και όλοι οι πιστοί της Εκκλησίας. «Σαν κρίνα ανθήσατε στο λειβάδι των αρετών και σαν ηδύπνοα ρόδα προσφέρετε το άρωμά σας στις καρδιές μας, από τις ομορφιές του μαρτυρίου σας, θεόπνευστοι αθλοφόροι» (ωδή ς´).

Ο άγιος Ιωσήφ όμως στέκεται με προσοχή και στο χαρισματικό σημείο της επίδρασης της μητέρας του οσίου επάνω του. Πράγματι, δεν μπορεί κανείς να ξεπεράσει εύκολα αυτό που επισημαίνει το συναξάρι του, ότι στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του θυμήθηκε τις παραινέσεις της μητέρας του. Πρόκειται ασφαλώς για μία ιδιαίτερη χάρη του Θεού, ο Οποίος δεν μας αφήνει σε ησυχία κι έρχεται να μας υπενθυμίσει την παρουσία Του, τότε που υπάρχει κάποια κρίση στη ζωή μας. Τα λόγια της μητέρας του οσίου, με άλλα λόγια, ειπωμένα σε χρόνο ανύποπτο προφανώς, καρποφόρησαν τότε που ήταν έτοιμος να τα αποδεχτεί. Και η πιο πρόσφορη ώρα για κάτι τέτοιο ήταν η ώρα της μάχης που διακυβευόταν και η ίδια η ζωή του. Στο σκοτάδι της δυσκολίας λειτούργησαν τα λόγια αυτά που παρέπεμπαν στον Χριστό ως φως. «Έλαμψε φως στην καρδιά σου από τα θεία λόγια της μητέρας σου, όσιε»  (κάθισμα όρθρου). Θυμίζει αυτό που συνέβη στον όσιο μία σύγχρονη περίπτωση αδελφού, ο οποίος επηρεάστηκε πολύ από Βουδιστές, τόσο που πήγε και έζησε και στο Θιβέτ. Κι εκεί που ο νους του ήταν εντελώς θολωμένος και συγχυσμένος από ό,τι τον έβαζαν να κάνει και να λέει, ξαφνικά του ήρθε στη σκέψη το όνομα του Χριστού. Αυτό που είχε ακούσει παλαιότερα, η μνημόνευση του αγίου ονόματός Του, λειτούργησε εντελώς θεραπευτικά και προς εξυπνισμό του. Ήταν η ώρα της επίσκεψης του Θεού και από τότε, έστω και με δυσκολία, επανήλθε στην πίστη, γινόμενος ένθερμος πιστός. Και οι δύο περιπτώσεις – ελάχιστες μέσα σε απειρία παρομοίων – μας θυμίζουν ότι ο λόγος του Θεού έχει τεράστια δύναμη, που λειτουργεί όμως «υπογείως». Κανείς δεν πρέπει να βιάζεται ούτε και να απογοητεύεται, όταν δεν βλέπει άμεσα αποτελέσματα της σποράς του λόγου του. Η καρποφορία είναι θέμα του Θεού, που ενεργοποιεί τον σπόρο, όταν υπάρχει βεβαίως και η καλή διάθεση του ανθρώπου. Κι αυτήν την τελευταία επισήμανση περί καλής διαθέσεως την καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Υπακούοντας στις θεϊκές παραινέσεις της μητέρας σου, απόκτησες Νίκων τη  δύναμη του Σταυρού στους πολέμους» (ωδή ε´). 

22 Μαρτίου 2022

ΝΤΡΟΠΗ ΜΟΥ ΤΑ ΡΑΚΗ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΝΤΥΜΕΝΟΣ!

 

ΤΡΙΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἥμαρτον ὁμολογῶ σοι Κύριε, ὁ ἄσωτος ἐγώ˙ οὐ τολμῶ ἀτενίσαι εις Οὐρανόν τό ὄμμα˙ ἐκεῖθεν γάρ ἐκπεσών, ἐγενόμην ἄθλιος. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ἐμαυτόν ἀποκηρύττω, οὐ χρήζω κατηγόρων, οὐδέ πάλιν μαρτύρων˙ ἔχω θριαμβεύουσάν μου τήν ἀσωτίαν˙ ἔχω στηλιτεύουσαν τήν φαύλην πολιτείαν˙ ἔχω καταισχύνουσαν τήν παροῦσάν μου γύμνωσιν, πρός ἐντροπήν δέ τά ράκη, ἅ περιβέβλημαι. Εὔσπλαγχνε Πάτερ, Υἱέ μονογενές, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μετανοοῦντά με δέξαι, καί ἐλέησόν με» (απόστιχα Αίνων, ήχος βαρύς).

(Αμάρτησα, Σου το ομολογώ, Κύριε, εγώ ο άσωτος. Δεν τολμώ να ατενίσω το βλέμμα στον Ουρανό. Γιατί από κει ξέπεσα κι έγινα άθλιος. Αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ υιό Σου. Αποκηρύσσω τον εαυτό μου, δεν χρειάζομαι κατηγόρους κι ούτε πάλι μάρτυρες. Έχω την αμαρτία μου να το διακηρύσσει. Έχω τον πονηρό τρόπο ζωής μου να με στηλιτεύει. Έχω την τωρινή μου γύμνωση να με ντροπιάζει, κι είναι πράγματι για ντροπή μου τα ράκη που είμαι ντυμένος. Εύσπλαχνε Πατέρα, Υιέ μονογενή Χριστέ, Πνεύμα άγιον, δέξου με μετανοημένο και ελέησέ με).

Συγκλονιστικό το τροπάριο του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, ο οποίος συνέδεσε προκειμένου να περιγράψει τον μετανοημένο άνθρωπο τις παραβολές και του ασώτου υιού και του τελώνου και φαρισαίου. Ο τελώνης δεν ήταν εκείνος που έχοντας συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του στον Ουρανό; – έβλεπε ένδακρυς μόνο τη γη, γιατί χώμα είχε κάνει με τις αμαρτίες του τη ζωή του. Και το μόνο που κατόρθωνε να ψελλίζει ήταν «Θεέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Το ίδιο συνέβη και με τον άσωτο της άλλης πιο γνωστής και μεγάλης παραβολής του Κυρίου: κι εκείνος φτάνει η ώρα που νιώθει την κατάντια του. Και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για να συρθεί ενώπιον του Πατέρα του. Κι εδώ αρχίζει το έργο του αγίου υμνογράφου: με μετοχή καρδιάς προβαίνει στην περιγραφή της όλης εσωτερικής διεργασίας που διαδραματίζεται στην καρδιά και των δύο, δηλαδή στην καρδιά του κάθε πιστού που έχει επίγνωση όντως και της δικής του τραγικότητας. Γιατί στο πρόσωπο ασφαλώς και του τελώνη και του ασώτου καλεί η Εκκλησία μας διά του αγίου ποιητή να δει ο καθένας τον εαυτό του. Η περιγραφή είναι ανθρώπου που «ζωγραφίζει». Η κάθε λέξη του Ιωσήφ είναι πινελιά στον πίνακα της ψυχής του και της δικής μας.

 Παρακολουθούμε βήμα-βήμα τα στάδια της αληθινής μετανοίας: την ομολογία ενώπιον του Θεού της αμαρτίας που συνιστά την ασωτία˙ την ταπείνωση που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον ξεπεσμό και την αθλιότητά του˙ την επίγνωση ότι δεν μπορεί πια να χαρακτηρίζεται υιός Θεού -  τον κατηγορεί η ίδια η συνείδησή του, που δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο πιο «βίαιο» κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στο Μεγάλο Κανόνα του˙ την πονηρή διαγωγή  που συνιστά κυριολεκτικά μαστίγωμα της συνείδησης - η κουρελιασμένη ψυχή βοά για την κατάντια! Αλλά υπάρχει η μετάνοια, σημειώνει ο υμνογράφος ακολουθώντας το Ευαγγέλιο. Η μετάνοια που ναι μεν διαπιστώνει την ασωτία και την αμαρτία, αλλά προχωράει με πόδια τρεμάμενα εκεί που υπάρχει η λύτρωση και ο καθαρμός: το έλεος του Θεού, η αγάπη του Θεού Πατέρα και όλης της αγίας Τριάδος. Κι αυτή η αγάπη του Θεού είναι αυτή που υπέρκειται της κάθε αμαρτίας. «Όλη την αμαρτία του κόσμου αν μαζέψουμε από τη μια, όλου του κόσμου κι όλων των εποχών, είναι σαν ένας κόκκος άμμου ή σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τι μπορεί να κάνει ένας κόκκος άμμου ή μία σπίθα; Τίποτε απολύτως. Αυτό κι ακόμη περισσότερο συμβαίνει με την αμαρτία όταν παραβληθεί με την αγάπη του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

Η ποιητική ζωγραφική δύναμη του αγίου υμνογράφου είναι πολύ μεγάλη. Η προβολή της μετανοίας ως της μόνης σώζουσας δύναμης του ανθρώπου είναι φοβερή. Το τροπάριο θα έπρεπε να το αντιγράψουμε και να το κορνιζώσουμε, για να το βλέπουμε καθημερινά. Θα λειτουργεί καθημερινά ως καθρέπτης της χριστιανικής ή μη πορείας μας.    

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος έζησε όταν βασιλιάς ήταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης (4ος αι.) και Ηγεμόνας Αγκύρας ο Σατορνίνος. Ο ίδιος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Άγκυρα. Κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός γι’ αυτό και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Όταν ρωτήθηκε για την πίστη του και ομολόγησε τον Χριστό, τον ανήρτησαν σε σταυρό, τον χαράκωσαν στις πλευρές και τον έριξαν στη φυλακή. Τον έβγαλαν πάλι από τη φυλακή και τον βασάνισαν ακόμη περισσότερο δένοντάς τον με σίδερα, κι έτσι τον φυλάκισαν εκ νέου. Μετά από κάποιες ημέρες, οδήγησαν τον άγιο στον βασιλιά που έτυχε να διέρχεται από την Άγκυρα. Αφού τον ανέκρινε κι εκείνος και είδε τη σταθερότητα της πίστεώς του, έδωσε διαταγή στον κόμη Φλαβέντιο να του κόψουν το σώμα λωρίδες, κάτι που άρχισε να γίνεται αμέσως παρόντος του βασιλιά. Κι αφού τον είχαν πετσοκόψει, μπροστά και πίσω, ώστε να κρέμονται οι λωρίδες από το σώμα του, ο έχων αδαμάντινη πίστη Βασίλειος απέσπασε μόνος του μία λωρίδα και την έριξε στο πρόσωπο του Ιουλιανού. Αυτός εξοργισμένος διέταξε αμέσως να τον κατακαύσουν με πυρωμένες σούβλες και να του διαπεράσουν με αυτές την κοιλιά και τα νώτα και κάθε άλλο σημείο που ήταν ακόμη σώο. Με τον τρόπο αυτόν παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

 Όλων των αγίων μαρτύρων τα βασανιστήρια που πέρασαν προκαλούν αποτροπιασμό σε κάθε εχέφρονα άνθρωπο, ιδιαιτέρως δε τα μαρτύρια του αγίου Βασιλείου του πρεσβυτέρου. Διότι δεν ήταν μόνο η τιμωρία του πάνω σε σταυρό ή οι πληγές στις πλευρές του, ούτε ακόμη και το βάρος του σίδερου που του κρέμασαν. Ήταν που τον πετσόκοψαν κυριολεκτικά, βγάζοντας λωρίδες από το σώμα του, για να ολοκληρωθεί έπειτα το μαρτύριό του και με τις πυρωμένες σούβλες που τρύπησαν κάθε σημείο του σώματός του. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς άντεξε τόσα μαρτύρια, ώστε να θελήσει και να «παίξει» κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο τον βασιλιά, πετώντας του στο πρόσωπο μία λωρίδα από το δικό του… κρέας, και λέγοντάς του «φάε κρέας, αφού σου αρέσει τόσο πολύ!» Κι είναι ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας που έρχεται με σοφία Θεού να δώσει την απάντηση: «Σου αφαίρεσαν το δέρμα με άδικη απόφαση, ένδοξε Βασίλειε, κι υπέφερες του πόνους γιατί είχες τον νου σου στο τέλος σου που θα είναι χωρίς πόνο, όπως και στα βραβεία που υπάρχουν έτοιμα από τον Κύριο για όλους τους αθλητές» (στιχ. εσπ.). Η μεγάλη πίστη του στον Θεό δηλαδή και η αγάπη του προς Εκείνον ήταν που ενεργοποιούσε τη χάρη του αγίου βαπτίσματός του, να είναι μέλος Χριστού, ώστε τελικώς να θεωρεί κάθε μαρτύριο ως μετοχή στου Χριστού τα Πάθη και με την ενίσχυση Εκείνου να αντέχει. «Χριστέ παμβασιλέα, ο ένδοξος Βασίλειος αγάπησε σταθερά τη δική Σου βασιλική δόξα και έτσι αθλήθηκε» (ωδή α΄). «Μιμούμενος, σοφέ μάρτυς, Αυτόν που άπλωσε τις παλάμες για χάρη Σου στον Σταυρό, σταυρώθηκες κι εσύ καρτερικά» (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος προβαίνει σε μία παρατήρηση που παραπέμπει στο μαρτύριο του πρωτομάρτυρος της Εκκλησίας και αρχιδιακόνου αγίου Στεφάνου: το πρόσωπο του αγίου Βασιλείου έλαμπε από τη χάρη του Θεού, όταν τον είδε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο αποστάτης, όπως έλαμπε και το πρόσωπο του αγίου Στεφάνου όταν τον ανέκριναν οι δυσσεβείς κριτές του. Με αποτέλεσμα, όπως παλαιά με τον πρωτομάρτυρα, έτσι κι εδώ με τον άγιο Βασίλειο, να χάσει τον νου του ο βασιλιάς και να βυθιστεί ακόμη περισσότερο μέσα στο σκοτάδι που βρισκόταν. «Είδε το θείο πρόσωπό σου να αστράπτει από τη λάμψη του αγίου Πνεύματος ο δυσσεβής, κι ένιωσε, μάρτυς, κατάπληξη. Και σαν υπηρέτης του σκότους χωρίς καμία αίσθηση γινόταν περισσότερο ανόητος» (ωδή δ΄). Και τι σημαίνει αυτό; Ότι τελικώς ο πονηρός άνθρωπος που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του δεν αντέχει την παρουσία του ανθρώπου του Θεού. Ευρισκόμενος υπό την κατοχή του άρχοντα του σκότους δαιμονίζεται με κάθε τι που θυμίζει πίστη στον Χριστό, πολύ περισσότερο αντιδρά με τα μαρτύρια για χάρη Του. Ό,τι συνέβη με τον Κύριο, ό,τι συνέβη με τους Αποστόλους Του, το ίδιο συμβαίνει διαχρονικά με τους συνεπείς πιστούς: οι αρνητές δεν θέλουν το φως έστω και ως υποψία ύπαρξής του στον κόσμο. Και δικαίως: το φως της πίστεως και της αλήθειας αποκαλύπτει το σκότος και την κόλαση που ζουν.

Δύο σημεία από τον πλούτο της υμνολογίας για τον άγιο αξίζουν έστω και μίας αναφοράς: πρώτον, ο άγιος Βασίλειος υπέταξε τελικώς τον εχθρό δαίμονα και τα όργανά του καθώς ο ίδιος είχε υποτάξει τον εαυτό του στον Κύριο. Είναι γνωστό για τη χριστιανική πίστη: η υπακοή στον Θεό αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Γιατί ενεργοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Κυρίου. Αρκεί η υπακοή αυτή να μην είναι στα λόγια, αλλά στην ίδια τη ζωή. Όπως το λέει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος: «Υποτάχτηκες στον Κύριο με τον αγαθό τρόπο της ζωής σου, πάνσοφε, γι’ αυτό και καθυπέταξες τον εχθρό και τον σύντριψες λαμπρά κάτω από τα πόδια σου» (ωδή α΄). Και δεύτερον, η υπακοή στο θέλημα και τις εντολές του Θεού κάνουν τον άνθρωπο να γίνεται πραγματικά δρόμος και αυτός σωτηρίας για τους συνανθρώπους του, οδηγώντας τους στη αληθινή θεογνωσία. «Επειδή φύλαξες τα προστάγματα του Θεού, θεόφρονα Βασίλειε, κατακλείστηκες στις φυλακές, αλλά ανοίγοντας ταυτόχρονα στους πιστούς δρόμο διδασκαλίας που οδηγεί στο πλάτος της γνώσεως του Θεού» (ωδή γ΄).

21 Μαρτίου 2022

ΝΙΚΑΣ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΑΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

 

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πίστει ὡς Δαυίδ καί ἡμεῖς, τῆ ταπεινοφροσύνῃ καθοπλισθέντες ὡς ἄλλον Γολιάθ, τόν ὑπερήφανον νοῦν καταβεβληκότες, συνδιακόψωμεν καί μυριάδας παθῶν» (ωδή α΄ Τριωδίου).

(Όπως ο Δαυίδ με την πίστη νίκησε τον Γολιάθ, έτσι κι εμείς εξοπλισμένοι με την ταπεινοφροσύνη, αφού υποτάξουμε τον υπερήφανο νου μας σαν άλλο Γολιάθ, ας περικόψουμε διαμιάς και μυριάδες άλλες από τα πάθη μας).

Η ιστορία του Δαυίδ είναι γνωστή σε όλους: νεαρό παλληκάρι αυτός, αλλά με μεγάλη πίστη στον Θεό, νίκησε τον κατά πολύ ρωμαλεότερό του Γολιάθ – δείγμα ότι η ψυχική δύναμη που δίνει η πίστη στον Θεό οδηγεί σε νίκες που η λογική δεν διανοείται να αποδεχτεί! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με κάθε πιστό, σημειώνει ο εκκλησιαστικός ποιητής Θεόδωρος. Άλλος Γολιάθ για κάθε εποχή και για κάθε άνθρωπο είναι η υπερηφάνεια του ίδιου μας του νου, δηλαδή ο μεγαλύτερος εχθρός από τον οποίο κινδυνεύουμε είναι ο ίδιος μας ο εαυτός με τα πάθη και τις αμαρτίες του. Διότι η υπερηφάνεια πράγματι θεωρείται η ρίζα της κάθε αμαρτίας, με την έννοια ότι αποκαλύπτει την πηγή κάθε κακού, τον εωσφορικό εγωισμό. Τι ήταν εκείνο που κατά τη Γραφή έριξε και τον πρώτο αρχάγγελο από την ουράνια θέση του και τον έκανε σατανά, διάβολο, Πονηρό; Η υπερηφάνεια. Όπως ο Ίδιος ο Κύριος έχει αποκαλύψει: «Έβλεπα τον σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν την αστραπή». Οπότε, η κάθε υπερήφανη σκέψη, είτε ως αντιληπτή κενοδοξία και φιλοδοξία και υπερεκτίμηση του εαυτού μας είτε ως υφέρπουσα και «μυστική» στην αίσθησή μας τάση και κατάσταση, συνιστά εκτροπή και ακολουθία των δαιμόνων, που φέρνει με μαθηματική ακρίβεια το «γκρεμοτσάκισμα» πνευματικά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αφενός θεωρείται ότι πίσω από κάθε «φούσκωμα» εγωιστικό του ανθρώπου ενεργεί ύπουλα ο Πονηρός, αφετέρου δεν υπάρχει άνθρωπος της πίστεως, Απόστολος, Πατέρας της Εκκλησίας, κάθε άγιος, που να μην έχει επισημάνει τον δαιμονισμό κυριολεκτικά της υπερηφάνειας και να μην τη θεωρεί ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση που μπορεί να περιπέσει ο άνθρωπος. Έχεις όλες τις αρετές, σημειώνουν, αλλά υπάρχει και μία έστω και κρυφή δόση υπερηφανείας για την ύπαρξή τους; Δεν έχεις τίποτε. Μάλλον έχεις πάρει τη «δόση» του θανάτου σου!

Η θεραπεία της καταστάσεως αυτής είναι μονόδρομος, που απαιτεί όμως τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου μέχρι την τελευταία του πνοή – μέχρι να εκπνεύσουμε κινδυνεύουμε από το δηλητήριο αυτό! Κι αυτόν τον δρόμο υποδεικνύει ο υμνογράφος. Η ταπεινοφροσύνη είναι το φάρμακο, μάλλον είναι το υπερ-όπλο με το οποίο μπορεί ο πιστός να καταβάλει τον νέο Γολιάθ, τον κακό εγωιστή εαυτό του. Για να φτάσει πού; Στην αγκαλιά του Θεού! Να ζει ως αληθινός χριστιανός ενδεδυμένος Εκείνον που είναι η πηγή της ταπεινώσεως. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Μαζί με τον Χριστό ως μέλη Χριστού μπορούμε να αντιπαρατασσόμαστε προς τον κάκιστο εαυτό μας, με την έννοια ότι και γνωρίζουμε αλλά και μπορούμε να στρεφόμαστε προς τα εκεί που είναι και λειτουργεί η χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».

Ο χριστιανός κάνει έτσι έναν «έξυπνο» πόλεμο: πολεμά αφήνοντας στα νώτα του κάθε υπερήφανο λογισμό – τον θέτει στην υπακοή του Χριστού, λέει ο απόστολος Παύλος -, γιατί πορεύεται «αφορών εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η πορεία του με άλλα λόγια είναι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γνησίου εαυτού του, εκεί που είναι ο Χριστός και όλη η Βασιλεία του Θεού, εγκαταλείποντας την ψευδαίσθηση και την απάτη της αμαρτωλής υπερηφάνειας. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον Κύριο, ένα «βύθισμα» μέσα στην καρδιά μας. Διότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι». Υψοποιό από την άποψη αυτή δεν χαρακτηρίζουν την ταπεινοφροσύνη οι άγιοί μας; Διότι έτσι την όρισε πάλι ο ίδιος ο Θεός μας. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Αλλά είναι μία ύψωση που πατάει σε στέρεο έδαφος: τις πτέρυγες του Πνεύματος του Θεού, και όχι στη «φαντασία» του νου που εξαπατάται από τον Πονηρό – η μεγαλύτερη απατεώνισσα είναι η αμαρτία, διδάσκει η Γραφή.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει και το γνωστό σε κάθε χριστιανό: την ώρα που αγωνίζεσαι για την ταπείνωση πάνω στα χνάρια του Χριστού, την ώρα που περικόπτεις δηλαδή κάθε υπερηφάνεια, εκείνη την ώρα διαμιάς περικόπτεις και όλα τα γεννήματά της, όλες τις «θυγατέρες» της. Και η υπερηφάνεια έχει πλήθος απογόνων, «μυριάδες παθών», για παράδειγμα: τον θυμό και την οργή, την υπερβολική λύπη, τη διάθεση επιβολής επί των άλλων, τη φιλαρχία, την απιστία, την απόγνωση! Το φίδι για να το σκοτώσεις λοιπόν το κτυπάς στο κεφάλι! Αμέσως πεθαίνει. Ό,τι συμβαίνει με τον μεγάλο αυτόν εχθρό!

ΤΙ ΕΤΡΩΓΑ ΚΑΙ ΤΙ ΤΡΩΩ!

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Ιάκωβος ακολούθησε από μικρή ηλικία την ασκητική ζωή και καθάρισε την καρδιά του με τη νηστεία και τη λοιπή κακοπάθεια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο. Ως επίσκοπος υπέμεινε πολλούς διωγμούς, γιατί πολεμούσε την πλάνη των εικονομάχων. Υπομένοντας τους διωγμούς και παλεύοντας με την πείνα και τη δίψα της εξορίας παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος υμνογράφος Ιγνάτιος μένει έκθαμβος μπροστά στον ασκητή του Κυρίου όσιο Ιάκωβο. Διότι ενώ υπήρξε επίσκοπος της Εκκλησίας με σπουδαίο αγωνιστικό φρόνημα κατά της αιρέσεως της εικονομαχίας, η οποία αμφισβητούσε την ενανθρώπηση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και μάλιστα παρέθεσε το πνεύμα του εξαιτίας των κόπων των διωγμών που υπέστη από τους εικονομάχους, όμως το κέντρο βάρους της βιοτής του βρισκόταν στην ασκητική του διαγωγή. Η άσκησή του ως ακολουθία των εντολών του Κυρίου, δηλαδή ζώντας ως εσταυρωμένος και αυτός για τα πάθη του, ήταν η μόνιμη προτεραιότητά του, είτε απαρχής της ζωής του είτε στην εξέλιξή του είτε και στην επισκοπική του διακονία. Ένας ασκητής επίσκοπος θα ήταν ο τίτλος που χαρακτήριζε τη ζωή του. «Σηκώνοντας τον σταυρό στους ώμους σου, όσιε πάτερ, ακολούθησες επακριβώς τον Σταυρωθέντα Κύριο και μονάζοντας με πάνσοφο τρόπο μείωσες τα πάθη σου με την εγκράτεια» (ωδή α΄). Ο όσιος Ιάκωβος δηλαδή είχε κατανοήσει βαθύτατα ότι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός της χριστιανικής πίστεως: να ακολουθεί τον Χριστό, διότι δι’ Αυτού Μόνου μπορεί να γίνει μέτοχος των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και να έχει ζωντανή σχέση με τον Θεό. «Έγινες σκεύος που χώρεσε τα χαρίσματα του Πνεύματος από μικρός στην ηλικία» σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος, «και έτσι έγινες πολίτης και κληρονόμος της βασιλείας του Θεού, μακάριε Ιάκωβε» (ωδή α΄).

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι την ασκητική θυσιαστική του διαγωγή ο ποιητής Ιγνάτιος τη θεωρεί όχι μόνο ως προϋπόθεση για τους υπέρ της αληθείας αγώνες του αλλά και γι’ αυτήν τη διακονία του στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας. Πρόσφερε δηλαδή την αναίμακτη θυσία της θείας Λειτουργίας με τον τρόπο που θέλει ο Θεός και καθορίζει η Εκκλησία, διότι ο ίδιος βρισκόταν εσωτερικά στην ένταση του πνευματικού αγώνα όπου ο πιστός προσφέρεται ως θυσία στον Κύριο νεκρώνοντας την αμαρτία. Που σημαίνει: τότε η Θεία Λατρεία γίνεται ευάρεστη στον Θεό, όταν τη διακονούν άνθρωποι, κυρίως ο κληρικός αλλά και ο πιστός λαός, που «ματώνουν» στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Δεν είναι τυχαίο επ’ αυτού ότι η εκκλησιαστική παράδοση καταγράφει περιπτώσεις κατά τις οποίες το Πνεύμα του Θεού «αργούσε» να κατέλθει προς μεταβολή των τιμίων δώρων, όταν στο θυσιαστήριο βρίσκονταν άνθρωποι βουτηγμένοι αμετανόητα στις αμαρτίες τους – το «αμετανόητα» φέρει το βάρος της φράσεως, διότι αμαρτωλοί έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας. «Ως καθαρό θύμα πρόσφερες τον εαυτό σου στον Κύριο με τη νέκρωση της αμαρτίας» εξηγεί ο άγιος υμνογράφος, «και έτσι ως Ιεράρχης που ζούσε κατά τον νόμο του Θεού πρόσφερες και τις αναίμακτες θυσίες σ’ Αυτόν» (ωδή γ΄).

Ο πνευματικός εσωτερικός αγώνας του οσίου Ιακώβου εκφραζόταν, μας λέει ο άγιος ποιητής, με τις άγρυπνες δεήσεις και προσευχές του στον Κύριο, με την εγκράτεια και τις νηστείες του, κατεξοχήν όμως με το κατά Θεόν πένθος του, τα αείρροα δάκρυά του, την αδιάκοπη εκζήτηση του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Κι είναι τα στοιχεία αυτά που πράγματι αποδεικνύουν το πόσο φωτισμένος από τον Θεό ήταν ο όσιος και πόσο φως σκορπούσε και στην εποχή του αλλά και διαχρονικά σε όλους τους πιστούς της Εκκλησίας. Το ταπεινό φρόνημα δεν είναι αυτό που κυρίως τονίζει ο ίδιος ο Χριστός ως εκείνο που «μαγνητίζει» τη χάρη του Θεού; Το πένθος λόγω της επιγνώσεως της αμαρτίας δεν είναι εκείνο που φέρνει τα δάκρυα που καθαρίζουν την όποια βρομιά της ψυχής του ανθρώπου; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» και «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού. Ο Ιγνάτιος μάς αποκαλύπτει: «Λουόμενος, παμμακάριστε, συνεχώς από τα ρεύματα των δακρύων, φάνηκες καθαρό δοχείο του Πνεύματος» (ωδή δ΄). «Με την πολλή εγκράτεια, με την εκτενή αγρυπνία, όσιε, με την προσευχή και την κακοπάθεια, ζήτησες τον Θεό, ο Οποίος σε μετέθεσε προς τις άνω μονές» (ωδή ε΄). Και με ένα λόγο: «Όσιε ιεράρχα, υπήρξες ταπεινός και μετριόφρων και συμπαθής στους ανθρώπους, ακέραιος ψυχικά και σώφρων» (ωδή δ΄).

20 Μαρτίου 2022

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ

Πρός

τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

Θέμα: «Περί τοῦ πολέμου στήν Οὐκρανία»

 

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ Δι­αρ­κής Ἱ­ερά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος μέ αἴ­σθημα εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς κοι­νό­τη­τος, κατά τήν συ­νε­δρί­αση Αὐ­τῆς τῆς 14ης Μαρ­τίου 2022, ἀ­σχο­λή­θηκε ἐ­πι­στα­μέ­νως καί μέ τό ζή­τημα τῶν τρα­γι­κῶν γε­γο­νό­των τοῦ πο­λέ­μου στήν Οὐ­κρα­νία.

Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος, ἀ­φοῦ ἐ­νη­με­ρώ­θηκε ἀπό τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυμο τόσο γιά τίς ἐ­πι­στο­λές, τίς ὁ­ποῖες ἀ­πέ­στειλε πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Μη­τρο­πο­λίτη Κι­έ­βου καί πά­σης Οὐ­κρα­νίας κ. Ἐ­πι­φά­νιο καί τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Πα­τρι­άρχη Μό­σχας καί πά­σης Ρω­σίας    κ. Κύ­ριλλο, ὅσο καί γιά τήν δι­α­βού­λευση πού εἶχε μέ τό ἁρ­μό­διο Ὑ­πουρ­γεῖο Με­τα­να­στευ­τι­κῆς Πο­λι­τι­κῆς, ὡς πρός τήν πα­ροχή βο­η­θείας πρός τούς ἐκ τοῦ πο­λέ­μου πρό­σφυ­γες, ἀ­πο­φά­σισε νά ἀ­πευ­θυν­θεῖ καί πάλι πρός τόν Ἱ­ερό Κλῆρο καί τόν εὐ­σεβῆ Ὀρ­θό­δοξο Λαό, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν θλίψη καί τήν ἀ­γω­νία Της γιά τόν κα­τα­στρε­πτικό πό­λεμο πού δι­ε­ξά­γε­ται ἐναντίον τῆς Οὐ­κρα­νίας.

Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος αἰ­σθά­νε­ται ἔν­τονο τό χρέος νά κα­τα­δι­κά­σει τήν βί­αιη εἰ­σβολή τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων καί τόν πό­λεμο στήν Οὐ­κρα­νία καί νά ὑ­ψώ­σει φωνή δι­α­μαρ­τυ­ρίας γιά ὅλα τά, ὡς μή ὤ­φειλε, θύ­ματα τοῦ πο­λέ­μου καί ὅ­λους τούς δι­ω­κο­μέ­νους. Θρη­νεῖ γιά ὅ­σους θα­να­τώ­θη­σαν, ἀλλά καί γιά ὅ­σους ἀ­κόμη δο­κι­μά­ζον­ται καί δι­ώ­κον­ται.

Ὁ πό­λε­μος δέν εἶ­ναι κάτι και­νούρ­γιο στήν ἀν­θρώ­πινη ἱστο­ρία, ὅ­μως τοῦτο δέν τόν κα­θι­στᾶ, ὡς γε­γο­νός, λι­γό­τερο ἀπο­τρό­παιο. Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἀρ­νεῖ­ται καί κα­τα­δι­κά­ζει τήν βία σέ ὅ­λες τίς μορ­φές της. Μά­λι­στα, ποτέ δέν χρη­σι­μο­ποί­ησε βία ἐ­ναν­τίον τῶν ἀν­θρω­πί­νων προ­σώ­πων, ἀ­κόμη κι ὅ­ταν ὁ Ἴ­διος τήν ὑ­πέ­στη παν­τοι­ο­τρό­πως.

Ἐξ ἐ­πό­ψεως Ὀρ­θο­δό­ξου, κα­νένα γε­γο­νός, κα­μία πρό­κληση, κα­μία ἐ­πι­δί­ωξη καί κα­μία πρό­φαση δέν δύ­να­ται νά δι­και­ο­λο­γή­σει τήν θη­ρι­ω­δία τοῦ πο­λέ­μου, ἡ φύση τοῦ ὁ­ποίου προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἐ­πι­βολή τῆς βου­λή­σεως τοῦ ἰ­σχυ­ροῦ στόν ἀ­νί­σχυρο. Τοι­ου­το­τρό­πως, πα­ρά­γε­ται τό λε­γό­μενο «δί­καιο» τοῦ ἰσχυ­ροῦ, τό ὁ­ποῖο, βε­βαίως, δέν ἔ­χει κα­μία σχέση μέ τήν ἔν­νοια τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας, πού εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται ὁ Χρι­στός.

Ὁ πό­λε­μος ὄχι μόνο δέν λύ­νει τά προ­βλή­ματα, ἀλλά ἐνερ­γεῖ πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κῶς, ἀ­να­πα­ρά­γον­τας καί ἀ­να­τρο­φο­δο­τών­τας τόν κύ­κλο τῆς βίας, τοῦ μί­σους, τοῦ πό­νου, τοῦ ξε­ρι­ζω­μοῦ, τῆς προ­σφυ­γιᾶς, τῆς πεί­νας καί τῆς ἀ­πώ­λειας τῆς ἴ­διας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζωῆς, πού ὡς Χρι­στι­α­νοί ὀ­φεί­λουμε νά σε­βό­μα­στε, νά προ­στα­τεύ­ουμε καί νά τι­μοῦμε.

Τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές, ἡ Οὐ­κρα­νία βι­ώ­νει τόν πα­ρα­λο­γι­σμό καί τήν σκλη­ρό­τητα τοῦ πο­λέ­μου. Ἄ­μα­χοι βομ­βαρ­δί­ζον­ται, μέ θύ­ματα ἀ­κόμη καί παι­διά, κα­τα­στρέ­φον­ται Ἱ­ε­ροί Ναοί καί Ἱ­ε­ρές Μο­νές, ζω­τι­κές ὑ­πο­δο­μές καί μνη­μεῖα μα­κραί­ω­νης πο­λι­τι­σμι­κῆς ση­μα­σίας, στρα­τιές προ­σφύ­γων ἀ­να­ζη­τοῦν ἀ­πελ­πι­σμένα δι­ό­δους δι­α­φυ­γῆς. Ἐ­πι­πλέον, ἐλ­λο­χεύει ὁ κίν­δυ­νος μιᾶς πυ­ρη­νι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς, ἐνῶ τί­ποτε δέν ἀ­πο­κλείει ὁ πό­λε­μος νά λά­βει παγ­κό­σμιες δι­α­στά­σεις.

Ἡ εὐ­θύνη πάν­των ἡ­μῶν τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Χρι­στι­α­νῶν ἔναντι αὐ­τῶν τῶν ὀ­λε­θρίων κα­τα­στά­σεων συ­νε­πά­γε­ται ἔμ­πονη προ­σευχή καί ἔν­τονη δράση δι­ότι καί ὁ Ἱ­δρυ­τής τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, προ­σευ­χό­με­νος γιά τήν σω­τη­ρία μας, ἀ­νέ­λαβε, ἐν­τός τῆς ἱ­στο­ρίας, ρόλο ἐ­νεργό, ὁ ὁ­ποῖος Τόν ὁ­δή­γησε μέ­χρι τόν Σταυρό καί τόν θά­νατο, μέ σκοπό νά εὐ­αγ­γε­λι­σθεῖ τήν εἰ­ρήνη καί νά ἑ­νώ­σει τά πρίν δι­ε­στῶτα, δη­λαδή τόν ἄν­θρωπο μέ τόν Πλα­στουργό καί Θεό του.

Ὀ­φεί­λουμε, λοι­πόν, πρός δό­ξαν Θεοῦ νά πλη­ρο­φο­ρή­σουμε τήν δι­α­κο­νία μας. Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, σχε­τικά μέ τήν πα­ροχή ἀν­θρω­πι­στι­κῆς βο­η­θείας πρός τούς πρό­σφυ­γες, ἔχει ἤδη θέ­σει στήν δι­ά­θεση τῆς Πο­λι­τείας, σέ ἀ­γα­στή συ­νερ­γα­σία μέ τό ἁρ­μό­διο Ὑ­πουρ­γεῖο Με­τα­να­στευ­τι­κῆς Πο­λι­τι­κῆς, δο­μές τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­θη­νῶν καί Ἱ­ε­ρῶν Μη­τρο­πό­λεων, κα­θώς καί ξε­νῶ­νες τῆς Ἀ­στι­κῆς Μή Κερ­δο­σκο­πι­κῆς Ἑται­ρείας «Συ­νύ­παρ­ξις» καί τοῦ Φι­λαν­θρω­πι­κοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ «Α­ΠΟ­ΣΤΟΛΗ», γιά τήν φι­λο­ξε­νία Οὐ­κρα­νῶν προ­σφύ­γων, ἰδίως παι­διῶν καί ἀ­συ­νό­δευ­των ἀ­νη­λί­κων. Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, πολ­λές Ἱ­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις, σέ συ­νερ­γα­σία μέ φι­λαν­θρω­πι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις καί φο­ρεῖς, προ­βαί­νουν σέ συγ­κέν­τρωση ἀν­θρω­πι­στι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ, τό ὁ­ποῖο μέ φρον­τίδα τῶν προ­α­να­φερ­θέν­των φο­ρέων θά προ­ω­θη­θεῖ πρός τούς πλη­γέν­τες ἐκ τοῦ πο­λέ­μου.

Ταὐ­το­χρό­νως, ἡ Ἐκ­κλη­σία μας ἀ­νέ­λαβε τήν πρω­το­βου­λία καί σέ ἐκ­κλη­σι­α­στικό ἐ­πί­πεδο νά ἀ­πευ­θύ­νει ἔκ­κληση πρός τούς ἁρ­μο­δί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες μέ σκοπό τήν οὐ­σι­α­στική πα­ρέμ­βασή τους πρός τούς κο­σμι­κούς ἄρ­χον­τες τῆς δι­και­ο­δο­σίας τους γιά τόν τερ­μα­τι­σμό τοῦ πο­λέ­μου.

Τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πητά,

Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, ὅ­πως ἔ­πραξε καί στό πα­ρελ­θόν κατά τόν πό­λεμο καί τήν βί­αιη εἰ­σβολή στήν Σερ­βία, τό Κοσ­συ­φο­πέ­διο καί τήν χει­μα­ζο­μένη καί αἱ­μάσ­σουσα ἐπί πε­ντη­κον­τα­ε­τία ὅλη Κύ­προ μας, το­νί­ζει ἐκ νέου ὅτι καί στήν πε­ρί­πτωση τῆς εἰ­σβο­λῆς στήν Οὐ­κρα­νία ὁ πό­λε­μος δέν ἐ­πι­λύει ὁποι­εσ­δή­ποτε ἀν­θρώ­πι­νες δι­α­φο­ρές, ὅσο ση­μαν­τι­κές κι ἄν εἶ­ναι, σέ κοι­νω­νικό, ἐ­θνικό ἤ παγ­κό­σμιο ἐ­πί­πεδο.

Δυ­στυ­χῶς, μέσα ἀπό αὐ­τές τίς τρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις φα­νε­ρώ­νε­ται καί ἡ ἀ­πο­τυ­χία μας ὡς ἀν­θρώ­πων καί εἰ­δι­κό­τερα ὡς Χρι­στι­α­νῶν, ἀ­κόμη καί ὡς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἡ­γε­τῶν, νά ζοῦμε μέσα στήν εἰ­ρήνη πού μᾶς κλη­ρο­δό­τησε ὁ Χρι­στός: «Εἰ­ρή­νην ἀφί­ημι ὑ­μῖν, εἰ­ρή­νην τήν ἐ­μήν δί­δωμι ὑ­μῖν» (Ἰω. 14,27).

Γι’ αὐτό καί προ­τρέ­πουμε πα­τρι­κῶς τό εὐ­σε­βές πλή­ρωμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας, τόσο τούς ἐκ τοῦ ἱ­ε­ροῦ Κα­τα­λό­γου, ὅσο καί τούς εὐ­λα­βεῖς πι­στούς, σέ ἐγ­κάρ­δια προ­σευχή πρός τόν Ἄρ­χοντα τῆς Εἰ­ρή­νης, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, μέ σκοπό νά φω­τί­σει τίς δι­ά­νοιες τῶν ἐ­χόν­των τήν κο­σμική ἐ­ξου­σία καί λαμ­βα­νόν­των ἀ­πο­φά­σεις, γιά τήν κατάπαυση κάθε πε­ραι­τέρω πο­λε­μι­κῆς ἐ­πι­βου­λῆς, τήν δι­ά­σωση τῶν ἀν­θρώ­πων καί τήν ἐ­πι­κρά­τηση παγ­κό­σμιας εἰ­ρή­νης.

Ἄς μᾶς κα­θο­δη­γή­σει ὅ­λους ἡ ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­σους εὑ­ρί­σκον­ται στήν δεινή δο­κι­μα­σία τοῦ πο­λέ­μου, ὥ­στε νά δι­έλ­θουμε τό ὑ­πό­λοιπο στά­διο τῆς Ἁ­γίας καί Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἐν εἰ­ρήνῃ, με­τα­νοίᾳ καί φι­λαλ­λη­λίᾳ καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦμε τῆς με­το­χῆς στό σω­τή­ριο γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σεως τοῦ Χρι­στοῦ μας ἀ­κέ­ραιοι καί εἰ­ρη­νι­κοί.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης,

          † Ὁ Ἀ­θη­νῶν  Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρό­ε­δρος

† Ὁ Σά­μου καί Ἰ­κα­ρίας Εὐ­σέ­βιος

† Ὁ Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καί Ἐ­ορ­δαίας Θε­ό­κλη­τος

† Ὁ Κασ­σαν­δρείας Νι­κό­δη­μος

† Ὁ Σερ­ρῶν καί Νι­γρί­της Θε­ο­λό­γος

† Ὁ Σι­δη­ρο­κά­στρου Μα­κά­ριος

† Ὁ Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πίας Ἰ­ωήλ

† Ὁ Ἀρ­γο­λί­δος Νε­κτά­ριος

† Ὁ Θεσ­σα­λι­ώ­τι­δος καί Φα­να­ρι­ο­φερ­σά­λων Τι­μό­θεος

† Ὁ Με­γά­ρων καί Σα­λα­μῖ­νος Κων­σταν­τῖ­νος

† Ὁ Κε­φαλ­λη­νίας Δη­μή­τριος

† Ὁ Τρίκ­κης, Γαρ­δι­κίου καί Πύ­λης Χρυ­σό­στο­μος

† Ὁ Καρ­πε­νη­σίου Γε­ώρ­γιος

Ὁ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τεύς

† Ὁ Ὠ­ρεῶν Φι­λό­θεος