17 Απριλίου 2022

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ...

ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΔΕΥΤΕΡΑΣ)

Από σήμερα το βράδυ, εισερχόμαστε στο αποκορύφωμα της περιόδου του Τριωδίου. Μία περίοδος σαράντα ημερών πέρασε, ακριβώς για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Εβδομάδα που ακολουθεί -  Μεγάλη ως γνωστόν λόγω της πνευματικής  σπουδαιότητας  των ημερών  της. Όπως εισέρχεται κανείς σ’ έναν ιερό ναό και προχωρεί από τον πρόναο στον κυρίως ναό, κι έπειτα φθάνει στο ιερό, το ίδιο και τώρα: από τα εισαγωγικά του Τριωδίου, περάσαμε στη Σαρακοστή, για να φθάσουμε ακριβώς  στο άγιο βήμα, τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν την ιερότητα των στιγμών που ζούμε, την πρόκληση που μας δίνει η Εκκλησία μας για να μετάσχουμε στο κατεξοχήν μυστήριο: το μυστήριο του Πάθους του Κυρίου και της με Αυτό συνδεδεμένης Ανάστασής Του. Με λιτό τρόπο μάλιστα ο εκκλησιαστικός ποιητής μάς καθοδηγεί, μ’ ένα τροπάριο των αίνων, να κατανοήσουμε την ουσία των γεγονότων αυτών: «Καθώς φτάσαμε, πιστοί, το σωτήριο Πάθος Χριστού του Θεού, ας δοξάσουμε την άφατη μακροθυμία Του. Ώστε, με την ευσπλαχνία Του, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι, να ξυπνήσει και να αναστήσει κι εμάς, που νεκρωθήκαμε από την αμαρτία».

Τι μας λέει ο υμνογράφος; Το Πάθος του Κυρίου μας αποτελεί τη σωτηρία μας. Γιατί με αυτό που συνέβη στον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία, και συνεπώς και ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου θάνατος, και φάνηκε η δικαιοσύνη κι η αγάπη Του, τα οποία μας έφεραν στην αγκαλιά και πάλι του Θεού. Ό,τι ο άνθρωπος έχασε λόγω της πτώσης του στην αμαρτία, το βρήκε και πάλι, απείρως πολλαπλασιασμένο όμως, με την ενανθρώπηση του Θεού μας και τη Σταυρική θυσία που Αυτός υπέστη. Κι ακόμη: το Πάθος Του αυτό ήταν καρπός όχι μίας πίεσης που ενδεχομένως ασκήθηκε στον Θεό μας – αυτό θα ήταν βλασφημία! – αλλά καρπός της ελεύθερης αγάπης Του. Πίσω από τον Σταυρό και μέσα σ’ Αυτόν κρύβεται πάντοτε «η άφατος μακροθυμία» του Θεού μας. Κι είναι τούτο η κατεξοχήν παρηγοριά μας:  πιστεύουμε σε Θεό, ο Οποίος δεν είναι δυνάστης των ανθρώπων ή ένα απρόσωπο ον, μπροστά στο οποίο το μόνο που δημιουργείται είναι ο φόβος. Στον Σταυρό και το Πάθος Του αναγνωρίζουμε την πατρική καρδιά Του και την τεράστια γεμάτη στοργή αγκάλη Του!

Οπότε, τι μας προτρέπει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπροστά στην άπειρη αγάπη του δι’ ημάς παθόντος Δημιουργού μας, δύο πράγματα πρέπει να κάνουμε: Πρώτον, να Τον δοξολογήσουμε. Και δεύτερον, η δοξολογία μας να πάρει τη μορφή της μετανοίας μας: να Τον παρακαλέσουμε να μας ξυπνήσει και να μας σηκώσει από τη θανατερή αμαρτία μας. Κι αυτό θα πει: μετέχουμε στα γεγονότα του Πάθους κι ασφαλώς και της Ανάστασης, στον βαθμό που γονατιστοί στην καρδιά κραυγάζουμε εν μετανοία: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ: ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΑΡΧΗ

Ἡ σημερινή ἡμέρα συνιστᾶ ἕνα τέλος καί μία ἀπαρχή. Τέλος, γιατί σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· ἀπαρχή, γιατί ξεκινᾶ τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα. Μία πορεία σαράντα ἡμερῶν, ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι τή χτεσινή, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἦταν γιά νά φτάσουμε σ᾽ αὐτό τό σημεῖο: μέ ἐνεργοποιημένες τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις ἀπό τόν ἀγώνα τῆς μετανοίας, τῆς ἐγκρατείας καί τῆς νηστείας - ὅ,τι δηλαδή προβάλλει ὡς περιεχόμενο ἡ Σαρακοστή - νά μποροῦμε νά δοῦμε καί νά γευτοῦμε τά συγκλονιστικά γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Ανάστασης τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, καί νά μετάσχουμε κατά τό δυνατόν σ᾽ αὐτά. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός στήν πραγματικότητα ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἔτσι ἐνεργοποιεῖται καί ὁ χαρισματικός ἑαυτός μας πού λάβαμε ἀπό τόν Θεό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα ἔρχεται μέ ἕνα πολύ δραστικό τρόπο γιά τόν ἐνσυνείδητο πιστό νά τοῦ ὑπενθυμίσει ὅτι καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίστηκε μετέσχε στόν θάνατο καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε τό Πάθος καί ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα προβάλλουν ὄχι μόνο τή ζωή ᾽Εκείνου, ἀλλά καί τή ζωή πιά τοῦ χριστιανοῦ.

Καί νά, πού ἡ σημερινή ἡμέρα ἐπιβεβαιώνει τίς παραπάνω ἀλήθειες. ῾Ο Κύριος ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό Του φίλο Λάζαρο, ὅταν «ἡ φωνή Του ἀκούστηκε στά βάθη τοῦ ῞Αδη» γιά νά τόν ἀνασύρει ἀπό τόν χῶρο τῶν νεκρῶν, προκηρύσσοντας ἔτσι τή δική Του καί τή γενική τῶν ἀνθρώπων ᾽Ανάσταση, ἐνῶ εἰσερχόμενος στήν ἁγία Πόλη τῆς Σιών καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου φανερώνει ἀφενός τήν ἐν ταπεινώσει ἀποφασιστική πορεία Του πρός τό Πάθος, ἀφετέρου τήν κλήση Του νά μετάσχουν σ᾽ Αὐτό πάντα τά ἔθνη. ῾Η ὑμνολογία τῆς ἡμέρας εἶναι κατεξοχήν ἀποκαλυπτική πάνω σ᾽ αὐτά.  

«Θέλοντας νά προτυπώσεις τή δική Σου σεπτή ᾽Ανάσταση, ᾽Αγαθέ, ἀνάστησες μέ τήν προσταγή Σου τόν φίλο Σου Λάζαρο πού εἶχε πεθάνει».

- «Καθώς εἰσερχόσουν, Κύριε, στήν ἁγία Πόλη, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι, ἔσπευδες νά ἔλθεις πρός τό Πάθος, γιά νά ἐκπληρώσεις τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες».

«᾽Ανέβηκες συμβολικά πάνω στό γαϊδουράκι, Σωτήρα, σάν σέ ὄχημα, θέλοντας νά δείξεις τή στάση τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν». «Τό κάθισμά σου πάνω σ᾽ αὐτό προτύπωνε τό ἀνυπότακτο τῶν ἐθνῶν, πού μεταποιεῖτο ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη».

Ἡ εἴσοδος λοιπόν τοῦ Κυρίου στά ῾Ιεροσόλυμα ἐπί πῶλον ὄνου ἀποτελεῖ τήν καταγραφή τῆς τελευταίας πράξης τῆς ἐπί γῆς πορείας Του. ῾Ο Κύριος δέν κρύβεται πιά. Κήρυξε, θαυματούργησε, φανέρωσε τόν ἀληθινό Πατέρα Θεό καί τή ζωή πού πρέπει κανείς νά ἀκολουθεῖ γιά νά εἶναι μαζί Του. Ξέρει ὅμως ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι δέν ἀρκεῖ  μόνον ὁ λόγος. Ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα εἶχε ὑποστεῖ βαθύ τραῦμα ἀπό τήν ἀποστασία της ἀπό τόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί «ἕδει παθεῖν Αὐτόν». ῎Επρεπε νά πάθει, νά σταυρωθεῖ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, προκειμένου πάνω στόν Σταυρό νά «ἄρῃ τάς ἁμαρτίας» σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ὁ Σταυρός Του θά ἦταν ἐκεῖνο πού θά κατέφερε τό ἀποφασιστικό καί καίριο πλῆγμα κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ ἀρχεκάκου διαβόλου. ῾Η ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου θά ἐρχόταν μετά τόν θάνατο καί τήν ἀγία Σταύρωση ᾽Εκείνου, ὡς συμμετοχή πιά στοῦ ἴδιου τήν ᾽Ανάσταση.  Κι ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἦταν καθώς εἴπαμε ἡ προκήρυξη τῆς παγκόσμιας αὐτῆς χαρᾶς.

῾Η ὑμνολογία μάλιστα τῆς ἡμέρας ἐπιμένει στή συμβολική αὐτή ἑρμηνεία τῶν γεγονότων: ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στόν θάνατο καί δι᾽ αὐτῆς ἡ κοινή ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων προβάλλεται καί μέ τά κλαδιά τῶν φοινίκων πού κράδαιναν οἱ παῖδες τοῦ ᾽Ισραήλ, κραυγάζοντας τόν ἀγγελικό ὕμνο: «᾽Ωσαννά τῷ υἱῷ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

«Δοξολογῆστε ἀπό κοινοῦ οἱ λαοί καί τά ἔθνη. Γιατί ὁ βασιλέας τῶν ᾽Αγγέλων κάθησε τώρα πάνω στό γαϊδουράκι, καί ἔρχεται μέ τή θέλησή Του στόν Σταυρό, γιά νά πατάξει τούς ἐχθρούς ὡς δυνατός. Γι᾽ αὐτό καί τά παιδιά, μέ βάγια, φωνάζουν δυνατά τόν ὕμνο: Δόξα σέ Σένα πού ἦλθες Νικητής. Δόξα σέ Σένα, τόν Σωτήρα Χριστό».

«Κι ἐμεῖς λοιπόν σάν τά παιδιά, κρατώντας τά βάγια ὡς σύμβολα τῆς νίκης κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, σέ Σένα τόν Νικητή τοῦ θανάτου φωνάζουμε δυνατά: ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις...».

Εἶναι πολύ σημαντικό ὅμως νά τονίσουμε ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπισημαίνει μία πολύ βαθειά ἀλήθεια πάνω σ᾽ αὐτόν τόν ἀλαλαγμό τῶν παιδιῶν καί τοῦ λαοῦ γιά τόν Κύριο πού εἰσέρχεται στήν πόλη Σιών. Ἡ θριαμβευτική ὑποδοχή τοῦ Κυρίου, πού ὁδεύει πρός τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του, προϋποθέτει πλούσια χάρη ἀπό τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή ὁ λαός αὐτός ἀπό τή μιά νά ἐπευφημεῖ τόν Κύριο κι ἀπό τήν ἄλλη νά Τόν καταδικάζει μέ τό «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν», ὅμως τή συγκεκριμένη στιγμή τῆς ὑποδοχῆς Του διακατέχεται ἀπό χάρη, ἡ ὁποία τόν κινεῖ σέ δοξολογία. Ἤδη τό συναξάρι τῆς ἡμέρας στήν περιγραφή τῶν γεγονότων ἀναφέρει: «Λοιπόν αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι εἰσέρχεται στήν ῾Ιερουσαλήμ. Καί τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων, ὅπως καί οἱ ἴδιοι, ἔριχναν κάτω τά ἱμάτιά τους, ἐνῶ κραδαίνοντας κλαδιά ἀπό φοίνικες φώναζαν δυνατά: ᾽Ωσαννά τῷ Υἱῷ Δαυΐδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ ᾽Ισραήλ. Αὐτό δέ ἔγινε, γιατί κίνησε τίς γλῶσσες τους πρός αἶνο καί δοξολογία τοῦ Χριστοῦ τό Πανάγιον Πνεῦμα. Καί τά κλαδιά τῶν βαΐων προσήμαιναν τή νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου».

῎Ετσι ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας μᾶς προσγειώνει στήν πραγματικότητα καί μᾶς τονίζει ὅ,τι ἐπισημάναμε καί στήν ἀρχή: δέν μπορεῖ κανείς ἀπροϋπόθετα, χωρίς πνευματικό ἀγώνα πού καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα ἀπό τά πάθη, νά γίνει μέτοχος τοῦ Χριστοῦ στό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του. «Κατά τρόπο νοητό, μέ κλαδιά κι ἐμεῖς, ἄς δοξολογήσουμε τόν Χριστό μέ πίστη, καθαρισμένοι ὅμως στίς ψυχές σάν τά παιδιά». Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς ἦταν ἀκριβῶς γιά νά ἀποτινάξουμε ἀπό τήν καρδιά μας ὅ,τι μᾶς παλιώνει καί μᾶς βρωμίζει, δηλαδή τήν ἁμαρτία, καί νά μᾶς κάνει καί πάλι παιδιά στήν ψυχή. Μόνον αὐτός πού κρατᾶ τήν παιδικότητά του ὡς ἁγνότητα ψυχική μπορεῖ καί ἔχει ἀνοικτούς ὀφθαλμούς γιά νά θεᾶται τά Πάθη καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ καί νά μετέχει σ᾽ Αὐτά. Κι ἡ μετοχή αὐτή,  ἐπαναλαμβάνουμε καί πάλι, σημαίνει εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ χαρισματικοῦ ἑαυτοῦ μας πού ἀναδύθηκε κατά τό ἅγιο βάπτισμά μας. «Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ᾽Αναστάσει Σου».

Ἡ παραπάνω ἐπισήμανση ὅμως ὁδηγεῖ καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας πρέπει νά τονίζεται καί μάλιστα μέ ἔμφαση. Διακράτηση τῆς ψυχικῆς καθαρότητας σημαίνει χάρη Θεοῦ, δηλαδή ἀγάπη καί ἑνότητα. Ὁ Θεός πράγματι ἐπαναπαύεται σέ ψυχές καθαρές, πού σημαίνει ὅτι τούς δίνει τή δυνατότητα νά ἀγαποῦν τόν συνάνθρωπο καί νά νιώθουν ἑνωμένοι μέ αὐτόν. ῞Οπου μέ ἄλλα λόγια ὑπάρχει διχοστασία καί ἔχθρα καί ἐπιθετικότητα, ἐκεῖ, ἔστω κι ἄν ἀκούγονται «θεοφιλεῖς κουβέντες», ὑπάρχει ἀπουσία Θεοῦ, συνεπῶς παρουσία δαιμονικοῦ πνεύματος. Κι εἶναι κάτι πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ὄχι ἁπλῶς τό σημειώνει, ἀλλά τό τονίζει κατά κόρον. ῎Οχι μία φορά, ἀλλά ἕξι φορές στήν ἀκολουθία τῆς σημερινῆς ἡμέρας Κυριακῆς τῶν Βαΐων προτρέπει τούς πιστούς ἑνωμένοι  μεταξύ μας νά σηκώσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά Τόν δοξολογήσουμε σάν τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων. «Σήμερον, ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε· καί πάντες αἴροντες τόν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Μπορεῖ ὁ ὕμνος νά ἀναφέρεται στούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν στό τέλος τῆς Σαρακοστῆς νά συναχτοῦν στό μοναστήρι τους ἀπό ὅπου κι ἄν βρίσκονταν, εἴτε ὡς μεμονωμένοι ἀσκητές εἴτε σέ ὁποιαδήποτε διακονία, γιατί ὅλοι μαζί ἔπρεπε νά ζήσουν τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, ὅμως ἡ οὐσία παραμένει ἡ ἴδια: μαζεμένοι ὅλοι οἱ πιστοί στήν ᾽Εκκλησία μας, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα μέ ἑνότητα ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μας, χωρίς ἀποστάσεις ψυχικές καί τοπικές, καλούμαστε νά ζήσουμε τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Στήν ἑνότητα αὐτή μάλιστα πρέπει ἴσως νά μετρήσουμε καί τά πνευματικά μας μέτρα. ῎Αν δέν νιώθω ἑνωμένος μέ τόν ἄλλον ἐν Χριστῷ ἀδελφό, ἄν ἡ ἑτοιμότητά μου εἶναι νά τόν ἀμφισβητῶ καί νά τόν ἐξουδενώνω, εἶναι μᾶλλον οὐτοπία νά νομίζω ὅτι θά ζήσω Μεγάλη ῾Εβδομάδα κι ὅτι ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ θά καταυγάσει καί πάλι τή ζωή μου.

16 Απριλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«άφες αυτήν…» (Ιωάν. 12, 7)

Το Σάββατο του Λαζάρου αποτελεί το τέλος της Μ. Σαρακοστής. Από σήμερα Κυριακή εισερχόμαστε ουσιαστικά στη Μ. Εβδομάδα, η οποία συνιστά τη σπουδαιότερη περίοδο όλου του χρόνου λόγω ακριβώς των γεγονότων εκείνων με τα οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μας, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Από τον εσπερινό μάλιστα της Κυριακής των Βαΐων υπήρχε η παράδοση να  συνάζονται στα μοναστήρια και όλοι οι μοναχοί που ζούσαν στα ερημητήρια και τις μοναστικές καλύβες, όπως το ακούμε και στο πολλαπλώς ψαλλόμενο τροπάριο «Σήμερον η χάρις του αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…». Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αναφέρεται κυρίως σε δύο γεγονότα: στο τραπέζι στο οποίο παρακάθισε ο Κύριος στο σπίτι του Λαζάρου μετά την εκ νεκρών ανάστασή του, κατά τη διάρκεια του οποίου η αδελφή του Λαζάρου Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου – κάτι που θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια - και στη θριαμβευτική είσοδο Αυτού στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία το συγκεντρωμένο πλήθος με κλαδιά από φοίνικες δοξολογούσαν τον Κύριο.

1. Στο σπίτι του Λαζάρου η Μαρία αλείφει με ακριβό μύρο τα πόδια του Κυρίου, γεγονός που επισύρει την αντίδραση και την οργή του Ιούδα Ισκαριώτη: το μύρο αυτό θα μπορούσε να πωληθεί και να δοθεί στους πτωχούς. Η απάντηση του Κυρίου στην ένσταση του Ιούδα φαίνεται παράδοξη: «άφες αυτήν…Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Γιατί χαρακτηρίζουμε παράδοξη την απάντηση του Κυρίου; Διότι η ένσταση του Ιούδα φαίνεται λογική και ρεαλιστική. Ανεξάρτητα από το δικό του ψεύτικο  ενδιαφέρον – «ότι κλέπτης ην», σημειώνει ο ευαγγελιστής που τον ήξερε – η αντίρρησή του είχε βάση: υπήρχαν πράγματι οι πτωχοί. Η αντίρρησή του όμως αποκαλύπτεται ως βλασφημία, γιατί αφενός την εκφράζει σ’ Εκείνον ο Οποίος ήρθε ακριβώς και για τον πιο τελευταίο και ελάχιστο άνθρωπο και γιατί αφετέρου διαχωρίζει την προσφορά προς τον Χριστό από την προσφορά προς τον άνθρωπο. Έτσι με την πρόφαση της φιλοπτωχίας φανερώνει την αρνητική διάθεσή του προς τον Κύριο και Διδάσκαλό του, όπως και την απιστία του προς τον λόγο του Θεού, ο οποίος ήδη από την Παλαιά Διαθήκη συνέδεε την αγάπη προς τον Θεό με την αγάπη προς τον άνθρωπο.

2. Πράγματι, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι δύο βασικές εντολές του Θεού, (μία στην πραγματικότητα), είναι η αγάπη που αναφέρεται προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Κι αυτό θα πει ότι κάθε μονομέρεια στην αγάπη καταδικάζεται ως ψεύτικη: ούτε μόνη η αγάπη προς τον Θεό ούτε μόνη η αγάπη προς τον συνάνθρωπο θεωρείται γνήσια και ειλικρινής αγάπη. Κι αυτό διότι μόνον Εκείνος που αγαπά τον Θεό μπορεί να αγαπά και τα πλάσματα του Θεού, τους ανθρώπους, όπως κι αυτός που αγαπά τους ανθρώπους οπωσδήποτε θα αγαπά και τον Θεό. Κι εννοούμε βεβαίως τη βαθειά και αληθινή αγάπη που αποτελεί καρπό της καρδιάς κι εκτείνεται και προς τους εχθρούς, κι όχι μία επιφανειακή αγάπη που αναφέρεται σε εκείνους που είναι όντως αξιαγάπητοι, όπως οι φίλοι μας ή τα απονήρευτα παιδιά.

3. Η παραπάνω στάση του προδότη μαθητή του Κυρίου Ιούδα, στάση υποκριτικής αγάπης, βρίσκει σε κάθε εποχή και ιδιαιτέρως στη δική μας πολλούς μιμητές. Πολλοί για παράδειγμα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν έχει ως κύριο έργο της τη φιλανθρωπία και τη φιλοπτωχία. Πολλοί δηλαδή είναι έτοιμοι να της ρίξουν το ανάθεμα, γιατί ασχολείται υπέρ το δέον, κατ’ αυτούς, με τη λατρεία προς τον Θεό και τις προσευχές της, συνεπώς με τη μετάθεση από τη ζωή αυτή σε κάποιαν άλλη. Και γι’ αυτό είναι έτοιμοι να καταδικάσουν και κάθε προσφορά των πιστών προς αυτήν, αν αυτή η προσφορά δεν πάρει τη μορφή της ελεημοσύνης. Κι ασφαλώς η απάντηση της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος στον Ιούδα: «άφες αυτήν…». Διότι και η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού μάς προσανατολίζει σ’ αυτό που προσανατόλιζε πάντοτε ο Κύριος, δηλαδή στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Για την Εκκλησία το κύριο έργο της, όπως του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, είναι η σωτηρία του ανθρώπου, δηλαδή η σχέση με τον Τριαδικό Θεό. Το πώς θα έχει τον ζωντανό Θεό στη ζωή του ο άνθρωπος είναι η αδιάκοπη έγνοια της Εκκλησίας. Και δρόμος γι’ αυτό, πέραν της διά του βαπτίσματος και των άλλων μυστηρίων ένταξης του ανθρώπου στον Χριστό, είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που παίρνει τη μορφή και της ελεημοσύνης. Το πρώτιστο όμως έργο της δεν είναι η ελεημοσύνη, και μάλιστα με την έννοια της υλικής αποκλειστικά κατανόησής της. Ότι το θεωρεί βασικό και ουσιαστικό, γιατί φανερώνει την αγάπη προς τον Θεό, ναι! Ότι αυτό είναι το καίριο και αποκλειστικό όχι! Μία τέτοια τοποθέτηση την αντιμετωπίζει ως πειρασμό, όπως ήταν και ο πρώτος πειρασμός που δέχτηκε από τον διάβολο ο Κύριος μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό: να κάνει τις πέτρες ψωμί. Ο άνθρωπος όμως πεινάει και διψάει πάνω από όλα για Θεό κι έπειτα για υλικό φαγητό. Η κάλυψη του υλικού φαγητού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, ενώ η κάλυψη των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου: να πληρωθεί η ψυχή του από τη χάρη του Θεού, τον κάνει να βρίσκει τρόπους κάλυψης και των υλικών αναγκών. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού - είπε ο Κύριος - και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά) προστεθήσεται υμίν».

Πρέπει να απεμπλακούμε από τη λογική της μονομέρειας της αγάπης, είτε μόνο προς τον Θεό είτε μόνο προς τον συνάνθρωπο. Να μάθουμε ως πιστοί να προσεγγίζουμε ενιαία τον Θεό και τον κόσμο: αγαπώντας δηλαδή τον Θεό αγαπάμε και τους ανθρώπους, όπως και το αντίστροφο. Στην αλήθεια αυτή μάς προσανατολίζει κατεξοχήν η Μ. Εβδομάδα με τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της. Γιατί στην πραγματικότητα συμμετοχή στον Σταυρό σημαίνει νέκρωση του εγωισμού μας και συμμετοχή στην Ανάσταση σημαίνει ανάσταση της αληθινής αγάπης.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδέν μεριμνᾶτε» (Φιλ. 4, 6)

῾Η Κυριακή τῶν Βαΐων σηματοδοτεῖ τήν ἀπαρχή τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος. ῾Ο Κύριος, λίγες ἡμέρες πρό τοῦ ἐπιγείου τέλους Του, ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό φίλο του Λάζαρο καί δίνει μέ τόν θριαμβευτικό ἐρχομό Του στά ῾Ιεροσόλυμα «ἐπί πῶλον ὄνου» τή δυναμική τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου, κάτι πού θά σφραγιστεῖ μέ τή δική Του τριήμερη μετά τόν Σταυρό ᾽Ανάσταση. ῎Ετσι ἀπό τήν εἴσοδο ἤδη τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος προβάλλεται ὁ χαρμολυπικός χαρακτήρας αὐτῆς: ἔρχονται τά γεγονότα τοῦ Πάθους μέ τή δραματική ἔντασή τους, μέσα ὅμως στό φῶς τῆς νίκης πού φέρνει ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Τό ᾽Αποστολικό ἀνάγνωσμα  ἀπό τήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στοιχεῖ στή χαρμολυπική αὐτή λογική. Προβάλλει τήν ἐν Κυρίῳ χαρά καί εἰρήνη τοῦ πιστοῦ, τήν ὑπέρβαση τοῦ ἄγχους πού προκαλεῖ ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος, τόν ἀπόλυτο προσανατολισμό τῆς σκέψεως τοῦ πιστοῦ στόν Κύριο καί τίς ἀρετές Του. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀκριβῶς «ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδέν (λοιπόν) μεριμνᾶτε». ῾Ο Κύριος εἶναι κοντά κι ὅπου νά ᾽ναι ἔρχεται. Γιά τίποτε νά μή σᾶς πιάνει ἄγχος.

1. ῾Η προτροπή τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἡ πιό ἐπίκαιρη προτροπή. Γιατί χωρίς ὑπερβολή ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ σχεδόν ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί τούς χριστιανούς, εἶναι τό ἄγχος,  αὐτό πού μπορεῖ νά καταστρέψει ὅλα τά πνευματικά ἀντισώματα τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν ὁδηγήσει στόν πνευματικό θάνατο, τήν ὁριστική ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Καί βεβαίως γιά τήν ἀρνητική αὐτή κατάσταση ὑπάρχουν πολλά δικαιολογητικά – τά ἀτομικά καί οἰκογενειακά προβλήματά του, τά ἐπαγγελματικά καί τά κοινωνικά, τά ἐθνικά καί τά παγκόσμια. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ διά στόματος τοῦ ἀποστόλου εἶνα σαφής: «Μηδέν μεριμνᾶτε». Μήν ἔχετε ἄγχος γιά ὁτιδήποτε. Μήπως ὁ ἅγιος Παῦλος κινεῖται στό χῶρο τῆς οὐτοπίας; ᾽Ασφαλῶς ὄχι. Ξέρει τί ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος στήν καθημερινότητά του. ῾Ο ἴδιος ἄλλωστε «καθ᾽ ἡμέραν ἀπέθνησκεν» (Α´ Κορ. 15, 31), γι᾽ αὐτό καί παράλληλα μέ τήν προτροπή αὐτή θέτει καί τούς ὅρους ὑπερβάσεως τοῦ ἄγχους καί τῆς μέριμνας. 

2. ᾽Απαιτεῖται ὅμως μία διευκρίνηση. Τό «μηδέν μεριμνᾶτε» τοῦ ἀποστόλου δέν νοεῖται ὡς παντελής ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος τοῦ ἀνθρώπου γιά τή ζωή του. Κάτι τέτοιο θά ἦταν σαφής ἄρνηση τῆς ζωῆς καί ἄρα καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός μᾶς ἔδωσε νοῦ καί δυνάμεις γιά νά μποροῦμε νά φροντίζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅπως καί αὐτούς πού ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς. Τό «μηδέν μεριμνᾶτε» λοιπόν πρέπει νά νοηθεῖ ὡς ἀπομάκρυνση καί ἄρνηση τῆς ἀγωνιώδους μέριμνας, αὐτοῦ πού χαρακτηρίσαμε ὡς ἄγχος. Εἶναι τό ἴδιο πού εἶπε ὁ Κύριος: «μήν ἀγχώνεστε λέγοντας τί θά φᾶμε ἤ τί θά πιοῦμε ἤ τί θά ντυθοῦμε. Διότι ὅλα αὐτά τά ἐπιζητοῦν οἱ ἐκτός τῆς πίστεως ἄνθρωποι. Γνωρίζει ὀ Πατέρας σας ὁ Οὐράνιος ὅτι τά ἔχετε ἀνάγκη ὅλα αὐτά» (Ματθ. 6, 31-32). Ὁπότε καταδικάζεται ἐκείνη ἡ μέριμνα πού προϋποθέτει τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό.

3. ῾Η ἀρνητική προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου συμπληρώνεται καί ἑρμηνεύεται. Νά μήν ἔχουμε ἄγχος, διότι ὡς χριστιανοί «σέ κάθε περίπτωση μέ τήν προσευχή καί τήν δέησή μας πού γίνεται μέ εὐχαριστία ἀναφέρουμε τά αἰτήματά μας πρός τόν Θεό». Γιά τή χριστιανική πίστη μας δηλαδή τό ἄγχος δέν ὑπερβαίνεται πρωτίστως μέ τά διάφορα ψυχοφάρμακα, μέ τήν ἀποκλειστική καταφυγή στόν ἰατρό, μέ τήν ἀποφυγή ἴσως τῶν διαφόρων εὐθυνῶν πού ἔχουμε ἀναλάβει στόν κόσμο τοῦτο. Τό ἄγχος ὑπερβαίνεται μέ τήν ἀναφορά μας διά τῆς προσευχῆς στόν Θεό.

Ποιός ὁ βαθύτερος λόγος τῆς ἀλήθειας αὐτῆς; «῾Ο Κύριος ἐγγύς». ῾Ο Κύριος εἶναι κοντά μας. Κι ἀφοῦ εἶναι κοντά μας, γιατί νά μεριμνοῦμε, γιατί νά ἔχουμε ἄγχος; ῞Οταν ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔλεγε καί λέγει «ὁ Κύριος ἐγγύς» ἐννοεῖ δύο πράγματα: Πρῶτον, ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας, διότι ὄχι μόνον εἶναι ὁ Δημιουργός μας, ἀλλά καί ὁ συντηρητής καί ὁ προνοητής τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ᾽Εκεῖνος ἀπό τόν ῾Οποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας. «Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» (Πρ. ᾽Απ. 17, 25). Εἶναι μάλιστα περισσότερο κοντά μας ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στόν ἑαυτό μας. «῾Υμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30). ῎Αν μάλιστα σκεφτοῦμε ὅτι εἴμαστε μέλη Του καί συνεχῶς μᾶς προσφέρει «πρός βρῶσιν καί πόσιν» τό σῶμα καί τό αἷμα Του, καταλαβαίνουμε ὅτι εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, «σύσσωμοι καί σύναιμοι Αὐτῷ», μέ προοπτική νά αὐξήσουμε στό ἀνώτερο δυνατό τή μεταξύ μας σχέση. Δεύτερον, εἶναι κοντά μας καί μέ μία ἄλλη ἔννοια: ὅτι ὅπου νά ᾽ναι ὁ Κύριος ξανάρχεται στήν Δευτέρα Παρουσία Του – μία προσμονή πού ἔκανε τούς πρώτους ἰδίως χριστιανούς νά ζοῦν ἁγία καί συνεπή ζωή, πέρα ἀπό ἄγχη καί ἀνασφάλειες. Κι ἡ προσμονή αὐτή βεβαίως πρέπει νά εἶναι προσμονή καί τῆς δικῆς μας ζωῆς. Διότι πράγματι, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἦλθε στήν Πρώτη ἐπί γῆς παρουσία Του, εἶναι ἕτοιμος νά ξανάρθει ἀνά πᾶσα στιγμή. Βρισκόμαστε ἔτσι κι ἀλλιῶς μετά Χριστόν στά ἔσχατα τῶν καιρῶν.

4. ῎Ετσι ἡ αἴσθηση τῆς ἐγγύτητας τοῦ Κυρίου στήν ζωή μας ἀποτελεῖ τό ἰσχυρό ἀντίδοτο τῆς θανατηφόρας ἀρρώστιας τοῦ ἄγχους. Πού θά πεῖ: ἄν τό ἄγχος δέν ἀντιμετωπισθεῖ ὡς πνευματική ἀρνητική κατάσταση, δηλαδή μέσα στό πλαίσιο τῆς σχέσεως μέ τόν Θεό, δέν πρόκειται ποτέ νά ξεπεραστεῖ. Θά ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ψυχικῆς μας ἰσορροπίας καί ὑγείας. Κατά συνέπεια, στόν βαθμό πού δέν πιστεύουμε στόν Θεό ἤ στόν βαθμό πού ὀλιγοπιστοῦμε, βιώνουμε τόν θάνατο τοῦ ἄγχους μέσα μας. ᾽Από τήν ἄλλη: στόν βαθμό πού ἐμπιστευόμαστε τήν ὕπαρξή μας στόν Θεό, δηλαδή ἐπιρρίπτουμε τήν μέριμνά μας σέ Αὐτόν, κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: «ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί Αὐτός σέ διαθρέψει», γαληνεύουμε καί εἰρηνεύουμε μέσα μας. Διότι αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς μέ πίστη ἀναφορᾶς μας στόν Κύριο: «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν». Ζοῦμε δηλαδή τήν ἴδια τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, τοῦ χορηγοῦ τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης.

5. Τί πρέπει λοιπόν νά κάνουμε, ὥστε μέ πίστη νά ἔχουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τόν Θεό; ῾Ο ἀπόστολος κι ἐδῶ μᾶς δίνει τήν λύση: νά προσέχουμε τούς λογισμούς μας καί τίς πράξεις μας. Νά λογιζόμαστε δηλαδή «ὅσα  ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος», μέ ἄλλα λόγια ὁ νοῦς κι ὁ λογισμός μας νά εἶναι στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, διότι Αὐτός εἶναι ὅλα τά παραπάνω. Καί τί νά πράττουμε; «Ταῦτα πράσσετε, ὅσα ἐμάθετε καί παρελάβετε καί ἠκούσατε καί εἴδετε ἐν ἐμοί’. Κι ὅλα αὐτά πού ζοῦσε καί παρέδωσε ὀ ἀπόστολος ἦταν ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε, ὅταν προσπαθοῦμε νά σκεπτόμαστε τόν Χριστό καί νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στή ζωή ᾽Εκείνου, νιώθουμε ἐκείνη τή χάρη πού μᾶς ἀνάγει στήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί μᾶς κάνει νά ὑπερβαίνουμε τά ἄγχη καί τίς ἀγωνιώδεις μέριμνες τῆς ζωῆς μας.

῾Η ᾽Εκκλησία μας μᾶς καλεῖ συνεχῶς, κατεξοχήν ὅμως στήν πιό ἱερή περίοδο τῆς ζωῆς της, τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, σέ μετοχή αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Δέν ἔχουμε παρά νά προσέλθουμε στό ἰατρεῖο της καί νά παραδοθοῦμε στά θεραπευτικά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τά χέρια πού ἁπλωμένα ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀγκάλιασαν τόν κόσμο ὅλο, προσφέροντάς του τή λύτρωση καί τήν ἀπόλυτη καί μοναδική ἀσφάλεια πού ὑπάρχει.

Λ Υ Χ Ν Ι Κ Ο Ν

 

Νέυ και φωνές…

Ένας λυγμός εσφράγισε το στόμα που υμνούσε

γιατί πληγώθηκ’ η ψυχή από αγάπη θεία.

«Κύριε εκέκραξα προς Σε», άλλο δεν μπόρεσε να πει,

και ρίχτηκε στα γόνατα με δάκρυα στα μάτια.

Το χέρι αναζήτησε τ’ αγαπημένο νέυ

κι από τα χείλη της καρδιάς έπνευσε θείο μέλος.

Το νέυ θα συνέχιζε της προσευχής τη χάρη.


Λυχνικόν - Στέφανος Δορμπαράκης / Lychnikon - Stefanos Dorbarakis - YouTube

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 12, 1-18)

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στή Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὁ Λάζαρος, πού εἶχε πεθάνει καί ὁ Ἰησοῦς τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, ἐκεῖ γιά χάρη του δεῖπνο, καί ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού παρακάθονταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στό δεῖπνο. Τότε ἡ Μαρία πῆρε μιά φιάλη ἀπό τό πιό ἀκριβό ἄρωμα τῆς νάρδου κι ἄλειψε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπειτα σκούπισε μέ τά μαλλιά της τά πόδια του, κι ὅλο τό σπίτι γέμισε μέ τήν εὐωδιά τοῦ μύρου. Λέει τότε ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπό τούς μαθητές του, αὐτός πού σκόπευε νά τόν προδώσει: «Γιατί νά μήν πουληθεῖ αὐτό τό μύρο γιά τριακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τά χρήματα νά διανεμηθοῦν στούς φτωχούς;» Αυτό τό εἶπε ὄχι γιατί νοιαζόταν γιά τούς φτωχούς, ἀλλά γιατί ἦταν κλέφτης καί, καθώς διαχειριζόταν τό κοινό ταμεῖο, συχνά κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του ἀπό τά χρήματα πού ἔβαζαν σ’ αὐτό. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: «Ἄφησέ την ἥσυχη· αὐτό πού κάνει εἶναι γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. Οἱ φτωχοί πάντοτε θά ὑπάρχουν κοντά σας, ἐμένα ὅμως δέ θά μέ ἔχετε πάντοτε». Πλῆθος πολύ ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς πόλεως ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται ἐκεῖ καί ἦρθαν γιά νά δοῦν ὄχι μόνο αὐτόν ἀλλά καί τό Λάζαρο, πού τόν εἶχε ἀναστήσει ἀπό τούς νεκρούς. Γι’ αὐτό οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νά σκοτώσουν καί τό Λάζαρο, ἐπειδή ἐξαιτίας του πολλοί Ἰουδαῖοι ἐγκατέλειπαν αὐτούς καί πίστευαν στόν Ἰησοῦ. Τήν ἄλλη μέρα, τό μεγάλο πλῆθος πού εἶχε ἔρθει γιά τή γιορτή τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς, καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στό Θεό! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ! Ὁ Ἰησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καί κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή: Μή φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη τῆς Σιών· νά πού ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σέ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αὐτά στήν ἀρχή δέν τά κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς ἀνυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τά θυμήθηκαν. Ὅ,τι εἶχε γράψει γιά κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτά καί τοῦ ἔκαναν. Ὅλοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ, ὅταν φώναξε τό Λάζαρο ἀπό τόν τάφο καί τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, διηγοῦνταν αὐτά πού εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτό ἦρθε τό πλῆθος νά τόν προϋπαντήσει, ἐπειδή ἔμαθαν ὅτι αὐτός εἶχε κάνει τό θαυμαστό αὐτό σημεῖο.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Φιλ. 4, 4-9)

Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 Ἀδελφοί, νά χαίρεστε πάντοτε μέ τή χαρά πού δίνει ἡ κοινωνία μέ τόν Κύριο. Θά τό πῶ καί πάλι: νά χαίρεστε. Σ’ ὅλους νά δείχνετε τήν καλοσύνη σας. Ὁ Κύριος ἔρχεται σύντομα. Γιά τίποτε νά μή σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση τά αἰτήματά σας νά τά ἀπευθύνετε στό Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία. Και ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀσύλληπτη στό ἀνθρώπινο μυαλό, θά διαφυλάξει τίς καρδιές καί τίς σκέψεις σας κοντά στόν Ἰησοῦ Χριστό. Τέλος, ἀδερφοί μου, ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, ἀξιαγάπητο, καλόφημο, ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν ἀρετή καί εἶναι ἄξιο ἐπαίνου, αὐτά νά ἔχετε στό μυαλό σας. Αυτά πού μάθατε, παραλάβατε κι ἀκούσατε ἀπό μένα, αὐτά πού εἴδατε σ’ ἐμένα, αὐτά νά κάνετε κι ἐσεῖς. Καί ὁ Θεός πού δίνει τήν εἰρήνη θά εἶναι μαζί σας.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια».

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι εντελώς δειγματοληπτικοί αλλά και αποκαλυπτικοί: «Θρηνείς, Ιησού – δείγμα τούτο ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος. Δίνεις ζωή στον φίλο σου – δείγμα τούτο της θεϊκής δύναμής Σου».

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που δίνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά" (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" (ωδή ζ΄).