«άφες
αυτήν…» (Ιωάν. 12, 7)
Το
Σάββατο του Λαζάρου αποτελεί το τέλος της Μ. Σαρακοστής. Από
σήμερα Κυριακή εισερχόμαστε ουσιαστικά στη Μ. Εβδομάδα, η οποία συνιστά τη
σπουδαιότερη περίοδο όλου του χρόνου λόγω ακριβώς των γεγονότων εκείνων με τα
οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μας, του Σταυρού και της Αναστάσεως του
Κυρίου. Από τον εσπερινό μάλιστα της Κυριακής των Βαΐων υπήρχε η παράδοση
να συνάζονται στα μοναστήρια και όλοι οι μοναχοί που ζούσαν στα
ερημητήρια και τις μοναστικές καλύβες, όπως το ακούμε και στο πολλαπλώς
ψαλλόμενο τροπάριο «Σήμερον η χάρις του αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…».
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αναφέρεται κυρίως σε δύο γεγονότα: στο
τραπέζι στο οποίο παρακάθισε ο Κύριος στο σπίτι του Λαζάρου μετά την εκ νεκρών
ανάστασή του, κατά τη διάρκεια του οποίου η αδελφή του Λαζάρου Μαρία άλειψε με
μύρο τα πόδια του Κυρίου – κάτι που θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια - και
στη θριαμβευτική είσοδο Αυτού στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία το συγκεντρωμένο
πλήθος με κλαδιά από φοίνικες δοξολογούσαν τον Κύριο.
1. Στο σπίτι του Λαζάρου η Μαρία αλείφει με ακριβό μύρο τα πόδια του
Κυρίου, γεγονός που επισύρει την αντίδραση και την οργή του Ιούδα Ισκαριώτη: το
μύρο αυτό θα μπορούσε να πωληθεί και να δοθεί στους πτωχούς. Η απάντηση του
Κυρίου στην ένσταση του Ιούδα φαίνεται παράδοξη: «άφες αυτήν…Τους πτωχούς
γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Γιατί
χαρακτηρίζουμε παράδοξη την απάντηση του Κυρίου; Διότι η ένσταση του Ιούδα
φαίνεται λογική και ρεαλιστική. Ανεξάρτητα από το δικό του
ψεύτικο ενδιαφέρον – «ότι κλέπτης ην», σημειώνει ο
ευαγγελιστής που τον ήξερε – η αντίρρησή του είχε βάση: υπήρχαν πράγματι οι
πτωχοί. Η αντίρρησή του όμως αποκαλύπτεται ως βλασφημία, γιατί αφενός την
εκφράζει σ’ Εκείνον ο Οποίος ήρθε ακριβώς και για τον πιο τελευταίο και
ελάχιστο άνθρωπο και γιατί αφετέρου διαχωρίζει την προσφορά προς τον Χριστό από
την προσφορά προς τον άνθρωπο. Έτσι με την πρόφαση της φιλοπτωχίας φανερώνει
την αρνητική διάθεσή του προς τον Κύριο και Διδάσκαλό του, όπως και την απιστία
του προς τον λόγο του Θεού, ο οποίος ήδη από την Παλαιά Διαθήκη συνέδεε την
αγάπη προς τον Θεό με την αγάπη προς τον άνθρωπο.
2. Πράγματι, δεν πρέπει
να μας διαφεύγει ότι οι δύο βασικές εντολές του Θεού, (μία στην
πραγματικότητα), είναι η αγάπη που αναφέρεται προς τον Θεό και προς τον
συνάνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της
καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως
σεαυτόν». Κι αυτό θα πει ότι κάθε μονομέρεια στην αγάπη καταδικάζεται ως
ψεύτικη: ούτε μόνη η αγάπη προς τον Θεό ούτε μόνη η αγάπη προς τον συνάνθρωπο
θεωρείται γνήσια και ειλικρινής αγάπη. Κι αυτό διότι μόνον Εκείνος που αγαπά
τον Θεό μπορεί να αγαπά και τα πλάσματα του Θεού, τους ανθρώπους, όπως κι αυτός
που αγαπά τους ανθρώπους οπωσδήποτε θα αγαπά και τον Θεό. Κι εννοούμε βεβαίως
τη βαθειά και αληθινή αγάπη που αποτελεί καρπό της καρδιάς κι εκτείνεται και
προς τους εχθρούς, κι όχι μία επιφανειακή αγάπη που αναφέρεται σε εκείνους που
είναι όντως αξιαγάπητοι, όπως οι φίλοι μας ή τα απονήρευτα παιδιά.
3. Η παραπάνω στάση του
προδότη μαθητή του Κυρίου Ιούδα, στάση υποκριτικής αγάπης, βρίσκει σε κάθε
εποχή και ιδιαιτέρως στη δική μας πολλούς μιμητές. Πολλοί για παράδειγμα
κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν έχει ως κύριο έργο της τη φιλανθρωπία και τη
φιλοπτωχία. Πολλοί δηλαδή είναι έτοιμοι να της ρίξουν το ανάθεμα, γιατί
ασχολείται υπέρ το δέον, κατ’ αυτούς, με τη λατρεία προς τον Θεό και τις
προσευχές της, συνεπώς με τη μετάθεση από τη ζωή αυτή σε κάποιαν άλλη. Και γι’
αυτό είναι έτοιμοι να καταδικάσουν και κάθε προσφορά των πιστών προς αυτήν, αν
αυτή η προσφορά δεν πάρει τη μορφή της ελεημοσύνης. Κι ασφαλώς η απάντηση της
Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος στον
Ιούδα: «άφες αυτήν…». Διότι και η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του
Χριστού μάς προσανατολίζει σ’ αυτό που προσανατόλιζε πάντοτε ο Κύριος, δηλαδή
στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Για την Εκκλησία το κύριο έργο
της, όπως του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, είναι η σωτηρία του ανθρώπου,
δηλαδή η σχέση με τον Τριαδικό Θεό. Το πώς θα έχει τον ζωντανό Θεό στη ζωή του
ο άνθρωπος είναι η αδιάκοπη έγνοια της Εκκλησίας. Και δρόμος γι’ αυτό, πέραν
της διά του βαπτίσματος και των άλλων μυστηρίων ένταξης του ανθρώπου στον
Χριστό, είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που παίρνει τη μορφή και της
ελεημοσύνης. Το πρώτιστο όμως έργο της δεν είναι η ελεημοσύνη, και μάλιστα με
την έννοια της υλικής αποκλειστικά κατανόησής της. Ότι το θεωρεί βασικό και
ουσιαστικό, γιατί φανερώνει την αγάπη προς τον Θεό, ναι! Ότι αυτό είναι το
καίριο και αποκλειστικό όχι! Μία τέτοια τοποθέτηση την αντιμετωπίζει ως
πειρασμό, όπως ήταν και ο πρώτος πειρασμός που δέχτηκε από τον διάβολο ο Κύριος
μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό: να κάνει τις πέτρες ψωμί. Ο άνθρωπος
όμως πεινάει και διψάει πάνω από όλα για Θεό κι έπειτα για υλικό φαγητό. Η
κάλυψη του υλικού φαγητού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και στροφή του ανθρώπου προς
τον Θεό, ενώ η κάλυψη των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου: να πληρωθεί η ψυχή
του από τη χάρη του Θεού, τον κάνει να βρίσκει τρόπους κάλυψης και των υλικών
αναγκών. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού -
είπε ο Κύριος - και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά) προστεθήσεται
υμίν».
Πρέπει να απεμπλακούμε από τη λογική της μονομέρειας της αγάπης, είτε μόνο προς τον Θεό είτε μόνο προς τον συνάνθρωπο. Να μάθουμε ως πιστοί να προσεγγίζουμε ενιαία τον Θεό και τον κόσμο: αγαπώντας δηλαδή τον Θεό αγαπάμε και τους ανθρώπους, όπως και το αντίστροφο. Στην αλήθεια αυτή μάς προσανατολίζει κατεξοχήν η Μ. Εβδομάδα με τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της. Γιατί στην πραγματικότητα συμμετοχή στον Σταυρό σημαίνει νέκρωση του εγωισμού μας και συμμετοχή στην Ανάσταση σημαίνει ανάσταση της αληθινής αγάπης.