«Ο άγιος Συμεών ήταν
υιός του μνήστορος Ιωσήφ, αδελφός του Ιακώβου. Ο ίδιος ο Χριστός και Θεός μας
τον προσέλαβε και καταδέχτηκε να τον ονομάζει αδελφό Του, και τον έχρισε ιερέα
για να κηρύσσει την ένδοξη παρουσία Του. Γι᾽αυτό, αφού πάλαιψε με μύριους
κόπους και ιδρώτες ως ποιμένας και όχι ως μισθωτός, κατακόσμησε τον θρόνο των
Ιεροσολύμων. Έκανε τον εαυτό του ναό του Αγίου Πνεύματος και κατέστρεψε τους
ναούς των ειδώλων, ενώ οδήγησε προς το φως του Χριστού τους πλανεμένους. Χάριν
της πίστεώς του υπέμεινε φοβερά μαρτύρια και στο τέλος τον σταύρωσαν, ενώ ήδη
είχε γίνει εκατόν είκοσι ετών. Έτσι πήγε κοντά στον Σωτήρα Χριστό, τον Οποίο
αγαπούσε με βαθύ πόθο. Αυτός ο μακάριος απέκτησε πλούτο διπλής κλήσεως: Καλείτο
Σίμων και Συμεών, ενώ χρημάτισε αδελφός του Ιακώβου και του ίδιου του Χριστού».
Μολονότι ο άγιος Συμεών
δεν ανήκει στους δώδεκα μαθητές του Κυρίου μας κι ούτε είναι ιδιαιτέρως γνωστός
στους πολλούς, κατέχει ξεχωριστή θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωσήφ
ο υμνογράφος μεταξύ άλλων εγκωμίων που προβάλλουν τη σπουδαία προσωπικότητά του
αναφέρει στον οίκο του κοντακίου: «Ας δοξολογήσουμε σήμερα τον τρισμακάριο
Συμεών, ο οποίος καταγόταν από το γένος του Αβραάμ, ήταν από τη σειρά του
Δαυίδ, υπήρξε υιός του Ιωσήφ και συγγενής του Ιησού. Κι αυτό γιατί δοξάστηκε
πάρα πολύ λόγω της συγγένειάς του με τον Χριστό, κόσμησε με λαμπρότητα τον
θρόνο της μητέρας των Εκκλησιών, ωραιώθηκε ένδοξα με το αίμα του μαρτυρίου. Και
μάλιστα αυτός, όπως ο Δεσπότης Χριστός, σταυρώθηκε και μιμήθηκε έτσι το θείο
πάθος Αυτού». Η σταυρική του θυσία γίνεται βεβαίως ευκαιρία για τον άγιο
υμνογράφο, κι όχι μόνο μία φορά, να τονίσει ακόμη περισσότερο την αδελφική
σχέση του με τον Κύριο – αδελφική όχι κατά σάρκα ασφαλώς, αλλά γιατί μεγάλωσαν
στην ίδια οικογένεια υπό την προστασία του μνήστορος Ιωσήφ. «Πάσχεις ίδια,
Συμεών, με τον Κύριο, αφού κρεμάστηκες στο Ξύλο ως αδελφός του Κυρίου» (στίχοι
συναξαρίου).
Η μεγαλωσύνη του αγίου
Συμεών – υπονοήθηκε και παραπάνω – δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι είχε
συγγένεια με τον Κύριο. Μία τέτοια εξωτερική σχέση με τον Χριστό δεν
δικαιώνεται χριστιανικά κι ήταν κάτι που ο Κύριος αρνήθηκε. Σε παρόμοιο
προβληματισμό που του έθεσαν οι Ιουδαίοι είπε τα θεωρούμενα σκληρά λόγια: «Ποια
είναι η μάνα μου και ποια είναι τα αδέλφια μου; Μάνα μου και αδελφός μου και
αδελφή μου είναι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούν». Γεγονός που
σημαίνει: ακόμη και η ίδια η Παναγία, όπως και όλοι οι συγγενείς του Κυρίου,
έχουν τόσο μεγάλη θέση στην Εκκλησία λόγω ακριβώς της υπακοής τους στον Κύριο
και Θεό τους και όχι λόγω της συγγένειάς τους. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας
πράγματι επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος Συμεών «έγινε σαν τον Χριστό λόγω
της ολοκληρωτικής στροφής της καρδιάς του προς τον Θεό και λόγω της λάμψης του
μαρτυρίου του» (ωδή γ´). Και γι᾽αυτόν
τον λόγο έγινε τόσο μεγάλος, τόσο τεράστιος, ώστε και τα θεωρούμενα όρη της
ασέβειας και τα βουνά των δαιμονικών πειρασμών συντρίφτηκαν επάνω του. «Συντρίφτηκαν
ενώπιόν σου, Ιεράρχα, τα όρη της ασέβειας και έλιωσαν όλα τα βουνά των
δαιμόνων, καθώς σε ενδυνάμωνε ο Χριστός» (ωδή δ´).
Ο άγιος Ιωσήφ προχωράει ακόμη περισσότερο, καθοδηγώντας μας στο μυστικό και ιερό βάθος της καρδιάς του αγίου Συμεών, εκεί που το «θείο φίλτρο ανέφλεγε τον νου του» (ωδή ζ´). Ο άγιος «υπήρξε ένα όμορφο στολίδι, και μάλιστα των αρχιερέων, γιατί αγωνίστηκε να μισήσει τις ηδονές του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, και με την άθλησή του αξιώθηκε την ουράνια δόξα» (ωδή γ´). Η δύναμή του δε, δύναμη όπως είδαμε του Χριστού, ήταν η ένθερμη προσευχή του. Αυτήν χρησιμοποιούσε ως ακατανίκητο όπλο, και για να νικήσει τα είδωλα και για καθοδηγήσει τους πλανεμένους ανθρώπους προς το φως (ωδή ε´). Και το φως αυτό προς το οποίο καθοδηγούσε τους ανθρώπους δεν ήταν άλλο από τον αγαπημένο αδελφό και Κύριό του. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, έτσι και ο άγιος Συμεών, μπορούσε με ταπείνωση να ομολογεί: «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». «Σαν όρθρος αυτός έλαμψε στους σκοτισμένους ανθρώπους, υποδεικνύοντάς τους τον Ήλιο της δικαιοσύνης, που ανέτειλε στους ανθρώπους από τη νεφέλη, δηλαδή την Παρθένο Κόρη» (ωδή γ´).