«῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἔζησε κατά τούς
χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Δομετιανοῦ κι ἦταν σύγχρονος τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων. ᾽Από αὐτούς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος
τῆς κατά Πέργαμον ᾽Εκκλησίας, τόν καιρό πού ὁ θεολόγος καί εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης
βρισκόταν ἐξόριστος στήν Πάτμο, καθώς ὁ ἴδιος γράφει στήν ᾽Αποκάλυψή του, ἀποκαλώντας
τόν ᾽Αντίπα ἱερέα πιστό καί Μάρτυρα.
Εὑρισκόμενος στήν Πέργαμο ὡς ἀρχιερέας
ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας, σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία, ποίμαινε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ
μέ κάθε εὐσεβή τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἐπειδή καί
οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες πού λατρεύονταν ἀπό αὐτούς φανέρωσαν ὅτι δέν μποροῦν νά
κατοικοῦν στόν συγκεκριμένο τόπο οὔτε καί νά δέχονται τίς προσαγόμενες ἀπό αὐτούς
θυσίες, ἀλλά ὅτι ἐκδιώκονταν ἀπό τόν ᾽Αντίπα.
῞Οταν λοιπόν ὁδηγήθηκε ὁ ἅγιος πρός
τόν ἡγεμόνα, ὁ ἡγεμόνας προσπαθοῦσε νά τόν πείσει ὅτι τά παλαιότερα ἦταν τιμιώτερα,
ἐνῶ τά καινούργια καί νεώτερα ἦταν ἀτιμότερα, θέλοντας νά πεῖ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν
῾Ελλήνων ἦταν παλαιά καί συναυξήθηκε σέ πολλά χρόνια, ἐνῶ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν
ἄρχισε πολύ ἀργά καί ἔγινε παραδεκτή ἀπό λίγους. Σ᾽ αὐτά ὁ ἅγιος ἀντέταξε τήν ἱστορία
τοῦ Κάιν (πού σκότωσε τόν ἀδελφό του ῎Αβελ) καί τήν ἀσέβεια ἔτσι πού φάνηκε ἀπό
τήν ἀρχή - ἀσέβεια πού ἦταν ἀπαράδεκτη
γιά τούς εὐσεβεῖς, μολονότι προηγεῖτο χρονικά ὅλων τῶν ἄλλων.
῾Ο ἡγεμόνας ὀργίστηκε πολύ ἀπό τά
λόγια τοῦ ἁγίου, γι᾽ αὐτό καί διέταξε νά τόν βάλουν σέ ἕνα κατασκεύασμα χάλκινο
πού εἶχε φτιαχθῆ σέ σχῆμα βοδιοῦ. ῾Ο ἅγιος ἱκέτευσε πολύ τόν Θεό μέσα σ᾽ αὐτό
κι ἀφοῦ ἐξύμνησε τήν μεγάλη Του δύναμη καί Τόν εὐχαρίστησε γιά ὅσα ἀξιώθηκε νά
πάθει γιά τό ὄνομά Του, κι ἀφοῦ Τοῦ ζήτησε νά διαφυλάσσονται ὅσοι τόν θυμοῦνται
ἀπαθεῖς καί ἀπό ἄλλα νοσήματα, κυρίως ὅμως ἀπό τήν ἀφόρητη ὀδύνη τῶν ὀδόντων,
κι ἀφοῦ τέλος προσευχήθηκε ἀκόμη γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καί νά βροῦν ἔλεος
κατά τήν μέλλουσα κρίση, ἀφοῦ λοιπόν προσευχήθηκε, ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο καί
τοποθετήθηκε στήν ᾽Εκκλησία τῆς Περγάμου, πηγάζοντας ἀέναα μύρα καί ἰάσεις.
Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό
πάνσεπτο ᾽Αποστολεῖο τοῦ ἁγίου καί πανευφήμου ᾽Αποστόλου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου,
πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ᾽Εκκλησίας».
῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἀνήκει στούς σπουδαίους ἀποστολικούς
Πατέρες, σ᾽ ἐκείνους δηλαδή πού σχετίστηκαν ἄμεσα μέ τούς ἁγίους ᾽Αποστόλους τοῦ
Κυρίου καί συνέχισαν ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ τό θεάρεστο ἔργο τους. ᾽Ιδιαιτέρως
σχετίστηκε μέ τόν ἀγαπημένο μαθητή τοῦ Κυρίου ᾽Ιωάννη τόν εὐαγγελιστή, (ὁ ὁποῖος
τόν μνημονεύει καί στήν ᾽Αποκάλυψή του),
ἀπό τόν ὁποῖο μάλιστα, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο του ᾽Ιωσήφ, ἔλαβε καί τήν
χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κατ᾽ ἐπέκταση καί αὐτός ἀγαπημένος
᾽Εκείνου. ῾Η διδασκαλία τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔχει τήν σφραγίδα
τῆς καρδιακῆς καί βαθειᾶς θεολογίας τοῦ Εὐαγγελιστῆ ἀποστόλου, πηγάζει δηλαδή ἀπό
τό ἴδιο τό στῆθος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἔλαβε τήν γνώση ᾽Εκείνου ὁ ἀγαπημένος
Του μαθητής. «᾽Αφοῦ ἄντλησες πλούσια τή χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἱεράρχα, ἀπό
ἀκένωτη πηγή, τοῦ ἐπιστήθιου δηλαδή καί θείου κήρυκά της ᾽Ιωάννη, τήν μετέδωσες
σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἄφθονα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί ἡ διδασκαλία
του ἔχει τό ἄρωμα τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅ,τι ἔλεγε δηλαδή ἦταν
θεῖα λόγια. «Γέμισες ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό θεολόγο στόμα τοῦ ἐπιστηθίου
μαθητῆ. Γι᾽ αὐτό καί ἀνέβλυσες τά θεῖα διδάγματα σέ ὅλους τούς πιστούς, πάτερ ὅσιε»
(ὠδή δ´).
Τί δίδασκε συγκεκριμένα ὁ ἅγιος; Μά ἀσφαλῶς ὅ,τι καί οἱ ἀπόστολοι,
ἰδίως ὅπως εἴπαμε ὁ ἀγαπημένος του δάσκαλος Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης: τή
διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τή σάρκωση Αὐτοῦ καί τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του.
Τά δύο τελευταῖα μάλιστα δέν συνιστοῦν τόν ἄξονα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί
σέ αὐτά δέν ἐπικέντρωναν πρωτίστως οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ; «Μέ νόμιμο τρόπο,
δηλαδή ὀρθά ἐκκλησιαστικό, ποίμανες πράγματι τό ἱερό σου ποίμνιο, πάτερ, καί τό
ἐξέθρεψες μέ τήν χλόη τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστοῦ» (ὠδή α´). «Κηρύττεις τό μέγα μυστήριο τῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἱερομάρτυς» (ὠδή
ε´). «Στεκόσουν ἐνώπιον δικαστικῶν βημάτων, ἀθλοφόρε, κηρύττοντας τήν σάρκωση ᾽Εκείνου
πού κένωσε τόν ῾Εαυτό Του γιά σένα καί παραστάθηκε στό βῆμα τοῦ Πιλάτου καί
θανάτωσε τόν ἐχθρό μέ τόν Σταυρό Του» (ὠδή ς´).
᾽Αξίζει νά σταθεῖ κανείς ἰδιαιτέρως σέ κάτι πού ἐπισημαίνει
ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν πρώτη ἤδη ὠδή τοῦ κανόνα του: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σου, ὁ
Χριστός, πάνσοφε, σέ ἀνέδειξε ὁ ῎Ιδιος γνήσιο μάρτυρα τῶν δικῶν Του Παθῶν». ῎Οχι
ἄλλος, ὄχι κάποιος δάσκαλος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σέ ἀνέδειξε μάρτυρα τοῦ
Πάθους Του. Δέν εἶναι ἀντίθετο αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ μέ τά προηγούμενα
λεχθέντα του, ὅτι δάσκαλος κυρίως τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἦταν ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης. ᾽Επισημαίνει
μέ ἄλλον τρόπο τήν ἔστω καί μέσω τῶν ἀποστόλων εὐθεῖα κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός
τούς μαθητές Του κάθε ἐποχῆς. Μπορεῖ δηλαδή οἱ ἀπόστολοι νά κηρύσσουν καί νά διδάσκουν,
ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ὅμως τελικῶς εἶναι Αὐτός πού καλεῖ τούς ἀνθρώπους, πολύ
περισσότερο Αὐτός πού καλεῖ τούς κήρυκες τῆς παρουσίας Του στόν κόσμο. ᾽Από τήν
ἄποψη αὐτή ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν προσωπική παρουσία τοῦ Κυρίου
σέ κάθε ἐποχή μέσα ἀπό τούς πιστούς κήρυκές Του, ὅταν ὅμως αὐτοί βρίσκονται
στήν ἴδια γραμμή μέ τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ ῎Ιδιου, κρατοῦν δηλαδή τήν ἀποστολική
παράδοση.
Μία τέτοια ζωντανή μαρτυρία τοῦ Κυρίου στόν κόσμο, μία
τέτοια θεολογία συνιστᾶ πράγματι τήν ἀναμμένη φλόγα τῆς πίστεως, γιά τήν ὁποία
μίλησε καί ὁ Κύριος («πῦρ ἦλθον βαλεῖν»),
ἡ ὁποία μπορεῖ νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν βαθύ ὕπνο τῆς ἀθεΐας πού
βρίσκονται καί νά τούς ὁδηγήσει συνεπῶς στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. «᾽Αγρυπνώντας
ἐσύ, πανεύφημε, ξύπνησες μέ τίς διδασκαλίες τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος αὐτούς πού
κυριαρχοῦνταν ἀπό τήν νύστα τῆς ἀθεΐας, γιά νά γνωρίσουν τήν ἀληθινή ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ» (ὠδή δ´). Κι αὐτό σημαίνει
ὅτι ὅπου ὑπάρχουν ἀληθινοί ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ
νήψη πνευματική, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Αὐτό δέν εἶναι τό ἔργο μας στήν ᾽Εκκλησία; Νά εἴμαστε οἱ ἄγρυπνοι φρουροί. ᾽Αρκεῖ
βεβαίως ἡ φλόγα τῆς πίστεως νά ἔχει πυρακτώσει καί τή δική μας καρδιά. Διότι «οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος» κατά
τή γνωστή φράση. ῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας μποροῦσε νά εἶναι φύλακας τῆς πίστεως, γιατί
τό πῦρ τῆς θείας ἀγάπης ἦταν ἀναμμένο μέσα του. «Καθώς ἤσουν ἀναμμένος ἀπό τούς
θείους ἄνθρακες τῆς θείας ἀγάπης, μάρτυς ᾽Αντίπα, κατέσβεσες τήν φλόγα τῆς ἀθεΐας»
(κάθισμα γ´ ὠδῆς).
Μακρηγοροῦμε, ἀλλά δέν θέλουμε νά παραλείψουμε τούς ὡραιότατους
συσχετισμούς πού κάνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ γιά τόν ἑορταζόμενο ἅγιό μας: τόν
συσχετίζει μέ τόν Πατριάρχη ᾽Αβραάμ, μέ τόν πατριάρχη Μωϋσῆ, μέ τούς ἁγίους τρεῖς
παῖδες στήν κάμινο. Γιατί; Διότι πέρασε μία ζωή ἔνδοξη γεμάτη ἀπό ἀρετές. Καί
πλήρης ἀπό ἀγαθά σάν τόν ᾽Αβραάμ ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο (στιχηρό ἑσπερινοῦ)·
διότι ἀνέβηκε στό ὄρος τῶν ἀρετῶν καί εἰσῆλθε μέσα στό ἀπόλυτο φωτεινό σκοτάδι
τῆς γνώσεως καί μίλησε μέ τόν Θεό, σάν τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ (ὠδή ε´)· διότι
σάν τούς τρεῖς παῖδες στό καμίνι ἔτσι καί αὐτός ρίχτηκε σέ καμίνι χάλκινου
βοδιοῦ, δοξολογώντας παρομοίως μέ τά παιδιά τόν Κύριο (ὠδή ζ´).
῾Ο ὑμνογράφος μας στέκεται προφανῶς ῾ἐνεός᾽ μπροστά στήν τεράστια καί ἅγια προσωπικότητα τοῦ «ἰσαποστόλου» (στιχ. ἑσπερινοῦ) ᾽Αντίπα. Εἴπαμε, τόν θεωρεῖ συνέχεια τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ θεολόγου, προβάλλοντας μάλιστα καί τό ἰαματικό του χάρισμα, ἰδίως ὡς πρός τά δόντια. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας εἶναι ὁ προστάτης ἅγιος τῶν ὀδοντιάτρων κι εἶναι πράγματι ἐξόχως συγκινητικό τό γεγονός ὅτι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν τόν εὐλαβοῦνται, ἔχουν ἀναρτημένη στά ἰατρεῖα τους τήν εἰκόνα του, διενεργοῦν συνέδρια πρός τιμή του. «Ἄς δοξολογήσουμε ὅπως ἔχουμε χρέος τόν Ἀντίπα, διότι θεραπεύει τά δόντια πού πάσχουν» (κοντάκιο).