10 Μαΐου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΖΗΛΩΤΗΣ

«Αυτός είναι ο Σίμων, που ονομαζόταν και Ναθαναήλ και χρημάτισε νυμφίος στον γάμο, στον οποίο κλήθηκε ο Χριστός με τους μαθητές Του στην Κανά, όπου και μετέβαλε το νερό σε κρασί. Γι᾽ αυτό και ο νυμφίος αφού εγκατέλειψε τον γάμο και το κρασί, ακολούθησε τον φίλο και θαυματουργό και νυμφαγωγό και παρευρισκόταν με τους Αποστόλους στο υπερώο, όταν το Άγιον Πνεύμα με τη μορφή πύρινων γλωσσών επιφοίτησε σ᾽ αυτούς. Κι αφού γέμισε από το Πνεύμα αυτό και διέτρεξε όλη σχεδόν τη γη, κατέφλεξε όλη την απάτη της πολυθεΐας. Πήγε σε όλη τη Μαυριτανία και στην Αφρική και κήρυξε τον Χριστό. Ύστερα έφτασε στη Βρετανία κι αφού φώτισε πολλούς με τον λόγο του Ευαγγελίου, σταυρώθηκε από τους απίστους και φτάνοντας στο τέλος του θάφτηκε εκεί. Επειδή δε διακατεχόταν από διάπυρο ζήλο προς τον παντοκράτορα Θεό, απέκτησε ως επωνυμία του τον τρόπο της ζωής του».

Εκείνο που κάνει εντύπωση στον κανόνα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη είναι ότι δεν υπάρχει καμμία απολύτως αναφορά στο περιστατικό της Κανά κι ούτε επομένως  ότι ο άγιος Σίμων είναι ο νυμφίος του γάμου. Ο υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι ο Σίμων αξιώθηκε από τον Κύριο να κληθεί ως μαθητής Του, να γίνει ακόλουθός Του επί τριετία, να γίνει μέτοχος των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής, να δράσει ως απόστολος μεταφέροντας τη φλόγα της πίστης σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ό,τι συνήθως υμνολογείται και για τους άλλους αποστόλους, των οποίων προβάλλεται η μοναδικότητα στον ευαγγελισμό των ανθρώπων, το ίδιο υμνολογείται και για τον σημερινό απόστολο. Ο άγιος Σίμων δηλαδή «αναδείχτηκε πιστός μεσίτης του Θεού και των ανθρώπων» (απόστιχα εσπερινού). «Πέρασε τη δημιουργία σαν υψιπέτης αετός, ως μαθητής και απόστολος του Σωτήρα Χριστού, και κατέφλεξε, όπως καίει κανείς τα ξερόχορτα, όλη την πλάνη των ειδώλων με τα φλογερά του δόγματα, ενώ μετέστρεψε τα ειδωλολατρικά έθνη από τον βυθό της αγνωσίας του Θεού στην θεία γνώση» (δοξαστικό εσπερινού).

Η σπουδαία αυτή δράση του δικαιολογείται, όπως είπαμε, από το γεγονός ότι κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, που σημαίνει ότι «μυήθηκε στο θεϊκό μυστήριο της σάρκωσης του Θεού από τον ίδιο τον Σωτήρα, καθώς δέχτηκε την υπερκόσμια λάμψη Του» (ωδή γ´), ότι «συνόδευε διαρκώς τον Χριστό ως σύντροφός Του» (ωδή ζ´), και βεβαίως ότι «υποδέχτηκε κι αυτός με προθυμία, όταν βρισκόταν στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μετά την Ανάληψη του Κυρίου, τη φαινομένη με φωτιά γλώσσα του Πνεύματος του Θεού» (ωδή ε´). Γι᾽ αυτό και «τη μνήμη του την δοξολογούμε ως ημέρα σωτηρίας» (οίκος κοντακίου).

Εκείνο που εξίσου κατά κόρον τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, θέλοντας να δείξει την ολοκληρωτική αφιέρωση στον Χριστό του αγίου Σίμωνα, είναι ο ένθεος ζήλος του. Πολλά τροπάριά του είναι ακριβώς αφιερωμένα στην εξήγηση της επωνυμίας του ῾ζηλωτής᾽. Σίμων ο ζηλωτής, διότι: έδειξε μεγάλο ζήλο για τον παντοκράτορα Θεό, αποδεικνύοντας ότι η ζωή του ερμηνεύει την επωνυμία του· διότι:  ζήλεψε το πάθος Του, τη σταυρική Του θυσία· διότι: έδειξε ζήλο για την αγνή και αιώνια ζωή. «Σίμων αξιοθαύμαστε, ονομάστηκες επώνυμος του ζήλου, γιατί έδειξες θερμό ζήλο για τον παντοκράτορα Θεό, γι᾽ αυτό και σε ανέδειξε γεμάτο από θεία θαύματα. Έχοντας λοιπόν θαυμαστό ζήλο, ονομάστηκες όπως πια το λέει το όνομά σου Ζηλωτής, μακάριε, και απέκτησες την ονομασία, σε συμφωνία με τον τρόπο της ζωής σου» (δοξαστικό εσπερινού).  «Ο Σίμων μοιάζει, Χριστέ, να σου λέει αυτό: Επειδή ζηλεύω το πάθος Σου, υπομένω το πάθος του Σταυρού»  (στίχοι συναξαρίου). «Σίμων, ζηλωτή της αιώνιας και αγνής ζωής, νέκρωσε τη ζωντανή αμαρτία μας, με τη ζωηφόρο δύναμη του Ζωοδότη Χριστού, της οποίας δέχτηκες την ενέργεια» (ωδή δ´).

09 Μαΐου 2022

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής, καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου: «τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

«Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατηχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251.Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου» (Από ιστολόγιο «ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ»).                                      

Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι η μελέτη των βίων των αγίων είναι από τα σημαντικότερα αναγνώσματα για την πνευματική προκοπή των χριστιανών. Κι αυτό γιατί η ζωή τους αποτελεί την ενσάρκωση του Ευαγγελίου, την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτού που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού. Ό,τι βλέπουμε στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον Οποίο ο λόγος ήταν η έκφραση της ζωής Του και η ζωή Του ήταν ο υπομνηματισμός του λόγου Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σ᾽ έναν βαθμό, βλέπουμε και στους αγίους μας. Κι ιδιαιτέρως σ᾽ εκείνες τις στιγμές τους που καταθέτουν και την ίδια τη ζωή τους θυσία για την αγάπη του Θεού. Από την άποψη αυτή τα ανδραγαθήματα των αγίων, τα μαρτύρια που πέρασαν και ο τρόπος που τα αντιμετώπιζαν αποτελούν για τους πιστούς τη δίοδο για να εισπράττουν τη χάρη του Θεού. Αυτός δηλαδή που ενίσχυε τους αγίους στα μαρτύριά τους, η χάρη που τους έδιδε ώστε να αντέχουν και να υπερβαίνουν τα βάσανα, ο Ίδιος Αυτός διοχετεύεται και στους πιστούς όταν εν πίστει και αγάπη έρχονται σε επαφή με ό,τι υπέστησαν οι μάρτυρες για χάρη του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει ότι χριστιανός που δεν μελετά τους βίους των αγίων μας στερεί τον εαυτό του από μία ιδιαίτερη χάρη που προσφέρει ο Κύριος στον κόσμο. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού ο άγιος υμνογράφος: «Εμπρός ας τιμήσουμε τους άθλους του Χριστοφόρου, μέσω των οποίων πηγάζει σ᾽ εμάς η αέναη χάρη του Χριστού που δίνει τη ζωή». Γι᾽ αυτό και δεν είναι υπερβολή ο λόγος του ότι «το μνημόσυνο του μάρτυρα μας προσφέρει ως εωδία με έντονο μάλιστα τρόπο τα πολύαθλα πάθη των αγωνισμάτων του, σαν να μυρίζει κανείς την έντονη και μεθυστική μυρωδιά των ανοιξιάτικων τριαντάφυλλων»  (στιχηρό εσπερινού).

Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου Χριστοφόρου, τονίζει με έμφαση την παραπάνω αλήθεια, σημειώνοντας όμως ότι η μέθεξη της χάρης του Θεού μέσω του μαρτυρίου ενός αγίου συμβαίνει μόνον  στους πιστούς, μόνο δηλαδή  σε εκείνους που επίσης είναι  χριστοφόροι σαν τον άγιο Χριστοφόρο, που εκτός από τη χάρη είχε και το όνομα. Με άλλα λόγια, ένας άσχετος προς τη χριστιανική πίστη, ένας αβάπτιστος ας πούμε ή και ένας βαπτισμένος μεν αλλά που δεν έχει ενεργοποιήσει το βάπτισμά του και ζει ως άθεος εν τω κόσμω, όχι μόνο δεν μπορεί να οσφρανθεί τη χάρη του μαρτυρίου, αλλά μπορεί και να διακωμωδήσει το μαρτύριο και να βλασφημήσει τον άγιο, περιπίπτοντας στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, ως αδυναμία οράσεως της παρουσίας του Θεού στη ζωή ενός αγίου. Πώς φανερώνει την αλήθεια αυτή ο άγιος Θεοφάνης; Όχι μία φορά καλεί προς δοξολογία του μάρτυρα τους χριστοφόρους ανθρώπους. «Εμπρός σήμερα όλοι οι χριστοφόροι και θεόφρονες ας ανυμνήσουμε με ευσέβεια τη μνήμη του Χριστοφόρου, του μάρτυρα της αλήθειας» (ωδή α´). Και στους στίχους του συναξαρίου του αγίου σημειώνει: «Εγώ ως χριστοφόρος γνωρίζω εσένα τον Χριστοφόρο, που θυσιάστηκες προς  χάρη του Χριστού του Θεού με ξίφος».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής στον κανόνα του δεν κάνει καθόλου λόγο ούτε για τη δυσμορφία του προσώπου του αγίου Χριστοφόρου ούτε και για το περιστατικό της μεταφοράς στους ώμους του του παιδίου Χριστού. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ωραιότητα της ψυχής του αγίου, η οποία πλημμύριζε από την αγάπη προς τον Χριστό και την αδιάκοπη μελέτη για την απόλαυση της βασιλείας Του, μελέτη μάλιστα  που αποτελούσε και την τροφή του αγίου Χριστοφόρου. «Η θεοφιλής σου ψυχή τρεφόταν με την αγάπη, καθώς μελετούσε, Χριστοφόρε, την απόλαυση της βασιλείας του Χριστού» (ωδή γ´). Η επικέντρωση στην ομορφιά της ψυχής του αγίου αποτελεί προφανώς και την απάντηση για τις παραπάνω δύο ῾ελλείψεις᾽ - η δυσμορφία του προσώπου του αγίου εξαφανίζεται από την εσωτερική ωραιότητα, κατά το λόγιο της Γραφής «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», το πρόσωπο του ανθρώπου ζωντανεύει και ομορφαίνει, όταν η καρδιά ευφραίνεται· η μεταφορά του παιδίου Χριστού στους ώμους του αγίου ερμηνεύεται είτε ως μή αποδοχή από τον υμνογράφο της πραγματικότητας του περιστατικού είτε ως συμβολική αποδοχή, με την έννοια ότι ο άγιος Χριστοφόρος, όπως δηλώνει και το όνομά του, έφερε στην καρδιά του πάντοτε τον Χριστό, ως πράγματι λοιπόν και ονόματι Χριστοφόρος.

Η στερέωση της διάνοιας του αγίου πάντοτε στον Χριστό, φανέρωση της αγάπης του προς Εκείνον,  ήταν αυτή που του έδινε και τη δύναμη να αντέχει και τους πόνους βεβαίως του μαρτυρίου, αλλά και τους πειρασμούς άλλου μεγάλου μαρτυρίου: της σάρκας. Ο άγιος υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστα και τα δύο. «Αγάπησες με τον τρόπο που έπρεπε την πιο ψηλή κορφή των επιθυμητών στον κόσμο, τον ίδιο τον Χριστό, αθλοφόρε, γι᾽ αυτό και δεν αισθανόσουν τους κόπους καθώς σε καταξέσχιζαν, έχοντας στερεωμένη τη διάνοιά σου πάντοτε στον Δεσπότη σου» (ωδή ς´). «Το φίδι, ο διάβολος δηλαδή, όπως κάποτε στον προπάτορα Αδάμ, σου πρόσφερε, μάρτυς, την πείρα των γυναικών. Ηττήθηκε όμως και ντροπιάστηκε, αποδεικνύοντας τους πειρασμούς παγίδες για τον ίδιο»  (ωδή δ´).  

08 Μαΐου 2022

ΜΑΝΑ, ΜΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΑΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

Μπορεί εκκλησιαστικά η εορτή της μητέρας να παραπέμπει στην Υπαπαντή του Κυρίου, όμως και η πρόκληση της δεύτερης Κυριακής του Μαῒου από πλευράς κοσμικής δεν πρέπει να παραθεωρηθεί – δίνει το έναυσμα για να μιλήσει κανείς και πάλι για ένα από τα ιερότερα πρόσωπα που υπάρχουν στον κόσμο. Άλλωστε πρόκειται για μία συνήθη τακτική της Εκκλησίας, κατά την οποία ένα κοσμικό γεγονός προσλαμβάνει από τη θεολογία αυτής ένα βάθος που διαφορετικά ποτέ δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς. Λοιπόν, η συγκεκριμένη ημέρα προβάλλει τη ΜΑΝΑ, το πρόσωπο στο οποίο οι πάντες, ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, μόρφωση, κοινωνική θέση, ηλικία, υποκλίνονται – «Μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος, α! τι όνομα γλυκό!» όπως λέει και ο ποιητής. Και πράγματι: χιλιάδες ποιήματα, τραγούδια, λογοτεχνικά έργα, πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, σε όλον τον κόσμο, έχουν ως θέμα τους το μοναδικό αυτό πρόσωπο, μπροστά στο οποίο στέκεται κανείς με δέος και απέραντο σεβασμό. Γιατί; Διότι προφανώς κανένας δεν βρίσκεται πιο κοντά από τη Μάνα σ’ αυτό που αναδεικνύει το μυστήριο της ζωής!

Αλλ’ ακριβώς εδώ έχει λόγο η θεολογική ματιά της Εκκλησίας. Γιατί εκεί που ιερουργείται η ίδια η ζωή, στη μήτρα δηλαδή της γυναίκας, όπου συλλαμβάνεται μία νέα ύπαρξη για να αναπτυχθεί και να φτάσει στο σημείο να έλθει στον κόσμο ως καινούργιος άνθρωπος, εκεί υπάρχει η παρουσία της ενέργειας του Θεού μας. Πώς μπορεί να πιστέψει κανείς, αν θέλει να είναι έστω και επ’ ελάχιστον χριστιανός, ότι υφίσταται η ζωή ανεξάρτητα από Αυτόν που είναι η πηγής της; Ο Θεός είναι «ο Ων», το ίδιο το Είναι ως Εγώ πρόσωπο, γι’  αυτό και ο χορηγός του κάθε είναι. Η Γραφή με έναν λιτό αλλά και πολύ σαφή τρόπο το αποκαλύπτει: «Ο Θεός είναι Εκείνος που ανοίγει τη μήτρα της γυναίκας», που σημαίνει ότι βεβαίως κατά το θέλημα του Θεού έχουμε τη συνεύρεση του άντρα και της γυναίκας, μα χωρίς τη θεϊκή θέληση και ενέργεια, τα πράγματα θα παρέμεναν στέρφα. (Μόνο στην περίπτωση του ενανθρωπήσαντος Θεού μας έχουμε κάτι διαφορετικό: τη σύλληψή Του «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», αλλά εκεί μιλάμε για μία απόλυτη εξαίρεση που συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που παρουσιάστηκε στη γη∙ ο Θεός να φανερωθεί στον κόσμο ως άνθρωπος). Κάθε παιδί, από την άποψη αυτή, είναι το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής, είναι η επιβεβαίωσή Του ότι θέλει ο Ίδιος να «επαναλαμβάνεται», αφού κάθε άνθρωπος συνιστά μία εικόνα του Χριστού που έχει προοπτική να ομοιωθεί με Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τον ερχομό κάθε ανθρώπου στον κόσμο ως κατεξοχήν χαρμόσυνο γεγονός -  «διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εν τω κόσμω» είπε. Και δικαίως: ως εικόνα Χριστού αποτελεί στην προοπτική του ένα μέλος της Βασιλείας Του, ένα μέλος δηλαδή του ίδιου του Σώματός Του, μία αύξηση και επέκταση της δικής Του χαράς. Όλα αυτά όμως δεν προβάλλουν και το μεγαλείο εκείνης μέσω της οποίας ιερουργείται όπως είπαμε η ζωή, της Μάνας!

Αλλά δεν μπορεί κανείς μιλώντας για τη Μάνα στη φυσική της διάσταση να μην κάνει λόγο και για τη Μεγάλη Μάνα, την ίδια την Παναγιά μας – Αυτή θεωρείται ο κατεξοχήν τύπος της Μητέρας. Κι όχι μόνο γιατί υπήρξε η Μάνα του Θεού ως ανθρώπου, πράγματι εντελώς Μοναδική σε όλους τους αιώνες, αλλά γιατί είναι η Μάνα και όλων των ανθρώπων: ενεργεία των χριστιανών γιατί αποτελούν μέλη του Υιού και Θεού της, του Ιησού Χριστού, δυνάμει και όλων των υπολοίπων, γιατί και αυτοί μπορούν να αποδεχτούν την κλήση Εκείνου και να μετάσχουν του μυστικού σώματός Του. Δεν είναι μία ευσεβής υπόθεση τούτο, αλλά ακριβής ομολογία του αποκαλυπτικού λόγου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. «Ιδού ο υιός σου» λέγει στη μητέρα Του δείχνοντας τον Ιωάννη∙ «ιδού η μήτηρ σου» λέγει στον μαθητή του Ιωάννη δείχνοντας τη Μάνα Του! Έκτοτε, πράγματι η Παναγία έγινε η Μάνα όλων μας, κυριολεκτικά «η πανύμνητη Μητέρα» μας, όπως το εξαγγέλλουμε με τον πανηγυρικότερο τρόπο στην ακολουθία των Χαιρετισμών της: «Ω, πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον»!

Και μαζί βεβαίως με την Παναγία ως Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα  είναι ευνόητο ότι η εορτή της Μητέρας μάς θέτει ενώπιον και της ίδιας της Εκκλησίας. Γιατί και η Εκκλησία τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί παρά ως η Μάνα που γεννά τα παιδιά της στην αιώνια ζωή; Αυτό δεν είπε ο Κύριος; «Εάν κανείς δεν γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού». Και μιλάμε για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου, όταν εξέρχεται στη νέα του ζωή ως μέλος Χριστού από την «κοιλιά» της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα. Κι ακόμη περισσότερο: όταν εν Πνεύματι εκείνη δίνει τη δυνατότητα για διαρκή αναγέννησή του μέσα από την ανανέωση του βαπτίσματος με το μυστήριο της μετανοίας. Μία διαρκής κολυμβήθρα του Σιλωάμ είναι η Εκκλησία που αδιάκοπα μάς αρπάζει από την κατάντια και τη νέκρα της αμαρτίας και τον πονηρό διάβολο για να μας θέτει εσαεί νέους και ζωντανούς μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό και είναι τόσο αληθινός και παρηγορητικός ο πατερικός λόγος που εξαγγέλλει: «Δεν μπορείς να έχεις τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχεις την Εκκλησία Μητέρα». Και δικαίως: χωρίς την αναγεννητική αύρα του Πνεύματος του Θεού που είναι η ψυχή της Εκκλησίας, πώς μπορεί κανείς να διανοίξει τα μάτια του και να δει τον Θεό ως Πατέρα και να κραυγάσει με την καρδιά του «αββά, ο Πατήρ»;  

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΕΜΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ!

«Ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν∙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ιωάν. 1, 3)

Για να έχετε κοινωνία με εμάς τους αποστόλους και κοινωνία με τον Θεό, αποκαλύπτει από την αρχή ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος στην Α΄ Καθολική επιστολή του στους πιστούς της Εκκλησίας, απαιτείται η μετοχή σας στη δική μας εμπειρία από τη συναναστροφή μας με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αυτό που είδαμε και ακούσαμε και ψηλαφήσαμε και βιώσαμε μαζί Του αυτό συνιστᾶ και το περιεχόμενο της πίστεώς μας, αυτό συνεπώς πρέπει να συνιστά και το περιεχόμενο της δικής σας πίστεως εφόσον θέλετε να ακολουθήσετε τον Χριστό.

Είναι ο αξιωματικός λόγος του αποστόλου Ιωάννου ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό, συνεπώς και στην αγία Τριάδα που απεκάλυψε Εκείνος, για να είναι αληθινή δεν μπορεί να μην είναι αποστολική. Πολλοί μπορεί να επικαλούνται το όνομα του Χριστού, αλλά για να στήσουν όμως δικές τους δοξασίες ως τάχα αληθινές – ό,τι προειδοποίησε ο ίδιος ο Κύριος τους μαθητές Του ως σημείο της αποστασίας των εσχάτων καιρών και της πλάνης στην οποία θα παρασύρει ο διάβολος τους ανθρώπους. Το απόλυτο κριτήριο ότι η πίστη στον Χριστό είναι αληθινή, ότι η εικόνα Του δηλαδή είναι όντως αυτή που απεκάλυψε ο Ίδιος με τον ερχομό Του στον κόσμο, είναι η επιβεβαίωση από τους αποστόλους Του. Ό,τι στοιχεί σ’ εκείνων το κήρυγμα και την ομολογία είναι όντως εκ Θεού και χριστιανικό. Ό,τι μοιάζει αλλά παρεκκλίνει έστω και επ’ ελάχιστον από τη δική τους μαρτυρία είναι εκ του Πονηρού – είναι το δηλητήριο στο φαγητό των ανθρώπων.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας στόν κανόνα της πίστεώς της, το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, θεώρησε ως ισχυρό στοιχείο της αλήθειας της περί του Ιησού Χριστού την πίστη ότι η ίδια, το ζωντανό σώμα του Χριστού, είναι η μία Εκκλησία, η αγία, η καθολική και η αποστολική. Στην αποστολικότητά της μάλιστα έδεσε γερά το σκάφος της, κάτι που έκτοτε και όσο θα υπάρχει κόσμος θα αποτελεί το κατεξοχήν θεμέλιό της. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο απόστολος Παύλος την ίδια μαρτυρία καταθέτει: η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη στον αρχηγό Της βεβαίως, τον Ιησού Χριστό: Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, αλλά επίσης και στους άλλους θεμέλιους λίθους που είναι οι άγιοι απόστολοι. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε το πόσο σημαντική και μοναδική είναι η θέση τους στην Εκκλησία. Τόσο σημαντική που όπως είπαμε εξαρτάται η κοινωνία και η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό από την κοινωνία με τους ίδιους. «Η κοινωνία με εμάς είναι κοινωνία με τον Θεό Πατέρα και τον Υιό Του Ιησού Χριστό». «Εσείς είστε οι μάρτυρές μου στον κόσμο» τους είπε ο Κύριος, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και την ημέρα της Πεντηκοστής με την επιφοίτητηση του αγίου Πνεύματος. Όπως ο Ιησούς Χριστός μαρτύρησε για τον Θεό Πατέρα, έτσι και το άγιον Πνεύμα μαρτυρεί για τον Χριστό, κι αυτό «περνά» μέσα από την εμπειρία των Αποστόλων.

 Από την άποψη αυτή η Παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι μία παράδοση ανθρώπινων στοιχείων, όπως κατανοούν τον όρο πολλοί στον κόσμο σήμερα ή και παλαιότερα. Μπορεί ασφαλώς να υπάρχουν και αυτά σε δεύτερη μοίρα, όμως Παράδοση γι’ αυτήν είναι η εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία των αποστόλων για τον Χριστό που μεταδίδεται πάλι εν αγίω Πνεύματι μέσα στην Εκκλησία, αφότου μάλιστα ο άνθρωπος μετέχει των μυστηρίων αυτής. Εισαγωγικά διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, και έπειτα διά της εν μετανοία συμμετοχής στα άχραντα μυστήρια της Θείας Κοινωνίας. Αξίζει να θυμηθούμε την ίδια μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, όταν γράφει στους Κορινθίους ότι τους παραδίδει αυτό που παρέλαβε: το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που ο Κύριος ίδρυσε την ώρα του Μυστικού Δείπνου.  Παράδοση είναι, λέει, η προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού που καλούνται οι πιστοί να φάνε και να πιουν για να είναι μέτοχοι της δικής Του ζωής.

Οπότε, οι απόστολοι δεν καλούν τους ανθρώπους σε μία πίστη θεωρητική που είναι αποκύημα ανθρώπινης φαντασίας και σπουδαίου ίσως στοχασμού – αυτό γίνεται στις διάφορες φιλοσοφίες και ιδεολογίες. Αλλά ούτε επίσης τους προτρέπουν να ακολουθήσουν κάποιες δικές τους μεταρσιώσεις του νου συνοδευόμενες από λιγότερο ή περισσότερο έντονα μυστικιστικά βιώματά τους – αυτό γίνεται ίσως στις διάφορες θρησκείες. Η κλήση που απευθύνουν στους ανθρώπους καθ’ υπακοή στην εντολή του αρχηγού τους, είναι να μετάσχουν στο μεγαλύτερο μυστήριο που υπήρξε κι ούτε ποτέ άλλοτε θα υπάρξει στόν κόσμο: στη ζωή ενός ιστορικού προσώπου, ο Οποίος όμως είναι ο Δημιουργός Θεός.  «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Αυτός μέσα στην απειρία της αγάπης Του «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», έγινε ένας από εμάς, προκειμένου μέσα σ’ Αυτόν και μαζί μ’ Αυτόν να φτάσουμε στο σημείο να γίνουμε σαν κι Αυτόν: άλλοι θεοί επί της γης! Σ’ αυτήν την κλήση κάλεσε διά των μαθητών Του όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών και όλου του κόσμου.  Κι έγινε αυτή η κλήση Του μία ανάγκη των μαθητών Του από την οποία δεν μπορούσαν να ξεφύγουν – πώς να ξεφύγεις όταν σε καλεί ο ίδιος ο Θεός; «Αλίμονό μου, αν δεν κηρύσσω το ευαγγέλιο» ομολογεί συντετριμμένος ο απόστολος Παύλος. «Είναι μία ανάγκη της ύπαρξής μου». Κι αυτή η ανάγκη τους βεβαίως συνοδευόταν από τη δύναμη που τους έδινε ο Κύριος, ώστε να επιτελούν και θαύματα μαζί με τον λόγο που κήρυσσαν – το θαύμα ήταν η επισφράγιση του λόγου τους – αλλά και με την ετοιμότητά τους να πεθάνουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον.

Το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει ότι έχει κληθεί να είναι μέτοχος του ζωντανού Θεού. Τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί ως  σημαντικότερο και σπουδαιότερο στον κόσμο τούτο; Ασφαλώς τίποτε.  Γιατί απλούστατα έχει αιώνιο χαρακτήρα – πίνεις από την ίδια την πηγή της Ζωής.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο άγιος Αρσένιος ήταν γέννημα και θρέμμα της μεγαλούπολης Ρώμης, διατηρήθηκε καθαρό κατοικητήριο του Θεού από πολύ μικρή ηλικία, γεμάτος από κάθε αρετή και σοφία, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Γι᾽ αυτό και δέχτηκε τη χειροτονία του σε διάκονο, την εποχή που βασιλιάς στους Ρωμαίους ήταν ο μέγας Θεοδόσιος. Όταν ο Θεοδόσιος αγωνιζόταν και φρόντιζε να βρει άνδρα πνευματικό και λόγιο, ώστε να καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των παιδιών του και να τα διδάσκει στα μαθήματα, και μάλιστα σε αυτά με τα οποία λατρεύεται ο Θεός, έμαθε για τον Αρσένιο και έγραψε στον βασιλιά Γρατιανό και στον πάπα Ιννοκέντιο να τον πείσουν να αναλάβει,   κάτι που μετά βίας τελικά το κατάφερε.

Ο Αρσένιος λοιπόν έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, και στάθηκε κατά πρόσωπο στον Θεοδόσιο. Είδε λοιπόν ο Θεοδόσιος να έχει ο Αρσένιος σεμνό το πρόσωπό του και το χρώμα του, να έχει σταθερό και προσεκτικό βλέμμα, ταπεινό φρόνημα, και να είναι κοσμημένος από κάθε αρετή, γεμάτος από πολλή χαρά και ευχάριστη διάθεση, γι᾽ αυτό και από τότε τον τιμούσε υπερβολικά ως Πατέρα και τον σεβόταν ως δάσκαλο. Τα δε μέλη της Συγκλήτου τον θαύμαζαν, βλέποντάς τον ως κάποιο μεγάλο κειμήλιο.

Ο Αρσένιος όμως που μισούσε τη δόξα κι αγαπούσε τον Θεό, θεωρώντας μάλιστα τη δόξα ως σκουπίδια και ποθώντας τη μοναχική ζωή, παρακαλούσε καθημερινά τον Θεό να εκπληρώσει το αίτημα της καρδιάς του. Και πράγματι, άκουσε θεϊκή φωνή να του λέει: “Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και θα σωθείς”. Αυτός τότε, χωρίς να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, πέρα από την αλλαγή των ενδυμάτων του, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκάρη μοναχός και πήγε στη Σκήτη, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία και ταλαιπωρία, προσευχόμενος πάντοτε στον Θεό. Και πάλι άκουσε θεϊκή φωνή: “Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε και σώζου”.

Αυτόν τον μεγάλο τον ρώτησε κάποτε ο Θεόφιλος, ο πάπας της Αλεξανδρείας, όταν ανέβηκε μαζί με άλλους σ᾽αυτόν. “Πες μας, Πάτερ, λόγο ωφέλειας”. Κι αυτός είπε: “Εάν πω, θα τον φυλάξεις;” Κι αυτοί του απάντησαν: “Οπωσδήποτε”. Και είπε: “Όπου ακούσετε το όνομα του Αρσενίου, μη πλησιάσετε”.

Λέγεται γι᾽αυτόν ότι παρόλο τον χρόνο της ζωής του που εργαζόταν,  είχε ένα πανί στο στήθος του, με το οποίο σκούπιζε τα δάκρυά του. Ήταν λεπτός στο σώμα, ολόλευκος, ξερακιανός και ψηλός, αν και είχε κυρτώσει λίγο λόγω του γήρατος, έχοντας το γένι του μέχρι την κοιλιά του, κι η μορφή του ήταν αγγελική σαν τον Ιακώβ. Γι᾽ αυτό δεν ήθελε να εμφανίζεται σε κάποιον κατά πρόσωπο. Αγρυπνούσε πολύ, στέκοντας όρθιος και προσευχόμενος, χωρίς να κλίνει καθόλου τα γόνατα, μέχρις ότου ο ήλιος σταματούσε την ολονύκτια αυτή στάση του. Γι᾽ αυτό και κατάσβεσε την ψυχόλεθρη πύρωση του σαρκικού φρονήματος με τη ροή των δακρύων του. Όταν επρόκειτο να εκδημήσει από το σώμα του, σε βαθιά γεράματα (ήταν κοντά εκατό χρονών) τον ρώτησαν οι μαθητές του το πού και πώς πρέπει να τον θάψουν. Κι αυτός είπε: “Δεν ξέρετε να βάλετε σχοινί στα πόδια μου και να με σύρετε προς το όρος;” Και πάλι λέγει προς αυτούς: “Ξέρετε πόσο φόβο έχω τώρα που πρόκειται να εκδημήσω από το σώμα;” Αυτοί είπαν: “Ξέρουμε”. Κι αυτός: “Αφότου έγινα μοναχός, αυτός ο φόβος καθόλου δεν έφυγε από εμένα”. Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό». 

Με την κοσμική  λογική η περίπτωση του οσίου Αρσενίου μοιάζει ακατανόητη και μάλλον ανόητη: άφησε τα πλούτη, τη δόξα, όλες τις βασιλικές ανέσεις, προκειμένου να ντυθεί τον καλογερικό τρίβωνα και να ζήσει μία ζωή στέρησης και κακοπαθείας. Με τη λογική της πίστης έκανε το ανώτερο και καλύτερο δυνατό: διάλεξε να ζήσει με τον αγαπημένο του Κύριο με τον ανώτερο και καλύτερο τρόπο σχέσης μαζί Του∙ την πλήρη και απόλυτη αφιέρωση σ᾽ Εκείνον. Αιτία δηλαδή της αποταγής του κόσμου και όλων των ωραίων που αυτός έχει ήταν η θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Αυτήν την αγάπη έθεσε υπεράνω όλων ο σοφός Αρσένιος και με βάση αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε τις επιλογές της ζωής του. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας σημειώνει μεταξύ άλλων: «Όσιε Πατέρα Αρσένιε, επειδή ζητούσες τον Θεό και επιθυμούσες ευσεβώς να είσαι φωτισμένος από τις φωτοβόλες λάμψεις Του, εγκατέλειψες κάθε λαμπρότητα δοξαστική και τις αυλές του βασιλιά» (στιχηρό εσπερινού).

Η ζωή του είναι στην ίδια γραμμή με  τον απόστολο Παύλο – το “πριγκιπόπουλο” του Ιουδαϊσμού – που τα παράτησε όλα, για να γίνει “περικάθαρμα του κόσμου”, κατά την έκφραση του ίδιου, ώστε να καταθέτει τη μαρτυρίου του Χριστού, με  θυσία στο τέλος ακόμη και της ζωής του. Είναι στην ίδια γραμμή με όλους τους αποστόλους, οι οποίοι ομολογούσαν στον Κύριο: “Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν Σοι”. Βρίσκεται στο ίδιο ποτάμι με όλους εκείνους τους αγίους σε όλους τους αιώνες, που προτίμησαν “τον ονειδισμόν του Χριστού” παρά τη δόξα του κόσμου τούτου του απατεώνος. Και κυρίως: ακολουθεί με συνέπεια τον ίδιο τον αρχηγό της πίστης του, Ιησού Χριστό, “ος εν μορφή Θεού υπάρχων...εαυτόν εκένωσε, μορφήν δούλου λαβών”. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι στη ζωή ενός αγίου εκείνο που μετράει δεν είναι ο κείμενος εν τη αμαρτία κόσμος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και το άγιο θέλημά Του. Οπότε στην περίπτωση αυτή, “αν δεν γίνει μωρός κατά τον κόσμο τούτο, δεν μπορεί να γίνει σοφός κατά Θεόν”. Κι αυτό γιατί “εμώρανε ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου”. Από την άποψη αυτή η επιλογή του οσίου Αρσενίου να ζήσει τη ζωή του πτωχού μοναχού και όχι του πλούσιου και ένδοξου ανθρώπου της βασιλικής αυλής ήταν και η πιο σημαντική και ευφυής κίνηση της όλης ζωής του: άφησε τον φθαρτό πλούτο και την παρερχόμενη ανθρώπινη δόξα και απόκτησε τα αιώνια αγαθά και την δόξα την παρά του μόνου Θεού. “Έγινες σύσκηνος με τους αγγέλους, ευφραινόμενος μαζί με αυτούς” (ωδή α´). Και το πιο σημαντικό: ήδη από τη ζωή αυτή “έγινε αξιοπρεπές κατοικητήριο του θείου Πνεύματος” (ωδή α´). 

Ο όσιος βεβαίως λοιπόν χαρακτηριζόταν από την αγάπη του προς τον Χριστό, βεβαίως είχε σύνοικό του το Άγιον Πνεύμα, αλλά μέ τη νόμιμη άθληση που ακολούθησε. Δεν ήταν δηλαδή μόνο το γεγονός ότι απετάχθη τον κόσμο και τα συν αυτώ. Το σημαντικότερο και οδυνηρότερο ήταν ο πνευματικός αγώνας στον οποίο αποδύθηκε, που περνούσε, κατά την προτροπή του ίδιου του Θεού σ᾽αυτόν, από την αποφυγή των ανθρώπων, τη σιωπή, την ησυχία, πράγματα τα οποία του έφεραν τα δάκρυα της κάθαρσης της καρδιάς του και συνεπώς της αγάπης του και προς τον συνάνθρωπο. «Ξέφυγες από τους θορύβους, Αρσένιε, ως πηγές της αμαρτίας και χαλιναγώγησες με τη σιωπή τη γλώσσα σου. Γι᾽ αυτό και κράτησες με ατάραχη ησυχία τον νου σου, οπότε έγινες άξιο κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος» (ωδή α´).

 Πρέπει όμως να σημειώσουμε και το αυτονόητο: η επιλογή της ησυχαστικής ζωής από τον όσιο ταίριαζε με τον χαρακτήρα του ως ανθρώπου, γι᾽ αυτό και ο Θεός τού υπέδειξε τον κατάλληλο γι᾽ αυτόν τρόπο ζωής. Υπάρχουν άλλοι άγιοι οι οποίοι ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο πνευματικής ζωής κι αγίασαν εξίσου. Κι από την άποψη αυτή το ζητούμενο και για εμάς είναι τούτο: να ακολουθούμε τα χνάρια της ζωής του Χριστού – αυτός είναι ο σκοπός – μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, αλλά με διάκριση των χαρισμάτων που ο Θεός μάς έδωσε. Ο καθένας μας πρέπει να δει τα δικά του χαρίσματα και αυτά με τη χάρη του Θεού να καλλιεργήσει. Παρ᾽ όλα αυτά: Το να αποφεύγουμε και εμείς κάποιες φορές τους θορύβους του κόσμου, να ασκούμε λίγη σιωπή και να ησυχάζουμε κάποια λεπτά της ημέρας, προκειμένου να επανασυγκροτούμε τον εαυτό μας, είναι ιδίως στην εποχή μας απαραίτητα στοιχεία της πνευματικής μας ζωής.