23 Μαΐου 2022

ΕΜΠΡΟΣ! ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΙΣ ΔΩΡΕΕΣ!

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ εορτής).

(Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία! «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «το Α και το Ω», «ο πρώτος και ο έσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ «ο εξ ου και δι’ ου και εις ον τα πάντα έκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ο Ων», ο «εγώ ειμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ ου τα πάντα εγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με το παραπάνω τροπάριο; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρωτίστως για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΝΑΔΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Αυτός ο αγγελώνυμος Μιχαήλ, αφού καθάρισε με τέλειο βίο τον εαυτό του κι αφιερώθηκε ήδη από τις μητρικές αγκάλες στον Θεό, έγινε ιερέας του Θεού του Υψίστου. Με τη δύναμη Αυτού κατάσβεσε όλη την ανοησία των θεομάχων, φιμώνοντας τα άθεα στόματα των αιρετικών, που τολμούσαν να μιλήσουν κατά του εξεικονισμού του Χριστού. Επειδή δε δεν υπέφερε το δυσώνυμο θηρίο τον θείο λόγο της γλώσσας του (διότι δεν φοβήθηκε ούτε τρόμαξε από τις απειλές του, αλλά με ελεύθερη φωνή φώναξε δυνατά ῾Την μεν άχραντη και θεία εικόνα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της αγίας Του μητέρας σέβομαι και προσκυνώ, ενώ το δικό σου δόγμα το καταφτύνω και δεν το λογαριάζω καθόλου᾽), επειδή λοιπόν με όλα αυτά ντροπιάστηκε ο τύραννος και ξεχείλισε από θυμό, γι᾽ αυτό τον καταδικάζει σε μακρινή εξορία. Αυτός δε τηρώντας καθαρό και ακηλίδωτο το κατ᾽ εικόνα, και ενώ διωκόταν από τόπο σε τόπο, έφτασε στο ευρύχωρο πλάτος του παραδείσου. Και έτσι ολοκλήρωσε τον καλό δρόμο και κοσμήθηκε από διπλά στεφάνια: προστέθηκε στους αρχιερείς ως αρχιερέας και στους μάρτυρες ως μάρτυρας».

Σε δύο σημεία κυρίως επικεντρώνει ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος από τον βίο του οσίου Μιχαήλ: στον αγώνα του κατά των εικονομάχων και στην ασκητική βιοτή του, διά της οποίας καθάρισε την εικόνα του Θεού μέσα του και γεύτηκε τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Απαρχής ήδη της ακολουθίας που συνέγραψε γι᾽ αυτόν τονίζει: «Προσκυνούσες πάντοτε με τιμητικό τρόπο το ιερό εικόνισμα του Θεού και της Θεομήτορος, Μιχαήλ πανίερε, και διάλυσες τη βλάσφημη ανοησία των αιρετικών, κατατροπώνοντάς τους με τους λόγους και τα παθήματά σου» (ωδή α´). «Έγινες, μακάριε, κατοικητήριο θείων χαρισμάτων, και προφανώς τα μετέδωσες σε όλους με πιστότητα, Μιχαήλ πανεύφημε, αφού απέκτησες θεομίμητο τρόπο ζωής και περιβλήθηκες τη δικαιοσύνη ως ιμάτιο» (ωδή α´).

Τα παραπάνω σημεία ο υμνογράφος τα αναπτύσσει εκτενέστερα. Ο άγιος Μιχαήλ αποτελεί διδάσκαλο των θείων δογμάτων (βλ. ωδή α´), και μάλιστα της ενανθρώπησης του Θεού, η οποία αποτελεί και το θεμέλιο της δυνατότητας εξεικονισμού Του. Αν ο Θεός μπορεί να εξεικονιστεί, είναι διότι έγινε αληθινός άνθρωπος και την ανθρώπινη φύση Του περιγράφει η εικόνα. «Η γλώσσα σου αναδείχθηκε κάλαμος του αγίου Πνεύματος, Μιχαήλ πανένδοξε, αφού μελέτησε στις Γραφές την ένσαρκη οικονομία του παντοκράτορα Λόγου» (ωδή δ´). Εκεί, στις θεόπνευστες Γραφές, είδε μάλιστα ότι ο σεβασμός στην εικόνα δεν είναι για την ίδια την εικόνα ως ύλη και χρώμα, αλλά για το εικονιζόμενο πρόσωπο. Όπως από παλιά ήδη ο Μέγας Βασίλειος είχε επισημάνει: «Η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». «Γνώρισες ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει στο πρωτότυπο, ιεροφάντορα Πατέρα Μιχαήλ, και ακολουθώντας τις θεόπνευστες Γραφές δίδαξες τους πάντες να σέβονται την εικόνα του Χριστού και των Αγίων» (ωδή η´). Η πίστη του αγίου για τη διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας περί των εικόνων – διδασκαλία στην πραγματικότητα για την αλήθεια περί του ίδιου του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – ήταν τόσο απόλυτη και στέρεα, ώστε υπέμεινε διωγμούς και εξορίες τέτοιες που θυσίασε και την ίδια τη ζωή του. «Υπέμεινες πικρές εξορίες, σοφέ, και έφτασες τελικά στο ευρυχωρότατο πλάτος του παραδείσου, ευρισκόμενος με τον χορό των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή ς´).

Ο υμνογράφος βεβαίως επιμένει και στο δεύτερο σημείο. Ο άγιος Μιχαήλ αν είχε τόσο φωτισμό και έγινε τόσο δυνατός κήρυκας της αλήθειας, ήταν διότι την ψυχή του την είχε καθαρίσει με τον νόμιμο αγώνα κατά των παθών του. Καθαρή η καρδιά του φωτιζόταν από το Πνεύμα του Θεού και έτσι γινόταν ο οδοδείκτης των πιστών, πολύ περισσότερο μάλιστα που κατείχε την υψηλή και υπεύθυνη θέση του επισκόπου (ωδή γ´). Κι αυτόν τον αγώνα τον εσωτερικό τον ξεκίνησε ήδη από την αγκαλιά της μητέρας του (ωδή ε´). Από την άποψη αυτή ο άγιος Μιχαήλ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ακολουθεί με συνέπεια τα ίχνη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Επειδή πίστεψε στον Χριστό, έγινε μαθητής Αυτού κι επιβεβαίωσε τη μαθητεία αυτή με τα παθήματα της ζωής του. «Χρημάτισες μαθητής του Χριστού του Θεού και ζήλεψες τα παθήματά Του, μακάριε, κινδυνεύοντας βεβαίως πάρα πολύ για την Εκκλησία Του, θεόπνευστε» (ωδή ς´).

22 Μαΐου 2022

ΝΑ ΠΙΩ ΝΑ ΞΕΔΙΨΑΣΩ! ΘΕΛΩ ΟΜΩΣ;

Η συγκεκριμένη Κυριακή της Σαμαρείτιδος σχετίζεται με την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Ο Κύριος κατά την εορτή αυτή βρέθηκε στο Ναό των Ιεροσολύμων διδάσκοντας τους Ιουδαίους και καλώντας τους να πιουν το ύδωρ που Εκείνος δίνει προκειμένου να ξεδιψάσει η καρδιά τους.  «Ει τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Στο ίδιο μήκος κύματος όμως κινήθηκε και ο διάλογος του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα παρά το φρέαρ του Ιακώβ. Κι η γυναίκα αυτή τελικώς έλαβε από τον Κύριο, μετά από  πρόκληση του Ίδιου, «το ύδωρ το ζων» που μόνο Εκείνος μπορεί να δώσει, τη χάρη και ενέργεια του Θεού που κάνει την καρδιά του ανθρώπου πηγή που αναβλύζει την αιώνια ζωή. Και μπορεί στην αρχή να μην κατάλαβε το βάθος στο οποίο την οδηγούσε ο Κύριος, στη συνέχεια όμως όχι μόνο συντονίστηκε με τον λόγο Του, αλλά τον αποδέχτηκε σε τέτοιο βαθμό που έγινε ισαπόστολος, ευαγγελίστρια, στο τέλος δε και μεγαλομάρτυς: η αγία Φωτεινή!

Εκ πρώτης όψεως συνιστά παραδοξότητα το γεγονός ότι ο Κύριος θέλησε να αποκαλύψει βαθύτατες θεολογικές αλήθειες σε μία γυναίκα που από πλευράς «ηθικής» δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. «Πόρνη» τη χαρακτηρίζει σε κάποιο σημείο η υμνολογία της Εκκλησίας, γιατί κατά τη φανέρωση της ζωής της από τον Κύριο «πέντε άνδρες είχε και συζούσε με κάποιον που δεν ήταν ο κανονικός της άνδρας». Κι όμως! Ο Κύριος δεν έχει επιφυλάξεις στο άνοιγμά Του σε μία τέτοια γυναίκα, διότι προφανώς ως παντογνώστης και καρδιογνώστης βλέπει το βάθος της ψυχής της. Και το βάθος αυτό διψά για την αλήθεια, διψά για τον Θεό, βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της ίδιας της αποκάλυψής Του. Και πράγματι. Το όλο γεγονός φανερώνει καταρχάς ότι η Σαμαρείτιδα γυναίκα δεν ήταν μία τυχαία γυναίκα. Μπορεί στην προσωπική της ζωή να μην είχε «ευτυχήσει», όμως η θέση της στην κοινότητα της Σαμάρειας προκαλούσε τον σεβασμό και ο λόγος της θεωρείτο ιδιαιτέρως αξιόπιστος – οι συμπατριώτες της δεν αμφισβήτησαν τον λόγο της και ανταποκρίθηκαν στην κλήση της να γνωρίσουν τον πιθανό Μεσσία. Κι ακόμη: μέσα από τον διάλογο με τον Κύριο αποδεικνύεται ότι είχε θεολογικές ανησυχίες, ιδίως δε ότι ανήκε κι αυτή σ’ εκείνους που προσδοκούσαν τον Μεσσία και τη βασιλεία του Θεού που θα έφερνε. «Όταν θα έρθει ο Μεσσίας, Εκείνος θα μας εξηγήσει όλα αυτά».

Οπότε με τη Σαμαρείτιδα κατανοούμε ευρύτερα και διαχρονικά σε ποιους ανθρώπους ο Κύριος αποκαλύπτει τον εαυτό Του και τα του αληθινού Θεού: σε εκείνους που όπως είπαμε διψούν για την αλήθεια και αναζητούν τον Θεό ως πλήρωμα της καρδιάς τους. Άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά στα του κόσμου και έχουν ως κανόνα ζωής το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», άνθρωποι δηλαδή που η προοπτική τους είναι περιορισμένη στον ορίζοντα μόνο του εδώ και του τώρα, δεν δέχονται την αποκάλυψη του Θεού. Και δεν τη δέχονται, γιατί δεν μπορούν να τη δεχτούν: έχουν κάλυμμα σε ό,τι φέρνει τον αέρα του ουρανού. Ο Κύριος λοιπόν, ενώ διακαώς επιθυμεί τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου, γιατί όλους ανεξαιρέτως μας αγαπά με μοναδικό τρόπο, φανερώνει τον εαυτό Του εκεί που και ο άνθρωπος Τον αναζητά και Τον θέλει στη ζωή του, εκεί που ο άνθρωπος δεν είναι «ήσυχος» με την αμαρτωλή και εγωιστική ζωή του. Με άλλα λόγια η «ώρα» της χάριτος για τον άνθρωπο έρχεται όταν η χάρη αυτή βρει το απλωμένο χέρι του ανθρώπου για βοήθεια – όπου κι αν βρίσκεται ο άνθρωπος αυτός και σε οποιαδήποτε κατάστασή του.

Δεν είναι τυχαίο που ένας λόγος του Κυρίου λειτουργεί με αξιωματικό πάντοτε τρόπο εν προκειμένω: «πας ο ων εκ της αληθείας, ακούει μου της φωνής». Όποιος αγαπάει και επιθυμεί την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου. Τι παρήγορος λόγος του Κυρίου, αλλά και πόσο «επικίνδυνος» τελικά! Γιατί από τη μια μας αναγγέλλει ότι Εκείνος βρίσκεται αδιάκοπα δίπλα μας, σε τέτοια εγγύτητα που μπορούμε να ακούσουμε τον ψιθυρισμό της φωνής Του στην καρδιά μας, από την άλλη όμως προβάλλει την απόλυτη ευθύνη για την πορεία της ζωής μας. Δεν αρκεί, όπως το τονίσαμε ισχυρά παραπάνω, μόνο η αγάπη του Θεού μας. Απαιτείται και η δική μας ενεργοποίηση της αγάπης προς Αυτόν, έστω κι αν δεν έχουμε τη δυνατότητα πάντοτε να την προσδιορίσουμε έτσι. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς».

Η αξιωματική αυτή αρχή του Κυρίου δεν ισχύει μόνο για τους μη χριστιανούς, τους αβάπτιστους. Ίσως περισσότερο ισχύει για εμάς τους βαπτισμένους. Διότι συχνά και εμείς ταλαιπωρούμαστε από τους λογισμούς της «ορφάνιας» μας – δεν μπορούμε να νιώσουμε την παρουσία του Πατέρα στη ζωή μας. «Πού είναι ο Θεός; Γιατί δεν μου φανερώνεται; Γιατί δεν κάνει ένα θαύμα να μου αποκαλύψει την ύπαρξή Του;» Και η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια: Ο Θεός είναι έτοιμος να φανερωθεί αισθητά στον καθένα μας, αρκεί κι εμείς να Τον αναζητούμε. Και αναζήτηση του Θεού σημαίνει για τον χριστιανό αναζήτηση των αγίων Του εντολών προκειμένου να τις εφαρμόσει. Στην ερώτηση δηλαδή «πού είσαι, Κύριε;» η απάντησή Του είναι η υπόδειξη των εντολών Του. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε να σας φανερώνομαι στη ζωή σας».

Η Σαμαρείτιδα γυναίκα, η αγία ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς Φωτεινή, δίψασε τον Χριστό και ο Χριστός της αποκαλύφθηκε. Κι αυτό είναι εκείνο που διαλαλεί και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή: Διψάστε τον Θεό, διψάστε δηλαδή για την αλήθεια, και η αλήθεια θα έρθει όχι απλώς κοντά σας, αλλά μέσα σας. Και θα έλθει όχι με βηματισμούς αργούς, αλλά με σπουδή και γοργότητα. Γιατί ο Χριστός και Θεός μας, η Αλήθεια, μας αγαπά και μας διψά όσο τίποτε στον κόσμο.  

21 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

«Οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν» (᾽Ιωάν. 4, 42)

Εἶναι τέτοιος ὁ συγκλονισμός τῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας ἀπό αὐτά πού τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος γιά τήν προσωπική της ζωή αλλά καί γιά τόν Θεό, καί μάλιστα ὅτι ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, ὥστε σπεύδει νά καταθέσει τή μαρτυρία της αὐτή καί στούς συμπατριῶτες της, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας ἀξιόπιστο τόν λόγο της ἀνταποκρίνονται καί προσέρχονται στόν ᾽Ιησοῦ. Κι ἐνῶ πρό καιροῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ νά Τόν δεχθοῦν μαζί μέ τούς μαθητές Του στήν πόλη τους, τώρα καί Τόν πλησιάζουν καί Τόν ἀκοῦνε, ἀλλά καί Τόν παρακαλοῦν νά μείνει μαζί τους. Πρός τή γυναίκα δέ πού αὐτή στήν οὐσία τούς κάλεσε, τή μετέπειτα ἁγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή τήν ἰσαπόστολο, γύριζαν καί τῆς ἔλεγαν: «οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν, αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (δεν πιστεύουμε γιατί εσύ μας το είπες, αλλά γιατί οι ίδιοι ακούσαμε και γνωρίσαμε ότι Αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός).

1. Κι αὐτή εἶναι ἡ συνήθης διαδικασία στό γεγονός τῆς πίστεως: κάποιος προσέρχεται στόν Χριστό, διότι ἕνας ἄλλος, γνωστός τίς περισσότερες φορές, καταθέτει μιά προσωπική μαρτυρία περί Αὐτοῦ. ᾽Εν προκειμένῳ ἡ ῾λαλιά᾽ τῆς Σαμαρείτιδας ἀποτέλεσε τό ἔναυσμα γιά νά προκληθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν συμπατριωτῶν της γιά τόν ᾽Ιησοῦ ὡς Μεσσία. Παρομοίως κινήθηκαν καί οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μετά τή δική τους κλήση ἀπό ᾽Εκεῖνον ἔνιωσαν τήν ἀνάγκη νά καλέσουν καί ἄλλους, σάν τόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα πού ἔσπευσε στόν ἀδελφό του Σίμωνα, τόν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο, σάν τόν Φίλιππο πού κάλεσε τόν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναήλ. Στήν ἱστορία μάλιστα τῆς ᾽Εκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό ἡ πρώτη κλήση γιά τόν Χριστό σέ πολλές περιοχές ὀφείλετο σέ ἁπλούς πιστούς, πού ἔχοντας τήν ἐμπειρία τῆς συνάντησής τους μέ τόν Χριστό, θέλησαν νά μοιραστοῦν τή χάρη καί τή χαρά αὐτή. Δέν κινήθηκαν ὡς ῾ἐπαγγελματίες᾽ ἱεραπόστολοι, ὡς «καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Β´Κορ. 2, 17) κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλ᾽ ὡς ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν τή χαρά τους: ἕνα ξέσπασμα τοῦ πληρώματος τῆς καιομένης καρδίας τους νά μοιραστοῦν μέ τούς ἄλλους ὅ,τι βρῆκαν ὡς θησαυρό στή ζωή τους. «Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς,... ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν», ὅπως γράφει καί ὁ ἀπ. ᾽Ιωάννης στήν Α´ Καθολική ἐπιστολή του (1, 1-3).

2. Στήν πραγματικότητα, ἡ κατάθεση τῆς μαρτυρίας κάποιου γιά τόν Χριστό, πού λειτουργεῖ καί ὡς κλήση τῶν ἀκουόντων, κατανοεῖται ὡς κλήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό Του τόν μάρτυρα αὐτόν. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του: «Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς μετ᾽ ἐμοῦ ἐστε» (᾽Ιωάν. 15, 27). Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε πιστός στόν Χριστό, πού ἔχει γευτεῖ τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του στή ζωή του, γίνεται μέτοχος τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν πρῶτο μάρτυρα ᾽Εκείνου τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό – «ἐγώ ἦλθον ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (᾽Ιωάν. 18, 37) - καί συνεχίζεται καί ἁπλώνεται μέσα πιά ἀπό τούς πιστεύοντες σ᾽ Αὐτόν. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44). ῎Ετσι καί στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας: γίνεται, ἐν ἀγνοίᾳ της στή φάση αὐτή, τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιά νά καλέσει μέσα ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία καί τούς ἄλλους Σαμαρεῖτες. Καί βεβαίως δέν σταμάτησε μόνον ἐκεῖ. Μετά τήν πλήρη ἐνσωμάτωσή της στόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κινήθηκε ἱεραποστολικά μέσα στά ὅρια τῆς Σαμαρείας, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Καί ἐπισφράγισε τήν ὅλη ἐν Χριστῷ πορεία της μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός της, ἀφοῦ στό διωγμό τοῦ Νέρωνα, λίγο μετά τό ἥμισυ τοῦ 1ου αἰ., καί αὐτή ἀλλά καί σχεδόν ὅλοι οἱ συγγενεῖς της ἔδωσαν τή ζωή τους πρός χάρη τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

3. Οἱ Σαμαρεῖτες λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, πίστεψαν σέ πρώτη φάση ἀπό τόν λόγο τῆς μετέπειτα ἁγίας Φωτεινῆς. Προχώρησαν ὅμως καί στή δεύτερη φάση τῆς πίστεως, στήν προσωπική ἐμπειρία: «αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν». Κι ἄν κανείς δέν φτάσει σ᾽ αὐτό τό δεύτερο βῆμα, ἡ πίστη δηλαδή ἐξ ἀκοῆς νά γίνει αὐτηκοΐα καί ἐμπειρία ζωῆς, δέν ὁλοκληρώνει ποτέ τή δυναμική πορεία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Θά παραμένει πάντοτε σ᾽ ἐπίπεδο νηπιακό, πού σημαίνει ὅτι ἡ διψυχία καί ἡ ὀλιγοπιστία, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ἀκαταστασίας (Πρβλ. ᾽Ιακ. 1,8 ), θά ταλαιπωροῦν τήν ὅλη ζωή του, γιά νά φτάσει κατά πᾶσα πιθανότητα σέ πλήρη ἄρνηση αὐτῆς ἤ σέ μιά πίστη θρησκευτικοῦ τύπου, πού συνιστᾶ μιά ἐπιφανειακή ἰδεολογία καί πού βεβαίως δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀλλοιώσει θετικά τή ζωή του. Κι αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό δράμα πολλῶν συγχρόνων Χριστιανῶν: παραμένουν μόνον σ᾽ ὅ,τι ἄκουσαν καί ἔμαθαν καί ἀποδέχτηκαν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους στά πρῶτα τους χρόνια καί δέν θέλησαν αὐτήν τήν πρώτη πίστη πού παρέλαβαν νά τήν κάνουν καί δική τους ἐμπειρία καί δικό τους βίωμα. ῎Ετσι παρέμειναν καί παραμένουν ἀκόμη Χριστιανοί κατ᾽ ὄνομα, ὁπότε ἰσχύει καί γι᾽ αὐτούς ὅ,τι ὀνόμασε ὁ ὅσιος Παΐσιος ῾σύνδρομο τοῦ ἄδειου σακκιοῦ᾽. ῎Ανθρωποι δηλαδή πού ἐντάχθηκαν μέν στόν χριστιανισμό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά πού δέν ἐνεργοποίησαν καθόλου τή χαρισματική αὐτή κατάσταση.

 4. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βέβαια ἔχει ἀποκαλύψει τί γίνεται σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις καί ἡ ἀποκάλυψή Του αὐτή ἠχεῖ πολύ φοβερά καί ζοφερά: πρόκειται γιά τούς ῾πιστούς᾽ πού γίνονται μέν κλαδιά στό δένδρο ᾽Εκείνου, κλήματα στό ἀμπέλι Του, ἀλλά μή παραμένοντας ἑνωμένοι μαζί Του διά τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τῆς συμμετοχῆς τους συνεπῶς στήν ἐν μετανοίᾳ Θεία Εὐχαριστία, ξηραίνονται καί ἀποκόπτονται καί εἰς πῦρ βάλλονται (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 15, 1ἑξ.). Στήν περίπτωση ἀπό τήν ἄλλη πού ἕνας πιστός ἀποκτήσει προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό, γίνει αὐτήκοός Του καί νιώθει τήν παρουσία Του στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὀρθά ἐκκλησιοποιηθεῖ, ζώντας ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία, τότε θά διαπιστώνει διαρκῶς ὅτι ἡ ἔκπληξη ἀπό τήν ἀδιάκοπα παρεχόμενη χάρη τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν θά εἶναι μιά μόνιμη κατάσταση. Θά ὁδεύει πάντοτε «ἐκ πίστεως εἰς πίστιν καί ἀπό δόξης εἰς δόξαν», δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά ἀτέλεστη πορεία, μιά συνεχής αὔξηση σ᾽ ἐπίπεδα θεώσεως, κάτι πού μᾶς φανερώνουν, συνεσκιασμένα καί ταπεινά, οἱ ἅγιοί μας.

Ἡ δύναμη καί ἡ χαρά τῆς προσωπικῆς πίστεως στόν Χριστό, αὐτῆς πού συνιστᾶ καί τή λύση ὅλων τῶν οὐσιωδῶν προβλημάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, εἶναι στο «χέρι» μας - ὁ Χριστός μᾶς προσφέρεται καί εἶναι διαρκῶς παρών. Κρίμα ὅμως συχνά να μήν ἀνταποκρινόμαστε καί νά μένουμε στά ῾ξυλοκέρατα᾽ τῶν πρώτων βημάτων τῆς πίστεως τῶν ἀρχαρίων.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 4, 5-42)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὧρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ Μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν, παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, διψήσει πάλιν· ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος, οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις, οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, πίστευσόν μοι, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν, ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι, καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ Πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν, ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε· Τί ζητεῖς; ἢ, τί λαλεῖς μετ᾿ αὐτῆς; ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε, ἴδετε ἄνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. ᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ, ἠρώτων αὐτὸν οἱ Μαθηταὶ λέγοντες· Ῥαββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ Μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, καί τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι, καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ, λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων, μισθὸν λαμβάνει, καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ, καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν, ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. ᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ τῶν Σαμαρειτῶν ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν, διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης· Ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ. Τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον· Ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνο τον καιρό, έφτασε ο Ιησούς σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι· ήταν γύρω στο μεσημέρι. Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δώσ’ μου να πιω». Εκείνη τού απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πώς μπορείς να μου ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» –επειδή οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες. Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είν’ αυτός που σου λέει “δώσ’ μου να πιω”, τότε εσύ θα του ζητούσες κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, το ’χεις το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μάς το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ· ήπιε απ’ αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα ζωντανά του. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος απ’ αυτόν;» Ο Ιησούς της απάντησε: «Όποιος πίνει απ’ αυτό το νερό θα διψάσει πάλι· όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θ’ αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, δώσ’ μου αυτό το νερό για να μη διψάω, κι ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω». Τότε ο Ιησούς της είπε: «Πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου κι έλα εδώ». «Δεν έχω άντρα», απάντησε η γυναίκα. Ο Ιησούς της λέει: «Σωστά είπες, “δεν έχω άντρα”· γιατί πέντε άντρες πήρες κι αυτός που μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης· οι προπάτορές μας λάτρεψαν το Θεό σ’ αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». «Πίστεψέ με, γυναίκα», της λέει τότε ο Ιησούς, «είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ’ αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε· εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας, που οι πραγματικοί λάτρεις θα λατρεύσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια· γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια». Του λέει τότε η γυναίκα: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». «Εγώ είμαι», της λέει ο Ιησούς, «εγώ, που σου μιλάω αυτή τη στιγμή». Εκείνη την ώρα ήρθαν οι μαθητές του κι απορούσαν που συνομιλούσε με γυναίκα. Βέβαια, κανείς δεν του είπε «τι συζητάς;» ή «γιατί μιλάς μαζί της;» Τότε η γυναίκα άφησε τη στάμνα της, πήγε στην πόλη κι άρχισε να λέει στον κόσμο: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου· μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;» Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη κι έρχονταν σ’ αυτόν. Στο μεταξύ οι μαθητές τον παρακαλούσαν και του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε». Οι μαθητές έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του ’φερε κανείς να φάει;» Αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω σε πέρας το έργο του. Εσείς συνηθίζετε να λέτε “τέσσερις μήνες ακόμη, κι έφτασε ο θερισμός”. Εγώ σας λέω: σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια. Ασπροκοπούν από τα στάχυα τα ώριμα, έτοιμα κιόλας για το θερισμό. Ο θεριστής αμείβεται για τη δουλειά του και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε μαζί να χαίρονται κι αυτός που σπέρνει κι αυτός που θερίζει. Γιατί εδώ αληθεύει η παροιμία “άλλος είναι που σπέρνει κι άλλος που θερίζει”. Εγώ σας έστειλα να θερίσετε καρπό που γι’ αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι μόχθησαν, κι εσείς μπήκατε εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο». Πολλοί από τους Σαμαρείτες εκείνης της πόλης πίστεψαν σ’ αυτόν, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε: «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν λοιπόν οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· κι έμεινε εκεί δύο μέρες. Έτσι, πίστεψαν πολύ περισσότεροι ακούγοντας τα λόγια του κι έλεγαν στη γυναίκα: «Η πίστη μας δε στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια· γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και ξέρουμε πως πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 11, 19-30)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διασπαρέντες οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως· καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς ᾿Αντιόχειαν. Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. ᾿Εν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνες τις ημέρες, οι χριστιανοί που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου, έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων· έτσι έστειλαν το Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύν κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού «χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδερφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με το Βαρνάβα και το Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

Ο άγιος Κωνσταντίνος αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο ως προς την αγιότητά του. Πώς είναι δυνατόν, ισχυρίζονται, ένας βασιλιάς που κατ᾽ ανάγκην έκανε πολέμους, έδινε διαταγές για εξολοθρεύσεις αντιπάλων του, ακόμη και δικών του ανθρώπων όταν νόμιζε ότι του εναντιώνονται, να γίνει τελικώς άγιος και να τιμάται ως άγιος από το πλήρωμα της Εκκλησίας; Το ερώτημα όμως πρέπει να επεκταθεί: πώς είναι δυνατόν ο απόστολος Παύλος να είναι άγιος και να θεωρείται ο μέγιστος των αποστόλων, όταν στη ζωή του και αυτός προέβη σε πολλές πράξεις βίας, τόσο που και μόνο το όνομά του λειτουργούσε για τους πρώτους χριστιανούς ως συνώνυμο της απειλής και του φόνου; Κι όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι από τους αγίους της πίστεώς μας. Τι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους όσοι επιφυλάσσονται για την αγιότητα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και των υπολοίπων που χρησιμοποίησαν βία; Τη δύναμη της μετανοίας, πολύ περισσότερο όμως τη θέληση του ίδιου του Θεού. Διότι - για να επικεντρώσουμε στον ισαπόστολο άγιο -  ο Κωνσταντίνος ό,τι επιτέλεσε ως πράξη βίας το επιτέλεσε όσο δεν ήταν χριστιανός, ή, μετά τη μεταστροφή του και ασφαλώς πριν από την οριστική ένταξή του στην πίστη διά του αγίου βαπτίσματος, μέσα στην άγνοιά του, ενώ ο ίδιος ο Θεός έδωσε πλούσια σημάδια της θέλησής Του για να είναι ο Κωνσταντίνος κοντά Του.

Η Εκκλησία μας δεν προβληματίστηκε καθόλου: με τα πνευματικά της κριτήρια, με τη διάκρισή της να βλέπει τι είναι εκ Θεού και τι όχι, όχι μόνο δέχτηκε ως γνήσια τη μεταστροφή του πρώτου στην αυτοκρατορία, αλλά τον χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, και αυτόν και τη μητέρα του Ελένη. Η υμνολογία μάλιστα της εορτής του αδιάκοπα τονίζει τα θεϊκά σημάδια της ξεχωριστής από τον Θεό κλήσης του. Και εν πρώτοις: την ιδιαίτερη δωρεά να δει τον τίμιο Σταυρό με το «τούτω νίκα», πριν από την κρίσιμη μάχη με τον καίσαρα Μαξέντιο. «Τύπον Σταυρού εν ουρανώ κατοπτεύσας, ήκουσας εκείθεν: ῾Εν τούτω νίκα᾽ τους εχθρούς σου» (δοξαστικό εσπερινού). Το γεγονός αυτό ο υμνογράφος το θεωρεί ως κλήση από τον Θεό να γίνει χριστιανός ο Κωνσταντίνος και το παραλληλίζει με την κλήση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος κλήθηκε από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο, όταν πορευόταν στη Δαμασκό να συλλάβει χριστιανούς. «Είδε τον τύπο του Σταυρού σου στον ουρανό και, όπως ο Παύλος, δέχτηκε την κλήση όχι από ανθρώπους ο μεταξύ των βασιλέων απόστολός σου, Κύριε» (απολυτίκιο). «Έλαβες την κλήση όχι από ανθρώπους αλλά όπως ο θεσπέσιος Παύλος απέκτησες αυτήν, ένδοξε Κωνσταντίνε ισαπόστολε, από τον Ουρανό, από τον Χριστό τον Θεό» (λιτή). Επειδή όμως ο Παύλος δεν υπήρξε βασιλιάς, οι ύμνοι της Εκκλησίας κάνουν και άλλον παραλληλισμό: συγκρίνουν τον Κωνσταντίνο με τον βασιλιά Δαυίδ, με την έννοια ότι όπως εκείνος χρίστηκε με λάδι βασιλιάς ως εκλεκτός του Θεού από τον προφήτη Σαμουήλ, έτσι και ο Κωνσταντίνος: «Έγινες νέος Δαυίδ στην πράξη, καθώς δέχτηκες από τον Θεό το λάδι της χρίσης ως σύμβολο εξουσίας της βασιλείας στο κεφάλι σου. Διότι ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος  σε έχρισε με το Πνεύμα Του» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος προσπαθεί να ερμηνεύσει την κλήση αυτή, η οποία συνιστά παραδοξότητα, κυρίως από το γεγονός ότι για πρώτη φορά βασιλιάς με τέτοια εξουσία στρέφεται υπέρ του χριστιανισμού: «Κωνσταντίνε, έλαβες το σκήπτρο από τον Θεό πρώτος εσύ ως βασιλιάς των Χριστιανών» (απόστιχα εσπερινού). Τι εξήγηση λοιπόν προσάγει για τη μεταστροφή του έχοντος την κοσμική εξουσία; Πρώτον, το γεγονός ότι η μητέρα του υπήρξε μία αγία. Από μία αγία βγήκε ένας άγιος. «Πράγματι, μακάρια η γαστέρα και αγιασμένη η κοιλία που σε βάστασε» (απόστιχα εσπερινού). Δεύτερο και κύριο όμως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός προείδε  την καλή προαίρεση της καρδιάς του, την υπακοή που θα έδειχνε στην κλήση Του. «Ο βασιλιάς της δημιουργίας, προβλέποντας την ευπείθεια της καρδιάς σου, πάνσοφε, σε κυνηγάει να σε πιάσει με λογικό τρόπο, εσένα που κυριαρχείσο από την αλογία» (αίνοι).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας αναφέρονται βεβαίως και στο γεγονός ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βοήθησε την Εκκλησία στη στερέωση της ορθόδοξης πίστης της, όταν παρουσιάστηκαν ο αιρετικός Άρειος με τους ομόφρονές του και δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος έδωσε τη δυνατότητα να συγκληθεί η Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325), η οποία και απεφάνθη οριστικά και αμετάκλητα ως προς τη σχέση του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα Του, δογματίζοντας το «ομοούσιον» Αυτού με Εκείνον. «Συνάθροισες, χωρίς να το περιμένει κανείς, τον μακάριο χορό των θεοφόρων Πατέρων, και μέσω αυτών, Κωνσταντίνε, στήριξες τις καρδιές όλων των πιστών που ταλαντεύονταν, ώστε να δοξολογούν τον Λόγο Χριστό ως ομότιμο και σύνθρονο με τον Πατέρα» (ωδή ς´).

Η υμνολογία της Εκκλησίας βεβαίως δεν προβάλλει μόνον τον άγιο Κωνσταντίνο. Εξίσου προβάλλει και την αγία μητέρα του Ελένη, σημειώνοντας γι᾽ αυτήν, εκτός από την αγιότητά της,  αφενός τη σχέση της με τον τίμιο Σταυρό, αφετέρου τη διάθεσή της να κτίζει άγιους ναούς, κατεξοχήν στους αγίους τόπους. «Και στους τρόπους φιλόθεη και στις θείες πράξεις αξιοθαύμαστη υπήρξες, μακάρια» (ωδή δ´). «Φόρεσες σαν πορφύρα την αγάπη και την τέλεια συμπάθεια, γι᾽ αυτό και τώρα κατοικείς στα άνω βασίλεια»  (ωδή ε´). Η αγάπη της για τον Χριστό την έκανε να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Σταυρό Εκείνου. Η αγία Ελένη, ως γνωστόν, υπήρξε εκείνη η οποία αποδύθηκε στον αγώνα ευρέσεως του Σταυρού. Και όντως, με ανθρώπινες ενέργειες και θεία υπόδειξη Τον βρήκε. «Κατεπείγετο από πόθο και αγάπη του Χριστού η μητέρα του γλυκυτάτου βλαστού, του Κωνσταντίνου, και με σπουδή έφθασε στην αγία Σιών, στον τόπο τον άγιο, στον οποίο σταυρώθηκε με τη θέλησή Του ο Σωτήρας μας, για τη σωτηρία μας. Εκεί, σήκωσε τον Σταυρό και με χαρά κραύγαζε: Δόξα σ᾽Αυτόν που μου δώρισε Αυτόν που είχα ελπίδα» (απόστιχα εσπερινού).  Στην ιστορία βεβαίως έμεινε η αγία Ελένη και για την οικοδόμηση πολλών ναών, ιδίως όπως είπαμε στους αγίους Τόπους. Ο άγιος υμνογράφος όχι μόνον σημειώνει την ξεχωριστή αγάπη της για τους αγίους αυτούς Τόπους, αλλά δίνει και τη φωτισμένη ερμηνεία του για τη δραστηριότητά της στην οικοδόμηση των ναών: η αγία δεν μπορούσε να μην αγαπά τους τόπους που περπάτησε και έπαθε ο Χριστός, αφού όλη την αγάπη και την ελπίδα της την είχε σ᾽ Εκείνον, οικοδομούσε δε ναούς, διότι η ίδια είχε κάνει την καρδιά της ναό του Θεού. «Κόλλησες από αγάπη στον Χριστό κι έθεσες όλην την ελπίδα σου σ᾽ Εκείνον, πάνσεμνε, γι᾽ αυτό και πήγες στους ιερούς τόπους Του, στους οποίους αφού σαρκώθηκε υπέμεινε ο υπεράγαθος τα άχραντα Πάθη» (ωδή γ´). «Με θείες πράξεις οικοδόμησες την καρδιά σου σε ναό του Θεού, Ελένη. Και ανοικοδομούσες γι᾽ Αυτόν ιερούς ναούς, όπου ως άνθρωπος υπέστη για χάρη μας τα άχραντα Πάθη» (ωδή ζ´).

Αν οι αρνητές του αγίου Κωνσταντίνου δεν πείθονται από όλες τις παραπάνω θεοσημείες: την θεόθεν κλήση του, την αγία σαν τον Δαυίδ και τον Σολομώντα βιοτή του, την αγωνία του για την ορθόδοξη πίστη – έστω κι αν κατά καιρούς παρασυρόταν λόγω άγνοιας από ορισμένους επιτήδειους - τουλάχιστον ας πεισθούν από τις θεοσημείες μετά τον θάνατό του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επισημαίνουν και τη διάσταση αυτή: ο τάφος του Κωνσταντίνου, όπως και της αγίας μητέρας του  βεβαίως, αναβλύζει θείες ακτίνες ιαμάτων παντοειδών και ενισχύει την πίστη των ανθρώπων. Πολλά τα θαύματα με άλλα λόγια που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται σε όλους εκείνους που με πίστη επικαλούνται τα άγια ονόματα των θεοστέπτων αυτών και ισαποστόλων βασιλέων. «Ο τάφος όπου κείται το ιερό και τίμιο σώμα σου, Κωνσταντίνε, αναβλύζει θείες λάμψεις και φωτολαμπείς ακτίνες διαφόρων ιαμάτων πάντοτε σ᾽ αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτό, διώχνοντας το σκοτάδι και φωταγωγώντας με ανέσπερο φως αυτούς που σε δοξολογούν» (ωδή θ´). «Πέρασες άγια τη ζωή σου και κατασκήνωσες τώρα μαζί με τους αγίους, γεμάτη από αγιασμό και φωτισμό. Γι᾽ αυτό πάντοτε αναβλύζεις τους ποταμούς των ιαμάτων και εξαφανίζεις τα πάθη, μακάρια Ελένη, και ποτίζεις τις ψυχές μας» (ωδή θ´).

20 Μαΐου 2022

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ

«Ένας άγιος έλεγε: “Κύριε, κάνε με να βοηθήσω κι όχι να με βοηθήσουν. Κάνε με να αγαπήσω κι όχι να με αγαπήσουν. Κάνε με να κατανοήσω κι όχι να με κατανοήσουν”» (Όσιος Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης ή της Αριζόνας).

Ο μεγάλος Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας αναφέροντας σε κάποια ομιλία του την παραπάνω σύντομη προσευχή ενός μη κατονομαζομένου αγίου δίνει το στίγμα του ήθους κάθε αγίου της Εκκλησίας: ο άγιος ζητά από τον Κύριο τη χάρη να ζει την αληθινή αγάπη, όπως την απεκάλυψε ο Ίδιος πάνω στον Σταυρό. «Εκείνος έπαθεν υπέρ ημών» και σ’ αυτή τη θυσιαστική αγάπη Του καλεί κάθε πιστό Του, αν θέλει να βρίσκεται στην ακολουθία Του και σε συντονισμό μαζί Του. Ποια είναι η βασική και καίρια εντολή του Ιησού Χριστού; «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ένας να αγαπάει τον άλλον, αλλά με τον τρόπο τον δικό Του: «καθώς ηγάπησα υμάς». Κι αυτό το «καθώς» σημαίνει θυσία του εαυτού μας προς χάρη του άλλου. «Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν δεν υπάρχει, ώστε ο καθένας να θυσιάσει τον εαυτό του για χάρη των φίλων του». Κι αυτό το ήθος του Κυρίου ναι μεν αποκαλύφθηκε περίτρανα επί του Σταυρού, αλλά όλη η βιοτή Του καθ’ όλη τη διάρκεια της επί γης παρουσίας Του ήταν η ίδια: «Δεν ήλθα να υπηρετηθώ, είπε, αλλά να υπηρετήσω και να προσφέρω τον εαυτό Του για να λυτρωθεί ο κόσμος». Κι ακόμη: «εγώ είμαι ανάμεσά σας ως υπηρέτης».

Ο Θεός μας με άλλα λόγια βρίσκεται συνεχώς σε μία ενεργητική κατάσταση απέναντι στους ανθρώπους, τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένους, ο πόθος Του και η χαρά Του είναι να «εξέρχεται» προκειμένου να κατασκηνώνει στη δική μας ύπαρξη, ώστε εμείς να γινόμαστε δικές Του προεκτάσεις και δικά Του κατοικητήρια, συνεπώς ζητά και από εμάς να ζούμε στο αντίστοιχο με Εκείνον μήκος κύματος.  Κι αυτό θα πει: τον αληθινό εαυτό μας όπως μας έπλασε ο Θεός, τον βρίσκουμε όχι όταν αγωνιζόμαστε να διακρατήσουμε τα συμφέροντά μας και κάθε τι δικό μας, αλλά όταν όταν αποφασίσουμε να τον «χάσουμε» προσφέροντάς τον ως δώρο στον κάθε αναγκεμένο συνάνθρωπό μας. Είναι τα λόγια Εκείνου που επιβεβαιώνονται από κάθε πραγματικό άγιο: «Όποιος θέλει να σώσει τον εαυτό του θα τον χάσει, κι όποιος θα χάσει τον εαυτό του για χάρη μου θα τον βρει». Το ίδιο δεν βλέπουμε και στη γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτη; Ποια είναι η τελική προτροπή του Κυρίου; «γεγονέναι πλησίον», να γινόμαστε εμείς πλησίον του άλλου και όχι ο άλλος σε εμάς – ό,τι αιτείται στην προσευχή του ο άγιος που μνημονεύει ο όσιος Γέρων Εφραίμ: εγώ να βοηθώ, εγώ να αγαπώ, εγώ να κατανοώ. Κι όπως σημειώσαμε, ευρισκόμενοι τότε σ’ αυτήν την κατεξοχήν ενεργητική κατάσταση βρίσκουμε τον εαυτό μας, γιατί βρίσκουμε και συναντάμε τον Θεό μας. «Ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Γιατί όμως ο άγιος ζητά το ενεργητικό αυτό ήθος αγάπης από τον Θεό; Διότι βεβαίως μόνος του δεν μπορεί να το αποκτήσει. Είναι η πτώση στην αμαρτία που διέστρεψε όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις και τις κατέστησε ανίκανες για αληθινή αγάπη. Η μετά την πτώση «αγάπη» λειτουργεί μόνο ως εγωισμός, ο άνθρωπος της αμαρτίας αγαπά μόνο τον εαυτό του και «χαίρεται» μόνο με ό,τι είναι δικό του. Αλλά αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη αρρώστια, είναι η πιο «παραφυσική» κατάσταση του ανθρώπου. Κι ο Κύριος που ήλθε στον κόσμο και μας «ντύθηκε», μάς έδωσε ακριβώς τη χαρισματική αυτή πραγματικότητα: να μπορούμε να αγαπάμε σαν Εκείνον, γινόμενοι κι εμείς σαν Εκείνον. Τελικώς, κανείς άνθρωπος δεν βρίσκεται σε μεγαλύτερη ένταση και σε μεγαλύτερη ενεργητική κατάσταση από τον χριστιανό, τον συνεπή πιστό. Και για να το πούμε αλλιώς: ο πιστός αυτός λειτουργεί στον κόσμο ως ένας άλλος Χριστός, ως «εν σαρκί περιπολών Θεός».