Η επίσκεψη στον
ογδοντάχρονο Γέροντα ιερέα αποδείχτηκε, όπως συνέβαινε άλλωστε και τις
περισσότερες φορές, πολλαπλώς ωφέλιμη. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας αγιασμένος
ιερέας, σοφός στον νου και αδαμάντινος στον χαρακτήρα του, αλλά γιατί κι εκεί
που επικεντρώθηκε τελικώς η συζήτηση μαζί του, ήταν ό,τι καλύτερο και
επωφελέστερο για τους νεώτερους ιερείς που τον είχαμε επισκεφθεί λόγω της
ονομαστικής του εορτής. Η σοφία του μαζί με την αγιασμένη βιοτή του,
συνδυασμένη με την πολύχρονη, υπέρ τα πενήντα έτη, ιερατική εμπειρία του,
αποτελούσαν τα εχέγγυα, ώστε ο λόγος του να έχει βαρύνουσα σημασία, να αποτελεί
για τους νεώτερους καθοδηγητικό στοιχείο ζωής και διακονίας.
Πέραν των συνηθισμένων
που συνήθως λέγονται κατά τις περιπτώσεις αυτές, όλοι σαν συνεννοημένοι θέσαμε
προς συζήτηση στον Γέροντα εκείνο το πρόβλημα που ταλανίζει μάλλον τις
περισσότερες ιερατικές συνειδήσεις: την ελλειμματική μετάνοια του συγχρόνου
πιστού ανθρώπου, κατεξοχήν μάλιστα όταν αποφασίζει να κάνει το τόλμημα και
διαβεί το κατώφλι του ναού για εξομολόγηση των αμαρτιών του.
«Τι γίνεται, Γέροντα»,
είπε ένας νέος σχετικά ιερέας, που μετρούσε δεν μετρούσε δέκα χρόνια στην
ιερωσύνη, «με τον κόσμο σήμερα; Και δεν εννοώ τον κόσμο που δεν πατάει το πόδι
του στην Εκκλησία – αυτός θα κριθεί κατά τις επιλογές του: ελεύθερος είναι ο
καθένας να ακολουθήσει ή όχι τη χριστιανική πίστη – αλλά αυτόν που θεωρείται
πιστός, που εκκλησιάζεται, που δείχνει ότι ο Χριστός μετράει πολύ στη ζωή του;»
«Τι εννοείς, παιδί
μου;» είπε ο Γέροντας, χαϊδεύοντας τη μακριά λευκή γενειάδα του, και το φωτεινό
βλέμμα του αναπαύτηκε σαν πρωινή ηλιαχτίδα στο πρόσωπο του νέου.
«Εννοώ, Γέροντα, ότι
αυτός ο κόσμος θέλει τον Χριστό, αλλά πολλές φορές παρουσιάζεται στην
καθημερινότητά του ως αρνητής του, κάτι που το διαπιστώνει κανείς ιδιαιτέρως
όταν έρχεται προς εξομολόγηση, συνήθως στις μεγάλες εορτές. Εκεί παρουσιάζεται
το φαινόμενο η εξομολόγηση να καταλήγει μάλλον σε αύξηση των αμαρτιών του
εξομολογουμένου, γιατί απ’ ό,τι έχω διαπιστώσει δεν υπάρχει το βασικό στοιχείο
της εξομολόγησης, που είναι η μετάνοια».
«Ναι, Γέροντα», έσπευσε
να προσθέσει και ο άλλος της παρέας. «Έτσι είναι, όπως το λέει ο αδελφός εδώ –
το ξέρετε καλύτερα από όλους μας. Δεν νομίζω αυτό να γίνεται μόνο σε μας.
Έρχονται πολλοί προς εξομολόγηση, κι ενώ υπάρχει ευκολία μάλλον να ομολογήσουν
τις αμαρτίες τους, δεν φαίνεται η απόφαση για αλλαγή τους. Και χωρίς απόφαση
αλλαγής και διόρθωσης μπορεί να υπάρχει μετάνοια; Οπότε μάλλον και η
συγχωρητική ευχή που τους δίνουμε δεν πρέπει να δίνει ώθηση ανόδου στην
πνευματική τους ζωή».
Ακολούθησε μία μικρή
σιωπή. Ο Γέροντας σαν να είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις του ή στις προσευχές του.
Δεν βιάστηκε να δώσει απάντηση.
«Είναι αλήθεια αυτό που
λέτε», είπε στο τέλος. «Αλλά, αν ανεβαίνουν ή όχι πνευματικά – για να σχολιάσω
την τελευταία κουβέντα σου, παιδί μου – αυτό δεν το ξέρουμε. Πολλά πράγματα
φαίνονται αρνητικά, πολλά διαπιστώνουμε ως ελλείμματα, αλλά ο αληθινός κριτής,
γιατί ξέρει τις καρδιές μας, είναι μόνον ο Χριστός και Θεός μας. Θέλω να πω ότι
δεν πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε καταδικαστικές αποφάσεις, έστω
κι αν φαίνεται ότι κάτι δεν λειτουργεί με τον τρόπο που νομίζουμε. Εκείνος
βρίσκει τρόπους να διεισδύει στις ανθρώπινες καρδιές, αρκεί να βρει μία μικρή
χαραμάδα, μία ελάχιστη ρωγμή, ένα ίχνος ταπείνωσης… Και δεν φανερώνει άραγε
κάποια ταπείνωση η απόφαση ενός να εξομολογηθεί; Μη ξεχνάτε ότι την
απόφαση του πιστού να εξομολογηθεί την πολεμάει λυσσαλέα ο Πονηρός. Γιατί ξέρει
ότι κατεξοχήν εκεί διαλύονται οι όποιοι ιστοί έχει στήσει στις ανθρώπινες
ψυχές. Του ψιθυρίζει ύπουλα ότι ο παπάς, ο πνευματικός, είναι και αυτός
άνθρωπος με αμαρτίες. Τι θα πας να πεις σ’ αυτόν; Ή αντίθετα: όταν βλέπει τον
σεβασμό του ανθρώπου στον παπά του, του υποβάλλει τον λογισμό να μην πάει,
γιατί τι εικόνα θα σχηματίσει γι’ αυτόν εκείνος; «Θα ξεπέσεις στα μάτια του» –
είναι το πιο συνηθισμένο που του σφυρίζει. Ακόμη και η ευκολία που έχουν
ορισμένοι να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, όπως είπατε, και αυτή έχει ένα
στοιχείο γενναιότητας.
«Ναι, Γέροντα», είπε
ένας από τους συζητητές. «Η ντροπή που νιώθουν πολλοί για την
ομολογία των αμαρτιών τους κάνει άλλους να κρύβουν τις πιο βαριές θεωρούμενες
αμαρτίες, και άλλους να τις εκφράζουν μεν όλες και μάλιστα εύκολα, αλλά με τη
δικαιολογία ότι έτσι κάνουν όλοι, συνεπώς είναι φυσικό να αμαρτάνουν. Οπότε
όντως λείπει τελικώς το στοιχείο της μετάνοιας».
«Για να μην
παρεξηγηθούμε», θέλησε άλλος κληρικός να πει, «δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν
και εκείνοι που έρχονται με πλήρη συναίσθηση, με απόφαση για διόρθωση, με
αληθινή μετάνοια. Μην τους βάζουμε όλους στο ίδιο… τσουβάλι».
«Ασφαλώς, ασφαλώς»,
έσπευσαν όλοι να επιβεβαιώσουν. «Απλώς η διαπίστωση είναι για πολλούς, κι έχω
την εντύπωση, για τους περισσοτέρους».
Ο Γέροντας πήρε πάλι
τον λόγο. «Ακούστε, παιδιά μου. Το ξέρετε, δεν θέλω να σας κάνω τον δάσκαλο,
αλλά είναι πολλά τα θέματα, πολλές οι διαστάσεις της εξομολόγησης, πρέπει
λοιπόν να την αντιμετωπίζουμε με μεγάλη προσοχή και ευθύνη. Γιατί αγγίζει τα
άγια των αγίων που είναι η καρδιά του ανθρώπου. Και για να κερδίσει αυτήν την
καρδιά ο Κύριος, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κι έχυσε και το πανάγιο
αίμα Του γι’ αυτήν. Πρέπει λοιπόν, το ξαναλέω, να είμαστε πολύ συγκαταβατικοί
στους ανθρώπους. Ακόμα και για την ντροπή που νιώθουν οι πολλοί. Δεν είναι
φυσικό; Όταν πάμε κι εμείς για εξομολόγηση, γιατί δεν πιστεύω να υπάρχει
κληρικός που να μην εξομολογείται, δεν νιώθουμε την ίδια ντροπή; Αλλά όση
ντροπή έχουμε, τόση χάρη και παίρνουμε. Την ντροπή που καταθέτουμε, την
μεταποιεί σε δόξα και στεφάνι για εμάς ο Κύριος. Δεν είναι λοιπόν καταρχάς
ντροπή η… ντροπή. Το αντίθετο.
Από την άλλη, δεν
έχουμε ευθύνη οι κληρικοί για την άγνοια που έχουν οι χριστιανοί μας πολλές
φορές όχι μόνο σε θέματα πίστεως, αλλά και σ’ αυτά τα πρακτικά που είναι όμως
και τα πιο ίσως σωτήρια; Τους έχουμε ενημερώσει σωστά; Τους λέμε πώς γίνεται η
σωστή εξομολόγηση; Τους καθοδηγούμε στο να διαβάζουν τους βίους των αγίων μας ή
τα πατερικά μας κείμενα που μας ανοίγουν τα μάτια για το μεγάλο αυτό μυστήριο
της μετανοίας; Έχουμε χρησιμοποιήσει ακόμη και μη ακραιφνώς χριστιανικές πηγές,
για να εξηγήσουμε τι σπουδαίο πράγμα είναι το άνοιγμα της ψυχής του ανθρώπου σε
έναν συνάνθρωπο, ο οποίος μάλιστα έχει τη δοσμένη από τον Κύριο εξουσία του «αφιέναι
αμαρτίας»; Ο κόσμος γιατί καταφεύγει σε ψυχολόγους και σε ψυχιάτρους; Διότι
έχει την ανάγκη αυτήν, αλλά δεν την βρίσκει πολύ συχνά σε μας τους κληρικούς.
Κι είναι τεράστιο θέμα κι αυτό, γιατί δηλαδή δεν πάει στον παπά και πάει στον
ψυχολόγο. Και δεν εννοώ τον πιστό που όντως πάσχει από κάποια ψυχικά νοσήματα,
που έτσι κι αλλιώς χρειάζεται τον ψυχίατρο ή τον ψυχολόγο, αλλά και έναν από
τους υγιείς ψυχικά θεωρούμενους πιστούς. Μολονότι βεβαίως υγιής ψυχικά καθόλα
είναι μόνον ένας προχωρημένος πιστός πνευματικά, ένας αληθινός άγιος.
- Φταίμε κι εμείς,
φταίμε κι εμείς πολύ», σαν να μονολογούσε ο λευκασμένος ιερέας κι έσκυψε το
κεφάλι του, για να κρύψει ίσως και κάποιο δάκρυ του.
Η ατμόσφαιρα ήταν
φορτισμένη. Όλοι ένιωθαν ότι είχε βαρύνει λόγω της σοβαρότητας του θέματος, γι’
αυτό και κανένας δεν ήθελε να τη συνεχίσει. Οι περισσότεροι
ασχοληθήκαμε με το γλυκό που ήδη μας είχε σερβιρισθεί, κι υψώσαμε το αναψυκτικό
να ευχηθούμε.
«Στην υγειά σας,
Γέροντα. Χρόνια πολλά και ευλογημένα».
«Ευχαριστώ, παιδιά
μου», είπε ο εορτάζων. «Καλό παράδεισο σε όλους».
«Θα σας πω και κάτι
ακόμα», κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε, σαν να ήθελε να αποφορτίσει λίγο
την ατμόσφαιρα. «Το θέμα αυτό είναι τεράστιο όπως είπαμε, και θα ’πρεπε να
συζητηθεί σε ιερατική σύναξη, κι όχι μόνο μία φορά. Μάλλον να ξανασυζητηθεί,
γιατί έχουν γίνει τέτοιου είδους συνάξεις. Θέλω όμως να πω κάτι που έχει και
μία φαιδρή διάσταση, μέσα έστω στη σοβαρότητά του».
Όλοι σταμάτησαν και
έστρεψαν με τεράστιο ενδιαφέρον να ακούσουν και πάλι τον Γέροντα ιερέα.
«Λοιπόν, πρόκειται για
μία περίπτωση ενός άντρα, ο οποίος μετά τα πρώτα χρόνια της συζυγίας του άρχισε
να βλέπει τα σημάδια κόπωσης στην έγγαμη ζωή του. Αλλά ήλθε για εξομολόγηση με
διάθεση εγωιστική, με έλλειψη μετανοίας, που είπατε και προηγουμένως».
«Τι ήταν λοιπόν
Γέροντα;» είπε ο νεώτερος με αδημονία.
«Μπήκε λοιπόν ο άνδρας
αυτός και άρχισε μετά από λίγο να κατηγορεί τη γυναίκα του. Θεωρούσε ότι η
γυναίκα του τον παραμελεί, γιατί είχε ρίξει το βάρος της στα παιδιά τους και τη
δουλειά της. Εργαζόταν και εκείνη. Δυστυχώς, δεν έβρισκε και κάποια
δικαιολογία. Όλα της γι’ αυτόν ήταν στραβά κι ανάποδα. Και είχαν ξεκινήσει με
μεγάλο έρωτα. Με πάθος τεράστιο, όπως είπε. Καθώς λοιπόν έλεγε τα τρωτά της
συζύγου του και πόσο τελικά δεν του αξίζει, του έκανα την παρατήρηση
που κάνουμε όλοι οι πνευματικοί σε παρόμοιες περιπτώσεις: παρακαλώ,
περιοριστείτε σε εσάς τον ίδιο. Τις δικές σας αμαρτίες παρακαλώ να πείτε.
Αφήστε τη γυναίκα σας. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε το ίδιο… βιολί».
Σταμάτησε για να πιει
μια γουλιά νερό ο ιερέας, έξυσε λίγο τον κρόταφό του και χάιδεψε και πάλι τη
γενειάδα του.
«Τότε λοιπόν του
ετοίμασα ένα… χουνέρι. Του ζήτησα συγγνώμη στο τέλος, ζήτησα συγγνώμη και από
τον Κύριο, μα ήταν νομίζω ο μόνος τρόπος να καταλάβει το εσφαλμένο της υποτιθέμενης
εξομολόγησής του. Κάτι παρόμοιο δεν είχε κάνει και ο αββάς του Γεροντικού με
το… αλλοιωμένο «Πάτερ ημών» που είπε στον καλόγερο που αρνιόταν να συγχωρήσει
τον συνασκητή του; «Και μη αφίης τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ και ημείς αφίεμεν
τοις οφειλέταις ημών».
«Τι κάνατε, Γέροντα;
Ποιο το… χουνέρι;»
Χαμογέλασε ο ιερέας.
«Λοιπόν, στο τέλος, αφού τελείωσε κάποια στιγμή, σηκώθηκα να του διαβάσω την
ευχή: «Δέσποτα, Κύριε ο Θεός ημών», είπα αργά και καθαρά. «Πρόσδεξαι την
εξομολόγησιν της δούλης σου Μαρίας, δι’ εμού του αναξίου και αμαρτωλού…».
Εκείνος σαν να τα ’χασε.
«Πάτερ», έβγαλε το κεφάλι του από το πετραχήλι θορυβημένος. «Τι λέτε; Μαρία
λένε τη γυναίκα μου».
«Το ξέρω, παιδί μου»,
του είπα. «Αλλά εγώ την εξομολόγηση της γυναίκας σου άκουσα, συνεπώς εκείνης
την ευχή διαβάζω»!!!
Η ατμόσφαιρα γέμισε
γέλια. Όλοι χαλάρωσαν, αλλά… ο προβληματισμός για το σπουδαίο θέμα της
εξομολόγησης μάλλον εντάθηκε…
(Από το βιβλίο των εκδ.
«ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού,
Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)