27 Ιουνίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ

«Αὐτός ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπό τή Ρώμη καί ἔζησε τόν 6ο αἰώνα. Τόν πλοῦτο πού τοῦ ἄφησαν οἱ γονεῖς του τόν μοίρασε στούς πτωχούς καί ἀναγκεμένους συνανθρώπους του καί στή συνέχεια ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου περνοῦσε τόν καιρό του ὡς ἡσυχαστής μέσα στόν κόσμο, δηλαδή ζώντας τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἡμέρας μέσα στούς ναούς, προσευχόμενος διαρκῶς καί μελετώντας τίς ῞Αγιες Γραφές. Ἡ ἁγία βιοτή του ἔγινε γνωστή στόν πατριάρχη Μηνᾶ, ὁ ὁποῖος τόν κάλεσε στήν ἱερωσύνη καί τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. ᾽Από κεῖ καί πέρα, ὡς κληρικός πιά ὑπῆρξε σωτήριο λιμάνι γιά ὅλους τούς πτωχούς καί τούς ἔχοντες ἀνάγκη, θέτοντας μάλιστα στήν ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων του καί τήν ἐμπειρία του στήν ἰατρική ἐπιστήμη. Τήν ἀγάπη του καί τίς ἰατρικές του γνώσεις ἔνιωσε καί ὁ ἴδιος ἀκόμη ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστινιανός, ὁ ὁποῖος θεραπεύτηκε ἀπό τόν ἅγιο, ὅταν προσῆλθε σέ αὐτόν, λόγω κάποιου ἀνιάτου πάθους πού τόν διακατεῖχε. ᾽Από τό γεγονός αὐτό ὁρμώμενος ὁ βασιλιάς, θαυμάζοντας ὑπέρμετρα τήν ἀρετή τοῦ ἄνδρα καί ἀπονέμοντας σεβασμό σ᾽ αὐτόν, μετά τόν ναό τῆς ῾Αγίας Σοφίας κατασκεύασε ξενώνα καί κατέστησε τόν ἅγιο σκευοφύλακα τῆς μεγάλης ᾽Εκκλησίας. Ὁ Σαμψών ἀφοῦ ἔζησε μέ καλό καί θεοφιλή τρόπο καί ἔγινε πρόξενος σωτηρίας γιά πολλούς, μέ τό νά τούς ὁδηγεῖ σέ ζῆλο καί μίμηση τοῦ δικοῦ του χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς, ἐκεῖ καί ἀναπαύτηκε. Τό τίμιο λείψανό του κατατέθηκε στόν μέγιστο ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, βρύοντας καθημερινά ἰαματοφόρα νάματα, ῾εἰς δόξαν καί αἶνον Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».

Μυροβλήτης λοιπόν καί ὁ ὅσιος αὐτός, προσφέροντας μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ  τήν ἴαση στούς ἐν πίστει προσερχομένους στόν τάφο του. Κατά τον ιερό υμνογράφο μάλιστα, τον άγιο Ιωσήφ, το μύρο το προχεόμενο από τον τάφο του ήταν σαν το μέλι που πήρε ο Σαμψών, ο κριτής της Παλαιάς Διαθήκης,  από τη γνάθο του λιονταριού όταν το  σκότωσε με τα χέρια του και το βρήκε έπειτα με πλήθος μελισσών μέσα στο κουφάρι του. «Έβγαλε να πιει μέλι ο Σαμψών παλιά από τη γνάθο, ενώ ο Σαμψών τώρα αναβρύει μύρο από τον τάφο» (στίχοι συναξαρίου). Η μυροβολία ἐκ τοῦ τάφου του  ἦταν βεβαίως συνέχεια τῆς μυροβολίας τῆς καρδιᾶς του, ἐνόσω ζοῦσε. Μόνον ἕνας πού μυροβολεῖ ἐν ζωῇ, δηλαδή ἔχει πλούσια ἀγάπη στήν καρδιά, μπορεῖ νά χαριτωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ὥστε νά μυροβολεῖ καί μετά θάνατο.  Τόν πλοῦτο τοῦ μύρου τῆς καρδιᾶς του, τήν ἀγάπη του, τόν εἰσέπραξαν καθ᾽ ὅλη τή ζωή του ὅσοι τόν προσήγγισαν, ἀδιακρίτως θέσεως καί τάξεως, πλούτου, μόρφωσης ἤ ἡλικίας. Εἴτε πτωχός εἴτε καί ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, μέσω τοῦ ἁγίου ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Ὁ ἅγιος ἦταν τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νά θεραπευτεῖ καί στήν ψυχή καί στό σῶμα ὁ κάθε ἄνθρωπος. Κατά τον ιερό υμνογράφο «Φάνηκες η συμπαθέστατη βοήθεια των πτωχών και ο άριστος ιατρός των ασθενών, όσιε, και των ταλαιπωρουμένων η βοήθεια» (ωδή α´).

Ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο πού τόν διακατεῖχε, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό. «Μιμήθηκε (ο Σαμψών) την ευσπλαχνία του Θεού και έγινε συμπαθής στους αρρώστους και το ένδυμα όλων των γυμνών» (ωδή γ´). Κι εἶναι γνωστό: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει σωστά τόν συνάνθρωπό του, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό του, ἄν δέν ἔχει στραφεῖ πρός τόν Θεό καί δέν ἔχει ἐξαρτήσει τήν ὕπαρξή του ἀπό Αὐτόν. Διαφορετικά, ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, παρόλες ἴσως τίς καλές διαθέσεις πού μπορεῖ κάποιος νά ἔχει, θά εἶναι μέ ἡμερομηνία λήξεως. Ποιός θά μποροῦσε, γιά παράδειγμα, νά ἀγαπήσει τόν ἐχθρό του χωρίς λόγο; Μόνον ὁ ἀγαπῶν τόν Θεό ἔχει λόγο νά ἀγαπήσει καί τόν κάθε πλησίον του. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ ὁσίου πρός τόν Θεό ἦταν ὁρατή ῾μακρόθεν᾽: ἐντρυφοῦσε ἀδιάκοπα στήν προσευχή καί τή μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, χαρά του ἦταν ἡ διαμονή μέσα στίς ἐκκλησίες. Ὁπότε καί τά ῾μάτια᾽  του ἀνοίχτηκαν, γιά νά βλέπει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί στά πρόσωπα τῶν εἰκόνων ᾽Εκείνου, τῶν συνανθρώπων του. «Ανέθεσες τον εαυτό σου, Σαμψών, ολοκληρωτικά στον Κύριο» (εξαποστειλάριο όρθρου).

Ἡ ἀγάπη ὅμως πρός τόν Θεό δέν γεννιέται αὐτόματα οὔτε εἶναι ἕνα χάρισμα πού δίνεται ἀπό τόν Θεό ῾τυφλά᾽. Πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά συνεργήσει σέ αὐτό. Καί συνεργεῖ, ὅταν κι ὁ ἴδιος θέλει νά εἶναι μέ τόν Θεό – τό «κάτι» πού ζητάει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος. Πότε διατηρεῖται ἡ ἐπιθυμία αὐτή στόν ἄνθρωπο; Ὅταν δέν ἀφήνει τόν ἑαυτό του νά παρασυρθεῖ ἐντελῶς ἀπό τόν πονηρό, ὅταν, ἔστω καί λίγο, προσπαθεῖ νά διατηρήσει τόν νοῦ του καθαρό ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς. Ὁπότε ὁ Θεός, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν καλή αὐτή διάθεση, δίνει τή χάρη Του πλούσια γιά νά καθαριστεῖ ἐντελῶς ὁ νοῦς, νά γίνει θεοειδής καί νά βλαστάνει διαρκῶς τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τόν συνάνθρωπο, κάτι πού τό βλέπουμε στούς ἁγίους μας, καί ἰδίως στόν σήμερα ἑορταζόμενο ὅσιο Πατέρα Σαμψών. «Φάνηκες καθαρός ναός του παναγίου και σεπτού Πνεύματος, επειδή καθάρισες τον εαυτό σου πραγματικά από τη λάσπη των παθών, θεοφόρε Πατέρα» (ωδή ε´). 

25 Ιουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»

Στήν περίοδο τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Κυρίου μᾶς μεταφέρει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Β´ Ματθαίου. Ὁ Κύριος περιδιαβαίνοντας τά παράλια τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας καλεῖ τόν ᾽Ανδρέα καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο, καί λίγο ἀργότερα τόν ᾽Ιάκωβο καί τόν ἀδελφό του ᾽Ιωάννη, πού ἦταν ὅλοι ψαράδες, νά Τόν ἀκολουθήσουν, ὥστε νά γίνουν ἁλιεῖς τῶν ἀνθρώπων. «Δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι ἐκεῖνοι «εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».

1.  Ὁ ᾽Ανδρέας καί ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ ᾽Ιάκωβος καί ὁ ᾽Ιωάννης,  ἀκολούθησαν τόν Χριστό ὄχι διότι ἐκεῖνοι Τόν διάλεξαν, μέσα στά πλαίσια ἴσως μίας μεταφυσικῆς ἀναζήτησής τους, ὥστε νά ἔχουν τήν καύχηση τῆς δικῆς τους πρωτοβουλίας, ἀλλά διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς διάλεξε καί τούς κάλεσε, ὅπως σέ ἄλλη περίπτωση τούς τό σημείωσε: ῾οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾽ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς᾽. Κι αὐτό σημαίνει πολύ περισσότερο ὅτι κανείς ἀπό μόνος του δέν ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, κανείς ἀπό μόνος του δηλαδή δέν γίνεται χριστιανός, ἄν δέν δεχθεῖ τήν κλήση ἀπό τόν Θεό, συνεπῶς ἄν δέν μπεῖ στόν ῾ζυγό᾽ τῆς ὑπακοῆς σ᾽ ᾽Εκεῖνον. ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Κι ἐννοοῦμε κλήση, ἡ ὁποία θά μιλήσει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι θά κρούσει ἁπλῶς τά τύμπανα τῶν αὐτιῶν του. ῾Πολλοί γάρ οἱ κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί᾽. Μέ ἄλλα λόγια μιλᾶμε γιά μία κλήση, ἡ ὁποία συναντᾶ τόν ἄνθρωπο σέ κατάσταση ἑτοιμότητας πρός ἀνταπόκριση, σέ κατάσταση δηλαδή ὡριμότητας γιά σχέση μέ τόν Θεό.

2. Πολύ συχνά, ἰδίως στό εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἡ κατάσταση αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς ῾ὥρα᾽, πού προσδιορίζεται ἐπακριβῶς: εἶναι ἡ ὥρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος κατέληγε σχεδόν πάντα τόν ὅποιο λόγο Του πρός τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἐπισήμανση: ῾ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω᾽. ῏Ωτα βεβαίως πνευματικά καί ὄχι σωματικά. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ ᾽Ανδρέας καί ὁ Σίμων Πέτρος, ἦταν ἕτοιμοι νά κληθοῦν, διότι εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γι᾽ αὐτό καί ἀπό τή δική τους τή διάθεση ἀναζήτησης καί ἀπό τόν μέχρι τότε δάσκαλό τους μέγα ᾽Ιωάννη Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἔργο τήν κλήση πρός μετάνοια τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἀναγγελία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία.

3. Ποιό τό χαρακηριστικό τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ; Πῶς διακρίνει κανείς τή γνησιότητα τῆς κλήσης Του ; Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: ῾ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων᾽. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ δηλαδή ὁδηγεῖ ἀμέσως στό ἄνοιγμα πρός τόν συνάνθρωπο καί σέ ἱεραποστολική δράση. Δέν μπορεῖ εἰδικά ἕνας ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ νά εἶναι καί νά παραμένει ἀπόστολος, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀπέκτησε ἕνα ἀξίωμα πρός προσωπική ἀπόλαυσή του. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μία κοσμικοῦ τύπου κατανόηση τοῦ ἀξιώματος, πού ὁ Κύριος τό ἔλεγξε μέ ἰδιαίτερη βδελυγμία. ῾Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν᾽. Ὁ Κύριος καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά Τόν ἀκολουθήσει, γιά νά ἀγκαλιάσει καί νά διακονήσει τόν συνάνθρωπό του μέ σκοπό τή σωτηρία του, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος γίνεται συνεργός τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σέ ὅλους τούς πιστούς Του, ἀνεξάρτητα ἀπό τό διακόνημα πού μπορεῖ νά ἔχουν ἀναλάβει: εἶναι μαθητές, ἀκολουθοῦν τόν Χριστό, στό βαθμό πού ἀγαποῦν μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς τους τόν ὅποιο συνάνθρωπό τους, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό τους. Διότι ῾ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν και μισῶν τόν πλησίον ψεύστής ἐστι᾽.

4. Κατανοεῖ κανείς ὅτι μία τέτοια κατάσταση ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς θυσίας. Διότι συνήθως οἱ ἄνθρωποι, μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ - συνέχεια τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό - πού ἐκφράζεται πρωτίστως μέ τή συμπεριφορά του καί δευτερευόντως μέ τά λόγια του, ἀντιδροῦν καί ἐναντιώνονται, συχνά δέ τούς ὁδηγοῦν καί στό μαρτύριο. Ὁ Κύριος δέν ὑποσχέθηκε στούς ἀκολούθους Του δάφνες καί ροδοπέταλα. Τούς εἶπε ὅτι θά ὑποστοῦν βάσανα καί διωγμούς, ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτό θά παραμένουν ἑνωμένοι μέ ᾽Εκεῖνον καί θά βοηθοῦν οὐσιαστικά τούς ἀνθρώπους - ὅ,τι συνέβη δηλαδή καί στόν ῎Ιδιο: ῾ἰδού γάρ ἦλθε γιά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ᾽. ῾᾽Ιδού ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων᾽. ῾᾽Εν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε᾽. Καί κυρίως: ῾Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι πρός λαϊκή κατανάλωση καί δέν μπορεῖ ποτέ νά γίνει τοῦ ῾συρμοῦ᾽. ᾽Απαιτεῖ γενναιότητα καί πραγματική ἀγάπη πρός τόν Χριστό, κάτι πού ἐξηγεῖ καί τή συρρίκνωσή της σέ στατιστικά στοιχεῖα παγκοσμίως.

5. Ποιές οἱ προϋποθέσεις αὐτῆς τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ; Στήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν παίρνουμε ἐπίσης τήν ἀπάντηση:

(α)ἀφέντες τά δίκτυα᾽. Μπορεῖ καί ἀκολουθεῖ κανείς τόν Χριστό, ὅταν προβεῖ σέ ἀποταγή ὁποιουδήποτε στοιχείου τόν δένει μέ τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν αὐτό θεωρεῖται, κοσμικά, καλό. Τό ζητούμενο δηλαδή πάντοτε γιά τόν Χριστιανό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού συνιστᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τό θέλημα ᾽Εκείνου περνᾶ μέσα ἀπό τό ῾ἄφημα᾽ ἀκόμα καί τῆς δουλειᾶς του, τῶν πάντων καλύτερα - ῾ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι᾽ θά ποῦν ἀλλοῦ οἱ ἀπόστολοι στόν Χριστό – τότε αὐτή εἶναι ἡ προτεραιότητα τοῦ πιστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἄν κάτι μέ ῾δένει᾽ παθολογικά μέ τόν κόσμο, ὅσο κι ἄν θεωρεῖται κοντινό καί ἀπαραίτητο σέ μένα, πρέπει νά εἶμαι ἕτοιμος νά τό ἀφήσω. Κι αὐτή ἡ ἀποταγή πού γίνεται πρός χάρη τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αρκεῖ βεβαίως νά ἔχω τή διάκριση νά καταλαβαίνω κάθε φορά ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

(β)εὐθέως᾽, δηλαδή χωρίς ἀναβολή, ἀμέσως. Ὅταν μέ καλεῖ ὁ Θεός, ὅταν γνωρίζω τό ἅγιο θέλημά Του, ἀλλά ἀναβάλλω τήν ἀνταπόκρισή μου καί τήν ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ θελήματος στή ζωή μου, ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τῆς ἐναντίωσής μου στόν Θεό. Γίνομαι, κατά κάποιο τρόπο, θεομάχος, συνεπῶς θέτω ἐμπόδιο στήν αἴσθηση τῆς χάρης Του στήν ὕπαρξή μου. Καί συνήθως συμβαίνει τό ἑξῆς: διαρκῶς καί μεταθέτω τήν ἀπόφαση ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ γιά...ἀργότερα, ἄρα δέν Τόν ἀκολουθῶ ποτέ. ῞Ενα παλιό γνωμικό ἐπισημαίνει: ῾Ἡ ἀναβολή ὁδηγεῖ στή χώρα τοῦ ποτέ᾽. Ἡ κατάσταση αὐτή συνιστᾶ ἕνα ἐκ δεξιῶν λεγόμενο ὅπλο τοῦ διαβόλου. Δέν πολεμᾶ ὁ πονηρός κατευθεῖαν τόν πιστό, μέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ ἀποδοχή τοῦ θελήματός Του, ἀλλά γιά ἀργότερα. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ χριστιανική ζωή ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἀποφασιστικότητας. ῎Ανθρωπος πού ἔχει πειστεῖ γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή σωτηρία πού προσφέρει ὡς ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀναβάλλει. ᾽Εκτός ἀπό τούς ἀποστόλους πού ἀνταποκρίθηκαν ἄμεσα, βλέπουμε τήν ἀμεσότητα ἀνταπόκρισης σέ ὅλους τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι καί γι᾽ αὐτό ἅγιασαν. ᾽Εν προκειμένῳ ἄς θυμηθοῦμε καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος, μετά τή θαυμαστή συνάντησή του μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς στόν δρόμο τῆς Δαμασκοῦ, ἀμέσως ἀλλάζει ζωή, καί τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, ἡ ὁποία μόλις καί αὐτή συνειδητοποιεῖ τήν κατάντια τῆς ζωῆς της καί ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, ἀμέσως φεύγει γιά τήν ἔρημο, χωρίς ποτέ νά ἐπιστρέψει στόν κόσμο.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 4, 18-23)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε  δύο ἀδελφούς,  Σίμωνα  τὸν  λεγόμενον  Πέτρον  καὶ Ἀνδρέαν  τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς·  καὶ λέγει  αὐτοῖς·  δεῦτε ὀπίσω  μου  καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν  καταρτίζοντας  τὰ δίκτυα  αὐτῶν,  καὶ ἐκάλεσεν  αὐτούς.  Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, καθώς ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε στήν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδέρφια, τόν Σίμωνα, πού τόν ἔλεγαν καί Πέτρο, καί τόν ἀδερφό του τόν Ἀνδρέα, νά ρίχνουν τά δίχτυα στή λίμνη, γιατί ἦταν ψαράδες.  «Ἀκολουθῆστε  με»,  τούς  λέει,  «καί  θά  σᾶς  κάνω  ψαράδες ἀνθρώπων». Κι αὐτοί ἀμέσως ἄφησαν τά δίχτυα καί τόν ἀκολούθησαν. Προχωρώντας πιό πέρα ἀπό 'κεῖ, εἶδε δύο ἄλλους ἀδερφούς, τόν Ἰάκωβο, γιό  τοῦ Ζεβεδαίου,  καί  τόν ἀδερφό  του  τόν Ἰωάννη.  Βρίσκονταν  στό ψαροκάικο μαζί μέ τόν πατέρα τους τό Ζεβεδαῖο καί τακτοποιοῦσαν τά δίχτυα τους. Τούς κάλεσε, κι αὐτοί ἄφησαν ἀμέσως τό καΐκι καί τόν πατέρα τους καί τόν ἀκολούθησαν. Ὁ Ἰησοῦς  περιόδευε ὅλη  τή  Γαλιλαία.  Δίδασκε  στίς  συναγωγές  τους, κήρυττε τό χαρμόσυνο μήνυμα γιά τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καί γιάτρευε τούς ἀνθρώπους ἀπό κάθε ἀσθένεια καί κάθε ἀδυναμία.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 2, 10-16)

Ἀδελφοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ ̓ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς  καρδίαις  αὐτῶν,  συμμαρτυρούσης  αὐτῶν  τῆς  συνειδήσεως  καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, δόξα, τιμή καί εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τό καλό, πρῶτα τόν Ἰουδαῖο ἀλλά καί τόν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεός δέν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν  χωρίς  νά  ξέρουν  τόν  νόμο  τοῦ Θεοῦ,  θά καταδικαστοῦν ὄχι  μέ  κριτήριο  τόν  νόμο.  Κι ἀπό  τήν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τόν νόμο, θά δικαστοῦν μέ κριτήριο τόν νόμο. Γιατί στό θεϊκό δικαστήριο δέν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τόν νόμο ἀλλά  μόνο ὅσοι  τήρησαν  τόν  νόμο. Ὅσο  γιά  τά ἄλλα ἔθνη,  πού  δέν γνωρίζουν  τόν  νόμο,  πολλές  φορές  κάνουν ἀπό  μόνοι  τους  αὐτό  πού ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτό δείχνει πώς, ἄν καί δέν τούς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγή τους φανερώνει πώς οἱ ἐντολές τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στίς καρδιές τους· καί σ' αὐτό συμφωνεῖ καί ἡ συνείδησή τους, πού ἡ φωνή της τούς τύπτει ἤ τούς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μέ τή διαγωγή τους. Ὅλα αὐτά θά γίνουν τήν ἡμέρα πού ὁΘεός θά κρίνει διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τίς κρυφές σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τό εὐαγγέλιό μου.

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΑ ΕΙΧΕ… ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ!

Συγκινημένη η νέα γυναίκα κοίταξε το σπίτι, όταν έφτασε και πάρκαρε το αυτοκίνητό της. Αγκάλιασε τη θέα του με μεγάλη στοργή και τρυφερότητα – εκεί ζούσαν οι γονείς της, τα μικρότερα αδέλφια της, αλλά και ο παππούς και η γιαγιά της, εκεί έζησε και η ίδια βεβαίως μέχρι που παντρεύτηκε και απέκτησε τη δική της οικογένεια. Ένα δάκρυ πήγε να κυλίσει απ’ τα μάτια της μα το ’κρυψε βιαστικά. Δεν ήθελε να την κατακλύσουν τα συναισθήματά της, πολύ περισσότερο που τώρα ερχόταν για να δει κυρίως τον παππού της.

«Ψυχραιμία, Ευτυχία» είπε στον εαυτό της. Το είπε, μα ήξερε πως δεν θα το πολυτηρούσε. Γιατί ο παππούς της, υπέργηρος πια, ενενήντα τριών ετών, μόλις και είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο από μία βαριά ίωση που τον ταλαιπώρησε και τον καθήλωσε για αρκετό καιρό. Όλοι είχαν πει πως μάλλον ο παππούς θα τους άφηνε χρόνους – μέσα τους είχαν ήδη ετοιμαστεί για το ενδεχόμενο, που λόγω ηλικίας έτσι κι αλλιώς μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όμως ο παππούς ήταν «σκληρό καρύδι» που λένε, ξεπέρασε τον κίνδυνο, επανήλθε.

Κι ήταν ένας παππούς… σπάνιος! Εξήντα τόσα χρόνια παππάς, σεβάσμιος, με ήθος ιερατικό τέτοιο που αποτελούσε φάρο για πολλούς άλλους κληρικούς και όχι μόνο. «Σαν τον παπα Σταύρο θα ήθελα να γίνω κι εγώ» είχε ακούσει με τ’ αυτιά της η Ευτυχία αρκετά χρόνια πριν από νέο άνθρωπο που πράγματι έγινε κι αυτός κληρικός έχοντας ως όραμα τον λειτουργό και πνευματικό παπα Σταύρο. Η εικόνα του παππού της ορθώθηκε τεράστια μπροστά της! Μπροστά στην αγία Τράπεζα να λειτουργεί όλα τα χρόνια – ακόμη και μέχρι πριν λίγο καιρό με τη βοήθεια και των άλλων ιερέων είναι αλήθεια τα κατάφερνε μια χαρά! - με τέτοια αίσθηση και κατάνυξη που έκανε πολλούς να κλαίνε και μόνο που τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και τα μάτια του! Τόσο ήρεμα και γαλήνια, αντιφέγγιζαν ένα φως που ήσουν βέβαιος ότι ήταν το φως του ουρανού!

Επανήλθε στο τώρα και σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της – η συγκίνησή της την είχε συνεπάρει! Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που πάντοτε κρατούσε κι έσπευσε στο δωματιάκι του παππού της χωρίς κανείς άλλος να την πάρει είδηση.

«Παππού!» είπε και γρήγορα έσκυψε να πάρει την ευχή του βλέποντάς τον καθισμένο στην πολυθρόνα του.

«Καλώς την Ευτυχία μου, καλώς το παιδάκι μου!» πήγε να σηκωθεί ο ηλικιωμένος παπάς και παππούς καθώς είδε την αγαπημένη εγγόνα του. «Τι κάνεις; Πώς και τα κατάφερες και ήλθες, με τη δουλειά σου, με την οικογένειά σου;»

 Δεν τον άφησε η Ευτυχία να σηκωθεί. Βυθίστηκε στα γεμάτα στοργή και γαλήνη μάτια του. «Παππού, τι κάνεις; Πώς είσαι με την υγεία σου;»

Τον κοίταξε και διαπίστωσε πως ήταν αδυνατισμένος και λίγο χλωμός. «Πόσο άραγε θα ζήσει ακόμα;» έκανε τη σκέψη που γρήγορα θέλησε να τη σβήσει από το μυαλό της. «Πού είναι η γιαγιά;» ρώτησε ήσυχα.

«Εδώ γύρω θα τριγυρίζει, όπως πάντα. Την ξέρεις τη γιαγιά σου…».

 Κάθισε και η Ευτυχία. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει οτιδήποτε άλλο και ο παππούς με διάθεση και φόρα άρχισε να της διηγείται τα… κατορθώματά του!

«Ξέρεις, Ευτυχία μου, πήγα δύο μέρες εκδρομή στην Αίγινα, στον άγιο Νεκτάριο! Τον άγιό μας!»

 Ο παππούς πράγματι είχε από πολλά χρόνια ένα εξοχικό στο ιερό νησί και έτρεφε ξεχωριστή αγάπη για τον μεγάλο αυτόν άγιο της Εκκλησίας μας. Μα αρκετά χρόνια τώρα η αδυναμία του λόγω ηλικίας και διαφόρων προβλημάτων υγείας τον έκανε να παραμένει καθηλωμένος στην Αθήνα – μόνο με τη σκέψη του μπορούσε να πηγαίνει˙ το εξοχικό του χρησιμοποιείτο από τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα αγκάθι σαν να καρφώθηκε στην καρδιά της Ευτυχίας. Δεν μίλησε όμως.

Ο παππούς συνέχισε ακάθεκτος: «Λοιπόν, Ευτυχία μου, πήγαμε στην Αίγινα και όχι μόνο πήγαμε, αλλά και λειτούργησα στον άγιο και χάρηκα πάρα πολύ. Και μετά επισκεφτήκαμε και μία γνωστή μας ταβέρνα και φάγαμε τα ορεκτικά που μας πρόσφερε ο αγαπητός μας κυρ-Κώστας. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε ο παππούς και σαν να αγαλλίασε με τη θύμηση – τα μάτια του πλανήθηκαν λίγο ψηλά Κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε το χλωμό πρόσωπό του.

Το αγκάθι στην Ευτυχία προχώρησε… βαθύτερα! «Όχι, Θεέ μου!» ύψωσε νοερά το βλέμμα της στον Κύριο. «Μην επιτρέψεις ο παππούς μου να χάσει το μυαλό του!» Ήξερε ασφαλώς ότι στην ηλικία αυτή η άνοια είναι σχεδόν αναμενόμενη – ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υπερηλίκων χάνεται στο παρελθόν και το παρόν παρουσιάζεται εντελώς ξεθωριασμένο στη ζωή τους. Ο παππούς βέβαια παπα Σταύρος δεν είχε συμπτώματα μη αναγνώρισης των προσφιλών του προσώπων, τους αναγνώριζε όλους, μα η άνοια έχει διαφόρους βαθμούς εξέλιξης! «Όχι, Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το αντέξω!» - ο παππούς ήταν τόσο αγαπημένος, δεν ήθελε να τον δει να χάνει την επαφή μαζί του.

Σηκώθηκε απότομα. «Παππού, θα σε δω λίγο αργότερα. Πάω να δω τους γονείς μου» είπε τρέμοντας η Ευτυχία, περισσότερο για να προλάβει το ξέσπασμα της καρδιάς της – τα δάκρυά της δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο!

Ήταν και οι δύο εκεί. Οι γονείς της. Που χάρηκαν πολύ με την απρόσμενη επίσκεψή της αλλά και που ανησύχησαν με το σχεδόν κλαμένο πρόσωπό της.

 «Τι έχεις Ευτυχία μου; Τι έχεις παιδί μου;» έσπευσε να την αγκαλιάσει στοργικά η μητέρα της. «Συνέβη κάτι με την οικογένειά σου; Με τη δουλειά σου; Γιατί είσαι έτσι;»

Πήγε γρήγορα να της φέρει ένα νερό – η μάνα της ήταν η «προσωποποίηση» της προσφοράς και της φιλοξενίας. Ανήσυχος και ο πατέρας της την κοίταξε εξίσου ερωτηματικά. «Τι συμβαίνει;» είπε απαλά.

«Πέρασα από το δωμάτιο του παππού!» είπε χαμηλόφωνα και σχεδόν… συνωμοτικά!

«Ε, και;» ξανάπε εκείνος. «Κάθισε, όμως!» Κάθισε.

«Είναι καλά;» με δισταγμό βγήκε η φωνή της.

«Ναι, γιατί; Πέρασε την ίωση, λίγο βαριά πράγματι, όλοι σκεφτήκαμε μήπως μας αποχαιρετίσει ο παππούς, μα όπως είδες τον φοβήθηκε κι ο… χάρος!»

Χαμογέλασαν οι γονείς και μία γκριμάτσα βγήκε ως χαμόγελο και στην Ευτυχία.

«Το μυαλό του πώς είναι;» δεν το έβαζε κάτω η Ευτυχία. Είδε το ερωτηματικό βλέμμα των γονιών της και συνέχισε: «Τον είδα προηγουμένως τον παππού, μα άρχισε να μου λέει… περίεργα πράγματα!»

«Δηλαδή;»

«Να, ότι μετά από χρόνια πήγε εκδρομή στην Αίγινα, ότι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο, ότι πήγε σε ταβέρνα και έφαγε με παρέα…». «Μπαμπά», ξέσπασε η Ευτυχία, «έχει… φαντασιώσεις ο παππούς; Το μυαλό του έχει αρχίσει τα ξεστρατίσματα; Είναι αρχή ή προχωρημένη άνοια;» - πάλευε να ελέγξει τη συγκίνησή της, τα δάκρυά της δεν κρύβονταν πια.

Οι γονείς της άρχισαν να γελάνε. Δεν κατάλαβε.

«Αλήθεια είναι ό,τι σου είπε», βεβαίωσε ο πατέρας της. «Ήρθε ο θείος σου, τον πήρε με το «ζόρι» μαζί με τη γιαγιά -  καλά δεν σου είπε εκείνη; - και τους πήγε ένα διήμερο στην Αίγινα. Πράγματι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο και μετά πήγαν για φαγητό στην ταβέρνα του κυρ-Κώστα. Ό,τι λοιπόν σου διηγήθηκε είναι τα γεγονότα όπως έγιναν!»

Η Ευτυχία έπεσε από τα σύννεφα! Το αγκάθι στην καρδιά της έφυγε και σαν να απελευθερώθηκε. Χαρά και αγαλλίαση γέμισαν τα στήθη της. Σηκώθηκε και αγκάλιασε αυθόρμητα τους γονείς της, που την έκλεισαν στην αγκαλιά τους μέσα.

«Και μην ξανατολμήσεις να… αμφισβητήσεις και πάλι το μυαλό του παππού σου!» σχολίασε γελώντας ο πατέρας της. «Ο παππούς τα είχε, τα έχει και μάλλον θα τα έχει για πολύ ακόμη… τετρακόσια!»

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ

«Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288, επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.

Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.

Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαριά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία».

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. «Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν («Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους» - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της («Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά» - ωδή γ´. «Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού» - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του («Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό» -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. «Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα» (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων.

«Θυμίσου το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»,  μας επισημαίνει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι «καθ᾽ ημέραν απέθνησκε», κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας,  παλεύοντας εποδμένως για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν. 

24 Ιουνίου 2022

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΟΝΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Το μοναστήρι και το πρόβλημα

«Γέροντα», είπε ο Θεόδωρος, ο ηλικιωμένος καλόγερος, απευθυνόμενος στον ηγούμενο, «κάτι πρέπει να κάνουμε με τις βαπτίσεις. Ο αριθμός των προσκυνητών διαρκώς και αυξάνει, ενώ πολλοί ζητούν να βαπτιστούν εδώ. Και δεν είναι θέμα ότι έχουμε πλήθος προσκυνητών – αυτό είναι μεγάλη ευλογία στην εποχή μας που τόσοι άνθρωποι ψάχνουν τον Κύριο και βλέπουν το μοναστήρι μας ως φάρο που τους προσανατολίζει σ’ Αυτόν. Το θέμα, το πρόβλημα πια καλύτερα, είναι ότι ζητούν πολλοί και να βαπτιστούν, κι ένα μεγάλο μέρος αυτών είναι γυναίκες».

«Το γνωρίζω, Θεόδωρε», είπε πολύ σκεφτικός ο Γέροντας Ιωάννης. «Το γνωρίζω καλύτερα από όλους. Άντρες και γυναίκες θεωρούν ως τη μεγαλύτερη ευλογία της ζωής τους να έρθουν εδώ, να γίνουν χριστιανοί, μπαίνοντας στα αγιασμένα νερά του Ιορδάνη. Εδώ που βαπτίστηκε ο Κύριος, εδώ θέλουν να βαπτιστούν κι αυτοί. Κι είναι μεν κατανοητή η επιθυμία τους αυτή, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τον πειρασμό τον δικό μας».

«Εμ, βέβαια, Γέροντα», διέκοψε με μικρή έξαψη ο μοναχός. «Εμείς γίναμε καλόγεροι και απομακρυνθήκαμε από τον κόσμο, για να αφιερωθούμε απερίσπαστοι στον Θεό. Θελήσαμε να φύγουμε από τις αφορμές που δίνει ο κόσμος και από την παρουσία των γυναικών,  και, να, που ο τόπος της μετανοίας μας έγινε τόπος που δέχεται διαρκώς γυναίκες…». Σταμάτησε ο Θεόδωρος, για να συνεχίσει σχεδόν μονολογώντας: «…και να θέλουν να βαπτίζονται από εμάς που ορκιστήκαμε διά βίου την παρθενία». Φάνηκε εξουθενωμένος.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά», είπε ο ηγούμενος. «Είναι εντολή του αρχιεπισκόπου, του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Του εξήγησα, όχι μία αλλά πολλές φορές, ποιο είναι το πρόβλημα. Ποιος είναι ο πειρασμός. Αλλά, το καταλαβαίνω, βλέπω το δίκιο του, είμαστε  μοναστήρι πολύ κοντά στην ιερή πόλη. Ο Ιορδάνης ποταμός είναι δίπλα μας. Είμαστε όχι ένα κελί ή μία απλώς λαύρα, αλλά μεγάλο κοινόβιο. Λοιπόν, «είναι μονόδρομος να έρχονται σε σας και να βαπτίζονται», μου είπε. Δεν έχουμε επιλογή».

«Τι μπορεί να γίνει τότε;» είπε ο Θεόδωρος.

«Θα κάνουμε αυτό που αποφασίσαμε χθες, όλη η Γεροντία, και που δεν το έμαθες, γιατί ήσουν σε εξωτερικό διακόνημα».

«Ποιο;» ανασήκωσε το κεφάλι του γεμάτος περιέργεια ο καλόγερος.

«Αποφασίσαμε να αναθέσουμε αποκλειστικά το μυστήριο του βαπτίσματος στον πατέρα Κόνωνα, τον ιερομόναχο από την Κιλικία. Τον γνωρίζουμε όλοι καλά πια, και ξέρουμε πόσο ενάρετος και αφοσιωμένος στον Θεό είναι. Οι ασκητικοί του αγώνες είναι σπουδαίοι – μπορώ να το βεβαιώσω πολύ καλά αυτό – και είναι αγωνιστής άνθρωπος. Σ’ αυτόν θα αναθέσουμε τη βάπτιση. Αυτό θα είναι το αποκλειστικό του διακόνημα».

«Το ξέρει ο ίδιος;» ρώτησε με επιφύλαξη ο Θεόδωρος.

«Το ξέρει, φοβάται, μα θα κάνει, είπε, υπακοή. Ό,τι του πούμε θα το εφαρμόσει».

Σταυροκοπήθηκαν και οι δύο.

Ο πρεσβύτερος Κόνων και οι πειρασμοί του

Κι άλλες φορές είχε αναλάβει να διακονήσει το μυστήριο: έχριε με το αγιασμένο λάδι τα σώματα των ανθρώπων, τους βάπτιζε, τους πρόσφερε μέλη Χριστού στην Εκκλησία. Είχε πλήρη επίγνωση του ύψους του μεγάλου αυτού εισαγωγικού μυστηρίου της Εκκλησίας: να εξορίζεται ο πονηρός από την καρδιά του ανθρώπου, και να εγκαθίσταται εκεί ο Κύριος!  Να δίνεται στον άνθρωπο η δυνατότητα αρχής στη νέα ζωή που έφερε Εκείνος!  Να μπορεί ο πιστός, με τη συνέργεια και της δικής του θελήσεως βέβαια, να είναι μία φανέρωση Χριστού στον κόσμο!

Τώρα όμως, είναι διαφορετικά! Δεν θα βαπτίζει μία στο τόσο, με εναλλαγή και των άλλων ιερέων του μοναστηριού, αλλά αποκλειστικά εκείνος. Εκείνος, ο καλόγερος παπα Κόνων, θα έρχεται ενώπιος ενωπίω με τη χάρη του Θεού που μεταμορφώνει τους ανθρώπους, αλλά και ενώπιος ενωπίω με τον παλαιό δικό του άνθρωπο. Καλόγερος ήταν, παπάς ήταν, αγωνιζόταν να μένει στις εντολές του Κυρίου, μα στον κόσμο τούτο έβλεπε τους πειρασμούς να τον κυκλώνουν πολύ συχνά, και να τον βάζουν σε όριο… πτώσης. Ήταν οι στιγμές που ένιωθε πως… σχοινοβατεί. «Κύριε», προσευχόταν, «ενίσχυσέ με. Δες την αδυναμία μου. Κινδυνεύω». Και σαν τον Πέτρο μέσα στα κύματα, άπλωνε το χέρι του και κραύγαζε: «Κύριε, σώσε με. Χάνομαι!».

Είπε τις επιφυλάξεις του στον ηγούμενο. Ομολόγησε την αδυναμία του. «Δεν είναι μόνο οι πειρασμοί της υπερηφάνειας, άγιε Γέροντα, δεν είναι μόνο το πάθος της φιλοκτημοσύνης, ακόμη και για τα ευτελέστερα, που με περιτριγυρίζουν, αλλά προπάντων τώρα, με το διακόνημα αυτό, θα έρχομαι διαρκώς αντιμέτωπος με τον πειρασμό της σάρκας. Γέροντα, νιώθω αδύναμος. «Ει δυνατόν, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».

Δεν άλλαξε την απόφαση του Γέροντα και του συμβουλίου. Το διακόνημα έπρεπε να το αναλάβει και ο Θεός… βοηθός!

Το εκτελούσε με απόλυτη συνέπεια. Ο Κύριος τον ευλογούσε και συχνά ένιωθε τη γλυκύτητα της χάρης Του να τον περιβάλλει. Αλλά όταν ερχόταν η ώρα να βαπτίσει κάποια γυναίκα, εκεί ένιωθε να ταράζεται. Ιδίως την ώρα της χρίσης με το άγιο λάδι. Τότε που έπρεπε να χρίσει τα διάφορα προβλεπόμενα από την ακολουθία μέρη του σώματος. Ο πειρασμός γινόταν πιο έντονος. Του ερχόταν να σταματήσει το μυστήριο και να… φύγει. «Φεύγε και σώζου!» δεν έλεγαν οι άγιοι; Μα, το ‘βλεπε ότι αυτό θα δημιουργούσε μεγαλύτερο σκάνδαλο. Και για εκείνον και για όλο το μοναστήρι. Και υπέμενε.

Κάποιες φορές που η επίθεση των σαρκικών λογισμών ήταν εντονότερη και τον «τρέλαιναν», σε βαθμό που αποφάσιζε να εγκαταλείψει το διακόνημα και το μοναστήρι – κι αυτό συνέβαινε όχι τόσο την ώρα του μυστηρίου, όσο  όταν επέστρεφε στο κελί του – έριχνε τον εαυτό του κάτω στο έδαφος. Έκλαιγε με λυγμούς κτυπώντας το στήθος του. Οίκτιρε την αδυναμία του. Και τότε ιδίως, απευθυνόταν στον αγαπημένο του άγιο: τον μέγα Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον προστάτη της Μονής και του ίδιου. Γιατί ο Κόνων ήταν η συνέχεια εκείνου: στο «πόδι» του βρισκόταν βαπτίζοντας τους ανθρώπους. Κι είναι αλήθεια ότι είχε ζήσει το θαύμα της… παρουσίας του. Όχι μία φορά. Πολλές φορές.

Του παρουσιαζόταν ο άγιος μέσα σε άφατο φως, κι ένιωθε τη στοργική ματιά και τη χάρη του να τον αγκαλιάζουν και να τον ηρεμούν. Η φωνή του μάλιστα τις φορές αυτές ηχούσε τόσο γαλήνια στην καρδιά του, που διασκέδαζε τους φόβους και τους πειρασμούς του, κατεξοχήν όταν του έδινε την υπόσχεση: «Αδελφέ μου Κόνων, κάνε υπομονή και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο που δέχεσαι».

Κι έκανε υπομονή, κι έπαιρνε θάρρος και συνέχιζε. Αλλά οι πειρασμοί… ξανάρχονταν. Κι όχι μόνο δεν έφευγαν, αλλά πολλές φορές και πολλαπλασιάζονταν.  Ο Κόνων ζούσε με ταραχή και στην… κόψη του ξυραφιού.

Η απόλυτη εμπλοκή! Ο μέγας πειρασμός

Κυριακή ήταν. Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, κοινώνησαν οι καλόγεροι, κοινώνησαν οι πιστοί, κοινώνησε και ο ιερέας Κόνων. Τον ειδοποίησαν για μία βάπτιση. Αλλά ο καλόγερος που τον ειδοποίησε,  τον κοίταζε αλλοιωμένος και… ταραγμένος. Δεν μπόρεσε να καταλάβει. Μετά είδε και… τρόμαξε. Κι αρνήθηκε.

Η υποψήφια χριστιανή, η κατηχημένη που έπρεπε να βαπτίσει, ήταν από την Περσία. Νέα κοπέλα που η εμφάνισή της όμως… «θάμπωνε» τους ανθρώπους. Πανέμορφη στην όψη, με καλοφτιαγμένο σώμα. «Παράδεισος ή κόλαση;» αναρωτήθηκε ο Κόνων, που ένιωσε την προσβολή του πειρασμού σαν ξίφος που τον κτυπά κατάστηθα.

Έκανε αμέσως μεταβολή και έφυγε. Ρίχτηκε μπροστά στον άγιο Πρόδρομο, στο κλεισμένο καλά κελί του, και άρχισε τις προσευχές. Στρεφόταν πότε στον Κύριο, πότε στην Παναγία Μητέρα Του, πότε στον άγιο. Διεκτραγωδούσε το πρόβλημά του. Τους εξηγούσε για πολλοστή φορά τον πειρασμό του. Μα, τη φορά αυτή, έβλεπε ότι τα πράγματα δεν ελέγχονται. Αρνιόταν να ξαναβγεί και να αντικρύσει την… ουράνια ομορφιά. Με τρόμο αναλογιζόταν την ώρα της χρίσης του σώματος της κοπέλας. Όχι, δεν άντεχε!

Κλείστηκε δύο ημέρες, αρνούμενος να δεχτεί τον οποιονδήποτε. Ούτε και τον Γέροντα. Αρνήθηκε τροφή και νερό. Έθεσε τον εαυτό του σε απόλυτη νηστεία και άσκηση. Δεν θα έδινε δικαίωμα στον πειρασμό να τον πειράξει περισσότερο. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του.

Ο Γέροντας δεν επέμεινε. Κατανοούσε τον ιερομόναχο, αλλά έπρεπε να δοθεί κάποια λύση. Οι άλλοι ιερείς αρνιόντουσαν κι εκείνοι να μπουν στο διακόνημά του. Ο ίδιος φόβος με του Κόνωνα διακατείχε κι εκείνους. Αν γινόταν άλλωστε μία τέτοια αρχή, δεν θα σταματούσε εκεί. Από την άλλη, η κοπέλα ανέμενε. Και οι καλόγεροι… κρύβονταν!

Αναφέρθηκαν στον αρχιεπίσκοπο. Τον Πέτρο Ιεροσολύμων. Να δώσει εκείνος τη λύση. Να δώσει ο Θεός σ’ εκείνον φωτισμό.

«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί», είπε. «Πράγματι, μπαίνετε σε πειρασμό κάθε φορά που έρχεται να βαπτιστεί γυναίκα, και μάλιστα τέτοιας σπάνιας ομορφιάς, όπως λέτε. Λοιπόν, η λύση είναι να σας στείλω μία γυναίκα διάκονο, από τις διακόνισσες που υπηρετούν στην αρχιεπισκοπή. Θα είναι μαζί σας και θα αναλαμβάνει εκείνη τη συγκεκριμένη υπηρεσία της χρίσης του ελαίου».

Αρνήθηκαν χωρίς σκέψη και δισταγμό. Και ο Γέροντας και ο δεύτερος του μοναστηριού που τον συνόδευε.  «Μακαριώτατε», είπε ο ηγούμενος, με σεβασμό αλλά και αποφασιστικότητα, «πάμε να γλιτώσουμε από έναν πειρασμό, και τώρα θα τον διπλασιάσουμε; Το μοναστήρι είναι ανδρικό και δεν θέλουμε γυναίκες μέσα στα διακονήματά μας. Δυστυχώς, αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε».

Δεν δόθηκε λύση. Η λύση ήλθε «εκβιαστικά» και άνωθεν.

Η φυγή του Κόνωνα και η εμφάνιση του αγίου Προδρόμου

«Κύριε, δεν αντέχω. Πολλές φορές το αποφάσισα, αλλά τώρα νομίζω ότι ήλθε η ώρα». Ο Κόνων μόλις είχε μάθει την χωρίς αποτέλεσμα επιστροφή του ηγουμένου από τον αρχιεπίσκοπο και έπεσε κατά γης. Τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό του. Το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος και μία μικρή λίμνη είχε σχηματιστεί κάτω από τα μάτια του.

Δεν στράφηκε στον άγιο Ιωάννη ούτε και τον επικαλέστηκε. Αισθανόταν προδομένος. Του είχε υποσχεθεί ενίσχυση, του είχε μιλήσει  για ελάφρυνση του πειρασμού του, αλλά όλα αποδείχθηκαν... λόγια του αέρα. Ένιωσε βλάσφημος με τη σκέψη αυτή, αλλά η καρδιά του σαν να ‘ χε πετρώσει. Ένα πείσμα περίεργο είχε σφηνωθεί στην καρδιά του που τον έκανε να λειτουργεί αυτόματα. Πήρε το πανωφόρι του και έφυγε. «Δεν μένω πια στον τόπο τούτο», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν κλείσει οριστικά τη θύρα του κελιού του. Έτσι νόμιζε.

Πήρε τον δρόμο για τα βουνά. Εκεί ήλπιζε ότι θα ήταν απερίσπαστος. Θα μπορούσε να αφιερωθεί στην προσευχή, όπως το ήθελε. Μακριά από τους πειρασμούς. Μέσα του επανελάμβανε: «φεύγε και σώζου, φεύγε και σώζου». Κάποια σπηλιά θα γινόταν ο τόπος της καταπαύσεώς του. Μόνος μόνω Θεώ. Κάθισε κατάκοπος κάποια στιγμή, κάτω από έναν βράχο που εξείχε. Έπρεπε να πάρει μία ανάσα. Ήπιε λίγο νερό από το παγούρι που φρόντισε να πάρει μαζί του μέσα στη φούρια  του. Τα μάτια του πήραν λίγο να κλείνουν.

«Κόνων», άκουσε μία φωνή γλυκιά δίπλα του. «Κόνων, ξύπνα».

Μισάνοιξε τα μάτια και νόμισε πως ονειρεύεται. Μπροστά του και πάλι ο άγιός του, ο προστάτης του άγιος Πρόδρομος. Δεν τρόμαξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του εμφανιζόταν. Ανακάθισε.

«Τι θέλεις;» είπε άτονα, και το πείσμα που είχε νιώσει πριν λίγη σχετικά ώρα, το είδε και πάλι να εμφανίζεται ζωντανό. «Τι ζητάς από εμένα;»

«Γύρισε στο μοναστήρι σου και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο».

Η αργή και ήσυχη φωνή του μεγάλου προφήτη πήγαν να τον κινήσουν σε δάκρυα. Αλλά, η… εμπειρία του για τις υποσχέσεις του αγίου τον σκλήρυναν και πάλι. Η απάντησή του ακούστηκε άγρια, γεμάτη οργή που τρόμαξε και τον… ίδιο!

«Σε βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να επιστρέψω, γιατί πολλές φορές μου το υποσχέθηκες και τίποτε δεν έκανες»!

Δεν μίλησε ο άγιος. Μόνον άπλωσε το χέρι του και σήκωσε απαλά τον ιερέα. «Ακολούθησέ με», του είπε. Υπάκουσε.

Τον οδήγησε σε ένα μικρό ύψωμα που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, τον έβαλε να καθίσει και στάθηκε μπροστά του περίεργα: σαν να εξέταζε για ώρα  προσεκτικά τα ρούχα του.

Ο Κόνων δεν μπορούσε να καταλάβει. Η χάρη του αγίου τού προκαλούσε αισθήματα χαράς και αγαλλίασης. Αλλά… αντιστεκόταν!

Ο άγιος ύψωσε το χέρι του και σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού το σημείο κάτω από τον αφαλό του. Ένιωσε σαν να βγαίνει κάποιος ελαφρός καπνός. «Τι ανάλαφρος αισθάνομαι», είπε μέσα του.

Ο άγιος κοιτώντας τον γεμάτος ιλαρότητα του είπε με επίσημη αυτήν τη φορά φωνή: «Πρεσβύτερε Κόνων, σε βεβαιώνω ότι αθετούσα την υπόσχεση που σου έδινα κάθε φορά, γιατί ήθελα το καλό σου: με τον πόλεμο από τους σαρκικούς πειρασμούς σου και με την υπομονή που θα έδειχνες, θα αποκτούσες πολλά και μεγάλα πνευματικά στεφάνια. Μα δεν θέλησες. Γι’ αυτό και σε ελαφρύνω από τον πόλεμο, σε απαλλάσσω με τη δύναμη του Κυρίου από τον πειρασμό αυτόν, αλλά από δω και πέρα, θα είμαι κοντά σου και θα σε ενισχύω, μα μισθό από αυτό το πράγμα  δεν θα έχεις καθόλου». Είπε ο άγιος και χάθηκε. Ο Κόνων ζούσε σαν σε όνειρο.

Η επιστροφή και το τέλος

Ο ιερέας γύρισε πίσω. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάλαβαν τι είχε διαδραματιστεί. Ο ηγούμενος τα έμαθε αργότερα. Ο Κόνων ανέλαβε αμέσως το διακόνημά του. Ετοιμάστηκε, και την επομένη, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, έχρισε και βάφτισε την Περσίδα. Ο άγιος Πρόδρομος είχε κρατήσει την υπόσχεσή του: έβλεπε την κοπέλα και δεν παρατήρησε καν ότι ήταν γυναίκα κατά τη φύση.

Αυτό συνεχίστηκε και στην υπόλοιπη ζωή του πρεσβυτέρου  Κόνωνα. Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια έχριε και βάφτιζε, άνδρες και γυναίκες, χωρίς ποτέ πια να κινηθεί σαρκικά το σώμα του και χωρίς να «βλέπει» καμιά γυναίκα κατά τη φύση της. Τελειώθηκε εν Κυρίω και αναπαύτηκε.

Στην έξοδό του άγγελοι παρέλαβαν την αγία ψυχή του. Ο άγιος Πρόδρομος παρακολουθούσε με αγαλλίαση στην καρδιά.

(Από το βιβλίο των εκδ. «ακολουθείν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

ΛΥΣΗ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ!

«Όταν κάποιοι χριστιανοί, που φέρουν μόνον το όνομα, ζητάνε να τους λύσουμε τις διαφορές τους (όταν τρώγωνται μεταξύ τους), να δεχτούμε μόνον, όταν δεχτούν να τις λύσουμε με το Ευαγγέλιο, διότι όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες. Όλοι οι άνθρωποι που μαλώνουν μεταξύ τους, όλοι τους λένε ότι έχουν και δίκαιο, μόνον που παίρνουν περισσότερο δίκαιο απ’ ό,τι δικαιούνται, γι’  αυτό και διαφωνούν συνέχεια. Το Ευαγγέλιο κάνει την καλύτερη μοιρασιά» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Όχι μόνον οι εκτός της Εκκλησίας αλλά και οι εντός αυτής χριστιανοί «που φέρουν μόνον το όνομα», κατά τον όσιο μεγάλο Γέροντα, συνεπώς ζουν και αυτοί ως «άθεοι εν τω κόσμω» (απ. Παύλος), έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τον εγωισμό, δηλαδή την ενεργούμενη αμαρτία με όλα τα παρακλάδια της. Κατ’ ακρίβεια βέβαια ακόμη και οι θεωρούμενοι προχωρημένοι στην πνευματική ζωή ταλαιπωρούνται από τις νύξεις του εγωισμού, διότι στον κόσμο τούτο όλοι υποκείμεθα στην αμαρτία, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Η διαφορά μεταξύ ενός εν επιγνώσει πιστού χριστιανού και ενός απίστου έγκειται στο ότι ο πιστός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία πορεία αύξησης της χάρης του Θεού, στον βαθμό που τηρεί τις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού, που σημαίνει ότι τον εγωισμό του όταν πάει να εκδηλωθεί τον επισημαίνει και αγωνίζεται εν μετανοία να τον μεταστρέψει για να τον κάνει αληθινή και άδολη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ο μη πιστός όμως δεν κάνει αυτόν τον αγώνα. Άγεται και φέρεται συνήθως από τις παρορμήσεις της εμπαθούς καρδιάς του, οπότε η επιβολή του δικού του θελήματος με παραθεώρηση του Θεϊκού θελήματος γίνεται η καθημερινή πρακτική του – το εγώ του είναι και ο θεός του.

Αυτήν την επιβολή του εγώ εις βάρος του άλλου συνανθρώπου επισημαίνουμε αδιάκοπα στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, με το «συντριπτικό» κατ’ αυτούς επιχείρημα ότι ο καθένας είναι βέβαιος για το «δίκιο του». Αν ερωτηθεί ένας που είναι οργισμένος κατά του πλησίον του, δεν υπάρχει περίπτωση να μη δικαιολογηθεί, να μη θεωρήσει ότι καλώς εχθρεύεται τον άλλον, γιατί τον έθιξε, γιατί τον αδίκησε, γιατί του συμπεριφέρθηκε με τρόπο πονηρό και συμφεροντολογικό. Κι έχει «δίκιο»! Γιατί σε ένα ποσοστό στον κόσμο τούτο όλοι λίγο πολύ φταίμε – «πολλά γάρ πταίομεν άπαντες» όπως λέει η Γραφή. Το πρόβλημα όμως, καθώς επισημαίνει ο άγιος, είναι ότι διεκδικούμε παραπάνω δίκιο από όσο μας πρέπει. Κι αυτό γιατί; Διότι ο νους μας θολωμένος από τον εγωισμό δεν διακρίνει σωστά – ο νους πάντοτε πλανάται όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή, όταν δηλαδή δεν είναι γεμάτη από αγάπη. Το αποτέλεσμα; Η σπίθα και η φωτιά. Ο ένας εγωισμός που συγκρούεται με τον άλλο εγωισμό, σαν δύο πέτρες που βγάζουν σπίθα από τη μεταξύ τους σύγκρουση.

Τι γίνεται στην περίπτωση που μία τέτοια διαμάχη έρθει ενώπιόν μας; Τι μπορούμε και πρέπει να πούμε, όταν δύο με διαφωνία μεταξύ τους θελήσουν να τα βρουν με «διαιτητή» εμάς; Εννοείται ότι ο καθένας θα θελήσει να μας πάρει με το μέρος του, παρουσιάζοντάς μας τα πράγματα εντελώς «φουσκωμένα» για τον άλλον και εντελώς «εν σμικρύνσει και αθώα» για τον εαυτό του. Ο ίδιος ο Κύριος βρέθηκε σε τέτοια στιγμή: Του ζήτησαν δύο άνθρωποι να τους λύσει τη διαφορά. Κι Εκείνος, ο παντογνώστης και καρδιογνώστης, αρνήθηκε! «Ποιος με έβαλε δικαστή ανάμεσά σας;» είπε, παραπέμποντας ουσιαστικά και στο ανάλογο περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τον Μωϋσή (που έκανε τον δικαστή και βρέθηκε στη συνέχεια ο ίδιος υπόδικος!). Κι είναι η στάση Του αυτή που μας δείχνει τον δρόμο: να μη πέφτουμε στην παγίδα του κριτή – θα κατηγορηθούμε και από τους δύο διαφωνούντες.

Μόνο σε μία περίπτωση μπορούμε να πούμε τη γνώμη μας, αλλά με ταπείνωση και αγάπη και προσευχή: όταν προτείνουμε τη λύση του Ευαγγελίου. Και μάλιστα τότε που διαπιστώνουμε ότι οι διαφωνούντες έχουν έστω και μία μικρή διάθεση να ακούσουν, έχουν δηλαδή κάποια μικρή ταπείνωση. Και τι προτείνει το Ευαγγέλιο; Τίποτε άλλο από την αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή από τη διάθεση ο καθένας να δίνει περισσότερο δίκιο στον άλλον! Θυμόμαστε και πάλι το όσιο Αγιορείτη που έλεγε με τον μοναδικό εποπτικό τρόπο του: «Χριστιανική μοιρασιά και δικαιοσύνη είναι από τα δέκα να πάρω εγώ τα δύο και να δώσω στον άλλον τα οκτώ!» Κάθε άλλος τρόπος για έναν χριστιανό είναι «συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες».

Αν όπως είπαμε οι διαφωνούντες είναι καλοπροαίρετοι και έχουν κάποιο χριστιανικό στοιχείο μέσα τους θα δεχτούν τη λύση και θα ευχαριστήσουν τον Θεό, κι ίσως κι εμάς. Αν όμως δεν είναι, τότε ματαίως κοπιάζουμε, ματαίως μιλάμε και εκφέρουμε γνώμη: η γνώμη μας γίνεται αφορμή μεγαλύτερης έξαψης των παθών που την «πληρώνουμε» κι εμείς. Σπουδαίο παράδειγμα επ’ αυτού έχουμε από τον βίο του μεγάλου οσίου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας Ισαάκ του Σύρου. Μόλις είχε γίνει επίσκοπος Νινευί ο ησυχαστής όσιος Ισαάκ, και μάλιστα με μεγάλη πίεση και αποκάλυψη Κυρίου, και ήρθαν δύο χριστιανοί για να βρουν το δίκιο τους. Ο ένας ήταν δανειστής και ο άλλος οφειλέτης. Ο δανειστής είχε τα δίκια του: του χρωστούσε ο άλλος και αργοπορούσε την εξόφληση. Ο οφειλέτης είχε κι αυτός τα δικά του: φτωχός άνθρωπος μεροκαματιάρης ήταν και ήθελε μία παράταση χρόνου από τον δανειστή. Ο πρώτος έξαλλος επιτέθηκε με σκαιό τρόπο κατά του άλλου «αδελφού», φώναζε, έλεγε, έλεγε… Ο άλλος μαζεμένος άκουγε. Ο άγιος Ισαάκ που προσευχόταν με πόνο με την όλη κατάσταση πήρε κάποια στιγμή τον λόγο. Και τι είπε; Ό,τι λέει το Ευαγγέλιο. «Αδελφέ μου, ο Κύριος στο Ευαγγέλιο ζητάει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, να είμαστε συγκαταβατικοί, να παραιτούμαστε κάποιες φορές και από τα δικαιώματά μας». Ο δανειστής βεβαίως με τα λόγια του αγίου εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο. Στράφηκε και κατά του επισκόπου του. Αποτέλεσμα: έφυγε απειλώντας ότι θα σύρει τον χρεώστη στα δικαστήρια. Και ο άγιος Ισαάκ, αφού αγκάλιασε τον άνθρωπο και τον παρηγόρησε, λέγοντας ότι θα κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, μάζεψε τα πράγματά του, εγκατέλειψε τον επισκοπικό του θρόνο και επανήλθε στο ησυχαστήριό του. Το σκεπτικό του ήταν ατράνταχτο: «Αν δεν μπορώ να πείσω τους χριστιανούς μου με τον λόγο του Ευαγγελίου, τότε ποια είναι η θέση μου εδώ;»