Το μοναστήρι και το πρόβλημα
«Γέροντα», είπε ο Θεόδωρος, ο ηλικιωμένος καλόγερος,
απευθυνόμενος στον ηγούμενο, «κάτι πρέπει να κάνουμε με τις βαπτίσεις. Ο
αριθμός των προσκυνητών διαρκώς και αυξάνει, ενώ πολλοί ζητούν να βαπτιστούν
εδώ. Και δεν είναι θέμα ότι έχουμε πλήθος προσκυνητών – αυτό είναι μεγάλη
ευλογία στην εποχή μας που τόσοι άνθρωποι ψάχνουν τον Κύριο και βλέπουν το
μοναστήρι μας ως φάρο που τους προσανατολίζει σ’ Αυτόν. Το θέμα, το πρόβλημα
πια καλύτερα, είναι ότι ζητούν πολλοί και να βαπτιστούν, κι ένα μεγάλο μέρος
αυτών είναι γυναίκες».
«Το γνωρίζω, Θεόδωρε», είπε πολύ σκεφτικός ο Γέροντας
Ιωάννης. «Το γνωρίζω καλύτερα από όλους. Άντρες και γυναίκες θεωρούν ως τη
μεγαλύτερη ευλογία της ζωής τους να έρθουν εδώ, να γίνουν χριστιανοί,
μπαίνοντας στα αγιασμένα νερά του Ιορδάνη. Εδώ που βαπτίστηκε ο Κύριος, εδώ
θέλουν να βαπτιστούν κι αυτοί. Κι είναι μεν κατανοητή η επιθυμία τους αυτή,
αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τον πειρασμό τον δικό μας».
«Εμ, βέβαια, Γέροντα», διέκοψε με μικρή έξαψη ο μοναχός.
«Εμείς γίναμε καλόγεροι και απομακρυνθήκαμε από τον κόσμο, για να αφιερωθούμε
απερίσπαστοι στον Θεό. Θελήσαμε να φύγουμε από τις αφορμές που δίνει ο κόσμος
και από την παρουσία των γυναικών, και, να, που ο τόπος της μετανοίας μας έγινε τόπος που
δέχεται διαρκώς γυναίκες…». Σταμάτησε ο Θεόδωρος, για να συνεχίσει σχεδόν
μονολογώντας: «…και να θέλουν να βαπτίζονται από εμάς που ορκιστήκαμε διά βίου
την παρθενία». Φάνηκε εξουθενωμένος.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά», είπε ο ηγούμενος.
«Είναι εντολή του αρχιεπισκόπου, του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Του εξήγησα, όχι
μία αλλά πολλές φορές, ποιο είναι το πρόβλημα. Ποιος είναι ο πειρασμός. Αλλά,
το καταλαβαίνω, βλέπω το δίκιο του, είμαστε μοναστήρι πολύ κοντά στην ιερή πόλη. Ο Ιορδάνης ποταμός
είναι δίπλα μας. Είμαστε όχι ένα κελί ή μία απλώς λαύρα, αλλά μεγάλο κοινόβιο.
Λοιπόν, «είναι μονόδρομος να έρχονται σε σας και να βαπτίζονται», μου είπε. Δεν
έχουμε επιλογή».
«Τι μπορεί να γίνει τότε;» είπε ο Θεόδωρος.
«Θα κάνουμε αυτό που αποφασίσαμε χθες, όλη η Γεροντία,
και που δεν το έμαθες, γιατί ήσουν σε εξωτερικό διακόνημα».
«Ποιο;» ανασήκωσε το κεφάλι του γεμάτος περιέργεια ο
καλόγερος.
«Αποφασίσαμε να αναθέσουμε αποκλειστικά το μυστήριο του
βαπτίσματος στον πατέρα Κόνωνα, τον ιερομόναχο από την Κιλικία. Τον γνωρίζουμε
όλοι καλά πια, και ξέρουμε πόσο ενάρετος και αφοσιωμένος στον Θεό είναι. Οι
ασκητικοί του αγώνες είναι σπουδαίοι – μπορώ να το βεβαιώσω πολύ καλά αυτό –
και είναι αγωνιστής άνθρωπος. Σ’ αυτόν θα αναθέσουμε τη βάπτιση. Αυτό θα είναι
το αποκλειστικό του διακόνημα».
«Το ξέρει ο ίδιος;» ρώτησε με επιφύλαξη ο Θεόδωρος.
«Το ξέρει, φοβάται, μα θα κάνει, είπε, υπακοή. Ό,τι του
πούμε θα το εφαρμόσει».
Σταυροκοπήθηκαν και οι δύο.
Ο πρεσβύτερος Κόνων και οι πειρασμοί του
Κι άλλες φορές είχε αναλάβει να διακονήσει το μυστήριο:
έχριε με το αγιασμένο λάδι τα σώματα των ανθρώπων, τους βάπτιζε, τους πρόσφερε
μέλη Χριστού στην Εκκλησία. Είχε πλήρη επίγνωση του ύψους του μεγάλου αυτού
εισαγωγικού μυστηρίου της Εκκλησίας: να εξορίζεται ο πονηρός από την καρδιά του
ανθρώπου, και να εγκαθίσταται εκεί ο Κύριος! Να δίνεται στον άνθρωπο η δυνατότητα αρχής στη νέα ζωή
που έφερε Εκείνος! Να μπορεί ο πιστός, με τη συνέργεια και της δικής του
θελήσεως βέβαια, να είναι μία φανέρωση Χριστού στον κόσμο!
Τώρα όμως, είναι διαφορετικά! Δεν θα βαπτίζει μία στο
τόσο, με εναλλαγή και των άλλων ιερέων του μοναστηριού, αλλά αποκλειστικά
εκείνος. Εκείνος, ο καλόγερος παπα Κόνων, θα έρχεται ενώπιος ενωπίω με τη χάρη
του Θεού που μεταμορφώνει τους ανθρώπους, αλλά και ενώπιος ενωπίω με τον παλαιό
δικό του άνθρωπο. Καλόγερος ήταν, παπάς ήταν, αγωνιζόταν να μένει στις εντολές
του Κυρίου, μα στον κόσμο τούτο έβλεπε τους πειρασμούς να τον κυκλώνουν πολύ
συχνά, και να τον βάζουν σε όριο… πτώσης. Ήταν οι στιγμές που ένιωθε πως…
σχοινοβατεί. «Κύριε», προσευχόταν, «ενίσχυσέ με. Δες την αδυναμία μου.
Κινδυνεύω». Και σαν τον Πέτρο μέσα στα κύματα, άπλωνε το χέρι του και κραύγαζε: «Κύριε, σώσε με. Χάνομαι!».
Είπε τις επιφυλάξεις του στον ηγούμενο. Ομολόγησε την
αδυναμία του. «Δεν είναι μόνο οι πειρασμοί της υπερηφάνειας, άγιε Γέροντα, δεν
είναι μόνο το πάθος της φιλοκτημοσύνης, ακόμη και για τα ευτελέστερα, που με
περιτριγυρίζουν, αλλά προπάντων τώρα, με το διακόνημα αυτό, θα έρχομαι διαρκώς
αντιμέτωπος με τον πειρασμό της σάρκας. Γέροντα, νιώθω αδύναμος. «Ει δυνατόν,
παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».
Δεν άλλαξε την απόφαση του Γέροντα και του συμβουλίου. Το
διακόνημα έπρεπε να το αναλάβει και ο Θεός… βοηθός!
Το εκτελούσε με απόλυτη συνέπεια. Ο Κύριος τον ευλογούσε
και συχνά ένιωθε τη γλυκύτητα της χάρης Του να τον περιβάλλει. Αλλά όταν
ερχόταν η ώρα να βαπτίσει κάποια γυναίκα, εκεί ένιωθε να ταράζεται. Ιδίως την
ώρα της χρίσης με το άγιο λάδι. Τότε που έπρεπε να χρίσει τα διάφορα
προβλεπόμενα από την ακολουθία μέρη του σώματος. Ο πειρασμός γινόταν πιο
έντονος. Του ερχόταν να σταματήσει το μυστήριο και να… φύγει. «Φεύγε και
σώζου!» δεν έλεγαν οι άγιοι; Μα, το ‘βλεπε ότι αυτό θα δημιουργούσε μεγαλύτερο
σκάνδαλο. Και για εκείνον και για όλο το μοναστήρι. Και υπέμενε.
Κάποιες φορές που η επίθεση των σαρκικών λογισμών ήταν
εντονότερη και τον «τρέλαιναν», σε βαθμό που αποφάσιζε να εγκαταλείψει το
διακόνημα και το μοναστήρι – κι αυτό συνέβαινε όχι τόσο την ώρα του μυστηρίου,
όσο όταν επέστρεφε στο κελί του – έριχνε τον εαυτό του κάτω
στο έδαφος. Έκλαιγε με λυγμούς κτυπώντας το στήθος του. Οίκτιρε την αδυναμία
του. Και τότε ιδίως, απευθυνόταν στον αγαπημένο του άγιο: τον μέγα Ιωάννη τον
Πρόδρομο, τον προστάτη της Μονής και του ίδιου. Γιατί ο Κόνων ήταν η συνέχεια εκείνου:
στο «πόδι» του βρισκόταν βαπτίζοντας τους ανθρώπους. Κι είναι αλήθεια ότι είχε
ζήσει το θαύμα της… παρουσίας του. Όχι μία φορά. Πολλές φορές.
Του παρουσιαζόταν ο άγιος μέσα σε άφατο φως, κι ένιωθε τη
στοργική ματιά και τη χάρη του να τον αγκαλιάζουν και να τον ηρεμούν. Η φωνή
του μάλιστα τις φορές αυτές ηχούσε τόσο γαλήνια στην καρδιά του, που διασκέδαζε
τους φόβους και τους πειρασμούς του, κατεξοχήν όταν του έδινε την υπόσχεση:
«Αδελφέ μου Κόνων, κάνε υπομονή και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο που δέχεσαι».
Κι έκανε υπομονή, κι έπαιρνε θάρρος και συνέχιζε. Αλλά οι
πειρασμοί… ξανάρχονταν. Κι όχι μόνο δεν έφευγαν, αλλά πολλές φορές και
πολλαπλασιάζονταν. Ο Κόνων ζούσε με ταραχή και στην… κόψη του ξυραφιού.
Η απόλυτη εμπλοκή! Ο μέγας πειρασμός
Κυριακή ήταν. Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, κοινώνησαν οι
καλόγεροι, κοινώνησαν οι πιστοί, κοινώνησε και ο ιερέας Κόνων. Τον ειδοποίησαν
για μία βάπτιση. Αλλά ο καλόγερος που τον ειδοποίησε, τον κοίταζε αλλοιωμένος και… ταραγμένος. Δεν μπόρεσε να
καταλάβει. Μετά είδε και… τρόμαξε. Κι αρνήθηκε.
Η υποψήφια χριστιανή, η κατηχημένη που έπρεπε να
βαπτίσει, ήταν από την Περσία. Νέα κοπέλα που η εμφάνισή της όμως… «θάμπωνε»
τους ανθρώπους. Πανέμορφη στην όψη, με καλοφτιαγμένο σώμα. «Παράδεισος ή
κόλαση;» αναρωτήθηκε ο Κόνων, που ένιωσε την προσβολή του πειρασμού σαν ξίφος
που τον κτυπά κατάστηθα.
Έκανε αμέσως μεταβολή και έφυγε. Ρίχτηκε μπροστά στον
άγιο Πρόδρομο, στο κλεισμένο καλά κελί του, και άρχισε τις προσευχές. Στρεφόταν
πότε στον Κύριο, πότε στην Παναγία Μητέρα Του, πότε στον άγιο. Διεκτραγωδούσε
το πρόβλημά του. Τους εξηγούσε για πολλοστή φορά τον πειρασμό του. Μα, τη φορά
αυτή, έβλεπε ότι τα πράγματα δεν ελέγχονται. Αρνιόταν να ξαναβγεί και να
αντικρύσει την… ουράνια ομορφιά. Με τρόμο αναλογιζόταν την ώρα της χρίσης του
σώματος της κοπέλας. Όχι, δεν άντεχε!
Κλείστηκε δύο ημέρες, αρνούμενος να δεχτεί τον
οποιονδήποτε. Ούτε και τον Γέροντα. Αρνήθηκε τροφή και νερό. Έθεσε τον εαυτό
του σε απόλυτη νηστεία και άσκηση. Δεν θα έδινε δικαίωμα στον πειρασμό να τον
πειράξει περισσότερο. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του.
Ο Γέροντας δεν επέμεινε. Κατανοούσε τον ιερομόναχο, αλλά
έπρεπε να δοθεί κάποια λύση. Οι άλλοι ιερείς αρνιόντουσαν κι εκείνοι να μπουν
στο διακόνημά του. Ο ίδιος φόβος με του Κόνωνα διακατείχε κι εκείνους. Αν
γινόταν άλλωστε μία τέτοια αρχή, δεν θα σταματούσε εκεί. Από την άλλη, η κοπέλα
ανέμενε. Και οι καλόγεροι… κρύβονταν!
Αναφέρθηκαν στον αρχιεπίσκοπο. Τον Πέτρο Ιεροσολύμων. Να
δώσει εκείνος τη λύση. Να δώσει ο Θεός σ’ εκείνον φωτισμό.
«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί», είπε. «Πράγματι,
μπαίνετε σε πειρασμό κάθε φορά που έρχεται να βαπτιστεί γυναίκα, και μάλιστα
τέτοιας σπάνιας ομορφιάς, όπως λέτε. Λοιπόν, η λύση είναι να σας στείλω μία
γυναίκα διάκονο, από τις διακόνισσες που υπηρετούν στην αρχιεπισκοπή. Θα είναι
μαζί σας και θα αναλαμβάνει εκείνη τη συγκεκριμένη υπηρεσία της χρίσης του
ελαίου».
Αρνήθηκαν χωρίς σκέψη και δισταγμό. Και ο Γέροντας και ο
δεύτερος του μοναστηριού που τον συνόδευε. «Μακαριώτατε», είπε ο ηγούμενος, με σεβασμό αλλά και
αποφασιστικότητα, «πάμε να γλιτώσουμε από έναν πειρασμό, και τώρα θα τον
διπλασιάσουμε; Το μοναστήρι είναι ανδρικό και δεν θέλουμε γυναίκες μέσα στα
διακονήματά μας. Δυστυχώς, αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε».
Δεν δόθηκε λύση. Η λύση ήλθε «εκβιαστικά» και άνωθεν.
Η φυγή του Κόνωνα και η εμφάνιση του αγίου Προδρόμου
«Κύριε, δεν αντέχω. Πολλές φορές το αποφάσισα, αλλά τώρα
νομίζω ότι ήλθε η ώρα». Ο Κόνων μόλις είχε μάθει την χωρίς αποτέλεσμα επιστροφή
του ηγουμένου από τον αρχιεπίσκοπο και έπεσε κατά γης. Τα δάκρυα αυλάκωναν το
πρόσωπό του. Το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος και μία μικρή λίμνη είχε
σχηματιστεί κάτω από τα μάτια του.
Δεν στράφηκε στον άγιο Ιωάννη ούτε και τον επικαλέστηκε.
Αισθανόταν προδομένος. Του είχε υποσχεθεί ενίσχυση, του είχε μιλήσει για ελάφρυνση του πειρασμού του, αλλά όλα αποδείχθηκαν...
λόγια του αέρα. Ένιωσε βλάσφημος με τη σκέψη αυτή, αλλά η καρδιά του σαν να ‘
χε πετρώσει. Ένα πείσμα περίεργο είχε σφηνωθεί στην καρδιά του που τον έκανε να
λειτουργεί αυτόματα. Πήρε το πανωφόρι του και έφυγε. «Δεν μένω πια στον τόπο
τούτο», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν κλείσει οριστικά τη θύρα του κελιού
του. Έτσι νόμιζε.
Πήρε τον δρόμο για τα βουνά. Εκεί ήλπιζε ότι θα ήταν
απερίσπαστος. Θα μπορούσε να αφιερωθεί στην προσευχή, όπως το ήθελε. Μακριά από
τους πειρασμούς. Μέσα του επανελάμβανε: «φεύγε και σώζου, φεύγε και σώζου».
Κάποια σπηλιά θα γινόταν ο τόπος της καταπαύσεώς του. Μόνος μόνω Θεώ. Κάθισε κατάκοπος
κάποια στιγμή, κάτω από έναν βράχο που εξείχε. Έπρεπε να πάρει μία ανάσα. Ήπιε
λίγο νερό από το παγούρι που φρόντισε να πάρει μαζί του μέσα στη φούρια του. Τα μάτια του πήραν λίγο να κλείνουν.
«Κόνων», άκουσε μία φωνή γλυκιά δίπλα του. «Κόνων, ξύπνα».
Μισάνοιξε τα μάτια και νόμισε πως ονειρεύεται. Μπροστά
του και πάλι ο άγιός του, ο προστάτης του άγιος Πρόδρομος. Δεν τρόμαξε. Δεν
ήταν η πρώτη φορά που του εμφανιζόταν. Ανακάθισε.
«Τι θέλεις;» είπε άτονα, και το πείσμα που είχε νιώσει
πριν λίγη σχετικά ώρα, το είδε και πάλι να εμφανίζεται ζωντανό. «Τι ζητάς από
εμένα;»
«Γύρισε στο μοναστήρι σου και θα σε ελαφρύνω από τον
πόλεμο».
Η αργή και ήσυχη φωνή του μεγάλου προφήτη πήγαν να τον
κινήσουν σε δάκρυα. Αλλά, η… εμπειρία του για τις υποσχέσεις του αγίου τον
σκλήρυναν και πάλι. Η απάντησή του ακούστηκε άγρια, γεμάτη οργή που τρόμαξε και
τον… ίδιο!
«Σε βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να επιστρέψω, γιατί πολλές
φορές μου το υποσχέθηκες και τίποτε δεν έκανες»!
Δεν μίλησε ο άγιος. Μόνον άπλωσε το χέρι του και σήκωσε
απαλά τον ιερέα. «Ακολούθησέ με», του είπε. Υπάκουσε.
Τον οδήγησε σε ένα μικρό ύψωμα που βρισκόταν λίγο πιο
πέρα, τον έβαλε να καθίσει και στάθηκε μπροστά του περίεργα: σαν να εξέταζε για
ώρα προσεκτικά τα ρούχα του.
Ο Κόνων δεν μπορούσε να καταλάβει. Η χάρη του αγίου τού
προκαλούσε αισθήματα χαράς και αγαλλίασης. Αλλά… αντιστεκόταν!
Ο άγιος ύψωσε το χέρι του και σφράγισε τρεις φορές με το
σημείο του σταυρού το σημείο κάτω από τον αφαλό του. Ένιωσε σαν να βγαίνει
κάποιος ελαφρός καπνός. «Τι ανάλαφρος αισθάνομαι», είπε μέσα του.
Ο άγιος κοιτώντας τον γεμάτος ιλαρότητα του είπε με
επίσημη αυτήν τη φορά φωνή: «Πρεσβύτερε Κόνων, σε βεβαιώνω ότι αθετούσα την
υπόσχεση που σου έδινα κάθε φορά, γιατί ήθελα το καλό σου: με τον πόλεμο από
τους σαρκικούς πειρασμούς σου και με την υπομονή που θα έδειχνες, θα αποκτούσες
πολλά και μεγάλα πνευματικά στεφάνια. Μα δεν θέλησες. Γι’ αυτό και σε ελαφρύνω
από τον πόλεμο, σε απαλλάσσω με τη δύναμη του Κυρίου από τον πειρασμό αυτόν,
αλλά από δω και πέρα, θα είμαι κοντά σου και θα σε ενισχύω, μα μισθό από αυτό
το πράγμα δεν θα
έχεις καθόλου». Είπε ο άγιος και χάθηκε. Ο Κόνων ζούσε σαν σε όνειρο.
Η επιστροφή και το τέλος
Ο ιερέας γύρισε πίσω. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάλαβαν τι
είχε διαδραματιστεί. Ο ηγούμενος τα έμαθε αργότερα. Ο Κόνων ανέλαβε αμέσως το
διακόνημά του. Ετοιμάστηκε, και την επομένη, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα,
έχρισε και βάφτισε την Περσίδα. Ο άγιος Πρόδρομος είχε κρατήσει την υπόσχεσή
του: έβλεπε την κοπέλα και δεν παρατήρησε καν ότι ήταν γυναίκα κατά τη φύση.
Αυτό συνεχίστηκε και στην υπόλοιπη ζωή του πρεσβυτέρου Κόνωνα. Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια έχριε και βάφτιζε,
άνδρες και γυναίκες, χωρίς ποτέ πια να κινηθεί σαρκικά το σώμα του και χωρίς να
«βλέπει» καμιά γυναίκα κατά τη φύση της. Τελειώθηκε εν Κυρίω και αναπαύτηκε.
Στην έξοδό του άγγελοι παρέλαβαν την αγία ψυχή του. Ο
άγιος Πρόδρομος παρακολουθούσε με αγαλλίαση στην καρδιά.
(Από το βιβλίο των εκδ. «ακολουθείν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές
και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)