«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες,
ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και
οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα,
κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των
πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό
χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν
μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο
κοντινό λουτρό κι ευθύς με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που
τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού
που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να
κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.
Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και
ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου.
Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής:
ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας
του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει
γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της.
Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του
αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης
και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και
με το σχήμα της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να
του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε:
Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη,
για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός
σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά
τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η
άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος
πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.
Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις
ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα
ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως
εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός,
τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός,
θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά
μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους
ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι
τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή
λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε
τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και
πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα
των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε
ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε
και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη
φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα,
κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι.
Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα
μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό.
Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον
του Χαλκού Τετραπύλου».
Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη
φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι
σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή
φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου
ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή
ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο
ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι
αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου
ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του
λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον
Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές
του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική
διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και
οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την
Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως
διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς
διώξουσιν». Το σημειώνει και ο απόστολος: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού
διωχθήσονται», όσοι θέλουν να ζήσουν
με πίστη στον Ιησού Χριστό θα διωχθούν. Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η
στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο: το μαρτύριο και τα βάσανα, αλλά
στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου: τη βασιλεία του Θεού, ήταν
αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους˙ έβλεπαν τα πράγματα εν
Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους˙ ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην
ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο
τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε
λέγεται οικονομική και κάθε κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των
«κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος,
την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας,
αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει
ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.
Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ
στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει:
«Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο
ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον
παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο
παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη
λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να
φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών
μας». Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη
λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε,
ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του
φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων». Ώστε
για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι
απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη
ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο.
«Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί
με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της
αφθαρσίας» (ωδή α΄).
Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων
από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου,
παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι
πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς
χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία;
Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια
κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους
σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «προσκολληθήκατε στον ουράνιο Δεσπότη,
αθλοφόροι σαράντα» (κοντάκιο)∙ «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό
διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη
θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά
του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο
πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι
που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε
αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24).
«Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας
συνέτριψαν τα σκέλη» (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των
αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή
οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά
τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το
επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον
ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).
Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα.
Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη
γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε
αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον
τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.
Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς
τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του
έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον
παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο
της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν
πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια
και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής,
τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από
τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την
Εδέμ» (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος
αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς
την άσβεστη φωτιά» (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που
αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» (ωδή η΄).
Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα
που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη
συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον
ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου,
Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του
προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα
ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε
και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα
σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο
μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον
έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των
σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή
του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» (ωδή ζ΄). «Ο
φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» (ωδή ζ΄).
Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του
υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του
νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα
παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία:
η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν
δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε
τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που
υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο
νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με
τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ»
(ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη
μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον
αγωνοθέτη Θεό» (ωδή η΄).
Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους
αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που διανύουμε,
τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να
πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς
πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος
του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με
την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και
χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε
την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού
το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι
εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας»
(δοξαστικό αίνων όρθρου).