09 Μαρτίου 2023

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

 

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες, ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και  έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς  με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.

Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος  ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και με το σχήμα  της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία  δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.

Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».

Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι  οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν  τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού  - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν».   Το σημειώνει και ο απόστολος: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», όσοι θέλουν να ζήσουν με πίστη στον Ιησού Χριστό θα διωχθούν. Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο: το μαρτύριο και τα βάσανα, αλλά στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου: τη βασιλεία του Θεού, ήταν αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους˙ έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους˙ ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε λέγεται οικονομική και κάθε κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.

Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών μας». Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων». Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» (ωδή α΄).

Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «προσκολληθήκατε στον ουράνιο Δεσπότη, αθλοφόροι σαράντα» (κοντάκιο)∙ «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).

Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.

 Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» (ωδή η΄).

Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι  αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη  για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» (ωδή ζ΄).

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική  και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά  αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» (ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτη Θεό» (ωδή η΄).  

Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που διανύουμε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας» (δοξαστικό αίνων όρθρου).

08 Μαρτίου 2023

8 ΜΑΡΤΙΟΥ: Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Όταν και μέχρι τα νεώτερα χρόνια υπήρχε προβληματισμός σε κάποιες κοινωνίες αν η γυναίκα εντάσσεται στο ανθρώπινο είδος∙ όταν και μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να ψηφίζει, γιατί ο «χώρος»  της ήταν μόνο το σπιτικό και η οικογένειά της∙ όταν ακόμη και σήμερα η επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση της γυναίκας για ορισμένους θεωρείται «σκάνδαλο»∙ όταν μ’ ένα λόγο η σύγκριση της γυναίκας προς τον άνδρα σε οικουμενική σχεδόν κλίμακα και διαχρονικά, από πλευράς κοινωνιολογικής, πολιτικής, οικονομικής, αποβαίνει μονίμως εις βάρος της γυναίκας, τότε, ναι! Μιλάμε για μία προβληματική κοινωνία, της οποίας το διαστροφικό στοιχείο την έχει διαποτίσει τόσο, ώστε να μην μπορούμε να βρούμε κανένα ελαφρυντικό και δικαιολογητικό στοιχείο υπέρ αυτής[1].

Και γιατί έπειτα να παραξενευόμαστε που μόλις τα τελευταία χρόνια διεθνώς, ελάχιστο καιρό στα καθ’ ημάς, ήρθαν και έρχονται στο φως περιπτώσεις που δείχνουν αυτήν τη μειονεκτική θέση της γυναίκας, η οποία δέχεται προσβολές όλων των ειδών με αδυναμία αντίδρασής της και ευρέσεως του δίκιου της; Πρέπει να επιστρατεύσει όντως όλα τα αποθέματα της ψυχικής της δύναμης, να βρει στηρίγματα που ενώ υπάρχουν δύσκολα επισημαίνονται, προκειμένου να βγάλει την καταπιεσμένη φωνή της κι απελπισμένα να κραυγάσει: «Φτάνει! Μέχρις εδώ και μη παρέκει!»

Το πρόβλημα βεβαίως είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του χριστιανισμού – ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε καταπέλτης στην υποβάθμιση της γυναίκας, τονίζοντας ότι ο Θεός δεν δημιούργησε έτσι τα πράγματα[2]! Αλλά και μετέπειτα, παρόλη την επίδραση του χριστιανισμού, δεν υπήρξε μία γενικευμένη και νομοθετημένη λύση του – οι  εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν. Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για παράδειγμα, και όχι μόνον  αυτός, διαπιστώνοντας στην εποχή του (4ος αι.) την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας που και νομικά εθεωρείτο κατώτερη από τον άνδρα, αυτήν την απάντηση έδινε στο γιατί συμβαίνει η συγκεκριμένη αμαρτία. «Άνδρες οι νομοθετούντες» έλεγε, δηλαδή αφού εκείνοι που νομοθετούν είναι άνδρες, προς το συμφέρον τους όλα τα ρυθμίζουν[3]. 

Και βεβαίως ο άγιοι Πατέρες μας, κινούμενοι ευαγγελικά και αποστολικά, προχωρούν βαθύτερα, εκεί που λειτουργεί η ανθρώπινη φύση με όλη τη σκοτεινιά της. Η υποβάθμιση της γυναίκας υπάρχει, σημειώνουν, γιατί η αμαρτία έχει διαβρώσει τον άνθρωπο και έχει αλλοιώσει όλες τις σχέσεις του, (και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό), αλλά και τις σχέσεις του προς την υπόλοιπη δημιουργία. Για να προχωρήσουν στην ψαύση της κεντρικής αιτίας: όλες οι σχέσεις χάλασαν, τα δύο φύλα εναντιώθηκαν μεταξύ τους, γιατί χάλασε η πιο κεντρική και θεμελιακή σχέση, από την οποία πηγάζει η ίδια η ύπαρξη: η σχέση με τον Θεό.

Όλα τα παραπάνω, όλες οι ασχήμιες για τις οποίες κανείς εχέφρων  άνθρωπος δεν μπορεί όχι να καυχηθεί αλλά ούτε και κατά διάνοια να αποδεχτεί, οφείλονται στην επανάσταση του ανθρώπου κατά του Δημιουργού και Πατέρα του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος»[4] σημειώνει η Γραφή, θεωρώντας ότι θάνατος δεν είναι μόνο η βιολογική φθορά του ανθρώπου, αλλά πρωτίστως η απώλεια της σχέσης με τον Θεό Ζωή, που φέρνει την απώλεια της ορθής σχέσης και με τον συνάνθρωπο, και μάλιστα τον πρώτο συνάνθρωπο: τη γυναίκα για τον άνδρα και τον άνδρα για τη γυναίκα. Ο ένας άνθρωπος («εποίησεν άνθρωπον ο Θεός, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»[5]) που κομματιάστηκε.

Κι ακριβώς. «Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας», εξαγγέλλει με κάθε τρόπο η Γραφή, αφότου ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Γιατί; Διότι «όλοι είστε ένα μπροστά στον Χριστό ενωμένοι μαζί Του»[6]. Ο Χριστός ήλθε και στην σε δύο φύσεις μία θεϊκή Του υπόσταση[7] αποκατέστησε τον άνθρωπο στην ενότητά του: άνδρες και γυναίκες και κάθε θεωρούμενη διαφορά δεν κατανοούνται πια κατά ατομικό τρόπο. Οπότε το μεγαλείο του ανθρώπου δεν έγκειται  στην ανδρική ή τη γυναικεία φύση του, αλλά στο κατά πόσον η θέλησή του λειτουργεί για την ενότητα, κλίνει δηλαδή εν αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η αγάπη κι η ενότητα είναι το προέχον[8], αυτή συνιστά την αγιότητα εν Χριστώ, γι’ αυτό και στη χριστιανική πίστη ο σπουδαιότερος άνθρωπος, ο μεγαλειωδέστερος και στο απώγειό του ευρισκόμενος είναι η Παναγία Θεοτόκος – η εικόνα της απόλυτης  αγάπης ως Μάνας αγκαλιάς[9].

 Μία γυναίκα δηλαδή είναι ό,τι σημαντικότερο και ανώτερο υπάρχει στο ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και στο πρόσωπο Εκείνης, της Μοναδικής, βλέπουμε την πληρέστερη καταξίωση και της συγκεκριμένης ημέρας. Όσο στην Εκκλησία μας ακούγεται ο παιάνας γι’ Αυτήν «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον...», τόσο θα ξέρουμε τι τελικά γιορτάζουμε και προς τα πού ως πολικό αστέρα πρέπει να προσβλέπουμε όλοι, κατεξοχήν δε η γυναίκα. Ένα τέτοιο όραμα είναι ευνόητο ότι πλαταίνει τον άνδρα, πλαταίνει ιδίως τη γυναίκα, οδηγώντας και τους δύο αφενός στην πραγματική έννοια της ισότητας ως εν Χριστώ ενότητάς  τους, αφετέρου στη φανέρωση στον κόσμο τούτο των ιδιαιτέρων χαρισμάτων τους που καθορίζει αλληλοσυμπληρωματικά το φύλο τους.

 

                                 


[1] «Παρ’ όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραµατικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τοµείς της ιδιωτικής και δηµόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, µία τουλάχιστον κοινωνική σχέση παραµένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: η σχέση ανισότητας ανάµεσα στα δύο φύλα... Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνηµα οργανώθηκε µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο και την Παγκόσµια ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, οπότε και µια σειρά από διεθνείς συµβάσεις και πολιτικές του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγκασαν µεγάλους οργανισµούς και κυβερνήσεις κρατών να προωθήσουν την ισότιµη συµµετοχή και αντιµετώπιση της γυναίκας στους περισσότερους τοµείς. Συγκεκριµένα, το 1952 ψηφίστηκε η διεθνής σύµβαση του Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώµατα των γυναικών και την ίση πρόσβαση σε όλα τα δηµόσια λειτουργήµατα, µε την οποία αναγκάστηκε να συµµορφωθεί και η χώρα µας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998). Ωστόσο, οι νοµοθετικές µεταρρυθµίσεις προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν σηµαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας» (Χριστίνα Αθανασιάδου, Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής, Διδ. Διατρ., Τµήµα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 2002).

[2] Ματθ. 19, 8: «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω».

[3] «Για ποιο λόγο δηλαδή τιμωρούν τη γυναίκα, ενώ συγχωρούν τον άντρα; Ενώ όταν η γυναίκα προσβάλλει το κρεβάτι του άντρα της διαπράττει μοιχεία και από το νόμο τιμωρείται γι’ αυτό βαριά, γιατί δεν τιμωρείται και ο άντρας όταν πηγαίνει με άλλες γυναίκες; Αυτήν την νομοθεσία δεν την αποδέχομαι και καταδικάζω αυτή την κατάσταση. “Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία”» (Λόγος λζ΄).

[4] Ρωμ. 5, 12.

[5] Γεν. 1, 27.

[6] Πρβλ. Γαλ. 3, 23: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

[7] «Εἷς ἐστιν Υἱός, διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν» (δογμ. Θεοτοκίο εσπ. Κυρ. πλ. δ΄).  

[8] Βλ. Α΄Κορ. 13.

[9] «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τῶν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον» (Δ΄στάση Χαιρετισμών Θεοτόκου).

ΟΙ ΑΠΛΩΜΕΝΕΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

 

ΤΕΤΑΡΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Σταυρῷ παλάμας ἐξεπέτασας, τῆς ταθείσης πάλαι χειρός τοῦ Ἀδάμ, πρός τό τῆς γνώσεως φυτόν, ἀναιρῶν τό ἁμάρτημα, διά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, Λόγε Θεοῦ ὑπεράγαθε» (ὠδή γ΄Τριωδίου).

(Υπεράγαθε Λόγε Θεού, άπλωσες τις παλάμες Σου στον Σταυρό, διαγράφοντας έτσι το αμάρτημα του Αδάμ, όταν παλιά στον Παράδεισο άπλωσε εκείνος το χέρι στο δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Διότι είσαι γεμάτος αγάπη για εμάς).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αναφέρεται στη λυτρωτική θυσία του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. Όλη η ζωή του Κυρίου βεβαίως ήταν ένα Πάθος, όμως η αποκορύφωση ήλθε όταν «ἑκουσίᾳ βουλῇ» ανέβηκε στον Σταυρό. Ο Σταυρός περικλείει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, διότι εκεί ο Κύριος «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον». Στον Σταυρό δηλαδή ο πιστός με τη χάρη του Θεού δεν βλέπει έναν άνθρωπο που πάσχει, αλλά τον Θεό που πάσχει εν σαρκί σηκώνοντας την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου, συνεπώς καταργώντας και καταπατώντας τον διάβολο και τον θάνατο. Ο Χριστός είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κατά τη Γραφή, που θα πει ότι μετά τον Σταυρό δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη – ο κάθε άνθρωπος αν μετανοήσει γίνεται μέτοχος, διά της πίστεως και της ενώσεώς του με τον Χριστό, της Βασιλείας του Θεού, αναπνέοντας πια τον αληθινό αέρα της ελευθερίας και της ζωής.

Κι ο άγιος υμνογράφος, αποκαλύπτοντας και το μέγεθος του ποιητικού του χαρίσματος, με ρωμαλέο πράγματι τρόπο προβαίνει στη σύνδεση: οι απλωμένες παλάμες του Χριστού πάνω στο Τίμιο Ξύλο, ήταν η πέραν κάθε ανθρώπινης φαντασίας απάντησή Του ως Δημιουργού στη μικρόψυχη, παράλογη και αδιανόητη ενέργεια του πρώτου δημιουργήματος: να απλώσει αυτός το χέρι σ’ αυτό που σήμαινε την ανυπακοή και την επιλογή του θανάτου του. Το απλωμένο χέρι του ανθρώπου προς αμαρτία, τα απλωμένα χέρια του Δημιουργού προς σωτηρία. Το τραύμα και η θεραπεία. Αυτή ήταν η «τιμωρία» του ανθρώπου για την τραγικότητα της παρακοής του: να τον αγκαλιάσει ο Πατέρας του, αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες του εγκλήματός του. Η εικόνα ως ποιητική σύλληψη (που επαναλαμβάνεται και αλλού, όπως κάθε φορά στην ώρα στ΄: «Ὁ ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τῷ σταυρῷ προσηλώσας τήν ἐν τῷ παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν…») είναι πράγματι μεγαλοφυής. Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ ο υμνογράφος μας, στοιχώντας στη θεολογία της Αγίας Γραφής, μας δίνει και τη θεώρηση της ιστορίας από πλευράς χριστιανικής: όλα τα γεγονότα θεωρούνται ενοποιημένα. Δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Γιατί πίσω από όλα, ως Δημιουργός, ως Προνοητής, ως Διακυβερνήτης είναι ο Τριαδικός Θεός και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος και της ιστορίας.  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Αυτός ο μακάριος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής και ζώντας από παιδί με ενάρετο τρόπο έφυγε από εκεί κατά θεία Πρόνοια και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Συνάντησε τον πρώτο ιδιαίτερο γραμματέα του βασιλιά και μπήκε στην υπηρεσία του. Αυτός ήταν ο Ταράσιος, η μεγάλη δόξα της Ορθοδοξίας. Όταν λοιπόν αυτός με θεία ψήφο προκρίθηκε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Παύλος ο Κύπριος παραιτήθηκε από τον θρόνο, ο λύχνος μπήκε στη λυχνία. Κι αμέσως ο θείος Αρχιερέας οικοδόμησε μοναστήρι στην είσοδο του Ευξείνου Πόντου και έβαλε εκεί να μένουν αντί πια των κοσμικών τον πανόσιο Θεοφύλακτο και τον Μιχαήλ, που ζούσαν αφιερωμένοι στον Θεό με έργα και λόγια στην πόλη των Συνάδων. Έπειτα ο αρχιερέας, αφού έμαθε την απαστράπτουσα αρετή των ανδρών και την χριστιανική προκοπή τους, έστειλε και τους κάλεσε αμέσως και τους κατέστησε στον δικό του ευκτήριο οίκο. Δεν πέρασε πολύ διάστημα και τους προχείρισε σε επισκόπους, τον μεν Μιχαήλ στα Σύναδα, τον δε τίμιο Θεοφύλακτο στη Νικομήδεια.

Τα κοτορθώματά του Θεοφυλάκτου είναι πάρα πολλά και τα φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή και οι θείοι ναοί που οικοδομήθηκαν από αυτόν και τα νοσοκομεία και η προστασία των χηρών και των ορφανών και η άμετρη ελεημοσύνη. Ήταν τόσο έμπρακτη η αγάπη του μεγάλου μιμητή του Θεού, ώστε γεμίζοντας δοχείο με χλιαρό νερό, έπλενε και καθάριζε τους ανάπηρους και τους χωλούς και τους πληγωμένους στα μέλη τους, με τα ίδια του τα χέρια. Όταν έφυγε από τη ζωή λοιπόν ο μέγας Ταράσιος, αφού διέπρεψε στην αρχιερωσύνη δεκαεννέα χρόνια και τον διαδέχτηκε ο πάνσοφος Νικηφόρος, συνέπεσε κάποιο ελεεινό γεγονός. Ο Λέων δηλαδή ο μισόχριστος έγινε βασιλιάς κι αμέσως ο δειλός προχώρησε στην καθαίρεση των αγίων εικόνων. Μόλις έγινε πολύ φανερό τούτο, ο μέγας Νικηφόρος αφού κάλεσε τους λογίους από τους αρχιερείς, τον Αιμιλιανό Κυζίκου και τον Ευθύμιο των Σάρδεων, τον Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, τον Ευδόξιο Αμορίου, τον Μιχαήλ Συνάδων, και μαζί με πολλούς άλλους και τον μακάριο Θεοφύλακτο,  πάνε προς τον ασεβή και αποστάτη βασιλιά και του φέρνουν πολλές αποδείξεις  από τις θείες Γραφές, σαν φάρμακα. Αυτός  όμως, σαν ασπίδα, βούλωσε τα αυτιά του και δεν αισθανόταν αυτά που του έλεγαν. Συνέχιζε λοιπόν να έχει τις ίδιες απόψεις, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τίποτε. Και οι μεν άλλοι σιώπησαν στη συνέχεια, ενώ μόνος ο μακάριος Θεοφύλακτος είπε προς αυτόν: Γνωρίζω ότι δείχνεις περιφρόνηση στην ανοχή και τη μακροθυμία του Θεού, αλλά θα έλθει πάνω σου ξαφνικά φοβερή καταστροφή, και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα και δεν θα υπάρξει κανείς που θα σε σώσει.

Γι’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς οργίστηκε και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Και τον μεν θείο Νικηφόρο στη νήσο Θάσο, τον δε αοίδιμο Μιχαήλ Συνάδων στην Ευδοκιάδα, και τον καθένα σε άλλο μέρος. Τον τρισόλβιο δε Θεοφύλακτο στη Στρόβιλο (αυτό είναι φρούριο υπό το θέμα των Κυβερραιωτών, που ήταν παραλιακό). Εκεί ο μακάριος αυτός ομολογητής Θεοφύλακτος έμεινε τριάντα χρόνια, υπομένοντας την κακουχία της ξένης χώρας, και μετά εκδήμησε προς τον Κύριο. Μετά από μερικά χρόνια, όταν έπαυσε η αίρεση και ανέλαμψε η ορθοδοξία, επί  Θεοδώρας της ευσεβεστάτης αυγούστας, και Μεθοδίου του αγιωτάτου Πατριάρχου, το τίμιο σώμα του οσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου ανακομίστηκε από την εξορία και κατατέθηκε στη Νικομήδεια, στον ναό που κτίστηκε από αυτόν».

 Με τον όσιο Θεοφύλακτο έχουμε την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος για τους ιερείς: «ο Θεός διά πάντων ενεργεί, ου πάντας χειροτονεί». Μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει γίνει κληρικός, να τελεί τα μυστήρια, να είναι βεβαίως έγκυρα αυτά, προσφέροντα δραστικά τη χάρη του Θεού, όμως ο ίδιος, όταν δεν έχουν συντρέξει οι αναγκαίοι όροι για τη χειροτονία του, να μη θεωρείται χειροτονημένος από τον Θεό. Με άλλα λόγια, δρα διά μέσου αυτού ο Θεός, ο ίδιος όμως, αν δεν μετανοήσει, δεν σώζεται. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου σήμερα, από τα πρώτα που θίγει, και όχι μία φορά, είναι ακριβώς η αλήθεια αυτή. Τονίζει ότι ο όσιος Θεοφύλακτος χρίστηκε αρχιερέας από τη χάρη του Θεού «αξίως», διότι ακριβώς ζούσε την αλήθεια της πίστεως. Κι αυτή η χάρη ευλόγησε και τον τρόπο της ζωής του, διότι είχε μέσα του πολλή αγάπη. «Έχρισέ σε αξίως χάρις η του Πνεύματος, Πανόλβιε, ένεκεν αληθείας, και τον τρόπον σου χάριν χρηστότητος» (ωδή α΄). Κι αλλού: «Έζησες με όσιο τρόπο την ασκητική ζωή, πάτερ σοφέ, γι’ αυτό και χρίστηκες από τον Θεό Ιεράρχης, να ιερουργείς τα θεία μυστήρια, προς σωτηρία των ψυχών» (κάθισμα όρθρου). Κι αυτό σημαίνει: αν ενεργεί ο Θεός διά μέσου και αναξίων θεωρουμένων ιερέων και αρχιερέων, πόσο περισσότερο δρα και ενεργεί διά μέσου των αξίων Του. Η ίδια τότε η ζωή τους, όχι μόνον η τέλεση των μυστηρίων, εξακτινώνει την παρουσία του Θεού.

Ο Θεοφάνης με μεγάλη ευχαρίστηση επιμένει να περιγράφει την αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου. Κι αυτή κατεξοχήν αποκαλύπτεται στο πιο σπουδαίο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης αγάπης προς τον Θεό, την προσευχή. Η δύναμη της προσευχής του είναι, κατά τον υμνογράφο, «βαρύ πυροβολικό». Όταν ύψωνε ιδίως τα χέρια του σε προσευχή ο όσιος, τότε κινητοποιούσε τον ίδιο τον Ουρανό και κατατρόπωνε τους εχθρούς της πίστεως. Για τον υμνογράφο, δηλαδή,  ο όσιος Θεοφύλακτος ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος: «να υψώνουμε οσίας χείρας εν προσευχή προς τον Θεό». «Τα χέρια σου, θεόπνευστε Πάτερ, που τα σήκωνες με όσιο τρόπο προς τον Θεό, κατατρόπωσαν τους δυσσεβείς εχθρούς της πίστης» (ωδή ε΄). Η εικόνα των υψωμένων χεριών του οσίου για προσευχή καθηλώνει τον άγιο Θεοφάνη. Βλέπει ότι τα χέρια αυτά τελικώς κρατούνται από τον ίδιο τον Χριστό, όπως ο πατέρας κρατάει το μικρό χέρι του παιδιού του για να το καθοδηγήσει με ασφάλεια  εκεί που πρέπει. Κι ο Χριστός κρατώντας το χέρι του οσίου τον καθοδηγεί με ασφάλεια στο «πλάτος του Παραδείσου», στη βασιλεία των Ουρανών. «Κράτησε το χέρι σου ο Κύριος, θεοφόρε Πατέρα, και σε καθοδήγησε προς την ουράνια απόλαυση» (ωδή ε΄).

Η αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου ήταν αποτέλεσμα και της ασκητικής διαγωγής του, με την οποία υπέταξε τα πάθη του, και της τεράστιας αγάπης του προς τους συνανθρώπους του, αλλά και των αγώνων του υπέρ της ευσεβείας. Την εποχή του οι αγώνες αυτοί ήταν υπέρ των αγίων εικόνων: του Χριστού, της Παναγίας, των υπολοίπων αγίων, δεδομένου ότι από την αποδοχή ή μη αυτών φανερωνόταν η ορθόδοξη πίστη του καθενός ή η αίρεσή του. Διότι η εικονομαχία, η απόρριψη των εικόνων, ήταν και είναι χριστολογική αίρεση, άρνηση της πραγματικότητας της ενανθρώπησης του Θεού μας. Ο όσιος Θεοφύλακτος λοιπόν αγωνίστηκε πολύ επ’ αυτού. Υπήρξε ομολογητής, διότι όχι μόνον κήρυξε την αληθινή πίστη, αλλά και έπαθε υπέρ αυτής. Τριάντα χρόνια στην εξορία πέρασε, που σημαίνει ότι «καθ’ ημέραν απέθνησκε». Κι εκεί ακριβώς άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει και σ’ αυτήν τη διάσταση της ζωής του οσίου Θεοφυλάκτου. «Σεβόσουν τη θεία και άχραντη εξεικόνιση του Χριστού κι αρνιόσουνα την ασέβεια των ασεβών» (ωδή γ΄). «Τίμησες την εικόνα του Χριστού, γι’ αυτό υπέφερες εξορίες και θλίψεις και χρόνια κάθειρξη» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος επιλέγει, σχολιάζοντας το όνομα του οσίου: ο θείος Θεοφύλακτος τελικώς είχε φύλακα στη ζωή του τον ίδιο τον Θεό. «Θείος Θεοφύλακτος, ου Θεός φύλαξ» (στίχοι συναξαρίου).

07 Μαρτίου 2023

ΚΑΝΕ ΤΡΟΦΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Κόρον ἁμαρτίας, ψυχή μου μίσησον τόν ὀλέθριον˙ τρύφησον τῷ κόρῳ τῆς νηστείας ἐμμελῶς˙ τάς σωτηριώδεις ἐντολάς βρῶμα ποίησον, ἀπόλαυσιν προξενούσας αἰωνίων ἀγαθῶν διά πίστεως» (Ωδή β΄ Τριωδίου).

 (Μίσησε, ψυχή μου, την πλησμονή της αμαρτίας που σε καταστρέφει. Απόλαυσε όσο μπορείς, με διαρκή φροντίδα, τη νηστεία. Κάνε τροφή σου τις εντολές του Σωτήρα Χριστού, γιατί αυτές προξενούν την απόλαυση των αιώνιων αγαθών μέσω της πίστεως).

Η πρώτη παρατήρηση του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου επιβεβαιώνεται από κάθε άνθρωπο όπου γης: ο άνθρωπος αμαρτάνει κι η αμαρτία πλημμυρίζει την ύπαρξή του χωρίς να αφήνει κανένα κενό. Κι αυτό γιατί αμαρτία σημαίνει τον εγωισμό του ανθρώπου, χαρακτηριστικό του οποίου (εγωισμού) είναι να μην αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο για τη χάρη του Θεού – το ε γ ώ  πάντοτε είναι απολύτως κατακτητικό και κυριαρχικό: εγώ και άλλος, εγώ και Θεός ή συνάνθρωπος δεν μπορούν να συνυπάρξουν˙ ο άλλος, όποιος κι αν είναι αυτός, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί ή θα πρέπει να υποταχτεί! Γι’  αυτό και ο αμετανόητα εγωιστής άνθρωπος ή διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τον συνάνθρωπό του, ή επιζητεί να Τον υποτάξει, με την έννοια να Τον έχει προς… χρήση του, να του κάνει τα θελήματά του – θεός κατ’ αυτόν είναι ο ίδιος! Κι ακόμη τραγικότερο: η αμαρτία ως εγωισμός δεν έχει όριο κορεσμού. Ενώ πλημμυρίζει μέχρι… ασφυξίας τον αμαρτάνοντα, διαρκώς και επιζητεί την περαιτέρω επέκτασή της. Θυμάται κανείς το περιστατικό με τον αββά του Γεροντικού, που βλέποντας έναν ξυλοκόπο να κάνει δεμάτι τα ξύλα που έκοβε και να μην μπορεί λόγω του όγκου του να το σηκώσει, εκείνος πρόσθετε και άλλα ξύλα! Και στην απορία του αββά τι σημαίνει αυτό, ο Κύριος του απεκάλυψε: έτσι είναι οι άνθρωποι. Ενώ αμαρτάνουν και βαραίνουν τη συνείδησή τους, αντί να μετανοήσουν για να αποβάλουν το φορτίο τους, εκείνοι συνεχίζουν την πράξη της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι προφανές: ο άνθρωπος αμαρτάνοντας καταστρέφεται, οδηγείται στον όλεθρο.

Αλλά και η δεύτερη παρατήρηση του υμνογράφου επιβεβαιώνεται, αλλά από τον πιστό άνθρωπο της Εκκλησίας, που έχει βρει τον δρόμο της μετανοίας ως επιστροφής προς τον Θεό. Πράγματι η μετάνοια ως πρό(σ)κληση της χάρης του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορεί να ανακόψει την αμαρτία. Η χάρη του Θεού που είναι πάντοτε χάρη Αγάπης προσδοκά να βρει έστω και μία μικρή ρωγμή στο εγώ του ανθρώπου, ώστε να εισέλθει το φως Της μέσα στην καρδιά του. Και τότε μπορεί να επέλθει η ανατροπή! Ενεργοποιείται το βάθος της ψυχής που νοσταλγεί τον Θεό, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού κι Εκείνον έστω και ανεπίγνωστα αναζητεί, οπότε αρχίζει να κραυγάζει προς Αυτόν και να Τον θέλει στη ζωή του. Η στροφή προς τον Θεό που είναι στην πραγματικότητα επιστροφή προς τον Δημιουργό σηματοδοτεί την οδό της μετανοίας, που ολοκληρώνεται μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Ποια σημάδια της επιστροφής αυτής υποδεικνύει ο άγιος υμνογράφος; Την επιμελή άσκηση της νηστείας, η οποία προσφέρεται στον πιστό ως η κατεξοχήν τρυφή του. «Απόλαυσε τη νηστεία, ψυχή μου», φωνάζει ο άγιος Ιωσήφ ως τύπος του πιστού, «εκεί μπορείς να επιδοθείς χωρίς όριο κορεσμού». Αλλά αμέσως συμπληρώνει: η νηστεία ως περιορισμός τροφών δεν έχει νόημα, αν δεν συνοδεύεται με την τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου. Νηστεία και τήρηση των λόγων Εκείνου οδηγούν στη σωτηρία, οδηγούν δηλαδή στη ζωντανή σχέση με τον Θεό και την από τον κόσμο τούτο απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Για να τονίσει το θεωρούμενο παράδοξο της «μυστικής» χριστιανικής ζωής: η τήρηση των εντολών του Χριστού αποτελεί φαγητό για τον άνθρωπο! «Κάνε τροφή σου τις σωτήριες εντολές» λέει. Είναι η εμπειρία του αγίου Ιωσήφ, αλλά και η εμπειρία του κάθε χριστιανού: όταν ο πιστός θέτει σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου νιώθει ότι τρέφεται, όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά! Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε. Αλλά είπαμε ότι πρόκειται περί μυστικής πραγματικότητας, που προϋποθέτει την πίστη του ανθρώπου και την ανάληψη του αγώνα για πνευματική ζωή.   

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ!

 

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Στέναξον, δάκρυσον, ψυχή μου, ἐπίστρεψον, μετανόησον˙ ἤγγικεν ἡμέρα˙ ἐπί θύραις Κριτής˙ πρός ἀπολογίαν ἑτοιμάζου, καί βόησον˙ Ἡμάρτηκά σοι, Οἰκτίρμον, ἐλεῆμον ἀγαθέ, σύ με οἴκτειρον» (ωδή β΄ Τριωδίου).

(Ψυχή μου, στέναξε, δάκρυσε, γύρνα πίσω στον Θεό, μετάνιωσε. Έφτασε η ημέρα της παρουσίας Του. Ο Κριτής βρίσκεται μπροστά στις θύρες. Ετοίμαζε τον εαυτό σου να απολογηθείς και φώναξε δυνατά: Αμάρτησα ενώπιόν Σου, Οικτίρμων ελεήμων αγαθέ Κύριε, σπλαχνίσου με).

 Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας, προτρέπει τον εαυτό του και βεβαίως όλους μας, να πάρουμε τον δρόμο της  επιστροφής μας  προς τον Θεό, να μετανοήσουμε δηλαδή. Στην πραγματικότητα προβάλλει το παράδειγμα του ασώτου της γνωστής παραβολής, στο πρόσωπο του οποίου βεβαίως είναι ο καθένας μας. Κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει, δηλαδή όλοι μας, είναι άσωτος. Και ποια τα στοιχεία που συνιστούν τη μετάνοια του ασώτου με την οποία δικαιώθηκε ευρισκόμενος στην αγκαλιά του Πατέρα του; Η αναγνώριση της αμαρτίας του και η με ζέουσα καρδιά απόφασή του να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.  Όσο κανείς αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του τόσο και στενάζει και δακρύζει και πενθεί. Κι όσο κάνει κουράγιο και σέρνει τα βήματά του προς επιστροφή τόσο και νιώθει τους κτύπους της οικτίρμονος και φιλεύσπλαχνης καρδιάς του Ελεήμονος Πατέρα που είναι έτοιμος να μας συγχωρήσει και να μας αποκαταστήσει. Ο ποιητής μάς βοηθάει και με τη ρεαλιστική υπενθύμιση: η μετάνοιά μας αυτή ως πένθος και πορεία επιστροφής πρέπει να γίνει άμεσα. Στη μετάνοια δεν χωρούν αναβολές. Γιατί; Διότι η κάθε στιγμή μας μπορεί να είναι και η… τελευταία μας! Ο ερχομός του Κυρίου, είτε με τον θάνατό μας είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του, είναι ανοιχτός σαν χρόνος – η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η ημέρα ακριβώς αυτή! «Έφτασε η ημέρα. Στη θύρα ο Κριτής!»