22 Μαρτίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος έζησε όταν βασιλιάς ήταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης (4ος αι.) και Ηγεμόνας Αγκύρας ο Σατορνίνος. Ο ίδιος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Άγκυρα. Κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός γι’ αυτό και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Όταν ρωτήθηκε για την πίστη του και ομολόγησε τον Χριστό, τον ανήρτησαν σε σταυρό, τον χαράκωσαν στις πλευρές και τον έριξαν στη φυλακή. Τον έβγαλαν πάλι από τη φυλακή και τον βασάνισαν ακόμη περισσότερο δένοντάς τον με σίδερα, κι έτσι τον φυλάκισαν εκ νέου. Μετά από κάποιες ημέρες, οδήγησαν τον άγιο στον βασιλιά που έτυχε να διέρχεται από την Άγκυρα. Αφού τον ανέκρινε κι εκείνος και είδε τη σταθερότητα της πίστεώς του, έδωσε διαταγή στον κόμη Φλαβέντιο να του κόψουν το σώμα λωρίδες, κάτι που άρχισε να γίνεται αμέσως παρόντος του βασιλιά. Κι αφού τον είχαν πετσοκόψει, μπροστά και πίσω, ώστε να κρέμονται οι λωρίδες από το σώμα του, ο έχων αδαμάντινη πίστη Βασίλειος απέσπασε μόνος του μία λωρίδα και την έριξε στο πρόσωπο του Ιουλιανού. Αυτός εξοργισμένος διέταξε αμέσως να τον κατακαύσουν με πυρωμένες σούβλες και να του διαπεράσουν με αυτές την κοιλιά και τα νώτα και κάθε άλλο σημείο που ήταν ακόμη σώο. Με τον τρόπο αυτόν παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

 Όλων των αγίων μαρτύρων τα βασανιστήρια που πέρασαν προκαλούν αποτροπιασμό σε κάθε εχέφρονα άνθρωπο, ιδιαιτέρως δε τα μαρτύρια του αγίου Βασιλείου του πρεσβυτέρου. Διότι δεν ήταν μόνο η τιμωρία του πάνω σε σταυρό ή οι πληγές στις πλευρές του, ούτε ακόμη και το βάρος του σίδερου που του κρέμασαν. Ήταν που τον πετσόκοψαν κυριολεκτικά, βγάζοντας λωρίδες από το σώμα του, για να ολοκληρωθεί έπειτα το μαρτύριό του και με τις πυρωμένες σούβλες που τρύπησαν κάθε σημείο του σώματός του. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς άντεξε τόσα μαρτύρια, ώστε να θελήσει και να «παίξει» κατά κάποιον τρόπο με τον ίδιο τον βασιλιά, πετώντας του στο πρόσωπο μία λωρίδα από το δικό του… κρέας, και λέγοντάς του «φάε κρέας, αφού σου αρέσει τόσο πολύ!» Κι είναι ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας που έρχεται με σοφία Θεού να δώσει την απάντηση: «Σου αφαίρεσαν το δέρμα με άδικη απόφαση, ένδοξε Βασίλειε, κι υπέφερες του πόνους γιατί είχες τον νου σου στο τέλος σου που θα είναι χωρίς πόνο, όπως και στα βραβεία που υπάρχουν έτοιμα από τον Κύριο για όλους τους αθλητές» (στιχ. εσπ.). Η μεγάλη πίστη του στον Θεό δηλαδή και η αγάπη του προς Εκείνον ήταν που ενεργοποιούσε τη χάρη του αγίου βαπτίσματός του, να είναι μέλος Χριστού, ώστε τελικώς να θεωρεί κάθε μαρτύριο ως μετοχή στου Χριστού τα Πάθη και με την ενίσχυση Εκείνου να αντέχει. «Χριστέ παμβασιλέα, ο ένδοξος Βασίλειος αγάπησε σταθερά τη δική Σου βασιλική δόξα και έτσι αθλήθηκε» (ωδή α΄). «Μιμούμενος, σοφέ μάρτυς, Αυτόν που άπλωσε τις παλάμες για χάρη Σου στον Σταυρό, σταυρώθηκες κι εσύ καρτερικά» (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος προβαίνει σε μία παρατήρηση που παραπέμπει στο μαρτύριο του πρωτομάρτυρος της Εκκλησίας και αρχιδιακόνου αγίου Στεφάνου: το πρόσωπο του αγίου Βασιλείου έλαμπε από τη χάρη του Θεού, όταν τον είδε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο αποστάτης, όπως έλαμπε και το πρόσωπο του αγίου Στεφάνου όταν τον ανέκριναν οι δυσσεβείς κριτές του. Με αποτέλεσμα, όπως παλαιά με τον πρωτομάρτυρα, έτσι κι εδώ με τον άγιο Βασίλειο, να χάσει τον νου του ο βασιλιάς και να βυθιστεί ακόμη περισσότερο μέσα στο σκοτάδι που βρισκόταν. «Είδε το θείο πρόσωπό σου να αστράπτει από τη λάμψη του αγίου Πνεύματος ο δυσσεβής, κι ένιωσε, μάρτυς, κατάπληξη. Και σαν υπηρέτης του σκότους χωρίς καμία αίσθηση γινόταν περισσότερο ανόητος» (ωδή δ΄). Και τι σημαίνει αυτό; Ότι τελικώς ο πονηρός άνθρωπος που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του δεν αντέχει την παρουσία του ανθρώπου του Θεού. Ευρισκόμενος υπό την κατοχή του άρχοντα του σκότους δαιμονίζεται με κάθε τι που θυμίζει πίστη στον Χριστό, πολύ περισσότερο αντιδρά με τα μαρτύρια για χάρη Του. Ό,τι συνέβη με τον Κύριο, ό,τι συνέβη με τους Αποστόλους Του, το ίδιο συμβαίνει διαχρονικά με τους συνεπείς πιστούς: οι αρνητές δεν θέλουν το φως έστω και ως υποψία ύπαρξής του στον κόσμο. Και δικαίως: το φως της πίστεως και της αλήθειας αποκαλύπτει το σκότος και την κόλαση που ζουν.

Δύο σημεία από τον πλούτο της υμνολογίας για τον άγιο αξίζουν έστω και μίας αναφοράς: πρώτον, ο άγιος Βασίλειος υπέταξε τελικώς τον εχθρό δαίμονα και τα όργανά του καθώς ο ίδιος είχε υποτάξει τον εαυτό του στον Κύριο. Είναι γνωστό για τη χριστιανική πίστη: η υπακοή στον Θεό αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Γιατί ενεργοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Κυρίου. Αρκεί η υπακοή αυτή να μην είναι στα λόγια, αλλά στην ίδια τη ζωή. Όπως το λέει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος: «Υποτάχτηκες στον Κύριο με τον αγαθό τρόπο της ζωής σου, πάνσοφε, γι’ αυτό και καθυπέταξες τον εχθρό και τον σύντριψες λαμπρά κάτω από τα πόδια σου» (ωδή α΄). Και δεύτερον, η υπακοή στο θέλημα και τις εντολές του Θεού κάνουν τον άνθρωπο να γίνεται πραγματικά δρόμος και αυτός σωτηρίας για τους συνανθρώπους του, οδηγώντας τους στη αληθινή θεογνωσία. «Επειδή φύλαξες τα προστάγματα του Θεού, θεόφρονα Βασίλειε, κατακλείστηκες στις φυλακές, αλλά ανοίγοντας ταυτόχρονα στους πιστούς δρόμο διδασκαλίας που οδηγεί στο πλάτος της γνώσεως του Θεού» (ωδή γ΄).

21 Μαρτίου 2023

ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

«Τίς μή θρηνήσει σε; τίς μή πενθήσει σε, ψυχή, ποθοῦσαν τά πονηρά, οὐκ ἐζητοῦσαν πόθῳ τά ἀγαθά, δικαίου Κριτοῦ δέ καταφρονοῦσαν ἀεί, μακροθυμοῦντος ἐπί σοί;» (ωδή β΄ Τριωδίου).

(Ποιος δεν θα σε θρηνήσει; Ποιος δεν θα σε πενθήσει, ψυχή μου, που ποθείς τα πονηρά, δεν εκζητείς με πόθο τα αγαθά, κι από την άλλη καταφρονείς πάντοτε τον δίκαιο Κριτή που μακροθυμεί για σένα;)

Πλήρης κατανύξεως ο ύμνος του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, ο οποίος διεκτραγωδεί την κατάσταση όχι κάποιου άλλου αμαρτωλού, αλλά του ίδιου του εαυτού του! Γιατί το σημείο του ορθοφρονούντος πιστού αυτό είναι: να κατακρίνει πρωτίστως τον εαυτό του και μόνον αυτόν, καθώς ο Θεός τού ανοίγει τα μάτια για να βλέπει την έσχατη κατάπτωσή του. Είναι καίρια αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι όσο κανείς προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί του για να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του. Διαρκώς η Εκκλησία μας, ιδίως την περίοδο της Σαρακοστής, μάς το υπενθυμίζει: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και πώς να είναι αλλιώς τα πράγματα, όταν ο ίδιος ο Κύριος, μέσα στο πλαίσιο της άπειρης φιλανθρωπίας Του, μάς έχει πει ποιοι τελικώς είμαστε, μετά την πτώση μας στην αμαρτία; Τι είμαστε οι άνθρωποι; Επιλέγουμε τα λόγια του Κυρίου: «ἄπιστοι», «ὀλιγόπιστοι», «το τίποτε», «πονηροί», «διεστραμμένοι», «σατανάδες», «ἀχρεῖοι»! Κι όμως εμάς μάς κατέστησε η αγάπη Του ίδιους με Εκείνον! Μας ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του και μας έδωσε και μας δίνει τις δυνάμεις Του και τα χαρίσματά Του! Και μας υποσχέθηκε την Ουράνια Βασιλεία Του και τα αγαθά Της, γιατί Εκείνος έγινε «ὁ πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»! Όπως το σημειώνει μεταξύ άλλων και ο απόστολος Παύλος: «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν οὐκ ἀνέβη, ἅ ὁ Θεός ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν

Κι όμως! Παρ’ όλες τις δωρεές και τα χαρίσματα, παρ’ όλη την απειρία της προσφοράς του Θεού μας, εξακολουθούμε συχνά να διαγράφουμε τον Θεό μας, έστω και κατά διάνοια, και να επιλέγουμε ό,τι συνιστά καταστροφή μας – η έσχατη αφροσύνη και παράνοια! Όπως το σημειώνει το Γεροντικό της Εκκλησίας μας μέσα από τον προβληματισμό ενός παιδιού: Υπάρχει κάποιος πλούσιος που με αγαπά, αλλά εγώ δεν τον θέλω και αγαπώ έναν φτωχό που με μισεί. Αυτό δεν κάνουμε οι θεωρούμενοι πιστοί του Χριστού; Δεν επιλέγουμε όχι μία ή δύο, αλλά πολλές φορές στη ζωή μας αυτό που αποτελεί δόλωμα του Πονηρού, κάνοντας πέρα τα πλούσια αγαθά του Κυρίου μας;

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος, διαπιστώνοντας την τραγωδία της ύπαρξής του: να συνεχίζει να ποθεί τα πονηρά και όχι τα αγαθά, να καταφρονεί και να περιφρονεί τον Κύριο που τον αγαπά σε απόλυτο βαθμό, πιάνει το πένθος και τους θρήνους. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, με τέτοια παραφροσύνη, μόνον αυτό ταιριάζει. Κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, ο οποίος και αυτός, έχοντας την ίδια χάρη αυτογνωσίας, στον Μεγάλο Κανόνα του έτσι ξεκινάει: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; Ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ;» Η παράνοια και η ανοησία φτάνει στο απώγειο, όταν επισημαίνει ο υμνογράφος: ο Κύριος που με αγαπά υπέρμετρα, είναι και ο Κριτής μου. Και η κρίση Του, επειδή είναι Δίκαιος, θα είναι δίκαια και απέναντί μου. «Ἕκαστος περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Κυρίῳ». Ο καθένας ανάλογα με τις πράξεις, τις διαθέσεις του, τους λόγους του, τις σκέψεις και τους λογισμούς του, θα κριθεί. Τα δάκρυα έτσι πολλαπλασιάζονται!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Ιάκωβος ακολούθησε από μικρή ηλικία την ασκητική ζωή και καθάρισε την καρδιά του με τη νηστεία και τη λοιπή κακοπάθεια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο. Ως επίσκοπος υπέμεινε πολλούς διωγμούς, γιατί πολεμούσε την πλάνη των εικονομάχων. Υπομένοντας τους διωγμούς και παλεύοντας με την πείνα και τη δίψα της εξορίας παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος υμνογράφος Ιγνάτιος μένει έκθαμβος μπροστά στον ασκητή του Κυρίου όσιο Ιάκωβο. Διότι ενώ υπήρξε επίσκοπος της Εκκλησίας με σπουδαίο αγωνιστικό φρόνημα κατά της αιρέσεως της εικονομαχίας, η οποία αμφισβητούσε την ενανθρώπηση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και μάλιστα παρέθεσε το πνεύμα του εξαιτίας των κόπων των διωγμών που υπέστη από τους εικονομάχους, όμως το κέντρο βάρους της βιοτής του βρισκόταν στην ασκητική του διαγωγή. Η άσκησή του ως ακολουθία των εντολών του Κυρίου, δηλαδή ζώντας ως εσταυρωμένος και αυτός για τα πάθη του, ήταν η μόνιμη προτεραιότητά του, είτε απαρχής της ζωής του είτε στην εξέλιξή του είτε και στην επισκοπική του διακονία. Ένας ασκητής επίσκοπος θα ήταν ο τίτλος που χαρακτήριζε τη ζωή του. «Σηκώνοντας τον σταυρό στους ώμους σου, όσιε πάτερ, ακολούθησες επακριβώς τον Σταυρωθέντα Κύριο και μονάζοντας με πάνσοφο τρόπο μείωσες τα πάθη σου με την εγκράτεια» (ωδή α΄). Ο όσιος Ιάκωβος δηλαδή είχε κατανοήσει βαθύτατα ότι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός της χριστιανικής πίστεως: να ακολουθεί τον Χριστό, διότι δι’ Αυτού Μόνου μπορεί να γίνει μέτοχος των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και να έχει ζωντανή σχέση με τον Θεό. «Έγινες σκεύος που χώρεσε τα χαρίσματα του Πνεύματος από μικρός στην ηλικία» σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος, «και έτσι έγινες πολίτης και κληρονόμος της βασιλείας του Θεού, μακάριε Ιάκωβε» (ωδή α΄).

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι την ασκητική θυσιαστική του διαγωγή ο ποιητής Ιγνάτιος τη θεωρεί όχι μόνο ως προϋπόθεση για τους υπέρ της αληθείας αγώνες του αλλά και γι’ αυτήν τη διακονία του στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας. Πρόσφερε δηλαδή την αναίμακτη θυσία της θείας Λειτουργίας με τον τρόπο που θέλει ο Θεός και καθορίζει η Εκκλησία, διότι ο ίδιος βρισκόταν εσωτερικά στην ένταση του πνευματικού αγώνα όπου ο πιστός προσφέρεται ως θυσία στον Κύριο νεκρώνοντας την αμαρτία. Που σημαίνει: τότε η Θεία Λατρεία γίνεται ευάρεστη στον Θεό, όταν τη διακονούν άνθρωποι, κυρίως ο κληρικός αλλά και ο πιστός λαός, που «ματώνουν» στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Δεν είναι τυχαίο επ’ αυτού ότι η εκκλησιαστική παράδοση καταγράφει περιπτώσεις κατά τις οποίες το Πνεύμα του Θεού «αργούσε» να κατέλθει προς μεταβολή των τιμίων δώρων, όταν στο θυσιαστήριο βρίσκονταν άνθρωποι βουτηγμένοι αμετανόητα στις αμαρτίες τους – το «αμετανόητα» φέρει το βάρος της φράσεως, διότι αμαρτωλοί έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας. «Ως καθαρό θύμα πρόσφερες τον εαυτό σου στον Κύριο με τη νέκρωση της αμαρτίας» εξηγεί ο άγιος υμνογράφος, «και έτσι ως Ιεράρχης που ζούσε κατά τον νόμο του Θεού πρόσφερες και τις αναίμακτες θυσίες σ’ Αυτόν» (ωδή γ΄).

Ο πνευματικός εσωτερικός αγώνας του οσίου Ιακώβου εκφραζόταν, μας λέει ο άγιος ποιητής, με τις άγρυπνες δεήσεις και προσευχές του στον Κύριο, με την εγκράτεια και τις νηστείες του, κατεξοχήν όμως με το κατά Θεόν πένθος του, τα αείρροα δάκρυά του, την αδιάκοπη εκζήτηση του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Κι είναι τα στοιχεία αυτά που πράγματι αποδεικνύουν το πόσο φωτισμένος από τον Θεό ήταν ο όσιος και πόσο φως σκορπούσε και στην εποχή του αλλά και διαχρονικά σε όλους τους πιστούς της Εκκλησίας. Το ταπεινό φρόνημα δεν είναι αυτό που κυρίως τονίζει ο ίδιος ο Χριστός ως εκείνο που «μαγνητίζει» τη χάρη του Θεού; Το πένθος λόγω της επιγνώσεως της αμαρτίας δεν είναι εκείνο που φέρνει τα δάκρυα που καθαρίζουν την όποια βρομιά της ψυχής του ανθρώπου; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» και «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού. Ο Ιγνάτιος μάς αποκαλύπτει: «Λουόμενος, παμμακάριστε, συνεχώς από τα ρεύματα των δακρύων, φάνηκες καθαρό δοχείο του Πνεύματος» (ωδή δ΄). «Με την πολλή εγκράτεια, με την εκτενή αγρυπνία, όσιε, με την προσευχή και την κακοπάθεια, ζήτησες τον Θεό, ο Οποίος σε μετέθεσε προς τις άνω μονές» (ωδή ε΄). Και με ένα λόγο: «Όσιε ιεράρχα, υπήρξες ταπεινός και μετριόφρων και συμπαθής στους ανθρώπους, ακέραιος ψυχικά και σώφρων» (ωδή δ΄).

16 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ...ΜΑΚΡΟΖΩΪΑΣ!

Δεν είναι η μακροζωία βεβαίως η προοπτική και ο στόχος ενός πιστού χριστιανού – αυτό συνιστούσε και συνιστά προοπτική ανθρώπου που έχει εξολοκλήρου δέσει την ύπαρξή του με τον κόσμο αυτόν τον παρερχόμενο. Όμως και ο πιστός επιζητεί τη μακροζωία, αφενός γιατί αναγνωρίζει ότι η ζωή αποτελεί δώρο του ίδιου του Δημιουργού, καθώς ψαύει τις ενέργειές Του στα πάντα, όπως και στον ίδιο τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, και αφετέρου γιατί αγωνίζεται αδιάκοπα στον αγώνα της μετανοίας, την οποία βλέπει ότι δεν μπορεί να την κατορθώσει στην πληρότητά της όσο χρόνο και καιρό κι αν έχει. Θυμάται κανείς τον όσιο αββά του Γεροντικού που έκλαιγε έστω και στο τέλος της ζωής του, ζητώντας περισσότερο χρόνο από τον Κύριο για να ολοκληρώσει τη μετάνοιά του. Η μετάνοια άλλωστε δεν είναι ο σκοπός για τον οποίο ο Κύριος παρατείνει την παραμονή μας στον κόσμο τούτο;  «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Λοιπόν, θέλουμε τον χρόνο και την παράταση της ζωής, για να μπορούμε να βαθαίνουμε αδιάκοπα τη σχέση μας με τον Κύριο. Κι αυτό σημαίνει ότι ήδη ανοίγουμε τις προοπτικές της βιώσεως της αιώνιας ζωής και μέσα στον παρερχόμενο και φθειρόμενο τούτον κόσμο.

Και να, μερικές πράγματι σοφές συμβουλές:

- Να τρώμε το μισό από όσο ίσως θα θέλαμε να φάμε – μία άσκηση εγκρατείας που προβάλλει η Εκκλησία μας ιδίως με τη νηστεία που καθορίζει, ανεξάρτητα από τη νηστεία της ποιότητας των τροφών τις εποχές των Νηστειών. Γιατί και η ιατρική το τονίζει κατά κόρον: ο κόρος και η πλήρωση του στομάχου με τα φαγητά είναι ό,τι χειρότερο για την υγεία του ανθρώπου.

- Να περπατάμε διπλά από ίσως περπατάμε καθημερινά, με την έννοια ότι η σωματική άσκηση είναι αυτή που ασκεί μεν το σώμα, αλλά και την ψυχή, γιατί ο άνθρωπος κινητοποιούμενος έτσι αντιμετωπίζει τη φθοροποιό κατάσταση της ακινησίας ως αργίας και τεμπελιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος σημειώνει πως «υποπιάζει» το σώμα του προκειμένου να το έχει σε ετοιμότητα διακονίας του συνανθρώπου του, αλλά και υπακοής στο θέλημα του Θεού. Χωρίς την άσκηση αυτή θα φανώ, λέει, αδόκιμος στην πίστη μου. Το βλέπουμε και στους ασκητές και μοναχούς και όχι μόνο: καθημερινώς ασκούν το σώμα τους όχι μόνο με τη νηστεία, αλλά και με τη σωματική κινητοποίηση μέσα από τις μετάνοιες, μικρές και ιδίως μεγάλες. Και η ιατρική βεβαίως κατεξοχήν μας προειδοποιεί: άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα πιστεύω του, που δεν κινείται και δεν ασκείται, που δεν περπατάει το λιγότερο, με μαθηματική ακρίβεια θα αναπτύξει πολλές ασθένειες, όχι μόνο σωματικής φύσεως αλλά και ψυχικής.

- Να γελάμε τριπλά. Να αγωνιζόμαστε δηλαδή να βρισκόμαστε σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, σε κατάσταση που γελά ιδίως η ψυχή μας, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να φροντίζουμε την εσωτερική κατάσταση της καρδιάς μας. Γιατί το γέλιο ως ευφρόσυνη διάθεση αναφέρεται στην καρδιά του ανθρώπου και όχι βεβαίως σε μία εξωτερική σύσπαση μόνο των μυώνων του προσώπου του. Οπότε, χρειάζεται να διαφυλάσσει κανείς την καρδιά του από ό,τι της προκαλεί θλίψη και στενοχώρια, που θα πει να τη διαφυλάσσει από την πηγή της θλίψης που είναι η αμαρτία. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, γι’ αυτό και κάθε πιστός εν επιγνώσει εκεί ρίχνει το βάρος της πνευματικής του ζωής: να κρατάει την κάθε ημέρα του όσο μπορεί αναμάρτητη, για να μπορεί να διακρατεί τη χάρη του Θεού που είναι ταυτοχρόνως και χαρά. Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο ο άνθρωπος γελά τριπλά, αλλά πολλαπλά και έτι πλέον, έστω κι αν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του είναι συχνά οδυνηρές.

- Κι ασφαλώς το τελευταίο είναι το κριτήριο: να αγαπάμε ατελείωτα, χωρίς διακοπές, όπως το σημειώνει και πάλι ο απόστολος: «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Πρόκειται για την αγάπη όπως την δίδαξε και την έδειξε ο ίδιος ο Κύριος, ως ανιδιοτελές άνοιγμα της ψυχής μας σε κάθε συνάνθρωπό μας, στο πρόσωπο του οποίου «διαβάζουμε» τη δική Του παρουσία. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Και λέμε ότι η αγάπη συνιστά το κριτήριο, γιατί χωρίς την αγάπη του Χριστού ούτε την καρδιά μας μπορούμε να κρατήσουμε καθαρή, συνεπώς χαρούμενη, ούτε και η όποια άσκησή μας, είτε ως σωματική γυμνασία είτε ως νηστεία, θα έχει το οποιοδήποτε νόημα.

ΠΕΜΠΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Ὀλισθαίνων τοῖς χείροσι προσεπεκτείνομαι καί τῷ μώλωπι τραῦμα προσεπιτίθημι˙ ἴασαι, Χριστέ, τήν λιθώδη μου πώρωσιν, ταῖς τῶν Ἀποστόλων, Οἰκτίρμον, ἱκεσίαις» (ωδή η΄).

(Την ώρα που γλιστράω στην αμαρτία, επεκτείνομαι ακόμη περισσότερο στα χειρότερα, όπως και στους μώλωπες που μου προξενούν οι αμαρτίες εγώ προσθέτω κι άλλο τραύμα. Γιάτρεψε, Χριστέ, την πώρωσή μου που ’ναι σκληρή σαν λίθος, με τις ικεσίες των Αποστόλων Σου).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει στον ύμνο την τραγωδία στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, δηλαδή ο καθένας μας, όταν αμαρτάνει και δεν μετανοεί όπως πρέπει. Όπως είναι γνωστό, η αμαρτία δεν είναι μία επιλογή του ανθρώπου χωρίς επιπτώσεις στη ζωή του. Δυστυχώς τα αποτελέσματά της είναι ο ίδιος ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός – «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» κατά τον Απόστολο – που σημαίνει ότι η αμαρτία όχι μόνο έχει αντίκτυπο στην υγεία του σώματος, αλλά πρωτίστως της ίδιας της ψυχής: ο αμαρτάνων αλλοιώνεται ψυχολογικά, συναισθηματικά, βουλητικά, με άμεση επίπτωση και στις σκέψεις του.  Το συνολικό αποτέλεσμα, κατά τον υμνογράφο μας, είναι ότι σκληραίνει την ψυχή μας, την κάνει σαν πέτρα, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει τις απαρχές της κόλασης. Κόλαση δεν είναι «καζάνια που βράζουν» ή φωτιές αναμμένες, αλλά η ανυπαρξία «σάρκινης καρδιάς», η έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε αγάπης και ορθής κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ας θυμηθούμε το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Μακάριο, που το πνεύμα ενός ιερέα των ειδώλων μίλησε στον άγιο, καθώς τον κίνησε η αγιότητα του Μακαρίου όταν συνάντησε το κρανίο του, για να του πει ότι κόλαση είναι ακριβώς η έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων – είμαστε πλάτη με πλάτη, είπε – και παρηγοριά προσωρινή υπάρχει όταν κάποιος άγιος προσεύχεται για εμάς και γυρίζουμε και βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, κινούμενος αγιογραφικά αλλά και εμπειρικά, επισημαίνει όχι μόνο τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς που φέρνει η αμαρτία αλλά και τη λειτουργία της αμαρτίας μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο αμαρτάνων και μη σπεύδων να μετανοήσει αμαρτάνει διαρκώς αυξητικά! Βλέπει το κακό που του κάνει η αμαρτία και η αντίδρασή του είναι να… προσθέτει και άλλη αμαρτία. Αμαρτία στην αμαρτία, το ένα κακό πάνω στο άλλο. Η Αγία Γραφή, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το επισημαίνει: «ο ρυπαρός ας γίνεται πιο ρυπαρός ακόμη, και ο κακός ακόμη χειρότερος»! Και πάλι θυμίζει η περίπτωση το άλλο περιστατικό του Γεροντικού, όπου ένας όσιος ασκητής κατάλαβε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους, όταν είδε κάποιον να μην μπορεί να σηκώσει ένα μεγάλο δεμάτι από ξύλα. Και τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Αντί να ελαφρύνει το φορτίο, έκοβε κι άλλα ξύλα και τα πρόσθετε στο ήδη μεγάλο δεμάτι. Η πληροφορία που έλαβε από τον Θεό ο όσιος στην απορία του ήταν ακριβώς αυτή: οι άνθρωποι έτσι δυστυχώς συμπεριφέρονται. Αμαρτάνουν και αντί να μετανοούν προσθέτουν και άλλες αμαρτίες στην ήδη βαριά καρδιά τους.

Η θεραπεία είναι μονόδρομος για τον άγιο και κάθε χριστιανό: να στραφεί ο άνθρωπος εν μετανοία στον μόνο Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Κύριο Ιησού Χριστό, γιατί είναι ο Μόνος ως ο ενανθρωπήσας Θεός που ήλθε ακριβώς για την ίαση του ανθρώπου. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν καί περισσόν ζωῆς ἔχωσιν οἱ ἄνθρωποι». Και στη μετάνοια αυτή μεγάλη βοήθεια, υπενθυμίζει ο άγιος, προσφέρουν οι άγιοι Απόστολοι. Γιατί είμαστε όλοι μέλη Χριστού, συνεπώς ο καθένας, και μάλιστα τα εξαίρετα μέλη όπως η Παναγία μας και οι Απόστολοι, μπορούν να βοηθήσουν τα υπόλοιπα ασθενικά μέλη σαν κι εμάς. Όπως το ψάλλουμε  διαρκώς και στην περίοδο της Σαρακοστής: «Ἱκετεύσατε ὑπέρ ἡμῶν ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Πάντες, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καί θλίψεων. Ὑμᾶς γάρ θερμούς προστάτας πρός τόν Σωτῆρα κεκτήμεθα».  

Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ.

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου».  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

15 Μαρτίου 2023

ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Ἐν τιμῆ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ‘λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).