25 Νοεμβρίου 2023

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ Η ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ

«Η αγία Αικατερίνα ήταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας, κόρη κάποιου άρχοντα, ονόματι Κώνστα, πάρα πολύ ωραία, αξεπέραστης μάλιστα ομορφιάς, ψηλή και λεπτή κατά το σώμα, ετών δεκαοκτώ. Αυτή λοιπόν αφού σπούδασε, στο ανώτερο δυνατό σημείο, όλη την ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία, δηλαδή τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, τον μέγιστο ποιητή των Ρωμαίων, τον Ασκληπιό και τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό από τους ιατρούς, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Φιλιστίωνα και τον Ευσέβιο από τους φιλοσόφους, τον Ιαννή και τον Ιαμβρή από τους μεγάλους μάγους, τον Διόνυσο και τη Σύβιλλα, όπως και κάθε ρητορική τέχνη που είχε εφευρεθεί στον κόσμο, ακόμη όμως αφού έμαθε  και κάθε λέξη από τις διάφορες γλώσσες, εξέπληξε όχι μόνο αυτούς που την έβλεπαν, αλλά και αυτούς που άκουγαν για τη φήμη, τη σοφία και την παιδεία της. Λόγω της ομολογίας της για τον Χριστό, βασανίστηκε πολύ από τον βασιλιά Μαξέντιο, ενώ στο τέλος της έκοψαν και το κεφάλι, δεχόμενη έτσι και το στεφάνι του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Χριστό, τον αληθινό Θεό μας».

«Αικατερίνα, και σοφή και παρθένος∙ εκ δε ξίφους, και μάρτυς∙ ώ καλά τρία!» Οι στίχοι αυτοί του συναξαρίου φανερώνουν τα χαρίσματα με τα οποία η Αικατερίνα κέρδισε τον Παράδεισο και απέκτησε τόσο μεγάλη θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται περί των φυσικών λεγομένων χαρισμάτων, τα οποία λίγο ή πολύ έχουν όλοι οι επί γης άνθρωποι. Μολονότι η αγία, όπως σημειώνει το συναξάρι της, ήταν όντως προικισμένη και με αυτά – διότι και σπάνια σωματική ομορφιά είχε και ιδιοφυής ήταν και σεμνή στο ήθος εκ χαρακτήρος – όμως με τη χάρη του Θεού και την ελεύθερη βούλησή της απέκτησε τα πνευματικά χαρίσματα, με τα οποία και μόνον αγιάζεται κανείς εν Θεώ και εισέρχεται στη Βασιλεία των Ουρανών. Και πνευματικά χαρίσματα είναι αυτά που έρχονται σε φως, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει επίγνωση της δωρεάς του Θεού που του έδωσε στο άγιο βάπτισμα, όταν δηλαδή νιώσει ότι έγινε μέλος Χριστού και προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τη νέα εν Χριστώ ζωή του τηρώντας τις εντολές του Χριστού.

 Έτσι λοιπόν και με την αγία Αικατερίνα: κατά τον στίχο που αναφέραμε, υπήρξε σοφή, με την έννοια ότι πέραν της ανθρώπινης σοφίας, φωτίστηκε πρωτίστως από τον Θεό και έλαβε Εκείνου τη σοφία. Ο φωτισμός αυτός μάλιστα, κατά τον υμνογράφο της αγίας, τον άγιο Θεοφάνη, δόθηκε με τη μεσολάβηση του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Διά στόματος εκείνου έλαβε την όντως σοφία, την εξ ουρανού η αγία. «Την σοφίαν την όντως εξ Ουρανού, διά στόματος, μάρτυς, του Μιχαήλ, λαβούσα, πανεύφημε». Ο υμνογράφος όμως επιμένει στο θέμα αυτό, ιδίως μέ  ένα στίχο που φαίνεται να την παραλληλίζει  και με τον ίδιο τον Σολομώντα. Χωρίς να  κατονομάζει τον θεωρούμενο πράγματι σοφό βασιλιά του Ισραήλ, και μάλιστα από την παιδική του ηλικία, ίσως τον εννοεί, διότι και η Αικατερίνα «την εκ Θεού σοφίαν έλαβε παιδόθεν», κάτι που το απέδειξε, όταν με αυτήν κυρίως τη σοφία, έχοντας ως όργανο βεβαίως και την έξω, δηλαδή την κοσμική σοφία που είχε αποκτήσει, μπόρεσε να μυήσει στην πίστη του Χριστού εκατόν πενήντα διαπρεπείς ρήτορες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως όπλο τους μόνον την κοσμική έννοιά της. Κι όχι μόνον τους μετέστρεψε, αλλά και τους έκανε, με τη χάρη του Θεού, να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες Κυρίου. Είναι γνωστό ότι μαζί της εορτάζουν κατά το συναξάρι της ημέρας και «οι άγιοι εκατόν πεντήκοντα ρήτορες, οι διά της Αγίας Αικατερίνης πιστεύσαντες τω Χριστώ, οίτινες ετελειώθησαν πυρί». «Αικατερίνα, που είσαι το καύχημα των μαρτύρων, έγινες μύστης της ευσέβειας, διότι οδήγησες στον λαμπρό σου Νυμφίο Χριστό (ολόκληρο) δήμο μαρτύρων».

Και μας δίνει την ευκαιρία η πάνσοφος αυτή νύμφη του Κυρίου, εν σχέσει και με τη σοφία των ρητόρων που αντιμετώπισε, να σημειώσουμε αυτό που επισημαίνει και ο υμνογράφος και που έχει αξία διαχρονική: η κοσμική σοφία των ρητόρων, επειδή ακριβώς δεν διαπνεόταν από τη χάρη του Θεού και στηριζόταν μόνον στις πλοκές των ανθρωπίνων ματαίων συλλογισμών, τελικώς ήταν «ανάπλεως απαιδευσίας», εντελώς γεμάτη από απαιδευσία. «Χαίρε, Αικατερίνα, συ που έλεγξες το θρασύ στόμα των ρητόρων σαν κάτι που ήταν γεμάτο από έλλειψη παιδείας». Αληθινά: μία παιδεία χωρίς Χριστό, δηλαδή χωρίς χάρη Θεού, τι μπορεί να είναι; Κατά τη ρήση ενός αγίου Γέροντα: ένας έξυπνος δαιμονισμός. Πόσο πρέπει να προβληματιστούμε όλοι πάνω σ’  αυτήν την παρατήρηση του αγίου υμνογράφου! Ιδίως στην εποχή μας, που χωρίς αιδώ και σκέψη πολλοί κατά καιρούς υπεύθυνοι με θέση και εξουσία αποδύονται σε αγώνα εξοβελισμού από την ελληνική εκπαίδευση κάθε χρώματος χριστιανικού.

Η αγία Αικατερίνα όμως υπήρξε και παρθένος και μάρτυς. Είχε δηλαδή εκείνα τα χαρίσματα που θεωρούνται τα πιο ισχυρά προκειμένου κανείς να «κατακτήσει» τον ουρανό. Το αίμα μάλιστα του μαρτυρίου της ήταν η προσφορά της στον Κύριο, κάτι παρόμοιο με την προσφορά της γυναικός του Ευαγγελίου,  που αγόρασε μύρο και το πρόσφερε σ’  Εκείνον, αλείφοντάς το στα πόδια Του, ως έκφραση της αγάπης της. «Ως αλάβαστρον μύρου το αίμα σου προσενήνοχας τω σω Νυμφίω Χριστώ, Αικατερίνα αθληφόρε αήττητε». Κι ήταν σαν μύρο το αίμα της, γιατί υπήρξε καρπός της βαθειάς αγάπης της σε Εκείνον, του πόθου της που την έκαιγε σαν φωτιά. «Πόθω πυρπολουμένη, Μάρτυς παναοίδιμε, τω του Δεσπότου σου». Και βεβαίως η παρθενία της, όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, δεν εννοείται ως χάρισμα από πλευράς πρωτίστως σωματικής – υπάρχουν πολλές με το χάρισμα αυτό μακριά από τον Θεό: ας θυμηθούμε την παραβολή των δέκα παρθένων – αλλά από πλευράς ψυχικής και πνευματικής: ως καθαρότητα ψυχική λόγω αγιασμένης ζωής. «Καθάρασα σεαυτήν προθύμως διά πολιτείας». Η δύναμη της διπλής χάρης της αγίας Αικατερίνης ενώπιον του Θεού, της παρθενίας δηλαδή και του μαρτυρίου, διαπιστώνεται από τον υμνογράφο με εντυπωσιακό τρόπο. Βλέπει την αγία να βρίσκεται σε φωτεινούς θαλάμους στον Παράδεισο, κοσμούμενη με νυφικά στολίδια, κρατώντας με το δεξί χέρι της τη λαμπάδα της παρθενίας και με το αριστερό την κομμένη της κεφαλή. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος παρίσταται στην εικόνα του με το αποκομμένο κεφάλι του, έτσι και η αγία Αικατερίνα. «Μετέστης προς θαλάμους φωτοειδείς, νυμφικοίς κοσμουμένη στολίσμασι, παρθενικήν έχουσα λαμπάδα τη δεξιά, τη δε ετέρα φέρουσα την αποτμηθείσαν σου κεφαλήν».

Ο άγιος υμνογράφος μάς καθοδηγεί και σε άλλες διαστάσεις της πολυτάλαντης προσωπικότητάς της. Κι η διάσταση που δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστη είναι ο τονισμός από αυτόν των αποτελεσμάτων της αγιασμένης ζωής και του μαρτυρίου της αγίας. Σημειώνει μεταξύ άλλων στο εξαποστειλάριο της ακολουθίας: «Ενεύρωσας το φρόνημα γυναικών, ω παρθένε, Αικατερίνα πάντιμε, αθλοφόρων η δόξα». (Ισχυροποίησες το φρόνημα των γυναικών, παρθένε και πάντιμε Αικατερίνα, συ που είσαι η δοξα των αθλοφόρων μαρτύρων). Η αίσθηση του υμνογράφου, αίσθηση της όλης Εκκλησίας, ότι η αγία Αικατερίνα με ό,τι έζησε και έκανε έδωσε νεύρο στο φρόνημα των γυναικών, τις έκανε πιο ισχυρές, είναι κάτι σημαντικό. Σε εποχή που τονίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, που ο λεγόμενος φεμινισμός, ως κίνημα για να αποκτήσουν οι γυναίκες εκείνα που δικαιούνται μέσα σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία,  έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, η διαπίστωση ότι οι γυναίκες μάρτυρες, σαν την αγία Αικατερίνα, είναι αυτές που ουσιαστικά και δραστικά δυναμώνουν το φρόνημά τους, πρέπει να εξαγγέλλεται. Νομίζουμε ότι εδώ βρισκόμαστε σε ό,τι ανώτερο έχει δοθεί ως ώθηση  για τον φεμινισμό. Διότι αυτός δεν βρίσκεται στα λόγια, αλλά στο παράδειγμα. Και δυναμικότερο παράδειγμα από μία γυναίκα που έδωσε και τη ζωή της για την πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο δεν υπάρχει.

24 Νοεμβρίου 2023

«ΕΣΚΥΨΕ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»: ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΩΜΗΣ

«Ο μακάριος και σοφότατος Κλήμης ήταν Ρωμαίος, καταγόμενος από βασιλική γενιά, υιός του Φαύστου και της Ματθιδίας, και απέκτησε όλη την παιδεία της ελληνικής γνώσεως. Όταν σώθηκε κάποτε με παράδοξο τρόπο από ναυάγιο και έτυχε να συναντήσει τον κορυφαίο των Αποστόλων Πέτρο, κατηχήθηκε από αυτόν στην αληθινή πίστη του Χριστού. Έγινε  κήρυκας του Ευαγγελίου και συνέγραψε τις διατάξεις των Αποστόλων, οπότε και καταστάθηκε επίσκοπος Ρώμης. Συνελήφθη όμως από τον Δομιτιανό και βασανίστηκε. Και επειδή δεν πειθόταν στα προστάγματά του, εξορίστηκε σε έρημη πόλη, κοντά στη Χερσώνα. Από εκεί πάλι, αφού του έδεσαν στον αυχένα σιδερένια άγκυρα, τον έριξαν στον βυθό της θάλασσας και έτσι τελειώθηκε.

Ο των θαυμασίων πραγμάτων όμως Θεός, δοξάζοντας και μετά θάνατον τον δικό Του δούλο, κάνει ένα μεγάλο και τεράστιο υπερφυσικό θαύμα. Από τότε δηλαδή που τον έριξαν στη θάλασσα, το νερό της θάλασσας υποχωρούσε τρία μίλια κάθε φορά στη μνήμη του αγίου και γινόταν ξηρά, που υποδεχόταν επί επτά ημέρες  αυτούς που πήγαιναν εκεί, στο συγκεκριμένο σημείο της ρίψεώς του. Το θαύμα αυτό δημιουργούσε ευφροσύνη σ’ αυτούς που έλπιζαν στον Κύριο. Κάποτε λοιπόν που υποχώρησε πάλι η θάλασσα και εισήλθε στην αποκαλυφθείσα ξηρά ο λαός, έτυχε να εγκαταλειφθεί στον τόπο εκείνο ένα μικρό παιδάκι, καθώς το ξέχασαν οι γονείς του. Μόλις το αντελήφθησαν, τα νερά της θάλασσας είχαν επανέλθει στη θέση τους, οπότε εκείνοι κίνησαν θρήνους και οδυρμούς σε όλη την πόλη. Την επόμενη χρονιά που το κύμα και πάλι υποχώρησε, πήγαν οι γονείς και βρήκαν το παιδί τους υγιές, να παρακάθεται στη λάρνακα του αγίου. Στις ερωτήσεις τους τι και πώς συνέβη, έμαθαν από το παιδί τους ότι τρεφόταν από τον ευρισκόμενο εκεί άγιο, που το προφύλασσε και από τη βλάβη των ψαριών. Γεμάτοι χαρά πήραν το παιδί τους, ευχαρίστησαν με τον δέοντα τρόπο τον άγιο και αναχώρησαν για το σπίτι τους, δοξάζοντας τον Θεό για το θαύμα Του αυτό».

Με τον άγιο Κλήμεντα (επίσκοπος 92-101) μεταφερόμαστε στο κλίμα της αποστολικής εποχής. Μαθητής και διάδοχος του αποστόλου Πέτρου θεωρείται ένας από τους αποστολικούς Πατέρες της Εκκλησίας,  εκείνους που ευτύχησαν να μαθητεύσουν παρά τους πόδας αυτών και να καταστούν μάλιστα συνεχιστές του έργου και της διακονίας τους. Μολονότι η κυριαρχούσα παράδοση της Εκκλησίας μας είναι ότι υπήρξε τρίτος επίσκοπος Ρώμης, μετά τους αγίους Λίνο και Ανέγκλητο – αυτό μας παραδίδει ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνων – ο υμνογράφος της ακολουθίας του άγιος Ιωσήφ ακολουθεί μία άλλη παράδοση, στηριζομένη στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Τερτυλλιανό, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο Κλήμης διαδέχτηκε τον απόστολο Πέτρο στη Ρώμη, συνεπώς υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος αυτής.

 Όπως κι αν είναι  το πράγμα όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι όντως υπάρχει μία ιδιαίτερη και στενή σχέση του αποστόλου Πέτρου με τον άγιο Κλήμεντα, την οποία με πολλή δύναμη διακηρύσσει ο υμνογράφος, σε βαθμό που χρησιμοποιεί και τη μαθηματική σκέψη, προκειμένου να την προβάλει. Τι κάνει δηλαδή ο άγιος Ιωσήφ; Στοιχώντας στην αρχή της λογικής που λέει «τα προς τρίτον ίσα και μεταξύ τους ίσα», εφαρμόζει την αρχή αυτή στους Κύριο Ιησού Χριστό, απόστολο Πέτρο και άγιο Κλήμεντα, για να πει πόσο μακάριος από τον ίδιο τον Κύριο είναι και ο άγιος Κλήμης. «Έχεις μακαριστεί κατά γνήσιο τρόπο, διότι μαθήτευσες στον κήρυκα (του Χριστού, δηλαδή τον Πέτρο), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Λόγου (Χριστού), που τον μακάρισε, πάνσοφε, για την αποκάλυψη που έλαβε από τον ουράνιο Πατέρα». Με άλλα λόγια: ο Πέτρος υπήρξε μαθητής του Κυρίου∙ ο Κλήμης υπήρξε μαθητής του Πέτρου∙ ο Κύριος μακάρισε τον Πέτρο∙ συνεπώς ο Κύριος μακάρισε κατ’  επέκταση και τον Κλήμεντα.

Δεν είναι όμως η γνωριμία του αγίου Κλήμεντα με τον απόστολο Πέτρο το μόνο στοιχείο, κατά τον υμνογράφο, για τη σπουδαία θέση του στο εκκλησιαστικό στερέωμα. Και ο Κλήμης αγωνίστηκε να πολιτευτεί κατά την πίστη και τη ζωή των αποστόλων. Κι αυτό διαπιστώνει και ο άγιος Ιωσήφ: ο Κλήμης καταστάθηκε επίσκοπος Ρώμης, διότι η ζωή του τον έφτασε εκεί. Καθοδηγήθηκε από το άγιο Πνεύμα, εισήλθε στη ζωή του Πνεύματος και έτσι κατανόησε και τον ίδιο τον Κύριο, τον Οποίο κήρυσσε λόγω και έργω διαπαντός, και χάριν του Οποίου έδωσε και την ίδια του τη ζωή. «Έσκυψες μέσα στα βάθη του αγίου Πνεύματος με το πνεύμα σου, όσιε, κατά όσιο τρόπο, και κατανόησες έτσι, όσο μπόρεσες, τον ακατάληπτο στη νόησή Του Κύριο». Κι εκείνο που επιβεβαίωσε ότι όντως με όσιο τρόπο μυήθηκε στα του Πνεύματος του Θεού, είναι και το μαρτύριό του: να δώσει και τη ζωή του  για την πίστη του Κυρίου. Σαν κλήμα, κυριολεκτικά, (ως Κλήμης στο όνομα), στο αμπέλι του Χριστού, που έχει σταφύλια της γνώσης του Θεού, τα οποία, αφού πατήθηκαν στο ληνάρι του μαρτυρίου, έβγαλαν  καλό κρασί που ευφραίνει τις καρδιές των πιστών. «Το κατάκαρπο αμπέλι, δηλαδή ο Ιησούς, μακάριε Κλήμη,  σε βλαστάνει σαν κλήμα, φέρνοντας σταφύλια της γνώσης του Θεού. Αυτά τα σταφύλια, πατημένα στο πατητήρι του μαρτυρίου σου, ανέβλυσαν οίνο, που ευφραίνει τις καρδιές όλων των πιστών».

23 Νοεμβρίου 2023

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΙ!

Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας εἶναι παραπάνω ἀπό σαφής καί λειτουργεῖ ὡς φωτιά: «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Ὅποιος δέν βρίσκεται στήν ἀδιάκοπη ἀκολουθία τοῦ Κυρίου, στό κυνηγητό θά λέγαμε τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν, ἐκεῖνος αὐτομάτως μεταβαίνει στήν ἐνάντια θέση πρός Αὐτόν, γίνεται κυριολεκτικά ἀντίχριστος – δέν ὑπάρχει ἐνδιάμεση κατάσταση! Ἀντίχριστος δηλαδή δέν εἶναι μόνον αὐτός πού ἐν ἐπιγνώσει ἐναντιώνεται πρός τόν λόγο καί τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁ Πονηρός καί ὅλα τά ὄργανά του: οἱ συνειδητοί αἱρετικοί, οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ κατά καιρούς χλευαστές καί διῶκτες τῶν πιστῶν, ἀλλά καί κάθε θεωρούμενος πιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐκτρέπεται εἴτε μέ τή συμπεριφορά του είτε μέ τούς λόγους του είτε καί μέ τούς λογισμούς του ἀπό τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, ἀπό τόν Ἴδιο δηλαδή καί τίς ἐντολές Του! Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ κάθε ὥρα καί στιγμή μας ἀποκαλύπτει ἄν εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀντιχρίστου! Ἴσως δέν συνειδητοποιοῦμε ὅτι οἱ «ἐξετάσεις» γιά τή χριστιανοσύνη μας δίνονται ἀδιάκοπα καί καθημερινά. Ὄταν ἡ Ἐκκλησία μας, στοιχώντας στόν λόγο τοῦ Κυρίου, προτρέπει «καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ (τῇ ἑσπέρᾳ, τῇ νυκτί) ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς» (ἀξίωσέ μας, Κύριε, αὐτήν τήν ἡμέρα ἤ τήν ἑσπέρα ἤ τή νύκτα νά διαφυλαχθοῦμε ἀναμάρτητοι), δέν τό κάνει εἰκῆ καί ὡς ἔτυχε. Ἔχει ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς παραπάνω πραγματικότητας: κάθε ὥρα κερδίζουμε ἤ χάνουμε τόν Χριστό, κάθε στιγμή θησαυρίζουμε γιά τόν ἑαυτό μας ἤ πλουτίζουμε κατά Θεόν.

Δέν εἶναι τυχαῖο γι’ αὐτό ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος,  καί ὅχι μόνον βεβαίως, διαλαλεῖ «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ» (ὅποιος νομίζει ὅτι στέκεται στήν πίστη ἄς προσέχει μήπως πέση), γιατί καιροφυλακτεῖ ὄχι μόνο ὁ Πονηρός διάβολος πού κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ», ἀλλά πρώτιστα ὁ ὅλος περίγυρός μας, ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα πού λέμε, μέσα στήν ὁποία κατ’ ἀνάγκη βρισκόμαστε κι ἐμεῖς καί ἀναπνέουμε, πού σημαίνει ὅτι καί ἐπηρεαζόμαστε, κατεξοχήν δέ τά ἴδια τά πάθη μας, τά ὁποῖα στόν κόσμο τοῦτο βρίσκονται ἄλλα πρός καιρόν σέ λανθάνουσα κατάσταση, ἄλλα ὅμως σέ ἔξαρση καί πάνω στά ὁποῖα δουλεύει βεβαίως ὁ Πονηρός. Ποῦ συνήθως ὁδηγεῖ ἡ ὅλη αὐτή κατάσταση παρά στήν τυραννίδα όπως χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας «τῆς λήθης»; Σαν νά μᾶς ἀποκοιμίζουν τά πάθη μας καί νά μᾶς ὁδηγοῦν ὕπουλα καί «γλυκά» ἐκεῖ πού παραμένει ἀκοίμητος ὁ προαιώνιος ἐχθρός μας.

Ὁπότε ἀπαιτεῖται τό αὐτονόητο: ὁ διαρκής ἐπανευαγγελισμός μας! Λόγω τοῦ εὔθραυστου τῆς φύσεώς μας. «Τά αὐτά γράφειν ὑμῖν ἐμοί μέν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δέ ἀσφαλές» (Φιλ. 3, 1) θά πεῖ καί πάλι ὁ μέγας ἀπόστολος. Γιατί ξέρει καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τό πόσο ἡ ἁμαρτία βαρύνει τόν ἔσω ἄνθρωπο καί τόν καθιστᾶ ἀνίσχυρο. Καί χρειάζεται ἡ ἐπανάληψη, ἡ διαρκής ὑπενθύμιση, ὁ διαρκής ἐμβαπτισμός μας στόν λόγο τόν Εὐαγγελικό, μέσα στόν ὁποῖο πρέπει νά ἐντάξουμε καί τόν Πατερικό λόγο, τόν ὑμνολογικό, τά συναξάρια τῶν ἁγίων, γιά νά παραμένουμε ξύπνιοι, νά παραμένουμε ὄρθιοι, νά στεκόμαστε στήν πίστη, σάν τόν σχοινοβάτη πού παλεύει πάντοτε νά παραμείνει πάνω στό σχοινί. «Ὀρθοδοξία ἐστίν τό ἀεί σχοινοβατεῖν» ἄλλωστε κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, συνεπῶς ἡ νήψη καί ἡ ἐγρήγορση - «νήψατε, ἀγρυπνεῖτε, γίνεστε ἕτοιμοι» εἶναι οἱ διαρκεῖς προτροπές τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ἁγίων μας -  συνιστοῦν τά ἐχέγγυα γιά νά εἶναι κανείς χριστιανός. «Προσέχετε ἑαυτοῖς, λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι εν κραιπάλῃ καί μέθῃ καί μερίμναις βιωτικαῖς, καί αἰφνίδιος ἐφ’ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη… Ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντί καιρῷ δεόμενοι…» (Λουκ. 21, 34.36).

Εἶναι πολύ ἀξιοσημείωτα ἐν προκειμένω τα λόγια τοῦ ἀγαπημένου νεωτέρου ἁγίου τῆς Ρωσικῆς καί σύμπασας Ἐκκλησίας Ἰωάννου της Κροστάνδης: «Λέγε συνεχῶς μέσα στήν καρδιά σου: ὁ Χριστός εἶναι Ἀγάπη. Ἔτσι θά ἀγαπᾶς ὅλους τούς ἀνθρώπους, θυσιάζοντας χάριν αὐτῆς τῆς Ἀγάπης ὅ,τι ἔχεις ἀκριβό, ἀκόμη καί τήν ἴδια σου τή ζωή» (Ἡ ἐν Χριστῶ ζωή μου). Μέ ἄλλα λόγια ὅλος ὁ ἀγώνας εἶναι νά διακρατηθοῦμε μέσα στή διαρκή μνήμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μας, κατά τό «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον», διότι καί ἡ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπό τήν ὅρασή Του θά σημάνει τήν ἔκπτωσή μας ἀπό Αὐτόν˙ ὄχι πάντα τή συγκλονιστική καί ἀπόλυτη, ἀλλ’ ἔστω καί τήν ἐλάχιστη, ἡ ὁποία ὅμως ἄν δεν προσεχθεῖ θά μᾶς συμπαρασύρει πράγματι στόν ὄλεθρο. «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» θά πεῖ καί ὁ ἄγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Πιό πολύ κι ἀπ’ τήν ἀναπνοή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, γιατί χωρίς Θεό τί νά τήν κάνει κανείς καί τή ζωή; Εἶναι μία ζωή ἐν θανάτῳ.

ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ: «Ο ΠΕΛΕΚΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ»

«Ο άγιος Αμφιλόχιος, αφού πέρασε από νεαρή ηλικία κάθε εκκλησιαστικό βαθμό, και λάμποντας  από την άσκηση και τη θεία γνώση, με την ψήφο του λαού προχειρίζεται επίσκοπος της πόλης των Ικονιέων, στους χρόνους των βασιλέων Ουαλεντινιανού και Ουάλεντα, ενώ  η ζωή του παρατάθηκε μέχρι του Θεοδοσίου του μεγάλου βασιλιά και των υιών του. Αυτός, επειδή έγινε διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης και αντιτάχθηκε δυνατά κατά της αιρετικής πλάνης του Αρείου, υπέμεινε πολλούς διωγμούς και θλίψεις από τους ασεβείς, γενόμενος συναγωνιστής των μακαρίων Πατέρων κατά της βλασφημίας του Ευνομίου. Ο Αμφιλόχιος υπήρξε ένας από τους εκατόν πενήντα Πατέρες της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (381) και αγωνίστηκε πολύ κατά του πνευματομάχου Μακεδονίου και των μαθητών του Αρείου. Μετά την επικράτηση  στη βασιλεία του Θεοδοσίου του Μεγάλου και την παράδοση από αυτόν πάλι όλης της εξουσίας της Δύσεως στον Ουαλεντινιανό τον νέο, και μετά την επάνοδο του Θεοδοσίου ως νικητή, αφού κατέστρεψε  τον τύραννο Μάξιμο, προσήλθε σ’  αυτόν ο μέγας Αμφιλόχιος και τον παρότρυνε  να απομακρύνει τους Αρειανούς και να δώσει τις εκκλησίες πίσω στους ορθοδόξους. Επειδή όμως ο βασιλιάς δεν έκανε τίποτε, μηχανεύτηκε ο θαυμάσιος το εξής: Πήγε στα ανάκτορα και τον μεν βασιλιά Θεοδόσιο τον χαιρέτισε, τον δε υιό του Αρκάδιο περιφρονώντας τον δεν τον χαιρέτισε. Ο Βασιλιάς δυσανασχετώντας  από το γεγονός αυτό, χαρακτήριζε δικιά του προσβολή την ατιμία που έδειξε ο Αμφιλόχιος στο παιδί του. Αυτός τότε με πολύ σοφό τρόπο αποκάλυψε τον σκοπό της ενέργειάς του και είπε: Βλέπεις, βασιλιά, πώς δεν υποφέρεις εσύ την ατίμωση του παιδιού σου, αλλά δυσανασχετείς; Πίστεψε λοιπόν ότι κατά παρόμοιο τρόπο και ο Θεός αποστρέφεται και μισεί αυτούς που βλασφημούν τον Υιό του Θεού. Τότε κατάλαβε ο βασιλιάς και έγραψε νόμους που απαγόρευαν τους συλλόγους των αιρετικών. Αυτός ο αοίδιμος άνδρας, αφού ποίμανε για πολλά χρόνια το ποίμνιο του Χριστού και συνέταξε ορθόδοξους λόγους, έφτασε σε βαθύ γήρας και αναπαύτηκε εν ειρήνη».

Το συντριπτικό ποσοστό των ύμνων για τον άγιο Αμφιλόχιο, γραμμένων από τον υμνογράφο της Εκκλησίας άγιο Θεοφάνη, έχει ως κύριο περιεχόμενο  το ύψος της θεολογίας του Αμφιλοχίου, θεολογίας τέτοιας με την οποία αφενός διατράνωσε την ορθόδοξη πίστη, ιδίως για την αγία Τριάδα, αφετέρου κατατρόπωσε τους δυσσεβείς αιρετικούς, ιδίως τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους, γενόμενος έτσι «πέλεκυς των αιρέσεων». Γι’  αυτόν τον λόγο ο άγιος υμνογράφος θεωρεί τον εκκλησιαστικό αυτόν Πατέρα ως «νυμφαγωγό της Εκκλησίας του Χριστού, την οποία κόσμησε με το κάλλος των λόγων του και την ωραιότητα της ορθοδοξίας του», στου οποίου τους λόγους όποιος εντρυφά αποκτά δύναμη και νεύρο πνευματικό («τοις τούτου διδάγμασι και θεολογίαις νευρούμενοι»). Φτάνει μάλιστα ο ποιητής  Θεοφάνης να χαρακτηρίζει τον άγιο Πατέρα, χωρίς όμως να τον κατονομάζει με το συγκεκριμένο όνομα, ως νέο Σολομώντα, δεδομένου ότι «η ενυπόστατη Σοφία, ο Χριστός, του έδωσε πλούτο και δόξα μεγάλη, ακριβώς γιατί θεολόγησε ορθόδοξα και κατέβαλε την αλαζονεία των αιρέσεων».

Ο τονισμός του αγίου Αμφιλοχίου ως «ιερωτάτου οργάνου της θεολογίας» από τον εκκλησιαστικό ποιητή δεν είναι αυθαίρετος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως παρατηρούν διαπρεπείς Πατρολόγοι,  η ίδια η Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος (381) αναγνώρισε το κύρος του και τον ευρύτερο ρόλο του στην Εκκλησία, ενώ από την άλλη με τη θεολογία που άσκησε, βρισκόμαστε μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της θεολογίας των μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Είναι εξόχως σημαντικό και συγκινητικό να μαθαίνει κανείς ότι ο άγιος Αμφιλόχιος ήταν πνευματικό τέκνο του Μ. Βασιλείου, πρώτος εξάδελφος του Γρηγορίου του Θεολόγου, φίλος του Γρηγορίου Νύσσης. Και ναι  μεν δεν ήταν ο ίδιος παφλασμός θεολογίας, σαν τους τρεις αυτούς μεγίστους Πατέρες, έδρασε όμως ως απαλός φλοίσβος, ως ήρεμη δύναμη, η οποία ερχόταν να εδραιώνει, εκεί που βρέθηκε ως ποιμένας, την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Θα έλεγε κανείς ότι λόγω ακριβώς της καλής του προαίρεσης, του έδωσε ο Θεός τη χάρη της πλήρους αφομοίωσης της ορθόδοξης θεολογίας, και μάλιστα της χαρισματικής μεταποίησης αυτής σε ποιητικούς στίχους. Για παράδειγμα, ο άγιος Αμφιλόχιος έγραψε ένα εκτενές συμβουλευτικό ποίημα, το «Ίαμβοι  προς Σέλευκον», που απηύθυνε στον νεαρό Σέλευκο προς κατήχηση και καθοδήγησή του, μέσα στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία από το έργο του πνευματικού του πατέρα Μ. Βασιλείου «Προς τους νέους πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά-ειδωλολατρικά γράμματα».

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως Θεοφάνης, ως καλός γνώστης και αυτός της όλης πνευματικής ζωής και της θεολογίας, δεν μένει σε μία απλή περιγραφή της θεολογικής δεινότητας του αγίου Αμφιλοχίου και της επιδράσεώς της στον κόσμο. Επιχειρεί και μία «διείσδυση» στα άδυτα της ψυχής του, για να αποκαλύψει το πώς έφθασε να γίνει «θεολόγος γλώσσα» και «όργανον θεολογίας». Κι αυτά που ανασύρει είναι πράγματι πολύ εποικοδομητικά. Τι μας λέει επ’ αυτού λοιπόν ο Θεοφάνης; Προϋπόθεση της θεολογίας του Αμφιλοχίου ήταν η εμπειρία της πνευματικής ζωής. Οικοδόμησε, σημειώνει, τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού, καθάρισε την ψυχή του έτσι από τους μολυσμούς της αμαρτίας, φωτίστηκε από τον Θεό. Μία διαδικασία δηλαδή, την οποία όποιος θέλει να είναι θεολόγος δεν μπορεί να παρακάμψει. Όποιοι επιχείρησαν να θεολογήσουν χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις καθάρσεως της ψυχής, απλώς «ετεχνολόγησαν», για να θυμηθούμε έκφραση και πάλι των Καππαδοκών Πατέρων. «Αφού οικοδόμησες τον εαυτό σου με τον θείο φόβο και τήρησες την ψυχή σου καθαρή από τους μολυσμούς της αμαρτίας, θεόληπτε, αναδείχτηκες ιερότατο όργανο της θεολογίας». Κι αλλού: «Αφιέρωσες ολοκληρωτικά τον εαυτό σου στον Θεό και έγινες μεγαλόφωνος θεοκήρυκας,  Πάτερ, παμμακάριστε Αμφιλόχιε». Είθε η άφθονη χάρη που προσφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος – Πατέρας με μεγάλη ευαισθησία στην οικοδομή των πιστών – να έλθει και σε εμάς, φέρνοντάς μας και τη λύση των πταισμάτων μας. 

22 Νοεμβρίου 2023

"ΖΕΙ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ!"

 

Μνήμη του αγαπημένου οσίου Γέροντος Ιακώβου του εν Ευβοίᾳ σήμερα, η επομένη ημερολογιακά μετά την εις Κύριον οσιακή εκδημία του, την 21η Νοεμβρίου 1991. Έχουν γραφεί και γράφονται πολλά για τον όσιο αυτόν της εποχής μας, δεδομένου ότι πάμπολλοι ήταν εκείνοι που ήλθαν σ’ επαφή μαζί του, τον άκουσαν, τον είδαν, τον παρατήρησαν καλά, τον ψηλάφησαν, αλλά λιγότεροι εκείνοι που είχαν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις για να οσφρανθούν και να γευτούν την αγιότητα που εξέπεμπε, ώστε να παρακινηθούν ακόμη περισσότερο στον αγώνα της μετανοίας και της πνευματικής τους προκοπής. Διότι ως γνωστόν η συναναστροφή με έναν άγιο δεν φέρνει αυτονόητα την επί τα βελτίω διάθεση ενός ανθρώπου. Η συναναστροφή μπορεί να είναι επιφανειακή, σαν ένα θέαμα ενός «παράδοξου» γεγονότος, αλλά μπορεί επίσης να είναι μία ώρα χάρης Θεού – εκεί που υπάρχει στον άνθρωπο ετοιμότητα συνάντησης με Εκείνον.  

Αυτό που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ένα περιστατικό μαζί του, όπου είπε σε μία μικρή ομάδα που τον είχαμε επισκεφτεί το 1989, το πώς προκλήθηκε από μία (μακαριστή πια) συγγραφέα (που κι εκείνη είχε έλθει μαζί με κάποιους επιστήμονες λίγο καιρό πρωτύτερα από εμάς) για την ύπαρξη ή μη του Θεού στην εποχή μας.

 «”Υπάρχει Θεός, Γέροντα;” με ρώτησε», είπε ο όσιος, «κι εγώ της απάντησα: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!»

Προφανώς η μακαριστή συγγραφέας, γνωστή για την ορθόδοξη πίστη της και την ομολογιακή διάθεσή της, δεν αμφισβητούσε τον Θεό. Ευρισκόμενη μαζί με άλλους, που ίσως δεν είχαν την ίδια πίστη μ’ εκείνην, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον όσιο Γέροντα για να αποσπάσει μία απάντηση, η οποία θα ήταν έκφραση της αγίας βιοτής του, μία μαρτυρία κυριολεκτικά ενός ανθρώπου που είχε γεύση και αίσθηση Θεού. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει για παρόμοιες καταστάσεις, ακόμη και στο Γεροντικό, όπου άνθρωποι της Εκκλησίας επισκεπτόμενοι οσίους ασκητές τούς πείραζαν κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου ακριβώς να αποσπάσουν μία ομολογία, η οποία θα τους οδηγούσε σε αποκάλυψη του θησαυρού της καρδιάς τους; Όλοι για παράδειγμα έχουμε διαβάσει για το «πείραγμα» που έκαναν συνασκητές του μεγάλου οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος, οι οποίοι τον «κέντριζαν» λέγοντάς του «εσύ δεν είσαι ο Μωυσής, ο εγωιστής, ο πόρνος, ο μοιχός, ο φιλήδονος;». Για να εισπράξουν την απάντηση: «Ναι, πράγματι εγώ είμαι. Εύχεσθε ο Θεός να μου δώσει μετάνοια». Η πρόκλησή τους δηλαδή γινόταν με καλοπροαίρετη διάθεση, για να αποκαλυφθεί το πνευματικό ύψος του αββά Μωυσή.

Κάτι παρόμοιο λοιπόν πρέπει να έγινε και με τη συγγραφέα σε σχέση με τον όσιο Ιάκωβο. Η ερώτησή της δεν προϋπέθετε απιστία, αλλ' ήταν πρόκληση να «κλέψει» η πιστή αυτή γυναίκα κάτι από τον κρυμμένο θησαυρό του αγίου, κι ίσως – το πιθανότερο όπως είπαμε - να του δώσει την αφορμή να μιλήσει για την εμπειρία που είχε του Θεού, ώστε να ακούσουν και να ωφεληθούν οι γνωστοί και φίλοι της. Και πράγματι, αυτό και έγινε. Ενώ φάνηκε ότι «πειράχτηκε» ο όσιος – αυτή ήταν η αίσθηση που απεκόμισα εκείνην τη στιγμή – όμως με τη βροντώδη φωνή του της απάντησε με τον παραπάνω τρόπο: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!».

Κι αυτό ήταν ακριβώς το διαρκές βίωμα του αγίου Ιακώβου. Όσοι τον πλησίαζαν και τον συναναστρέφονταν αυτό πρωτίστως εισέπρατταν – ο άγιος μετάγγιζε μ’ έναν τρόπο μυστικό τη ζωντανή παρουσία Χριστού του  Θεού, τον Οποίον ανέπνεε την κάθε στιγμή της ζωής του. Κι είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για το ίδιο βίωμα που είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεώτεροι: ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής τους, κατά τον τρόπο που το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Είναι συγκλονιστικό να διαβάζει κανείς την παρεμφερή ομολογία που έκανε ο μεγάλος επίσης λόγιος όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, όταν ρωτήθηκε προς το τέλος της ζωής του από κάποιον προσκυνητή για να πει κάτι για τη ζωή του. «Το μόνο που βλέπω», απάντησε εκείνος, «στρέφοντας το βλέμμα μου στον εαυτό μου, είναι μόνον ο Χριστός».

Και πρόκειται για ομολογία των αγίων, η οποία ναι μεν αποκαλύπτει την κοινωνία που είχαν με τον ζωντανό Θεό, αλλά ταυτοχρόνως συνιστά και την... κατάργηση κάθε απορίας. Θέλουμε να πούμε ότι όταν ένας κοινός άνθρωπος, πιστός έστω, βρεθεί μέσα στην «ακτίνα» δράσεως ενός αγίου ανθρώπου, εκεί αναβιβάζεται σε άλλο επίπεδο, πέρα  από τα κοινά επίγεια μέτρα – εκεί που υπερβαίνεται η λογική και «απασφαλίζονται» και άλλες διαστάσεις της ύπαρξης του ανθρώπου.  Όπως το σημειώνει σπουδαίος σύγχρονος θεολόγος, (συγγενής μάλιστα του οσίου Σωφρονίου), ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένως και με τη θεολογία του οσίου, ο π. Νικόλαος Σαχάρωφ. «Ο γέροντας Σωφρόνιος», γράφει, «επικαλείται το αγιογραφικό “ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ ἐμέ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν” (Ιωάν. 16,23): κατά την ώρα της θείας αποκάλυψης και της ζώσας κοινωνίας με τον Θεό, καμιάς μορφής διανοητική αναζήτηση ή έρευνα δεν έχει θέση». Για να συμπληρώσει: «Το χωρίο επιβεβαιώνει ότι η νοητική πτυχή του ανθρώπου δεν είναι ο μόνος (ούτε καν ο βασικός) αποδέκτης του ευαγγελικού λόγου... “πᾶσα προβληματική καταπίπτει, εὐθύς ὡς ὁ ἄνθρωπος φθάση εἰς ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ” (Ιωάν. 16, 23)».

Για τον άγιο Ιάκωβο, είπαμε και παραπάνω, γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται πολλά: είναι ένας από τους μάρτυρες του ζωντανού Θεού μας που χάρισε ο Χριστός στην Εκκλησία Του. Μπροστά σε μία τέτοια δωρεά, (τόσο μεγάλη μάλιστα που κι αυτός ο σύγχρονος άγιος μεγάλος Πορφύριος έλεγε ότι «ο Ιάκωβος έχει τα πολλά χαρίσματα, αλλά τα κρύβει» - τόσο ταπεινός ήταν!) το μόνο που πρέπει να κάνουμε οι απλοί πιστοί είναι να δοξολογήσουμε τον Θεό, να νιώσουμε τη μικρότητά μας, να μετανοήσουμε. Και βεβαίως να καταλάβουμε ότι πίσω από τα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου, πίσω από τον πλούτο της χάρης του Θεού που είχε, με την οποία καθαιρούσε κάθε ύψωμα και υπερηφάνεια ανθρώπινη, κρυβόταν ένας ανελέητος κατά του (παλαιού) εαυτού του αγώνας μέχρις εσχάτων. Ο όσιος Ιάκωβος «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», κατά το κοινώς πατερικό λεγόμενο, γι’ αυτό και η όποια αναφορά μας σ’ αυτόν γίνεται με διάθεση που σέβεται απείρως και τη ματωμένη οδύνη του πνευματικού αγώνα του και τη δοξολογική του πια αναστημένη κατάσταση. Ο άγιος πια ζει κι αυτός «ἐν χώρᾳ ζώντων».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

 

Ο όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία εκοιμήθη εν Κυρίω την 21η Νοεμβρίου 1991, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, την ώρα μάλιστα που εξομολογούσε κάποιον πιστό.

Ο όσιος Ιάκωβος, καθηγούμενος της ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος στην Εύβοια, ήταν σπάνια προσωπικότητα, που, όσο ζούσε, αποτελούσε το στήριγμα και την ελπίδα για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Ήταν κυριολεκτικά αυτό που η Εκκλησία μας ονομάζει «Γέροντας», δηλαδή ο πνευματικός καθοδηγητής, ο χαρισματούχος ηγέτης, που ανοίγει δρόμους και μονοπάτια, εκεί που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν να καταθέσουν πάμπολλες μαρτυρίες σχετικά με την επίλυση διαφόρων προβλημάτων τους, που αναφέρονταν όχι μόνο στη σφαίρα της ψυχικής τους ζωής, μα και της ίδιας της καθημερινότητας και αμεσότητας.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον μακαριστό όσιο Γέροντα να έχει αυτές τις ικανότητες; Μήπως κάποιος ιδιαίτερος ψυχισμός ή κάποια φυσικά άλλα προσόντα; Ασφαλώς όχι. Η απάντηση βρίσκεται σε συνάρτηση με ό,τι αποτελούσε προσόν κάθε αγίου κάθε εποχής στην Εκκλησία μας: τη χάρη του Θεού. Με άλλα λόγια ο όσιος υπήρξε ο ένθεος άνθρωπος, η χαριτωμένη ψυχή που αρδευόταν πλούσια από τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτή η παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα του τον έκανε να διακρίνει τα δυσδιάκριτα, αλλιώς, προβλήματα των ανθρώπων. Διότι είναι κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας μας ότι, όταν το Πνεύμα του Θεού φωτίζει τους ανθρώπους, τότε εκείνοι αποκτούν την αρετή της διακρίσεως, που τους ικανώνει να διαβλέπουν με τρόπο άμεσο το καλό από το κακό, την ενέργεια του Θεού από τη δαιμονική ενέργεια.

Έτσι καθένας που συναντάτο μαζί του έφευγε με τη βεβαιότητα ότι συνάντησε τον άνθρωπο του Θεού, ότι η απάντηση που του έδωσε σε κάποιο πρόβλημά του ήταν η απάντηση Εκείνου, ότι ο λόγος που του απηύθυνε ήταν χαιρετισμός της χάρης του Θεού. Γι’ αυτό και η γαλήνη και η ειρήνη της συνείδησης ήταν τα στοιχεία τα οποία απεκόμιζε ο κάθε προσκυνητής της Μονής.

Βεβαίως δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε αυτό που έλεγε ο Γέροντας, όταν ενθουσιασμένοι οι προσκυνητές τού ανέφεραν τα καλά αποτελέσματα της επίσκεψής τους. «Ο όσιος Δαυίδ το έκανε, παιδί μου». Αλλά για να δράσει ο όσιος με τόσο άμεσο κάθε φορά τρόπο, έπρεπε να «πιεστεί» τρόπον τινά, από κάποιου την προσευχή, που είχε μεγάλη δύναμη. Κι αυτός ήταν ο Γέρων Ιάκωβος. Όλοι άλλωστε γνώριζαν το πόσο μεγάλη παρρησία στον όσιο Δαυίδ και στον Θεό και στους λοιπούς αγίους είχε ο μακαριστός ηγούμενος και νυν άγιος της Εκκλησίας. Του μιλούσε ιδίως του οσίου Δαυίδ, όπως κανείς μιλάει στον πιο καλό του φίλο. Κι η απάντηση ερχόταν τις περισσότερες φορές άμεση.

Θυμάμαι κι εγώ προσωπικά -  όταν πριν αρκετά χρόνια βεβαίως (το 1989)  είχα την ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό να συμφάγω μαζί του και με άλλους - την περίπτωση μίας κυρίας που μας ανέφερε. Αλαφιασμένη είχε πάρει τηλέφωνο, επειδή είχε χάσει τα κοσμήματά της που άξιζαν ολόκληρη περιουσία. Η απόγνωσή της την έκανε να καταφύγει στον πατέρα Ιάκωβο. Κι εκείνος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει το πλάσμα του Θεού. Πήγε στην εικόνα του αγίου Δαυίδ μέσα στον ναό και του εξέθεσε το πρόβλημα. Του είπε όμως, για να ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει την προσευχή για το θέμα αυτό, να έχει την απάντηση γρήγορα. Του έθεσε μάλιστα και όριο: «Μέχρι να πάω στο κελί μου ας πάρει τηλέφωνο η κυρία ότι βρήκε τα κοσμήματα. Διαφορετικά, θα ξέρω ότι δεν πρέπει να επιμένω στο αίτημα». Πράγματι, μέχρι να μπει στο κελί του, η κυρία πήρε τηλέφωνο και κλαίγοντας ευχαριστούσε τον Θεό και τον Γέροντα διότι βρήκε τα χρυσαφικά της. Δεν θα μνημονεύσουμε πάμπολλες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις – γραμμένες άλλωστε και στα βιβλία που έχουν ήδη κυκλοφορηθεί γι’  αυτόν – πλην δύο ακόμη, στις οποίες έτυχε κι εγώ να παρευρίσκομαι και που αποκαλύπτουν το διορατικό χάρισμα του οσίου και τη δύναμη της προσευχής του.

Η πρώτη. Στο τραπέζι που τρώγαμε, βρισκόταν κι ένας νεαρός θεολόγος, ο Δ.Κ.,  με την οικογένειά του. Ο θεολόγος αυτός καθηγητής, άνθρωπος πραγματικά πίστεως και χάρης Θεού, είχε τότε λογισμούς για να γίνει κληρικός. Ο Γέροντας πρώτη φορά τον συναντούσε. Ερώτησε λοιπόν ποιος είναι. Του είπαν κι εκείνος επεσήμανε: «Δεν ξέρω πώς εσείς τον βλέπετε, εγώ όμως τον βλέπω διαφορετικά». Δεν έπαυσε μάλιστα μέχρι το τέλος του φαγητού να μιλά για την καλή καρδιά του νέου θεολόγου. Προφανώς ο Γέροντας τον έβλεπε ήδη με το σχήμα του κληρικού (σημ.: έχει γίνει ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, ιερέας), γι’ αυτό και είπε ότι τον βλέπει διαφορετικά. Το γεγονός της διόρασης και προόρασης που είχε, επιβεβαιώνεται και από άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, διότι ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, ότι ο Θεός τού έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τους ανθρώπους ανάλογα με την ψυχική τους κατάσταση: μαύρους, αν ήταν αμετανόητοι, λευκούς αν ήταν μετανοημένοι.

Το δεύτερο περιστατικό.  Στο μοναστήρι που βρισκόμουν εκείνη την ημέρα, και μάλιστα στην αυλή έξω από τον ναό, είδα κάποιον άνθρωπο με πυτζάμες και με πατερίτσα, γιατί το πόδι του ήταν κομμένο. Ο άνθρωπος αυτός βλέποντάς με ιερέα, με κάλεσε, κι όταν τον πλησίασα, άρχισε να μου αποκαλύπτει το μεγάλο θαύμα που του είχε συμβεί. Ενώ δηλαδή είχε μεγάλη πληγή στο κομμένο πόδι που δεν έκλεινε, παρ’  όλες τις διάφορες ιατρικές απόπειρες, στην τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο, τότε που είχε αποφασιστεί να εγχειριστεί, κι αφού είχε επισκεφτεί τον όσιο Δαυίδ και είχε πάρει την ευλογία του Γέροντα Ιακώβου, ο ιατρός διαπίστωσε με έκπληξη ότι η πληγή είχε ήδη κλείσει κατά ένα ανεξήγητο τρόπο, σαν να είχε γίνει σπουδαιότατη ακριβής εγχείριση. «Ούτε ο Κούλεϊ στην Αμερική δεν θα την έκλεινε έτσι», ήταν τα λόγια του ιατρού, που μου τα επανέλαβε ο άνθρωπος. Ο ιατρός βεβαίως, όπως και ο ασθενής, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν το γεγονός, το θεώρησαν δε ως θαύμα. Ο ασθενής αισθάνθηκε τόση ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Δαυίδ και τον άγιο καθηγούμενο, ώστε πήρε ταξί από την Αθήνα που βρισκόταν (το νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων), και ήλθε κατευθείαν με τις πυτζάμες στο Μοναστήρι.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι τα τόσα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου δεν δόθηκαν σ’ αυτόν από τον Θεό τυχαία. Για να φθάσει στο σημείο τόσης αγάπης προς τους συνανθρώπους του προηγήθηκε από μέρους του σκληρή άσκηση, εγκράτεια κατά πάντα, τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου, φύλαξη του νου και της καρδιάς από κάθε εμπαθή λογισμό, και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Διότι, κατά την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, αν δεν καθαριστεί ο άνθρωπος με την άσκηση από κάθε κακία και ψεκτό πάθος, δεν μπορεί να φθάσει στο σημείο του φωτισμού και μετέπειτα της θέωσής του. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του οσίου προς τους συνανθρώπους του ήταν η έκφραση της αγάπης του Θεού, τον Οποίο ζούσε έντονα στην καρδιά του. Καθάρισε δηλαδή τον αγρό της καρδιάς του, όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, από κάθε είδους ζιζάνια, οπότε η χάρη του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσει τις αρετές, και μάλιστα την αγάπη.

Ευρισκόμενος τώρα εν αγαλλιάσει στις αιώνιες μονές, κοντά στον αγαπημένο του Κύριο, δεν παύει να πρεσβεύει και για εμάς, πολύ δραστικότερα και αποτελεσματικότερα από όσο ζούσε. Διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄Κορ. 13, 8).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΦΙΛΗΜΩΝ, ΑΡΧΙΠΠΟΣ, ΑΠΦΙΑ ΚΑΙ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

«Ο άγιος Φιλήμων, όπως και οι σήμερα μαζί του εορταζόμενοι άγιοι απόστολοι Απφία (σύζυγος μάλλον του Φιλήμονος), Άρχιππος (ίσως υιός του Φιλήμονος και της Απφίας)  και Ονήσιμος (δούλος του Φιλήμονος, που δραπέτευσε και τον έστειλε πίσω ως χριστιανό όμως ο απόστολος Παύλος),  έζησαν επί της βασιλείας του Νέρωνος και υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου. Μαρτύρησαν στην πόλη των Κολοσσών της Φρυγίας, κοντά στη Λαοδίκεια. Όταν δηλαδή οι ειδωλολάτρες εόρταζαν την Άρτεμη στο ναό της στις Κολοσσές, οι απόστολοι αυτοί δοξολογούσαν τον Θεό στην αγιοτάτη Εκκλησία, μαζί με άλλους χριστιανούς. Από έφοδο που έκαναν οι ειδωλολάτρες εκεί, οι χριστιανοί υποχώρησαν και κρύφτηκαν, έμειναν όμως οι απόστολοι μόνοι τους, μαζί με την Απφία που ήταν και αυτή πιστή χριστιανή, γιατί ποθούσαν το κατά Χριστόν μαρτύριο. Συνελήφθησαν λοιπόν και οδηγήθηκαν στον Ανδροκλέα, τον ηγεμόνα Εφέσου. Κτυπώνται λοιπόν  από αυτόν, και επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στο είδωλο που ονομαζόταν Μηνάς, ρίχνονται μέσα σε βόθρο μέχρι τη μέση τους. Στην κατάσταση αυτή λιθοβολούνται, αφού προηγουμένως κατατρυπήθηκαν από παιδιά με βελόνες».

Δύο αινιγματικά παράδοξα υπάρχουν στην ακολουθία του αγίου Φιλήμονος και των συν αυτώ αποστόλων, ποίημα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου. Πρώτον, το παράδοξο της ιστορικής ανακολουθίας, δεδομένου ότι, ενώ οι απόστολοι αυτοί προσήλθαν στην πίστη του Χριστού από τον απόστολο Παύλο, συνεπώς αρκετά χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου,  ο άγιος υμνογράφος τους παρουσιάζει  ως «αυτόπτας του Λόγου και μύστας των θαυμάτων αυτού», ανήκοντας μάλιστα στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου («και Μαθηταίς συντάξαντος Εβδομήκοντα»)∙ δεύτερον, το παράδοξο της πλήρους απουσίας αναφοράς στην επιστολή του αποστόλου Παύλου «Προς Φιλήμονα»: δεν φαίνεται λογικό η ακολουθία να έχει ως «αντικείμενο» κυρίως τον άγιο Φιλήμονα και να ελλείπει το πιο γνωστό ιερό κείμενο γι’ αυτόν, η συγκεκριμένη επιστολή που του απηύθυνε ο άγιος Παύλος. Λογική εξήγηση επί των παραδόξων αυτών δεν μπορούμε να δώσουμε, δεν βοηθά δε σ’ αυτό και η ίδια η ακολουθία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε ως προς το δεύτερο παράδοξο είναι ίσως η απόλυτη προτεραιότητα που δίνει ο άγιος Ιωσήφ στην ιεραποστολική δραστηριότητα του αποστόλου Φιλήμονος, στη δράση του ως κήρυκα του λόγου του Θεού, στη μέχρι θυσίας προσπάθειά του να ευαγγελισθεί τους ανθρώπους. Να υποθέσουμε ως προς το πρώτο ότι επίτηδες υποβαθμίζει τα ιστορικά στοιχεία, για να τονίσει την αμεσότητα σχέσης και των αποστόλων αυτών με τον ίδιο τον Κύριο – κάτι παρόμοιο ίσως με αυτό που κάνει η αγιογραφία, η οποία βλέπει παροντικά όλα τα γεγονότα, έστω κι αν είναι του παρελθόντος ή του μέλλοντος;

Εκείνο πάντως που είναι αδιαμφισβήτητο στην ακολουθία είναι το γεγονός ότι όντως το κύριο  μέλημα του υμνογράφου φαίνεται να είναι η κηρυκτική δράση των αποστόλων, και μάλιστα του αγίου Φιλήμονος. Επιμένει στη δύναμη των λόγων του, οι οποίοι  άρδευσαν τις καρδιές των ανθρώπων, ώστε να καρποφορήσουν ουράνια νοήματα («ρείθροις των σων λόγων, καρδίας κατήρδευσας και γεωργείν ουράνια, μάκαρ, νοήματα παρεσκεύασας πίστει, απόστολε Φιλήμον). Και τα ουράνια αυτά νοήματα δεν ήταν ασφαλώς άλλα από αυτά που οδηγούσαν τον πλανεμένο άνθρωπο στον δρόμο του ουρανού: την αγάπη για τον Χριστό. («Τας ουρανίους οδούς τοις πλανηθείσι χαλεπώς έδειξας, ως απλανής οδηγός, Φιλήμον, και μόνην την οδόν, Χριστόν αγαπήσαι, οσίως ωδήγησας»).    Τι συγκεκριμένα εκήρυσσε  ο απόστολος Φιλήμων, κατά τον ποιητή, ώστε να έχει τέτοια δύναμη ο λόγος του; Μα, ασφαλώς ό,τι αποτελεί διαχρονικό κήρυγμα της Εκκλησίας: την προβολή των Παθών του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. «Τα πάθη του Χριστού και την ανάστασιν κηρύττων, ανέστησας ως εκ τάφου απιστίας και νεκρώσεως τους ανθρώπους, Φιλήμον αξιάγαστε». (Κήρυττες τα πάθη του Χριστού και την Ανάστασή Του, Φιλήμον αξιοθαύμαστε, γι’ αυτό και ανέστησες σαν από τάφο της απιστίας και της νέκρωσης τους ανθρώπους). Δεν θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας αν ισχυριζόμασταν ότι στο σημείο αυτό έχουμε μία «αδιόρατη» προβολή του αποστόλου Παύλου ως διδασκάλου του Φιλήμονος: ο απόστολος Παύλος είναι ο κατεξοχήν «ζωγράφος» του κηρύγματος της Εκκλησίας, ως εξαγγελίας των Παθών και της Αναστάσεώς Του.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δεν μένει μόνον στο έργο του αγίου Φιλήμονος ως ευαγγελιστή των ανθρώπων. Αν ο λόγος του ήταν σαν λυχνάρι φωτεινό που άναβε το φως στις σβησμένες από την πλάνη καρδιές των ανθρώπων («Λόγον ως λύχνον φαεινόν επανάπτοντα τη ση καρδία φέρων, τους το πριν εσβεσμένους και εν σκοτία πολλή κειμένους αγνωσίας»), ήταν διότι ο ίδιος αγάπησε πολύ τον Κύριο, που πρώτος Αυτός μας αγάπησε («φιλήσας Χριστόν, τον φιλήσαντα βροτούς δι’ ευσπλαγχνίαν»), και διότι βεβαίως, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αγωνίστηκε στο να καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του και να γίνει έτσι θεόπτης. Κι είναι αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να μιλά για αγάπη προς τον Χριστό, έχοντας ρυπαρή καρδιά. Η αγάπη σ’  Εκείνον φυτρώνει σε έδαφος που έχει αποκαθαρθεί από τα ζιζάνια των παθών. «Νοός το οπτικόν ανακαθάραντες, της θείας ετύχετε θεοπτίας, και καρδίας επεστρέψατε πλανωμένας, προς γνώσιν, ιερώτατοι».