Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας εἶναι παραπάνω ἀπό σαφής καί
λειτουργεῖ ὡς φωτιά: «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ
κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Ὅποιος δέν βρίσκεται
στήν ἀδιάκοπη ἀκολουθία τοῦ Κυρίου, στό κυνηγητό θά λέγαμε τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν,
ἐκεῖνος αὐτομάτως μεταβαίνει στήν ἐνάντια θέση πρός Αὐτόν, γίνεται κυριολεκτικά
ἀντίχριστος – δέν ὑπάρχει ἐνδιάμεση κατάσταση! Ἀντίχριστος δηλαδή δέν εἶναι
μόνον αὐτός πού ἐν ἐπιγνώσει ἐναντιώνεται πρός τόν λόγο καί τό θέλημα τοῦ
Κυρίου, ὁ Πονηρός καί ὅλα τά ὄργανά του: οἱ συνειδητοί αἱρετικοί, οἱ ἐχθροί τῆς
πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ κατά καιρούς χλευαστές καί διῶκτες τῶν πιστῶν,
ἀλλά καί κάθε θεωρούμενος πιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐκτρέπεται εἴτε μέ τή
συμπεριφορά του είτε μέ τούς λόγους του είτε καί μέ τούς λογισμούς του ἀπό τήν ὁδόν
τοῦ Κυρίου, ἀπό τόν Ἴδιο δηλαδή καί τίς ἐντολές Του! Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
κάθε ὥρα καί στιγμή μας ἀποκαλύπτει ἄν εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀντιχρίστου! Ἴσως
δέν συνειδητοποιοῦμε ὅτι οἱ «ἐξετάσεις» γιά τή χριστιανοσύνη μας δίνονται ἀδιάκοπα
καί καθημερινά. Ὄταν ἡ Ἐκκλησία μας, στοιχώντας στόν λόγο τοῦ Κυρίου, προτρέπει
«καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ (τῇ ἑσπέρᾳ,
τῇ νυκτί) ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς» (ἀξίωσέ μας, Κύριε, αὐτήν τήν
ἡμέρα ἤ τήν ἑσπέρα ἤ τή νύκτα νά διαφυλαχθοῦμε ἀναμάρτητοι), δέν τό κάνει εἰκῆ
καί ὡς ἔτυχε. Ἔχει ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς παραπάνω πραγματικότητας: κάθε ὥρα
κερδίζουμε ἤ χάνουμε τόν Χριστό, κάθε στιγμή θησαυρίζουμε γιά τόν ἑαυτό μας ἤ
πλουτίζουμε κατά Θεόν.
Δέν εἶναι τυχαῖο γι’ αὐτό ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ὅχι μόνον βεβαίως, διαλαλεῖ «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ» (ὅποιος
νομίζει ὅτι στέκεται στήν πίστη ἄς προσέχει μήπως πέση), γιατί καιροφυλακτεῖ ὄχι
μόνο ὁ Πονηρός διάβολος πού κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ», ἀλλά πρώτιστα ὁ ὅλος
περίγυρός μας, ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα πού λέμε, μέσα στήν ὁποία κατ’ ἀνάγκη
βρισκόμαστε κι ἐμεῖς καί ἀναπνέουμε, πού σημαίνει ὅτι καί ἐπηρεαζόμαστε,
κατεξοχήν δέ τά ἴδια τά πάθη μας, τά ὁποῖα στόν κόσμο τοῦτο βρίσκονται ἄλλα
πρός καιρόν σέ λανθάνουσα κατάσταση, ἄλλα ὅμως σέ ἔξαρση καί πάνω στά ὁποῖα
δουλεύει βεβαίως ὁ Πονηρός. Ποῦ συνήθως ὁδηγεῖ ἡ ὅλη αὐτή κατάσταση παρά στήν
τυραννίδα όπως χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας «τῆς λήθης»; Σαν νά μᾶς
ἀποκοιμίζουν τά πάθη μας καί νά μᾶς ὁδηγοῦν ὕπουλα καί «γλυκά» ἐκεῖ πού
παραμένει ἀκοίμητος ὁ προαιώνιος ἐχθρός μας.
Ὁπότε ἀπαιτεῖται τό αὐτονόητο: ὁ διαρκής ἐπανευαγγελισμός
μας! Λόγω τοῦ εὔθραυστου τῆς φύσεώς μας. «Τά
αὐτά γράφειν ὑμῖν ἐμοί μέν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δέ ἀσφαλές» (Φιλ. 3, 1) θά πεῖ
καί πάλι ὁ μέγας ἀπόστολος. Γιατί ξέρει καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τό πόσο ἡ ἁμαρτία
βαρύνει τόν ἔσω ἄνθρωπο καί τόν καθιστᾶ ἀνίσχυρο. Καί χρειάζεται ἡ ἐπανάληψη, ἡ
διαρκής ὑπενθύμιση, ὁ διαρκής ἐμβαπτισμός μας στόν λόγο τόν Εὐαγγελικό, μέσα
στόν ὁποῖο πρέπει νά ἐντάξουμε καί τόν Πατερικό λόγο, τόν ὑμνολογικό, τά
συναξάρια τῶν ἁγίων, γιά νά παραμένουμε ξύπνιοι, νά παραμένουμε ὄρθιοι, νά
στεκόμαστε στήν πίστη, σάν τόν σχοινοβάτη πού παλεύει πάντοτε νά παραμείνει
πάνω στό σχοινί. «Ὀρθοδοξία ἐστίν τό ἀεί
σχοινοβατεῖν» ἄλλωστε κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, συνεπῶς ἡ νήψη καί ἡ ἐγρήγορση
- «νήψατε, ἀγρυπνεῖτε, γίνεστε ἕτοιμοι»
εἶναι οἱ διαρκεῖς προτροπές τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ἁγίων
μας - συνιστοῦν τά ἐχέγγυα γιά νά εἶναι
κανείς χριστιανός. «Προσέχετε ἑαυτοῖς,
λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν
αἱ καρδίαι εν κραιπάλῃ καί μέθῃ καί μερίμναις βιωτικαῖς, καί αἰφνίδιος ἐφ’ ὑμᾶς
ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη… Ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντί καιρῷ δεόμενοι…» (Λουκ. 21,
34.36).
Εἶναι πολύ ἀξιοσημείωτα ἐν προκειμένω τα λόγια τοῦ ἀγαπημένου νεωτέρου ἁγίου τῆς Ρωσικῆς καί σύμπασας Ἐκκλησίας Ἰωάννου της Κροστάνδης: «Λέγε συνεχῶς μέσα στήν καρδιά σου: ὁ Χριστός εἶναι Ἀγάπη. Ἔτσι θά ἀγαπᾶς ὅλους τούς ἀνθρώπους, θυσιάζοντας χάριν αὐτῆς τῆς Ἀγάπης ὅ,τι ἔχεις ἀκριβό, ἀκόμη καί τήν ἴδια σου τή ζωή» (Ἡ ἐν Χριστῶ ζωή μου). Μέ ἄλλα λόγια ὅλος ὁ ἀγώνας εἶναι νά διακρατηθοῦμε μέσα στή διαρκή μνήμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μας, κατά τό «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον», διότι καί ἡ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπό τήν ὅρασή Του θά σημάνει τήν ἔκπτωσή μας ἀπό Αὐτόν˙ ὄχι πάντα τή συγκλονιστική καί ἀπόλυτη, ἀλλ’ ἔστω καί τήν ἐλάχιστη, ἡ ὁποία ὅμως ἄν δεν προσεχθεῖ θά μᾶς συμπαρασύρει πράγματι στόν ὄλεθρο. «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» θά πεῖ καί ὁ ἄγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Πιό πολύ κι ἀπ’ τήν ἀναπνοή ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, γιατί χωρίς Θεό τί νά τήν κάνει κανείς καί τή ζωή; Εἶναι μία ζωή ἐν θανάτῳ.