30 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

 

«῏Ην δέ ᾽Ανδρέας...» (᾽Ιωάν. 1, 41)

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό εμβληματικές φυσιογνωμίες τῆς Εκκλησίας μας. Εἶναι ὁ πρωτόκλητος μαθητής τοῦ Κυρίου, εἶναι ὁ ἀδελφός τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἐκεῖνος πού προβάλλεται ἰδιαιτέρως στήν Ὀρθόδοξη Εκκλησία ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς πρωτόθρονης Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τά στοιχεῖα πού επισημαίνουμε νομίζουμε ὅτι ἐπιβεβαιώνουν τόν παραπάνω χαρακτηρισμό. 

1. Καταρχάς, πρίν ποῦμε ὁτιδήποτε γιά τήν  πνευματική πορεία του, θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας σχετίζεται ἰδιαιτέρως, περισσότερο ἴσως ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀποστόλους, μέ ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες. Τό ἴδιο τό ἑλληνικό ὄνομά του ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση. Κι ἴσως φαίνεται ὅτι γνώριζε, ὅπως καί ὁ ἄλλος μέ ἑλληνικό ὄνομα ἀπόστολος, ὁ Φίλιππος, τήν ἑλληνική γλώσσα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅταν προσῆλθαν ῞Ελληνες ὀλίγον πρό τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου στόν Φίλιππο, προκειμένου νά τοῦ ζητήσουν νά δοῦν τόν Διδάσκαλό τους, στόν ᾽Ανδρέα ἀπευθύνθηκε ὁ Φίλιππος καί ἐκεῖνος στόν ᾽Ιησοῦ, γιά νά ἀκουστεῖ τό μεγαλειῶδες ῾ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου᾽.  ῞Οπως τό σημειώνει καί ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: ῾Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα᾽. Κι ἀκόμη περισσότερο: μετά πολλές ἱεραποστολικές ὁδοιπορίες, ὁ ᾽Ανδρέας κατέληξε στήν ᾽Αχαΐα, κι ἰδίως στήν Πάτρα, ὅπου ὄχι μόνο κήρυξε ἀλλά καί παρέδωσε ἐκεῖ μέ μαρτυρικό θάνατο τήν ἁγιασμένη του ψυχή. Ξεχωριστή σχέση λοιπόν μέ τούς ῞Ελληνες ὁ θεωρούμενος ἁπλός ψαράς, στήν πραγματικότητα ὅμως σοφός, ὀλιγόλογος, βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας ἅγιος ᾽Ανδρέας.

2. Καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας ὁ πρωτόκλητος ἀπόστολος καί μαζί μέ τόν ἀδελφό του πρωτοκορυφαῖο καί πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο ὑπῆρξε πρῶτα μαθητής τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου κι ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μετά τήν ᾽Ανάληψη ᾽Εκείνου κι ἰδίως μετά τήν πλήρωση τοῦ ᾽Ανδρέα ἀπό τό πυρφόρο Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς τόν βλέπουμε νά κηρύσσει καί νά θαυματουργεῖ στή Βιθυνία, στόν Εὔξεινο Πόντο, στίς περιοχές τοῦ Βυζαντίου, στή Θράκη, στή Μακεδονία, στήν Ἤπειρο, στήν ᾽Αχαΐα. Στήν ᾽Αχαΐα μάλιστα παρέμεινε ἐπ᾽ ἀρκετόν καί ἐκεῖ θεράπευσε μεταξύ ἄλλων τή Μαξιμίλλα, σύζυγο τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπάρχου Αἰγεάτη. ῾Ο Αἰγεάτης ἦταν ἐκεῖνος μάλιστα πού ἐπειδή ἡ γυναίκα του πίστεψε στόν Χριστό ὁδήγησε στά βανιστήρια καί στό τελικό μαρτύριο τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κατά πῶς τό ἀναφέρει καί πάλι ὁ Κόντογλου: ῾Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ…Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστή μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια᾽. Γι᾽ αὐτό εἶναι εὐνόητο πού ἡ  Πάτρα καυχᾶται, γιατί ὄχι μόνο τά χώματά της ἁγιάσθηκαν ἀπό τό τίμιο αἷμα τοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί κατέχει, μετά ἀπό πολές περιπέτειες βέβαια, τμῆμα ἀπό τήν κάρα του καί τόν ἅγιο σταυρό του.

3. Δέν χρειάζονται πολλά λόγια γιά τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κάποια καίρια στοιχεῖα ὅμως πρέπει νά ἐπισημανθοῦν:

(1) ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος ὑπῆρξε ὅπως εἴπαμε βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας. Ψαράς στό ἐπάγγελμα ἀλλά μέ μεγάλο πόθο νά βρεῖ ἀπαντήσεις γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. Μαθητής τοῦ ἁγίου Προδρόμου μελετᾶ τόν Νόμο καί τούς προφῆτες, κι ὅταν ὁ δάσκαλός του ὑποδεικνύει τόν Μεσσία πού ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἐγκαταλείπει τόν ᾽Ιωάννη γιά νά ἀφοσιωθεῖ ἔκτοτε στόν Κύριο τῆς ζωῆς του. Στόν πρῶτο πού κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο ἐπισημαίνουμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅποιος μέ γνησιότητα ἀναζητεῖ αὐτήν, τήν ἀλήθεια, θά βρεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῾κυνηγός᾽ τῆς ὕπαρξής του, ὁ ῾Οποῖος τοῦ διανοίγει τά πνευματικά ὦτα γιά Τόν ἀκούσει. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽.

(2) ῾Ο ἀπόστολος διακατείχετο ἀπό τόλμη, καρπό τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων. Δέν διστάζει νά γίνει μαθητής τοῦ ἀσκητικοῦ καί αὐστηροῦ ᾽Ιωάννη, δέν διστάζει καί νά τόν ἀφήσει γιά νά ἀκολουθήσει τόν ῾ἄγνωστο᾽ Δάσκαλο, δέν διστάζει νά ἐπιμείνει στήν ἀκολουθία ᾽Εκείνου, ἔστω καί μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Στόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα διαπιστώνουμε λόγω καί τῆς παρουσίας πιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅ,τι διεκήρυξε ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: ῾οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽.

(3) ῾Ο ἅγιος ᾽Ανδρέας ἀπαρχῆς νιώθει τήν ἀνάγκη νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. ῎Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς – αὐτό θά ἔλθει ἀρκετά ἀργότερα - ἀλλά πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς κατάθεσης τῆς ἐμπειρίας ἀπό τή συνάντηση μαζί Του. Καλεῖται ἀπό τόν Κύριο κι εὐθύς σπεύδει νά προσκαλέσει καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο. Τήν προσωπική του χαρμόσυνη ἐμπειρία θέλει νά τή μοιραστεῖ, κι ὁ πρῶτος γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ ἀδελφός του. ῞Ολη ἡ μετέπειτα ζωή του βεβαίως συνιστᾶ τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης του αὐτῆς, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί τήν ὑπακοή του στόν Κύριο καί Διδάσκαλό Του. ῾Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε περί ἐμοῦ᾽. ῾Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς᾽.

(4) Κι ἀκριβῶς καί στόν ἅγιο ᾽Ανδρέα ἐπισημαίνουμε τόν πνευματικό νόμο ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως στόν Χριστό ὡς κατάθεσης ἐμπειρίας συνυπάρχει συνήθως καί μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. ῾Ο Κύριος ῾ἔδεσε᾽ τίς δύο αὐτές συνιστῶσες τῆς ἀκολουθίας Του: ὅποιος Τόν ἀκολουθεῖ καί τόν ἐξαγγέλλει, ὁ ἴδιος καί θά γεύεται τόν καρπό: τή φονική διάθεση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί του. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. Κι αὐτό βεβαίως θά εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάστασή του, ὅπως καί ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μπορεῖ νά προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος. 

῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ᾽Ανδρέα ἀποτελεῖ παράδειγμα καί γιά μᾶς. ῞Οπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλοῦσε σέ μίμηση τῆς ζωῆς του - ῾μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ᾽ - τό ἴδιο καλεῖ καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἀπόστολος ᾽Ανδρέας. Πού σημαίνει: δέν πρέπει νά αὐταπατόμαστε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί χωρίς καθ᾽ ἡμέραν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ πρός συνάντησή Του – τό νά βρίσκουμε τόν Χριστό, κατά τούς Πατέρες μας, εἶναι τό ῾ἀεί ζητεῖν Αὐτόν᾽ -, χωρίς παράλληλα μαρτυρίας ᾽Εκείνου πρωτίστως ἔργῳ καί ὕστερα λόγῳ, ὅταν μᾶς ζητεῖται κάτι τέτοιο, χωρίς ἑτοιμότητα θυσίας καί τῆς ζωῆς μας γι᾽ Αὐτόν. 

29 Νοεμβρίου 2023

Ανακοινωθέν Ι.Μ.Πειραιώς: «Ο ΠΑΝΟΣΙΟΛ. ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ κ. ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΙ Η “ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΣ ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ”»

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

«φῶς μέν μοναχοῖς  ἄγγελοι, φῶς δέ πάντων ἀνθρώπων μοναχική πολιτεία»

(Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, Κλίμαξ, ΚΣΤ΄, PG  88, 1020D)

«Ο ΠΑΝΟΣΙΟΛ. ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ κ. ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΙ Η “ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΣ ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ”».

Υψίστη αρετή είναι η ευγνωμοσύνη και ιδίως εντός του Σώματος της Εκκλησίας.  Δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονείται ότι η βασική κακία των πρωτοπλάστων ήταν η αγνωμοσύνη στον Οικειότατο Δημιουργό τους, που οδήγησε στην τραγική τους πτώση.

Ευγνωμόνως, λοιπόν, εκ προσώπου του ευαγούς Κλήρου και του φιλοχρίστου Λαου της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, εκφράζουμε θερμότατες ευχαριστίες στον Πανοσιολ. Καθηγούμενο της Ιεράς Μεγίστης Μονης Βατοπαιδίου, κ. Εφραίμ και την περί αυτόν Αδελφότητα, για τις υπεροχικές και δυναμικές ευεργεσίες τους στην επιτέλεση του Ευαγγελικού και κοινωφελούς έργου στο μεγάλο Λιμάνι.

Αυτές οι ευεργεσίες καταδεικνύουν τον φιλόχριστο και ευσυμπάθητο Καθηγούμενο Εφραίμ σαν υλικό και πνευματικό σιτοδότη μέσα στην αυχθμηρή «έρημο» των μεγαλουπόλεων, όπως είναι ο Πειραιάς.  Αναλύονται δε στην συνεχή προσφορά τροφίμων για τους ενδεείς και εμπεριστάτους που από όλη την Γη φτάνουν στο μεγάλο λιμάνι, στην παροχή υποτροφιών για παιδιά πολυτέκνων και απόρων οικογενειών, στην ενίσχυση του παιδαγωγικού και κοινωφελούς έργου των Εκπαιδευτηρίων της Ιεράς Μητροπόλεως, που ως Ίδρυμα της Εκκλησίας, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος προσφέρει ελληνορθόδοξη παιδεία στην διάδοχη γενιά.  Αλλά, το σημαντικότερο είναι η δωρεά Ιερών Εικόνων της Υπεραγίας Θεοτόκου, πολυτιμήτων σεβασμάτων καθώς και του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, που ευλογούν και αγιάζουν στην πεισιθάνατη και δαιμονική εποχή μας τις ταραγμένες συνειδήσεις και εμπνέουν δύναμη για την υπέρβαση κάθε δαιμονικού περιπαίγματος.

Οι Ιερές Εικόνες, αντίγραφα των τεθησαυρισμένων στο Ιερό Παλλάδιο της Ορθοδοξίας, το Αγιώνυμον Όρος  Άθω, αγιάζουν τους αγωνιζομένους στο πολύβουο κόσμο μας και τους ενώνουν με τα εικονιζόμενα πανάγια Πρόσωπα, της Θεοτόκου και του Κυρίου, γιατί πίστη της Εκκλησίας είναι, Συνοδικά διακηρυγμένη, ο λόγος του Οικουμενικού Πατρός, Μεγάλου Βασιλείου «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει».

Στη Ι. Μητρόπολη Πειραιώς δώρισε την πολυτίμητον αργυρο-επενδεδυμένη Εικόνα της Παναγίας Παραμυθίας, που ενθρονίστηκε στον Ι.Ναό Αγ. Βασιλείου Πειραιώς, δίπλα στο «Ογκολογικό Νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ», προς παραμυθία και ενίσχυση των από την φοβερά νόσο του καρκίνου δοκιμαζομένων. Εκατοντάδες πιστοί καθημερινά προστρέχουν στην χάρη της και εκζητούν την μεσιτεία της και την θεραπεία τους.  Δώρισε ακόμα την πολυτίμητον χρυσο-επενδεδυμένη Εικόνα της Παναγίας Βηματαρίσσης, στον Ι.Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, όπου κατά την παννυχίδα της 24ης προς 25η Μαρτίου 1929 προς τιμήν της Θεοτόκου, η Πανάχραντος ενεφανίσθη σωματικώς, όπως ακριβώς στον Ναό των Βλαχερνών κατά την ιερά οπτασία του Αγίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού, γεγονός που διεκήρυξαν οι παριστάμενοι πιστοί και εγράφη στον ημερήσιο τύπο της εποχής (εφημερίδες «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», «ΑΙΩΝ», «ΣΚΙΠ»).  Το δε αντίγραφο του Τιμίου και Ζωοποίου Σταυρού, το εδώρισε στον Μητροπολιτικό Ι.Ναό Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης Πειραιώς, προς διηνεκή προσκύνησιν των πιστών, στον Ναό της Αγίας Αυγούστης Ελένης που ανεύρε τον Ζωοποιόν Σταυρόν.

Αυτές όμως τις συνεχόμενες δωρεές, πολυτιμήτων Ιερών Εικόνων και ιερών σεβασμάτων τις προσφέρει αφειδώλευτα σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, γιατί αποτελεί υψίστη πράξη αγάπης, προσευχής και μέριμνας για την πνευματική ευστάθεια και τον καταρτισμό και αγιασμό των μελών της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, της οποίας Κεφαλή είναι ο Χριστός και μέλη Της όλοι οι βεβαπτισμένοι Ορθοδόξως στο όνομα της Παναγίας Τριάδος.

Ως πνευματικό έκγονο του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Ιωσήφ του Ησυχαστού με εκπληκτικής σοφίας και εξαιρέτου δυνάμεως έργα, ανεκαίνισε μεγαλειωδώς τα 35.000 τ.μ. του Μοναστικού του Καθιδρύματος, της Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου, και ανέδειξε με απέραντο σεβασμό στο σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Γεραρόν Πατριάρχην του Γένους των Ελλήνων, κ.κ. Βαρθολομαίον, την διαχρονική προσφορά του αγιορείτικου μοναχισμού στην πνευματική ευστάθεια του Χριστωνύμου λαού του Θεού.  Συνεχή συνέδρια, μοναδικές σε καλαισθησία και πνευματικότητα εκδόσεις, ιεραποστολικές και αντιαιρετικές εκστρατείες, συγκροτούν ένα τεράστιο ποιμαντικό έργο που πηγάζει από μία παλλομένη από αγάπη προς τον Χριστό καρδιά, η οποία συντονίζει προς αυτήν την  μοναδική αγάπη και τις καρδιές των ανά την Ορθόδοξον Οικουμένη πνευματικών του τέκνων.  Γι’ αυτό και δεν είναι ανερμήνευτο ότι η μοναχική του αδελφότητα αποτελείται από 150 μεμορφωμένους και νέους πατέρες, οι οποίοι επιτελούν μετά πολλής επιγνώσεως την ηρωική τους «έξοδο» προς την Μέλλουσαν Πόλιν.

Ταπεινώς ευχαριστούντες εν ευγνωμοσύνη πολλή τον πολιόν Καθηγούμενον και ευεργέτην της Αγίας μας Εκκλησίας, Πανοσιολ. Αρχιμ. κ. Εφραίμ, κατανοούμεν ευχερώς ότι τον συνέχει ο πόθος του θείου Αποστόλου των Εθνών, Παύλου, διά την μέριμνά του υπέρ πασών των Εκκλησιών, (Β΄ Κορ. 11,28) και δι’ αυτό αποβαίνει μιμητής του στις έσχατες ημέρες μας.

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟ-ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».

Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».

Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.

Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν - προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»). 

Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,... κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.

Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε: «Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο». Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν  στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του».

Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό –, με άλλα λόγια δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, («δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση»),  αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο  που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό  Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα θα το έκανε.

Ο άγιος υμνογράφος κινείται μ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον  ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί».

Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους». Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα: λιγότερα λόγια και περισσότερο προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.

28 Νοεμβρίου 2023

ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Ι. Λείψανα των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης από την Μυτιλήνη, στον Μητροπολιτικό Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Πειραιώς.

Με λαμπρότητα και με τις δέουσες τιμές η πόλη του Πειραιά υποδέχθηκε σήμερα Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023 Ιερά Λείψανα των Αγίων  Νεοφανών Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, εκ της Ιεράς Μονής Αγίου Ραφαήλ Θέρμης, της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου.

Τα Ιερά Σεβάσματα κόμισε ο εκπρόσωπος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ.Ιακώβου, Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Πρόχορος και τα υποδέχθηκε, επικεφαλής κλήρου και λαού της τοπικής μας Εκκλησίας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ, έμπροσθεν του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Αφού τελέστηκε Δέηση, τα Ιερά Λείψανα των Αγίων μεταφέρθηκαν εν πομπή και τέθηκαν προς προσκύνηση των πιστών, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Πειραιώς, όπου εψάλη Πανηγυρική Δοξολογία.

Στην σύντομη προσλαλιά του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ, Δοξολογώντας τον Πανάγιο Θεό μας, εξέφρασε την βαθύτατη συγκίνησή του και την ιδιαίτερη τιμή και χαρά για την παρουσία των Νεοφανών Αγίων «Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, των εν Λέσβο αθλησάντων κατ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια της Οθωμανικής κατακτήσεως της μαρτυρικής και πονεμένης μας πατρίδας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.

Ευχαριστώντας θερμά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κ.Ιάκωβο, υπογράμμισε με έμφαση πως «οι Άγιοι Νεοφανείς Νεομάρτυρες, των οποίων τα ιερά Λείψανα πλουτίζουν την ιστορική Μητρόπολη Μυτιλήνης και την νήσο της Λέσβου, πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της πίστεως». «Συγκινούμαστε βαθύτατα, αλλά και εμπνεόμαστε από το μεγάλο μήνυμα Αναστάσεως το οποίο μας κόμισαν πέντε αιώνες μετά την μαρτυρική τους άθληση», επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας: «Με τους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη και τους άλλους συναθλήσαντας, η Ζωή εκ των τάφων ανέτειλε και πιστοποίησε η Ζωή που είναι ο Χριστός δια των Αγίων Νεομαρτύρων, ότι δεν υπάρχει θάνατος, ότι δεν υπάρχει τέλος, αλλά ότι είμεθα πλασμένοι αθάνατοι και ότι έχουμε αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη ευλογία: να είμεθα μέλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Της Εκκλησίας της Αναστάσεως».

Σε άλλο σημείο ο Σεβασμιώτατος σημείωσε πως αν και την παρουσία των Αγίων την «είχε καλύψει η λήθη του χρόνου», ως βοτάνη εκ της γης ανέτειλαν τα ιερά τους Λείψανα και οι θαυμαστές οπτασίες του Αγίου Ραφαήλ και του Αγίου Νικολάου του Διακόνου και της Αγίας Ειρήνης και των άλλων μαρτυρησάντων, καθορίζουν πλέον τη ζωή μας. Εμπνέουν και οδηγούν την πορεία του βίου μας, διότι εφόσον εκείνοι ζουν μετά τον θάνατό τους και εμείς θα ζήσουμε». Το μήνυμα της Εκκλησίας μας ότι «η Ανάσταση είναι το αιώνιο μέλλον μας και η αληθής προοπτική μας, γίνεται για όλους μας εφαλτήριο για τον πνευματικό μας αγώνα», πρόσθεσε.

Αναφερόμενος στον θαυμαστό τρόπο ανευρέσεως των Ιερών Λειψάνων των Αγίων κατόπιν δικής τους υποδείξεως, υπογράμμισε πως «αισθάνεται κανείς πραγματικά να συντρίβεται ο ορθολογισμός, το αθεϊστικό δαιμονικό περίπαιγμα, η όποια δήθεν αυτοθέωση και αυτοδυναμία του παραπαίοντος κόσμου μας και να ζούμε το θαύμα της Αναστάσεως και της αιωνίου πνευματικής διαστάσεως του ανθρωπίνου προσώπου».

Τέλος, ευχαριστώντας για μία ακόμη φορά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κ.Ιάκωβο και τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π.Πρόχορο, ευχήθηκε, με την βοήθεια των Αγίων, «να αντλούμε δύναμη για τον πνευματικό μας αγώνα».

«Έχουμε γεννηθεί για να είμεθα αθάνατοι. Για να υπάρχουμε με το Θεό». «Αγωνιζόμεθα εδώ, αλλά η ζωή μας ευρίσκεται και ολοκληρώνεται στην αιώνια ζωή του Παναγίου Κυρίου μας προς την οποία όλοι μεταβαίνουμε εκόντες άκοντες. Για αυτό ας πάρουμε θάρρος και δύναμη από τους μεγαλομάρτυρες της πίστεώς μας, οι οποίοι έγιναν μιμητές του Χριστού και βάδισαν τον ίδιο δρόμο του Γολγοθά», επεσήμανε καταλήγοντας.

Ο Σεβασμιώτατος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, πρόσφερε στον π.Πρόχορο, ως ελάχιστο αντίδωρο ευχαριστίας, έναν επιστήθιο Σταυρό.

Ακολούθως, ο Προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Πειραιώς, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Παναγιώτου, αναφέρθηκε στο πρόγραμμα των Λατρευτικών Εκδηλώσεων που θα τελούνται έως τις 4 Δεκεμβρίου που θα παραμείνουν τα Ιερά Σεβάσματα προς προσκύνηση στον Μητροπολιτικό μας Ναό και στην συνέχεια τελέστηκε η Ακολουθία του Εσπερινού.

ΜΗΠΩΣ ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΣΤΟΝ… ΥΠΝΟ ΜΑΣ;

«Εκείνος που αγαπά τον Κύριο, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξη του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθεί ανθρώπους που καταλαλούν. Θα φύγει δε μακριά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος που λέγει ότι αγαπά τον Κύριο και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, μοιάζει με εκείνον που τρέχει στον ύπνο του!» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. λ΄ 15).

Μάλλον δεν πρέπει να σπεύδουμε να ομολογούμε την αγάπη μας στον Θεό! Γιατί μπορεί να εκτεθούμε… ανεπανόρθωτα! Ο όσιος μας θυμίζει: η αγάπη μας στον Θεό μετριέται μόνο από την αγάπη μας στον συνάνθρωπο. Που σημαίνει: όση αγάπη τρέφουμε στον συνάνθρωπό μας, τόση αγάπη τρέφουμε και στον Θεό. Ποιον συνάνθρωπο όμως; Όχι ασφαλώς τον φίλο και τον αδελφό μας, οι οποίοι στέκονται εξίσου με εμάς φιλάδελφα απέναντί μας. Τον συνάνθρωπο που είναι ίσως ο «κακός» γείτονάς μας, ο «ενοχλητικός» συνάδελφός μας, το «σκληρό» αφεντικό μας, ο «τεμπέλης» υπάλληλός μας, ο υβριστής μας ή αυτός που μας αδίκησε και μας αδικεί! Στη στάση μας απέναντι σ’ αυτούς πρώτιστα θα μετρήσουμε την αγάπη μας και στον Θεό. Κι ίσως τότε θα σκύψουμε τα μάτια από ντροπή! Γιατί μπορεί να μη δούμε όχι τη ζητούμενη από τον Χριστό αγάπη μέσα μας, αλλ’ ούτε καν το ίχνος της! Κι ακόμη χειρότερα: μπορεί να δούμε κι ένα μίσος και μια έχθρα, φανερή ή αφανή, να μας κατατρώγει τα σωθικά! Τότε θα ξέρουμε: όχι μόνο δεν αγαπάμε τον Θεό, αλλά Τον… μισούμε, έστω κι αν θεωρητικά Τον λατρεύουμε! «Απόδειξη της αγάπης στον Θεό είναι η αγάπη στον αδελφό»!

Ο όσιος δεν λέει δικά του πράγματα. Μεταφέρει τον αποκαλυπτικό λόγο της αγίας Γραφής, βεβαιωμένο ασφαλώς και από τη δική του αγία εμπειρία. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος δεν είναι εκείνος που τονίζει εν Πνεύματι ότι «όποιος πει ότι αγαπώ τον Θεό αλλά μισώ τον συνάνθρωπό μου είναι ψεύτης;» Για να προσθέσει: «εάν δεν αγαπάς τον συνάνθρωπό σου που τον βλέπεις με τα μάτια σου, πώς θα αγαπήσεις τον Θεό που είναι αόρατος;» Αλλά και ο άγιος ευαγγελιστής καταθέτει τελικώς τη μαρτυρία του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού: «Εάν αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσιν. Πλην, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε υπέρ των διωκόντων και επηρεαζόντων υμάς». Ο λόγος είναι απόλυτος, γιατί είναι ο λόγος ακριβώς του Θεού. Δεν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες.

Κι ο όσιος Ιωάννης μας δίνει και άλλα αποδεικτικά, για να μην τρέφουμε και πάλι αυταπάτες: λες ότι αγαπάς τον Θεό; Για κοίτα το θέμα της κατάκρισης και της οργής απέναντι στον συνάνθρωπό σου. Όχι μόνο δεν πρέπει να κατακρίνεις τον πλησίον σου, αλλ’ ούτε καν να ακούσεις λόγο κατακρίσεως γι’ αυτόν από άλλον: φύγε σαν από φωτιά! Και μη νευριάζεις και οργίζεσαι μαζί του! Αν το κάνεις, πορεύεσαι την πνευματική ζωή, όσο πορεύεσαι… κοιμώμενος!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 715, από γονείς ευσεβείς, τον Ιωάννη και την Άννα. Ασκήθηκε από τη νεότητά του στη μονή του αγίου Αυξεντίου, που ήταν στη Βιθυνία. Η μονή βρισκόταν σε υψηλό τόπο, που ονομαζόταν Βουνό του αγίου Αυξεντίου. Έγινε ηγούμενος των μοναχών εκεί. Η φήμη των πνευματικών του αγώνων ακούστηκε παντού και η ευωδία των αρετών του οδήγησε πολλούς σ’  αυτόν. Απέθανε με μαρτυρικό θάνατο λόγω της προσκύνησης των αγίων εικόνων, επί Κωνσταντίνου του καλουμένου Κοπρωνύμου. Προ του μαρτυρικού τέλους του, ο Κοπρώνυμος τον κατεδίκασε επί ένδεκα μήνες σε δεσμά και φυλακές. Έπειτα διέταξε και τον έσυραν κατά γης και τον λιθοβόλησαν σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, εξ ου και επονομάστηκε νέος Στέφανος. Τον κτύπησαν στη συνέχεια με ξύλο στα μηνίγγια και αφού του συνέτριψαν το κεφάλι, άφησε το πνεύμα του το 767».

Ο όσιος Στέφανος οδηγήθηκε στο μαρτύριο λόγω της επιμονής του στην ορθόδοξη πίστη, που την εποχή εκείνη (8ος αι.) φανέρωνε την αλήθεια της με την αποδοχή των εικόνων («μαρτύρησε γιατί σεβόταν την εικόνα του Χριστού και όλων των αγίων»). Ήταν από εκείνους που κατεξοχήν με την πράξη της ζωής του συνέβαλε στη στερέωση του ορθοδόξου φρονήματος – μη ξεχνάμε ότι η εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα χριστολογική αίρεση, δηλαδή αμφισβητούσε την αληθινή εικόνα του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – γι’  αυτό είχε και ο ίδιος εικόνες: του Κυρίου, της Παναγίας, των άλλων αγίων, τις οποίες, όπως είπαμε, σεβόταν, ασπαζόταν, προσκυνούσε, απονέμοντας βεβαίως τιμητική προσκύνηση σ’ αυτές. Ένας ύμνος μάλιστα του υμνογράφου μας αποδίδει «ζωγραφικά» τη στάση του οσίου απέναντι στις εικόνες. Ο όσιος γονατιστός προφανώς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας, τον Οποίο βαστάζει στην αγκαλιά της, κατασπάζεται ένδακρυς Εκείνη και τον Υιό Της, προσευχόμενος να δώσουν λύση στο πρόβλημα που ταλάνιζε την Εκκλησία και νιώθοντας αισθητά τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία τον ενδυνάμωνε να βδελυχθεί το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβούς βασιλιά, συνεπώς και να δώσει και την ίδια τη ζωή υπέρ της αληθούς πίστεως. «Επειδή ασπαζόσουν τη σεπτή εικόνα του Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του, μακάριε, βδελύχθηκες το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβή βασιλιά, με τη δύναμη του Θείου Πνεύματος».

Η περιγραφή του υμνογράφου εν προκειμένω γίνεται σημείο προσανατολισμού. Στο κάθε πρόβλημα, δικό μας ή των άλλων, η προσευχητική στάση μας μπροστά στην εικόνα του Κυρίου και της Παναγίας μας είναι το κατεξοχήν όπλο μας. Η προσευχή αυτή, ενδυναμούμενη και από την προσπάθεια εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας, μας οδηγεί στη διέξοδο των προβλημάτων μας. Κι η σπουδαιότερη διέξοδος τις περισσότερες φορές είναι η από τον Κύριο προσφορά της χάρης της υπομονής, ώστε να αντέχουμε τα προβλήματα.