22 Φεβρουαρίου 2024

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ

«Στα χρόνια του βασιλιά Αρκαδίου, όταν ο αγιότατος Θωμάς πατριάρχευε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκαν τα άγια λείψανα των μαρτύρων κάτω από τη γη, και αμέσως τα πήρε ο αρχιερέας με πολύ σεβασμό. Δόθηκε τότε και μεγάλη βοήθεια από τους αγίους, διότι θεραπεύτηκαν ακόμη και ανίατα νοσήματα. Μετά την  παρέλευση πολλών χρόνων, από θεία φανέρωση, αποκαλύφθηκε σε κάποιο καλλιγράφο κληρικό, που λεγόταν Νικόλαος, ότι μερικά από τα πολλά λείψανα είναι του Ανδρονίκου και της Ιουνίας, για τους οποίους κάνει λόγο ο θείος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή».

Δεν παύει η Εκκλησία μας να κηρύσσει αδιάκοπα την πίστη της περί της δυνάμεως των λειψάνων των αγίων της, δεδομένου ότι αυτά φέρουν τη χάρη του Θεού που είχαν ο άγιοι ενόσω ζούσαν. Διότι ο άνθρωπος στέκεται ενιαία, ως ψυχοσωματική οντότητα, απέναντι στον Θεό, που σημαίνει ότι η δόξα του Θεού ζώντας στην αγιασμένη ψυχή του αγίου μεταγγίζεται και στο άγιο σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί θεωρούμε ότι τα άγια λείψανα αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πίστεώς μας, που μας καθιστούν ζωντανό και παρόντα ανάμεσά μας τον άγιο, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή. Την αλήθεια αυτή τονίζει και σήμερα η υμνολογία της Εκκλησίας μας, με την εύρεση των τιμίων λειψάνων των σήμερα εορταζομένων μαρτύρων. Σ’ ένα από τα στιχηρά για παράδειγμα του εσπερινού διαβάζουμε: «Οι για πολλούς χρόνους κρυμμένοι καλλίνικοι μάρτυρες τώρα φανερώθηκαν, σαν πολύτιμος θησαυρός, καταπλουτίζοντας τη βασιλίδα όλων των πόλεων». Στην τρίτη ωδή μάλιστα του κανόνα βλέπουμε όλο το σκεπτικό της Εκκλησίας μας για τα λείψανα: Οι άγιοι με πόθο για τον Χριστό ακολούθησαν το εκούσιο πάθος Του, ζώντας συσταυρωμένοι με Αυτόν. Έτσι άντλησαν τη χάρη από την πηγή Εκείνου, οπότε η χάρη αυτή ευρισκομένη και στα λείψανά τους απαστράπτει και προσφέρει το φως των ιαμάτων σε καθέναν που τα προσεγγίζει με πίστη. Τα θαύματα δηλαδή που επιτελούνται μέσω των αγίων λειψάνων αποτελούν την επιβεβαίωση περί της ενεργείας του Θεού σ’ αυτά. Ακόμη και το άγγιγμά τους ή λίγη από τη σκόνη τους εκλύει πηγές θαυμάτων για τους πιστούς. «Και λίγη σκόνη από το σώμα των αθλοφόρων αναβρύει με τη χάρη του Θεού πηγές θαυμάτων» (στιχηρό εσπερινού).

Στον οίκο του κοντακίου ο άγιος υμνογράφος προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας προσφέρει μία εικόνα για τα τίμια λείψανα των αγίων, που παραπέμπει στη μεγαλοφυή εικόνα που συνέλαβε για την ελευθερία ο εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός και κατέγραψε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τμήμα του οποίου αποτέλεσε και τον εθνικό ύμνο της πατρίδας μας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη (η ελευθερία) των Ελλήνων τα ιερά».  Ο Διονύσιος Σολωμός μπορεί να επηρεάστηκε για να συλλάβει την πολύ όμορφη αυτή εικόνα και από τη γνωστή προφητεία περί της ζωογονήσεως των οστών του προφήτη Ιεζεκιήλ (κεφ. 37) – που τη διαβάζουμε στην Εκκλησία μας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μετά την επιστροφή του επιταφίου, ως προαναγγελία της πίστεως στην ανάσταση εκ νεκρών του Χριστού και των σωμάτων των ανθρώπων – όμως και ο υμνογράφος σήμερα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος: βλέπει ότι η ορθοδοξία αναδύεται ως ρόδινη οσμή μέσα από τα λείψανα αυτά των αγίων. Με άλλα λόγια, όπως η ελευθερία για τον εθνικό μας ποιητή είναι καρπός θυσίας των Ελλήνων – έπεσαν στις μάχες οι Έλληνες και έμειναν μόνον τα κόκκαλά τους – κατά τον ίδιο τρόπο και η ορθόδοξη πίστη δεν είναι θέμα λόγων και μελετών, νοησιαρχιακών θεωριών, αλλά καρπός ολοκαυτωμάτων, εκεί δηλαδή που οι άγιοι δίνουν τη ζωή τους χάριν της πίστεως στον Χριστό. «Σαν ρόδα που ανθοφορούν ανάμεσα στ’ αγκάθια τα λείψανά σας, πηγάζετε στον κόσμο, ένδοξοι σεπτοί μάρτυρες, την οσμή της ορθοδοξίας».

Σπάνια μία εικόνα έχει τόση δύναμη, που να φανερώνει διά μιας το τι είναι η ορθοδοξία. Σαν να μας λέει και πάλι ο υμνογράφος: η Ορθοδοξία, ως Ορθόδοξη Εκκλησία εννοείται, είναι ποτισμένη από το αίμα πρώτα του αρχηγού της Κυρίου Ιησού, έπειτα κι από το αίμα των ακολούθων Του αγίων μαρτύρων, είτε του φυσικού αίματός τους είτε του αίματος της συνειδήσεως. «Με τη λάμψη και την καθαρότητα των καλλονών των αρετών σας, στολίσατε το ένδυμά σας, που κοκκίνισε από τα μαρτυρικά αίματά σας» (ωδή δ΄). Γι’ αυτό και πάντοτε παραμένει αήττητη, κατά τον αψευδή λόγο άλλωστε του Κυρίου μας, ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Τη δύναμη της Εκκλησίας διά των αγίων μαρτύρων επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ύμνων η ακολουθία και με τον εξής ύμνο: «Οι αθλητές της δόξας του Χριστού με τους οχετούς των αιμάτων τους αποξήραναν τους ποταμούς της ειδωλομανίας και αποτέφρωσαν τη φωτιά του αθέου προστάγματος. Από την άλλη, πότισαν πλούσια κάθε καρδιά που αναβοά με πίστη: Ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούτε, εις  τους αιώνας» (ωδή η΄).

21 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ο ΕΝ ΣΥΜΒΟΛΟΙΣ

«Αυτός ο μακάριος ακολούθησε τον μοναχικό βίο από νεαρή ηλικία και εξαφάνισε τα σκιρτήματα των παθών με την πολλή εγκράτεια και τη δυνατή προσευχή. Έφτασε σε επίπεδα απαθείας και φάνηκε δοχείο του Αγίου Πνεύματος, μένοντας παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής του και στην ψυχή και στο σώμα. Ουδέποτε θέλησε να δει γυναίκα. Ζώντας στα όρη και τριγυρίζοντας στις ερήμους, άρδευε την ψυχή του με τη δροσιά των δακρύων. Γι’ αυτό και έλαβε χαρίσματα ιαμάτων. Έδιωχνε δηλαδή τους δαίμονες από τους ανθρώπους και θεράπευε κάθε άλλη νόσο. Αφού έζησε με τέτοιο τρόπο, έφτασε σε βαθιά γεράματα και εκδήμησε προς τον Κύριο».

Εντελώς παράδοξη η ζωή του αγίου Τιμοθέου με την ανθρώπινη λογική: ζούσε στα όρη, τριγύριζε στις ερήμους, δεν ήθελε να δει πρόσωπο γυναίκας, και όμως αναδείχτηκε, όπως σημειώνει ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, «πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών, τροφή των πεινασμένων». Να κυνηγάς διά παντός τον Θεό με απομάκρυνση από τους ανθρώπους και να γίνεσαι ο μεγαλύτερος κοινωνικός εργάτης, είναι πράγματι, το λιγότερο, παράδοξη κατάσταση. Αλλά ο άγιος Τιμόθεος βίωσε αυτό που έζησαν και οι περισσότεροι ασκητές άγιοι: όσο στρέφεσαι προς τον Θεό, τόσο ο Θεός σε στρέφει προς τους ανθρώπους. Γιατί; Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και Τον βρίσκουμε εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται: στα πρόσωπα των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημάτων Του. Όπως το είπε στην παραβολή της κρίσεως ο ίδιος ο Κύριος: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Γι’ αυτό και ο βαθμός αγάπης μας προς τον Θεό φανερώνεται από τον βαθμό αγάπης μας προς τον συνάνθρωπό μας. Και με τον άγιο Αντώνιο το ίδιο δεν έγινε; Απομακρυνόταν για χάρη του Θεού από τον κόσμο, κι ο Θεός τελικώς τον οδηγούσε στον κόσμο. Κι ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: την απομόνωση και τον εγκλεισμό του ζητούσε. Κι η Παναγία του παρουσιάστηκε για να του πει να βγει να βοηθήσει τον κόσμο. Ήταν και το παράπονο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: ήλθα στο Όρος να βρω ησυχία, και μπήκα στο πρόγραμμα των ανθρώπων. Αλλά είπαμε: κριτήριο της πίστεώς μας και των αγίων είναι η αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ο Θεός. Φεύγει κανείς από την αγάπη, έστω και για λόγους «πίστεως»; Χάνει τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Ο όσιος Τιμόθεος λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από τον κανόνα αυτό. «Γνώρισες, όσιε πατέρα, σημειώνει ο Θεοφάνης, ότι η αγάπη νικάει την κρίση, γι’ αυτό και δεν περιφρόνησες κανένα ξένο, αλλά διάνοιξες τα σπλάχνα της καρδιάς σου σε όλους με αγαθοσύνη, κι έγινες πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών και τροφή των πεινασμένων» (ωδή θ΄). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης συγκρίνει τον όσιο με τον πατριάρχη Αβραάμ, κύριο γνώρισμα του οποίου, πέραν από την πίστη του, ήταν η αγάπη του προς τους ανθρώπους και μάλιστα η φιλοξενία του. «Με την αγάπη και τη συμπάθειά σου προς όλους έγινες άλλος Αβραάμ, ω Τιμόθεε, υποδεχόμενος όσους προσέρχονταν σε εσένα από όλα τα μέρη, και μέσω αυτών λατρεύοντας τον Θεό όλων» (ωδή γ΄).

Η δίψα του και η αγάπη του προς τον Θεό, που έπαιρνε τη μορφή της έμπρακτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ήταν αποτέλεσμα, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, της αδιάκοπης άσκησής του να ξεπεράσει την όποια αμέλεια δημιουργούν τα πάθη του ανθρώπου και να αποκτήσει την ευλογημένη ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Το άνθος της αγάπης δεν φύεται, ως γνωστόν, στους κοινούς δρόμους και στα απλά μονοπάτια. Αποτελεί βλάστημα των ψηλών κορυφών, δηλαδή απαιτεί αιματηρή κατάθεση της βούλησης του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι πώς θα ενεργήσει η χάρη της αγάπης του Θεού σε καρδιά γεμάτη από τα αγκάθια του εγωισμού; «Δος αίμα και λάβε πνεύμα» έλεγαν πάντοτε οι άγιοί μας, κάτι που το βλέπουμε βεβαίως και στη ζωή του οσίου Τιμοθέου. «Έχοντας εκτενώς στραμμένο το βλέμμα της διάνοιάς σου προς τον Θεό, απετίναξες, Πάτερ Τιμόθεε, τον ύπνο της αμέλειας από την ψυχή σου και έγινες ναός του θείου Πνεύματος και τόπος αγιάσματος» (ωδή α΄). «Θωρακισμένος με την ταπείνωση, Πάτερ, πέρασες χωρίς να βλαφτείς τις παγίδες του Πονηρού, και υψώθηκες προς τον Θεό και εντρυφάς στη δόξα Του για πάντα, μακάριε Τιμόθεε (ωδή α΄). Είναι αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τις παγίδες του διαβόλου, τις απλωμένες παντού στη γη, χωρίς να βρει το μονοπάτι που λέγεται ταπείνωση. Πρόκειται για ό,τι ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει και η εμπειρία των αγίων βεβαιώνει: «Είδα τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες στη γη και τρόμαξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει αβλαβώς; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων» (όσιος Αντώνιος).

20 Φεβρουαρίου 2024

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

Η συγκεκριμένη ημέρα, που καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2007, αποτελεί μία ευλογημένη πρόκληση για να υπάρξει παγκοσμίως ευαισθητοποίηση  σε θέματα αδικίας όπου κι αν παρουσιάζονται, όπως «η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός, μέσα σε μία ανοιχτή και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία», που σημαίνει ότι ο ΟΗΕ ξεκινά με το δεδομένο ότι όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στις ημέρες μας, και κοινωνική αρμονία δεν υφίσταται, αλλά και ισότητα μεταξύ των πολιτών ενός κράτους πολύ συχνά δεν υπάρχει.

Βεβαίως, το θετικό για τον Παγκόσμιο αυτόν Οργανισμό είναι ότι έχει κατανοήσει  πως τα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επιλύονται, αν επιλύονται, με ευχολόγια και φιλοσοφικές τοποθετήσεις, αλλά με «διεθνείς δράσεις», (όπως σημειώνεται στο επεξηγηματικό για την καθιέρωση της ημέρας σχόλιο), οι οποίες όμως καθίστανται συχνότατα αναποτελεσματικές λόγω της αντιδράσεως σ’ αυτές είτε αντιλαϊκών ηγεσιών είτε οργανωμένων συμφερόντων μίας χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, η επιμονή στην προβολή του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι χωρίς νόημα. Πάντοτε πρέπει να προσβλέπουμε στην καλή διάθεση του ανθρώπου, στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, στην πίστη τελικά στη δύναμη των λαών, που όταν «ξυπνούν» μπορούν να επιβάλουν αυτό που θεωρούν δίκαιο για τους πολλούς – οι διάφορες στην ιστορία «κοινωνικές κατακτήσεις» όντως επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή. Κι αυτό γιατί, όσο κι αν έχει η κακία διαστρεβλώσει τον άνθρωπο, δεν τον έχει κάνει να χάσει μέσα του την έστω ως νοσταλγία και πόθο έννοια της αξιοκρατίας και του ανθρωπισμού. Η αξιοκρατία και ο ανθρωπισμός δεν είναι τα βασικά στηρίγματα του αγαθού που ονομάζεται κοινωνική δικαιοσύνη; Κι αυτά τα νοσταλγεί ή τα ποθεί, όπως είπαμε, κάθε άνθρωπος και κάθε λαός όπου κι αν ζει.

Έτσι η κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να μην υφίσταται ή να υφίσταται λειψά και περιορισμένα σε έναν λαό και σ’ ένα κράτος, δεν παύει όμως πράγματι να υπάρχει και να λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων, οι οποίες προσδοκούν πότε θα υπάρξουν οι συγκυρίες ώστε να πάρει σάρκα και οστά. Κι εκεί παίζεται το παιχνίδι των διαφόρων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων και των πολιτικών θεωριών: πόσο δηλαδή διαμορφώνουν τις συνθήκες για να λειτουργήσει η κοινωνική δικαιοσύνη, κάτι που σημαίνει ότι ο βαθμός λειτουργίας της δικαιοσύνης αυτής φανερώνει και την αξία ή όχι των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων και θεωριών.

Θα θέλαμε όμως να δούμε την κοινωνική δικαιοσύνη και από μία άλλη πλευρά, πιο βαθειά και αποτελεσματική πιστεύουμε, αυτήν της χριστιανικής πίστεως όταν είναι συνεπής. Διότι τι άλλο βλέπουμε στους  γνήσιους χριστιανούς, τους αγίους δηλαδή, παρά να ζουν τη δικαιοσύνη του Θεού, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια της ανθρώπινης διάστασής της; Ποιο το χαρακτηριστικό της θείας δικαιοσύνης; Η υπέρμετρη και χωρίς όρια αγάπη προς τον άνθρωπο, κατά το πρότυπο του Ιησού Χριστού, ο Οποίος επάνω στον Σταυρό «σηκώνει την αμαρτία όλου του κόσμου», αγκαλιάζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, είτε πιστούς είτε απίστους, είτε της εποχής Του είτε και κάθε άλλης εποχής πριν ή και μετά από Αυτόν, προσφέροντάς τους τη δικαίωση ως δι’ Αυτού σχέση με τον ζωντανό Θεό. Και πώς εξέλαβαν ακριβώς οι πιστοί την υπερφυή αυτή αγάπη του Χριστού; Ως δεδομένο και της δικιάς τους ζωής, προκειμένου να παραμένουν ενωμένοι μαζί Του, συνεπώς να αγκαλιάζουν εν αγάπη κάθε άνθρωπο, να βλέπουν την ατίμητη αξία του ως εικόνας Θεού, να τον συγχωρούν ό,τι κι αν έχει κάνει, να του προσφέρουν οτιδήποτε χρειάζεται ώστε αυτός να ζει, έστω και με δική τους θυσία.

 Ποια έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να παραβληθεί μ’ αυτήν; Και να, το άμεσο χειροπιαστό αποτέλεσμα:  η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου τα πάντα στους πιστούς ήταν κοινά. Δεν υπήρχε δικό μου και δικό σου – ο καθένας έδινε ανάλογα με τις δυνατότητές του και έπαιρνε ανάλογα με τις ανάγκες του. Κι επίσης το παρόμοιο αποτέλεσμα που βλέπουμε στη ζωή όλων των αγίων: και των απλών, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον αγώνα της κοινωνικής δικαιοσύνης με τρόπο εσωτερικό – μέσω της προσευχής τους για τους άλλους και της αναλήψεως της ευθύνης τους ενώπιον του Θεού -  και των εχόντων τη δύναμη για μεγαλύτερη προσφορά. Σαν τον άγιο Βασίλειο για παράδειγμα: οργανώνει πράγματα για όλους τους ανθρώπους προκειμένου να ξεπεραστεί η όποια αδικία και ανισότητα ζούσαν, που θα απαιτούσε έναν ολόκληρο μηχανισμό ενός κοινωνικού κράτους! Κι ακόμη σαν την αγία Φιλοθέη: μία καλόγρια που στην πιο δύσκολη εποχή, την εποχή της Τουρκοκρατίας που το κεφάλι του καθενός χανόταν ανά πάσα στιγμή, είχε τέτοια κοινωνική προσφορά, ώστε το όνομά της ταυτίστηκε με την έννοια του θείου ελέους!

Κοινωνική δικαιοσύνη: το αδιάκοπα ζητούμενο ανθρωπίνως, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, για κάθε λαό. Χριστιανικά: το διαρκώς πραγματοποιούμενο, όπου όμως υπάρχουν άγιοι.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΤΑΝΗΣ

«Ο άγιος Λέων καταγόταν από τη Ραβέννα και ήταν υιός ευγενών γονέων. Λόγω της καθαρότητας του βίου του και της επιμέλειας των λογισμών του πέρασε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, κατά τους νόμους της Εκκλησίας, και με θεία ψήφο αναδείχτηκε Πρόεδρος της Μητροπόλεως της Κατάνης, η οποία βρίσκεται στην περιώνυμη Σικελία, όπου ακόμη και τώρα βγαίνει φωτιά και ρέει λάβα από το βουνό της Αίτνας. Αυτός λοιπόν, όπως λέει και το όνομά του, σαν λιοντάρι στην πίστη και σαν ήλιος στη λάμψη, καταφώτισε όλους, επιμελούμενος των ψυχών, γινόμενος προστάτης των χηρών και φροντίζοντας τους πτωχούς. Γι’ αυτόν τον λόγο με μόνη την προσευχή του έριξε κάτω στη γη αγαλματένιο είδωλο και φρόντισε να κτιστεί μεγάλος και ωραίος ναός στην καλλίνικο μάρτυρα Λουκία, ενώ αποτέφρωσε τον μάγο Ηλιόδωρο με τις μαγγανείες του. Διότι όταν αυτός φάνηκε σε όλους ανάμεσα στον όχλο, κάνοντας μαγείες και δημιουργώντας εντυπώσεις, ο μακάριος Λέων αφού τον έπιασε γρήγορα με τα χέρια του και τον έδεσε με το ιερό πετραχήλι του, έδωσε εντολή να ανάψουν μεγάλη φωτιά στο μέσο της πόλης. Κι αφού δημοσίευσε όλες τις μαγγανείες του, έχοντάς τον δεμένο από τον τράχηλο, μπήκε μαζί του στο μέσο της καμίνου, και δεν βγήκε από εκεί, μέχρις ότου αποτεφρώθηκε εντελώς ο δειλός. Αυτό κατέπληξε τους πάντες. Διότι όχι μόνον ο μέγας Λέων έμεινε άφλεκτος, αλλά η φλόγα δεν άγγιξε καθόλου ούτε κι ένα από τα ιερά ενδύματά του. Όταν το θαύμα αυτό έγινε γνωστό παντού και το άκουσαν με τα αυτιά τους και  οι αυτοκράτορες Λέων και Κωνσταντίνος, κάλεσαν τον άγιο να έλθει κοντά τους, και άγγιζαν τα πόδια του και τον παρακαλούσαν να προσεύχεται υπέρ αυτών. Αυτός όχι μόνον εν ζωή υπήρξε μέγας θαυματουργός, αλλά και μετά την ταφή του συνέχισε να επιτελεί θαύματα».  

Ο Ιωσήφ, ο υμνογράφος του αγίου Λέοντα, επιμένει ιδιαιτέρως στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου. Θαυματουργός άλλωστε επονομάζεται. Και πέραν των επεμβάσεών του σε όλα τα νοσήματα, και μάλιστα τα ανίατα, τονίζει το χάρισμά του για την εκδίωξη των πονηρών δαιμόνων. «Υπήρξες, ιεράρχα, αυτός που καθαρίζει τα νοσήματα, που φυγαδεύει τα πονηρά πνεύματα και αποτελεί το καταφύγιο των πιστών ανθρώπων» (ωδή δ΄). Ο άγιος Λέων θεωρείται «ειδικός» στην εκδίωξη των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι ακριβώς έγινε το όργανο του Θεού για την αποκάλυψη και την εξαφάνιση του πονηρού μάγου Ηλιοδώρου. Η προσευχή του γι’ αυτό συνιστά μάστιγα που τα απομακρύνει από τους ανθρώπους. «Έτυχες των θείων χαρισμάτων, ώστε να θεραπεύεις πάθη ανίατα και να εκδιώκεις ακάθαρτα πνεύματα με τη μάστιγα των προσευχών σου» (στιχηρό εσπερινού). Από την άποψη αυτή, ιδιαιτέρως στην εποχή μας που μαστίζεται από ανίατα πολλές φορές νοσήματα: καρκίνους, άγνωστες ιώσεις κλπ., αλλά και από πολλούς δαιμονισμούς και επιρροές ακαθάρτων πνευμάτων, ο άγιος Λέων θα έπρεπε να είναι άγιος της «πρώτης γραμμής». Κι όταν μάλιστα υπάρχει η διαχρονική βεβαίωση ότι θαυματουργούσε όχι μόνο εν ζωή, αλλά και μετά θάνατον, σαν, κατά κάποιο τρόπο, πέλαγος απείρων θαυμάτων («των απείρων θαυμάτων το πέλαγος», όπως λέει ο οίκος του κοντακίου του). Διότι «οι άγιοι εις τον αιώνα ζώσι».

Ο άγιος υμνογράφος πολλές φορές βεβαίως προβαίνει και στην ερμηνεία της λήψεως από τον Θεό του θαυματουργικού του χαρίσματος. Όλη του τη ζωή τη διάβηκε στη γη, σημειώνει, με φλογερή αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό και πήρε τη χάρη αυτή της θαυματουργίας (οίκος κοντακίου). Και την αγάπη αυτή την απέκτησε όχι άκοπα, αλλά με έντονη ασκητική προσπάθεια, καθώς αγωνιζόταν να έχει προσηλωμένο πάντοτε τον νου του στον πρώτο Νου, τον ίδιο τον Θεό. «Καθρεπτίζοντας τον αίτιο όλων Νου, τον Θεό, στον δικό σου καθαρότατο νου, δέχτηκες από Αυτόν την αίγλη των χαρισμάτων, θεόπνευστε» (ωδή ε΄). Εκεί που δίνει μία εξαιρετική όμως χριστοκεντρική  εξήγηση, με πολλή ποιητικότητα, του θαυματουργικού του χαρίσματος είναι στην ωδή θ΄: Βλάστησε ο άγιος τα σταφύλια των αρετών σαν κλήμα στο αμπέλι του Χριστού, κι αυτά έσταξαν το γλεύκος των θαυμάτων. Από αυτό το γλεύκος  πίνουν οι πιστοί και λαμβάνουν  και υγεία και ευχαρίστηση.

Αξίζει όμως να δούμε και την ερμηνεία του αγίου υμνογράφου στο παράδοξο θαύμα της αποτέφρωσης του μάγου Ηλιοδώρου. Παραξενεύει η ενέργειά του: αποτέφρωσε έναν άνθρωπο! Αλλά ο άγιος δεν προέβη στη βίαιη αυτή κίνηση από μίσος και φανατισμό. Το μίσος και ο φανατισμός στοχοποιούν συνήθως κάποιον και παλεύουν να τον εξοντώσουν, ερήμην πολλές φορές και του ίδιου - ο «αντίπαλος» στέκει ακριβώς απέναντι και πετροβολείται. Εδώ έχουμε τη συγκλονιστική συμπαράταξη του αγίου στην ίδια τιμωρία: εισέρχεται κι αυτός στη φωτιά, συμπαρασύροντας το όργανο του διαβόλου. Η κίνησή του βρίσκεται μέσα στην ενέργεια της χάρης του Θεού -  το αποτέλεσμα το αποδεικνύει.  Διότι λειτουργεί ως ποιμένας που πρέπει να σώσει τις ψυχές των πιστών του. Ο Ηλιόδωρος παρέσυρε πολλούς. Μπροστά στο φαινόμενο αυτό ο άγιος πρέπει να αντιδράσει. Προς χάρη ακριβώς του ποιμνίου του. «Αυτόν που μώραινε με τις απάτες των δαιμόνων όλους τους πιστούς στον Χριστό, τον παρέδωσες με δίκαιη ψήφο στη φωτιά, μακάριε, και έσωσες τις ψυχές από την ολέθρια αυτή βλάβη, σαν Ποιμένας αληθινός και σωτήριος» (ωδή ε΄). Ο άγιος Λέων εν προκειμένω αποτελεί παράδειγμα και πρότυπο για όλους τους χριστιανούς, και μάλιστα τους κληρικούς, στο πώς αντιμετωπίζονται οι εχθροί της Εκκλησίας: μόνον όταν έχει κανείς τη διάθεση να θυσιαστεί και ο ίδιος. Όταν κίνητρό μας είναι η αγάπη μας στον λαό του Θεού, με απόφαση να πεθάνουμε κι εμείς γι’ αυτήν την αγάπη, τότε η με φωτισμένη διάκριση στροφή μας κατά της πλάνης αποκτά αποτελεσματικότητα και γίνεται σωτήρια.

19 Φεβρουαρίου 2024

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ" ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ

 


ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ

Β΄ ΕΚΔΟΣΗ (ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ)

Στό ἀνηλεές σφυροκόπημα πού δέχεται ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας στούς καιρούς μας, ἡ πιό ἀποτελεσματική ἀντίδραση εἶναι ἡ προβολή τῶν ὑγιῶν στοιχείων της, ἐκείνων μάλιστα πού ἀπό πλευρᾶς χριστιανικῆς παραπέμπουν σ’ αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία»... 

 Στήν προβολή τοῦ ἁγίου θεσμοῦ τοῦ γάμου, τῆς συζυγίας, τῆς οἰκογένειας στοχεύουν καί τά κείμενα τοῦ μετά χεῖρας βιβλίου, πού βελτιώνουν καί ἐπαυξάνουν τήν πολλαπλῶς ἀνατυπωθεῖσα πρώτη ἔκδοσή του (2008, σελ. 131).  

Σχήμα: 21Χ14, σελ. 266. 

Σε λίγο καιρό από τις εκδόσεις "ἀκολουθεῖν".  

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε (1522) στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Μαζὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴ μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.

Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ήρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα πού τόν εἶδε σέ ὅραμα, γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸ θησαυρὸ τοῦ τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί.

Τὸ παράδειγμά της νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι γιά ὅλους τούς κατατρεγμένους. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Διδάσκει μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ ζωή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.

Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία συνέχισε τό πνευματικό καί φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο της. Μάλιστα πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα, ἔχοντας γίνει «δοχεῖον τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καί ἐπιτελώντας πολλά θαύματα.

Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνών».

Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της, μέσω των οποίων ο Κύριος καθημερινώς επιτελεί πάμπολλα θαύματα. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο». Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα -  και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου που είναι η ίδια η Αγάπη, σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» σημειώνει για την αγία ο υμνογράφος της.

Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους».

Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα». Και θα ’λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού,  επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό».

17 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ)

«Ω, γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις»

Μία «ανατροπή» του τρίτου αιτήματος της Κυριακής προσευχής καταγράφει το σημερινό περιστατικό της συνάντησης του Κυρίου με τη Χαναναία γυναίκα. Αντί να γίνεται το θέλημα του Θεού στη ζωή του ανθρώπου – ό,τι ακριβώς μας δίδαξε ο Κύριος να ζητάμε στην προσευχή μας: «γενηθήτω το θέλημά Σου» - γίνεται το θέλημα του ανθρώπου από τον Θεό: «γενηθήτω σοι ως θέλεις». Κι είναι το περιστατικό επίσης που καταγράφει τη μία από τις δύο περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Κύριος επαίνεσε την πίστη των ανθρώπων – και στις δύο με πρόσωπα εκτός του Ισραήλ και με πρόβλημα που δεν ήταν άμεσα δικό τους (τον Ρωμαίο εκατόνταρχο που παρακαλούσε για τον δούλο του, τη Χαναναία σήμερα που παρακαλούσε για τη δαιμονισμένη κόρη της) – και πραγματοποίησε αυτό που ζητούσαν: «Μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Πώς εξηγείται τούτο;

1. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Κύριος δεν επικαλείται τον Θεό Πατέρα Του για την εκπλήρωση του αιτήματος του ανθρώπου ούτε παραπέμπει κάπου αλλού. Ο Ίδιος με το αρχικό Του θέλημα ως Θεός που είναι, επιτάσσει το γεγονός. Κι είναι σαν να βρισκόμαστε στην αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, όταν ως άσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού, από κοινού βεβαίως με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, έδινε την παρόμοια εντολή: «γενηθήτω». Και όπως τότε το αποτέλεσμα του λόγου Του ήταν η δημιουργία: «και εγένετο…», έτσι κι εδώ ο λόγος Του, το «γενηθήτω σοι»,  φέρνει αμέσως την ίαση της κόρης της γυναίκας: «Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».  

2. Η ικανοποίηση του θελήματος της γυναίκας από τον Κύριο – η «ανατροπή» του «γενηθήτω το θέλημά Σου» - φαίνεται ως «ήττα» του Κυρίου. Η γυναίκα νίκησε τον Κύριο και πήρε το έλεός Του γι’ αυτήν και την κόρη της. Πρόκειται για τις «ήττες» του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου, οι οποίες αποτελούν τη χαρά Του και την επιδίωξή Του. Δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη ευφροσύνη για τον Κύριο να βλέπει τα δημιουργήματά Του να «παλεύουν» μ’ Αυτόν και να φθάνουν στο σημείο να Τον κάμπτουν. Κι αιτία γι’ αυτό βεβαίως είναι, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, η αγάπη του Κυρίου απέναντί μας. Με την πρώτη αντίστασή Του στα αιτήματά μας προκαλεί τη φανέρωση του αληθινού περιεχομένου της καρδιάς μας, αν δηλαδή αυτό που ζητάμε είναι όντως αυτό που μας διακατέχει, αν συνιστά πράγματι τον πόνο μας. Κι όταν βλέπει την επιμονή μας, όταν βλέπει ότι μπροστά σ’ αυτό που ζητάμε κάνουμε πέρα οτιδήποτε «κουρελιάζει» τον εγωισμό μας, όταν βλέπει ότι έχουμε εξαρτήσει όλη την ύπαρξή μας από Εκείνον, τότε ναι, υπακούει σε εμάς και τροποποιεί το θέλημά Του.

Έτσι δεν έγινε και με την περίπτωση του Ιακώβ – κάτι που ήδη έχει επισημανθεί από τους ερμηνευτές της Εκκλησίας μας -  όταν έφυγε από το σπίτι του, φοβούμενος την οργή του αδελφού του Ησαύ, λόγω της κλοπής των πρωτοτοκίων; Στην πορεία του προς τον θείο του, καθώς ξάπλωσε κάπου να κοιμηθεί, μας λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι όλη τη νύκτα «πάλεψε» με τον άγγελο του Κυρίου, τον ίδιο τον Θεό, και στο τέλος Τον «νίκησε»! Και η «ήττα» του Κυρίου Τον έκανε να δώσει στον Ιακώβ το όνομα του «Ισραήλ», του ισχυρού, αυτού που νίκησε και τον Θεό. Αλλά επίσης, για να θυμηθούμε και αυτό από πολλές άλλες ακόμη περιπτώσεις,  το ίδιο δεν έγινε και όταν απεστάλη ο προφήτης Ιωνάς να κηρύξει μετάνοια στους ειδωλολάτρες Νινευίτες; Είχε αποφασίσει την εξολόθρευσή τους λόγω των αμαρτιών τους. Κι όμως, με τη μετάνοια που επέδειξαν μετά το κήρυγμα του προφήτη, ο Κύριος κάμφθηκε, άλλαξε την απόφασή Του, «νικήθηκε».

Στην προκείμενη περίπτωση με τη Χαναναία τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ καθαρά: ο Κύριος «υποκρίνεται», παίζει το ρόλο ενός εθνικιστή Ιουδαίου, και παρουσιάζεται σκληρός, χωρίς να δίνει καμία σημασία στη γυναίκα. Κι όχι μόνο δεν της δίνει σημασία, αλλά στη συνέχεια και την προσβάλλει, χαρακτηρίζοντάς την «κυνάριον», σκυλί του σπιτιού.  Με διπλό σκοπό: αφενός, όπως φαίνεται έπειτα, να διδάξει τους μαθητές Του, οι οποίοι και αυτοί ήταν εθνικιστές, δηλαδή με απολυτοποίηση του δικού τους έθνους και περιφρόνηση των άλλων εθνών, αφετέρου να οδηγήσει τη Χαναναία, μέσω της συνεχούς αρνήσεώς Του,  στο σημείο να αποκαλυφθεί η μεγάλη της πίστη. Και ο Κύριος, ο Οποίος ως καρδιογνώστης έβλεπε το διαρκές ανέβασμα της πίστεως της γυναίκας, την επιμονή της, την ταπείνωσή της, ξεσπάει σε εγκωμιασμό προς αυτήν: «Γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου

3. Ποια στοιχεία συνθέτουν τη μεγάλη πίστη της γυναίκας; Τι μας αποκαλύπτει το όλο περιστατικό;

 (1) Η γυναίκα «εξήλθε από των ορίων αυτής». Η Χαναναία, μία ειδωλολάτρισσα δηλαδή αλλά καλοπροαίρετη γυναίκα, μόλις ακούει ότι ο Κύριος προσεγγίζει τα όρια της περιοχής της, εξέρχεται από αυτά για να Τον συναντήσει. Κάνει αυτό που έκανε και ο Ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και Αυτός «εξήλθε εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Με άλλα λόγια η συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου προϋποθέτει την έξοδο και των δύο: ο Θεός εξέρχεται, «κενώνει Εαυτόν» – ο Κύριος βγαίνει έξω από τα όρια που επιτρεπόταν για έναν Ιουδαίο, όπως βγήκε και από τα όρια που «επιτρεπόταν» για τον Θεό, δηλαδή να έλθει στον κόσμο –˙ η γυναίκα βγαίνει να συναντήσει έναν Ιουδαίο, μολονότι ειδωλολάτρισσα. Σαν την περίπτωση με τον Ζακχαίο: και ο Ζακχαίος έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν για τη θέση του, δηλαδή να ανέβει σε ένα δένδρο. Κι η πίστη της αυτή να πλησιάσει τον Χριστό συμπληρώνεται με την κραυγή της να την ελεήσει ο Κύριος: «Ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαυίδ». 

(2) Η Χαναναία επιμένει. Η πίστη της είναι αποφασιστική: την καίει το πρόβλημα του παιδιού της. Όχι μόνο δεν κάμπτεται από την περιφρόνηση του Κυρίου και τα προσβλητικά Του λόγια, αλλά αντιθέτως γίνεται περισσότερο «επιθετική»: ενώ ακολουθούσε τον Κύριο και κραύγαζε, στη συνέχεια έρχεται μπροστά Του και με βαθύ σεβασμό, προσκυνώντας Τον, επιμένει στο αίτημά της. Η πίστη της λοιπόν μεγαλώνει με την επιμονή της. 

(3) Ο Κύριος, είπαμε, την περιφρονεί στην αρχή – ήλθα μόνον για τα «απολωλότα οίκου Ισραήλ» - και έπειτα την προσβάλλει – «δεν είναι καλό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Κι όμως η Χαναναία όχι μόνον δεν προσβάλλεται, αλλά επιτείνει ακόμη περισσότερο την προσβολή: όχι το ψωμί, αλλά τα ψίχουλα τουλάχιστον ας πάρω. Η πίστη της, κοσμημένη με την επιμονή της, γίνεται έκλαμπρη με την ταπείνωσή της. Κι αυτό ήταν που ήθελε ο Κύριος. Για τον Κύριο, το σημείο που ο άνθρωπος έχει τη μεγάλη πίστη, εκείνη που Τον κάνει να υπακούει ο Ίδιος στον άνθρωπο, είναι ακριβώς η μεγάλη του ταπείνωση. Διότι προφανώς συνιστά το έδαφος για να μπορεί να έλθει στον άνθρωπο η χάρη του Θεού και να λειτουργεί ο άνθρωπος σαν τον Θεό. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». 

(4) Κι ένα στοιχείο της μεγάλης αυτής πίστεως της γυναίκας, που μάλλον έκανε τον Κύριο να συγκινηθεί ιδιαίτερα, ήταν ότι βίωνε το πρόβλημα του παιδιού της σαν προσωπικό της πρόβλημα. «Ισοπέδωσε» τον εαυτό της, έκανε τα πάντα, διότι πήρε πάνω της τον πόνο του παιδιού της. «Ελέησε εμένα, Κύριε» κραυγάζει. Όχι το παιδί μου, εμένα. Ό,τι έκανε ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος πήρε επάνω Του τις δικές μας αμαρτίες και τις έκανε δικές Του, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο και εδώ: η γυναίκα νιώθει υπεύθυνη για την κατάντια της κόρης της. Κι αυτό σημαίνει: τότε ο άνθρωπος δείχνει την πραγματική και μεγάλη του πίστη στον Θεό, όταν και επιμένει βεβαίως, και ταπεινώνεται, αλλά και αγαπά σωστά, προσλαμβάνοντας τους άλλους μέσα στον δικό του εαυτό. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Η Χαναναία - Ιούστα στο όνομα, κατά κάποια εκκλησιαστικά κείμενα - έκρινε την πίστη του Ισραήλ με τη μεγάλη της πίστη,  αλλά κρίνει και τη δική μας των Χριστιανών. Διότι και εμείς πολλές φορές ενώπιον των προβλημάτων μας, ατομικών, οικογενειακών, κοινωνικών ακόμη, λιποψυχούμε, ολιγοπιστούμε, τα βάζουμε και με τον Θεό, που δεν μας ακούει και δεν μας βλέπει. Ο φόβος και η ανασφάλεια συχνά μας καταβάλλουν. Κι αυτό δείχνει ακριβώς το έλλειμμα της πίστεώς μας. Ο Κύριος όμως περιμένει και από εμάς ό,τι περίμενε από τη Χαναναία: την ενεργοποίηση της μεγάλης πίστεως, να δει δηλαδή την ουσιαστική πίστη μας με την επιμονή μας, την ταπείνωσή μας, την αγάπη μας. Τότε μας δίνει τη χάρη να γινόμαστε και εμείς παντοδύναμοι: ό,τι ζητάμε να γίνεται. Συνήθως όμως εμείς θέλουμε τα μεγάλα: τη χάρη του Θεού και τις δωρεές Του, αλλά με τον λιγότερο κόπο. Αυτό όμως είναι η υποκρισία και ο εγωισμός μας.