23 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ "ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ" ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

 

Πρόκειται για μικρής έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων. Αφορμή συγγραφής – κατά το ίδιο το κείμενο -  στάθηκε το αίτημα της Εκκλησίας του Φιλομηλίου προς την Εκκλησία της Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της πόλεως περί τα μέσα του 2ου αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου, χριστιανού της Σμύρνης, ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου -  και δι’  αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο» - ανέλαβε «ο αδελφός Μαρκίων». Σκοπός: «η δοξολογία του Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του».

Είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να καταγραφεί εδώ όλο το μαρτύριο. Μπορούμε όμως να σχολιάσουμε δι’ ολίγων την αντίδραση του συγκεντρωμένου όχλου, που ενώ θαμπώνεται πράγματι από τη γενναιότητα των χριστιανών μαρτύρων, συνεχίζει με δαιμονικό τρόπο να κραυγάζει εναντίον τους! Οι φράσεις είναι χαρακτηριστικές:

«Μόλις ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»

 Δύο πράγματα είναι καίρια: Πρώτον, ότι το θάμβος που δημιουργείται στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται αφορμή μετανοίας τους. Το αντίθετο μάλιστα: γίνεται αφορμή μεγαλύτερης τύφλωσής τους. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, διψώντας κι άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Δεν παραξενευόμαστε όμως. Η αντίδραση αυτή αποτελεί συνέχεια της ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντι και στον Ίδιο όσο ήταν στον κόσμο τούτο: όχι μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο περισσότερο από τον Πονηρό, φτάνοντας στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»!  Κι αυτό γιατί; Διότι για να πιστέψει ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, να είναι δηλαδή καλοπροαίρετος αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια και δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, κάποια στιγμή θα  δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος. Έτσι και στην περίπτωση με τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Μπροστά στον Χριστό τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η αδιαφορία άλλωστε συνιστά τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησής Του.

Και δεύτερον, αξίζει να σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου) ανθρώπου έναν νόμο έχει, την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του; Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή μάλιστα συνιστά τον πιο ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και περίεργο υπάρχει  προβάλλεται και ανακυκλώνεται ως «αλήθεια»  και βαθειά «σοφία»! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος[1] το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως  το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ»[2] «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου»[3]. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.

Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού[4]. Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου[5].

Ο άγιος Θεοφάνης  δεν παύει να τονίζει -  εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας»[6] (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο[7], λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό.  «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως»[8] (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά»[9] (ωδή ε΄).

Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες»[10]) (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρώτιστα στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά»[11] (ωδή ζ΄).


[1] Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός (778-845) υπήρξε ίσως ο πολυγραφότερος, μαζί με τον Ιωσήφ τον υμνογράφο, ποιητής κανόνων της ορθόδοξης Εκκλησίας.

[2] «Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε».

[3] «Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου».

[4] «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον».

[5] Α΄Κορ. 12,3.

[6] «Ρείθρον εδέξω ζωής, ως εκ χειμάρρου της τρυφής, όσιε, τω μαθητή τω ηγαπημένω μεμαθητευμένος, τω αρυσαμένω σοφίας την άβυσσον».

[7] «Μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου» (κείμενο και μετάφραση), στο: Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί Πατέρες, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1953, σελ. 232-249. Για τη θεολογική αποτίμηση του κειμένου, βλ.: Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α΄, Αθήνα 1977, σελ. 223-227. Όπως σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής «σπάνια τόσο μικρό κείμενο απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της Εκκλησίας. Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου, που ίσως να μην είναι το αρχαιότερο, έγινε κυριολεκτικά το θεμέλιο της μαρτυριολογίας και ίσχυσε πράγματι σαν πρόγραμμα στη ζωή της Εκκλησίας, όσον αφορά τους μάρτυρες και την τιμή τους».

[8] «Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον  προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως».

[9] «Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν,  όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν».

[10] «Νεανικήν εν πολιά βαθυτάτη την ανδρείαν επεδείξω, του Σταυρού τη δυνάμει, διαναστήσας σαυτού  προς θείας αγώνας το φρόνημα».

[11] «Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες».

22 Φεβρουαρίου 2024

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ

«Στα χρόνια του βασιλιά Αρκαδίου, όταν ο αγιότατος Θωμάς πατριάρχευε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκαν τα άγια λείψανα των μαρτύρων κάτω από τη γη, και αμέσως τα πήρε ο αρχιερέας με πολύ σεβασμό. Δόθηκε τότε και μεγάλη βοήθεια από τους αγίους, διότι θεραπεύτηκαν ακόμη και ανίατα νοσήματα. Μετά την  παρέλευση πολλών χρόνων, από θεία φανέρωση, αποκαλύφθηκε σε κάποιο καλλιγράφο κληρικό, που λεγόταν Νικόλαος, ότι μερικά από τα πολλά λείψανα είναι του Ανδρονίκου και της Ιουνίας, για τους οποίους κάνει λόγο ο θείος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή».

Δεν παύει η Εκκλησία μας να κηρύσσει αδιάκοπα την πίστη της περί της δυνάμεως των λειψάνων των αγίων της, δεδομένου ότι αυτά φέρουν τη χάρη του Θεού που είχαν ο άγιοι ενόσω ζούσαν. Διότι ο άνθρωπος στέκεται ενιαία, ως ψυχοσωματική οντότητα, απέναντι στον Θεό, που σημαίνει ότι η δόξα του Θεού ζώντας στην αγιασμένη ψυχή του αγίου μεταγγίζεται και στο άγιο σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί θεωρούμε ότι τα άγια λείψανα αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πίστεώς μας, που μας καθιστούν ζωντανό και παρόντα ανάμεσά μας τον άγιο, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή. Την αλήθεια αυτή τονίζει και σήμερα η υμνολογία της Εκκλησίας μας, με την εύρεση των τιμίων λειψάνων των σήμερα εορταζομένων μαρτύρων. Σ’ ένα από τα στιχηρά για παράδειγμα του εσπερινού διαβάζουμε: «Οι για πολλούς χρόνους κρυμμένοι καλλίνικοι μάρτυρες τώρα φανερώθηκαν, σαν πολύτιμος θησαυρός, καταπλουτίζοντας τη βασιλίδα όλων των πόλεων». Στην τρίτη ωδή μάλιστα του κανόνα βλέπουμε όλο το σκεπτικό της Εκκλησίας μας για τα λείψανα: Οι άγιοι με πόθο για τον Χριστό ακολούθησαν το εκούσιο πάθος Του, ζώντας συσταυρωμένοι με Αυτόν. Έτσι άντλησαν τη χάρη από την πηγή Εκείνου, οπότε η χάρη αυτή ευρισκομένη και στα λείψανά τους απαστράπτει και προσφέρει το φως των ιαμάτων σε καθέναν που τα προσεγγίζει με πίστη. Τα θαύματα δηλαδή που επιτελούνται μέσω των αγίων λειψάνων αποτελούν την επιβεβαίωση περί της ενεργείας του Θεού σ’ αυτά. Ακόμη και το άγγιγμά τους ή λίγη από τη σκόνη τους εκλύει πηγές θαυμάτων για τους πιστούς. «Και λίγη σκόνη από το σώμα των αθλοφόρων αναβρύει με τη χάρη του Θεού πηγές θαυμάτων» (στιχηρό εσπερινού).

Στον οίκο του κοντακίου ο άγιος υμνογράφος προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας προσφέρει μία εικόνα για τα τίμια λείψανα των αγίων, που παραπέμπει στη μεγαλοφυή εικόνα που συνέλαβε για την ελευθερία ο εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός και κατέγραψε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τμήμα του οποίου αποτέλεσε και τον εθνικό ύμνο της πατρίδας μας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη (η ελευθερία) των Ελλήνων τα ιερά».  Ο Διονύσιος Σολωμός μπορεί να επηρεάστηκε για να συλλάβει την πολύ όμορφη αυτή εικόνα και από τη γνωστή προφητεία περί της ζωογονήσεως των οστών του προφήτη Ιεζεκιήλ (κεφ. 37) – που τη διαβάζουμε στην Εκκλησία μας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μετά την επιστροφή του επιταφίου, ως προαναγγελία της πίστεως στην ανάσταση εκ νεκρών του Χριστού και των σωμάτων των ανθρώπων – όμως και ο υμνογράφος σήμερα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος: βλέπει ότι η ορθοδοξία αναδύεται ως ρόδινη οσμή μέσα από τα λείψανα αυτά των αγίων. Με άλλα λόγια, όπως η ελευθερία για τον εθνικό μας ποιητή είναι καρπός θυσίας των Ελλήνων – έπεσαν στις μάχες οι Έλληνες και έμειναν μόνον τα κόκκαλά τους – κατά τον ίδιο τρόπο και η ορθόδοξη πίστη δεν είναι θέμα λόγων και μελετών, νοησιαρχιακών θεωριών, αλλά καρπός ολοκαυτωμάτων, εκεί δηλαδή που οι άγιοι δίνουν τη ζωή τους χάριν της πίστεως στον Χριστό. «Σαν ρόδα που ανθοφορούν ανάμεσα στ’ αγκάθια τα λείψανά σας, πηγάζετε στον κόσμο, ένδοξοι σεπτοί μάρτυρες, την οσμή της ορθοδοξίας».

Σπάνια μία εικόνα έχει τόση δύναμη, που να φανερώνει διά μιας το τι είναι η ορθοδοξία. Σαν να μας λέει και πάλι ο υμνογράφος: η Ορθοδοξία, ως Ορθόδοξη Εκκλησία εννοείται, είναι ποτισμένη από το αίμα πρώτα του αρχηγού της Κυρίου Ιησού, έπειτα κι από το αίμα των ακολούθων Του αγίων μαρτύρων, είτε του φυσικού αίματός τους είτε του αίματος της συνειδήσεως. «Με τη λάμψη και την καθαρότητα των καλλονών των αρετών σας, στολίσατε το ένδυμά σας, που κοκκίνισε από τα μαρτυρικά αίματά σας» (ωδή δ΄). Γι’ αυτό και πάντοτε παραμένει αήττητη, κατά τον αψευδή λόγο άλλωστε του Κυρίου μας, ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Τη δύναμη της Εκκλησίας διά των αγίων μαρτύρων επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ύμνων η ακολουθία και με τον εξής ύμνο: «Οι αθλητές της δόξας του Χριστού με τους οχετούς των αιμάτων τους αποξήραναν τους ποταμούς της ειδωλομανίας και αποτέφρωσαν τη φωτιά του αθέου προστάγματος. Από την άλλη, πότισαν πλούσια κάθε καρδιά που αναβοά με πίστη: Ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούτε, εις  τους αιώνας» (ωδή η΄).

21 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ο ΕΝ ΣΥΜΒΟΛΟΙΣ

«Αυτός ο μακάριος ακολούθησε τον μοναχικό βίο από νεαρή ηλικία και εξαφάνισε τα σκιρτήματα των παθών με την πολλή εγκράτεια και τη δυνατή προσευχή. Έφτασε σε επίπεδα απαθείας και φάνηκε δοχείο του Αγίου Πνεύματος, μένοντας παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής του και στην ψυχή και στο σώμα. Ουδέποτε θέλησε να δει γυναίκα. Ζώντας στα όρη και τριγυρίζοντας στις ερήμους, άρδευε την ψυχή του με τη δροσιά των δακρύων. Γι’ αυτό και έλαβε χαρίσματα ιαμάτων. Έδιωχνε δηλαδή τους δαίμονες από τους ανθρώπους και θεράπευε κάθε άλλη νόσο. Αφού έζησε με τέτοιο τρόπο, έφτασε σε βαθιά γεράματα και εκδήμησε προς τον Κύριο».

Εντελώς παράδοξη η ζωή του αγίου Τιμοθέου με την ανθρώπινη λογική: ζούσε στα όρη, τριγύριζε στις ερήμους, δεν ήθελε να δει πρόσωπο γυναίκας, και όμως αναδείχτηκε, όπως σημειώνει ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, «πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών, τροφή των πεινασμένων». Να κυνηγάς διά παντός τον Θεό με απομάκρυνση από τους ανθρώπους και να γίνεσαι ο μεγαλύτερος κοινωνικός εργάτης, είναι πράγματι, το λιγότερο, παράδοξη κατάσταση. Αλλά ο άγιος Τιμόθεος βίωσε αυτό που έζησαν και οι περισσότεροι ασκητές άγιοι: όσο στρέφεσαι προς τον Θεό, τόσο ο Θεός σε στρέφει προς τους ανθρώπους. Γιατί; Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και Τον βρίσκουμε εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται: στα πρόσωπα των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημάτων Του. Όπως το είπε στην παραβολή της κρίσεως ο ίδιος ο Κύριος: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Γι’ αυτό και ο βαθμός αγάπης μας προς τον Θεό φανερώνεται από τον βαθμό αγάπης μας προς τον συνάνθρωπό μας. Και με τον άγιο Αντώνιο το ίδιο δεν έγινε; Απομακρυνόταν για χάρη του Θεού από τον κόσμο, κι ο Θεός τελικώς τον οδηγούσε στον κόσμο. Κι ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: την απομόνωση και τον εγκλεισμό του ζητούσε. Κι η Παναγία του παρουσιάστηκε για να του πει να βγει να βοηθήσει τον κόσμο. Ήταν και το παράπονο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: ήλθα στο Όρος να βρω ησυχία, και μπήκα στο πρόγραμμα των ανθρώπων. Αλλά είπαμε: κριτήριο της πίστεώς μας και των αγίων είναι η αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ο Θεός. Φεύγει κανείς από την αγάπη, έστω και για λόγους «πίστεως»; Χάνει τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Ο όσιος Τιμόθεος λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από τον κανόνα αυτό. «Γνώρισες, όσιε πατέρα, σημειώνει ο Θεοφάνης, ότι η αγάπη νικάει την κρίση, γι’ αυτό και δεν περιφρόνησες κανένα ξένο, αλλά διάνοιξες τα σπλάχνα της καρδιάς σου σε όλους με αγαθοσύνη, κι έγινες πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών και τροφή των πεινασμένων» (ωδή θ΄). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης συγκρίνει τον όσιο με τον πατριάρχη Αβραάμ, κύριο γνώρισμα του οποίου, πέραν από την πίστη του, ήταν η αγάπη του προς τους ανθρώπους και μάλιστα η φιλοξενία του. «Με την αγάπη και τη συμπάθειά σου προς όλους έγινες άλλος Αβραάμ, ω Τιμόθεε, υποδεχόμενος όσους προσέρχονταν σε εσένα από όλα τα μέρη, και μέσω αυτών λατρεύοντας τον Θεό όλων» (ωδή γ΄).

Η δίψα του και η αγάπη του προς τον Θεό, που έπαιρνε τη μορφή της έμπρακτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ήταν αποτέλεσμα, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, της αδιάκοπης άσκησής του να ξεπεράσει την όποια αμέλεια δημιουργούν τα πάθη του ανθρώπου και να αποκτήσει την ευλογημένη ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Το άνθος της αγάπης δεν φύεται, ως γνωστόν, στους κοινούς δρόμους και στα απλά μονοπάτια. Αποτελεί βλάστημα των ψηλών κορυφών, δηλαδή απαιτεί αιματηρή κατάθεση της βούλησης του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι πώς θα ενεργήσει η χάρη της αγάπης του Θεού σε καρδιά γεμάτη από τα αγκάθια του εγωισμού; «Δος αίμα και λάβε πνεύμα» έλεγαν πάντοτε οι άγιοί μας, κάτι που το βλέπουμε βεβαίως και στη ζωή του οσίου Τιμοθέου. «Έχοντας εκτενώς στραμμένο το βλέμμα της διάνοιάς σου προς τον Θεό, απετίναξες, Πάτερ Τιμόθεε, τον ύπνο της αμέλειας από την ψυχή σου και έγινες ναός του θείου Πνεύματος και τόπος αγιάσματος» (ωδή α΄). «Θωρακισμένος με την ταπείνωση, Πάτερ, πέρασες χωρίς να βλαφτείς τις παγίδες του Πονηρού, και υψώθηκες προς τον Θεό και εντρυφάς στη δόξα Του για πάντα, μακάριε Τιμόθεε (ωδή α΄). Είναι αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τις παγίδες του διαβόλου, τις απλωμένες παντού στη γη, χωρίς να βρει το μονοπάτι που λέγεται ταπείνωση. Πρόκειται για ό,τι ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει και η εμπειρία των αγίων βεβαιώνει: «Είδα τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες στη γη και τρόμαξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει αβλαβώς; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων» (όσιος Αντώνιος).

20 Φεβρουαρίου 2024

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

Η συγκεκριμένη ημέρα, που καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2007, αποτελεί μία ευλογημένη πρόκληση για να υπάρξει παγκοσμίως ευαισθητοποίηση  σε θέματα αδικίας όπου κι αν παρουσιάζονται, όπως «η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός, μέσα σε μία ανοιχτή και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία», που σημαίνει ότι ο ΟΗΕ ξεκινά με το δεδομένο ότι όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στις ημέρες μας, και κοινωνική αρμονία δεν υφίσταται, αλλά και ισότητα μεταξύ των πολιτών ενός κράτους πολύ συχνά δεν υπάρχει.

Βεβαίως, το θετικό για τον Παγκόσμιο αυτόν Οργανισμό είναι ότι έχει κατανοήσει  πως τα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επιλύονται, αν επιλύονται, με ευχολόγια και φιλοσοφικές τοποθετήσεις, αλλά με «διεθνείς δράσεις», (όπως σημειώνεται στο επεξηγηματικό για την καθιέρωση της ημέρας σχόλιο), οι οποίες όμως καθίστανται συχνότατα αναποτελεσματικές λόγω της αντιδράσεως σ’ αυτές είτε αντιλαϊκών ηγεσιών είτε οργανωμένων συμφερόντων μίας χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, η επιμονή στην προβολή του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι χωρίς νόημα. Πάντοτε πρέπει να προσβλέπουμε στην καλή διάθεση του ανθρώπου, στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, στην πίστη τελικά στη δύναμη των λαών, που όταν «ξυπνούν» μπορούν να επιβάλουν αυτό που θεωρούν δίκαιο για τους πολλούς – οι διάφορες στην ιστορία «κοινωνικές κατακτήσεις» όντως επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή. Κι αυτό γιατί, όσο κι αν έχει η κακία διαστρεβλώσει τον άνθρωπο, δεν τον έχει κάνει να χάσει μέσα του την έστω ως νοσταλγία και πόθο έννοια της αξιοκρατίας και του ανθρωπισμού. Η αξιοκρατία και ο ανθρωπισμός δεν είναι τα βασικά στηρίγματα του αγαθού που ονομάζεται κοινωνική δικαιοσύνη; Κι αυτά τα νοσταλγεί ή τα ποθεί, όπως είπαμε, κάθε άνθρωπος και κάθε λαός όπου κι αν ζει.

Έτσι η κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να μην υφίσταται ή να υφίσταται λειψά και περιορισμένα σε έναν λαό και σ’ ένα κράτος, δεν παύει όμως πράγματι να υπάρχει και να λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων, οι οποίες προσδοκούν πότε θα υπάρξουν οι συγκυρίες ώστε να πάρει σάρκα και οστά. Κι εκεί παίζεται το παιχνίδι των διαφόρων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων και των πολιτικών θεωριών: πόσο δηλαδή διαμορφώνουν τις συνθήκες για να λειτουργήσει η κοινωνική δικαιοσύνη, κάτι που σημαίνει ότι ο βαθμός λειτουργίας της δικαιοσύνης αυτής φανερώνει και την αξία ή όχι των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων και θεωριών.

Θα θέλαμε όμως να δούμε την κοινωνική δικαιοσύνη και από μία άλλη πλευρά, πιο βαθειά και αποτελεσματική πιστεύουμε, αυτήν της χριστιανικής πίστεως όταν είναι συνεπής. Διότι τι άλλο βλέπουμε στους  γνήσιους χριστιανούς, τους αγίους δηλαδή, παρά να ζουν τη δικαιοσύνη του Θεού, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια της ανθρώπινης διάστασής της; Ποιο το χαρακτηριστικό της θείας δικαιοσύνης; Η υπέρμετρη και χωρίς όρια αγάπη προς τον άνθρωπο, κατά το πρότυπο του Ιησού Χριστού, ο Οποίος επάνω στον Σταυρό «σηκώνει την αμαρτία όλου του κόσμου», αγκαλιάζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, είτε πιστούς είτε απίστους, είτε της εποχής Του είτε και κάθε άλλης εποχής πριν ή και μετά από Αυτόν, προσφέροντάς τους τη δικαίωση ως δι’ Αυτού σχέση με τον ζωντανό Θεό. Και πώς εξέλαβαν ακριβώς οι πιστοί την υπερφυή αυτή αγάπη του Χριστού; Ως δεδομένο και της δικιάς τους ζωής, προκειμένου να παραμένουν ενωμένοι μαζί Του, συνεπώς να αγκαλιάζουν εν αγάπη κάθε άνθρωπο, να βλέπουν την ατίμητη αξία του ως εικόνας Θεού, να τον συγχωρούν ό,τι κι αν έχει κάνει, να του προσφέρουν οτιδήποτε χρειάζεται ώστε αυτός να ζει, έστω και με δική τους θυσία.

 Ποια έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να παραβληθεί μ’ αυτήν; Και να, το άμεσο χειροπιαστό αποτέλεσμα:  η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου τα πάντα στους πιστούς ήταν κοινά. Δεν υπήρχε δικό μου και δικό σου – ο καθένας έδινε ανάλογα με τις δυνατότητές του και έπαιρνε ανάλογα με τις ανάγκες του. Κι επίσης το παρόμοιο αποτέλεσμα που βλέπουμε στη ζωή όλων των αγίων: και των απλών, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον αγώνα της κοινωνικής δικαιοσύνης με τρόπο εσωτερικό – μέσω της προσευχής τους για τους άλλους και της αναλήψεως της ευθύνης τους ενώπιον του Θεού -  και των εχόντων τη δύναμη για μεγαλύτερη προσφορά. Σαν τον άγιο Βασίλειο για παράδειγμα: οργανώνει πράγματα για όλους τους ανθρώπους προκειμένου να ξεπεραστεί η όποια αδικία και ανισότητα ζούσαν, που θα απαιτούσε έναν ολόκληρο μηχανισμό ενός κοινωνικού κράτους! Κι ακόμη σαν την αγία Φιλοθέη: μία καλόγρια που στην πιο δύσκολη εποχή, την εποχή της Τουρκοκρατίας που το κεφάλι του καθενός χανόταν ανά πάσα στιγμή, είχε τέτοια κοινωνική προσφορά, ώστε το όνομά της ταυτίστηκε με την έννοια του θείου ελέους!

Κοινωνική δικαιοσύνη: το αδιάκοπα ζητούμενο ανθρωπίνως, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, για κάθε λαό. Χριστιανικά: το διαρκώς πραγματοποιούμενο, όπου όμως υπάρχουν άγιοι.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΕΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΤΑΝΗΣ

«Ο άγιος Λέων καταγόταν από τη Ραβέννα και ήταν υιός ευγενών γονέων. Λόγω της καθαρότητας του βίου του και της επιμέλειας των λογισμών του πέρασε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, κατά τους νόμους της Εκκλησίας, και με θεία ψήφο αναδείχτηκε Πρόεδρος της Μητροπόλεως της Κατάνης, η οποία βρίσκεται στην περιώνυμη Σικελία, όπου ακόμη και τώρα βγαίνει φωτιά και ρέει λάβα από το βουνό της Αίτνας. Αυτός λοιπόν, όπως λέει και το όνομά του, σαν λιοντάρι στην πίστη και σαν ήλιος στη λάμψη, καταφώτισε όλους, επιμελούμενος των ψυχών, γινόμενος προστάτης των χηρών και φροντίζοντας τους πτωχούς. Γι’ αυτόν τον λόγο με μόνη την προσευχή του έριξε κάτω στη γη αγαλματένιο είδωλο και φρόντισε να κτιστεί μεγάλος και ωραίος ναός στην καλλίνικο μάρτυρα Λουκία, ενώ αποτέφρωσε τον μάγο Ηλιόδωρο με τις μαγγανείες του. Διότι όταν αυτός φάνηκε σε όλους ανάμεσα στον όχλο, κάνοντας μαγείες και δημιουργώντας εντυπώσεις, ο μακάριος Λέων αφού τον έπιασε γρήγορα με τα χέρια του και τον έδεσε με το ιερό πετραχήλι του, έδωσε εντολή να ανάψουν μεγάλη φωτιά στο μέσο της πόλης. Κι αφού δημοσίευσε όλες τις μαγγανείες του, έχοντάς τον δεμένο από τον τράχηλο, μπήκε μαζί του στο μέσο της καμίνου, και δεν βγήκε από εκεί, μέχρις ότου αποτεφρώθηκε εντελώς ο δειλός. Αυτό κατέπληξε τους πάντες. Διότι όχι μόνον ο μέγας Λέων έμεινε άφλεκτος, αλλά η φλόγα δεν άγγιξε καθόλου ούτε κι ένα από τα ιερά ενδύματά του. Όταν το θαύμα αυτό έγινε γνωστό παντού και το άκουσαν με τα αυτιά τους και  οι αυτοκράτορες Λέων και Κωνσταντίνος, κάλεσαν τον άγιο να έλθει κοντά τους, και άγγιζαν τα πόδια του και τον παρακαλούσαν να προσεύχεται υπέρ αυτών. Αυτός όχι μόνον εν ζωή υπήρξε μέγας θαυματουργός, αλλά και μετά την ταφή του συνέχισε να επιτελεί θαύματα».  

Ο Ιωσήφ, ο υμνογράφος του αγίου Λέοντα, επιμένει ιδιαιτέρως στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου. Θαυματουργός άλλωστε επονομάζεται. Και πέραν των επεμβάσεών του σε όλα τα νοσήματα, και μάλιστα τα ανίατα, τονίζει το χάρισμά του για την εκδίωξη των πονηρών δαιμόνων. «Υπήρξες, ιεράρχα, αυτός που καθαρίζει τα νοσήματα, που φυγαδεύει τα πονηρά πνεύματα και αποτελεί το καταφύγιο των πιστών ανθρώπων» (ωδή δ΄). Ο άγιος Λέων θεωρείται «ειδικός» στην εκδίωξη των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι ακριβώς έγινε το όργανο του Θεού για την αποκάλυψη και την εξαφάνιση του πονηρού μάγου Ηλιοδώρου. Η προσευχή του γι’ αυτό συνιστά μάστιγα που τα απομακρύνει από τους ανθρώπους. «Έτυχες των θείων χαρισμάτων, ώστε να θεραπεύεις πάθη ανίατα και να εκδιώκεις ακάθαρτα πνεύματα με τη μάστιγα των προσευχών σου» (στιχηρό εσπερινού). Από την άποψη αυτή, ιδιαιτέρως στην εποχή μας που μαστίζεται από ανίατα πολλές φορές νοσήματα: καρκίνους, άγνωστες ιώσεις κλπ., αλλά και από πολλούς δαιμονισμούς και επιρροές ακαθάρτων πνευμάτων, ο άγιος Λέων θα έπρεπε να είναι άγιος της «πρώτης γραμμής». Κι όταν μάλιστα υπάρχει η διαχρονική βεβαίωση ότι θαυματουργούσε όχι μόνο εν ζωή, αλλά και μετά θάνατον, σαν, κατά κάποιο τρόπο, πέλαγος απείρων θαυμάτων («των απείρων θαυμάτων το πέλαγος», όπως λέει ο οίκος του κοντακίου του). Διότι «οι άγιοι εις τον αιώνα ζώσι».

Ο άγιος υμνογράφος πολλές φορές βεβαίως προβαίνει και στην ερμηνεία της λήψεως από τον Θεό του θαυματουργικού του χαρίσματος. Όλη του τη ζωή τη διάβηκε στη γη, σημειώνει, με φλογερή αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό και πήρε τη χάρη αυτή της θαυματουργίας (οίκος κοντακίου). Και την αγάπη αυτή την απέκτησε όχι άκοπα, αλλά με έντονη ασκητική προσπάθεια, καθώς αγωνιζόταν να έχει προσηλωμένο πάντοτε τον νου του στον πρώτο Νου, τον ίδιο τον Θεό. «Καθρεπτίζοντας τον αίτιο όλων Νου, τον Θεό, στον δικό σου καθαρότατο νου, δέχτηκες από Αυτόν την αίγλη των χαρισμάτων, θεόπνευστε» (ωδή ε΄). Εκεί που δίνει μία εξαιρετική όμως χριστοκεντρική  εξήγηση, με πολλή ποιητικότητα, του θαυματουργικού του χαρίσματος είναι στην ωδή θ΄: Βλάστησε ο άγιος τα σταφύλια των αρετών σαν κλήμα στο αμπέλι του Χριστού, κι αυτά έσταξαν το γλεύκος των θαυμάτων. Από αυτό το γλεύκος  πίνουν οι πιστοί και λαμβάνουν  και υγεία και ευχαρίστηση.

Αξίζει όμως να δούμε και την ερμηνεία του αγίου υμνογράφου στο παράδοξο θαύμα της αποτέφρωσης του μάγου Ηλιοδώρου. Παραξενεύει η ενέργειά του: αποτέφρωσε έναν άνθρωπο! Αλλά ο άγιος δεν προέβη στη βίαιη αυτή κίνηση από μίσος και φανατισμό. Το μίσος και ο φανατισμός στοχοποιούν συνήθως κάποιον και παλεύουν να τον εξοντώσουν, ερήμην πολλές φορές και του ίδιου - ο «αντίπαλος» στέκει ακριβώς απέναντι και πετροβολείται. Εδώ έχουμε τη συγκλονιστική συμπαράταξη του αγίου στην ίδια τιμωρία: εισέρχεται κι αυτός στη φωτιά, συμπαρασύροντας το όργανο του διαβόλου. Η κίνησή του βρίσκεται μέσα στην ενέργεια της χάρης του Θεού -  το αποτέλεσμα το αποδεικνύει.  Διότι λειτουργεί ως ποιμένας που πρέπει να σώσει τις ψυχές των πιστών του. Ο Ηλιόδωρος παρέσυρε πολλούς. Μπροστά στο φαινόμενο αυτό ο άγιος πρέπει να αντιδράσει. Προς χάρη ακριβώς του ποιμνίου του. «Αυτόν που μώραινε με τις απάτες των δαιμόνων όλους τους πιστούς στον Χριστό, τον παρέδωσες με δίκαιη ψήφο στη φωτιά, μακάριε, και έσωσες τις ψυχές από την ολέθρια αυτή βλάβη, σαν Ποιμένας αληθινός και σωτήριος» (ωδή ε΄). Ο άγιος Λέων εν προκειμένω αποτελεί παράδειγμα και πρότυπο για όλους τους χριστιανούς, και μάλιστα τους κληρικούς, στο πώς αντιμετωπίζονται οι εχθροί της Εκκλησίας: μόνον όταν έχει κανείς τη διάθεση να θυσιαστεί και ο ίδιος. Όταν κίνητρό μας είναι η αγάπη μας στον λαό του Θεού, με απόφαση να πεθάνουμε κι εμείς γι’ αυτήν την αγάπη, τότε η με φωτισμένη διάκριση στροφή μας κατά της πλάνης αποκτά αποτελεσματικότητα και γίνεται σωτήρια.

19 Φεβρουαρίου 2024

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ" ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ

 


ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ

Β΄ ΕΚΔΟΣΗ (ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ)

Στό ἀνηλεές σφυροκόπημα πού δέχεται ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας στούς καιρούς μας, ἡ πιό ἀποτελεσματική ἀντίδραση εἶναι ἡ προβολή τῶν ὑγιῶν στοιχείων της, ἐκείνων μάλιστα πού ἀπό πλευρᾶς χριστιανικῆς παραπέμπουν σ’ αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία»... 

 Στήν προβολή τοῦ ἁγίου θεσμοῦ τοῦ γάμου, τῆς συζυγίας, τῆς οἰκογένειας στοχεύουν καί τά κείμενα τοῦ μετά χεῖρας βιβλίου, πού βελτιώνουν καί ἐπαυξάνουν τήν πολλαπλῶς ἀνατυπωθεῖσα πρώτη ἔκδοσή του (2008, σελ. 131).  

Σχήμα: 21Χ14, σελ. 266. 

Σε λίγο καιρό από τις εκδόσεις "ἀκολουθεῖν".