02 Μαρτίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ

«Ο άγιος γεννήθηκε στη Νάξο το 1851, από ευσεβείς γονείς που είχαν ένα εμπορικό καΐκι. Στο κτήμα τους είχαν και παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Τον περισσότερο χρόνο του ο άγιος από μικρός τον περνούσε  μέσα σ’  αυτό, ενώ προείπε στους γονείς του τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον εκ μητρός παππού του ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε όλα τα εκκλησιαστικά τελετουργικά. Δεκατεσσάρων ετών ορφάνεψε από πατέρα και η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. Νεαρός νυμφεύτηκε κι απόκτησε έναν γιο, αλλά σύντομα έχασε τη σύζυγό του. Χειροτονήθηκε διάκονος (1879) και πρεσβύτερος (2 Μαρτίου 1885) και τοποθετήθηκε στον άγιο Παντελεήμονα  Ιλισσού. Λειτουργούσε όμως και στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, όπως και στον άγιο Ελισσαίο Πλάκας, όπου γνώρισε ως ιεροψάλτες τους μεγάλους Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη.

Διέπρεψε ως εκκλησιαστικός λειτουργός, αφήνοντας σε όλους την εικόνα του αφιλάργυρου, ταπεινότατου, φιλάνθρωπου και απλού ανθρώπου του Θεού. Η ακτινοβολία του κατά τη Θεία Λειτουργία ήταν τέτοια που κυρίως τα παιδιά τον έβλεπαν κάποιες φορές να μην πατάει στο έδαφος.

Η φιλανθρωπία του, η παροιμιώδης απλότητά του, η αφιλαργυρία του ήταν καρπός του Πατερικού του ήθους, το οποίο εδραζόταν στη μεγάλη ταπείνωσή του και την απέραντη αγάπη του στον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι λειτουργούσε καθημερινά στον άγιο Ελισσαίο, ενώ η λειτουργία ήταν πολύωρη από το πλήθος  ονομάτων που μνημόνευε.

Χωρίς σπουδές ο άγιος αλλά με σοφία Θεού, χαριτώθηκε από Εκείνον με τα χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης, αλλά και της θαυματουργίας. 2 Μαρτίου του 1932, Κυριακή του ασώτου, κοιμήθηκε  οσιακά. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τον δρόμο τετέλεκα. Δόξα Σοι ο Θεός. Η Θεία Χάρις να σας ευλογεί!» 29 Αυγούστου 1992, χρονιά που διακηρύχθηκε επισήμως η αγιότητά του, τα λείψανά του τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης».

Ο άγιος επιβεβαιώνει τον Παύλειο λόγο  «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Δεν είχε προσόντα που θαυμάζει ο κόσμος. Το απόλυτο προσόν του ήταν  η απλότητα και η ταπείνωσή του, που μαγνητίζουν τη χάρη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Μπροστά στον άγιο Νικόλαο δηλαδή τοποθετούμαστε ενώπιον  του Θεού και αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια διαφάνεια του ουρανού ήταν όλη η ζωή του.   Η υμνογραφία για τον άγιο  αυτό πρώτα απ’ όλα θίγει: «Αξίωσες, Χριστέ, με τη χάρη Σου,  τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα από τα ισχυρά και να φθάσουνε  τον ουρανό».

Ο άγιος Νικόλαος δεν ήταν απλός βεβαίως με την έννοια του αφελούς. Την απλότητά του την «έδεσε» με την αγάπη προς τον Θεό, ώστε δι’  αυτής να φανερωθεί η σοφία Εκείνου. Γι’  αυτό και τίποτε επίγειο δεν τον γοήτευε. «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» σημειώνει ο υμνογράφος του μακαριστός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς. Οπότε όλοι τον ονόμαζαν «άνθρωπο του Θεού», με όλες τις αρετές ενός τέτοιου ανθρώπου. «Ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς».

Ο εμπνευσμένος υμνογράφος αφορμάται από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη αγάπη του αγίου προς τον ομώνυμό του  άγιο - «ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας»  – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να χαρακτηρίσει τον  βίο του. «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη  του». Και: «Πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας».

Ο άγιος ήταν βραδύγλωσσος σαν τον Πατριάρχη Μωυσή. Ο υμνογράφος δεν διστάζει να τους παραλληλίσει: «Με τον ατελή του λόγο έμοιαζε στον βραδύγλωσσο Μωυσή και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο». «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαο» -  πιο μεγάλος και από τον Μωυσή!

Τέλος, ως λειτουργός υπήρξε μοναδικός. Όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή σπουδαίος ιεροκήρυκας, αλλά γιατί «κατέβαζε στη γη τον ουρανό»,  έχοντας σαν τον άγιο Σπυρίδωνα «αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του». Όχι τυχαία λοιπόν σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, σαν τους Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις λειτουργίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν μύστη των αρρήτων μυστηρίων, αυτόν βοηθούσαν στο ψαλτήρι.  Ο υμνογράφος επισημαίνει «συνεσκιασμένα». «Είχες άξιους συνεργάτες, που έψελναν καρδιακά στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΗΣΥΧΙΟΣ Ο ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΣ

«Ο άγιος Ησύχιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Μαξιμιανού (302) κι ήταν ο πρώτος στο παλάτι και στη βουλή της Συγκλήτου. Επειδή ο Μαξιμιανός πρόσταξε όλοι οι χριστιανοί που ήσαν στρατιώτες βασιλικοί, αν δεν αρνηθούν τον Χριστό, να στερηθούν τις ζώνες τους – το σημάδι της βασιλικής τους αξίας – και να ζουν ως ιδιώτες και άτιμοι, λόγω  λοιπόν αυτής της παράνομης προσταγής πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να ζουν καλύτερα χωρίς καμία εξωτερική τιμή, παρά να έχουν μεν τιμή αλλά να χάνουν την ψυχή τους. Κι ένας από αυτούς τους χριστιανούς  ήταν και ο άγιος Ησύχιος. Το έμαθε ο βασιλιάς και έδωσε διαταγή να αποδυθεί κι αυτός τα πολυτελή ενδύματά του και να ενδυθεί φτωχό μανδύα, χωρίς μανίκια, υφασμένο από μαλλί, και να ζει μαζί με τις γυναίκες.

Όταν έγινε αυτό, προσκάλεσε ο βασιλιάς τον Ησύχιο και του ζητούσε να του πει αν δεν ντρέπεται που ξέπεσε από την τιμή των μαγίστρων στον άτιμο αυτόν τρόπο ζωής, κι αν έχει επίγνωση ότι κανείς από τους χριστιανούς δεν μπορεί να τον αποκαταστήσει στις προηγούμενες τιμές και εξουσίες που είχε. Ο άγιος απάντησε ότι η παρούσα τιμή είναι πρόσκαιρη, ενώ του Χριστού είναι απέραντη και αιώνια, οπότε ο βασιλιάς οργισμένος πρόσταξε να δεθεί μία μυλόπετρα στον τράχηλό του και να ριχτεί στον Ορόντη ποταμό (στη Συρία), μέσα στον οποίο ο άγιος δέχτηκε το μακάριο τέλος».  

Ένδοξος όσο ζούσε στον κόσμο αυτό ο άγιος Ησύχιος λόγω της μεγάλης του θέσης στο παλάτι του αυτοκράτορα, μέγιστος όμως και στο τέλος του λόγω της πιστότητάς του στον Χριστό και του μαρτυρίου του. Κι ακόμη ενδοξότερος βεβαίως μετά τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού, ζώντας πια μαζί με τους αγγέλους ενώπιον του Κυρίου του.  «Και στον βίο σου ένδοξος και μεταξύ των μαρτύρων μέγιστος ήσουν γνωστός, αθλητά Ησύχιε, και μαζί με τις ουράνιες δυνάμεις παρίστασαι με δόξα μπροστά στον Βασιλέα των όλων» θα πει με θάμβος ο άγιος υμνογράφος του Ιωσήφ (στιχ. εσπ.). Κι είναι ακριβώς η ένδοξη κοσμική θέση του που φωτίζει τον πλούτο της χριστιανικότητάς του. Γιατί είχε να αντιπαλέψει με ό,τι αποτελεί στον κόσμο τούτο «μεγάλο και τρανό»: την εξουσία, τα χρήματα, την αποδοχή. Κι όμως εκείνος τα έκανε όλα πέρα, τα θεώρησε κυριολεκτικά ως σκουπίδια. «Εγκατέλειψες τα αξιώματα και τον πλούτο και τη φθαρτή δόξα, κι ακολούθησες μόνο τον Χριστό» (ωδή θ΄). Σαν τον απόστολο Παύλο που κι εκείνος κάπως έτσι προχώρησε στη ζωή του: από «πριγκιπόπουλο» του Ιουδαϊσμού, όπως ήταν, να γίνει «περικάθαρμα» και έσχατος όλων. Κι αυτό γιατί; Για να κερδίσει τον Χριστό. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα (σκουπίδια) είναι ίνα Χριστόν κερδήσω».

Τι υπέκειτο ως κινητήρια δύναμη και στον απόστολο Παύλο, αλλά και στον άγιο Ησύχιο τον Συγκλητικό που εορτάζουμε σήμερα; Αυτό που όλοι γνωρίζουμε καλά: η αγάπη τους προς τον Κύριο, ο θερμός πόθος και έρωτάς τους προς Εκείνον. Ό,τι ζητάει ο λόγος του Θεού: την απόλυτη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της ισχύος», αυτό έκαναν πράξη οι άγιοι όλοι, αυτό έκανε και ο άγιος Ησύχιος. «Αγάπησες μόνο το ποθητό κάλλος του Χριστού, μακάριε, γι’ αυτό και περιφρόνησες τα κάλλη και τις ομορφιές του κόσμου» (ωδή γ΄). Αυτή είναι η αλήθεια: μόνο η δύναμη του Θεού που ριζώνει ως αγάπη στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να τον κάνει να υπερβεί και την ίδια τη φύση του, την πεσμένη στην αμαρτία και που ρέπει «επιμελώς εκ νεότητος επί τα πονηρά». Κι η δύναμη αυτή όχι μόνο   απεμπλέκει από την έλξη και τη γοητεία των υλικών αγαθών, αλλά και οδηγεί τον πιστό στην κατάθεση και του πιο μεγάλου θεωρούμενου αγαθού, της ίδιας της ζωής. «Ο Κύριος, πανσεβάσμιε, στον καιρό των μαρτυρικών άθλων, σού φανερώθηκε στήριγμα και κραταίωμα. Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες τον θάνατο» (ωδή δ΄). Η αφοβία του θανάτου άλλωστε δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον γνήσιο χριστιανό; Γιατί ζει, κατά την ακραία ιδίως κατάσταση του μαρτυρίου, τη χαρισματική αγάπη του Χριστού που είναι δυνατότερη και από τον θάνατο – ο Σταυρός είναι η επιβεβαίωση πάντοτε της πιστότητας στην αλήθεια.

Πώς συγκεκριμενοποιείται όμως ο θερμός πόθος προς τον Χριστό του μάρτυρα και κάθε αγίου; Τι σημαίνει δηλαδή αγαπώ τον Χριστό ώστε μου δίνει τη δύναμη να αντέξω τα μαρτύρια μέχρι θανάτου; Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ δίνει την απάντηση, θεμελιωμένη στη Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας: αγάπη προς τον Χριστό σημαίνει εναγκαλισμό των εντολών του Χριστού και πορεία ζωής με βάση αυτές – σαν να περιχαρακώνεται ο πιστός ψυχικά και σωματικά από ό,τι ο Κύριος καθορίζει. Διότι ο Κύριος μέσα στις εντολές Του περικλείεται. «Περιχαρακωμένος από τις εντολές του Κυρίου, απόκρουσες, παμμακάριστε Ησύχιε, τις πονηρές θωπείες των ανόμων ηγεμόνων, αθλούμενος καρτερικότατα» (ωδή α΄). Αυτό είναι το αποτέλεσμα στον άνθρωπο που βαδίζει με αγάπη προς το θέλημα του Θεού: νιώθει σαν να είναι μέσα σε φρούριο, παντοδύναμος σχεδόν, που κάθε θεωρούμενη ελκτική δύναμη είναι ενώπιόν του ως αράχνη.

01 Μαρτίου 2024

ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗΝ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ "ΜΑΥΡΗ"!

«Χρειάζεται η οικογένεια. Χωρίς αυτήν η ζωή είναι μαύρη, δεν μπορεί να προχωρήσει ευχάριστα και ανοδικά. Να γιατί και η Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπογράμμισε ότι η οικογένεια “είναι το φυσικόν και θεμελιώδες συστατικόν στοιχείον της Κοινωνίας”. Να γιατί ο Δημιουργός Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο μόνον στη ζωή, αλλ’ “ἐποίησε βοηθόν κατ’ αὐτόν”. Να γιατί και όταν Αυτός ο Δημιουργός Θεός έγινε άνθρωπος, μέσα στην οικογένεια έζησε και την οικογένεια αγίασε κι ευλόγησε» (Μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός).

Ο μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός, διαπρύσιος κήρυκας του ευαγγελίου του Κυρίου, λόγω και έργω: ό,τι κήρυσσε το έβλεπες ενσαρκωμένο στην αγία βιοτή του, τονίζει στο παραπάνω απόσπασμα άρθρου του για την οικογένεια αυτό που συνιστούσε βαθειά πεποίθησή του και εμπειρική διαπίστωσή του από την πολύχρονη ιερατική του διακονία. Τι δηλαδή; Η ζωή χωρίς την οικογένεια είναι ζωή μαύρη, χωρίς χαρά, μία ζωή μίζερη κολλημένη στην ύλη των παθών και των αισθήσεων. Κι ασφαλώς ο αγιασμένος Γέρων δεν αναφέρεται σ’ αυτούς που από αγάπη προς τον Κύριο στράφηκαν στη μοναχική ζωή την πλήρως αφιερωμένη στον Θεό – αυτοί αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας, καθώς έλεγε στοιχώντας στους αγίους Πατέρες και πάνω από όλα στον ίδιο τον Κύριο: «δεν μπορούν όλοι να προχωρήσουν όλοι σ’ αυτόν τον δρόμο της αφιέρωσης, αλλά σ’ όσους έχει δοθεί το χάρισμα τούτο». Αλλ’ ούτε και σ’ εκείνους που για λόγους ανώτερους: αφιέρωσης στην επιστήμη τους για χάρη της κοινής ωφέλειας, αφιέρωσης στην οικογένειά τους λόγω υπάρξεως ασθενειών σε μέλη αυτής ή αφιέρωσης και στην ιεραποστολή, δεν μπόρεσαν παρ’ όλη ίσως την επιθυμία τους να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Έχει υπ’ όψιν του εκείνους τους αδελφούς που χωρίς να υφίσταται κάποιο πρόβλημα αυτοί επιλέγουν τη «μοναξιά» τους για να κάνουν, όπως λέμε, τη ζωή τους, χωρίς καμία δέσμευση – «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»! Γι’ αυτούς σημειώνει ότι η ζωή τους είναι μαύρη και χωρίς χάρη και χαρά, όπως άλλωστε το επισημαίνει σε άλλο σημείο του κειμένου του, μνημονεύοντας συγκεκριμένη περίπτωση καταξιωμένου και σπουδαίου θεωρούμενου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, που του εξομολογήθηκε: «όλα τα έχω στη ζωή, αλλά ζω χωρίς καμία χαρά, γιατί έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα: δεν δημιούργησα δική μου οικογένεια».

Ο μακαριστός π. Γεώργιος λοιπόν προβάλλει την αξία της οικογένειας. Κι η σκέψη του κινείται με σφαιρικό τρόπο: επικαλείται και την ίδια την πραγματικότητα της ζωής, αυτό δηλαδή που η ίδια η κοινωνία έχει διαπιστώσει εμπειρικά ως ανάγκη της μέσω της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως όμως τον λόγο του Θεού: ο Δημιουργός μάς έπλασε έτσι ώστε το κοινωνικό στοιχείο να συνυπάρχει με τη φύση μας – «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος» - αλλά και ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας επέλεξε μέσα σε οικογένεια να ανατραφεί και να μεγαλώσει, ευλογώντας και αγιάζοντας τον συγκεκριμένο θεσμό. Κι είναι περιττό βεβαίως να τονίσουμε ότι ο μακαριστός Γέρων θεωρεί ότι καταξιώνεται και αγιάζεται η οικογένεια, όταν τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι, ο πατέρας και η μάνα, λειτουργούν και κινούνται όπως ο άγιος Ιωακείμ και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου: με απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού, που θα πει με απόλυτη προτεραιότητα της θυσιαστικής αγάπης του ενός προς τον άλλον. Τότε μόνον δημιουργούνται οι συνθήκες να σκηνώσει η χάρη του Θεού στην οικογένεια και να φανερώνεται αυτή ως «κατ’ οίκον Εκκλησία». Διαφορετικά η οικογένεια μπορεί να υφίσταται αλλά να λειτουργεί εγωιστικά, φτιάχνοντας ανθρώπους ατομιστές με μοναδική απόβλεψη το συμφέρον τους. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως και ο γάμος και η οικογένεια περιπίπτει στην περίπτωση εκείνων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου που αρνήθηκαν την πρόσκληση του Κυρίου με το «έχε με παρητημένον» και έμειναν έξω από το τραπέζι της Βασιλείας, μακριά δηλαδή από τον Θεό.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ

«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους  ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν. Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και της έκοψαν το κεφάλι».

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως συμβαίνει και με άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ’λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, που εισήλθαμε με το Τριώδιο στα προπύλαια της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.

Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης». Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Διότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου στο φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Με την παρατήρηση ότι η δική μας προσφορά γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.  

29 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ Ο ΡΩΜΑΙΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Κασσιανός (5ος αι.) ήταν από την πόλη της Ρώμης, υιός ενδόξων και λαμπρών γονέων. Από την αρχή ήδη της ζωής του απέκτησε μεγάλο έρωτα προς τα γράμματα. Με τη σπουδή του λοιπόν σ’ αυτά και με τη φυσική του ευφυΐα ασχολήθηκε με όλη την ελληνική παιδεία και μελέτησε επισταμένως φιλοσοφία και αστρονομία. Έμαθε επίσης καλά και τη θεία Γραφή και έφτασε στο ανώτερο δυνατό της γνώσεώς της. Τέλος, αφού κόσμησε τη ζωή του με την αγνότητα και την καθαρότητα της ψυχής, έφυγε από την πατρίδα του, πήγε σε μοναχική σκήτη κι ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Παραδομένος στο μοναστήρι εξάσκησε κάθε υπακοή, έμαθε από εκεί κάθε ασκητική σκληραγωγία, κι αφού συνήθισε έτσι τον εαυτό του κι έφθασε από την άκρα υπακοή στην άκρα διάκριση, προχώρησε και στην ησυχία. Έκανε πολλά χρόνια στην ησυχαστική ζωή, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε μεγαλύτερες ακόμη σκληραγωγίες, με αποτέλεσμα να γίνει περισσότερο έμπειρος και ασκητικός.

Κάποια στιγμή λοιπόν έφυγε από την ησυχία αυτή και επισκέφτηκε όλα τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της Θηβαΐδος, το όρος της Νιτρίας, όπως και τα μοναστήρια της Ασίας και του Πόντου και της Καππαδοκίας και όλης της Ανατολής. Από την περιδιάβασή του αυτή αποτύπωσε τους βίους όλων των μοναχών και τους τύπους και τις ασκητικές τους διαγωγές, όπως ούτε και το κερί ακόμη δεν αποτυπώνει τους τύπους των δακτυλιδιών. Και φανερώνουν τούτο τα βιβλία που γράφτηκαν από  αυτόν, τα οποία είναι γεμάτα από κάθε ακρίβεια και σοφία και ωφέλεια, όπως και όλες οι άλλες συγγραφές του και οι διδασκαλίες του.  Αυτές τις συγγραφές του όποιος τις μελετήσει επισταμένως και σοβαρά, θα δρέψει μεγάλη ωφέλεια και θα γνωρίσει από αυτές και τον βίο και τον τρόπο ζωής του συγγραφέα. Έτσι λοιπόν έζησε ο θείος αυτός άνδρας, έτσι πολιτεύτηκε, μέχρις ότου μετέβη προς τις αιώνιες μονές».

Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας αναφέρεται στο διδασκαλικό χάρισμα του οσίου Κασσιανού του Ρωμαίου. Ο άγιος Ιωσήφ, ο συνθέτης του κανόνα του οσίου, χωρίς βεβαίως να παραλείπει τον σπουδαίο ασκητικό τρόπο ζωής του, διά του οποίου έφθασε σε επίπεδα θέωσης – «Με ολοκληρωτική στροφή προς τον Θεό, απομακρύνθηκες, θαυμάσιε, από όλα τα εμπαθή νοήματα κι έγινες φως, προχωρώντας στη θέωση με τη μέθεξη των πνευματικών» (ωδή α΄) – τονίζει κυρίως τις ένθεες διδαχές του. Δεν υπάρχει σχεδόν ωδή του κανόνα του χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτές τις διδαχές, οι οποίες όμως δεν αποτελούν πρώτιστα καρπό της φυσικής οξύνοιάς του ή των σπουδαίων όντως μελετών του, αλλά φωτισμό του αγίου Πνεύματος από την αγιασμένη αποδεδειγμένα ζωή του. Με άλλα λόγια, ο όσιος Κασσιανός - ο οποίος μας άφησε σπουδαία ασκητικά συγγράμματα, που μερικά από αυτά συμπεριλήφθηκαν μάλιστα στη γνωστή ανά τον κόσμο συλλογή της Φιλοκαλίας των ιερών νηπτικών από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη - αυτό που ζούσε και έβλεπε ως αγία εμπειρία και των αγίων της Εκκλησίας μας, αυτό  και κατέγραψε, καθοδηγώντας έτσι και φωτίζοντας όχι μόνον τους μοναχούς της Εκκλησίας, αλλά και το σύνολο των πιστών.

«Λάμποντας σαν αστέρι με τον λόγο και τον βίο σου, Κασσιανέ, φωτίζεις όλα τα πληρώματα της γης, διώχνοντας τη θολούρα της άγνοιας» (ωδή η΄). «Καθώς ήσουν προσκολλημένος πάντοτε στον Θεό με νηστείες και αγρυπνίες, μακάριε,  φάνηκες υψηλότερος από κάθε επίγεια ηδονή,  και φωτιζόμενος αδιάκοπα από τις θεϊκές αναβάσεις σου ανέβλυσες τους ποταμούς της διδασκαλίας, που ποτίζουν τις καρδιές των πιστών και εκθέτουν τη σωτήρια γνώση, θεόφρον Κασσιανέ» (στιχηρό εσπερινού). «Γέμισε η καρδιά σου από τη σοφία του Θεού, πάνσοφε, και ανέβλυσε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος άβυσσο διδασκαλίας» (ωδή γ΄). Θα μπορούσε κανείς να πει έτσι ότι οι λόγοι του και οι διδασκαλίες του συνιστούν ένα άρωμα θεϊκό, τα κείμενά του είναι θεόπνευστα, διότι ακριβώς βγαίνουν από μία ζωή ευωδιαστή από τη χάρη του Πνεύματος του Θεού. Κι είναι τούτο το συμπέρασμα πράγματι του αγίου Ιωσήφ, το οποίο το αποδέχτηκε και το έκανε τραγούδι της και η Εκκλησία. «Σαν ηδύπνοο ρόδο μας ευωδιάζουν οι θεόπνευστοι λόγοι της θείας γλώσσας σου. Διότι εσύ έγινες ευωδία του, για χάρη μας από το άπειρο έλεός Του, σαρκωθέντος Θεού, θεοφόρε πανσεβάσμιε» (ωδή θ’ ).

Είναι ευνόητο έτσι ότι οι λόγοι του οσίου Κασσιανού έχουν ως περιεχόμενο την οδό την οποία ο Κύριος πρότεινε στους πιστούς Του, προκειμένου να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Και η οδός του Κυρίου ήταν και είναι πάντοτε η στενή και θλιμμένη οδός των ιχνών Εκείνου, δηλαδή η οδός του Σταυρού ως υπέρβαση των παθών και άρση της αγάπης, που οδηγεί όμως στην ίδια τη ζωή, εν αντιθέσει προς την πλατειά και ευρύχωρη οδό της αμαρτίας, που οδηγεί όμως στην απώλεια και την καταστροφή. «Τι στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν. Και πλατεία η οδός και ευρύχωρος η απάγουσα εις τον απώλειαν» (ο Κύριος). Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει: «Περπάτησες, πάτερ, την οδό τη στενή, κι αυτήν υπέδειξες με όλα σου τα λόγια. Κι αυτήν την οδό όσοι την βαδίζουν καλά εισάγονται στο πλάτος του Παραδείσου» (ωδή ς΄).

Με βάση τα παραπάνω ο άγιος Ιωσήφ δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον όσιο Κασσιανό και ως ιατρό. Ο όσιος ήταν και παραμένει ιατρός των ψυχών, γιατί ακριβώς ρυθμίζει τα φρονήματα των μοναχών και όλων των πιστών που μελετούν τα λόγια του. «Έγινες ιατρός των ψυχών με τα θεία σου διδάγματα, Κασσιανέ, διότι ρυθμίζεις τα φρονήματα των Μοναχών με τη χάρη του Θεού, και τους υποδεικνύεις άριστα την οδό που οδηγεί προς την αιώνια ζωή» (ωδή α΄). Κι είναι αληθές: οι περισσότερες αρρώστιες, και μάλιστα οι ψυχικές, που εμμένουσες σωματοποιούνται, έχουν ως πηγή τους «φρονήματα»,  πλανεμένους λογισμούς. Όπως σημειώνει επ’ αυτού ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης, στην εισαγωγή του στη Φιλοκαλία για τον όσιο Κασσιανό: «οι ‘λογισμοί’ κατά βάθος αποτελούν τα θανάσιμα λεγόμενα πάθη, όταν, από την μη σωστή χρήση τους, σταδιακά γίνονται έξεις, αποκτούν δύναμη, στερεώνονται στην ψυχή, αναχωνεύονται με τη νοερή ουσία της και μεταβάλλονται σε ‘σκληρές ουσίες’, κατά την έκφραση του αββά Ισαάκ του Σύρου». Ψυχοθεραπευτής αληθής και ιατρός λοιπόν ο όσιος Κασσιανός και ευτυχής η στιγμή που θα πάρουμε στα χέρια μας τα θεόπνευστα κείμενά του.

28 Φεβρουαρίου 2024

«ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΣ» ή (αλλιώς) ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

«Να πάνε τουλάχιστον οι άνθρωποι σε έναν Πνευματικό να εξομολογηθούν, να φύγει η δαιμονική επίδραση, για να μπορούν να σκέφτονται λιγάκι. Τώρα δεν μπορούν ούτε να σκεφθούν από την δαιμονική επίδραση.

Η μετάνοια, η εξομολόγηση κόβει το δικαίωμα του διαβόλου. Πριν λίγο καιρό, (:Ιούνιος του 1985, όπου ο άγιος έμενε στο Καλύβι της Παναγούδας), ήρθε στο Άγιον Όρος ένας μάγος και έφραξε με πασαλάκια και δίχτυα όλο τον δρόμο, εκεί σε μία περιοχή κοντά στο Καλύβι. Αν περνούσε από ’κει μέσα ένας ανεξομολόγητος, θα πάθαινε κακό. Δεν θα ήξερε από πού του ήρθε.

Μόλις τα είδα, κάνω τον σταυρό μου και περνώ από μέσα, το διέλυσα. Μετά ο μάγος ήρθε στο Καλύβι, μου είπε όλα τα σχέδιά του και έκαψε τα βιβλία του. Σε έναν που είναι πιστός, εκκλησιάζεται, εξομολογείται, κοινωνάει, ο διάβολος δεν έχει καμμιά δύναμη, καμμιά εξουσία».

 (Όσιος Παΐσιος, Με αγάπη και πόνο για τον σύγχρονο άνθρωπο).

Μιλάει ο όσιος Παΐσιος για τα δικαιώματα του διαβόλου, του ξεπεσμένου αυτού πονηρού πνεύματος, πάνω στον άνθρωπο. Για δικαιώματα που δεν έχει, αφότου μάλιστα ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός – ο Κύριος ήλθε «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» με αποκορύφωση της ενέργειάς Του αυτής τη σταυρική Του θυσία - αλλά που τα αποκτά ακόμη και σε έναν βαπτισμένο και χρισμένο χριστιανό, ο οποίος όμως έχει αποπτύσει το βάπτισμά του, έχει διαγράψει τον Θεό δηλαδή από τη ζωή του και ζει ως «άθεος εν τω κόσμω». Ο χριστιανός με άλλα λόγια ενώ πράγματι ενσωματώνεται στον Χριστό, καθώς γίνεται μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και Τον ενδύεται ψυχοσωματικά: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (απ. Παύλος), όμως αν δεν ενεργοποιεί την άπειρη αυτή δωρεά, την απεμπολεί, τη χάνει, κι ακόμη περισσότερο: γίνεται χειρότερος από ό,τι πριν το βάπτισμά του, σύμφωνα με του Ίδιου του Κυρίου τη διαβεβαίωση: «το πνεύμα το πονηρό όταν βγαίνει από τον άνθρωπο, ξανάρχεται και βλέποντάς τον χαλαρωμένο και απρόσεκτο πηγαίνει και παραλαμβάνει και άλλα δαιμόνια μαζί του, ώστε να γίνονται χειρότερα τα πράγματα από πρώτα». Οπότε η ακύρωση και η κατάργηση του πονηρού πνεύματος λόγω της χάρης του Θεού, εξαρτώνται από τη θέληση του ανθρώπου. Ο Θεός μάς τα δίνει όλα, τον ίδιο τον Εαυτό Του, αλλά ζητάει και την ανταπόκριση του ανθρώπου. Διότι «συνεργοί Θεού εσμεν» (απ. Παύλος) - χωρίς το ναι του ανθρώπου και ο ίδιος ο Θεός «περιορίζεται».

Τρομάζει κανείς με την ευθύνη του ανθρώπου, όταν μάλιστα αμαρτάνει. Συνήθως αμαρτάνουμε, δηλαδή ενεργούμε λόγω, έργω, διανοία, χωρίς να σκεπτόμαστε τις συνέπειες – για πολλούς η αμαρτία θεωρείται ίσως και παιχνίδι! Μα «ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις» λέει ο λόγος του Θεού. Και το χειρότερο: εκχωρείς δικαιώματα στον διάβολο για σένα που δεν τα έχει. Που σημαίνει ότι νομίζεις πως κινείσαι μόνος σου, αυτόνομα, «ελεύθερα», χωρίς καμία εξουσία πάνω σου, κι έχεις γίνει ενεργούμενο του πονηρού, δούλος του χειρότερου δυνάστη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο. Γιατί ποιος είναι ο χειρότερος δυνάστης; Εκείνος που σε μισεί και θέλει να σε καταστρέψει, ενώ είσαι στη δούλεψή του! Κι αυτός είναι ο πονηρός! «Σε όποιον έχεις ηττηθεί – κι όταν αμαρτάνουμε είμαστε ηττημένοι από τον διάβολο – σ’ αυτόν και έχεις υποδουλωθεί» (απ. Πέτρος).

Και τα δικαιώματα του πονηρού που δεν τα έχει αλλά τα αποκτά, γιατί εμείς του τα δίνουμε, διαβαθμίζονται: έστω και λίγο να αμαρτάνουμε, δίνουμε «δικαίωμα» επίδρασης και επιρροής του πάνω μας. Συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε χωρίς αμέσως να μετανοούμε; Ακόμα περισσότερο υποδουλωνόμαστε με συμπτώματα φανερά: το άγχος, τη στενοχώρια, την ευερεθιστότητα του χαρακτήρα, την ετοιμότητα σύγκρουσης με τον συνάνθρωπο, να μη χωράμε και στα ίδια μας τα ρούχα! Διαγράφουμε τον Θεό οριστικά από τη ζωή μας; Εκεί έχουμε το πανηγύρι του διαβόλου! Λειτουργούμε ως εκτελεστικά του όργανα, γινόμενοι ακόμη και «χειρότεροι» από αυτόν! «Σε έναν που δεν είναι πιστός και δίνει δικαιώματα στον πονηρό, έχει ο πονηρός μεγάλη εξουσία. Μπορεί να τον λιντσάρει, έχει δόντια και τον ξεσκίζει. Ανάλογα με τα δικαιώματα που δίνει μία ψυχή, είναι και η εξουσία του επάνω της» (όσιος Παΐσιος).

Και ποιο το χαρακτηριστικό της έντονης δαιμονικής παρουσίας πάνω μας; Η απαίτηση να γίνεται πάντοτε το δικό μας θέλημα – το θέλημα του διαβόλου στην πραγματικότητα -, η απαίτησή μας το δικό μας δικαίωμα, γράφε: «δικαιωματισμός», να γίνεται άνευ όρων αποδεκτό από όλους! Σαν τυφλοί αδυνατούμε να δούμε ότι υπάρχει όριο στις απαιτήσεις μας, ότι ισχύει αυτό που εξαγγέλλεται και στο φυσικό δίκαιο: το δικαίωμά μου σταματά εκεί που αρχίζει το δικαίωμα του άλλου, του συνανθρώπου. Πού βέβαια να ακουστεί και να κατανοηθεί η υπέρ φύσιν πραγματικότητα, εκεί που λειτουργεί η χάρη του Θεού: «καλύτερα και να αδικείσθε»; Για τον χριστιανό δηλαδή το επίπεδο που περιπατεί είναι το του Κυρίου: σταυρώνεται και αυτός για να σηκώσει το βάρος της αδικίας των άλλων – ό,τι αποκαλύπτει την πραγματική χριστιανική αγάπη! Ναι!, ο χριστιανός παραιτείται και από τα νόμιμα δικαιώματά του, για να «ζήσει ο άλλος»! Γιατί τα δικά του δικαιώματα τα έχει δώσει στον Θεό, ο Οποίος αναλαμβάνει την υπεράσπισή του με τον τρόπο που μόνον Αυτός γνωρίζει.

Οπότε αναδύεται με εξώφθαλμο τρόπο ο «δικαιωματισμός» κάποιου: προεκτείνει τον πατέρα του διάβολο και κανονίζεται από αυτόν! Τι άραγε μπορεί να υφίσταται πίσω από την απαίτηση να υποτάσσονται οι άλλοι στα δικά μου θέλω παρά μόνο η δαιμονική υπερηφάνεια; «Εκείνος που θέλει να επιβάλει τη γνώμη του, έστω κι αν είναι ορθή, να ξέρει ότι πάσχει από τη νόσο του διαβόλου, (την υπερηφάνεια)» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Και κατ’ επέκταση είναι ευνόητο ότι όλο το «woke» (αφύπνιση) κίνημα και η «woke culture» καθώς λέγεται, εφόσον κινείται πάνω στις ράγες του «δικαιωματισμού» αυτού,  φανερώνει την προέλευση και την ποιότητά του: τον πονηρό και τα ύπουλα όργανά του!

«Ο κόσμος όλος βρίσκεται μέσα στην έξουσία του πονηρού» μας λέει η Αγία Γραφή - κατά παραχώρηση Θεού βέβαια, προκειμένου να αποδειχθούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων: ποιοι ανήκουν πράγματι στον Θεό και ποιοι όχι. Και η λύση και η διέξοδος είναι μία για τον αληθινό χριστιανό κι αυτό τονίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο άγιος Παΐσιος: η γνήσια μετάνοια ως αλλαγή πορείας του ανθρώπου που καταλήγει στην εξομολόγηση ενώπιον του ιερέα πνευματικού. Έτσι φεύγει η δαιμονική επίδραση και καθαρίζει ο νους μας. Χωρίς μετάνοια ο «δικαιωματισμός» θα αυξάνει, θα συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα για να φτάσει να γίνει η χοάνη που θα καταπιεί όλους μας. «Homo homini lupus», ο καθένας γίνεται λύκος για τον άλλον. Ο Κύριος πάντως το επεσήμανε: «Άραγε όταν ξανάρθω, θα βρω πίστη στον Θεό επί της γης;»

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΟΥ

«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».  

Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού, μη εν Θεώ ζώντος, ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».

Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μάς καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ενεργή μέσα του τη χάρη του Πνεύματος του Θεού, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» (ωδή γ΄).

Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.