08 Μαρτίου 2024

8 ΜΑΡΤΙΟΥ: Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Όταν και μέχρι τα νεώτερα χρόνια υπήρχε προβληματισμός σε κάποιες κοινωνίες αν η γυναίκα εντάσσεται στο ανθρώπινο είδος∙ όταν και μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να ψηφίζει, γιατί ο «χώρος»  της ήταν μόνο το σπιτικό και η οικογένειά της∙ όταν ακόμη και σήμερα η επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση της γυναίκας για ορισμένους θεωρείται «σκάνδαλο»∙ όταν μ’ ένα λόγο η σύγκριση της γυναίκας προς τον άνδρα σε οικουμενική σχεδόν κλίμακα και διαχρονικά, από πλευράς κοινωνιολογικής, πολιτικής, οικονομικής, αποβαίνει μονίμως εις βάρος της γυναίκας, τότε, ναι! Μιλάμε για μία προβληματική κοινωνία, της οποίας το διαστροφικό στοιχείο την έχει διαποτίσει τόσο, ώστε να μην μπορούμε να βρούμε κανένα ελαφρυντικό και δικαιολογητικό στοιχείο υπέρ αυτής[1].

Και γιατί έπειτα να παραξενευόμαστε που μόλις τα τελευταία χρόνια διεθνώς, ελάχιστο καιρό στα καθ’ ημάς, ήρθαν και έρχονται στο φως περιπτώσεις που δείχνουν αυτήν τη μειονεκτική θέση της γυναίκας, η οποία δέχεται προσβολές όλων των ειδών με αδυναμία αντίδρασής της και ευρέσεως του δίκιου της; Πρέπει να επιστρατεύσει όντως όλα τα αποθέματα της ψυχικής της δύναμης, να βρει στηρίγματα που ενώ υπάρχουν δύσκολα επισημαίνονται, προκειμένου να βγάλει την καταπιεσμένη φωνή της κι απελπισμένα να κραυγάσει: «Φτάνει! Μέχρις εδώ και μη παρέκει!»

Το πρόβλημα βεβαίως είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του χριστιανισμού – ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε καταπέλτης στην υποβάθμιση της γυναίκας, τονίζοντας ότι ο Θεός δεν δημιούργησε έτσι τα πράγματα[2]! Αλλά και μετέπειτα, παρόλη την επίδραση του χριστιανισμού, δεν υπήρξε μία γενικευμένη και νομοθετημένη λύση του – οι  εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν. Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για παράδειγμα, και όχι μόνον  αυτός, διαπιστώνοντας στην εποχή του (4ος αι.) την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας που και νομικά εθεωρείτο κατώτερη από τον άνδρα, αυτήν την απάντηση έδινε στο γιατί συμβαίνει η συγκεκριμένη αμαρτία. «Άνδρες οι νομοθετούντες» έλεγε, δηλαδή αφού εκείνοι που νομοθετούν είναι άνδρες, προς το συμφέρον τους όλα τα ρυθμίζουν[3]. 

Και βεβαίως ο άγιοι Πατέρες μας, κινούμενοι ευαγγελικά και αποστολικά, προχωρούν βαθύτερα, εκεί που λειτουργεί η ανθρώπινη φύση με όλη τη σκοτεινιά της. Η υποβάθμιση της γυναίκας υπάρχει, σημειώνουν, γιατί η αμαρτία έχει διαβρώσει τον άνθρωπο και έχει αλλοιώσει όλες τις σχέσεις του, (και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό), αλλά και τις σχέσεις του προς την υπόλοιπη δημιουργία. Για να προχωρήσουν στην ψαύση της κεντρικής αιτίας: όλες οι σχέσεις χάλασαν, τα δύο φύλα εναντιώθηκαν μεταξύ τους, γιατί χάλασε η πιο κεντρική και θεμελιακή σχέση, από την οποία πηγάζει η ίδια η ύπαρξη: η σχέση με τον Θεό.

Όλα τα παραπάνω, όλες οι ασχήμιες για τις οποίες κανείς εχέφρων  άνθρωπος δεν μπορεί όχι να καυχηθεί αλλά ούτε και κατά διάνοια να αποδεχτεί, οφείλονται στην επανάσταση του ανθρώπου κατά του Δημιουργού και Πατέρα του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος»[4] σημειώνει η Γραφή, θεωρώντας ότι θάνατος δεν είναι μόνο η βιολογική φθορά του ανθρώπου, αλλά πρωτίστως η απώλεια της σχέσης με τον Θεό Ζωή, που φέρνει την απώλεια της ορθής σχέσης και με τον συνάνθρωπο, και μάλιστα τον πρώτο συνάνθρωπο: τη γυναίκα για τον άνδρα και τον άνδρα για τη γυναίκα. Ο ένας άνθρωπος («εποίησεν άνθρωπον ο Θεός, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»[5]) που κομματιάστηκε.

Κι ακριβώς. «Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας», εξαγγέλλει με κάθε τρόπο η Γραφή, αφότου ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Γιατί; Διότι «όλοι είστε ένα μπροστά στον Χριστό ενωμένοι μαζί Του»[6]. Ο Χριστός ήλθε και στην σε δύο φύσεις μία θεϊκή Του υπόσταση[7] αποκατέστησε τον άνθρωπο στην ενότητά του: άνδρες και γυναίκες και κάθε θεωρούμενη διαφορά δεν κατανοούνται πια κατά ατομικό τρόπο. Οπότε το μεγαλείο του ανθρώπου δεν έγκειται  στην ανδρική ή τη γυναικεία φύση του, αλλά στο κατά πόσον η θέλησή του λειτουργεί για την ενότητα, κλίνει δηλαδή εν αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η αγάπη κι η ενότητα είναι το προέχον[8], αυτή συνιστά την αγιότητα εν Χριστώ, γι’ αυτό και στη χριστιανική πίστη ο σπουδαιότερος άνθρωπος, ο μεγαλειωδέστερος και στο απώγειό του ευρισκόμενος είναι η Παναγία Θεοτόκος – η εικόνα της απόλυτης  αγάπης ως Μάνας αγκαλιάς[9].

 Μία γυναίκα δηλαδή είναι ό,τι σημαντικότερο και ανώτερο υπάρχει στο ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και στο πρόσωπο Εκείνης, της Μοναδικής, βλέπουμε την πληρέστερη καταξίωση και της συγκεκριμένης ημέρας. Όσο στην Εκκλησία μας ακούγεται ο παιάνας γι’ Αυτήν «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον...», τόσο θα ξέρουμε τι τελικά γιορτάζουμε και προς τα πού ως πολικό αστέρα πρέπει να προσβλέπουμε όλοι, κατεξοχήν δε η γυναίκα. Ένα τέτοιο όραμα είναι ευνόητο ότι πλαταίνει τον άνδρα, πλαταίνει ιδίως τη γυναίκα, οδηγώντας και τους δύο αφενός στην πραγματική έννοια της ισότητας ως εν Χριστώ ενότητάς  τους, αφετέρου στη φανέρωση στον κόσμο τούτο των ιδιαιτέρων χαρισμάτων τους που καθορίζει αλληλοσυμπληρωματικά το φύλο τους.                              


[1] «Παρ’ όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραµατικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τοµείς της ιδιωτικής και δηµόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, µία τουλάχιστον κοινωνική σχέση παραµένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: η σχέση ανισότητας ανάµεσα στα δύο φύλα... Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνηµα οργανώθηκε µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο και την Παγκόσµια ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, οπότε και µια σειρά από διεθνείς συµβάσεις και πολιτικές του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγκασαν µεγάλους οργανισµούς και κυβερνήσεις κρατών να προωθήσουν την ισότιµη συµµετοχή και αντιµετώπιση της γυναίκας στους περισσότερους τοµείς. Συγκεκριµένα, το 1952 ψηφίστηκε η διεθνής σύµβαση του Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώµατα των γυναικών και την ίση πρόσβαση σε όλα τα δηµόσια λειτουργήµατα, µε την οποία αναγκάστηκε να συµµορφωθεί και η χώρα µας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998). Ωστόσο, οι νοµοθετικές µεταρρυθµίσεις προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν σηµαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας» (Χριστίνα Αθανασιάδου, Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής, Διδ. Διατρ., Τµήµα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 2002).

[2] Ματθ. 19, 8: «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω».

[3] «Για ποιο λόγο δηλαδή τιμωρούν τη γυναίκα, ενώ συγχωρούν τον άντρα; Ενώ όταν η γυναίκα προσβάλλει το κρεβάτι του άντρα της διαπράττει μοιχεία και από το νόμο τιμωρείται γι’ αυτό βαριά, γιατί δεν τιμωρείται και ο άντρας όταν πηγαίνει με άλλες γυναίκες; Αυτήν την νομοθεσία δεν την αποδέχομαι και καταδικάζω αυτή την κατάσταση. “Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία”» (Λόγος λζ΄).

[4] Ρωμ. 5, 12.

[5] Γεν. 1, 27.

[6] Πρβλ. Γαλ. 3, 23: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

[7] «Εἷς ἐστιν Υἱός, διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν» (δογμ. Θεοτοκίο εσπ. Κυρ. πλ. δ΄).  

[8] Βλ. Α΄Κορ. 13.

[9] «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τῶν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον» (Δ΄στάση Χαιρετισμών Θεοτόκου).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Αυτός ο μακάριος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής και ζώντας από παιδί με ενάρετο τρόπο έφυγε από εκεί κατά θεία Πρόνοια και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Συνάντησε τον πρώτο ιδιαίτερο γραμματέα του βασιλιά και μπήκε στην υπηρεσία του. Αυτός ήταν ο Ταράσιος, η μεγάλη δόξα της Ορθοδοξίας. Όταν λοιπόν αυτός με θεία ψήφο προκρίθηκε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Παύλος ο Κύπριος παραιτήθηκε από τον θρόνο, ο λύχνος μπήκε στη λυχνία. Κι αμέσως ο θείος Αρχιερέας οικοδόμησε μοναστήρι στην είσοδο του Ευξείνου Πόντου και έβαλε εκεί να μένουν αντί πια των κοσμικών τον πανόσιο Θεοφύλακτο και τον Μιχαήλ, που ζούσαν αφιερωμένοι στον Θεό με έργα και λόγια στην πόλη των Συνάδων. Έπειτα ο αρχιερέας, αφού έμαθε την απαστράπτουσα αρετή των ανδρών και την χριστιανική προκοπή τους, έστειλε και τους κάλεσε αμέσως και τους κατέστησε στον δικό του ευκτήριο οίκο. Δεν πέρασε πολύ διάστημα και τους προχείρισε σε επισκόπους, τον μεν Μιχαήλ στα Σύναδα, τον δε τίμιο Θεοφύλακτο στη Νικομήδεια.

Τα κοτορθώματά του Θεοφυλάκτου είναι πάρα πολλά και τα φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή και οι θείοι ναοί που οικοδομήθηκαν από αυτόν και τα νοσοκομεία και η προστασία των χηρών και των ορφανών και η άμετρη ελεημοσύνη. Ήταν τόσο έμπρακτη η αγάπη του μεγάλου μιμητή του Θεού, ώστε γεμίζοντας δοχείο με χλιαρό νερό, έπλενε και καθάριζε τους ανάπηρους και τους χωλούς και τους πληγωμένους στα μέλη τους, με τα ίδια του τα χέρια. Όταν έφυγε από τη ζωή λοιπόν ο μέγας Ταράσιος, αφού διέπρεψε στην αρχιερωσύνη δεκαεννέα χρόνια και τον διαδέχτηκε ο πάνσοφος Νικηφόρος, συνέπεσε κάποιο ελεεινό γεγονός. Ο Λέων δηλαδή ο μισόχριστος έγινε βασιλιάς κι αμέσως ο δειλός προχώρησε στην καθαίρεση των αγίων εικόνων. Μόλις έγινε πολύ φανερό τούτο, ο μέγας Νικηφόρος αφού κάλεσε τους λογίους από τους αρχιερείς, τον Αιμιλιανό Κυζίκου και τον Ευθύμιο των Σάρδεων, τον Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, τον Ευδόξιο Αμορίου, τον Μιχαήλ Συνάδων, και μαζί με πολλούς άλλους και τον μακάριο Θεοφύλακτο,  πάνε προς τον ασεβή και αποστάτη βασιλιά και του φέρνουν πολλές αποδείξεις  από τις θείες Γραφές, σαν φάρμακα. Αυτός  όμως, σαν ασπίδα, βούλωσε τα αυτιά του και δεν αισθανόταν αυτά που του έλεγαν. Συνέχιζε λοιπόν να έχει τις ίδιες απόψεις, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τίποτε. Και οι μεν άλλοι σιώπησαν στη συνέχεια, ενώ μόνος ο μακάριος Θεοφύλακτος είπε προς αυτόν: Γνωρίζω ότι δείχνεις περιφρόνηση στην ανοχή και τη μακροθυμία του Θεού, αλλά θα έλθει πάνω σου ξαφνικά φοβερή καταστροφή, και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα και δεν θα υπάρξει κανείς που θα σε σώσει.

Γι’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς οργίστηκε και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Και τον μεν θείο Νικηφόρο στη νήσο Θάσο, τον δε αοίδιμο Μιχαήλ Συνάδων στην Ευδοκιάδα, και τον καθένα σε άλλο μέρος. Τον τρισόλβιο δε Θεοφύλακτο στη Στρόβιλο (αυτό είναι φρούριο υπό το θέμα των Κυβερραιωτών, που ήταν παραλιακό). Εκεί ο μακάριος αυτός ομολογητής Θεοφύλακτος έμεινε τριάντα χρόνια, υπομένοντας την κακουχία της ξένης χώρας, και μετά εκδήμησε προς τον Κύριο. Μετά από μερικά χρόνια, όταν έπαυσε η αίρεση και ανέλαμψε η ορθοδοξία, επί  Θεοδώρας της ευσεβεστάτης αυγούστας, και Μεθοδίου του αγιωτάτου Πατριάρχου, το τίμιο σώμα του οσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου ανακομίστηκε από την εξορία και κατατέθηκε στη Νικομήδεια, στον ναό που κτίστηκε από αυτόν».

 Με τον όσιο Θεοφύλακτο έχουμε την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος για τους ιερείς: «ο Θεός διά πάντων ενεργεί, ου πάντας χειροτονεί». Μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει γίνει κληρικός, να τελεί τα μυστήρια, να είναι βεβαίως έγκυρα αυτά, προσφέροντα δραστικά τη χάρη του Θεού, όμως ο ίδιος, όταν δεν έχουν συντρέξει οι αναγκαίοι όροι για τη χειροτονία του, να μη θεωρείται χειροτονημένος από τον Θεό. Με άλλα λόγια, δρα διά μέσου αυτού ο Θεός, ο ίδιος όμως, αν δεν μετανοήσει, δεν σώζεται. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου σήμερα, από τα πρώτα που θίγει, και όχι μία φορά, είναι ακριβώς η αλήθεια αυτή. Τονίζει ότι ο όσιος Θεοφύλακτος χρίστηκε αρχιερέας από τη χάρη του Θεού «αξίως», διότι ακριβώς ζούσε την αλήθεια της πίστεως. Κι αυτή η χάρη ευλόγησε και τον τρόπο της ζωής του, διότι είχε μέσα του πολλή αγάπη. «Έχρισέ σε αξίως χάρις η του Πνεύματος, Πανόλβιε, ένεκεν αληθείας, και τον τρόπον σου χάριν χρηστότητος» (ωδή α΄). Κι αλλού: «Έζησες με όσιο τρόπο την ασκητική ζωή, πάτερ σοφέ, γι’ αυτό και χρίστηκες από τον Θεό Ιεράρχης, να ιερουργείς τα θεία μυστήρια, προς σωτηρία των ψυχών» (κάθισμα όρθρου). Κι αυτό σημαίνει: αν ενεργεί ο Θεός διά μέσου και αναξίων θεωρουμένων ιερέων και αρχιερέων, πόσο περισσότερο δρα και ενεργεί διά μέσου των αξίων Του. Η ίδια τότε η ζωή τους, όχι μόνον η τέλεση των μυστηρίων, εξακτινώνει την παρουσία του Θεού.

Ο Θεοφάνης με μεγάλη ευχαρίστηση επιμένει να περιγράφει την αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου. Κι αυτή κατεξοχήν αποκαλύπτεται στο πιο σπουδαίο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης αγάπης προς τον Θεό, την προσευχή. Η δύναμη της προσευχής του είναι, κατά τον υμνογράφο, «βαρύ πυροβολικό». Όταν ύψωνε ιδίως τα χέρια του σε προσευχή ο όσιος, τότε κινητοποιούσε τον ίδιο τον Ουρανό και κατατρόπωνε τους εχθρούς της πίστεως. Για τον υμνογράφο, δηλαδή,  ο όσιος Θεοφύλακτος ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος: «να υψώνουμε οσίας χείρας εν προσευχή προς τον Θεό». «Τα χέρια σου, θεόπνευστε Πάτερ, που τα σήκωνες με όσιο τρόπο προς τον Θεό, κατατρόπωσαν τους δυσσεβείς εχθρούς της πίστης» (ωδή ε΄). Η εικόνα των υψωμένων χεριών του οσίου για προσευχή καθηλώνει τον άγιο Θεοφάνη. Βλέπει ότι τα χέρια αυτά τελικώς κρατούνται από τον ίδιο τον Χριστό, όπως ο πατέρας κρατάει το μικρό χέρι του παιδιού του για να το καθοδηγήσει με ασφάλεια  εκεί που πρέπει. Κι ο Χριστός κρατώντας το χέρι του οσίου τον καθοδηγεί με ασφάλεια στο «πλάτος του Παραδείσου», στη βασιλεία των Ουρανών. «Κράτησε το χέρι σου ο Κύριος, θεοφόρε Πατέρα, και σε καθοδήγησε προς την ουράνια απόλαυση» (ωδή ε΄).

Η αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου ήταν αποτέλεσμα και της ασκητικής διαγωγής του, με την οποία υπέταξε τα πάθη του, και της τεράστιας αγάπης του προς τους συνανθρώπους του, αλλά και των αγώνων του υπέρ της ευσεβείας. Την εποχή του οι αγώνες αυτοί ήταν υπέρ των αγίων εικόνων: του Χριστού, της Παναγίας, των υπολοίπων αγίων, δεδομένου ότι από την αποδοχή ή μη αυτών φανερωνόταν η ορθόδοξη πίστη του καθενός ή η αίρεσή του. Διότι η εικονομαχία, η απόρριψη των εικόνων, ήταν και είναι χριστολογική αίρεση, άρνηση της πραγματικότητας της ενανθρώπησης του Θεού μας. Ο όσιος Θεοφύλακτος λοιπόν αγωνίστηκε πολύ επ’ αυτού. Υπήρξε ομολογητής, διότι όχι μόνον κήρυξε την αληθινή πίστη, αλλά και έπαθε υπέρ αυτής. Τριάντα χρόνια στην εξορία πέρασε, που σημαίνει ότι «καθ’ ημέραν απέθνησκε». Κι εκεί ακριβώς άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει και σ’ αυτήν τη διάσταση της ζωής του οσίου Θεοφυλάκτου. «Σεβόσουν τη θεία και άχραντη εξεικόνιση του Χριστού κι αρνιόσουνα την ασέβεια των ασεβών» (ωδή γ΄). «Τίμησες την εικόνα του Χριστού, γι’ αυτό υπέφερες εξορίες και θλίψεις και χρόνια κάθειρξη» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος επιλέγει, σχολιάζοντας το όνομα του οσίου: ο θείος Θεοφύλακτος τελικώς είχε φύλακα στη ζωή του τον ίδιο τον Θεό. «Θείος Θεοφύλακτος, ου Θεός φύλαξ» (στίχοι συναξαρίου).

07 Μαρτίου 2024

2η ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ ΚΑΤΗΧΗΤΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 5 Μαρτίου στους φιλόξενους χώρους του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου Πειραιώς, η δεύτερη επιμορφωτική σύναξη κατηχητών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ομιλητής ήταν ο Δικαίος της Παντοκρατορινής Σκήτης του Προφήτου Ηλιού Αγίου Όρους Γέροντας Φιλήμονας ο οποίος ανέπτυξε το θέμα "μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος".

Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Νήφων Καπογιάννης, Πρωτοσύγκελος της Ιεράς μας Μητροπόλεως αλλά και Διευθυντής του Γραφείου Νεότητος, μετέφερε τις ευχές του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Σεραφείμ και ευχαρίστησε τον Άγιο Καθηγούμενο για την αγάπη του στους νέους ανθρώπους που τον οδήγησε στο να βρεθεί από τον ευλογημένο Άθωνα στον Πειραιά ως ομιλητής της συνάξεως.

Εν συνεχεία ακολούθησε γεύμα για τους ιερείς και τα στελέχη νεότητος εν όψει της επικείμενης αποκριάς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ

«Αυτός ο εν αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, που προσαγορεύτηκε και απλός, ήταν γεωργός και άξεστος υπερβολικά, άκακος όμως και απονήρευτος, όσο κανείς άλλος. Είχε και γυναίκα δύστροπη και μοιχαλίδα, χωρίς να το ξέρει ο δίκαιος για μεγάλο διάστημα. Μία ημέρα λοιπόν που ήλθε από τον αγρό ξαφνικά, παρά τη συνηθισμένη ώρα, όπως ήταν φυσικό να συμβαίνει βρήκε την ομόζυγό του να μοιχεύεται στο σπίτι του. Γέλασε σεμνά και τους λέγει: Καλά, καλά, δεν με νοιάζει, μα τον Ιησού. Εγώ από τώρα και εξής δεν πρόκειται να την δω στα μάτια μου. Κράτα την λοιπόν, αυτήν και τα παιδιά της, κι εγώ φεύγω και θα γίνω μοναχός.

Κι αμέσως άφησε τα πάντα, αφού τα οικονόμησε καλά, κι απήλθε προς τον Μακάριο Αντώνιο. Κτύπησε τη θύρα και βγήκε ο μακάριος Αντώνιος και του λέγει: Ποιος είσαι, αδελφέ; Και τι ζητάς εδώ; Αυτός τότε: Ξένος είμαι, είπε, και ήλθα σε σένα να γίνω μοναχός. Ο άγιος τότε του λέει: είσαι εξήντα ετών γέρος, γι’ αυτό δεν μπορείς να γίνεις μοναχός ούτε και να υπομείνεις τις θλίψεις και τη δυσκολία του όρους. Πήγαινε καλύτερα σε Κοινόβιο, για να βρεις άφθονα τα σωματικά και να ζήσεις εκεί άκοπα μαζί με τους αδελφούς. Διότι οι αδελφοί θα σε βοηθήσουν στην αδυναμία σου. Κι αυτό γιατί εγώ κάθομαι μόνος εδώ και τρώω ανά πέντε ημέρες κι αυτό πολύ λίγο. Αυτός δε δεν ανεχόταν να ακούει τον Γέροντα, αλλά τον πίεζε να μείνει μαζί του. Επειδή δεν μπόρεσε ο άγιος να τον απομακρύνει, έκλεισε τη θύρα του κελλιού και τον άφησε έξω. Ο Παύλος τότε έμεινε νηστικός και δεν έφυγε. Την τέταρτη ημέρα, λόγω επείγουσας ανάγκης, άνοιξε ο άγιος το κελλί, βρήκε τον Παύλο και του λέει: Φύγε, γέρο, από εδώ, μη με αναγκάζεις, δεν μπορείς να είσαι μαζί μου. Ο Παύλος του λέει: Είναι αδύνατο να πάω αλλού.

Τότε είδε ο άγιος ότι αυτός δεν είχε ούτε σακούλι ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κάτι άλλο και του λέει: εάν έχεις υπακοή και ό,τι ακούσεις από εμένα το κάνεις πρόθυμα και αγόγγυστα, μπορείς να σωθείς και εδώ. Αν όμως δεν μπορείς αυτά, γιατί κουράζεσαι άδικα και δεν γυρίζεις εκεί από όπου ήρθες; Αποκρίθηκε ο Παύλος και του λέει: Όσα μου πεις θα τα κάνω όλα πρόθυμα. Και ο άγιος: Στάσου λοιπόν και προσευχήσου, μέχρις ότου βγω πάλι και θα σου δώσω εργασία. Μπήκε λοιπόν στη σπηλιά ο μακάριος και τον πρόσεχε από ένα μικρό άνοιγμα, να στέκεται ακίνητος στην προσευχή επί μία εβδομάδα, και να ψήνεται κάτω από τον καυτό ήλιο.

Μετά από αυτά βγήκε ο άγιος, έλαβε από τους φοίνικες και του λέει: Πάρε και πλέξε σειρά, όπως βλέπεις εμένα να πλέκω. Έπλεξε ο γέρων μέχρι την ενάτη ώρα (τρεις το απόγευμα), δεκαπέντε οργιές με μεγάλο κόπο. Και λέει ο άγιος: Άσχημα την έπλεξες. Λύσε την και πλέξε την από την αρχή. Ήταν δε νηστικός επτά ημέρες. Τα έκανε αυτά ο άγιος, για να δυσφορήσει ο Παύλος και να φύγει από αυτόν. Ο Παύλος όμως με μακροθυμία και ζήλο απέπλεξε τη σειρά, και πάλι αγόγγυστα και ήρεμα την έπλεξε με πολλή τάξη, τόσο που εξέπληξε τον άγιο. Γι’ αυτό και κατανύχτηκε, κι όταν έδυσε ο ήλιος του λέει: Παππούλη, θέλεις να φάμε λίγο ψωμί; Κι ο Παύλος: όπως νομίζεις, πάτερ. Αυτό πάλι έκαμψε τον Γέροντα, κι αφού παρέθεσε τράπεζα, έβαλε τέσσερα κομμάτια ψωμί, βρέχοντας το ένα για τον εαυτό του και τρία για τον γέροντα Παύλο. Άρχισε τότε ο Αντώνιος να ψέλνει ψαλμό, για να δοκιμάσει και μ’ αυτό τον Παύλο, και μάλιστα είπε δύο φορές τον ίδιο ψαλμό. Ο δε Παύλος προσευχόταν με μεγάλη προθυμία μαζί με τον άγιο. Και λέει ο Γέρων στον Παύλο: Κάθισε στο τραπέζι και μην αγγίξεις από τα παρατιθέμενα. Όταν έκανε αυτό που του πρόσταξε, λέει ο άγιος: Σήκω, προσευχήσου και κοιμήσου. Αυτός δε, χωρίς να έχει γευτεί καθόλου τροφή, έκανε έτσι. Περί δε το μεσονύχτιο, σηκώθηκε ο Αντώνιος για προσευχή και σήκωσε και τον Παύλο, οπότε και παρέτεινε τις προσευχές μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας.

Όταν σουρούπωσε αρκετά, έφαγε ο Αντώνιος τον ένα άρτο, χωρίς να αγγίξει άλλον. Ο δε Παύλος που έτρωγε πιο αργά, είχε ακόμη τον άρτο από τον οποίο έτρωγε. Κι όταν πια τον τελείωσε, λέει ο Αντώνιος: Παππούλη, φάε και άλλον άρτο. Λέει ο Παύλος: Εάν φας κι εσύ θα φάω κι εγώ. Λέει ο Αντώνιος: Για μένα είναι αρκετός, γιατί είμαι μοναχός. Και ο Παύλος: Λοιπόν, επειδή κι εγώ μοναχός θα γίνω, αρκεί και σ’ εμένα. Σηκώθηκαν λοιπόν και έψαλλαν. Κι αφού κοιμήθηκαν για λίγο, πάλι σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάλλουν. Όταν ξημέρωσε, τον έστειλε να γυρίζει στην έρημο και μετά από τρεις ημέρες να επιστρέψει. Έγινε κι αυτό, οπότε ήλθαν αδελφοί προς τον Γέροντα. Και πρόσεχε ο Παύλος τι όφειλε να κάνει. Και ο άγιος του λέει: Να διακονείς τους αδελφούς σιωπηρά, χωρίς να γευτείς τίποτε μέχρι να φύγουν. Και έως την τρίτη ημέρα, ο Παύλος δεν γεύτηκε τίποτε. Οι δε αδελφοί τον ρωτούσαν: Για ποιο λόγο είσαι σιωπηλός; Επειδή αυτός δεν αποκρινόταν, λέει ο άγιος προς αυτόν: Μίλησε στους αδελφούς, οπότε άρχισε να ομιλεί.

Κάποια μέρα έφερε κάποιος στον μακάριο Αντώνιο ένα δοχείο από μέλι και αυτός το έχυνε στη γη. Όταν έγινε αυτό, λέει ο Γέρων στον Παύλο: παιδάκι, μάζεψε το μέλι και πρόσεξε μη τυχόν κάτι από αυτό αχρηστευθεί. Έγινε κι αυτό χωρίς καθόλου να ταραχτεί ή να αλλοιωθεί. Σε άλλο δε καιρό, προστάχτηκε να αντλεί νερό και όλη την ημέρα να το χύνει χωρίς λόγο. Κι άλλοτε έσχισε το ιμάτιό του και τον πρόσταξε να το ράψει με επιμέλεια. Όταν λοιπόν τον είδε ο άγιος να κάνει ό,τι του πρόσταζε αγόγγυστα και ανεμπόδιστα, του λέει: Λοιπόν, αδελφέ. Εάν μπορείς να κάνεις έτσι κάθε ημέρα, να μείνεις μαζί μου. Αν δεν μπορείς όμως, πήγαινε από εκεί που ήλθες. Ο δε Παύλος του λέει: Εάν έχεις να μου δείξεις κάτι περισσότερο, δείξε μου, επειδή όσα είδα μέχρι τώρα, τα κάνω όλα εύκολα.

Τέτοια και τόσο μεγάλη υπακοή και ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος, ώστε να λάβει χάρισμα κατά των δαιμόνων και να τους διώχνει. Πληροφορήθηκε λοιπόν από τον Θεό ο Αντώνιος και τον είχε μαζί του για κάποιο διάστημα. Έπειτα, του κατασκεύασε κελλί και τον έβαλε να κάθεται εκεί, ώστε να μάθει και τις πανουργίες εκείνων και να τους πολεμά. Κάθισε ένα χρόνο μόνος του ο Παύλος και αναδείχτηκε σε θαυματουργό. Κι αφού υπηρέτησε τον Θεό άξια, απήλθε προς τις ουράνιες μονές».

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ημέρες, που εορτάσαμε τον εν αγίοις πατέρα ημών Νικόλαο Πλανά (2 Μαρτίου). Και να σήμερα που η Εκκλησία μας εορτάζει έναν επίσης άγιο, με το ίδιο χάρισμα αγιότητας, την κατά Θεόν απλότητα. Η απλότητα ανέδειξε τον Παύλο σε μεγάλο όσιο, η απλότητα ανέδειξε επίσης σε μεγάλο άγιο τον παπα Νικόλα Πλανά. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν προτείνει ορισμένοι με την ίδια προσαγόρευση με τον όσιο Παύλο να προσαγορεύεται και ο παπα Νικόλας: ο απλός. Ο νέος όσιος της Εκκλησίας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του οσίου Παύλου, αυτό επισημαίνει ως πρώτο από όλα για τον όσιο Παύλο: «Έκανες ωραίο, όσιε, τον εαυτόν σου με τους τρόπους της απλότητας κι αναδείχτηκες απλός και πράος και ήσυχος, Παύλε μακάριε, κι έγινες γνήσιος υπηρέτης του Παντοκράτορα Θεού με τον λαμπρό βίο σου» (στιχηρό εσπερινού). Αιτία για την ανάδειξη σε άγιο εκείνου που έχει την κατά Θεόν απλότητα είναι ότι η αρετή αυτή φανερώνει τη μεγίστη όλων των αρετών, την ταπείνωση.  Όπου δηλαδή απλότητα, εκεί και ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί κι η χάρη κι η αγάπη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Μόνος εσύ ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού κλήθηκες απλός, Παύλε, ως τύπος της ταπεινοφροσύνης και μυρίπνοη μυροθήκη της απλότητας» (στιχηρό εσπερινού). «Αληθινά, Παύλε, φάνηκες μέγας ανάμεσα στους ασκητές, γιατί είχες ως κόσμημά σου την ταπείνωση, και δέχτηκες γι’ αυτό τη λαμπρότητα των μεγάλων χαρίτων του Θεού» (ωδή ε΄). «Γέμισες από το άυλο θεϊκό φως, επειδή ήσουν πράος, ταπεινός και γεμάτος από απλότητα (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος Γεράσιμος δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του στη στάση του αγίου και μεγάλου Αντωνίου, του καθηγητή της ερήμου. Μπροστά στο «φαινόμενο» Παύλο, ακόμη κι αυτός ο αυστηρότατος ασκητής υποκλίνεται. Τον θαυμάζει και τον κάνει μέτοχο και της δικής του ζωής, ώστε τελικώς βλέποντας τον όσιο Παύλο τον όσιο Αντώνιο ταυτοχρόνως να βλέπουμε και να ευφημούμε, σαν ένα είδος «εκμαγείου» του. «Αναδείχτηκες θεοειδής μύστης του θείου Αντωνίου, Παύλε θεοφόρε, και μιμητής του και όργανο της απάθειας» (στιχηρό εσπερινού). «Πραγματικά θαύμασε ο μέγας Αντώνιος τον θερμό πόθο της ψυχής σου και τη σταθερότητα του νου σου και το ανυποχώρητο φρόνημά σου για τα ανώτερα. Διότι έγινες, Παύλε, μιμητής του και ίδιος με τους τρόπους της ζωής του κι αξιώθηκες με τους αγώνες της άσκησής σου πλούσια χαρίσματα» (στιχηρό εσπερινού).

Ο μεγάλος υμνογράφος αποπειράται να εξηγήσει το παράδοξο πράγματι γεγονός, του πώς ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος και άγευστος ασκητικών αγώνων μπόρεσε να ακολουθήσει την αυστηρή ασκητική διαγωγή του οσίου Αντωνίου σαν να ήταν η διασκέδασή του, η τρυφή και η χαρά του. Κι η εξήγηση που δίνει είναι μία: η βαθειά αγάπη προς τον Θεό, η καύση της καρδιάς του για Εκείνον. «Τους κόπους της ασκητικής ζωής τους θεώρησες σαν διασκέδαση, όσιε, γιατί ήσουν πυρπολημένος από τη θεία αγάπη» (λιτή). Κι ακριβώς αυτό τον κάνει να θαυμάσει το άλλο παράδοξο: πώς ένας μεγάλος άνθρωπος παρουσίασε ένα φρόνημα κυριολεκτικά νεανικό. Ακριβώς όμως για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια ότι όπου υπάρχει η αγάπη προς τον Θεό, εκεί η καρδιά του ανθρώπου παραμένει πάντοτε νέα και γεμάτη δύναμη. «Εκπαιδεύτηκες καλά στα χέρια του μεγάλου Αντωνίου και επέδειξες προς τους αγώνες της άσκησης νεανικό φρόνημα κατά το γήρας» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αλλού, σ’ ένα τροπάρι της λιτής: «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό και περιφρόνησες  την ηλικία του γήρατος, γι’ αυτό και έγινες δούλος του Σωτήρα, κατά τον θείο Παύλο, ζώντας τον καινούργιο τρόπο της ζωής που έφερε ο Χριστός».

06 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΜΟΡΙΩ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν οι πρώτοι της πόλης του Αμορίου. Όταν επί της βασιλείας του Θεοφίλου κυριεύτηκε το Αμόριο από τους Αγαρηνούς, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από αυτούς, επειδή ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες και μέτοχοι του πρώτου γένους στους Ρωμαίους. Δεν πρόδωσαν όμως την πίστη τους στον Χριστό ούτε από δειλία ούτε από αγάπη για τη ζωή αυτή ούτε από μαλθακότητα ούτε από την πολυχρόνια ταλαιπωρία. Διότι δεν χαλάρωσε ο τόνος της ψυχής τους από τη σωματική κάκωση και τον εγκλεισμό τους, αλλά αφού παρατάχτηκαν απέναντι στους εχθρούς με ανδρείο φρόνημα και γενναιότητα ψυχής και δεν καταδέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό, με χαρά δέχτηκαν την αποτομή των κεφαλών τους».

Όπως χαίρεται κανείς, όταν έχει επενδύσει σ᾽αυτόν τον κόσμο, για τα καινούργια πολύτιμα μάλιστα ρούχα του, κατά τον ίδιο τρόπο πανηγυρίζει, μας λέει ο υμνογράφος των αγίων άγιος Ιωσήφ, και η Εκκλησία σήμερα, διότι ντύθηκε τη νέα στολή των αιμάτων των νέων αθλοφόρων. «Η Εκκλησία σήμερα πανηγυρίζει μυστικά, γιατί ντύθηκε νέα στολή, σαν πορφύρα και χρυσό ένδυμα, τα αίματα των νέων αθλοφόρων» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αυτό σημαίνει ότι το μαρτύριο για την Εκκλησία μας αποτελεί τη δόξα και το καύχημά της, αφού έτσι βρίσκεται επακριβώς επί τα ίχνη του πρώτου Μάρτυρα, του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν από τις εκτιμήσεις της Εκκλησίας μας διά των ύμνων της, ότι το μαρτύριο των αγίων, όπως των σημερινών, είναι το φως τους και το κάλλος τους, κάτι βεβαίως που ανατρέπει παντελώς τις εκτιμήσεις του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου μας, ο οποίος το μαρτύριο και τον πόνο τον εκτιμά μόνον αρνητικά. Και δικαίως: η φιληδονία ως έκφραση της ουσίας της αμαρτίας εγωισμού αποτελεί τη διηνεκή έγνοια του. «Λαμπρυσμένοι από το κάλλος της φωτεινής και στέρεας άθλησής σας, οδηγηθήκατε στον Χριστό, που θυσιάστηκε ως άνθρωπος, Μάρτυρες» (ωδή α´).

Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει μάλιστα ότι ο καιρός αυτός των μαρτυρικών αγώνων είναι ο καιρός που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή όχι της πίστεως των χριστιανών. Κι έχει δίκιο: στον καιρό της ειρήνης, τότε που όλα βαίνουν καλώς, είναι πολύ εύκολο να δηλώνει κανείς ότι είναι χριστιανός. Εκεί που θα φανερωθεί όμως η αλήθεια της πίστεώς του είναι όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της ζωής αυτής και της ζωής με τον Θεό. Διότι τότε θα αναγκαστεί να αποδείξει τι κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του, ποιος είναι δηλαδή ο αληθινός θησαυρός του, κατά τον λόγο του Κυρίου: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Οι άγιοι λοιπόν σαράντα δύο μάρτυρες, μολονότι με αξιώματα και πολλές αφορμές να είναι ριζωμένοι στον κόσμο τούτο, έδειξαν ότι  τα αξιώματά τους τα θεωρούσαν «σκύβαλα», σκουπίδια, προκειμένου να έχουν τον Χριστό ζωντανό στη ζωή τους. «Ο καιρός των αγώνων σε φανέρωσε σε όλους πιστό φίλο του Χριστού» (ωδή γ´). Και πρέπει να το επεκτείνουμε: καιρός των αγώνων δεν είναι μόνον ο καιρός του μαρτυρίου σε εποχή πολέμου και δίωξης της πίστης, αλλά και ο κάθε καιρός που ο χριστιανός αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες, οι οποίες τον φέρνουν στο οριακό σημείο που κρίνεται η συνείδησή του, με την έννοια ότι πρέπει να μείνει σταθερός στο θέλημα του Θεού, και όχι να εκτραπεί και να το καταπατήσει, προκειμένου τάχα να επιβιώσει. Από την άποψη αυτή ο καιρός των αγώνων συνιστά ευλογία, διότι δίνεται η αφορμή να ξεκαθαριστούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βεβαίως μας προβληματίζει και με μία ακόμη σκέψη του. Αναφερόμενος σε έναν από τους μάρτυρες, τον άγιο Θεόδωρο, λέει ότι στο μέσο του σταδίου ευρισκόμενος κήρυξε με ελεύθερη φωνή και ανδρεία τον Χριστό που σαρκώθηκε για χάρη μας. «Σταδίου μέσον παραστάς, τον σωτήριον Λόγον, δι᾽ημάς σαρκωθέντα, ελευθέρα τη φωνή, εκήρυξας ανδρικώς». Κι έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του, διότι επισημαίνει ότι η ελευθερία σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από τον Πονηρό έχει ως τίμημα το μαρτύριο κι ακόμη και τον θάνατο. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όργανα οι περισσότεροι του κοσμοκράτορος διαβόλου, δεν είναι εύκολοι στο να δέχονται κριτική και να ελέγχονται για τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Το μόνο που ζητούν και απαιτούν είναι η κλίση του αυχένα του λαού, η υποδούλωσή του, προκειμένου να πραγματοποιούν τα άνομα σχέδιά τους, δηλαδή την ανάπαυσή τους και την καλοπέρασή τους. Και δεν ισχύει τούτο μόνο σε εποχές τυραννίας, όπως ίσως θα σκεφτόταν κανείς. Ισχύει δυστυχώς πάντοτε, ακόμη και στις λεγόμενες εποχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία.

Με τους αγίους μας αναπνέουμε τον πραγματικό αέρα της ελευθερίας. Διότι ζούμε μαζί τους Εκείνον που είναι η αληθινή ελευθερία, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε». Να στεκόμαστε κι εμείς σ᾽αυτήν την ελευθερία. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ενταγμένοι στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οποιοδήποτε τίμημα για την επιμονή μας αυτή. Το μαρτύριο είναι το συστατικό του ανθρώπου που θέλει να παραμένει γνήσιος και ελεύθερος άνθρωπος. 

05 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο όσιος Μάρκος υπήρξε φιλόπονος σε όλα: και στη μελέτη των θείων Γραφών αφιέρωσε τον εαυτό του και έφτασε στο άκρο της άσκησης και της αρετής. Απόδειξη και των δύο είναι αφενός οι λόγοι που συνέγραψε, οι οποίοι είναι γεμάτοι από κάθε διδαχή και ωφέλεια, αφετέρου η ενέργεια των θαυμάτων που του δόθηκε από τον Σωτήρα Χριστό. Από αυτά ένα είναι αναγκαίο εξάπαντος να πούμε: Όταν ο όσιος βρισκόταν στην αυλή του ασκηταριού του και εν προσευχή πρόσεχε τον εαυτό του, ήλθε κοντά του μία ύαινα, φέρνοντας και το τυφλό παιδάκι της. Με ταπεινό σχήμα λοιπόν παρακαλούσε τον άγιο να την λυπηθεί και να γιατρέψει την τύφλωση του παιδιού της. Κι αυτός, αφού έφτυσε στους πληγωμένους οφθαλμούς και προσευχήθηκε, τους έκανε υγιείς.

Μετά από κάποιες ημέρες, η ύαινα του έφερε την προβιά ενός μεγάλου κριαριού σαν δώρο για τη θεραπεία, αλλά ο όσιος δεν θέλησε  να το πάρει πριν το θηρίο του υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται ποτέ από εδώ και στο εξής να επιτεθεί  σε πρόβατα φτωχών ανθρώπων. Αν όμως ήταν τόσο συμπαθής στην άλογη φύση, πολλαπλασίως είχε αγάπη προς τους ανθρώπους, λόγω της κοινής φύσης μας, η οποία απαιτεί να δείχνουμε πολύ μεγάλη ευσπλαχνία ο ένας προς τον άλλον.

Ήταν τόσο μεγάλη η ψυχική καθαρότητα του άνδρα, ώστε ο πρεσβύτερος της Μονής βεβαίωνε με όρκους ότι ουδέποτε ο ίδιος έδωσε κοινωνία των αχράντων μυστηρίων στον μοναχό Μάρκο, διότι όταν προσερχόταν αυτός να κοινωνήσει, άγγελος Κυρίου του την μετέδιδε, ενώ εκείνος έβλεπε μόνο το χέρι του αγγέλου από τον αγκώνα να κρατάει την αγία λαβίδα, με την οποία ο όσιος μετείχε των αγιασμάτων. Απομακρύνθηκε ο όσιος από τις κοσμικές φροντίδες και από όλους τους θορύβους, όταν ήταν στην ηλικία των σαράντα χρόνων. Κι αφού πέρασε στην άσκηση εξήντα έτη, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν κοντός σωματικά, με λεπτό γένι και έχοντας το κεφάλι να λάμπει εσωτερικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος».

Ο μακαριστός και επιφανής λόγιος μοναχός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης σε εισαγωγικό του σχόλιο για κείμενα του οσίου Μάρκου του ασκητή στη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών  λέγει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσων βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε∙ «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον». Γεννήθηκε τον 5ο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία… Ο όσιος Μάρκος και οι άλλοι όσιοι Πατέρες, δεν μιλούσαν, ούτε έδιναν μονιμότητα στις σκέψεις τους με την εγγραφή τους, αν δεν ζούσαν τις αλήθειες της πνευματικής ζωής και αν δεν είχαν την καθολική μαρτυρία της πνευματικής παραδόσεως. Έτσι, ο άγιος αυτός ερημίτης έγραψε τις εμπειρίες του στηριζόμενος στις άγιες Γραφές και μέσα στα πλαίσια της πνευματικής παραδόσεως, αλλά με την προσωπική του ιδιοτυπία, που συνίσταται στον τονισμό της λειτουργίας του πνευματικού νόμου».

Δεν επηρέασε μόνο τους μοναχούς όμως ο όσιος Μάρκος. Κάθε χριστιανική ψυχή που ενέκυψε, εγκύπτει ή θα εγκύψει με προσοχή και με ταπείνωση στα κείμενά του, θα διαπιστώσει τη χάρη που τα διέπουν και οπωσδήποτε θα προβληματιστεί και θα παρακινηθεί, όχι ασφαλώς στο να γίνει μοναχός – αυτό είναι ξεχωριστή κλήση του Κυρίου σε όσους δύνανται να χωρέσουν τον λόγο τούτο – αλλά στο να εμβαθύνει στην πνευματική ζωή και στο να ακολουθήσει πιο συνειδητά τον δρόμο του Κυρίου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο: δεν πρόκειται να κρίνει ο Κύριος το είδος της ζωής που επιλέγουμε, τον έγγαμο ή τον μοναχικό βίο, αλλά αν αυτό που επιλέγουμε, το ακολουθούμε με βάση το άγιο θέλημά Του. Κι εδώ έγκειται η συνεισφορά η μεγάλη του οσίου Μάρκου. Με τις γραφές του, στη μορφή των μικρών κεφαλαίων, κατά το πρότυπο των βυζαντινών συγγραφέων της εποχής του, ώστε να είναι ευκολομνημόνευτα, δίνει ισχυρότατη ώθηση σε όλους τους χριστιανούς, μοναχούς ή κοσμικούς, στο να δουν σωστά την πνευματική ζωή και κατά τη δύναμη του καθενός να την ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ο ένας εκ των τριών που έχει τιμηθεί από την Εκκλησία μας με τον τίτλο του θεολόγου, προχώρησε από τη νεότητά του στα ύψη της αγιότητας, διότι κράτησε ως κανόνα και αρχή στη ζωή του, κυρίως ένα κεφάλαιο από τα διακόσια του «Πνευματικού Νόμου» του οσίου Μάρκου: «Αν ζητάς να θεραπευτείς, φρόντισε τη συνείδησή σου και κάνε ό,τι σου λέει, και πολύ θα ωφεληθείς».

Μία πολύ μικρή γεύση από τα κεφάλαια αυτά του οσίου στη Φιλοκαλία (μετάφραση Αντωνίου Γαλίτη) παραθέτουμε στη συνέχεια:

- Πρώτα-πρώτα γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αρχή κάθε καλού και μεσότητα και τέλος. Το καλό δεν είναι δυνατό να πράττεται ή να πιστεύεται, παρά μόνο με την ένωση με τον Ιησού Χριστό και με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.

- Μην προσπαθείς να λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα με φιλονικία, αλλά με τα μέσα που επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, δηλαδή με την υπομονή, την προσευχή και την απλότητα της ελπίδας.

- Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη∙  γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση.

- Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας.

- Πολλές συμβουλές των άλλων μας προσφέρονται για το συμφέρον μας. Για τον καθένα όμως τίποτε δεν είναι καταλληλότερο από τη δική του γνώμη.

- Μελέτα τα λόγια της θείας Γραφής με την πράξη και μην επεκτείνεσαι σε πολυλογία, υπερηφανευόμενος για σκέψεις θεωρητικές.

- Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά, επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά.

- Εκείνος που ζητεί άφεση, αγαπά την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος που κατακρίνει τον άλλον, επισφραγίζει τις αμαρτίες του.

04 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

«Ο όσιος Γεράσιμος μεγάλωσε από παιδί με τον φόβο του Κυρίου και αφού περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, προχώρησε στην εσώτερη έρημο της Θηβαΐδος, όταν βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Πωγωνάτος, εγγονός του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Έκανε τόσους μεγάλους ασκητικούς αγώνες και ήταν τόσο κοντά στον Θεό, ώστε να εξουσιάζει και τα άγρια θηρία. Διότι ένα λιοντάρι τον διακονούσε, επιτελώντας διάφορα διακονήματα, και μάλιστα να βγάζει για βοσκή και να επιστρέφει έναν όνο που έφερνε νερό. Όταν κάποτε κάποιοι έμποροι του δρόμου έκλεψαν τον όνο, τον οποίο έδεσαν στις καμήλες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το λιοντάρι κοιμόταν, ο μοναχός που υπηρετούσε τον όσιο, βλέποντας το βράδυ το λιοντάρι να βρίσκεται μόνο του στο κελί, αγανάκτησε. Κι επειδή νόμισε ότι φαγώθηκε από αυτό, ανέφερε τούτο στον Γέροντα. Αυτός τότε έδωσε εντολή να αναλάβει το λιοντάρι την υπηρεσία του όνου. Πράγματι το λιοντάρι την δέχτηκε και για όσο χρόνο ο όνος βρισκόταν στα χέρια των εμπόρων, αυτό έφερνε τα δοχεία νερού στους ώμους του, και τρέχοντας, σαν να έκανε αγώνα δρόμου, αναγκαζόταν να φέρνει το νερό.

Αλλά οι έμποροι επέστρεφαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, όταν το λιοντάρι ήταν στο ποτάμι για να πάρει νερό. Το λιοντάρι είδε και αναγνώρισε τον όνο που ακολουθούσε τις καμήλες, όρμησε ξαφνικά προκαλώντας την κατάπληξη των εμπόρων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Άδραξε τότε το χαλινάρι και τράβηξε τον όνο, ο δε όνος τις καμήλες που ακολουθούσαν, καθώς ήταν δεμένες η μία με την άλλη, όπως τις συνήθιζαν, έως ότου οδήγησε τον όνο και τις καμήλες στο κελί. Και κτυπώντας τη θύρα με την ουρά του, τα έφερε στον Γέροντα σαν κυνήγι. Αυτός τότε μειδίασε και λέει προς τον μοναχό που τον υπηρετούσε: Χωρίς λόγο λοιπόν βάλαμε επιτίμιο στο λιοντάρι. Γι’ αυτό, ας απαλλαγεί από τις συνηθισμένες αγγαρείες και ας πάει να βόσκει και να ζει όπως θέλει. Τότε  το λιοντάρι έκλινε το κεφάλι του και σαν να συμφώνησε με τον Γέροντα άφησε το όρος και παρουσιαζόταν μία φορά την εβδομάδα, κατά την οποία προσερχόταν σ’ αυτόν και έσκυβε το κεφάλι, σαν να προσκυνάει.

Όταν πέθανε δε ο Γέροντας, ήλθε για να αποδώσει τη συνηθισμένη ευχή. Επειδή όμως δεν βρήκε τον όσιο κι έμαθε από τον διακονητή του μοναχό ότι πέθανε και μπήκε σε τάφο, πρώτα μεν θρήνησε πολύ με μικρά βρυχήματα, κι ύστερα με μεγάλο βρυχηθμό άφησε κι αυτό την πνοή του. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που Τον δοξάζουν και κάνει και τα θηρία να τους υπακούνε, αυτούς που διατηρούν το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν άσπιλο και καθαρό».

Ο όσιος Γεράσιμος είναι μία από τις πιο ωραίες παρουσίες στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο για την ασκητική του διαγωγή, αλλά και για την ιδιαίτερη σχέση του με τον ιδιότυπο «υποτακτικό» του, τον ανθρωπόμορφο λέοντα. Το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου έχει ταυτιστεί μαζί του τόσο, ώστε οι περισσότερες εικόνες του να απεικονίζουν  και αυτό μαζί με εκείνον. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση,  που θηρία είναι υποταγμένα σε αγίους. Αρκετά συχνά σε συναξάρια βρίσκουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στις 11 Φεβρουαρίου μνημονεύεται ο άγιος αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Βλάσιος, ο οποίος σε όρος ζώντας, με την ευλογία του ξημέρωνε όλα τα άγρια θηρία. Ακόμη και στη νεώτερη εποχή είναι γνωστή η περίπτωση της αρκούδας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για να μην αναφερθούμε και στον όσιο Παΐσιο, που και αυτού η πολύ φιλική σχέση με τα ζώα είναι γνωστή.

Κατά την πίστη μας, η εξήγηση είναι απλή: ο Δημιουργός Θεός έθεσε τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπο να άρχει επί όλων των ζώων της γης. Τα ζώα σε αυτόν προσέβλεπαν και αυτόν υπάκουαν, επειδή αυτός προσέβλεπε και υπάκουε  στον Δημιουργό Του. Η αμαρτία όμως που εισήλθε στον άνθρωπο, έφερε μεταξύ των άλλων και την ανατροπή αυτή: τα ζώα έγιναν εχθρικά απέναντί του, κάτι που αποκαταστάθηκε μετά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Από τη στιγμή που ο Χριστός εξάλειψε την αμαρτία και καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, δόθηκε στον άνθρωπο και πάλι η χάρη της βασιλείας του επί της κτιστής φύσεως, στον βαθμό που επιτρέπει τούτο βεβαίως ο ίδιος ο Χριστός, στο μεταξύ διάστημα που βρισκόμαστε μέχρι τη Δευτέρα Του παρουσία.

Έτσι, για να επανέλθουμε στον όσιο Γεράσιμο, η υπακοή του λέοντα ήταν η υπακοή στον χαρισματούχο άνθρωπο, τον αποκαταστημένο ενώπιον του Θεού, με την καθαρότητα της εικόνας του Θεού στην καρδιά του. Η υπακοή του δηλαδή ήταν η συνέχεια της υπακοής των θηρίων στον πρώτο Αδάμ, προ της πτώσεώς του στην αμαρτία, εκεί που η εξουσία του επ’ αυτών φανερωνόταν και με το όνομα που αυτός έδινε στα θηρία. Κι αυτό ακριβώς τονίζει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του. «Δόθηκε σαν βραβείο στον Γεράσιμο ένας υπηρέτης θηρίο, επειδή πριν φύγει από τη ζωή φόνευσε τα θηρία των παθών του» (στίχοι συναξαρίου). Κι αλλού: «Επειδή φύλαγες την αξία του κατ’ εικόνα, θεοφόρε, φάνηκες φοβερός στα ανήμερα θηρία» (ωδή ζ΄). Με άλλα λόγια, βασίλεψε πρώτα πάνω στα πάθη του ο άγιος, κι έπειτα του δόθηκε η χάρη να βασιλέψει και πάνω στο λιοντάρι. Τα θηρία αναγνωρίζουν προφανώς τον άνθρωπο του Θεού, τον άνθρωπο δηλαδή που τα αγαπά γνήσια. Το γεγονός ότι έχουμε φαινόμενα που άγιοι κατασπαράσσονται από θηρία, δεν ακυρώνει την αλήθεια αυτή. Τούτο γίνεται, διότι ο Θεός κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό οι άγιοι θα κέρδιζαν πιο εύκολα τον Παράδεισο. Το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου είναι μία πολύ καλή απάντηση επ’ αυτού.

Ο υμνογράφος Γεώργιος δεν επεκτείνεται άλλο σ’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει και την υπακοή των λιονταριών στον προφήτη Δανιήλ, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν τον είχαν ρίξει σ’ αυτά μέσα σ’ έναν λάκκο. Δεν το κάνει όμως. Και μάλλον διότι περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει την πνευματική προσωπικότητα του οσίου Γερασίμου. Κι είναι αλήθεια: τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας του έχουν ως περιεχόμενο την αναζήτηση του Θεού εκ μέρους του, όταν περιπλανιόταν στις ερημιές, στις σπηλιές και στα όρη, και την αδιάκοπη ενατένισή του προς τον πόθο του Κυρίου του, με αποτέλεσμα να καταυγαστεί από το φως του Πνεύματος του Θεού. «Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, ζώντας με πίστη πάντοτε στις ερημιές και στα σπήλαια και στα όρη, τον Θεό εκζήτησες και Αυτόν βρήκες, όπως ακριβώς ήταν η βαθιά σου επιθυμία» (στιχηρό εσπερινού). «Ήσουν προσηλωμένος πάντοτε προς τον άυλο πόθο του Κυρίου, Πάτερ όσιε». «Καταφωτίστηκαν τα νοητά μάτια της ψυχής σου από την έλλαμψη του Πνεύματος του Θεού, θεοφόρε, και τα προσήλωσες στο αιώνιο φως με την αρετή σου» (ωδή α΄). Η κρίση του υμνογράφου Γεωργίου είναι ορθή: δεν θέλει να μας αποπροσανατολίσει με ένα σπουδαίο ασφαλώς γεγονός: το «ανθρώπινο» λιοντάρι, γιατί το ουσιώδες γι’ αυτόν είναι η πνευματική διαγωγή του οσίου, η οποία και μόνη, αν ακολουθηθεί, εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού. Τον υμνογράφο τον ενδιαφέρει η αιτία της αγιότητας του μεγάλου Γερασίμου και όχι ένα από τα αποτελέσματα αυτής.