20 Απριλίου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 10, 32-45)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα καί ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνοπῆρε  Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νά τούς λέει τά ὅσα ἦταν νά τοῦ συμβοῦν. «Ἀκοῦστε», τούς ἔλεγε· «τώρα πού ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα, ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ στούς ἀρχιερεῖς καί στούς γραμματεῖς, πού θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά τόν παραδώσουν στούς ἐθνικούς. Θα τόν περιγελάσουν, θά τόν μαστιγώσουν, θά τόν φτύσουν καί θά τόν θανατώσουν· καί τήν τρίτη ἡμέρα θ’ ἀναστηθεῖ». Πλησιάζουν τότε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, καί τοῦ λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε νά μᾶς κάνεις τή χάρη πού θά σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νά κάνω γιά σᾶς;» τούς ρώτησε ἐκεῖνος. «Ὅταν θά ἐγκαταστήσεις τήν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νά καθίσουμε ὁ ἕνας στά δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στά ἀριστερά σου». Ὁ Ἰησοῦς τότε τούς εἶπε: «Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι τοῦ πάθους ποῦ θά πιῶ ἐγώ ἤ νά βαφτιστεῖτε μέ τό βάπτισμα μέ τό ὁποῖο θά βαφτιστῶ ἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπάντησε: «Τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ θά τό πιεῖτε, καί μέ τό βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θά βαφτιστεῖτε· τό νά καθίσετε ὅμως στά δεξιά μου καί στά ἀριστερά μου δέν μπορῶ νά σᾶς τό δώσω ἐγώ, ἀλλά θά δοθεῖ σ’ αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». Όταν τ’ ἄκουσαν αὐτά οἱ ὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Τούς κάλεσε τότε ὁ Ἰησοῦς καί τούς λέει: «Ξέρετε ὅτι αὐτοί πού θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καί οἱ ἄρχοντές τους τά καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό, ἀλλά ὅποιος θέλει νά γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας πρέπει νά γίνει ὑπηρέτης σας· καί ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά εἶναι πρῶτος, πρέπει νά γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατί καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά τόν ὑπηρετήσουν, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά προσφέρει τή ζωή του λύτρο γιά ὅλους».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 9, 11-14)

ἈδελφοίΧριστὸς παραγενόμενος Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆςοὐ χειροποιήτουτοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεωςοὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχωνδιὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγιααἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενοςΕἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότηταπόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷκαθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί Χριστός ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων πού προσμένουμε σκηνή στήν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καί τελειότερηΔέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμαμέρος δηλαδή αὐτῆς τῆς δημιουργίας Χριστός μπῆκε μιά γιά πάντα στά ἅγια τῶν ἁγίωνγιά νά προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καί μοσχαριῶνἀλλά τό δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τήν αἰώνια σωτηρίαΤό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγωνκαί τό ράντισμα μέ τή στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τούς θρησκευτικά ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικάΠόσο μᾶλλον τό αἷμα τοῦ ΧριστοῦΑὐτόςἔχοντας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦπρόσφερε τόν ἑαυτό του ἄψογη θυσία στό Θεόκι ἔτσι θά καθαρίσει τή συνείδησή σας ἀπό τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στό θάνατογιά νά μπορεῖτε νά λατρεύετε τόν ἀληθινό Θεό.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας. Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).  

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»! Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» - ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» - όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

19 Απριλίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

 

«Χαῖρε ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὅν Γεδεών Παρθένε, προεθεάσατο»

(Χαῖρε, Παναγία, πού εἶσαι τό δροσερό ποκάρι (μαλλί), πού προεῖδε ὁ Γεδεών).

1. Μία ἁπλή ἀνάγνωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου (κανόνα καί οἴκων) ὁδηγεῖ ἀμέσως στή διαπίστωση ὅτι βρίθει ἀπό εἰκόνες παρμένες ἀπό σύνολη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ὁ ποιητής εἶναι ἐγκρατής θεολόγος: κινεῖται μέ ἄμεση σέ ὅλον τόν βιβλικό λειμώνα, ὅπως καί σέ ὅλη τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τί κάνει; Στοιχώντας στήν ἀποστολική παράδοση, μᾶς ὑπενθυμίζει ἀδιάκοπα ὅτι κάθε τι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχει ἀντίκτυπο στήν Καινή, ἤ μέ ἄλλα λόγια, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀποτελεῖ μία προφητεία τῶν γεγονότων ἀλλά καί πολλῶν προσώπων τῆς Καινῆς, ὥστε νά διακηρύσσουμε ὅτι χωρίς τήν Καινή εἶναι ἀκατανόητη ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως καί ἡ Καινή χωρίς τήν Παλαιά χωλαίνει ἐπικίνδυνα ὡς πρός τήν κατανόησή της. Θυμόμαστε τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τόνιζε τήν πραγματικότητα αὐτή λέγοντας ὅτι πρόκειται γιά δύο ἀδελφές πού ἔχουν κοινό Δεσπότη, ὁπότε τά καινά δέν εἶναι καινά, γιατί εἶχαν προαναγγελθεῖ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τά δέ παλαιά δέν εἶναι παλαιά, γιατί ἐκπληρώθηκαν καί ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπό τήν Καινή. Γι’ αὐτό καί γιά μία ἀκόμη φορά φαίνεται πόσο ἀνενημέρωτοι, γιά νά μήν ποῦμε κινούμενοι ἐκ τοῦ πονηροῦ, εἶναι ὅσοι προτείνουν τή διαγραφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς τάχα βιβλίου τῶν Ἑβραίων. Χωρίς ἐπίγνωση προτείνουν τή διαγραφή καί τῆς Καινῆς. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ἕνας μᾶλλον μόνον ἀπό τούς πολλούς πού ἀπεκάλυψε πάνω στό θέμα, εἶναι καταπέλτης γιά τέτοιους ἰσχυρισμούς: «ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωυσῆς καί οἱ προφῆτες γιά μένα τό ἔγραψαν».

2. Στό τμῆμα τοῦ προκείμενου ὕμνου ἀπό τήν ἕκτη ὠδή τοῦ κανόνα τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν ἀναφορά στόν κριτή Γεδεών. Ὁ Γεδεών, γιά νά θυμίσουμε λίγο τήν ἱστορία ἀπό τό βιβλίο τῶν Κριτῶν, (τό βιβλίο πού ἀναφέρεται σέ μία περίοδο περίπου 150 ἐτῶν, κατά τήν ὁποία οἱ ἡγέτες τῶν Ἑβραίων ἦταν διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό ἄνθρωποι, ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες ἀκόμη, μέχρι τήν πρώτη ἐκλογή βασιλιᾶ, τοῦ Σαούλ), ἦταν ἕνα νεαρό παλληκάρι, ἀπό φτωχή καί ἁπλή οἰκογένεια, πού κλήθηκε ἀπό ἄγγελο Κυρίου προκειμένου νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ λαοῦ του ἀπέναντι στίς καταστροφικές ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῶν Ἐβραίων Μαδιανιτῶν. Ὁ Γεδεών ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ ὅτι αὐτός, ὁ πιό μικρός ἀπό τήν οἰκογένειά του καί ἐντελῶς ἄσημος, εἶναι ὁ διαλεγμένος ἀπό τον Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ. Καί ζητάει ἀπό τόν ἄγγελο «σημεῖα» τῆς ἀλήθειας του. Ἕνα τέτοιο σημεῖο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού σχετίζεται μέ τόν ὕμνο: ἀπαιτεῖ γιά νά πειστεῖ, σ’ ἐποχή ξηρασίας νά βάλει σέ χωράφι ἕνα ποκάρι, μαλλί δηλαδή ἀπό πρόβατο, κι αὐτό νά μουσκέψει, νά γεμίσει ἀπό δροσιά, ἐνῶ ὅλα γύρω νά εἶναι ξερά. Καί γίνεται - ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοῦ κάνει τή χάρη. Ἀπαιτεῖ ὅμως καί τό ἀντίστροφο: σέ ἐποχή ὑγρασίας τό ποκάρι καί μόνο αὐτό νά παραμείνει ξερό. Κι αὐτό πραγματοποιεῖται. Ἀλλά στή συνέχεια δέν μένει μόνο σ’ αὐτά. Ζητάει καί ἄλλες «ἀποδείξεις», πού ὅλες τελικῶς πραγματοποιοῦνται, ὁπότε καί πείθεται, ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσία, νικᾶνε οἱ Ἑβραῖοι, ἀπαλλάσσονται ἀπό τή συμφορά τῶν Μαδιανιτῶν.

3. Ποῦ ἔγκειται μέ τόν Γεδεών ἡ προεικόνιση τῆς Παλαιᾶς ἐν σχέσει μέ τήν Καινή; Γιατί λέμε ὅτι ἐδῶ ὑφίσταται μία προφητεία δηλαδή χωρίς λόγια; Διότι κατά τόν ὑμνογράφο καί κατά τήν Ἐκκλησία μας τό ποκάρι αὐτό συνιστᾶ προεικόνιση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Παναγίας μας. Ὅπως ἐκεῖνο σέ ξηρασία γέμισε ἀπό δροσιά, μούσκεψε, ἔτσι καί ἡ Παναγία μας: χωρίς ἄνδρα καί φυσικές σχέσεις μέ ἄνδρα («πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;») συλλαμβάνει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στή μήτρα της ὡς ἄνθρωπο. Ἡ ἐνέργεια δηλαδή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ λειτούργησε ὡς δροσιά γιά τή μικρή καί πάναγνη Μαριάμ, ὅπως τῆς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τό ὁμολογοῦμε ἔπειτα διαρκῶς στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Καί στό γεγονός αὐτό ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κάτι πού παραπέμπει ἀφενός στό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο: τήν πρώτη ὑπόσχεση γιά σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία, ἀφετέρου στή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί κατ’ ἐπέκταση βεβαίως στά συνδεδεμένα μέ αὐτήν φρικτά καί ὑπερφυῆ γεγονότα, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση Ἐκείνου.

4. Ἡ παραπάνω προεικόνιση ὅμως τοῦ περιστατικοῦ τοῦ πόκου μέ τόν Γεδεών ἔχει ἀντίκτυπο καί σέ κάθε πιστό. Γιατί μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Παναγία μας συνιστᾶ τύπο καί γιά κάθε χριστιανό, πού σημαίνει ὅτι αὐτό πού τῆς συνέβη μπορεῖ νά συμβεῖ καί στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀρκεῖ βεβαίως νά λειτουργεῖ αὐτός μέ πίστη· πίστη γνήσια μέ τό βασικό γνώρισμά της, τήν ἐν ἀγάπῃ ὑπακοή πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μέ ἄλλα λόγια ἡ Παναγία μας δέχτηκε τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί σάρκωσε μέσα της τόν ἴδιο τόν Θεό τήν ὥρα πού ἔκλινε τήν κεφαλή καί ὑπήκουσε στό κέλευσμα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ χριστιανός: ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά του δέχεται τή δρόσο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί γίνεται καί αὐτός «Παναγία»: σαρκώνει μέσα του τόν Χριστό. Εἶναι τό μυστήριο πού διενεργεῖται στήν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ χριστιανός εἶναι ἕνα μέ τόν Κύριο, γιατί εἶναι μέλος Του καί τρέφεται ἀπό Ἐκεῖνον: καί μυστηριακά μέ τή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί πνευματικά μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, δέν «μυρίζουν πτωμαΐνη». Δέν εἶναι οἱ ἀποχυμωμένοι πνευματικά πού τούς βλέπει ὁ κόσμος καί τούς φοβᾶται. Εἶναι τό φῶς καί ἡ δροσιά τοῦ κόσμου, εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς, ὁ λόγος τους ρέει «ἐν χάριτι», γιατί ἀκριβῶς ἔχουν τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἔχουμε ἤδη λάβει διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά ἐνεργοποιεῖται στήν ὕπαρξή μας μόνο στόν βαθμό πού ἐσαεί βρισκόμαστε σέ πορεία ἐξόδου ἀπό τόν ἐγωισμό μας, πάνω δηλαδή στόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς τηρήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.   

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα… μή μοι δῷς…· πνεῦμα δέ…χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ».

Ἡ εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀποτελεῖ τήν προσευχή πού σφραγίζει τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἐνῶ πολλές προσευχές ἀκούγονται καί λέγονται πολλαπλῶς στήν Ἐκκλησία τή συγκεκριμένη περίοδο, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…» τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατρός μᾶς δίνει τήν αἴσθηση ὅτι βρισκόμαστε μέσα στή Σαρακοστή.

Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἐπιχείρησαν, ἐν ἀναπτύξει ἤ ἐν συντόμῳ, νά τήν ἑρμηνεύσουν καί νά διεισδύσουν στίς ποικίλες διαστάσεις της, τέτοιες πού ἀγκαλιάζουν ὅλο τό φάσμα θά λέγαμε τῆς πνευματικῆς ζωῆς: πάθη ψεκτά καί ἔνθεες ἀρετές, στάση ἐν μετανοίᾳ ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, χάρη αὐτογνωσίας ἀλλά καί χάρη ἀκατακρισίας·  ὅμως παρ’ ὅλον τοῦτο θά σχολιάσουμε, μαζί μέ τούς ἄλλους, ἐκείνην τήν ἀναφορά τῆς εὐχῆς τοῦ ὁσίου, πού νομίζουμε ὅτι συνιστᾶ τό θεμελιακό στοιχεῖο της. Ποιό εἶναι αὐτό; Ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα.

Δέν πρόκειται, νομίζουμε, γιά τό πνεῦμα ὡς ὀντότητα προσωπική,  εἴτε πονηρή εἴτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μολονότι δέν ἀποτελεῖ ἐκτροπή τοῦ νοήματος ἄν θεωρήσει κανείς ὅτι στό πρῶτο αἴτημα ὑπάρχει τό πνεῦμα τοῦ Πονηροῦ, (ὡς ἀπευκταία κατάσταση τῶν ἐγωϊστικῶν παθῶν τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας), ἐνῶ στό δεύτερο τό πνεῦμα ὡς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, (ὡς εὐκταία κατάσταση τῶν ἐνθέων παθῶν τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης)· ὅμως ἡ ἔννοια τοῦ πνεύματος στή συγκεκριμένη διπλή ἀναφορά του σχετίζεται μέ τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα πού καλύπτει τήν ψυχή καί πού καθορίζει τήν ποιότητά της, ἡ κατεύθυνση ἀλλιῶς τῆς ροπῆς της, ἡ ὁποία γιά τόν πιστό δέν μπορεῖ νά εἶναι πρός τήν πλευρά τοῦ κακοῦ, ἀλλά πρός τήν πλευρά τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἐπενεργείας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι πιστός, μέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, αἰτεῖται ἀπό τόν Θεό, τόν Κύριο καί βασιλέα τῆς ζωῆς του, νά μήν ἐπιτρέψει νά στραφοῦν   νοῦς καί καρδιά του σέ κάτι ἄλλο πέρα ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει δική Του παρουσία καί ἐνέργεια, δηλωτικές τῆς Ὁποίας εἶναι  οἱ ἀρετές, πολλῶ δέ μᾶλλον νά μήν στραφοῦν σέ ,τι χαρακτηρίζεται σκότος τοῦ διαβόλου μέ τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν.  Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος, συνεπῶς κατ’ ἐπέκταση καί κάθε πιστός, ὅτι ἀφενός οἱ ἀρετές εἶναι καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ὅταν συνεργάζεται μέ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφετέρου ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση συνύπαρξης τῶν παθῶν καί τῶν ἀρετῶν. Πάθη καί ἀρετές «κοιτοῦν» σέ ἀντίθετες κατευθύνσεις, ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῶν μέν διαγράφει τήν παρουσία τῶν δέ. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ μᾶς τονίζει μέ τρόπο πού δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση ὅτι ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό, τόν Κύριο καί Δεσπότη τῆς ζωῆς μας, δέν εἶναι θέμα μιᾶς ἁπλῆς νοητικῆς τοποθέτησης ἀπέναντί Του, ἀλλά θέμα πού συνεγείρει ὅλη τήν ὕπαρξή μας, καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μας – τό πνεῦμα ὡς τό πνευματικό περιβάλλον μας. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, ὡς ἀληθής καί ὅλος ἄνθρωπος δηλαδή, ἀπαιτεῖται ἡ κίνηση τῆς ψυχῆς του, ἡ βούλησή του, συνεπῶς ὁ «ἔρωτάς» του νά εἶναι πρός τόν Κύριο, ἄν Τόν θέλει πράγματι στή ζωή του· κι ἔτσι μόνο μέ μία τέτοια ροπή καί πόθο στήν ψυχή μπορεῖ νά κινητοποιηθεῖ καί τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι βαρύ καί δυσκίνητο λόγω τῶν φιλόϋλων τάσεών του.

Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι παρόμοια κινεῖται καί ἡ σκέψη τοῦ Μ. Βασιλείου στήν εὐχή τῆς ΣΤ΄ ὥρας, ὅταν ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων «νά ὑποτάξει μέ τόν φόβο Του τή σάρκα μας καί νά μήν ἀφήσει τίς καρδιές μας νά ποῦν ἤ νά λογιστοῦν πονηρά». Καί τί παρακαλεῖ; «Μέ τόν πόθο Του νά τρώσει καί νά πληγώσει τίς ψυχές μας, ὥστε σέ διαρκή ἐνατένιση τοῦ φωτός τοῦ προσώπου Του νά Τόν δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα». «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας ἡμῶν καί μή ἐκκλίνῃς τάς καρδίας ἡμῶν εἰς λόγους ἤ εἰς λογισμούς πονηρίας, ἀλλά τῶ πόθῳ σου τρῶσον ἡμῶν τάς ψυχάς, ἵνα, πρός σέ διά παντός ἀτένιζοντες..., ἀκατάπαυστόν σοι τήν ἐξομολόγησιν καί εὐχαριστίαν ἀναπέμπωμεν…».